(Ελευθεροτυπία, 15 Σεπτεμβρίου 2007)
Τεχνητά και πραγματικά διλήμματα στις εκλογές
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Όπως συνηθίζεται κάθε τέσσερα περίπου χρόνια, οι επαγγελματίες πολιτικοί μιλούν πάλι για την «κρισιμότητα» των εκλογών και τα διλήμματα των εκλογέων. Όμως οι εκλογές, έχουν πάψει από καιρό να έχουν ακόμη και την όποια σημασία είχαν παλαιότερα στην καθημερινή ζωή του πολίτη. Όχι μόνο τίποτα κρίσιμο δεν καθορίζεται πια από το αποτέλεσμα τους, αλλά ακόμη και τα διλήμματα που θέτουν τα κόμματα εξουσίας είναι στη πραγματικότητα τεχνητά. Ίσως η μόνη περίοδος στην αντιπροσωπευτική «δημοκρατία” των δυο περίπου αιώνων όπου τα διλήμματα των εκλογέων ήταν πραγματικά (αν εξαιρέσουμε τα εθνικιστικά διλήμματα κ.λπ.) ήταν η περίοδος 1945—τέλη δεκαετιας ‘70, όταν η εκλογή μεταξύ ενός σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και ενός συντηρητικού έβαζε στον πολίτη διλήμματα του τύπου:
δημόσια παροχή βασικών υπηρεσιών όπως η υγεία, παιδεία, ασφάλιση ή, αντίθετα, ενίσχυση της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας»;
περισσότερες κρατικοποιήσεις βασικών τομέων της παραγωγής ή, αντίθετα, ιδιωτικοποίηση ακόμη και των υπαρχουσων δημόσιων επιχειρήσεων (π.χ. ηλεκτρικού, νερού, τηλεφώνου κ.λπ.);
κρατική δέσμευση για την εξασφάλιση (μέσω δημόσιων επενδύσεων και δαπανών) πλήρους απασχόλησης ή, αντίθετα, ανάθεση βασικά του θέματος της απασχόλησης στις «δυνάμεις της αγοράς», δηλαδή τις «ελαστικές» σχέσεις εργασίας κ.λπ.;
προοδευτική φορολογία με στόχο την αναδιανομή εισοδήματος και πλούτου υπέρ των ασθενέστερων στρωμάτων ή, αντίθετα, αναδιάρθρωση του φορολογικού συστήματος με στόχο την αναδιανομή υπέρ των ευπορότερων στρωμάτων για χάρη της «ανάπτυξης»;
μεγαλύτερη κρατική προστασία της εργασίας (αργότερα προστέθηκε και αυτή του περιβάλλοντος) ή, αντίθετα, ελαχιστοποίηση κάθε αποτελεσματικού κοινωνικού έλεγχου στην αγορά εργασίας (και το περιβάλλον);
Στη σημερινή περίοδο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης όλα αυτά τα διλήμματα έχουν εξαφανιστεί, εφόσον οποιοδήποτε κόμμα εξουσίας ψηφίσει ο πολίτης το αποτέλεσμα είναι προκαθορισμένο υπέρ του ιδιωτικού τομέα και του κεφαλαίου, σε βάρος του δημόσιου τομέα, του κοινωνικού κράτους, της εργασίας καθώς και του περιβάλλοντος —όλα για χάρη της «ανταγωνιστικότητας» και της «ανάπτυξης». Οι ριζικές όμως αυτές αλλαγές δεν έγιναν γιατί ανέβηκαν στην εξουσία κάποια διεφθαρμένα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που πρόδωσαν την Αριστερά, όπως υποστηρίζει αφελώς(;) η ρεφορμιστική Αριστερά, πράγμα που σημαίνει ότι αρκεί να εκλέξουμε τα συνεπή σοσιαλδημοκρατικά κόμματα για να επανέλθουμε στον «χρυσόν αιώνα» της σοσιαλδημοκρατίας. Μια τέτοια άποψη αγνοεί τις ριζικές αλλαγές στις οικονομικές και πολιτικές δομές που συνέβησαν τις τελευταίες δεκαετίες.
Τα διλήμματα αυτά άρχισαν σταδιακά να εξαφανίζονται ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, όταν άρχισε να καταρρέει η σοσιαλδημοκρατία ως αποτέλεσμα:
του ανοίγματος και της απελευθέρωσης των αγορών που επέφερε η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς εξαιτίας της μαζικής εξάπλωσης των πολυεθνικών, η οποία έκανε ασύμβατο τον σοσιαλδημοκρατικό κρατισμό με την οικονομία της αγοράς.
της συρρίκνωσης της παραδοσιακής εργατικής τάξης στον Βορρά (και της συνακόλουθης συρρίκνωσης της παραδοσιακής εκλογικής πελατείας των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων) —μια συρρίκνωση που ενέτεινε η μαζική ανεργία στην αρχή, την οποία στη συνέχεια αντικατέστησε η μερική/ευκαιριακή απασχόληση (δίνοντας την ευκαιρία και στη ΝΔ να πανηγυρίζει ότι δήθεν μείωσε την ανεργία!)
της παράλληλης κατάρρευσης του «αντίπαλου δέους», του Σοβιετικού μπλοκ, η εγκαθίδρυση του οποίου είχε παίξει καθοριστικό ρόλο στην προγενέστερη άνθιση της σοσιαλδημοκρατίας στη Δύση.
Έτσι, όλα τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα μετατράπηκαν σε σοσιαλφιλελεύθερα, από τη Βρετανία μέχρι τη Γερμανία και από την Ιταλία μέχρι τις Σκανδιναβικές χώρες και τη Γαλλία. Στην Ελλάδα, η διαδικασία αυτή έγινε με σημαντική καθυστέρηση που οφειλόταν στο γεγονός ότι η σοσιαλδημοκρατία με τη μορφή του ΠΑΣΟΚ άρχισε ν' ανθίζει όταν ακριβώς κατέρρεε στη Δύση. Όταν όμως, «χάρη» στην ένταξη μας στην ΕΟΚ, άρχισε να ολοκληρώνεται η διαδικασία ένταξης της χώρας στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, τότε η οικονομική πολιτική μας άρχισε πια να καθορίζεται με βάση τις θεσμικές αλλαγές που ξεκινούσαν από τις ηγετικές δυνάμεις στην ΕΟΚ. Οι αλλαγές αυτές —όπως θεσμοποιήθηκαν με μια σειρά συνθηκών (Πράξη Ενιαίας Αγοράς, Μάαστριχτ, Άμστερνταμ κ.λπ.) και κωδικοποιήθηκαν στο αποτυχόν Ευρωσύνταγμα που περνά σημερα, με τη μορφή νέας συνθήκης, απο την «πίσω πόρτα» των κοινοβουλίων— ουσιαστικά θεσμοθετησαν την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση στον Ευρωπαϊκό χώρο. Τα διλήμματα επομένως που θέτουν σήμερα τα κόμματα εξουσίας είναι τεχνητά, εφόσον δεν έχει καμία ουσιαστική σημασία αν θα εκλεγεί αύριο η ΝΔ ή το ΠΑΣΟΚ, δεδομένου ότι τα περιθώρια των κομμάτων αυτών για διαφοροποιήσεις μέσα στα ασφυκτικά πλαίσια που θέτει το γενικό πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, όπως εκφράζεται μέσα απο το θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ, είναι, όπως αποδείχτηκε παντού, από ελάχιστα μέχρι μηδαμινά.
Εάν λοιπόν παρακάμψουμε τα «ακραία» κόμματα (ΛΑ.Ο.Σ. και Δημ. Αναγέννηση), που στη πραγματικότητα αποτελούν απλώς λαϊκίστικες εκδοχές των ΝΔ και ΠΑΣΟΚ αντίστοιχα με δόσεις ελληνορθοδοξίας, το επόμενο δίλημμα είναι αυτό της επιλογής μεταξύ των κομμάτων της Αριστεράς. Αρχικά, το δίλημμα που αφορά την επιλογή μεταξύ του σοσιαλφιλελεύθερου ΠΑΣΟΚ (που δεν έχει βέβαια σχέση με την Αριστερά) και της ρεφορμιστικής Αριστεράς και Οικολογίας (ΣΥ.ΡΙΖ.Α, Οικολόγοι-Πράσινοι κ.λπ.) είναι επίσης τεχνητό. Και αυτο, διοτι οι προτάσεις των κομμάτων της ρεφορμιστικής Αριστεράς και Οικολογίας για την προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος αναγκαστικά είναι είτε ουτοπικές είτε ...ασπιρίνες, ώστε να είναι συμβατές με το θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ την οποια δεν αμφισβητούν! Γι' αυτό ακόμη και αν ερχόντουσαν στην εξουσία παρόμοια κόμματα θα εφάρμοζαν βασικά τις πολιτικές των κομμάτων εξουσίας (βλ. Γερμανούς Πράσινους). Το μόνο λοιπόν πραγματικό δίλημμα όσον αφορά την Αριστερά είναι αυτό της επιλογής μεταξύ ρεφορμιστικής και αντισυστημικης Αριστεράς και Οικολογίας —δηλαδή της Αριστεράς και Οικολογίας εκείνης που όχι μόνο δεν παίρνει δεδομένη την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και την ΕΕ που είναι ο κύριος εκφραστής της, αλλά αντίθετα αμφισβητεί ρητά το ίδιο το σύστημα της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς.
Ίσως όμως, το πιο σημαντικό πραγματικό δίλημμα είναι αυτό μεταξύ της αντισυστημικης Αριστεράς που παίρνει μέρος στις κοινοβουλευτικές εκλογές και αυτής που δεν μετέχει καν στην «πολιτική» που καθιερώνει η αντιπροσωπευτική «δημοκρατία», η οποία βέβαια δεν έχει καμία σχέση με την κλασική έννοια της Πολιτικής ως της διαδικασίας αυτοκαθορισμού. Ενός αυτοκαθορισμου, ο οποίος μόνο σε μια άμεση δημοκρατία, που επεκτείνεται και στο οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, είναι εφικτός. Για τους υποστηρικτές της άμεσης δημοκρατίας επομένως, η αποχή-άκυρο είναι θέμα αρχής, που δεν παύει όμως να έχει και πρακτική σημασία. Υπάρχει αμφιβολία ότι αν η αποχή/άκυρο έπαιρνε διαστάσεις πολύ σημαντικότερες από το παρελθόν αυτό θα ήταν ένδειξη πολύ βαθύτερης πολιτικής κρίσης από το απλό κτύπημα του δικομματισμού και θα έκανε πιο δύσκολο για τις ελίτ να περάσουν τις αντιλαϊκές νεοφιλελεύθερες «μεταρρυθμίσεις» τους;