(Ελευθεροτυπία, 24 Νοεμβρίου 2007)
Ασφαλιστικό, Ιδιωτικοποιήσεις και Ε.Ε.
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Για πολλοστή φορά τα τελευταία χρόνια οι εργαζόμενοι είναι πάλι ανάστατοι σχετικά με το κρίσιμο για κάθε εργαζόμενο συνταξιοδοτικό πρόβλημα. Σε όλη την παρούσα δεκαετία έγιναν επανειλημμένες απόπειρες από κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας να επιβάλλουν, ουσιαστικά ομοιόμορφες, “μεταρρυθμίσεις” σε βάρος των εργαζομένων, οι οποίες έχουν ήδη καθιερωθεί ή είναι στο στάδιο θεσμοθέτησης σε όλες τις χώρες της Ε.Ε.. Οι μεταρρυθμισεις αυτες έχουν τον έξης κοινό βασικό στόχο: τον περιορισμό του κοινωνικού ρόλου όσον αφορά τη κάλυψη των αναγκών των απομάχων της εργασίας και την αντίστοιχη μεγιστοποίηση του ρόλου του ιδιωτικού κεφαλαίου. Ο στόχος αυτός έγινε επιτακτικός για τις ελίτ από τη στιγμή που, στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης των ανοικτών και απελευθερωμένων αγορών, έπρεπε να μειωθεί δραστικά στη κάθε χώρα-μέλος της Ε.Ε. το κράτος-πρόνοιας ―που χρηματοδοτείτο βασικά από την άμεση φορολογία σε βάρος κυρίως των προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων― έτσι ώστε να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της Ε.Ε. σε σχέση με χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Κίνα κ.λπ., όπου το κράτος-πρόνοιας είναι υποτυπώδες και τα ασφαλιστικά συστήματα βασικά ιδιωτικά.
Έτσι, το πολύ χαμηλό έμμεσο κόστος εργασίας που καθιερώνουν η χαμηλή φορολόγηση του κεφαλαίου και οι υποτυπώδεις εργοδοτικές εισφορές στις ανταγωνίστριες χώρες της Ε.Ε., σε συνδυασμό με το οριακό άμεσο κόστος εργασίας που καθιερώνουν οι μισθοί επιβίωσης στα “οικονομικά θαύματα” της Κίνας, Ινδίας κ.λπ., κάνει επιτακτική την παραπέρα περικοπή του κράτους πρόνοιας για τις ελίτ της Ε.Ε. Η μετάθεση του κόστους συντήρησης του ασφαλιστικού συστήματος από την κοινωνία συνολικά στους ίδιους τους εργαζόμενους είναι βασικό μέσο για τον στόχο αυτο, ιδιαίτερα μάλιστα αν συνδυάζεται με την δημιουργία νέων ευκαιριών για το ιδιωτικό κεφάλαιο, μέσω της “κεφαλαιοποίησης” των εισφορών των εργαζομένων. Παράλληλα, με βάση τον ίδιο στόχο, αφενός, “πετσοκόμματος” του κράτους πρόνοιας και, αφετέρου, αντικατάστασης του με κάποιο είδος “ασφαλιστικού δικτύου” και παράλληλης δημιουργίας νέων επενδυτικών ευκαιριών για το ιδιωτικό κεφάλαιο, επιβάλλεται παντού πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων των τομέων που καλύπτουν βασικές ανάγκες των πολιτών (ηλεκτρικό, νερό, μεταφορές, επικοινωνίες κ.λπ.). Έτσι, στην Ελλάδα ήδη οι πολίτες γεύονται τα αγαθά των ιδιωτικοποιήσεων στην ΔΕΗ και σύντομα θα γευτούν τα ανάλογα αγαθά από την παραπέρα ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ και το ξεπούλημα της Ολυμπιακής. Η διαδικασία αύτη σε χώρες σαν την Βρετανία έχει ολοκληρωθεί και οι Βρετανοί ήδη πληρώνουν τις ιδιωτικοποιήσεις με μαζικές απολύσεις εργαζομένων, ακριβότερους λογαριασμούς νερού, γκαζιού, ηλεκτρικού, απλησίαστα ναύλα στα τρένα κ.λπ. Αντίστοιχα, όπου η τεχνολογία επιτρέπει μεγαλύτερη αυτοματοποίηση (π.χ. τηλεφωνία) και ο διεθνής ανταγωνισμός είναι οξύς (π.χ. αερογραμμές) οι μεν τιμές δεν αυξάνουν αλλά οι υπηρεσίες χειροτερεύουν, πέρα βέβαια απο τις μαζικές απολύσεις εργαζομένων.
Στην Ελλάδα, με δεδομένο τον πελατειακό χαρακτήρα του πολιτικού συστήματος, οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ έχουν δημιουργήσει διάφορες “ιδιομορφίες” στο ασφαλιστικό σύστημα που όχι μόνο του δίνουν ένα τερατώδη χαρακτήρα αλλά και οδήγησαν στα τωρινά τεράστια ελλείμματα, τα οποία όμως οι ίδιες ελίτ επικαλούνται για να περάσουν τις γενικότερες κατευθύνσεις που επιβάλλει η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση! Το σύστημα που είχε καθιερωθεί υποτίθεται ήταν “διανεμητικό”, δηλαδή στηριζόμενο στις εισφορές εργαζομένων, εργοδοτών και κράτους. Σήμερα, με τη συμπαιγνία του ΠΑΣΟΚ, εισάγεται “από την πίσω πόρτα” και το “κεφαλαιοποιητικό” σύστημα που στηρίζεται στις εισφορές των εργαζομένων, οι οποίες κεφαλαιοποιούνται μέσω των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών που τις διαχειρίζονται (όχι βέβαια με το αζημίωτο!), με αποτέλεσμα οι ασφαλισμένοι να μην ξέρουν ούτε το τελικό ποσό της σύνταξης τους και η τύχη τους να εξαρτιέται απο τις διακυμάνσεις της αγοράς!
Η πρώτη “ιδιομορφία” είναι ότι τις εισφορές τις πληρώνουν βασικά οι εργαζόμενοι, αφού κράτος και εργοδότες αθετούν τις υποχρεώσεις τους, αναπόφευκτα δημιουργώντας τεράστια ελλείμματα στα ταμεία. Φυσικά, όταν οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ μιλούν για το ασφαλιστικό “πρόβλημα” συνήθως προσπερνούν τη δική τους αποφασιστική συμβολή σε αυτό και τονίζουν, αντίθετα, τον γνωστό δημογραφικό “μπαμπούλα” της “γήρανσης ταυ πληθυσμού”. Δηλαδή, την μείωση της αναλογίας εργαζομένων προς συνταξιούχους, η οποία υποτίθεται αποτελεί ωρολογιακή βόμβα στο ασφαλιστικό σύστημα, λόγω της μείωσης των εσόδων του σε σχέση με τα έξοδα (τις συντάξεις). Το επιχείρημα όμως αυτό είναι άλλο ένα μύθευμα των ελίτ εφόσον παίρνει δεδομένους παράγοντες που μειώνουν τα έσοδα, όπως η σημερινή μαζική αύξηση της ανεργίας και υπό-απασχόλησης που δημιουργεί η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, είτε αντίστοιχα αγνοεί παράγοντες που αυξάνουν τα έσοδα, όπως η μετανάστευση (που δεν λαμβάνεται υπόψη στους σχετικούς υπολογισμούς), η αύξηση της παραγωγικότητας κ.λπ. Ακόμη, οι φωστήρες των ελίτ που επικαλούνται τον δημογραφικό παράγοντα δεν μας εξηγούν γιατί άραγε αυτός δεν λειτουργεί και στην περίπτωση ταυ κεφαλαιοποιητικού συστήματος που υποστηρίζουν; Μήπως γιατί στη περίπτωση αυτή παίρνουν δεδομένο ότι μόνον όσοι θα μπορούν να πληρώνουν τα υπέρογκα ασφάλιστρα των εταιρειών θα μπορούν ν’απολαμβάνουν μια επαρκή σύνταξη, ενώ οι υπόλοιποι θα παραπέμπονται σε κάποια ελάχιστη σύνταξη επιβίωσης;
Η δεύτερη “ιδιομορφία” είναι ο κατακερματισμός των ασφαλιστικών ταμείων, ο οποίος πράγματι έχει συνέπεια την απώλεια σημαντικών οικονομιών κλίμακας, πέρα από τις τεράστιες διακρίσεις στις οποίες έχει οδηγήσει με την δημιουργία συνταξιούχων διαφόρων ταχυτήτων ―και τους επαγγελματίες πολιτικούς στην Βουλή να βρίσκονται επικεφαλής των πατρικίων, έχοντας οι ίδιοι φροντίσει να θεσπίσουν επιπρόσθετο δικαίωμα συνταξιοδότησης ακόμη και για ένα φεγγάρι θητείας ! Η λύση όμως στο πρόβλημα δεν είναι βέβαια η “εξίσωση προς τα κάτω” όλων των ασφαλισμένων, αλλά η εξίσωση των συντάξεων όλων των πολιτών προς τα πάνω, την οποία μπορεί να εγγυηθεί μόνο ένα αποκλειστικά διανεμητικό σύστημα που λειτουργεί με βάση ένα δημόσιο ταμείο, χρηματοδοτούμενο κυρίως από το Κράτος και τους εργοδότες. Η κοινωνία θα μπορούσε τότε να αποφασίζει, π.χ. μέσα απο ένα δημοψήφισμα, το ποσό μιας τιμαριθμικά προσαρμοζόμενης σύνταξης που εξασφαλίζει σχετικά άνετη διαβίωση (π.χ. €2.000) σε όλους τους συνταξιούχους, μετά απο εργασία 30 περίπου χρόνων. Με βάση αυτά τα δεδομένα μπορεί στη συνέχεια να υπολογιστεί το ποσό των απαιτουμένων εισφορών. Η σύνθεση των εισφορών αυτών σε ένα δίκαιο ασφαλιστικό σύστημα θα μπορούσε να είναι η εξης: ο ίδιος ο ασφαλισμένος θα μπορούσε να συμβάλλει με ένα χαμηλό ποσοστό του εισοδήματος του (π.χ. 5%) και ο εργοδότης με ένα τουλάχιστον πενταπλάσιο ποσοστό. Η υπόλοιπη εισφορά θα έπρεπε να πληρωνόταν από το κράτος, που θα πλήρωνε επίσης τις εισφορές των ανέργων, ανίκανων προς εργασία κ.λπ. Η κρατική χρηματοδότηση του ταμείου θα μπορούσε να γίνει με βάση ένα ειδικό ασφαλιστικό φόρο, ο οποίος θα ήταν άμεσος και προοδευτικός πάνω στο εισόδημα και την περιουσία των φορολογουμένων και θα έπληττε κυρίως τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα. Ένα τέτοιο δίκαιο σύστημα όμως είναι αδύνατο μέσα στην Ε.Ε.