Ελευθεροτυπία (14 Οκτωβρίου 2006) 


Οι Δήμοι στους πολίτες

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

Ενώ το εκλογικό πανηγύρι για την ανάδειξη των τοπικών “αρχόντων” έφθασε στο τέλος του, λίγοι ασχολούνται με αυτό, εκτός από τις ίδιους τους υποψήφιους, τα απαραίτητα ΜΜΕ, και τα κόμματα εξουσίας που, όπως συνήθως, βλέπουν τις δημοτικές εκλογές σαν ευκαιρία για να “μετρήσουν τα κουκιά” τους. Όπως άλλωστε σταθερά δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, και όχι μόνο στην Ελλάδα, η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών δεν εμπιστεύονται τα κόμματα πράγμα που αφορά βέβαια κατ αρχήν τα κόμματα εξουσίας και πολύ σημαντικό ποσοστό ούτε τους ίδιους τους θεσμούς της αντιπροσωπευτικής “δημοκρατίας” (το 51%, σύμφωνα με το περσινό Ευρωβαρόμετρο, δεν εμπιστεύεται την Βουλή). Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι δεν εμπιστεύονται την ίδια την δημοκρατία, ως τρόπο αυτοκαθορισμου των πολιτών, αλλά ότι απλώς δεν εμπιστεύονται αυτό που περνά για “δημοκρατία” σήμερα, δηλαδή την σχεδόν πλήρη συγκέντρωση πολιτικής, οικονομικής και γενικότερα κοινωνικής εξουσίας στα χέρια διαφόρων ελίτ, μέσω των θεσμών της αντιπροσωπευτικής “δημοκρατίας” και της οικονομίας της αγοράς.

Έτσι, μπορεί να εξηγήσει κανείς και την πελώρια ασυμμετρία που παρουσιάζεται μεταξύ πολιτών και των ελίτ που τους «εκπροσωπούν», όσον αφορά τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων για το ποια θεωρούν ως τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Για τους πολίτες, στην κορυφή των προτεραιοτήτων τους είναι, σταθερά, προβλήματα όπως η ανεργία, η φτώχεια, ο πληθωρισμός, η υγεία, η παιδεία, η κοινωνική πρόνοια και, τελευταία, η μετανάστευση από χώρες χαμηλού εργατικού κόστους, στην οποία αποδίδουν πολλοί
χάρη στην προπαγάνδα των λαϊκίστικων κομμάτων και κάποιων ΜΜΕόλα τα παραπάνω προβλήματα, αντί να βλέπουν τις πραγματικές συστημικες αιτίες τους. Θα πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι εάν δεν δίνουν οι πολίτες την ίδια προτεραιότητα στα “περιβαλλοντικά” προβλήματα της ποιότητας ζωής, όπως εκδηλώνονται με την ατμοσφαιρική ρύπανση, την ποιότητα των τροφίμων, τις τσιμεντουπολεις που κάνουν αδύνατη την κυκλοφορία των πεζών, μέχρι τις πλημμύρες και τους συχνούς καύσωνες (που είναι πια φανερό ότι σε σημαντικό βαθμό οφείλονται στο φαινόμενο του θερμοκηπίου) ο λόγος δεν είναι βέβαια ότι δεν ενδιαφέρονται για τα προβλήματα αυτά, αλλά ότι απλώς τα θεωρούν “πολυτέλειες” μπροστά στα βασικά προβλήματα επιβίωσης που αντιμετωπίζουν.

Από την άλλη μεριά, όμως, οι ελίτ είτε βάζουν άλλα προβλήματα στην κορυφή των προτεραιοτήτων τους, είτε, ακόμη και όταν συμπίπτουν οι προτεραιότητες τους με αυτές των πολιτών, οι «λύσεις» που προτείνουν είναι κατά κανόνα διαμετρικά αντίθετες από αυτές που θα πρότεινε η πλειοψηφία των πολιτών αν έπαιρναν οι ίδιοι
άμεσα και χωρίς αντιπρόσωπους τις σχετικές αποφάσεις. Και αυτό αφορά τόσο τα γενικά όσο και τα τοπικά προβλήματα, εφόσον βέβαια άλλα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα έχουν οι ελίτ και τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα και άλλες προτεραιότητες έχει η πλειοψηφία των πολιτών η οποία, στην αντιπροσωπευτική “δημοκρατία”, παγιδευμένη συνήθως στο δικομματικό σύστημα, έχει να “επιλέξει” κάθε φορά μεταξύ της Σκύλλας και της Χάρυβδης. Δηλαδή, μεταξύ προγραμμάτων που οριακά διαφέρουν μεταξύ τους, εφόσον όλα τα προγράμματα αυτά παίρνουν δεδομένο το σημερινό θεσμικό πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς που καθορίζει όλες τις βασικές παραμέτρους της κάθε σημαντικής απόφασης.

Τα τελευταία χρόνια, για παράδειγμα, η υπερεθνική ελίτ και τα κατά τόπους παρακλάδια της βάζουν στην κορυφή των προτεραιοτήτων τους την «τρομοκρατία» και τον πόλεμο εναντίον της , τη στιγμή που όπως δείχνει το Ευρωβαρόμετρο απασχολεί μόνο το 10% των Ευρωπαίων πολιτών και το 3% των Ελλήνων. Αλλά, ακόμη και όταν συμπίπτουν οι προτεραιότητες των ελίτ και της πλειοψηφίας των πολιτών, είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι η λύση που θα έδιναν οι πολίτες στο πρόβλημα λόγου χάριν της ανεργίας θα ήταν η μερική απασχόληση και γενικότερα η εύκαμπτη εργασία που προωθούν οι ελίτ, ή, αντίστοιχα, ότι στο πρόβλημα της παιδείας και της υγείας θα πρότειναν την ιδιωτικοποίηση τους που απλώς βελτιώνει τις υπηρεσίες μόνο για όσους διαθέτουν παχύτερο πορτοφόλι ενώ για τους υπόλοιπους σημαίνει ακόμη χειρότερη κάλυψη των σχετικών αναγκών τους, η τέλος ότι στο πρόβλημα της φτώχειας και της ανισότητας θα πρότειναν αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης
«λύση» που όπως έδειξαν τα τελευταία 20 χρόνια, οδήγησε σε ακόμη μεγαλύτερη αύξηση της ανισότητας και της σχετικής φτώχειας. Ούτε βέβαια θα περίμενε κανείς ότι, μετά από ορθολογική συζήτηση των εκατέρωθεν επιχειρημάτων, οι συνελεύσεις των Αμερικανών πολιτών θα ψήφιζαν να μην ληφθεί κανένα αποτελεσματικό μέτρο σχετικά με το φαινόμενο του θερμοκηπίου για να μην θιγούν τα συμφέροντα των πετρελαιοβιομηχάνων, των αυτοκινητοβιομηχάνων κ.λπ.

Με άλλα λόγια, η δυναμική της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς, στο πλαίσιο της «οικονομίας ανάπτυξης», οδηγεί στη συνεχή οικονομική συγκέντρωση, δηλαδή τη συνεχή συγκέντρωση οικονομικής δύναμης, αλλά και της παραγωγής και της διανομής, σε όλο και λιγότερες και μεγαλύτερες οικονομικές μονάδες, και αντίστοιχη γεωγραφική συγκέντρωση. Οι τερατουπολεις, επομένως, όπως η Αθήνα, καθώς και οι «μικρές Αθήνες» που αναπτύσσονται στις επαρχιακές πόλεις, δεν είναι μόνο Ελληνικό φαινόμενο, ή θέμα «Ελληνοπόλεων» και «απανθρωπιάς» που θυσίασε ένα τρόπο ζωής «που είχε μέτρο και ευγένεια», όπως υποστηρίζει με ρομαντισμό η ρεφορμιστική Αριστερά, αλλά διεθνές φαινόμενο. Αποτελεί δηλαδή μια αναπόφευκτη διαδικασία μέσα σε μια συγκεκριμένη δυναμική. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που από την Αργεντινή χτες, μέχρι την Ουγγαρία σήμερα, οι λαοί, σε κάθε εξέγερση, στρέφονται όχι εναντίον του ενός η του άλλου κόμματος, αλλά ενάντια σε όλη την πολιτική ελίτ —τάση που οι ελίτ την αποδίδουν συνήθως σε …εξτρεμιστές, νεοναζί κ.λπ. για να την εξοστρακίσουν.

Είναι λοιπόν φανερό ότι μόνον ο αγώνας για την ριζική αποκέντρωση, δηλαδή την επιστροφή των «δήμων» στους πολίτες, θα μπορούσε να οδηγήσει σε διέξοδο από τη σημερινή πολυδιάστατη κρίση που συνεχώς επιδεινώνεται. Αυτό σημαίνει όχι μόνο την πολιτική (άμεση) δημοκρατία, αλλά και την οικονομική δημοκρατία και την τοπική αυτοδυναμία (όχι αυτάρκεια), δηλαδή την δημιουργία τοπικής οικονομικής δύναμης με τη μορφή εξουσίας για τον καθορισμό της τοπικής παραγωγής και της διάθεσής της, πέρα από τις επιλογές της αγοράς και του κεφαλαίου, τοπικής φορολογικής εξουσίας, δυνατότητας συντήρησης ενός περιεκτικού δημοτικού συστήματος πρόνοιας κ.λπ. Ο δήμος (με την κλασική έννοια της εκκλησίας του δήμου, που θα έπρεπε να επεκταθεί και στην οικονομική, οικολογική αλλά και τη γενικότερη κοινωνική σφαίρα) θα μπορούσε ν αποτελέσει την θεμελιώδη κοινωνική και οικονομική μονάδα μιας μελλοντικής δημοκρατικής κοινωνίας.