Ελευθεροτυπία (20 Δεκεμβρίου 2008)
Η κρίση είναι συστημική
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Η εν ψυχρώ δολοφονία ενός 15ετους μαθητή, του Αλέξ. Γρηγορόπουλου ―τμήμα μιας μακράς αλυσίδας δολοφονιών και αστυνομικών βιαιοπραγιών που χαρακτήριζε όλη την μετεμφυλιακή περίοδο, συμπεριλαμβανομένης της «μεταπολίτευσης»― λειτούργησε σαν καταλύτης για να γίνει ορατή και δια γυμνού οφθαλμού η πολυδιάστατη κρίση που καθημερινά βαθαίνει περισσότερο και στην οποία έχω αναφερθεί επανειλημμένα από τη στήλη αυτή. Η κρίση αυτή δεν είναι μόνο οικονομική που αφορά το πελώριο και συνεχώς διογκούμενο άνοιγμα μεταξύ των ελίτ και των προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων που δρέπουν τα οφέλη της καπιταλιστικής νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, και του υπόλοιπου πληθυσμού το οποίο εισπράττει την ανασφάλεια της εργασίας, την ανεργία ―ιδιαίτερα ενδημική ανάμεσα στους νέους― και την φτώχεια στην οποία καταδικάζεται πάνω από το 20% του πληθυσμού. Ούτε είναι μόνο πολιτική που αφορά την απαξίωση των κομμάτων εξουσίας (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) που διακρίνονται για την διαφθορά τους και την καλλιέργεια σχέσεων εξάρτησης στους πολίτες για να εξασφαλίζουν οι επαγγελματίες πολιτικοί την επανεκλογή τους, με τα συνακόλουθα οικονομικά και κοινωνικά ωφέλη. Στην πραγματικότητα, το κυριότερο ίσως χαρακτηριστικό της σημερινής κοινωνικής έκρηξης είναι το γεγονός ότι επιβεβαίωσε πως ένα σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού έγινε πια ανεξέλεγκτο από τους κομματικούς μηχανισμούς, όχι μόνο των κομμάτων εξουσίας άλλα και των κομμάτων της παραδοσιακής Αριστεράς και Οικολογίας, που απεγνωσμένα ελίσσονται (και ανταγωνίζονται!) για να επανακτήσουν τον έλεγχο του.
Αντίθετα, είναι πια φανερό ότι η κρίση είναι οικονομική αλλά και πολιτική, οικολογική αλλά και βαθύτερα κοινωνική. Είναι μια κρίση που αφορά όχι μόνο τους οικονομικούς θεσμούς και κυρίως την καπιταλιστική οικονομία της αγοράς στη σημερινή φάση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, αλλά και αυτό που περνά για «δημοκρατία» και «πολιτική» σήμερα, δηλαδή την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» και την «πολιτική» των επαγγελματιών πολιτικών όλων των παρατάξεων. Τέλος είναι μια κρίση που δεν αφορά μόνο θεσμούς αλλά ―και κυρίως― τις ίδιες τις αξίες που στηρίζουν αυτούς τους θεσμούς, δηλαδή τις ατομιστικές αξίες του ανταγωνισμού και της «αρπαχτής», του εγωισμού και του καταναλωτισμού, συνοπτικά, τις αξίες της ετερονομίας, δηλαδή του ετεροκαθορισμού των πολιτών, είτε αυτός ο ετεροκαθορισμός θεμελιώνεται στους πολιτικούς, οικονομικούς και γενικότερα κοινωνικούς θεσμούς, είτε στον πνευματικό ετεροκαθορισμό που επιβάλλει ο θρησκευτικός ανορθολογισμός. Είναι μια κρίση επομένως συστημική.
Η κρίση βέβαια αυτή δεν είναι μόνο Ελληνικό φαινόμενο. Αντίθετα, τη στιγμή αυτή ένα φάσμα πλανιέται πάνω από τον κόσμο που έχει υιοθετήσει το σύστημα αυτό. Το φάσμα των μαζικών εξεγέρσεων που οι κατά τόπους ελίτ και η υπερεθνική ελίτ τρέμουν ότι δημιουργεί η συσσώρευση οργής στα μη προνομιούχα στρώματα. Της οργής, που προκάλεσε όλα αυτά τα χρόνια η εξαπάτηση τους ότι με τη σκληρή δουλειά (και κάποτε εξοντωτική, όπως π.χ. σε χώρες «θαύματα» ―Κίνα, Ινδία κ.λπ.) και τη συσσώρευση πτυχίων θα έβλεπαν μια συνεχή βελτίωση του οικονομικού (δηλαδή του καταναλωτικού τους) επίπεδου, όταν σήμερα διαπιστώνουν την έκταση των ψευδαισθήσεων βλέποντας ότι η αγωνιώδης αυτή προσπάθεια οδήγησε μεν σε μια εξάπλωση των μεσαίων στρωμάτων, ιδιαίτερα στον Βορρά, αλλά η συντριπτική πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού ζει στην οικονομική ανασφάλεια και ένα τεράστιο τμήμα ζει στην φτώχεια και την εξαθλίωση. Παράλληλα, βλέπουν την συνεχή χειροτέρευση της ποιότητας ζωής τους, και κάποτε την ίδια την ζωή τους, ν’ απειλείται για χάρη της οικονομικής «ανάπτυξης», η οποία δίνει την μερίδα του λέοντος του κοινωνικού πλούτου στις ελίτ και τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα, καθώς και τους γόνους τους, ενώ τα ψίχουλα της μοιράζονται στους υπόλοιπους για να εξαγοράζεται η ανοχή τους.
Είναι επομένως βέβαιο ότι όσο η κρίση αυτή βαθαίνει τόσο θα πολλαπλασιάζονται οι κοινωνικές εκρήξεις στον Βορρά και τον Νότο. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι οι ελίτ σε όλες τις χώρες ενισχύουν τον τρομοκρατικό μηχανισμό τους που βαφτίζουν «αντιτρομοκρατικό», αλλά που στην πραγματικότητα στοχεύει στον έλεγχο των ίδιων των πληθυσμών τους. Και φυσικά τίποτα δεν πρόκειται ν’ αλλάξει εάν το σύστημα αυτό φορέσει ένα πιο «ανθρώπινο» προσωπείο με την υιοθέτηση κάποιων «μεταρρυθμίσεων», όπως ζητεί η ρεφορμιστική Αριστερά, οι οποίες θ’ αφήνουν ανέγγιχτες τις θεμελιακές πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές δομές που αναπαράγουν το σύστημα αυτό.
Οι σημερινές κοινωνικές εκρήξεις, είτε πρόκειται για την εξέγερση των προαστίων του Παρισιού πριν λίγα χρόνια, είτε για την σημερινή Ελληνική, δεν έχουν τα γνώριμα χαρακτηριστικά προηγούμενων «πολιτικοποιημένων» εξεγέρσεων, με αποκορύφωμα τον Μάη του ’68. Αυτό δημιουργεί και τα διαφοροποιημένα χαρακτηριστικά τους, και κυρίως την «τυφλή βία», όπως χαρακτηρίζουν την λαϊκή αντιβία κατά της περιουσίας οι ελίτ και οι ιδεολόγοι του συστήματος ανάμεσα στους ακαδημαϊκούς και τα ΜΜΕ. Η βία αυτή δεν στρέφεται ποτέ κατά της ζωής ―σε αντίθεση με την συστημική βία που είναι πρόθυμη να την θυσιάσει, παρόλο που υποκριτικά την ανάγει σε «υπέρτατο αγαθό»— αλλά στρέφεται είτε κατά των συμβόλων της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας (τράπεζες, πολυεθνικές, υπουργεία, αστυνομικά τμήματα κ.λπ.) είτε κατά των συμβόλων του καταναλωτισμού. Οι στόχοι όμως αυτοί δεν καθορίζονται μέσα από κάποια συνειδητή δημοκρατική η μη διαδικασία (όπως τον Μάη του ’68, από τις φοιτητικές συνελεύσεις ή τις διάφορες πολιτικές οργανώσεις) αλλά, κατ’ αρχήν, ατομικά και με βάση την υποσυνείδητη συνήθως απέχθεια για τους ίδιους τους θεσμούς και τις αξίες του συστήματος. Και φυσικά, όπως σε κάθε εξέγερση, μετέχουν και στοιχεία που μπορεί να μην κινούνται από παρόμοια κίνητρα αλλά από κίνητρα επιβίωσης (π.χ. κάποιοι εξαθλιωμένοι μετανάστες η εξαρτημένοι από ναρκωτικά δηλαδή, αυτοί που κυρίως εισπράττουν την κοινωνική καταπίεση) —για να μην αναφερθώ και στις τεκμηριωμένες περιπτώσεις τροφίμων των μυστικών υπηρεσιών που στοχεύουν στη δυσφήμηση της λαϊκής αντιβίας.
Ο «τυφλός» αυτός χαρακτήρας της σύγχρονης λαϊκής αντιβίας προσδίδει σε αυτήν ένα αμφίσημο χαρακτήρα. Από τη μια μεριά, ένα θετικό χαρακτήρα που εκφράζει τον λαϊκό αυθορμητισμό που στηρίζεται σε μια υποσυνείδητη έστω αντίληψη των συστημικών αιτίων της κρίσης και στρέφει την οργή των φορέων του εναντίον των συμβόλων που την εκφράζουν. Από την άλλη μεριά, όμως, της προσδίδει ένα σαφώς αρνητικό χαρακτήρα γιατί ο ίδιος ο αυθορμητισμός αυτός, όταν δεν κινείται με κάποιο καθολικό πολιτικό πρόταγμα (δηλαδή μια στοιχειώδη ανάλυση των αιτίων της κρίσης και ένα έστω υποτυπώδη οραματισμό για την μορφή που πρέπει να πάρει μια εναλλακτική κοινωνία και την στρατηγική που οδηγεί σε αυτήν) είναι αδιέξοδος και αναπόφευκτα οδηγεί σε συνεχή κατάπνιξη των εξεγέρσεων αυτών, με τη χρήση όλο και ωμότερης βίας, ενώ η πλειοψηφία θα παραμένει ελέγξιμη από τους επαγγελματίες πολιτικούς και καθηλωμένη στους καναπέδες της. Είναι επομένως επιτακτική πια ανάγκη η ανάπτυξη ενός μαζικού κινήματος με βάση ένα νέο αντισυστημικό πρόταγμα που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια εναλλακτική πραγματικά άξια του ονόματος της δημοκρατία, μία Περιεκτική Δημοκρατία.