ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ (5 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2015)


Το πισωγύρισμα του ΣΥΡΙΖΑ και η Αριστερά*

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Στο τελευταίο άρθρο για τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ,[1] κατέληγα στο συμπέρασμα ότι οι δύο βασικές επιλογές που έχει η νέα κυβέρνηση είναι: α) ο δρόμος της υποταγής στις απαιτήσεις της υπερεθνικής ελίτ (Υ/Ε) και της Ε.Ε., με ορισμένες μικρο-παραχωρήσεις από τις ελίτ σε αντάλλαγμα, και β) ο δρόμος της αντίστασης, ο οποίος συνεπάγεται την άμεση μονομερή έξοδο από την Ε.Ε. και την Ευρωζώνη. Αυτό θα επέτρεπε την εισαγωγή αυστηρών ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων, καθώς και την επανεισαγωγή του εθνικού νομίσματος, την εθνικοποίηση όλων των τραπεζών, συμπεριλαμβανομένης της Τράπεζας της Ελλάδος, την κοινωνικοποίηση των κύριων βιομηχανιών που καλύπτουν βασικές ανάγκες, καθώς και εκείνων που αφορούν τον κοινωνικό πλούτο (πετρέλαιο, λιγνίτης, χρυσός κλπ.). Μόνο έτσι ο Λαός μας θα μπορούσε να ανακτήσει την οικονομική και εθνική κυριαρχία του που είναι αναγκαία προϋπόθεση για την ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης παραγωγικής δομής μας, χωρίς χρέη και επικυρίαρχους και χωρίς ανεργία και κάποιους να τρώνε με χρυσά κουτάλια ενώ η μεγάλη πλειοψηφία να βρίσκεται στα όρια της απόγνωσης.

Σήμερα, μια εβδομάδα μετά τις εκλογές, είναι ασφαλές το συμπέρασμα ότι η (α) επιλογή παραπάνω είναι αυτή που έκανε η αποπροσανατολιστική ρεφορμιστική Αριστερά, η οποία ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας. Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα είναι ότι καμία από τις κύριες προεκλογικές δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να γίνουν πράξη από την κυβέρνηση. Έτσι, πριν από τις εκλογές, ο Τσίπρας και άλλα μέλη της ηγεσίας του κόμματος δεσμεύθηκαν σε τέσσερις κύριες αλλαγές. Πρώτον, να σκίσουν το «μνημόνιο», δεύτερον, να πετάξουν έξω την Τρόικα, τρίτον, να διαγράψουν το χρέος (ή το μεγαλύτερο μέρος του) και τέταρτον ―η σημαντικότερη (γι' αυτούς) πτυχή του «ριζοσπαστικού» προγράμματός τους― να αντικατασταθεί η λιτότητα (που τη θεωρούσαν κυρίως υπεύθυνη για την παρούσα οικονομική και κοινωνική καταστροφή στην Ελλάδα), με την ανάπτυξη.

Ωστόσο, 48 ώρες μετά τη νίκη τους, ο Γιάννης Δραγασάκης, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, ο οποίος θα επιβλέπει και τις διαπραγματεύσεις με την Ε.Ε. και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, δήλωσε ότι «το μνημόνιο έχει τελειώσει για μας. Θα παρουσιάσουμε το δικό μας πρόγραμμα»,[2] πράγμα με το οποίο σαφώς εννοούσε ότι η κυβέρνηση θα επαναδιαπραγματευόταν τους όρους της δανειακής συνθήκης. Ταυτόχρονα, άρχισε να συζητιέται το ενδεχόμενο αντικατάστασης της Τρόικας με ένα νέο εποπτικό όργανο των ίδιων υπερεθνικών θεσμών (τώρα ο Βαρουφάκης μιλά για τον ΟΟΣΑ, ο οποίος, ως γνωστόν, έχει γράψει σωρεία «μελετών» που πρότειναν την καλύτερη ενσωμάτωση της χώρας στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση!).

Στη συνέχεια, πριν περάσουν 48 ώρες, ήρθε το μεγάλο πισωγύρισμα όταν ο Βαρουφάκης, ο νεοδιορισθείς «ποπ» υπουργός Οικονομικών, δήλωσε:

«Δεν είμαστε εδώ για να συγκρουστούμε με την Ευρώπη. Δεν θέλουμε ούτε καν να αναδιαπραγματευτούμε με τους Ευρωπαίους πιστωτές μας. Εμείς απλά θέλουμε να διαβουλευθούμε με αυτούς».[3]

Το τι εννοούσε με αυτό κατέστη σαφές λίγες μέρες αργότερα, όταν ανακοίνωσε το σχέδιό του για μια «έξυπνη μηχανική του χρέους», η οποία πράγματι δεν συνεπάγεται σύγκρουση με κανέναν, αλλά εξασφαλίζει τη μόνιμη εξάρτηση της Ελλάδας από τους πιστωτές της στην Υ/Ε. Έτσι, σύμφωνα με αυτό το σχέδιο, η ιδέα της διαγραφής του χρέους, στο σύνολο του, ή έστω εν μέρει («κούρεμα»), εγκαταλείπεται και προτείνεται η αντικατάσταση του είτε με νέα αέναα ομόλογα (δηλαδή ομόλογα χωρίς καθορισμένη λήξη τα οποία αποδίδουν μόνο τόκους για πάντα ― όσον αφορά το χρέος μας στην ΕΚΤ), ή ομόλογα των οποίων η αποπληρωμή θα συναρτάται με την αύξηση του ΑΕΠ, πέρα από ένα ορισμένο όριο, π.χ. 2 τοις εκατό του ΑΕΠ ― όσον αφορά τα χρέη στους «εταίρους» μας.[4]

Με άλλα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ, μέσα σε μια εβδομάδα από την ανάληψη της εξουσίας, υπαναχώρησε σε όλες τις κύριες υποσχέσεις του, σε μια μείζονα οπισθοχώρηση από το πρόγραμμά του. Έτσι, το μόνο ζήτημα που απομένει να ξεκαθαριστεί τώρα είναι αν οι ελίτ της Ε.Ε. θα δεχθούν τις προτάσεις του, ή αν αντίθετα θα πιέσουν για μια συνολική παράδοση της κυβέρνησης της Αριστεράς, ως ένα μάθημα για τους Podemos και οποιοδήποτε άλλον «δεν συμμορφώνεται με τις υποδείξεις», έστω και τις λιγότερο σημαντικές! Ωστόσο, ο ενθουσιασμός με τον οποίο οι αγορές χαιρέτισαν σήμερα αυτή την οπισθοχώρηση[5] υποδηλώνει πιθανή αποδοχή αυτού του «μεγαλοφυούς» σχεδίου Βαρουφάκη, με κάποιες ίσως τροποποιήσεις που θα μας επιβάλουν (πάλι σε βάρος μας φυσικά). Δηλαδή ενός σχεδίου το οποίο, αντί να παρέχει διέξοδο για τον ελληνικό λαό από την παρούσα καταστροφή, θα εξασφαλίζει μόνο τη μόνιμη εξάρτηση της Ελλάδας από την υπερεθνική ελίτ και τις ευρωπαϊκές ελίτ.

Όμως, αυτό κάθε άλλο παρά έκπληξη είναι, καθώς τόσο οι ελίτ της Ε.Ε. όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν ένα κοινό εκπεφρασμένο στόχο: να κρατήσουν την Ελλάδα εντός της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης. Αυτό εξηγεί και τη σημερινή πρόωρη κίνηση της ΕΚΤ να περιορίσει τη πρόσβαση της Ελλάδος σε φθηνή ρευστότητα, γεγονός που μπορεί να υποδηλώνει ότι οι Ευρω-ελίτ κινούνται στη κατεύθυνση να δώσουν μάθημα στον ΣΥΡΙΖΑ, εάν δεν δεχθεί να παραδοθεί άνευ όρων και να εφαρμόσει, χωρίς παραλλαγές, τις πολιτικές της προηγούμενης Κοινοβουλευτικής Χούντας. Φυσικά, οι Ευρω-ελίτ δεν θα τολμούσαν να παίξουν παρόμοιο επικίνδυνο παιχνίδι εάν δεν ήταν απολύτως σίγουροι πως ό,τι και να ζητήσουν από τη κυβέρνηση θα το κάνει για να παραμείνει στην εξουσία. Εάν αυτό δεν συνέβαινε, τότε η κυβέρνηση θα είχε πράγματι ένα μεγάλο διαπραγματευτικό χαρτί απέναντί τους, οι οποίοι πράγματι τρέμουν την έξοδο της Ελλάδος. Αυτό όμως που τρέμουν η Ε.Ε. και η Υ/Ε δεν είναι η οικονομική ζημία που μπορεί να προκληθεί από την Grexit (η οποία είναι απολύτως διαχειρίσιμη), αλλά το γεγονός ότι, στην περίπτωση που η Ελλάδα στο μέλλον ακολουθούσε ριζοσπαστικές πολιτικές, μετά απο έξοδο από την Ε.Ε. και ρήξη με τη ΝΔΤ, αυτό θα αποτελούσε παράδειγμα σε όλους τους άλλους λαούς στον κόσμο που υποφέρουν από την παγκοσμιοποίηση και τις πολυεθνικές εταιρείες ― κάτι που δύσκολα θα μπορούσαν να αντέξουν.

Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι η κυβέρνηση έχει ήδη δείξει την αποφασιστικότητά της να εφαρμόσει τις απαιτούμενες από την Ε.Ε. διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, δηλαδή όλες εκείνες τις μεταρρυθμίσεις που στοχεύουν στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές βασίζονται στη μεγιστοποίηση του ρόλου του ιδιωτικού τομέα και στην ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων που έχουν στόχο την προστασία της κοινωνίας από τις αγορές, όπως ο Polanyi είχε πει, εδώ και πολύ καιρό,[6] καθώς και στην αρχή των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών με «μικρό» πλεόνασμα ― ένα βασικό εργαλείο των πολιτικών λιτότητας ― πράγμα που δεν έχει βέβαια καμία σχέση με τον Κεϋνσιανισμό που επικαλείται ο Βαρουφάκης και διάφοροι «μαρξιστές» στο κόμμα. Με αυτό τον τρόπο, οι μείζονες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που ξεκίνησαν από την προηγούμενη κυβέρνηση, απλά θα ολοκληρωθούν τώρα, από μια κυβέρνηση της Αριστεράς, ελαχιστοποιώντας έτσι οποιαδήποτε αποτελεσματική λαϊκή αγανάκτηση εναντίον τους, ιδιαίτερα εάν τα μέτρα λιτότητας είναι κάπως πιο χαλαρά στο μέλλον.

Στην πραγματικότητα, οι πολιτικές λιτότητας, σύμφωνα με τον ΣΥΡΙΖΑ, Podemos και παρόμοια κόμματα της ρεφορμιστικής Αριστεράς ― που δεν αμφισβητούν την ίδια την Ε.Ε. ― υποτίθεται ότι είναι ο κύριος ένοχος για την οικονομική κρίση, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στις υπόλοιπες περιφερειακές χώρες της Ε.Ε. (PIIGS: Πορτογαλία, Ιταλία, Ιρλανδία, Ελλάδα, Ισπανία) και παραπέρα. Ωστόσο, οι πολιτικές λιτότητας δεν είναι η αιτία της κρίσης, όπως προσπάθησα να δείξω στο παρελθόν, αλλά μόνο το αποτέλεσμα του ανοίγματος και της απελευθέρωσης των αγορών στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, όταν οι αγορές είναι ανοικτές και «απελευθερωμένες», δεν μπορούν να επιβληθούν αποτελεσματικοί κοινωνικοί έλεγχοι σε αυτές. Έτσι, δεν είναι η κοινωνία που αποφασίζει τελικά τι, πώς και για ποιον θα παραχθεί, αλλά οι αγορές. Και φυσικά οι αγορές σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία ελέγχονται από μερικές εκατοντάδες πολυεθνικών εταιρειών.

Όταν λοιπόν σχηματίζεται μια οικονομική ένωση σαν την Ευρωζώνη, η οποία δεν αποτελείται από κυρίαρχα έθνη που ελέγχουν τις οικονομικές πολιτικές τους, τότε όσο πιο άνισο είναι το επίπεδο ανάπτυξης των χωρών-μελών, τόσο μεγαλύτερα είναι τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας που θα δημιουργηθούν από τις αγορές. Και στην πραγματικότητα, η Ευρωζώνη είναι κλασική τέτοια περίπτωση. Όπως επισημάνθηκε πολύ πρόσφατα για την Ευρωζώνη, «είναι τόσο εξωφρενικά διαφορετικές οι ευρωπαϊκές οικονομίες-μέλη που μία μελέτη έδειξε ότι θα ήταν πιο λογικό να δημιουργηθεί μια νομισματική ένωση μεταξύ των χωρών που το όνομά τους αρχίζει π.χ. με το γράμμα "Μ" απ' ότι μεταξύ των σημερινών κρατών μελών».[7] Αυτό σημαίνει ότι τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας σε μια τέτοια ένωση δεν οφείλονται μόνο στις διαφορές σχετικών τιμών, οπότε η συμπίεση των πραγματικών μισθών προς τα κάτω, μέσω κάποιου είδους πολιτικής λιτότητας, θα μπορούσε να τα βελτιώσει. Αντίθετα, τα προβλήματα αυτά μπορεί να αντανακλούν τεράστιες διαφορές στην παραγωγικότητα που αναφέρονται σε ιστορικές διαφορές στην έρευνα και ανάπτυξη, και αντανακλούν διαφορετικά επενδυτικά πρότυπα. Σε αυτή την περίπτωση όμως, το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας δεν λύνεται μέσω των πολιτικών λιτότητας, αλλά αντίθετα χειροτερεύει, καθώς τέτοιες πολιτικές αποθαρρύνουν τις περαιτέρω επενδύσεις, όχι μόνο λόγω της πτώσης της ζήτησης από το εξωτερικό, αλλά και από την επακόλουθη πτώση της εγχώριας ζήτησης. Ωστόσο, εντός της ευρωζώνης οι πολιτικές που εφαρμόζονται από κάθε συμμετέχουσα χώρα καθορίζονται από τις ευρωπαϊκές ευρώ-ελίτ των μητροπολιτικών κέντρων του Βορρά. Αυτός είναι ο λόγος που οι χώρες στην περιφέρεια της Ευρώπης είναι καταδικασμένες να υποφέρουν μέσα σε μια οικονομική ένωση, η οποία καταργεί σταδιακά την οικονομική και, επομένως, την εθνική κυριαρχία.

Σήμερα, είναι φανερό ότι μια τεράστια αποπροσανατολιστική εκστρατεία έχει ξεκινήσει από την ελληνική κυβέρνηση, σε συνεργασία με τις ελίτ της Ε.Ε. και την Υ/Ε, για να προωθήσει την θεσμοποίηση της οπισθοχώρησής της. Φαίνεται ότι ένας συμβιβασμός είναι στον ορίζοντα για τη μεταβατική περίοδο, ο οποίος θα περιλαμβάνει «την αναχρηματοδότηση της κυβέρνησης και του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, τελειώνοντας τη λιτότητα και δίνοντας έμφαση στην ανάπτυξη».[8] Φυσικά, δεδομένου ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι στην ΥΕ, από τις ευρωπαϊκές Ελίτ μέχρι τον Ομπάμα, έθεσαν ως βασική προϋπόθεση για οποιαδήποτε συμφωνία την αυστηρή εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αυτό σημαίνει ότι η «επαναστατική» ελληνική κυβέρνηση θα στοχεύσει στην εφαρμογή των ίδιων μέτρων όπως πριν (ίσως σε μια ηπιότερη μορφή) με διαφορετικά ονόματα. Αντί της «τρόικας», μπορεί να υπάρξει κάποιο είδος εποπτικής επιτροπής, ή έστω ο ΟΟΣΑ, που θα εκπροσωπεί και πάλι τους ίδιους θεσμούς (ΔΝΤ, Ε.Ε., ΕΚΤ), και αντί της λιτότητας, ο στόχος θα είναι τώρα η ανάπτυξη (μολονότι βέβαια και η λιτότητα υποτίθεται μακροπρόθεσμα σκόπευε στην ανάπτυξη)! Ωστόσο, για να επιτευχθεί ανάπτυξη σε μια οικονομία της αγοράς, στην οποία οι δημόσιες επενδύσεις πρέπει να ελαχιστοποιηθούν, οι ιδιώτες επενδυτές (ντόπιοι και ξένοι) πρέπει να καταστήσουν την οικονομία πιο ανταγωνιστική. Αυτό σημαίνει ότι το κράτος πρέπει να βοηθήσει την προσπάθειά τους με ακόμα περισσότερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις με στόχους την πιο «ελαστική» (και επομένως ανταγωνιστική) εργασία, τη λιγότερη φορολογία των επιχειρήσεων και, ταυτόχρονα, κάποια «μικρά πλεονάσματα του προϋπολογισμού» για την αποπληρωμή των δανειστών ― πιθανώς μέσα από περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις, ή/και περικοπές του δημόσιου τομέα.

Συμπερασματικά, όπως διαμορφώνεται σήμερα η κατάσταση, με βάση το δεδομένο ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν θα διανοηθεί ποτέ να πάρει απόφαση εξόδου από την Ε.Ε., οι «επιλογές» που της μένουν μέσα στην Ε.Ε. είναι δύο: ή θα εξαναγκαστεί να παραδοθεί άνευ όρων ή να δεχτεί ο,τιδήποτε «κόκαλο» της πετάξουν οι ευρω-ελίτ. Και στις δύο περιπτώσεις θα αποδειχτεί ότι όλη αυτή η φασαρία (επίσπευση εκλογών κλπ.) έγινε μόνο και μόνο είτε να συνειδητοποιήσει ο ελληνικός λαός την κατάσταση προτεκτοράτου στην οποία θα πρέπει να ζήσει στο μέλλον, είτε για να εξαπατηθεί να αποδεχτεί περίπου τα ίδια μέτρα όπως και πριν, «σε διαφορετική συσκευασία», εφόσον τα ξοφλημένα πια κόμματα εξουσίας (ΠΑΣΟΚ, Ν.Δ.) δεν θα μπορούσαν να τα εφαρμόσουν άλλο, χωρίς κίνδυνο σοβαρής αναταραχής!

Ολα τα παραπάνω κάνουν ακόμη σαφέστερη αλλά και επιτακτική την ανάγκη για τη διαμόρφωση Λαϊκών Μετώπων παντού για εθνική και κοινωνική απελευθέρωση, τα οποία θα αγωνιστούν για την οικονομική και εθνική απελευθέρωση, ως το θεμέλιο για την κοινωνική απελευθέρωση, στο δρόμο για τη δημιουργία μιας νέας δημοκρατικής παγκόσμιας τάξης των κυρίαρχων και αυτοδύναμων Εθνών που θα αντικαταστήσει τη σημερινή ΝΔΤ της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.[9]

 


 

* Το άρθρο αυτό πρωτοδημοσιεύθηκε στη Pravda.ru καθώς και στο Ιnternational Journal of Inclusive Democracy στις 4/2/2015. Η μετάφραση είναι του Κώστα Κατσούλα


[2] Kerin Hope et.al "Alexis Tsipras to hold talks in Athens with eurogroup chairman", Financial Times (29/1/2015).

[3] Αnthee Carassava, "We don't want tug-of-war over debt, Greeks tell EU", The Times (30/1/2015).

[4] Tony Barber, Greece finance minister unveils plan to end debt stand-off, Financial Times (2/2/2015).

[5] Philip Aldrick et.al. "Markets rebound as Greek fears subside", The Times (4/2/2015).

[6] Karl Polanyi, The Great Transformation (Beacon Press, 1944)

[7] Camilla Cavendish, "Have a heart Mrs Merkel. After all, Berlin helped write this Greek tragedy", Sunday Times (1/2/2015).

[8] Wolfgang Münchau, "Grexit is an avoidable catastrophe for the Eurozone", Financial Times (1/2/2015).

[9] Τάκης Φωτόπουλος, Towards a new Democratic World Order, The International Journal of Inclusive Democracy, Vol. 10, αρ. 1/2 (Χειμώνας-Καλοκαίρι 2014)

 

 

 

πηγη: http://www.enetpress.gr/el/πολιτική/άρθρα/μπορούν-οι-εκλογές-να-οδηγήσουν-στο-τέλος-της-καταστροφής.html

http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/