ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Το προηγούμενο άρθρο για την «αριστερή μπότα» του συστήματος προκάλεσε μία (αναμενόμενη) θύελλα αντιδράσεων, η οποία κορυφώθηκε με μια (μη αναμενόμενη για τον συκοφαντικό χαρακτήρα της) επίθεση.[1] Οι αντιδράσεις όμως αυτές έχουν γενικότερο ενδιαφέρον γιατί κάνουν ανάγλυφο τον χαρακτήρα των κινημάτων που ανδρώθηκαν στη Νέα Τάξη[2], δηλαδή αυτή που ανέτειλε στη δεκαετία του ‘80 και παγιώθηκε στη δεκαετία του ‘90, μέσα από μια διαδικασία αλληλεπίδρασης των νέων αντικειμενικών συνθηκών (μαζική επέκταση των πολυεθνικών και συνακόλουθο άνοιγμα και απελευθέρωση των αγορών κεφαλαίου και εμπορευμάτων, καθώς και ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων) με τις νέες υποκειμενικές συνθήκες (αποδιάρθρωση των εργατικών και σοσιαλιστικών κινημάτων, ως συνέπεια του αποδεκατισμού της εργατικής τάξης στα μητροπολιτικά κέντρα, αλλά και της κατάρρευσης του «υπαρκτού»).
Το βασικό χαρακτηριστικό της Νέας Τάξης ήταν η πρωτόγνωρη ιστορικά συγκέντρωση οικονομικής και πολιτικής εξουσίας/δύναμης που δεν γίνεται πια στα χέρια της πολιτικής και οικονομικής ελίτ συγκεκριμένου κράτους-έθνους (έστω και εάν οι ελίτ των ΗΠΑ προσπάθησαν και επέτυχαν για ένα διάστημα μεταπολεμικά μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’70 να παίξουν παρόμοιο ρόλο) αλλά στα χέρια μιας υπερεθνικής ελίτ που ελέγχει την παγκόσμια οικονομία, καθώς και τους πολιτικοστρατιωτικούς αλλά και ιδεολογικούς μηχανισμούς που εξασφαλίζουν την αναπαραγωγή του συστήματος αυτού εξουσίας. Εντούτοις, η Νέα αυτή Τάξη δεν έχει επιβάλλει ακόμη την κυριαρχία της ολοκληρωτικά σε παγκόσμιο επίπεδο, οπως έδειξαν περίτρανα οι εξοντωτικοί πόλεμοι που εξαπέλυσε τις τελευταίες δύο δεκαετίες ενάντια σε μη πελατειακά καθεστώτα που κατά κανόνα αναδύθηκαν και στηριζόντουσαν σε μεγάλα λαϊκά κινήματα (π.χ. Γιουγκοσλαβία και Ιράκ), αλλά και η νέα, ακόμη μεγαλύτερη, προετοιμασία για κτύπημα κατά του Ιρανικού καθεστώτος που αναδύθηκε από τη μεγάλη λαϊκή επανάσταση του 1979.
Το γεγονός αυτό έχει τεράστια σημασία για τα αντισυστημικά λαϊκά κινήματα. Κατ’ αρχήν, ο αγώνας για την ανατροπή του συστήματος εξουσίας στις ήδη ενταγμένες στη Νέα Τάξη χώρες έχει βασικό στόχο τη ντόπια ελίτ, έχοντας όμως πλήρη συνείδηση ότι ο αγώνας αυτός δεν θα μπορέσει ποτέ να ολοκληρωθεί εάν απώτερος στόχος δεν είναι η υπερεθνική ελίτ που έμμεσα την στηρίζει. Σε περιπτώσεις όμως που η ένταξη αυτή δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί («κράτη-παρίες»), όπου η καθυπόταξη της ντόπιας ελίτ στην υπερεθνική σημαίνει ότι ο αντισυστημικός αγώνας θα γίνει ακόμη δυσκολότερος, τόσο στο διεθνές επίπεδο όσο και στο εσωτερικό, είναι προφανές ότι το πρωταρχικό καθήκον των αντισυστημικών κινημάτων είναι να αγωνιστούν ενάντια στην υπερεθνική ελίτ. Και αυτό, διότι στο μεν διεθνές επίπεδο, η επιβολή πελατειακού καθεστώτος στο Ιράν θα ανοίξει τον δρόμο στην υπερεθνική ελίτ για την συντριβή όλων των κινημάτων στην περιοχή και στη συνέχεια σε άλλες περιοχές (π.χ. Λατινική Αμερική) που σήμερα έχουν αρχίσει να «σηκώνουν κεφάλι». Στο δε εσωτερικό επίπεδο, διότι είναι πολύ ευκολότερο για τα ντόπια κινήματα να αναπτύξουν ένα κοινωνικό-απελευθερωτικό αγώνα ενάντια στη ντόπια ελίτ, παρά ενάντια στην υπερεθνική που άμεσα πλέον θα ελέγχει ένα πελατειακό καθεστώς.
Οι παραπάνω όμως, σχεδόν αυτονόητες, πολιτικές αλήθειες κάθε άλλο παρά αποτελούν πράξη στην πολιτική πρακτική των σημερινών κινημάτων. Και εδώ ερχόμαστε στην ιδεολογική παγκοσμιοποίηση, δηλαδή, την υπερεθνική ιδεολογία που «νομιμοποιεί» την οικονομική και πολιτική παγκοσμιοποίηση, την ίδια τη Νέα Τάξη. Η ιδεολογία αυτή αφενός δικαιολογεί την ελαχιστοποίηση του ρόλου του κράτους στην οικονομία ―πράγμα που σε μια οικονομία της αγοράς συνεπάγεται την αντίστοιχη μεγιστοποίηση του ρόλου της αγοράς και του ιδιωτικού κεφαλαίου― και, αφ’ έτερου, τη συρρίκνωση της εθνικής κυριαρχίας, το πολιτικό συμπλήρωμα της αντίστοιχης μείωσης της οικονομικής κυριαρχίας που συνεπάγεται η οικονομική παγκοσμιοποίηση. Με βάση την ίδια ιδεολογία επιχειρήθηκαν όλοι οι πόλεμοι στη Νέα Τάξη και σχεδιάζεται το κτύπημα κατά του Ιρανικού λαού, με αφορμή τα πυρηνικά και τώρα την ολιγοήμερη «εξέγερση» του Ιούνη που, στη πραγματικότητα, οπως δείχνουν όλες οι ενδείξεις, ήταν απόπειρα πραξικοπήματος κατά της λαϊκής ετυμηγορίας.
Τα κινήματα που αναδύθηκαν στη Νέα Τάξη ―είτε αυτά αποτελούν παρωδίες κινημάτων (π.χ. φεμινιστικό, Πράσινο) που ξεκίνησαν αντισυστημικά, αλλά σήμερα παλεύουν για δικαιώματα (των γυναικών ή το δικαίωμα σε ένα «πράσινο καπιταλισμό»), είτε πρόκειται για νέα κινήματα «αντιεξουσιαστικά» που παλεύουν για τα δικαιώματα μειονοτήτων (π.χ. αντιρατσιστικό, για τους μετανάστες, τους γκέι)― έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: την απουσία αντισυστημικών συνολικών προταγμάτων που τα θεωρούν «παρωχημένα», ή δυνητικά «ολοκληρωτικά». Για τα κινήματα αυτά, δεν υπάρχει ανάγκη για αντισυστημικο κίνημα αλλά, αντίθετα, για πάλη ενάντια στις σχέσεις εξουσίας που εμφανίζονται στις διάφορες κοινωνικές πρακτικές. Είναι φανερό ότι η «ανάλυση» αυτή συγχέει την (σωστή) άποψη ότι η πολιτική και οικονομική δύναμη δεν είναι οι μόνες μορφές εξουσίας, με την (ρεφορμιστική) άποψη ότι δεν υπάρχει «ένα μόνο Αρχιμήδειο σημείο αλλαγής». Αναπόφευκτα, καταλήγει σε μια ρεφορμιστική «αντι-απολυταρχική» προβληματική που έχει στόχο ένα μυθικό «καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο» στη θέση του σημερινού «κορπορατιστικού» και αρπακτικού καπιταλισμού».[3] Αντίθετα, μια πραγματικά αντισυστημική προβληματική έχει σημείο εκκίνησης την άρρηκτη διασύνδεση της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας/δύναμης με τις άλλες κοινωνικές μορφές εξουσίας (πατριαρχική, ρατσιστική, εθνικιστική κλπ) και έχει στόχο την ανατροπή του ίδιου του συστήματος που γεννά κάθε μορφή εξουσίας.
Με βάση όμως την μεταμοντέρνα αυτή ιδεολογία, τα κινήματα αυτά συμπλέουν απόλυτα με την Νέα Τάξη, παίζοντας στη πράξη τον ρόλο της αριστερής μπότας του συστήματος. Και αυτό, διότι το σύστημα δεν χρειάζεται την ενεργό στήριξη των κινημάτων αυτών, αλλά απλά την σύμπλευση τους, η οποία συσκοτίζει τους πραγματικούς στόχους και, ουσιαστικά, αδρανοποιεί τους ακτιβιστές σε αγώνες για δικαιώματα και ατομικές ελευθερίες αντί για αντισυστημικούς αγώνες κατά της Νέας Τάξης. Όμως, παρόμοιοι αγώνες δεν έχουν καμιά δυνατότητα να δημιουργήσουν αντισυστημική συνείδηση, και πολύ περισσότερο συνθήκες για τη μετάβαση σε μια κοινωνία ισοκατανομής της κάθε μορφής εξουσίας/δύναμης μεταξύ όλων των πολιτών. Με αυτή την έννοια, τα κινήματα αυτά και οι «αντιεξουσιαστές» που τα στηρίζουν, αντικειμενικά παίζουν το παιχνίδι των εξουσιαστών της Νέας Τάξης...
[1] Βλ. «Σε επικίνδυνους δρόμους» («Ε», 7/9/2009 στήλη διαλόγου) όπου, μεταξύ άλλων, περιέχονται ισχυρισμοί για έλλειψη κινηματικής αναφοράς και για απουσία μου απο τα γεγονότα του Δεκέμβρη («δεν θα έχουμε άλλη συνομιλία μαζί του, παρά μόνο αν θεαθεί στις κινηματικές διεργασίες των καιρών μας»!), για τα «προσωπικά» μου με τους Τσόμσκι κ.τ.λ. Παρόμοιοι συκοφαντικοί ισχυρισμοί, μαζί με συναφή προσωπική λασπολογία στην εφημερίδα τους, απλώς χαρακτηρίζουν βέβαια το «ελευθεριακό» ήθος των συγγραφέων τους αλλά δεν παύουν να υποδηλώνουν μια νοοτροπία που έχει διδαχθεί πολλά από τις φασίζουσες νοοτροπίες προηγούμενων γενιών. Ιδιαίτερα, όταν εκτοξεύονται εν πλήρει γνώσει του γεγονότος ότι όχι μόνο κάλυψα εκτενώς σε άρθρα και σε πρόσφατο βιβλίο μου τα γεγονότα αυτά απο την κινηματική σκοπιά που επικαλούνται, αλλά και μετείχα σε αυτά, με δύο ομιλίες μου στη Νομική Αθηνών και το Χαλάνδρι (που υπάρχουν βιντεοσκοπημένες στο διαδίκτυο απο μήνες) ανταποκρινόμενος σε σχετικές προσκλήσεις των καταληψιών. Και φυσικά δεν έχω τίποτα «προσωπικό» με τους Τσόμσκι, Αλμπερτ κ.λπ., με τους οποίους συνεργάζονται οι επικριτές μου, αλλά απλά βαθιές πολιτικές διαφορές που έχω επανειλημμένα εκθέσει δημόσια.
[2] Βλ. Η Παγκόσμια Κρίση, η Ελλάδα και το Αντισυστημικό Κίνημα (Κουκκίδα, 2009), κεφ 12-14.
[3] Βλ. Ο καπιταλισμός του Τσόμσκι, ο μετακαπιταλισμός του Άλμπερτ και η Περιεκτική Δημοκρατία (Γόρδιος, 2004), κεφ. 1.