(Ελευθεροτυπία, 16 Φεβρουαρίου 2008)
Δικομματισμός και Ρεφορμιστική Αριστερά
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Με αφορμή κάποια μείωση των ποσοστών του δικομματισμού που φανερώνουν οι δημοσκοπήσεις και την αντίστοιχη άνοδο της ρεφορμιστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ) αναπτύχτηκε μια ολόκληρη φιλολογία στα ΜΜΕ που, όπως θα προσπαθήσω να δείξω, ελάχιστη σχέση έχει με την πραγματικότητα. Και αυτό, γιατί δεν υπάρχει καμία σοβαρή ένδειξη ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα θ' ακολουθήσει κάποια διαφορετική πορεία από αυτή που καθιερώνεται σήμερα σχεδόν παντού στη Δύση (ακόμη και στη κομματικά σπαρασσομένη Ιταλία) των εναλλασσομένων στην εξουσία δυο κομμάτων (ή συμμαχιών κομμάτων) της πολιτικής ελίτ. Όμως, ο σήμερα γενικευμένος δικομματισμός είναι στη πραγματικότητα ένας δικομματισμός-μαϊμού (κατά το Αμερικανικό πρότυπο), ο οποίος ελάχιστη έχει σχέση με ένα πραγματικό δικομματισμό που ορίζεται από την ύπαρξη ουσιαστικών προγραμματικών διαφορών μεταξύ των κομμάτων εξουσίας. Οι διαφορές βέβαια αυτές δεν φθάνουν ποτέ στο σημείο της αμφισβήτησης των ίδιων των θεμελιακών θεσμών πάνω στους οποίους στηρίζεται το σημερινό κοινωνικό-οικονομικό σύστημα: την καπιταλιστική οικονομία της αγοράς και την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία». Αυτό το στοιχείο άλλωστε (δηλαδή της αμφισβήτησης ή όχι των θεμελιακών θεσμών του συστήματος) διαφοροποιούσε ιστορικά την αντισυστημικη από την ρεφορμιστική Αριστερά αντίστοιχα.
Εάν λοιπόν ο δικομματισμός είχε νόημα στην κρατικιστική περίοδο της νεωτερικότητας[1] (που άρχισε στον μεσοπόλεμο και άνθισε μεταπολεμικά, μέχρι το τέλος της δεκαετίας ταυ 1970), όταν ήταν δυνατή η ύπαρξη δυο κομμάτων εξουσίας με διαφορετικά προγράμματα (φιλελεύθερο έναντι σοσιαλδημοκρατικού), σήμερα ο δικομματισμός δεν έχει καμία σημασία αφού τα εναλλασσόμενα κόμματα δεσμεύονται από τις ίδιες βασικές αρχές. Οι αρχές αυτές, περιληπτικά, επιβάλλουν το άνοιγμα και την «απελευθέρωση» των αγορών (κεφαλαίου, εμπορευμάτων και ―μέσα σε ένα οικονομικό μπλοκ όπως η ΕΕ― και εργασίας) και ό,τι αυτό συνεπάγεται. Δηλαδή: την μεγιστοποίηση του ιδιωτικού τομέα σε κάθε είδος οικονομικής δραστηριότητας και την αντίστοιχη συρρίκνωση, όχι μόνο του κρατικού, αλλά κάθε τομέα μη ελεγχόμενου από την «ιδιωτική πρωτοβουλία», την ελαχιστοποίηση των ασφαλιστικών εισφορών των εργοδοτών καθώς και των φόρων στα μεγάλα εισοδήματα και στα κέρδη των επιχειρήσεων, τη συρρίκνωση του κράτους-πρόνοιας σε ένα είδος ασφαλιστικού δικτύου για τους απόρους και την αντίστοιχη επέκταση ταυ ιδιωτικού τομέα στην Υγεία, την εκπαίδευση, στο ασφαλιστικό σύστημα κ.λπ. και τέλος τις ελαστικές αγορές εργασίας και την ανάθεση του θέματος απασχόλησης βασικά στις...δυνάμεις της αγοράς με την εγκατάλειψη κάθε συγκεκριμένης κρατικής δέσμευσης για την εξασφάλιση πλήρους απασχόλησης, και τα γνωστά επακόλουθα: μαζική επέκταση μερικής απασχόλησης, ανασφαλούς εργασίας κ.ο.κ.
Αντίθετα δηλαδή με την κρατικιστική περίοδο, σήμερα, δεν είναι δυνατή η άσκηση μια οικονομικής πολιτικής που αντιβαίνει τις παραπάνω αρχές, όχι μόνο από μια χώρα δεσμευμένη σε ένα οικονομικό μπλοκ, αλλά ούτε και από το ίδιο το μπλοκ. Ακόμη δηλαδή και στην ―απίθανη― περίπτωση που π.χ. η ρεφορμιστική Αριστερά σε Ευρωπαϊκό επίπεδο (όπως εκφράζεται πολιτικά από την Ευρωπαϊκή Αριστερά και τους Ευρωπαίους Πράσινους), αποκτούσε την εξουσία και προσπαθούσε να εφαρμόσει πραγματικά αποκλίνουσα οικονομική πολιτική από τα άλλα μπλοκ (NAFTA, Απωανατολικό κ.λπ.) ―με ανοικτές τις αγορές που είναι αναγκαία προϋπόθεση σήμερα για τη συνέχιση της ανάπτυξης των πολυεθνικών οι οποίες είναι καθοριστικές για την Ευρωπαϊκή «ανάπτυξη»― θα κατέρρεαν τα Ευρωπαϊκά Χρηματιστήρια και το Ευρώ. Αυτό που αλλάζει επομένως στον σημερινό δικομματισμό είναι η σύνθεση του, ενώ οι βασικές αρχές του παραμένουν οι ίδιες. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν οι αρχές αυτές είναι κατοχυρωμένες θεσμικά και λειτουργικά, όπως συμβαίνει μέσα σε ένα οικονομικό μπλοκ σαν αυτό της Ε.Ε., το οποίο, όχι τυχαία, δεν αμφισβητείται απο κανένα κόμμα ή οργάνωση της ρεφορμιστικής Αριστεράς. Και αυτό συμβαίνει είτε εναλλάσσονται στην εξουσία δυο ενιαία κόμματα (π.χ. Βρετανία), είτε συμμαχίες κομμάτων, απο τη μια μεριά, της κεντροδεξιάς και, απο την άλλη, της κεντροαριστεράς (όπως αυτή που μόλις κατέρρευσε στην Ιταλία, ή αυτή που μπορεί να ανακύψει και στην Ελλάδα, με σύμπραξη των «προοδευτικών δυνάμεων» στο ΠΑΣΟΚ και της ρεφορμιστικής Αριστεράς ―ΣΥΡΙΖΑ, Οικολόγοι Πράσινοι κ.λπ.).
Στον σημερινό επομένως δικομματικό σύστημα-μαϊμού οι διαφορές μεταξύ των εναλλασσομένων κομμάτων στην εξουσία είναι επουσιώδεις και αφορούν ουσιαστικά τον τρόπο παρουσίασης και λεπτομέρειες στην εφαρμογή των δεδομένων βασικών αρχών. Οι κάποιες άλλωστε απόπειρες που έγιναν στο επίπεδο της υπερεθνικής ελίτ για την ανατροπή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών οδήγησαν είτε στην άμεση ανάκρουση πρύμνης (Μιτεράν στην Γαλλία) είτε στην εκπαραθύρωση των εμπνευστών τους (Λαφοντέν στη Γερμανία). Και, φυσικά, οι αβάσιμες θεωρίες που επαναλαμβάνει εδώ και ...10 χρόνια η ρεφορμιστική Αριστερά, μετά από κάθε μικρή ή μεγάλη καπιταλιστική κρίση, για την επί θύραις πτώση του νεοφιλελευθερισμού και της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, απλώς δείχνουν πόσο ρηχή και ανιστόρητη είναι η προβληματική της. Το γεγονός άλλωστε ότι το κράτος, σε χώρες που ελέγχεται από στελέχη της υπερεθνικής ελίτ αναγκάζεται κάποτε να παίρνει προσωρινά μέτρα για την προστασία της εγχώριας οικονομικής ελίτ, δεν αντίκειται βέβαια στην νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση ―στον βαθμό που οι βασικές της αρχές παραμένουν ουσιαστικά αλώβητες από παρόμοια μέτρα.
Με βάση την προβληματική αυτή μπορούμε να συναγάγουμε κάποια συμπεράσματα για τον ρόλο της Αριστεράς. Σήμερα, περισσότερο πάρα ποτέ, υπάρχουν μόνο δυο είδη Αριστεράς και επομένως αριστερής πολιτικής: η αντισυστημική και η ρεφορμιστική. Στον βαθμό επομένως που η Αριστερά όχι μόνο δεν αμφισβητεί τους θεμελιακούς θεσμούς ―η δυναμική των οποίων οδήγησε στη σημερινή νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση― αλλά ούτε καν το θεσμικό πλαίσιο (δηλαδή την Ε.Ε.) που δεν επιτρέπει σημαντικές παρεκκλίσεις από την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, οι προτάσεις που κάνει σήμερα σαν αντιπολίτευση και φαντάζουν σαν «ουτοπικές» θα εγκαταλειφτούν πάραυτα μόλις αρχίσει να μετέχει στην εξουσία, επί ποινή απώλειας της εξουσίας. Εστω και εαν πολλές απο τις προτάσεις αυτές, που σήμερα φαίνονται «ουτοπικές», αποτελούσαν κυβερνητική πολιτική στην κρατικιστική περίοδο (π.χ. δραστική φορολόγηση των ανώτερων εισοδημάτων και κερδών για να χρηματοδοτηθεί ένα σύστημα κοινωνικών υπηρεσιών για όλους).
Ούτε βέβαια η μη ικανοποίηση παρόμοιων αιτημάτων τα μετατρέπει σε «επαναστατικά» και δημιουργεί συνείδηση ανατροπής, όπως διαλαλούν παραπλανητικά οι ιδεολόγοι της ρεφορμιστικής Αριστεράς. Στη νεωτερικότητα, τα ρεφορμιστικά αιτήματα απο μόνα τους δεν οδήγησαν ποτέ σε ανατροπή του κοινωνικού συστήματος, παρά μόνο όταν αποτελούσαν οργανικό τμήμα ενός αντισυστημικου προγράμματος που αμφισβητούσε τους ίδιους τους θεσμούς (π.χ. Κομμουνιστικό Μανιφέστο). Αντίθετα, η συνειδητοποίηση που δημιουργούν ρεφορμιστικά προγράμματα ήταν πάντα μεταρρυθμιστική και παρέμεινε μεταρρυθμιστική, είτε ικανοποιήθηκαν τα αιτήματα αυτά είτε όχι. Έτσι εξηγείται άλλωστε το πώς μακρόχρονες σοσιαλδημοκρατίες στη Σκανδιναβία, τη Βρετανία, τη Γερμανία κ.λπ. αντικαταστάθηκαν τόσο εύκολα από τον σημερινό σοσιαλφιλελευθερισμο, χωρίς να προκληθεί όχι ανατροπή, αλλά ούτε κάποια σημαντική εξέγερση!
[1] Βλ. για λεπτομερή ανάλυση των περιόδων αυτών Η Πολυδιάστατη Κρίση και η Περιεκτική Δημοκρατία (Γόρδιος 2005) κεφ. 2 και Περιεκτική Δημοκρατία (επανέκδοση Ελ. Τύπος, Απρίλης 2008) κεφ. 1.