Ελευθεροτυπία (6 Ιουνίου 2009)
Δημοκρατία ή Βαρβαρότητα;
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Δεν ήταν βέβαια περίεργο ο πρόεδρος της διακοσμητικής Σοσιαλιστικής Διεθνούς (της οποίας τα κυριότερα ιστορικά μέλη, η Γερμανία, η Βρετανία κ.λπ. έχουν από καιρό εξοστρακίσει από το λεξιλόγιο τους την ίδια τη λέξη «σοσιαλισμός»!) να αποπειραθεί να ευτελίσει ακόμη και το επαναστατικό δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα». Και δεν ήταν περίεργο, διότι στην Ελλάδα, ενώ τα κόμματα ―από την ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ μέχρι τον ΣΥΡΙΖΑ και τους Οικολόγους-Πράσινους― έχουν «εκσυγχρονιστεί» κατά τα Ευρωπαϊκά πρότυπα, υιοθετώντας την ίδια σοσιαλφιλελεύθερη συναίνεση που είναι ηγεμονική στην ΕΕ, εντούτοις στην ρητορική τους, για λόγους ιστορικούς και πολιτικής κουλτούρας, παρουσιάζουν ένα προσωπείο εντελώς διαφορετικό από τα ομόλογα Ευρωπαϊκά κόμματα. Έτσι, για χάρη της εκλογικής καμπάνιας, το ΠΑΣΟΚ μετατρέπεται τώρα σε ... σοσιαλιστικό κόμμα, ο ΣΥΡΙΖΑ σε αντικαπιταλιστικό κόμμα, ενώ βέβαια δεν αμφισβητεί καν το ίδιο το σύστημα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας», και οι Οικολόγοι-Πράσινοι προσποιούνται διαφορετική γραμμή από αυτή των «μεταλλαγμένων» Πράσινων ―με τους οποίους συναποτελούν το Ευρωπαϊκό Πράσινο Κόμμα― που άμεσα η έμμεσα στήριξαν όλους τους εγκληματικούς πολέμους της υπερεθνικής ελίτ.
Όσον αφορά στο δεύτερο σκέλος του διλήμματος, την βαρβαρότητα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σήμερα έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο βαρβαρότητας που από πολλές απόψεις είναι ακόμη χειρότερη και από αυτή του Μεσαίωνα στην οποία αναφερόταν το δίλημμα, παρά τη ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη των πρώτων δύο αιώνων που σημάδεψαν την άνοδο της νεωτερικότητας μετά την Βιομηχανική Επανάσταση. Αυτό φανερώνει η σημερινή παγκόσμια κρίση που συνεχώς επιδεινώνεται, τα βασικά χαρακτηριστικά της οποίας είναι, πρώτον, ότι είναι πολυδιάστατη και περιλαμβάνει το οικονομικό, πολιτικό, οικολογικό, κοινωνικό, καθώς και το πολιτιστικό επίπεδο και, δεύτερον, ότι είναι καθολική, με διπλή έννοια. Με την έννοια ότι καλύπτει όλα τα μέρη του κόσμου που έχουν ενσωματωθεί στην Νέα Διεθνή Τάξη, δηλαδή στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και στο πολιτικό της συμπλήρωμα την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία», αλλά και με την έννοια ότι θέτει σε αμφισβήτηση σχεδόν κάθε δομή και αξία που στηρίζει τις ετερόνομες σύγχρονες κοινωνίες σε Ανατολή και Δύση, Βορρά και Νότο. Όπως μπορεί να δειχθεί,[1] η απώτερη αιτία κάθε διάστασης της σημερινής κρίσης είναι η συγκέντρωση εξουσίας σε όλα τα επίπεδα, στην οποία οδήγησε η δυναμική των διεθνοποιημένων σήμερα θεσμών της νεωτερικότητας, δηλαδή, η δυναμική της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας».
Όσον αφορά στο πρώτο σκέλος του κλασικού διλήμματος, τον σοσιαλισμό, η σοσιαλιστική εμπειρία του περασμένου αιώνα σίγουρα αμαύρωσε την αίγλη του πολιτικού αυτού προτάγματος, στο οποίο τόσες ελπίδες είχαν εναποθέσει όλα τα μη προνομιούχα κοινωνικά στρώματα που δημιούργησε η καπιταλιστική οικονομία της αγοράς και κυρίως η εργατική τάξη. Η εμπειρία αυτή αφορά βασικά στον κρατικιστικό σοσιαλισμό, όπως εφαρμόστηκε στον «υπαρκτό», αλλά και στη σοσιαλδημοκρατία ―συστήματα που και τα δύο, ουσιαστικά, κατέρρευσαν. Έτσι, ο μεν «υπαρκτός», μολονότι για πρώτη φορά ένα κοινωνικό σύστημα κατόρθωσε να καλύψει τις βασικές ανάγκες όλων των πολιτών (στον βαθμό βέβαια που ήταν δυνατό με βάση τις ιστορικές συνθήκες σε κάθε χώρα), δεν δημιούργησε ποτέ συνθήκες πραγματικής κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης από τους ίδιους τους πολίτες, αντί χειραγώγησης από γραφειοκρατικές ελίτ. Συγχρόνως, η σοσιαλδημοκρατία, που είχε αρχικό στόχο την μέσω μεταρρυθμίσεων ανατροπή του καπιταλισμού, μεταπολεμικά τον τροποποίησε στην μέσω μερικών μεταρρυθμίσεων σταδιακή μετάβαση στον σοσιαλισμό, και στη συνέχεια περιορίστηκε στο κράτος-πρόνοιας και στην πλήρη απασχόληση μέσα στο καπιταλιστικό θεσμικό πλαίσιο, για να εγκαταλείψει τελικά και αυτούς τους στόχους και να προσχωρήσει στην σοσιαλφιλελεύθερη συναίνεση, κόβοντας κάθε σχέση όχι μόνο με τον σοσιαλισμό, αλλά ακόμη και με την φιλελεύθερη «δημοκρατία», μετά την υιοθέτηση των πολέμων της υπερεθνικής ελίτ και ιδιαίτερα του πολέμου κατά της «τρομοκρατίας». Από την άλλη μεριά, ο ελευθεριακός σοσιαλισμός, ουσιαστικά, δεν δοκιμάστηκε ποτέ στην πράξη παρά μόνο σε συνθήκες εμφυλίου πολέμου στην Ισπανία, μέχρι που συνετρίβη από τον φασισμό, ενώ το σύγχρονο ελευθεριακό κίνημα έχει μετατραπεί βασικά σε ένα μεταμοντέρνο κίνημα που αγωνίζεται (μέσα από την άμεση δράση κ.λπ.) για την υπεράσπιση δικαιωμάτων, χωρίς συνολικό πολιτικό πρόταγμα, με τη δική του ανάλυση της πραγματικότητας, όραμα για μια ελευθεριακή κοινωνία (και όχι «συμμετοχική γραφειοκρατία»!), και στρατηγική μετάβασης σε αυτήν[2]. Αναπόφευκτα, το κίνημα αυτό έχει περιθωριοποιηθεί σε διεθνές επίπεδο.
Μολονότι, επομένως, στην ιστορική σύγκρουση μεταξύ φιλελευθερισμού και σοσιαλισμού βγήκε νικηφόρος ο πρώτος, αυτό κάθε άλλο παρά σήμανε το «τέλος της Ιστορίας», όπως γίνεται φανερό από την επιδεινούμενη πολυδιάστατη κρίση, τις εντεινόμενες ταξικές διαιρέσεις λόγω της διογκούμενης ανισότητας και την αποστροφή όλο και περισσοτέρων από αυτό που περνά για «πολιτική» σήμερα. Ο σοσιαλισμός, σαν αίτημα, εξακολουθεί, επομένως, να υπάρχει, αλλά όχι πια με την ιστορική μορφή του η οποία ξεπεράστηκε από τα γεγονότα. Αυτό που ήδη αναδύεται «από κάτω», όπως φανερώνει κάθε πρόσφατη κοινωνική έκρηξη, από την Αργεντίνικη εξέγερση μέχρι τις κοινωνικές εκρήξεις στην Γαλλία, την Ελλάδα και αλλού, είναι η ανάγκη υπέρβασης τόσο του σοσιαλιστικού όσο και του κλασικού δημοκρατικού προτάγματος, καθώς και των μεταλλαγμένων σήμερα «νέων» κοινωνικών κινημάτων (φεμινιστικό, Πράσινο κ.λπ.). Αυτό συνεπάγεται την ανάγκη για μια νέα σύνθεση που θα ενσωματώνει, αλλά και θα υπερβαίνει, τα σοσιαλιστικά, δημοκρατικά και ελευθεριακά αιτήματα της άμεσης αυτοδιεύθυνσης της οικονομίας, της πολιτείας και των τόπων εκπαίδευσης και εργασίας, αντίστοιχα, και θα καθιερώνει την ατομική και συλλογική αυτονομία που είναι ασύμβατη με οποιαδήποτε διάκριση φύλου, φυλής η εθνικής και πολιτιστικής ταυτότητας. Και παρόμοιες συνθέσεις, που δεν αποτελούν απλώς «οράματα» κάποιων διανοουμένων αλλά εκφράζουν υπάρχουσες κοινωνικές τάσεις, ήδη έχουν αναπτυχθεί και εξελίσσονται, μεταπλάθοντας το ιστορικό δίλημμα σε «Δημοκρατία (καμιά σχέση με τη σημερινή!) ή Βαρβαρότητα».[3]
ΥΓ1 Δεν συνηθίζω να διαστρεβλώνω θέσεις, και ιδιαίτερα οργανώσεων της αντισυστημικής Αριστεράς (όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ), οι οποίες κατά τη γνώμη μου είναι οι μόνες που θα μπορούσαν να πάρουν σωστή στάση στο θέμα εξόδου από την ΕΕ. Ήταν, νομίζω, σαφές στο προηγούμενο άρθρο μου ότι δεν κατηγορούσα την οργάνωση ότι δεν θέτει θέμα αποδέσμευσης από την ΕΕ, αλλά ότι με το να την συναρτά από την διεθνιστική ρήξη με την ΕΕ, ουσιαστικά, την παραπέμπει στις καλένδες. Αν έκανα λάθος στην εκτίμηση, υπάρχει εύκολος τρόπος να διορθωθεί: να τεθεί, χωρίς μισόλογα, θέμα άμεσης μονομερούς εξόδου από την ΕΕ, στο πλαίσιο ενός μακροπρόθεσμου αγώνα για «διεθνιστική ρήξη» και «διάλυση της ΕΕ».
[1] Βλ. Η Παγκόσμια Κρίση, η Ελλάδα και το Αντισυστημικό Κίνημα (Κουκκίδα, Ιούνης 2009). http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/greek/grbooks_koukida_2009/grbooks_koukida_2009.htm
[2] Γεύση του κινήματος αυτού πήραν πρόσφατα οι Αθηναίοι από το «αντιεξουσιαστικό» φεστιβάλ. Για ελευθεριακή κριτική του «Πάρεκον» βλ. John Crump, «Anarchist Studies», 3(1) 1995
[3] Βλ. Η Παγκόσμια κρίση, ο.π. κεφ. 14, «Από την ημιολοκληρωτική “δημοκρατία” στην Περιεκτική Δημοκρατία».