Ελευθεροτυπία (25 Απριλίου 2009)
Η νέα σοσιαλφιλελεύθερη συναίνεση
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Όπως έχει ήδη γίνει φανερό, η κρίση της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς που άρχισε πέρυσι το Φθινόπωρο σαν μια χρηματοπιστωτική κρίση[1] (όταν οι πελώριες ζημιές των τραπεζών από τις χρηματοπιστωτικές φούσκες τις οδήγησε σε δραστική μείωση του δανεισμού), και στη συνέχεια εξελίχθηκε σε μια σοβαρή κρίση της πραγματικής οικονομίας (όταν η έλλειψη δανειακού ρευστού ώθησε την παγκόσμια οικονομία σε βαθιά ύφεση), καθημερινά χειροτερεύει. Και αυτό, παρά τα δισεκατομμύρια από το εισόδημα των φορολογούμενων πολιτών που διαθέτουν οι πολιτικές ελίτ στις οικονομικές ελίτ, οι οποίες ελέγχουν τις τράπεζες, για να αποφύγουν την χρεοκοπία. Έτσι, τα ελλείμματα στους προϋπολογισμούς φουντώνουν και τα αθώα θύματα της κρίσης καλούνται να πληρώσουν τα «σπασμένα» (δηλαδή τις επιπλέον περιουσίες των ελίτ που δημιουργήθηκαν μέσα από τις φούσκες), με επιπρόσθετους φόρους και, κυρίως, άγριες περικοπές στις ―ήδη πετσοκομμένες― κοινωνικές δαπάνες, καθώς και με μαζική ανεργία και υποαπασχόληση! Την ίδια στιγμή, η μόλις δημοσιευθείσα Έκθεση του ΔΝΤ[2] μας πληροφορεί ότι το διεθνές τραπεζικό σύστημα δεν έχει ακόμη σταθεροποιηθεί και ότι οι ζημιές από το πιστωτικό κραχ θα είναι τετραπλάσιες από αυτές που πρόβλεψε πριν μερικούς μήνες (4 τρις. δολ. αντί για 1!), ενώ η αποκατάσταση της κανονικής λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος είναι πιθανό να απαιτήσει αρκετά χρόνια ―γεγονός που θα κάνει την ύφεση ακόμη βαθύτερη και μεγαλύτερης διάρκειας από ό,τι πίστευαν οι «ειδικοί» μέχρι τώρα.
Στο μεταξύ, μια νέα εκδοχή της σοσιαλφιλελεύθερης συναίνεσης αναδύεται για να αντιμετωπιστεί η κρίση αλλά και η νέα κατάσταση που δημιουργείται μετά από αυτή. Η συναίνεση αυτή αφορά όλα τα κόμματα (ανεξάρτητα πώς αυτο-αποκαλούνται) που παίρνουν δεδομένο το σύστημα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και τις τοπικές εκφράσεις του όπως η ΕΕ (παρ’ ημίν, ΝΔ, αλλά και ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, Οικολόγοι-Πράσινοι κ.λπ.). Τα κόμματα αυτά, ανεξάρτητα από τους «λαγούς με πετραχήλια» που τάζουν όταν είναι στην αντιπολίτευση, όταν ανέρχονται στην εξουσία είναι υποχρεωμένα από τους θεσμικούς περιορισμούς που επιβάλλουν οι ανοικτές και απελευθερωμένες αγορές να εφαρμόζουν παρόμοιες πολιτικές, οι οποίες εκφράζουν τη νέα συναίνεση και αποβλέπουν στην επίτευξη των τριών κύριων στόχων που επιδιώκει κάθε κράτος ενσωματωμένο στην νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Δηλαδή:
πρώτον, να εξασφαλίσει την σταθερότητα της οικονομίας της αγοράς, μέσω ρυθμιστικών ελέγχων κυρίως πάνω στις τράπεζες και τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς,
δεύτερον, να διασφαλίσει την επιβίωση του περιθωριοποιημένου τμήματος του πληθυσμού καθώς και τον έλεγχο των διευρυνόμενων τμημάτων του πληθυσμού γενικότερα που αυξανόμενα στρέφονται εναντίον της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και
τέλος, να επιτύχει την παράλληλη ενδυνάμωση της «πλευράς της προσφοράς» της οικονομίας (για χάρη της ανταγωνιστικότητας και της οικονομικής αποτελεσματικότητας-διάβαζε κερδοφορίας).
Όσον αφορά τον πρώτο στόχο, το διαφοροποιητικό στοιχείο της νέας εκδοχής της σοσιαλφιλελεύθερης συναίνεσης που προέκυψε με τη κρίση είναι η εισαγωγή ρυθμιστικών ελέγχων στις χρηματοπιστωτικές αγορές, οι οποίοι ουσιαστικά είχαν εξαλειφθεί μαζί με τους κοινωνικούς ελέγχους πάνω στις αγορές ―δηλ. τους ελέγχους για χάρη της προστασίας της εργασίας και της κοινωνίας γενικότερα από την οικονομία της αγοράς, οι οποίοι επιβλήθηκαν στη σοσιαλδημοκρατική περίοδο για να υπονομευθούν στη συνέχεια από τον νοεφιλελευθερισμό και τον σοσιαλφιλελευθερισμό.
Όσον αφορά τον δεύτερο στόχο, καθόσον μεν αφορά την εξασφάλιση της επιβίωσης του περιθωριοποιημένου τμήματος του πληθυσμού μέσω εικονικών κοινωνικών ελέγχων (ασφαλιστικά δίκτυα για τους άπορους, ημι-ιδιωτικοποιημένα συστήματα υγείας και εκπαίδευσης, έμμεσοι έλεγχοι ―μέσω της ενδυνάμωσης της προσφοράς― πάνω στην παραγωγή και απασχόληση) που διαδέχθηκαν τους ελέγχους των κοινωνικών κρατών, δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ της πρώτης εκδοχής σοσιαλφιλελευθερισμού και της σημερινής. Εκεί που σήμερα εισάγεται παντού μια βασική διαφοροποίηση αφορά τον έλεγχο του πληθυσμού γενικότερα, ο οποίος τώρα επεκτείνεται οριζόντια αλλά και σε βάθος, εφόσον είναι πια φανερή η σημαντική διεύρυνση των κοινωνικών στρωμάτων που περιθωριοποιεί η επιδεινούμενη κρίση αλλά και η αντίστοιχη ένταση της συνειδητοποίησης τους, η οποία τα στρέφει γενικά ενάντια σε αυτό που περνάει για «πολιτική» σήμερα και απαξιώνεται στο σύνολο της ―πράγμα που ωθεί κάποιους επαγγελματίες πολιτικούς του ΣΥΡΙΖΑ να επικαλούνται παραλλαγμένο ακόμη και το σύνθημα του Καραμανλή: (σημερινή) «δημοκρατία» ή τανκς!
Το κύριο όμως διαφοροποιητικό στοιχείο μεταξύ νέας και παλιάς εκδοχής σοσιαλφιλελευθερισμού είναι ότι ο στόχος ενδυνάμωσης της πλευράς προσφοράς της οικονομίας μπορεί τώρα να περιλαμβάνει ακόμη και κάποια ήπια προστατευτικά μέτρα της εγχώριας παραγωγής, παρά την πρόσφατη καταδίκη του προστατευτισμού από την «Ομάδα των 20». Έτσι, οι «Νέοι Εργατικοί» στη Βρετανία, πρωτοπόροι του σοσιαλφιλελευθερισμού και του «Τρίτου Δρόμου», μόλις ανακοίνωσαν μια «παρεμβατική» στρατηγική με βάση την οποία το Κράτος θα μπορεί να επιχορηγεί τις αναπτυξιακές βιομηχανίες του μέλλοντος (κυρίως «πράσινες» και υψηλής τεχνολογίας) για να αντισταθμιστεί η συρρίκνωση του χρηματοπιστωτικού τομέα στην οποία βασικά στηριζόταν η ανάπτυξη της Βρετανίας μετά την αποβιομηχάνιση της. Μέσα από ένα συνδυασμό έμμεσων μέτρων (επιχορηγήσεις προγραμμάτων ανανεώσιμης ενέργειας, φορολογικές και ρυθμιστικές πολιτικές προς ενίσχυση βιομηχανιών υψηλής τεχνολογίας κ.λπ.) καθώς και άμεσων μέτρων (χρησιμοποίηση των τρεχουσών κυβερνητικών δαπανών για την αγορά Βρετανικών αγαθών και υπηρεσιών κ.α.), θα ενισχυθεί η πλευρά της προσφοράς, χωρίς άμεση παρέμβαση στην λειτουργία του μηχανισμού της αγοράς και του ελεύθερου εμπορίου ή ―πολύ περισσότερο― στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Η νέα στρατηγική είναι σαφής πάνω σε αυτό: «η κυβέρνηση δεν έχει καμιά διάθεση να παραμερίσει τις δυνάμεις της αγοράς η να αγνοήσει τις ενδείξεις της».[3] Ο δε Peter Mandelson, ενθουσιώδης οπαδός του σοσιαλφιλελευθερισμού και κύριος εισηγητής της νέας στρατηγικής τονίζει: «αυτό δεν σημαίνει οποιαδήποτε θεμελιακή αλλαγή της άποψης μας για τη σχέση αγοράς και κράτους (...) απλώς σημαίνει ετοιμότητα παρέμβασης όπου είναι αναγκαία, μέσω της συμπλήρωσης, παρά της αντικατάστασης, της αγοράς από το κράτος και της διόρθωσης σημαντικών αποτυχιών της αγοράς».[4]
Είναι επομένως φανερό ότι η νέα εκδοχή του σοσιαλφιλελευθερισμού δεν εκφράζει οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή στο περιεχόμενο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Όχι μόνο ο νέος «παρεμβατισμός» περιορίζεται απόλυτα από το θεσμικό πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης αυτής και δεν περιλαμβάνει επέμβαση στο επίπεδο της ενεργού ζήτησης κατά το Κευνσιανό σοσιαλδημοκρατικό πρότυπο, αφήνοντας ουσιαστικά στην ιδιωτική πρωτοβουλία να «λύσει» το πρόβλημα της μαζικής ανεργίας και υπο-απασχόλησης, αλλά και οι κοινωνικές δαπάνες γενικά περιορίζονται πια ασφυκτικά (με κάλυμμα κάποια οριακή αύξηση της φορολογίας των πλουσίων για να συγκρατηθεί η λαϊκή οργή) ώστε να αποπληρωθούν τα πελώρια ελλείμματα που έχουν δημιουργηθεί στους δημοσίους προϋπολογισμούς με στόχο το «ξελάσπωμα» του ιδιωτικού τομέα γενικά και του τραπεζικού τομέα ειδικότερα. Παρόλα αυτά, ο «Μαρξιστής» ιστορικός Eric Hobsbawm, συμφωνώντας με τον σοσιαλδημοκράτη νομπελίστα Amartya Sen, γράφει ότι «το μέλλον, όπως και το παρόν και το παρελθόν, ανήκει στις μεικτές οικονομίες»![5]
[1] Βλ. «Η επιδεινούμενη συστημική κρίση», περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατία, 18-19 (Άνοιξη 2009).
[2] International Monetary Fund, Global Financial Stability Report (Απρίλης 2009).
[3] Βλ. Building Britain’s Future - New Industry, New Jobs, Department for Business Innovation & Skills (BIS) (20/4/2009).
[4] Andrew Grice, “Labour's industrial revolution,” The Independent (20/4/2009).
[5] Eric Hobsbawm, “Socialism has failed. Now capitalism is bankrupt. What next?,” The Guardian (10/4/2009).