(Ελευθεροτυπία, 4 Αυγούστου 2007) 

Αυτο-οργάνωση: η μόνη σωτηρία από την “ανάπτυξη”

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

 

Στο προηγούμενο άρθρο με θέμα την τιμή της “ανάπτυξης” καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η μακροπρόθεσμη λύση στην οικολογική κρίση που αντιμετωπίζουμε είναι  μια οικολογική δημοκρατία, η οποία βέβαια για να έχει νόημα δεν νοείται μέσα στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς —η δυναμική της οποίας γέννησε την τερατώδη “αναπτυξιακή” διαδικασία που μας έφτασε στο σημερινό κρίσιμο για την ίδια τη ζωή στον πλανήτη σημείο— ούτε βέβαια μέσα στο θεσμικό πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής “δημοκρατίας”, όπου κάποιες ελίτ παίρνουν όλες τις σχετικές αποφάσεις “για λογαριασμό μας”. Και αυτό, διότι οικολογική δημοκρατία δεν νοείται μέσα στον σημερινό βαθμό συγκέντρωσης οικονομικής και πολιτικής δύναμης, εφόσον ακόμη και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι αδύνατο να επιλύσουν τα ενεργειακά προβλήματα που δημιουργεί αυτη η συγκέντρωση. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι οι διάφορες οικολογικές “ουτοπίες”[1] των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας αφορούν αποκεντρωμένες και αυτοδύναμες μικρές κοινότητες και όχι τα σύγχρονα κέντρα συγκέντρωσης του παγκόσμιου πληθυσμού.

 

Όμως, μετά το φετινό καλοκαίρι και το ένα εκατομμύριο στρέμματα καμένης καλλιεργήσιμης και δασικής γης, τα δεκάδες σπίτια και τις χιλιάδες ζώων που έγιναν παρανάλωμα του πυρός και τον σημαντικό αριθμό ανθρώπινων ζωών που χάθηκαν,  φάνηκε ανάγλυφη η ανικανότητα των πολιτικών και οικονομικών ελίτ να προστατεύσουν όχι μόνο τους τόπους εργασίας, κατοικίας και αναψυχής και την ποιότητα ζωής, αλλά και την ίδια τη ζωή. Και αυτό, διότι αντιμετωπίζουμε “ακραία” καιρικά φαινόμενα, τα οποία όμως όχι μόνο ήταν άκρως προβλέψιμα από καιρό αλλά και έχουν ήδη αρχίσει να γίνονται —και θα γίνονται στο μέλλον όλο περισσότερο— “κανονικά”, σύμφωνα με τις προβλέψεις των πιο έγκυρων ειδικών του πλανήτη πάνω στο θέμα. Οι καύσωνες, η ξηρασία  και η ερημοποίηση μεγάλων τμημάτων της Μεσογείου (και βέβαια της χώρας μας) καθώς και οι συνακόλουθες πλημμύρες ακόμη και μεγαλουπόλεων είναι θέμα χρόνου, ο οποίος όσο επιταχύνεται τελευταία η τήξη των πάγων στην Αρκτική  τόσο περισσότερο συντέμνεται, με τους ειδικούς να μιλούν πια για μια δεκαετία το πολύ[2] πριν να γίνουν αμετάκλητες κλιματικές μεταβολές. Για τη χώρα μας, αυτό σημαίνει καταστροφές που όχι μόνο θα πλήξουν ανεπανόρθωτα την μοναδική σημαντική πηγή ξένου συναλλάγματος που μας απόμεινε —τον τουρισμό— πέρα από την ολοκλήρωση της αποσάθρωσης του αγροτικού τομέα, αλλά και θα επιδεινώσουν ακόμη περισσότερο την όποια ποιότητα ζωής μας απόμεινε, θέτοντας σε άμεσο κίνδυνο και την ίδια τη ζωή.

 

Αντίθετα μάλιστα με τους μύθους που καλλιεργούν τα ΜΜΕ και  οι οικολόγοι, η οικολογική κρίση, όπως και κάθε άλλο τμήμα της πολυδιάστατης κρίσης, έχει σαφή ταξικό χαρακτήρα εφόσον οφείλεται κατ αρχήν στα πλουσιότερα κοινωνικά στρώματα του πλανήτη, ενώ τις συνέπειες  τις πληρώνουν πρωταρχικά τα φτωχότερα.[3] Τα μέτρα που πάρθηκαν μέχρι σήμερα για την αντιμετώπιση της οικολογικής κρίσης σε διεθνές επίπεδο (αλλά και στη χώρα μας) από τα κόμματα εξουσίας, συχνά με την συμμετοχή οικολογικών κομμάτων στην κυβέρνηση, ή την υποστήριξη Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ) της “κοινωνίας των πολιτών”, είναι φανερό ότι απέτυχαν, εφόσον οι οποιεσδήποτε βελτιώσεις που επέφεραν είτε είχαν οριακά αποτελέσματα σε σχέση με το μέγεθος της οικολογικής κρίσης που αντιμετωπίζουμε, είτε χρησίμευσαν σαν εφαλτήριο για την άνοδο νέων κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων που εκμεταλλεύονται την ευαισθησία του κοινού για το πρόβλημα. Είναι λοιπόν φανερό ότι μόνο η αυτό-οργάνωση μας, και όχι η ανάθεση του προβλήματος στις πολιτικές και οικονομικές ελίτ καθώς και τα ψηφοθηρούντα οικολογικά κόμματα και τις ΜΚΟ θα μπορούσε να προσφέρει μια αποτελεσματική αυτό-προστασία στην εξελισσόμενη καταστροφή. Και φυσικά, μιλούμε μόνο για άμυνα εφόσον, βραχυπρόθεσμα, αναφερόμαστε αναγκαστικά σε λύσεις μέσα στο υπάρχον σύστημα της οικονομίας της αγοράς και του πολιτικού της συμπληρώματος της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, που αποκλείει τις απαιτούμενες ριζικές αλλαγές οι οποίες περνούν μέσα από την δραματική αλλαγή του τρόπου ζωής και την πραγματική αποκέντρωση και αυτοδυναμία.

 

Υπάρχουν όμως βραχυπρόθεσμες μέθοδοι συλλογικής αυτό-προστασίας μπροστά στην επιδεινούμενη κρίση; Στη Δυτική Ευρώπη ήδη ανθεί το κίνημα για την “ανάκτηση των κοινών” (reclaim the commons), με αγώνες που στοχεύουν στην ανάκτηση των δρόμων για τους πεζούς (Βρετανία) μέχρι την ματαίωση μεγάλων “αναπτυξιακών” έργων που καταστρέφουν το περιβάλλον (Ιταλία). Το κίνημα αυτό ήδη έχει βάλει, όπως ήταν αναπόφευκτο, στο στόχαστρο την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και αγωνίζεται ενάντια στην εξαφάνιση του δημόσιου χώρου και την ιδιωτικοποίηση δημόσιων αγαθών όπως το νερό αλλά επίσης η ενέργεια και φυσικά η γνώση που κάποτε εθεωρείτο αναφαίρετο ανθρώπινο δικαίωμα. Έχουμε δηλαδή μια επέκταση της έννοιας των “κοινών” ώστε να συμπεριλάβει οχι μόνο την γή ή το νερό αλλά και “δημόσια αγαθά” όπως ο δημόσιος χώρος, η εκπαίδευση, η υγεία και η υποδομή που είναι αναγκαία για την λειτουργία μιας σύγχρονης κοινωνίας (συστήματα ύδρευσης,  ηλεκτροδότησης κ.λπ.).

 

Εκτός όμως από την παραπάνω ‘ενεργό’ αντίσταση για την  προστασία του φυσικού και κοινωνικού πλούτου, η Ελλάδα με τις ιδιαιτερότητες της προσφέρεται και για παθητική αντίσταση. Δεν νοείται για παράδειγμα η κάθε ΔΕΗ να διακόπτει επανειλημμένα την παροχή ρεύματος παραβιάζοντας ασύστολα την συμβατική υποχρέωση της και υποβάλλοντας σε αφάνταστη ταλαιπωρία και υλικές ζημίες τους καταναλωτές, ενώ οι τελευταίοι συνεχίζουν σαν υποζύγια να πειθαρχούν, πληρώνοντας κανονικά τους λογαριασμούς τους και ελπίζοντας στην αλλαγή των ρούχων του Μανωλιου (από ΝΔ σε ΠΑΣΟΚ και τούμπαλιν). Μια συλλογική ενέργεια αφαίρεσης από το ποσό κάθε λογαριασμού των ωρών διακοπής (ανεξάρτητα αν είναι δήθεν “προγραμματισμένες”, η μη) θα έκανε τους σημερινούς διαχειριστές της και τους αυριανούς καπιταλιστές ιδιοκτήτες της να σκεφτούν σοβαρά τον προγραμματισμό και τις επενδύσεις της επιχείρησης ώστε να φθάσει τα επίπεδα των αντιστοιχών δυτικοευρωπαϊκών. Όμως παθητική αντίσταση σημαίνει συλλογική συμμετοχή των πολιτών και όχι απλώς τη δημιουργία μιας εναλλακτικής ακτιβιστικης οργάνωσης, όπως το “κίνημα για τα κοινά”. Και εδώ ερχόμαστε στο κρίσιμο θέμα της σύνδεσης βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων στόχων.

 

Η πείρα διδάσκει ότι, όσο μαχητικά και αν είναι τα ακτιβιστικά κινήματα, τελικά, είτε περιθωριοποιούνται είτε αφομοιώνονται, εάν δεν αποτελέσουν σε κάποιο στάδιο τμήμα ενός ευρύτερου αντισυστημικου πολιτικού κινήματος με τη δική του ανάλυση της σημερινής κρίσης και μια πλήρως αναπτυγμένη μακροπρόθεσμη και βραχυπρόθεσμη στρατηγική. Ένα τέτοιο κίνημα θα έπρεπε να επιδίωκε την συλλογική αυτό-οργάνωση σε τοπικό επίπεδο, μέσα από επιτροπές πρωτοβουλίας που θα συγκαλούσαν συνελεύσεις στις τοπικές κοινότητες και γειτονίες, με τελικό στόχο την οριστική ανάκτηση των «κοινών», μέσω της δημιουργίας από τα κάτω μιας εναλλακτικής πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής  και οικολογικής δημοκρατίας.-        

 


 


[1] Βλ. Φάκελλο “Ε”, 21/7/07

[2] Michael McCarthy and David Usborne , “Massive surge in disappearance of Arctic sea ice sparks global warning”, Independent, 15/9/2006.

[3] Βλ. “Μύθοι για την οικολογική κρίση”, “Ε”, 17/02/2007.