(Ελευθεροτυπία, 29 Σεπτεμβρίου 2007) 


 

Τα αποτελέσματα των εκλογών και η Αριστερά

 

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

Τα αποτελέσματα των εκλογών ήταν πολύσημα, παρά την επιφανειακή ομοιότητα τους με τα προηγούμενα. Όσον αφορά τα κόμματα εξουσίας, η νεοφιλελεύθερη συναίνεση των δυο κομμάτων εξουσίας υπέστη μια σημαντική απώλεια, που πιθανώς θα κάνει δυσκολότερη την εισαγωγή των επιτακτικών (για τις ντόπιες και ξένες ελίτ) νεοφιλελεύθερων «μεταρρυθμίσεων» που χρονίζουν: ασφαλιστικό, ιδιωτικοποίηση της παιδείας, πλήρης ιδιωτικοποίηση των ΔΕΚΟ κ.λπ. και φυσικά την συνέχιση της αναδιανομής του εισοδήματος και του πλούτου υπέρ των προνομιούχων της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Η απώλεια συνίσταται στο γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ, ο κύριος φορέας του σοσιαλφιλελευθερισμού στη χώρα (με την αγαστή σύμπνοια του οποίου πέρασαν αποφασιστικές νεοφιλελεύθερες «μεταρρυθμίσεις» τα τελευταία περίπου 20 χρόνια), μετά τη βαριά ήττα του, πιθανώς αχρηστεύεται στο ρόλο αυτό. Και αυτό, τουλάχιστον μέχρι τις επόμενες εκλογές που γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο αναμένεται να συντομευτούν ― ιδιαίτερα μετά την ισχνή πλειοψηφία που κατέκτησε ο άλλος σημαντικός εταίρος στη νεοφιλελεύθερη συναίνεση, η ΝΔ. Είναι φανερό ότι οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ, σημαντικό τμήμα των οποίων μετακόμισαν σε αυτό από την Αριστερά στη μεταπολίτευση, ανεχόντουσαν μεν τη στροφή στον σοσιαλφιλελευθερισμό που συνδεόταν σε αντιστάθμισμα από κάποιες κυβερνητικές παροχές και ρουσφέτια αλλά οπωσδήποτε δεν ήταν διατεθειμένοι να υποστηρίξουν το κόμμα της «αλλαγής» να παίζει ακόμη και τον ρόλο της συμπολίτευσης όταν βρέθηκε στην αντιπολίτευση. Το αποτέλεσμα ήταν ότι πολλοί από αυτούς επανέκαμψαν στις τελευταίες εκλογές στην αριστερή τους βάση.

 

Η ενδοκομματική συνέπεια της ήττας ήταν η εξαπόλυση ενός πολέμου μεταξύ των φατριών των «πρωτοκλασάτων», ο οποίος στην ουσία αφορά πόλεμο για τα «τιμάρια» και δεν έχει καμία σχέση με σημαντικές πολιτικές διαφορές, οι οποίες ήταν πάντοτε ανύπαρκτες στο προσωποπαγές αυτό κόμμα χωρίς οργανωμένες «τάσεις», όπου όλοι λιβάνιζαν την εκάστοτε ηγεσία οποιεσδήποτε θέσεις και να υιοθετούσε. Άλλωστε, όπως επανειλημμένα έχω τονίσει, η σοσιαλφιλελεύθερη στάση των πρόσφατων ηγεσιών του ΠΑΣΟΚ ήταν απόλυτα ρεαλιστική από τη στιγμή που σύσσωμο το κόμμα αποδέχτηκε το θεσμικό πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που επέβαλλε η Ε.Ε. μέσω της Πράξης Ενιαίας Αγοράς, των συνθηκών Μάαστριχτ, Άμστερνταμ, Λισσαβόνας κ.λπ. Όμως, ο σημερινός ρητορικός ανταγωνισμός ανάμεσα στις διάφορες προσωποπαγείς φατρίες μπορεί να οδηγήσει, οποιαδήποτε ηγεσία τελικά αναδυθεί, σε μια πιο σκληρή αντιπολιτευτική γραμμή (κάνοντας πιο δύσκολες για τις ελίτ τις μεταρρυθμίσεις, παρά το σωσίβιο του ΛΑΟΣ) ώστε να εξασφαλισθεί τουλάχιστον η επανεκλογή του κόμματος στις επόμενες εκλογές. Φυσικά, η τυχόν επάνοδος του κόμματος στην εξουσία θα σηματοδοτήσει τη συνέχιση των σοσιαλφιλελεύθερων πολιτικών, στον μονόδρομο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που επιβάλλουν οι ανοικτές και απελευθερωμένες αγορές.

 

Οι παραπάνω εξελίξεις, όπως ήταν αναμενόμενο, ωφέλησαν κυρίως την ρεφορμιστική Αριστερά και Οικολογία (ΣΥΡΙΖΑ, Οικολόγοι-Πράσινοι), η οποία βρίσκεται πλησιέστερα στο ΠΑΣΟΚ δεδομένου ότι, όπως και αυτό, παρά την διαφωνία που διακηρύσσει σε σχέση με επί μέρους νεοφιλελεύθερες πολιτικές, δεν αμφισβητεί την ίδια την Ε.Ε. που τις επιβάλλει! Όμως, η αριστερόστροφη αυτή τάση του εκλογικού σώματος μπορεί να αποδειχτεί εντελώς συγκυριακή και ν’ αντιστραφεί σύντομα, όταν μια πιθανή αριστερόστροφη αλλαγή της πολιτικής του ΠΑΣΟΚ επιτύχει να επαναπροσελκύσει την ψήφο των αριστερογενών οπαδών του, ενώ, συγχρόνως, αυτοί που υποστήριξαν την ρεφορμιστική Αριστερά και ιδιαίτερα οι νέοι διαπιστώσουν ότι κανένας από τους στόχους της δεν είναι εφικτός.

 

Συγκεκριμένα, ο στόχος να οδηγηθούν τα κόμματα εξουσίας, κάτω από την πίεση των κινημάτων στη βάση, σε αναθεώρηση των πολιτικών τους προς μια σοσιαλδημοκρατική κατεύθυνση, είναι και αποδείχθηκε ήδη ανέφικτος. Ο στόχος αυτός είναι όχι μόνο θεωρητικά αβάσιμος, εφόσον προϋποθέτει ότι η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι απλό θέμα πολιτικής και όχι συστημικό φαινόμενο που προέκυψε από την δυναμική της οικονομίας της αγοράς, αλλά και εμπειρικά αστήρικτος, αφού πουθενά αλλού δεν επιτεύχθηκε παρόμοια ανατροπή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, πέρα από κάποιες αναβολές στην εφαρμογή τους (βλ. και το Ευρωσύνταγμα που επανέρχεται από την πίσω πόρτα μέσω της νέας συνθήκης). Άλλοι όμως αντιτείνουν ότι ακόμη και στην περίπτωση που είναι ανέφικτη ― στον σημερινό μονόδρομο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης ― η αποδοχή των αιτημάτων για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις σοσιαλδημοκρατικού και ριζοσπαστικού οικολογικού περιεχομένου, η ίδια η απόρριψη τους από τις ελίτ θα οδηγούσε σε γενικότερη ριζοσπαστικοποίηση, μετατρέποντας τον ρεφορμισμό σε «ανατρεπτικό». Όμως, ο στόχος αυτός είναι επίσης αστήρικτος, δεδομένου ότι μόνον όταν τα ρεφορμιστικά αιτήματα αποτελούσαν οργανικό τμήμα ενός αντισυστημικού προγράμματος (π.χ. Κομμουνιστικό μανιφέστο) οδήγησαν σε συνειδητοποίηση ανατρεπτικού περιεχομένου, ενώ, όταν αποτελούσαν τμήμα ενός ρεφορμιστικού προγράμματος που δεν αμφισβητούσε σαφώς το σύστημα, απλώς βάθαιναν ακόμη περισσότερο τη ρεφορμιστική συνειδητοποίηση των λαϊκών στρωμάτων.

 

Τέλος, τα αποτελέσματα ήταν σημαντικά και για την αντισυστημική Αριστερά, όχι μόνο εξαιτίας της ενίσχυσης του τμήματος της που μετείχε στην εκλογική διαδικασία αλλά, ακόμη περισσότερο, εξαιτίας της ενδυνάμωσης του τμήματος της που, αποστρεφόμενο την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία», δεν μετείχε καν στην διαδικασία αυτή. Μολονότι ένα σημαντικό τμήμα της αποχής ― πέρα από προσωπικούς λόγους κ.λπ. ― μπορεί να σημαίνει απλώς ιδιώτευση ή διαμαρτυρία (που και αυτές βέβαια έχουν απώτερες συστημικές αιτίες), η διαχρονική εξέλιξη της αποχής/ άκυρου/ λευκού δείχνει μια σταθερή ανοδική τάση τα τελευταία 10 περίπου χρόνια που μόνο ως ένδειξη βαθιάς και εντεινόμενης πολιτικής κρίσης μπορεί να ερμηνευθεί. Έτσι, ενώ η αποχή και το άκυρο/ λευκό δεν ξεπερνούσε κατά μέσο όρο το 20% μέχρι τις εκλογές του 1989, ανεβαίνει στο 22,5% στην αρχή της δεκαετίας του ’90, για να φθάσει το 26% στις εκλογές 1996-2004 και να εκτοξευθεί σήμερα στο 28%!

 

Δεδομένου όμως ότι η αντισυστημική Αριστερά που μετέχει στην εκλογική διαδικασία φανερώνει σαφή αδυναμία να προσελκύσει ψηφοφόρους ανάμεσα στους νέους, οι περισσότεροι των οποίων φαίνεται να προτιμούν την αποχή/ άκυρο/ λευκό, ενώ συγχρόνως η ιδεολογική ηγεμονία της ρεφορμιστικής Αριστεράς, με την αποφασιστική βοήθεια των ΜΜΕ, αυξάνει, η ανάγκη για μια αντισυστημική συμμαχία είναι σήμερα επιτακτική. Σε μια τέτοια συμμαχία θα μπορούσαν να μετέχουν όλες οι αντισυστημικές δυνάμεις, διατηρώντας την πλήρη πολιτική αυτονομία τους η καθεμία, στη βάση ενός ελάχιστου προγράμματος που θα θεμελιωνόταν στη σαφή αμφισβήτηση του ίδιου του συστήματος της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» καθώς και της Ε.Ε., τη ριζική διοικητική αποκέντρωση με βάση νέους αμεσοδημοκρατικούς τοπικούς θεσμούς, και τον απόλυτο χωρισμό Εκκλησίας από Κράτος, ενώ, βραχυπρόθεσμα, θα πρόβαλε αιτήματα για την από-ιδιωτικοποίηση και κοινωνικοποίηση των υπηρεσιών που καλύπτουν βασικές ανάγκες (υγεία, παιδεία, ασφάλιση) καθώς και την πλήρη απασχόληση. Ίσως, μόνο μια ανανεωμένη και ενωμένη αντισυστημική Αριστερά θα μπορούσε ν’ αντιταχθεί πραγματικά στις ελίτ αλλά και την σημερινή ηγεμονία του σοσιαλφιλελευθερισμού και της ρεφορμιστικής Αριστεράς.