(Ελευθεροτυπία, 9 Ιουνίου 2007) 


Ιστορία και ο μύθος της «αντικειμενικότητας»

Με αφορμή το βιβλίο της ΣΤ Δημοτικού

 

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

Η διαμάχη που ξεκίνησε μεταξύ Ευρωφρόνων και Ελληνοφρόνων με αφορμή το βιβλίο της Ιστορίας της ΣΤ Δημοτικού, η οποία ακόμη συνεχίζεται, αγνόησε την βασική πτυχή του θέματος που αναφέρεται στο κατά πόσο είναι δυνατή μια «αντικειμενική» εξιστόρηση του παρελθόντος. Έτσι, κατά την άποψη των Ευρωφρόνων, στους οποίους ανήκουν οι ελίτ, τα κόμματα εξουσίας αλλά και η ρεφορμιστική Αριστερά (ΣΥΝ-Οικολόγοι κλπ), το βιβλίο, παρά τα όποια ελαττώματα και αδυναμίες του που επιδέχονται διόρθωση,  αποτελεί απόπειρα εκσυγχρονισμού της παιδείας μας και των σχολικών βοηθημάτων, μέσα από μια «αντικειμενική» εξιστόρηση της Ιστορίας που επικεντρώνεται στις πηγές και την όσο γίνεται «αυστηρή» περιγραφή των γεγονότων. Αντίθετα, σύμφωνα με την «Ελληνόφρονα» άποψη που υιοθετούν όχι μόνο ακροδεξιοί, εθνικιστές και η Εκκλησία, αλλά ακόμη και «αριστεροί» με μεταφυσικές ανησυχίες (στην Ελλάδα ανθεί και αυτό το φρούτο!) ακόμη και κάποια τμήματα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, το βιβλίο εκφράζει την Νεοταξικη ιδεολογία που θέλει την λησμοσύνη των παραδόσεων και των εθνικών αξιών οι οποίες συνιστούν την συλλογική εθνική συνείδηση, με στόχο την ιδεολογική κατάργηση των εθνών-κρατών, το αναγκαίο συμπλήρωμα της φυσικής κατάργησης τους μέσα στην νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.

Και πράγματι, η συστηματική εξέταση του βιβλίου φανερώνει μια προσπάθεια εισαγωγής της ιδεολογίας της Νέας Τάξης, αυτού που μπορούμε να ονομάσουμε «ιδεολογική παγκοσμιοποίηση». Ένα βασικό δόγμα της ιδεολογίας της Νέας Τάξης είναι το «δόγμα της περιορισμένης εθνικής κυριαρχίας». Σύμφωνα με το δόγμα αυτό, η προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων είναι μια καθολική αξία η οποία πρέπει να έχει προτεραιότητα έναντι άλλων αξιών, όπως για παράδειγμα αυτή της εθνικής κυριαρχίας. Με βάση ακριβώς το δόγμα αυτό δικαιολογήθηκαν οι κτηνώδεις βομβαρδισμοί της υπερεθνικής ελίτ στην Γιουγκοσλαβία, δήθεν για την υπεράσπιση των ατομικών δικαιωμάτων των Κοσοβάρων, αλλά και οι εισβολές στο Αφγανιστάν και το Ιράκ που  επίσης υποτίθεται ότι στόχευαν να αποκαταστήσουν τα ατομικά δικαιώματα των Αφγανών και Ιρακινών που καταπίεζαν αντίστοιχα τα τυραννικά καθεστώτα των Ταλιμπάν και του Σαντάμ!

Στην ιδεολογία αυτή, δεν υπάρχει βέβαια χώρος για τις θεμελιακές κοινωνικές διαιρέσεις και συγκρούσεις που δημιουργεί μια ετερόνομη κοινωνία και οι μόνες κοινωνικές διαμάχες  που αναγνωρίζονται είναι αυτές που προκαλούνται εξαιτίας της καταπάτησης των ατομικών δικαιωμάτων από κάποιες «τυραννικές»  ελίτ, τις οποίες έχουν υποχρέωση οι «δημοκρατικές» ελίτ των δυτικών καθεστώτων να τις αντικαταστήσουν, για να αποκαταστήσουν τα ατομικά δικαιώματα και την «δημοκρατία. Η ιδεολογία αυτή διατρέχει παντού το νέο βιβλίο της Ιστορίας που δεν υποβιβάζει απλώς τις συγκρούσεις που οφείλονται σε εθνικές διαφορές και αντίθετα υπερτονίζει συνεχώς τη σημασία των ατομικών δικαιωμάτων, αλλά εξαφανίζει και κάθε ταξική διαίρεση και σύγκρουση. Έτσι, όχι μόνο εξαφανίζεται η Σοβιετική επανάσταση που δεν έμπαινε στο «καλούπι» της διεκδίκησης ατομικών δικαιωμάτων, αλλά παραλείπονται ακόμη και οι ταξικές διαιρέσεις ανάμεσα στους ίδιους τους επαναστάτες στην Γαλλική επανάσταση, στην εξιστόρηση της οποίας δεν υπάρχει λέξη για τις διαιρέσεις, μεταξύ των αστών που κατέλαβαν τελικά την εξουσία από τη μια μεριά και των «ξεβράκωτων» (sans culottes) από την άλλη, οι οποίοι αργότερα (1871) δημιούργησαν την Παρισινή Κομμούνα. Έτσι, οι περιγραφόμενοι λαϊκοί αγώνες είναι πάντα για «δικαιώματα» (των γυναικών, των εργατών κλπ) στο υπάρχον σύστημα, αλλά ποτέ για συστημικές αλλαγές, οι οποίες προφανώς θεωρούνται ιστορικά ανύπαρκτες!

Στο πλαίσιο αυτό δεν είναι βέβαια περίεργο ότι ολόκληρο το βιβλίο της Ελληνικής Ιστορίας ταυτίζει απόλυτα την δημοκρατία με τη δυτική διαστρέβλωση της, την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» και τη διάκριση των εξουσιών. Έτσι οι μαθητές της χώρας που καμαρώνει για την ιστορική συνέχεια (κατευθείαν από την κλασική Ελλάδα!) μαθαίνουν ότι αποκλείεται ο ίδιος ο λαός ν’ ασκεί άμεσα την νομοθετική εξουσία μέσα από τις συνελεύσεις του και  έμμεσα —μέσω των εντολοδόχων του που εκλέγει εκ περιτροπής ή με κλήρο στις συνελεύσεις— ν’ ασκεί και τη δικαστική, καθώς και την εκτελεστική εξουσία. Ούτε καν διανοούνται οι συγγραφείς του πονήματος να περάσουν από το μυαλό του μαθητή ότι, πέρα από την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία», θα μπορούσε να υπάρξει και μια άλλη δημοκρατία όπου ο λαός πραγματικά ασκεί όλες τις εξουσίες, όταν κοινωνία και πολιτεία ταυτίζονται, όπως συνέβαινε στην ίδια του την πατρίδα (έστω και σε μη πλήρη μορφή) δυόμισι χιλιάδες χρόνια πριν! Προφανώς, κατά τους συγγραφείς του πονήματος, η κλασική δημοκρατία δεν έχει σχέση με τη σύγχρονη κοινωνία και θα πρέπει να εξεταστεί σε κάποιο χωριστό πόνημα για την αρχαία Ελλάδα, σαν μουσειακό αντικείμενο, μαζί με την αρχαιοελληνική γλυπτική...

Αντίθετα όμως με τις φωνασκίες των Ελληνοφρόνων, το βιβλίο κάνει σημαντική παραχώρηση στην Ελληνοορθοδοξία, διαστρεβλώνοντας την ίδια την έννοια του Διαφωτισμού. Όπως είναι γνωστό, το κύριο χαρακτηριστικό του Διαφωτισμού ήταν η επιστροφή του Ορθού Λόγου και της αμφισβήτησης και επομένως η έμμεση, αν όχι άμεση, απόρριψη του Μεσαιωνικού θρησκευτικού σκοταδισμού, είτε καθολικού είτε ορθόδοξου. Στη πραγματικότητα, ήταν ακριβώς σε αντίθεση προς τις θεολογικές ψευτο-εξηγήσεις για τη γέννηση του σύμπαντος και του ανθρώπου που αναπτύχθηκαν οι επιστημονικές θεωρίες του Διαφωτισμού και αργότερα η θεωρία της εξέλιξης, η σύγχρονη κοσμολογία κλπ. Οι Διαφωτιστές, στη θέση της θρησκείας (και όχι του «θρησκευτικού φανατισμού» όπως το παρουσιάζει το βιβλίο κατ’ ευφημισμό), δεν προτείνουν την ανεξιθρησκία —άλλη μια κατάφωρη διαστρέβλωση— αλλά την αποδοχή μόνο εκείνων των αληθειών που μπορούν να δειχτούν με τον Ορθό Λόγο και τα εμπειρικά δεδομένα και φυσικά η Θεία «αλήθεια» δεν ανήκει σε αυτές τις κατηγορίες. Αυτό που επομένως ήταν η λογική συνέπεια του Διαφωτισμού ήταν η αθεΐα η έστω ο αγνωστικισμός και όχι η ανεξιθρησκία. Όλα αυτά ήταν βέβαια γνωστά στους οπαδούς του νεοελληνικού Διαφωτισμού (Κοραή, Ρήγα κ.α.) που υποστήριζαν ανάλογες αρχές και αξίες, προσπαθώντας να πραγματοποιήσουν μια επανασύνδεση του νεοελληνισμου, που κυριαρχειτο ακόμη από τη σκοταδιστική Χριστιανορθόδοξη παράδοση, με την κλασική παράδοση.

Είναι λοιπόν φανερό ότι κάθε άλλο παρά εχέγγυα «αντικειμενικότητας» θα μπορούσε να διεκδικήσει το βιβλίο Ιστορίας, όπως άλλωστε προκύπτει και από τον τρόπο που παρουσιάζεται η αντίσταση, ο εμφύλιος πόλεμος, το κίνημα της δεκαετίας του 60, το Κυπριακό και, σαν κορωνίδα, η ΕΕ! Αυτό λοιπόν για το οποίο θα μπορούσαμε να κατηγορήσουμε όχι μόνο το συγκεκριμένο βιβλίο της Ιστορίας αλλά και κάθε ανάλογο εγχειρίδιο, σχολικό η Πανεπιστημιακό, είναι ο μύθος της αντικειμενικότητας που προσπαθούν να καλλιεργήσουν, αγνοώντας το γεγονός ότι δεν είναι εφικτή οποιαδήποτε «αντικειμενική» εξιστόρηση των κοινωνικών φαινομένων σε μια ετερόνομη κοινωνία που αναγκαστικά χαρακτηρίζεται από κοινωνικές διαιρέσεις.[1]


 

[1] Βλ. για λεπτομερή ανάλυση το άρθρο “Κουλτούρα, Ιστορία και Παγκοσμιοποίηση” στο κυκλοφορούν τ. 15 του περιοδικού Περιεκτική Δημοκρατία.