(Ελευθεροτυπία, 21 Ιουνίου 2008)
Το Ευρωπαϊκό ηφαίστειο
και η αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» των ελίτ
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Το νέο πλήγμα που δέχτηκε το Ευρωπαϊκό τμήμα της υπερεθνικής ελίτ με το Ιρλανδικό «όχι» στην Ευρωσυνθήκη δεν πρόκειται βέβαια να την «συνετίσει», όπως θέλουν να πιστεύουν οι αφελείς, ώστε να παίρνει πραγματικά υπόψη την λαϊκή βούληση στο μέλλον. Απλώς, θα το οδηγήσει σε ακόμη συστηματικότερη προσπάθεια επικοινωνιακού χαρακτήρα για να «πείσει» τους Ευρωπαϊκούς λαούς για τα «ευεργετήματα» της Ευρωσυνθήκης, και κατ’ επέκταση της ίδιας της Ε.Ε. Αυτό άλλωστε ήδη συνιστά η ανεκδιήγητη ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, ακολουθούμενη από το κοινοβουλευτικό κοπάδι της, όπου με το ένα χέρι ψηφίζει την Ευρωσυνθήκη και με το άλλο ζητά την διενέργεια δημοψηφίσματος, σε ένα ψευτο-μίγμα άμεσης και αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, με μοναδικό στόχο όχι να επιτύχει την λαϊκή επικύρωση της Ευρωσυνθήκης (που φρόντισε ήδη να επικυρώσει στην Βουλή!) αλλά απλώς να πείσει τους υπηκόους για τα καλά της συνθήκης. Πιο συνεπής με τις αντιλαϊκές αρχές της, η προηγούμενη ηγεσία του κόμματος (υποστηριζόμενη από δεκάδες «εκσυγχρονιστές» διανοουμένους κ.α.) ζητεί οι σημαντικές αποφάσεις για την ΕΕ, όπως η Ευρωσυνθήκη, ν’ αποφασίζονται από τις ελίτ, ερήμην του λαού, τον οποίο δήθεν εκπροσωπούν…
Το ίδιο βέβαια το Ευρωπαϊκό τμήμα της υπερεθνικής ελίτ δεν ασχολείται με παρόμοια επικοινωνιακά τρυκ και απλώς, τη στιγμή αυτή, διαβουλεύεται τα νέα νομικά τεχνάσματα που θα χρειαστούν για να περάσει την ουσία της συνθήκης, όπως άλλωστε ακριβώς έπραξε, περιφρονώντας τη λαϊκή βούληση, μετά την απόρριψη του Ευρωσύνταγματος πριν τρία χρόνια. Τότε, δεν δίστασε να ξεκινήσει την διαδικασία της αντικατάστασης του Ευρωσυντάγματος με την σημερινή Ευρωσυνθήκη, για την οποία, ακόμη και ο Ζισκαρ ντ Εστεν, ο επαγγελματίας πολιτικός που προήδρευσε του σώματος που σχεδίασε το Ευρωσύνταγμα, ομολόγησε ότι εσκεμμένα σχεδιάστηκε κατά τρόπο που θ’ απέκλειε την ετυμηγορία των Ευρωπαϊκών λαών πάνω σε αυτή και επιβεβαίωσε ότι οι κεντρικές προτάσεις του απορριφθέντος Ευρωσύνταγματος έχουν διατηρηθεί στη νέα συνθήκη![1] Το Ευρωπαϊκό τμήμα της υπερεθνικής ελίτ, τόσο με το Ευρωσύνταγμα όσο και με την Ευρωσυνθήκη (και με ό,τι θα την αντικαταστήσει), επιδιώκει να θεσμοποιήσει και τυπικά την εξουσία του, περιορίζοντας την δυνατότητα των εξαρτημένων ελίτ, όπως η Ελληνική, για την άσκηση βέτο στις αποφάσεις του, ή για ουσιαστικές διαφοροποιήσεις στην εξωτερική πολιτική τους (π.χ. τυχόν Ελληνικό βέτο για την εισδοχή της Μακεδονίας στην Ε.Ε., ή την αναγνώριση του Κόσσοβου θα πήγαινε πιθανότατα στις Ελληνικές καλένδες μετά την επικύρωση της Ευρωσυνθήκης) και καθιερώνοντας ακόμη και συνταγματικά τις ρυθμίσεις που απαιτεί η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, οι οποίες άλλωστε στη πράξη έχουν ήδη θεσμοποιηθεί ως τμήμα του «Ευρωπαικού δικαίου» και επομένως υπερισχύουν του εθνικού δικαίου των κρατών-μελών.
Η σαφής αυτή περιφρόνηση της βούλησης των Ευρωπαϊκών λαών από το Ευρωπαϊκό τμήμα της υπερεθνικής ελίτ δεν είναι βέβαια καινούρια και έγινε σε όλους φανερή τα τελευταία χρόνια όταν, αγνοώντας τα εκατομμύρια των πολιτών που ξεχύθηκαν στους δρόμους των Ευρωπαϊκών μητροπόλεων εναντίον της εισβολής στο Ιράκ, ένα τμήμα της υπερεθνικής ελίτ (ΗΠΑ, Βρετανία) προχώρησε άμεσα στην εισβολή και κτηνώδη κατοχή και ένα άλλο τμήμα της (υπόλοιπη Ε.Ε.) προχώρησε, μετά από λίγα χρόνια, στην έμμεση αναγνώριση της εισβολής και των κατοχικών καθεστώτων στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Τέλος, η ίδια ακριβώς περιφρόνηση επιδεικνύεται σε σχέση με την αγωνία των Ευρωπαίων σήμερα για την επισιτιστική κρίση και την γενικότερη κρίση «ακρίβειας» που προκαλούν οι ανοικτές και απελευθερωμένες αγορές, τις οποίες καθιερώνουν στην Ευρώπη οι συνθήκες της Ε.Ε. — συνθήκες, που απλώς κωδικοποιούσε το Ευρωσύνταγμα χθες, και η Ευρωσυνθήκη σήμερα. Διότι βέβαια είναι ακριβώς αυτό το θεσμικό πλαίσιο που επιτρέπει στους καπιταλιστές κερδοσκόπους να πλουτίζουν σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων, τα οποία δεν πρόκειται φυσικά να «σωθούν» από τις ελεημοσύνες και τα ψευτο-μέτρα που συζητά η σημερινή διάσκεψη κορυφής για να αποφύγει την έκρηξη του Ευρωπαϊκού ηφαιστείου.
Εάν όμως η αμιγής αντιπροσωπευτική «δημοκρατία», καθώς και οι επαγγελματίες πολιτικοί, έχουν φθάσει σχεδόν παντού στα όρια της ανυποληψίας ―όπως φανερώνουν οι δημοσκοπήσεις, η αποδιάρθρωση των μαζικών κομμάτων του παρελθόντας, αλλά και τα υψηλά και αυξανόμενα ποσοστά των άκυρων/λευκών καθώς και της αποχής― αυτό δεν σημαίνει ότι η λύση στο «δημοκρατικό έλλειμμα», όπως ευφημιστικά αποκαλούν οι ελίτ την παρωδία δημοκρατίας που αποτελεί η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, θα δοθεί από ένα μίγμα αντιπροσωπευτικής και άμεσης δημοκρατίας. Δηλαδή, την διέξοδο από την κρίση της πολιτικής που προτείνει η ρεφορμιστική Αριστερά ―για να εξασφαλίσει ένα ρόλο και στους δικούς της επαγγελματίες πολιτικούς. Τα δημοψηφίσματα, για παράδειγμα ―ακόμη και αν δεν αποτελούν ανέκδοτο όπως αυτό που πρότεινε το ΠΑΣΟΚ για την Ευρωσυνθήκη― από την ίδια τους την φύση, όχι μόνο δεν έχουν σχέση με την μόνη πραγματική δημοκρατία, η οποία, από τους κλασικούς χρόνους, σήμαινε την άμεση δημοκρατία, (δηλαδή την λήψη αποφάσεων σε πρόσωπο-με-πρόσωπο συνελεύσεις των πολιτών[2]), αλλά ούτε και είναι σε θέση να εκφράσουν την πραγματική βούληση των πολιτών. Χωρίς δηλαδή την εμπεριστατωμένη και συστηματική συζήτηση μεταξύ των ίδιων των πολιτών (και όχι μεταξύ των «ειδικών» της πολιτικής, δηλαδή των επαγγελματιών πολιτικών στα τηλεοπτικά παράθυρα και πάνελ) , τα δημοψηφίσματα ή θα εκφράζουν τις απόψεις των Μ.Μ.Ε., ή, ακόμη και όταν πράγματι εκφράζουν τη λαϊκή βούληση απέναντι στις αποφάσεις των ελίτ, εύκολα καταστρατηγούνται από αυτές, με τις μεθοδεύσεις που είδαμε παραπάνω. Αλλά και όπου έχουν γίνει απόπειρες στη πράξη για την εισαγωγή κάποιου μίγματος άμεσης και έμμεσης δημοκρατίας (Βραζιλία, Βενεζουέλα κ.λπ.) το αποτέλεσμα είναι ν’ αφήνονται πάλι οι πιο σημαντικές αποφάσεις στους επαγγελματίες πολιτικούς και μόνο οι εκτελεστικές ή επί μέρους αποφάσεις στις λαϊκές συνελεύσεις.
Συμπερασματικά, το θεμελιακό ερώτημα που μπαίνει στον 21ο αιώνα, με την συνεχώς επιδεινούμενη κρίση που εκτείνεται όχι μόνο στο πολιτικό και οικονομικό επίπεδο που ανάφερα, αλλά και στο κοινωνικό και το οικολογικό, είναι το εάν είναι δυνατή, στο σημερινό θεσμικό πλαίσιο της καπιταλιστικής νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας», η υπέρβαση της πολυδιάστατης αυτής κρίσης.
[1] Ben Russell, “EU treaty is a constitution, says Giscard d'Estaing”, The Independent (30/10/2007).