(Ελευθεροτυπία, 19 Ιουλίου 2008)
Η μυθολογία για τον Ομπάμα
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Η πιθανή νίκη του Ομπάμα στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου αποτέλεσε το έναυσμα για μια νέα αναζωπύρωση των ελπίδων της ρεφορμιστικής Αριστεράς —παρά το φιάσκο Κλίντον που προηγήθηκε με τον οποίο ο Ομπάμα έχει μεγάλες ομοιότητες. Κάποιοι μιλούν για το «κίνημα Ομπάμα» που εκφράζεται από τους χιλιάδες εθελοντές της προεκλογικής εκστρατείας του και το ένα εκατομμύριο μικρό-χορηγούς της. Αυτήν άλλωστε την εικόνα του «κινήματος» θέλει να ενισχύσει και το συνεργείο δημοσίων σχέσεων της εκστρατείας του και ετοιμάζει παλλαϊκή «ενθρόνιση» του ως επισήμου υποψήφιου του Δημοκρατικού κόμματος στην συνέλευση του κόμματος τον άλλο μήνα. Οι οπαδοί και συμπαθούντες μιλούν για τον ιδεαλιστή υποψήφιο που θα αντιστρέψει τις πολιτικές του «επαράτου Μπους» τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό και θα αναβιώσει το «αμερικανικό όνειρο», του οποίου άλλωστε την ενσάρκωση θα αποτελεί και ο ίδιος, ως ο πρώτος Αφρο-Αμερικανός πρόεδρος των ΗΠΑ!
Στη πραγματικότητα, όμως, όπως θα προσπαθήσω να δείξω εν συντομία, τίποτα από τα παραπάνω δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα. Και αυτό, δεν οφείλεται στον «κακό χαρακτήρα» του Ομπάμα που θα προδώσει τις προεκλογικές υποσχέσεις του (όπως ήδη άρχισε να κάνει αλματωδώς εν όψει της εξουσίας) αλλά στο απλό γεγονός ότι ο υποτιθέμενος «ισχυρότερος άνθρωπος στη γη», ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, στη πραγματικότητα δεν αποτελεί τίποτα παραπάνω από τον εκτελεστή των αποφάσεων της υπερεθνικής ελίτ, δηλαδή της υπερεθνικής οικονομικής, πολιτικής και επικοινωνιακής ελίτ και ιδιαίτερα του τμήματος της που εδρεύει στις ΗΠΑ το οποίο διαθέτει την απαραίτητη πολιτικοστρατιωτική και οικονομική δύναμη. Ο ίδιος άλλωστε ο εκάστοτε Πρόεδρος στην εκλογική διαδικασία έχει πολλές ευκαιρίες να αντιληφθεί σε ποιους πρέπει να χρωστά την εκλογή του. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι, ενώ ο Ομπάμα θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει την εκστρατεία του μόνο από τις μικρό-χορηγίες, συνειδητά επέλεξε να στραφεί και προς τις μεγάλες πολυεθνικές, όπως σημειώνει ο Αμερικανός αναλυτής Allan Nairn, «διότι φοβάται ότι εάν δεν το κάνει μπορεί να τον θεωρήσουν ότι είναι στην λάθος ομάδα και να αρχίσουν να του επιτίθενται»! Γι’ αυτό και οι μεγαλύτεροι χρηματοδότες του είναι οι Goldman Sachs, JP Morgan Chase, η επενδυτική εταιρία στις τηλεπικοινωνίες και άμυνα Henry Crown and Company,[1] ενώ την μεγαλύτερη επιτρεπτή χορηγία στην εκστρατεία Ομπάμα έκανε ο δισεκατομμυριούχος Kenneth Griffin, διευθυντής της επιχείρησης επιθετικού αμοιβαίου κεφαλαίου (hedge fund) Citadel. Και φυσικά, δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσει κάποιος ότι οι χορηγίες των πολυεθνικών εύκολα «πείθουν» τους υποψηφίους για το δίκιο τους. Έτσι, μόλις ο Ομπάμα εισέπραξε σχεδόν μια περιουσία από τις επιχειρήσεις αιθανόλης, έγινε ο κύριος υποστηρικτής αυτής της μορφής ενέργειας, παρά το γεγονός ότι είναι τώρα γενικά αποδεκτό πως η επέκταση της παραγωγής της προκάλεσε την σημερινή καταστροφική επισιτιστική κρίση.[2]
Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι μόλις τρεις ημέρες μετά την απόσυρση της υποψηφιότητας της Χίλαρυ Κλίντον ο Ομπάμα δήλωνε στο δίκτυο CNBC την πίστη του στην καπιταλιστική οικονομία της αγοράς που αποτελεί την βάση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης: «Κοιτάξτε. Είμαι άνθρωπος της ελεύθερης αγοράς και υπέρ της ανάπτυξης. Λατρεύω την αγορά». Και για να αποδείξει του λόγου του το αληθές διόρισε επί κεφαλής της ομάδας του για την οικονομική πολιτική τον Jason Furman, έναν από τους κύριους υπερασπιστές της πολυεθνικής Wal-Mart, της μεγαλύτερης ιδιωτικής εταιρείας στον κόσμο. Συγχρόνως, επέλεξε ως κύριο οικονομικό του σύμβουλο τον Austan Goolsbee, της «προοδευτικής» πτέρυγας της διαβόητης «Σχολής του Σικάγου» του Μιλτον Φρήντμαν, η οποία έχει στο «ενεργητικό» της την ιδεολογική δικαίωση της ανισότητας που σήμερα καταδικάζει την πλειονότητα του παγκόσμιου πληθυσμού στην αθλιότητα. Η «προοδευτικότητα» του Goolsbee (αλλά και του ίδιου του Ομπάμα, όπως έχει κάνει φανερό επανειλημμένα) έγκειται στο ότι αναγνωρίζει την ανισότητα ως πρόβλημα (sic!) αλλά προτείνει λύση μέσα από την αγορά που θα στηρίζεται στην επιπλέον εκπαίδευση ―πολιτική βέβαια που δεν αντίκειται στα συμφέροντα των πολυεθνικών—η οποία όμως απέτυχε ακόμη και στη σοσιαλδημοκρατική Βρετανία να αυξήσει την κοινωνική κινητικότητα.[3] Τέλος, πριν λίγες μέρες, ο Ομπάμα παραδέχτηκε ότι η προηγούμενη οξεία κριτική του για την NAFTA και παρόμοιες συμφωνίες ελευθέρου εμπορίου έγινε «εν βρασμώ», ενώ ανήγγειλε ότι θα συνεχίσει την πολιτική του προκατόχου του Μπους να αναθέτει ουσιαστικά την άσκηση κοινωνικής πολιτικής σε επιχορηγούμενες θρησκευτικές οργανώσεις!
Όσοι όμως αφελώς πίστευαν ότι η εξωτερική πολιτική του Ομπάμα θα διέφερε ριζικά από αυτή των «κακών» νεοσυντηρητικών του Μπους θα δέχτηκαν σίγουρα ψυχρολουσία. Έτσι, ο πρώτος σημαντικός λόγος εξωτερικής πολιτικής που έδωσε ο Ομπάμα μετά την ανακήρυξη του ήταν μπροστά στο κύριο όργανο της Σιωνιστικής πολιτικής στις ΗΠΑ ―όπως αποκαλύφθηκε από την πρόσφατη μελέτη δυο Αμερικανών καθηγητών[4]― όπου ανέλαβε δεσμεύσεις οι οποίες αποκλείουν οποιαδήποτε ριζική αλλαγή της Αμερικανικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή. Εκεί δήλωσε ότι μια ενωμένη Ιερουσαλήμ θα πρέπει να είναι η αιωνία πρωτεύουσα του Ισραήλ, το οποίο δεσμεύθηκε να υποστηρίξει με 30 δις. δολλ. τα προσεχή 10 χρόνια ―δηλαδή θα συνεχίσει να παρέχει την μεγαλύτερη βοήθεια από οποιοδήποτε άλλο κράτος σε ένα αποδεδειγμένα τρομοκρατικό κράτος. Προηγούμενα είχε απαλλάξει το Σιωνιστικό Ισραήλ των ευθυνών του, επιρρίπτοντας όλες της ευθύνες στους «μισητούς Ισλαμιστές», ενώ δικαιολόγησε ακόμη και το Σιωνιστικό γκέτο του πληθυσμού της Γάζας! Συγχρόνως, ουσιαστικά ανέτρεψε και την μόνη δέσμευση που τον διαφοροποιούσε από την Χίλαρυ όσον αφορά τη στάση του στο Ιράκ και το Ιράν, δηλαδή την απόσυρση του στρατού από το πρώτο και την ανάγκη διαπραγματεύσεων για το δεύτερο, προτείνοντας τώρα ουσιαστικά την μεταφορά των δυνάμεων στο Πακιστάν και το Αφγανιστάν (από τα οποία βέβαια θα ελέγχει εύκολα και το προτεκτοράτο του Ιράκ), ενώ για το Ιράν τώρα δηλώνει ότι θα κάνει «οτιδήποτε στην εξουσία του για να το σταματήσει να αποκτήσει πυρηνική βόμβα»[5] τονίζοντας με νόημα την λέξη «οτιδήποτε»…