Ελευθεροτυπία (16 Γενάρη 2010)


Ο μύθος της «Πράσινης» ανάπτυξης

 

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

Παρά την βαρυχειμωνιά που είχαν δεκαετίες να δουν οι βόρειο-Ευρωπαίοι, στην πραγματικότητα, το χαρακτηριστικό του χρόνου που άρχισε είναι η συνεχώς αυξανόμενη θερμοκρασία του πλανήτη που εκδηλώνεται με πρωτοφανείς καύσωνες (Αυστραλία) μέχρι την σχεδόν καλοκαιρινή πρωτοχρονιά (Ελλάδα), ενώ πολλές προβλέψεις συγκλίνουν στο ότι το 2010 θα είναι ο θερμότερος χρόνος στην Ιστορία. Τη στιγμή όμως που το φαινόμενο του θερμοκηπίου ―το βασικότερο στοιχείο της οικολογικής κρίσης― επιδεινώνεται ραγδαία, η υπερεθνική ελίτ (βασικά η «Ομάδα των 7») στη Σύνοδο της Κοπεγχάγης πέτυχε το τέλειο φιάσκο: την πλήρη αποτυχία να συμφωνήσει με τις ελίτ από τον υπόλοιπο κόσμο που είχαν συγκεντρωθεί εκεί σε μια δεσμευτική σύμβαση που θα μπορούσε να μειώσει το μέγεθος της επερχόμενης καταστροφικής κλιματικής μεταβολής. Φυσικά, τα διεθνή ΜΜΕ που ελέγχει η υπερεθνική ελίτ φροντίσαν αμέσως να επιρρίψουν την ευθύνη στην «ακαμψία» της κινέζικης ελίτ, ή αυτών του Νότου γενικότερα, μολονότι βέβαια μεγάλο τμήμα των εκπομπών θερμοκηπίου από τις χώρες αυτές οφείλεται στις δραστηριότητες των πολυεθνικών από τον Βορρά (που έχουν μετακομίσει εκεί για να εκμεταλλευθούν το φθηνότερο ντόπιο κόστος παραγωγής) και των συναφών εγχώριων δραστηριοτήτων! Έτσι, η Κοπεγχάγη φανέρωσε κάτι ακόμη πιο βασικό: ότι είναι αδύνατη οποιαδήποτε παγκόσμια συμφωνία των ελίτ που θα τιθασεύσει πραγματικά την πολυδιάστατη κρίση, είτε είναι οικονομική (όπως έδειξε το αντίστοιχο φιάσκο της σύσκεψης των 20 στο Λονδίνο πέρσι) είτε οικολογική.

 

Το γεγονός αυτό δεν οφείλεται βέβαια στις «κακές» πολιτικές ελίτ αλλά στο ίδιο το σύστημα της διεθνοποιημένης καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς που διαχειρίζονται, το οποίο αποτελεί και την απώτατη γενεσιουργό αιτία της ίδιας της πολυδιάστατης κρίσης. Η πελώρια οικονομική ανισομέρεια που έχει δημιουργήσει το σύστημα αυτό μεταξύ χωρών, αλλά και στο εσωτερικό τους, έχει κάνει αδύνατη οποιαδήποτε ουσιαστική σύμπτωση των συμφερόντων τους. Γι’ αυτό και οι ανοησίες των τ. σοσιαλδημοκρατών και νυν σοσιαλφιλελευθέρων για κάποιο είδος «διεθνούς Κεϊνσιανισμού» στο οικονομικό επίπεδο είναι απλώς ψηφοθηρικα φληναφήματα. Η επιβολή, για παράδειγμα, σημαντικών ελέγχων στις αγορές, τις εργατικές συνθήκες κ.λπ. θα έβλαπτε πολύ περισσότερο την οικονομική «ανάπτυξη» χωρών-«θαυμάτων» όπως η Κίνα και η Ινδία, παρά αυτή των χωρών στον Βορρά, οι οποίες μπορούν ν’ αντισταθμίσουν το επιπρόσθετο κόστος παρόμοιων αλλαγών με την τεχνολογική υπεροχή και το συσσωρευμένο τους κεφάλαιο, που περιλαμβάνει και το «κεφάλαιο» σε υψηλή τεχνολογία και αντίστοιχη έρευνα, εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό, οργάνωση δικτύων παραγωγής, προώθησης και διανομής κ.λπ. Αντίστοιχα, η πελώρια συγκέντρωση οικονομικής δύναμης και συνακόλουθη οικονομική ανισομέρεια και διάσταση συμφερόντων κάνει αδύνατες τις απαραίτητες ριζικές τομές για να ξεπεραστεί η οικολογική κρίση. Αυτό βέβαια δεν αποκλείει τη πιθανότητα μελλοντικής συμβιβαστικής λύσης, η οποία θα αντιπροσωπεύει απλά τον «ελάχιστο κοινό παρονομαστή», ο οποίος σήμερα είναι η «πράσινη» ανάπτυξη.

 

Η «ανάπτυξη» αυτή, όπως και η κλασική, στηρίζεται σε ένα διεθνή καταμερισμό εργασίας που αναπαράγει την διεθνή οικονομική ανισομέρεια. Εάν η κλασική ανάπτυξη έδινε την ευκαιρία στις αναπτυγμένες χώρες να εκμεταλλεύονται τις φθηνές πρώτες ύλες των χωρών της περιφέρειας και να τις μεταποιούν σε ακριβά βιομηχανικά προϊόντα που εξήγαγαν σε αυτές, η «πράσινη» ανάπτυξη δίνει την ανάλογη ευκαιρία στις πολυεθνικές να εκμεταλλευθούν τις «πρώτες ύλες» (ήλιος, θάλασσα, άνεμοι, γη κ.λπ.) δίνοντας την ευκαιρία σε κάθε χώρα (με το αζημίωτο βέβαια) για «πράσινη» ανάπτυξη, με τεχνολογικό και μηχανολογικό εξοπλισμό, καθώς και «πράσινα» προϊόντα, που παράγουν οι ίδιες. Έτσι, οι αναπτυγμένες χώρες στις οποίες εδρεύουν οι πολυεθνικές προσπορίζονται τόσο άμεσα οφέλη από τη διαδικασία αυτή (επιπρόσθετη παραγωγή και απασχόληση) όσο και έμμεσα (φθηνότερη παραγωγή ενέργειας κ.λπ.), καθώς και τα οφέλη στην κατανάλωση από τα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα και των δυο. Συγχρόνως, τα μεσαία στρώματα που έχουν τις μεγαλύτερες οικολογικές ανησυχίες (έχοντας λύσει τα βιοτικά τους προβλήματα) θα είναι ήσυχα ότι «κάτι κάνουν» για τα παιδιά τους...

 

Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι στη χώρα μας, σύσσωμη η πολιτική και οικονομική ελίτ, η ρεφορμιστική Αριστερά, οι Οικολόγοι-Πράσινοι και φυσικά οι ΜΚΟ (Greenpeace κ.λπ.) μέχρι και ...η ΓΣΕΕ αγκάλιασαν την «ανάπτυξη» αυτή. Το περίεργο όμως είναι να διακηρύσσουν ότι με την ανάπτυξη αυτή θα ξεπεράσουμε όχι μόνο την οικολογική κρίση αλλά ακόμη και την χρόνια οικονομική κρίση! Έτσι, με «χονδρικούς» υπολογισμούς, υποστηρίζεται ότι η «ανάπτυξη» αυτή θα δημιουργήσει χιλιάδες θέσεις εργασίας, αύξηση των εισοδημάτων, της παραγωγής και της κατανάλωσης. Και αυτό, όταν είναι γνωστό ότι η Ελλάδα δεν έχει ούτε την τεχνολογία, ούτε την έρευνα και ανάπτυξη, ούτε επομένως την παραγωγική δυνατότητα να παράγει την απαιτούμενη υποδομή για την πράσινη ανάπτυξη, αλλά διαθέτει μόνο τις «πρώτες ύλες» σε φυσικούς πόρους. Όταν όμως σήμερα ακόμη και χώρες με την βιομηχανική και τεχνολογική ιστορία της Βρετανίας διαπιστώνουν ότι η πράσινη ανάπτυξη στη χώρα τους θα ωφελήσει βασικά Γερμανικές πολυεθνικές όπως η Ζήμενς,[1] και φυσικά αντίστοιχες Αμερικάνικες, (αλλά παρόλα αυτά την υποστηρίζουν ελπίζοντας ότι θα αναπτύξουν την απαιτούμενη τεχνολογία και οι δικές τους πολυεθνικές για να την πουλούν στον Νότο) τότε μπορεί ν’ αντιληφθεί κανείς τι είδους ωφέλεια θα έχουν από την πράσινη ανάπτυξη χώρες στην ημιπεριφέρεια της ΟΝΕ όπως η Ελλάδα, που εισάγουν σχεδόν τα πάντα.

 

Είναι δηλαδή φανερό ότι η Ελλάδα μπορεί μόνο να «καταναλώσει» πράσινη ανάπτυξη και ότι επομένως το βασικό οικονομικό όφελος από αυτή θα προερχόταν από τη μεριά της κατανάλωσης (π.χ. χαμηλότερο κόστος για την παροχή ενέργειας) και οριακά από την επιπρόσθετη παραγωγή/απασχόληση, (κυρίως από τη δημιουργία κάποιων θέσεων εργασίας στην εγκατάσταση της πράσινης υποδομής, τη συντήρηση των συστημάτων, το εμπόριο πράσινων προϊόντων κ.λπ.) και τα σχετικά πενιχρά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα. Το συνολικό οικονομικό αποτέλεσμα, επομένως, θα ήταν η παραπέρα επιδείνωση των διαρθρωτικών προβλημάτων της Ελληνικής οικονομίας και ιδιαίτερα του ισοζυγίου πληρωμών και του εξωτερικού χρέους, με νέες φορολογικές επιδρομές και περιστολή των δημοσίων δαπανών στο μέλλον για να μειωθούν τα ελλείμματα…

 

Πέρα όμως από το οικονομικό φιάσκο στο οποίο θα καταλήξει η πράσινη ανάπτυξη, ιδιαίτερα για χώρες σαν την Ελλάδα, ανάλογα είναι και το γενικότερο οικολογικό φιάσκο στο οποίο θα καταλήξει η νέα «Πράσινη» καπιταλιστική οικονομία. Ριζοσπάστες οικολόγοι έχουν αναδείξει από καιρό τον μύθο της δήθεν αειφόρου ή βιώσιμης «ανάπτυξης»[2] καθώς και τον αντίστοιχο μύθο της ανανεώσιμης ενέργειας που δήθεν θα επιλύσει το πρόβλημα του θερμοκηπίου.[3] Και αυτό, γιατί η θεμελιακή αιτία της οικολογικής κρίσης, όπως άλλωστε και της γενικότερης πολυδιάστατης κρίσης, δεν είναι το είδος της ανάπτυξης αλλά η ίδια η ανάπτυξη η, σωστότερα, το ίδιο το σύστημα που γέννησε την σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και το προϊόν της, την οικονομία ανάπτυξης. Είναι, όμως λύση η αποανάπτυξη; Θα χρειαστεί να επανέλθουμε.


 

[1] Terry Macalister, “Green jobs revolution is a myth, says industry, The Guardian (4/1/2010).

[2] Βλ. Τ. Fotopoulos, “Is sustainable development compatible with present globalisation ?,The International Journal of INCLUSIVE DEMOCRACY, Vol. 4, No. 4 (October 2008); βλ. και S. Goldenberg, “Worldwide spread of US greed culture «threatens man’s future»,” The Guardian (13/1/2010).

[3] T. Trainer, Renewable Energy Cannot Sustain A Consumer Society (Springer, 2007).