Η ΕΛΛΑΔΑ ΩΣ ΠΡΟΤΕΚΤΟΡΑΤΟ ΤΗΣ ΥΠΕΡΕΘΝΙΚΗΣ ΕΛΙΤ

Η ανάγκη για άμεση έξοδο από την ΕΕ και για μια αυτοδύναμη Οικονομία

εκδόσεις Γόρδιος, Νοέμβριος 2010, σελ. 412, ISBN: 960-6826-18-Χ, ISBN 13: 978-960-6826-18-4


 

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ

Η Αριστερά απέναντι στην κρίση και την Ε.Ε.

 


 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12

Η ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΡΕΦΟΡΜΙΣΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΚΑΙ Η ΔΙΦΟΡΟΥΜΕΝΗ ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΥΣΤΗΜΙΚΗΣ

 

 

Μέσα, επομένως, στη καθημερινά οξυνόμενη βαριά κρίση, το επόμενο εύλογο ερώτημα είναι «η Αριστερά τι κάνει»; Στη πραγματικότητα, όμως δεν υπάρχει, ούτε μπορεί να υπάρξει, ενιαία Αριστερά. Αρχικά, πρέπει να κάνουμε τη θεμελιακή διάκριση μεταξύ ρεφορμιστικής και αντισυστημικής (ή παλαιότερα αντικαπιταλιστικής) Αριστεράς. Η διάκριση αυτή δεν γίνεται με βάση το κριτήριο τρόπου κατάκτησης της εξουσίας (το παλαιό δίλημμα «ρεφορμισμός ή επανάσταση» που σήμερα έχει ξεπεραστεί από τα πράγματα), αλλά με βάση τους στόχους και τη στρατηγική της. Όπως, άλλωστε, έχω δείξει αλλού,[1] είναι κάλλιστα δυνατή σήμερα μια στρατηγική μετάβασης σε ένα άλλο σύστημα κοινωνικής οργάνωσης που δεν περνά μέσα από την «κατάληψη των χειμερινών ανακτόρων».

 

Με βάση αυτό το κριτήριο, ιστορικά, η ρεφορμιστική Αριστερά περιελάμβανε το τμήμα εκείνο της Αριστεράς που επιδίωκε την κοινωνική αλλαγή, είτε μέσα από τη κατάκτηση της κρατικής εξουσίας και «μεταρρυθμίσεις από τα πάνω» (π.χ. τα παλαιά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα), είτε μέσα από τη δημιουργία αυτόνομων από το κράτος βάσεων εξουσίας που θα πίεζαν τις ελίτ για «μεταρρυθμίσεις από τα κάτω» (κινήσεις της «κοινωνίας των πολιτών»), στις οποίες προστέθηκαν και τα διάφορα μονοθεματικά κινήματα (φεμινιστικά, οικολογικά, κινήματα ταυτότητας, απελευθέρωσης ζώων κ.λπ.). Σε αντίθεση με αυτή την Αριστερά, αναπτύχθηκε η αντισυστημική Αριστερά, η οποία χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι κινείται με βάση ένα καθολικό πολιτικό πρόταγμα και στρατηγική ανατροπής του «συστήματος», όπως αυτό εκφράζεται με τους κύριους θεσμούς της νεωτερικότητας, την καπιταλιστική οικονομία της αγοράς και το πολιτικό συμπλήρωμά της στην αντιπροσωπευτική «δημοκρατία». Δεδομένης, μάλιστα, της ιστορικής αποτυχίας της ρεφορμιστικής Αριστεράς που έδειξε η κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας και η ανατροπή σχεδόν όλων των σημαντικών κοινωνικών κατακτήσεων, δεν είναι περίεργο ότι μια νέα αντισυστημική Αριστερά ανατέλλει σήμερα που έχει διδαχθεί τα ιστορικά μαθήματα του 20ου αιώνα.

 

Φυσικά, διαφοροποιήσεις υπάρχουν και μέσα στη ρεφορμιστική και την αντισυστημική Αριστερά. Έτσι, στη ρεφορμιστική Αριστερά πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ σοσιαλφιλελεύθερης «αριστεράς», που άμεσα στηρίζει τις ελίτ και τα ληστρικά μέτρα, και της υπόλοιπης ρεφορμιστικής Αριστεράς, που τα επικρίνει, αλλά χωρίς συνήθως να προτείνει βάσιμη εναλλακτική λύση.

 

Τυπικό παράδειγμα της πρώτης περίπτωσης είναι η στήριξη των εγκληματικών μέτρων ως «αναπόφευκτων», με βάση το αστήρικτο επιχείρημα ότι χωρίς τα μέτρα αυτά θα έπρεπε να γίνει άμεση στάση πληρωμών, και με κατάληξη τη γνωστή καταστροφολογία εάν βγαίναμε από την ΟΝΕ (που όμως προτείνουν ακόμη και διεθνείς ορθόδοξοι οικονομολόγοι ως τη μόνη εναλλακτική λύση για την αποφυγή των ληστρικών μέτρων!) και την Ε.Ε. (που πρότεινε εμπεριστατωμένα η Περιεκτική Δημοκρατία και ρεύματα της αντισυστημικής Αριστεράς). Και, φυσικά, δείχνει είτε ασυγχώρητη άγνοια είτε εσκεμμένη αποσιώπηση απόψεων, όπως αυτές που έχουν διατυπωθεί από τη στήλη μου στην Ελευθεροτυπία, ο ισχυρισμός ότι δεν έχουν δοθεί απαντήσεις σε παρόμοια ερωτήματα. Μοιραίο, επομένως, το γελοίο συμπέρασμα... Παγκαλικού τύπου ότι «όλοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα έχει στις τωρινές συνθήκες χάσει την αυτονομία της, δεν αντιλαμβάνονται πως η τυχόν έξοδός μας από την ΕΕ θα οδηγούσε στον τύπο της αυτονομίας που η Αλβανία έχει σήμερα ή, ακόμη χειρότερα, αυτή που είχε επί Χότζα»,[2] όπου προφανώς ανήκουν η Ισλανδία, η Νορβηγία κ.λπ...

 

Όσον αφορά στην υπόλοιπη ρεφορμιστική Αριστερά, ένα σημαντικό μέρος της προσπαθεί να εκμεταλλευθεί το πολιτικό κενό που άφησε η μετάλλαξη των παλαιών σοσιαλδημοκρατών σε σοσιαλφιλελεύθερους (τύπου ΠΑΣΟΚ), προτείνοντας ... Κεϋνσιανές λύσεις, “Νew Deal” «και άλλα παραμύθια» που είναι εντελώς άσχετα με τη σημερινή διεθνοποιημένη καπιταλιστική οικονομία της αγοράς, ενώ ένα άλλο μέρος της ανήκει σε αυτό που μπορεί να ονομαστεί «μεταμοντέρνα Αριστερά».

 

Η μυθολογία της Κεϋνσιανο-Μαρξιστικής ρεφορμιστικής Αριστεράς

 

Όσον αφορά στο περίεργο μίγμα «Μαρξισμού» και Κεϋνσιανισμού που απαντάται σήμερα συχνά στη μετα-Μαρξιστική Αριστερά, οι υποστηρικτές της δέχονται στην ουσία την θεωρία του μονόδρομου και απλά διαφωνούν με την πρακτική αντιμετώπισής του, γι’ αυτό και προτείνουν ποικίλες ανοησίες, όπως η παρωδία Κεϋνσιανής πολιτικής που υιοθετεί ο Ομπάμα --με τα «ξένα κόλλυβα» των Κινεζικών καταθέσεων στα Αμερικανικά κρατικά ομόλογα-- ή κάποια «προσπάθεια τροποποίησης των ευρωπαϊκών Συνθηκών»(!), εφόσον «ενδεχόμενη πτώχευση θα αποτελειώσει τα εναπομείναντα λαϊκά εισοδήματα».[3] Η στάση αυτή προφανώς απορρέει από το γεγονός (που πολύ καλά αντιλαμβάνονται) ότι η απόρριψη του μονόδρομου προϋποθέτει επίσης την απόρριψη των δύο πυλώνων της αναπτυξιακής «φούσκας» στους οποίους στηριζόταν το εξωστρεφές οικονομικό μοντέλο ανάπτυξης, (δηλαδή την ένταξή μας στην ΕΕ και την ΟΝΕ, και τη συνακόλουθη απελευθέρωση των αγορών κεφαλαίου, εμπορευμάτων και εργασίας), που τους παίρνουν δεδομένους.

 

Τα επιχειρήματα όμως πίσω από το «ταμπού» της ΕΕ που δεν διανοούνται να θίξουν οι Κεϋνσιανο-Μαρξιστές, είναι είτε «πολιτικά» είτε ξεκινούν από πιο πεζά κίνητρα, αλλά ποτέ δεν είναι καθαρά οικονομικά, εφόσον δεν υπάρχει οικονομική θεωρία η οποία να στηρίζεται σε εμπειρικά δεδομένα και ιστορικά παραδείγματα που να δείχνουν πραγματική οικονομική σύγκλιση άνισων οικονομικά χωρών (και δεν αναφέρομαι, βέβαια, στη σύγκλιση των ελίτ τους μόνο!) μέσα από την καπιταλιστική «αναπτυξιακή» διαδικασία των ανοικτών και απελευθερωμένων αγορών! Τα πολιτικά αυτά επιχειρήματα αναφέρονται είτε σε ένα δήθεν διεθνισμό που εκπροσωπεί η «πάλη» μέσα στην Ευρώπη--σε αντίθεση με την «εθνικιστική απομόνωση» που υποτίθεται θα φέρει η έξοδός μας από την ΕΕ-- είτε σε εθνικιστικά επιχειρήματα που βασίζονται σε μια εθνική καταστροφολογία, όπως υποστηρίζει η «πατριωτική» Αριστερά. Και τα δύο αυτά είδη πολιτικών επιχειρημάτων θα εξεταστούν στο επόμενο κεφάλαιο. Τα «πεζά κίνητρα», που κανένας δεν μπορεί να αποκλείσει ότι παίζουν ρόλο στην στήριξη της ΕΕ από τους περισσότερους κοινωνικούς επιστήμονες της Αριστεράς ξεκινούν, βέβαια, από το γεγονός ότι σήμερα δεν υπάρχει σχεδόν ερευνητικό πρόγραμμα, πανεπιστημιακό συνέδριο κ.λπ. (από τα οποία εξαρτώνται κρίσιμα οι δημοσιεύσεις τους και, επομένως, η ακαδημαϊκή καριέρα τους) που να μην χρηματοδοτείται άμεσα ή έμμεσα από την ΕΕ! Και, φυσικά, η συνειδητή θέση ενός κοινωνικού επιστήμονα ενάντια στην ΕΕ, ιδιαίτερα σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, τον θέτει άμεσα σε «καραντίνα» από τους υπόλοιπους κοινωνικούς επιστήμονες (και φυσικά τα κανάλια που ελέγχουν οι ελίτ, τα οποία όμως έχουν τη δύναμη, κατά τον Μπουρντιέ, να καθιερώνουν και ποιοι είναι οι «σημαντικοί επιστήμονες») ως «εξτρεμιστή» και «μη σοβαρό επιστήμονα». Είναι, άλλωστε, γνωστό ότι η κοινωνικο-οικονομική θέση του επιστήμονα, ιδιαίτερα στις κοινωνικές επιστήμες, παίζει αποφασιστικό ρόλο στο «επιστημονικό παράδειγμα» που υιοθετεί.[4]

 

Η μυθολογία στην οποία στηρίζεται όλη αυτή η κενολογία μπορεί να συνοψιστεί ως εξής:

Μύθος πρώτος: η παγκοσμιοποίηση δεν είναι νέο φαινόμενο, αφού ανάλογη παγκοσμιοποίηση συνέβη και στο παρελθόν. Στη πραγματικότητα όμως,[5] η σημερινή παγκοσμιοποίηση (ή θα έλεγα ορθότερα διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς που αφορά, βασικά, στις αγορές κεφαλαίου και εμπορευμάτων) είναι εντελώς νέο φαινόμενο, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά. Ποσοτικά, διότι ποτέ άλλοτε στην Ιστορία το άνοιγμα των μητροπολιτικών οικονομιών της αγοράς σε σχέση με το εμπόριο δεν ήταν τόσο σημαντικό. Ποιοτικά, διότι, για πρώτη φορά, οι αγορές συναλλάγματος και κεφαλαίου έχουν ανοιχθεί σε τέτοιο βαθμό, κάτω από τις εντολές και πιέσεις διεθνών οργανισμών που ελέγχει η υπερεθνική ελίτ, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα, καθώς και πλειάδα πολυμερών συμφωνιών, που εξασφαλίζουν τη σύνδεση των αγορών σε ένα παγκόσμιο δίκτυο όπου ανταλλάσσονται τρισεκατομμύρια δολάρια την ημέρα. Και, φυσικά, σε καμία άλλη «παγκοσμιοποίηση» ή «διεθνοποίηση» του παρελθόντος δεν υπήρχε το φαινόμενο των πολυεθνικών επιχειρήσεων , οι οποίες όμως σήμερα ελέγχουν απόλυτα την παγκόσμια παραγωγή και το εμπόριο, και είναι αυτές που μέσω των διεθνών οργανισμών που ανέφερα επέβαλαν το πρωτοφανές άνοιγμα και «απελευθέρωση» των αγορών εμπορευμάτων και κεφαλαίου, καθώς και την απελευθέρωση των αγορών εργασίας.!

Mύθος δεύτερος: η σημερινή παγκόσμια οικονομική κρίση καθώς και η Ελληνική , είναι αποτέλεσμα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και του νεοφιλελευθερισμού ως ιδεολογίας που υιοθέτησαν «κοντόφθαλμες» κυβερνήσεις για να εξυπηρετήσουν τη βουλιμία του κεφαλαίου. Έτσι, ο νεοφιλελευθερισμός θεωρείται «μια παγκόσμια ιδεολογία που υπαγορεύει στους λαούς πώς να βλέπουν τον εαυτό τους και τους άλλους, τι να εκτιμούν και πώς να σχετίζονται με τον κόσμο».[6] Φυσικά, αυτό δεν αποτελεί εξήγηση διότι η μεν βουλιμία του κεφαλαίου δεν είναι νέο φαινόμενο, ενώ θα ήταν τουλάχιστον αφελές να αποδώσουμε τις πολιτικές που εφαρμόζουν με συνέπεια, σχεδόν επί μία 30ετία, κυβερνήσεις της δεξιάς, αλλά και της κεντρο-«Αριστεράς», στη περιορισμένη αντίληψή τους! Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές δεν είναι ούτε συγκυριακό φαινόμενο, όπως ισχυρίζονται βολικότατα διάφοροι «αριστεροί» οικονομολόγοι, ούτε απλώς κάποια ιδεολογία που είναι θέμα να την αποβάλλουμε και να επιστρέψουμε σε μια «καλή» ιδεολογία, όπως π.χ. η σοσιαλδημοκρατική. Ο νεοφιλελευθερισμός είναι δομικό φαινόμενο, δηλαδή φαινόμενο που εκφράζει αλλαγές στη δομή του συστήματος της οικονομίας της αγοράς. Για να εξηγήσουμε τις πολιτικές αυτές θα πρέπει λοιπόν να αναφερθούμε στην εντεινόμενη μεταπολεμικά διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς που στα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’70 έγινε ασύμβατη με τον βαθμό κρατισμού, τον οποίο εξέφραζε η επικρατούσα τότε σοσιαλδημοκρατική συναίνεση. Οι κυβερνήσεις των Θάτσερ και Ρίγκαν βασικά θεσμοποίησαν την υφισταμένη κατάσταση όταν άνοιξαν τις αγορές κεφαλαίου και συναλλάγματος, όπως απαιτούσαν οι ανάγκες των πολυεθνικών που ήδη είχαν αρχίσει να ελέγχουν σημαντικό τμήμα της παγκόσμιας παραγωγής και εμπορίου. Και ήταν το άνοιγμα των αγορών που επέβαλε ένα διαφορετικό τύπο ανάπτυξης, ο οποίος θα στηριζόταν περισσότερο στην εξωτερική, παρά την εσωτερική, αγορά, όπως συνέβαινε πριν. Αυτό σήμαινε ότι η ανταγωνιστικότητα και η συνακόλουθη ανάγκη συμπίεσης του πληθωρισμού (στην αύξηση του οποίου είχαν συμβάλλει σημαντικά οι Κεϋνσιανές πολιτικές) αποκτούσαν καθοριστική σημασία στην ανάπτυξη. Το άνοιγμα επομένως των αγορών, που είναι η απώτερη αιτία για την εγκατάλειψη του Κεϋνσιανισμού, το πετσόκομμα του κράτους-πρόνοιας και η συνακόλουθη έκρηξη της ανισότητας και της φτώχειας, δεν είναι αποτέλεσμα «κοντόφθαλμων» πολιτικών και ιδεολογίας, αλλά αναπόφευκτη συνέπεια της δυναμικής της οικονομίας της αγοράς, την οποία δεν ήταν σε θέση η Κοινωνική Πάλη να αναστρέψει. Και αυτό σημαίνει ότι η μόνη πραγματική διέξοδος από την κρίση είναι η έξοδος από την ΕΕ και την ΟΝΕ που ενσωμάτωσαν πλήρως την Ελλάδα στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, ως ένα πρώτο βήμα για τη μακροπρόθεσμη δημιουργία μιας αυτοδύναμης οικονομίας, πέρα από την οικονομία της αγοράς και την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία».

Μύθος τρίτος: η ιστορία επαναλαμβάνεται εφόσον οι καπιταλιστικές κυβερνήσεις εφάρμοζαν παρόμοιες πολιτικές τη δεκαετία του 1930, μέχρι που κατάλαβαν το «αυτονόητο» που υποστήριζε ο Κέϋνς. Όμως, οι σημερινές αντιπληθωριστικές πολιτικές δεν είναι κάποιο λάθος πολιτικής, ούτε η δεκαετία του 1930 συγκρίνεται με την εποχή μας. Στη δεκαετία του 1930 δεν υπήρχε η σημερινή διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς και η ανάπτυξη στηριζόταν βασικά στην εσωτερική αγορά. Γι’ αυτό και οι Κεϋνσιανές πολιτικές συνέβαλαν σημαντικά στην εξασφάλιση υψηλών επιπέδων απασχόλησης, αλλά και επιτάχυναν τον πληθωρισμό. Όμως, η σημερινή διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς αποτελεί την ταφόπετρα του Κεϋνσιανισμού, όσο και αν οι «αριστεροί» οικονομολόγοι προσποιούνται ότι δεν το καταλαβαίνουν. Στο σημερινό θεσμικό πλαίσιο των ανοικτών αγορών οι κυβερνήσεις δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να αφήνουν την οικονομική ανάπτυξη, καθώς και την παράλληλη επίτευξη χαμηλών επιπέδων ανεργίας, αλλά και πληθωρισμού, στις «ελαστικες» αγορές, χωρίς ουσιαστική κρατική παρέμβαση. Φυσικά, η «λύση» αυτή σημαίνει χαμηλόμισθες δουλειές, επέκταση της περιστασιακής και μερικής απασχόλησης και, επομένως, έκρηξη της ανισότητας. Όμως, η «λύση» αυτή κάθε άλλο παρά αποτυχημένη είναι. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν εξασφαλίζει μια τεράστια κερδοφορία για την οικονομική ελίτ.

Μύθος τέταρτος: το σύστημα έχει φθάσει σε αδιέξοδο με την «αυτοκτονική εμμονή» του σε αυτές τις λύσεις. Η άποψη αυτή στηρίζεται στη παλαιά θεωρία της υποκατανάλωσης, (ή άλλοι μιλούν για «υπερσυσσώρευση κεφαλαίου») ότι, δηλαδή, η αναπαραγωγή της οικονομίας ανάπτυξης δεν είναι βιώσιμη σε ένα πλαίσιο μεγάλης ανισότητας, που οδηγεί αναπόφευκτα σε χαμηλή ζήτηση.[7] Είναι φανερό, όμως, ότι οι υποστηρικτές παρόμοιων απόψεων ζουν στο παρελθόν και δεν αντιλαμβάνονται ότι στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, στο βαθμό που τα προνομιούχα στρώματα στο Βορρά ή τον Νότο, επεκτείνουν την κατανάλωσή τους, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα για την αναπαραγωγή της. Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο ότι ακόμη και σήμερα, στο μέσο μια βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης που ακόμη δεν ξεπεράστηκε, το διεθνές εμπόριο ακόμη αυξάνει με πρωτόγνωρους ρυθμούς![8] Η σημερινή, άλλωστε, ανάπτυξη προϋποθέτει την ανισότητα, εφόσον είναι αδύνατη η καθολίκευση των καταναλωτικών προτύπων του 16% του παγκόσμιου πληθυσμού που σήμερα εισπράττει το 73% του παγκόσμιου εισοδήματος.[9]

Μύθος πέμπτος: αρκεί μια κρίση στη Γουωλ Στρητ για να επανέλθουμε σε μορφές κρατισμού όπως ο Κεϋνσιανισμός, που αποτελεί τη μόνη λύση. Όμως, πράγματι, τα τελευταία χρόνια είχαμε τη μεγαλύτερη χρηματοπιστωτική κρίση μετά τη δεκαετία του 1930, αλλά αυτή απλά οδήγησε στην υιοθέτηση κάποιων αυστηρότερων ρυθμιστικών ελέγχων,(όπως είχαμε προβλέψει από το 1999)[10] που στοχεύουν στον καλύτερο έλεγχο των χρηματαγορών, ώστε να επιτυγχάνεται μεγαλύτερη σταθερότητα στο παγκόσμιο σύστημα, χωρίς όμως να αλλάζουν τα βασικά χαρακτηριστικά του σημερινού συστήματος (ανοικτές αγορές, «ελαστική» εργασία, πετσόκομμα του κράτους-πρόνοιας, ιδιωτικοποιήσεις κ.λπ.) που αποτελούν δομικά χαρακτηριστικά της διεθνοποιημένης οικονομίας. Παρόλα αυτά, ακόμη και τώρα που είναι φανερό ότι ο δημόσιος τομέας απλώς χρησιμοποιείται σαν ναυαγοσώστης του τραπεζικού κεφαλαίου και των ελίτ γενικότερα, δεν λείπουν οι «Μαρξιστές» οικονομολόγοι τυπου Richard Wolff[11] (που έχει αγκαλιάσει η ρεφορμιστική Κευνσιανο-Μαρξιστικη Αριστερα μας,) οι οποιοι βλέπουν, με...μεγάλη οξυδέρκεια, επιστροφή του Κεϋνσιανισμού και δηλώνουν ότι «νομίζω πως το εκκρεμές γυρίζει προς τη μεγαλύτερη κρατική παρέμβαση από αυτή που είχαμε τα τελευταία 30 χρόνια, σε μια Κεϋνσιανή οικονομική κατάσταση, ακριβώς όπως ο ερχομός του Ρίγκαν το 1980 σήμαινε ότι το εκκρεμές πήγαινε προς την αντίθετη κατεύθυνση».. Πράγμα βεβαια όχι ιδιαίτερα περίεργο όταν ο μεγάλος Μαρξιστής ιστορικος Χομπσμπαουμ, με έξισου απαράμιλλη οξυδέρκεια, έβλεπε ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 την κατάρρευση του νεοφιλελευθερισμού! Είναι, επομένως, φανερό ότι οι «αριστεροί» πανεπιστημιακοί, στο εξωτερικό ή εδώ, που υποστηρίζουν ότι είναι δυνατή η επιστροφή σε κάποια μορφή κρατισμού (εμπνεόμενη από τον Κεϋνσιανισμό ή μη), απλώς δεν επιθυμούν να συνάγουν το αδήριτο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει πια διέξοδος για τη κρίση (που εκδηλώνεται με τη σημερινή πελώρια συγκέντρωση) στο πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Έτσι, προτιμούν να εισηγούνται ανώδυνες, και στη πραγματικότητα ουτοπικές, μεταρρυθμίσεις μέσα στο σύστημα, παίζοντας (συνειδητά η μη) τον ρόλο της «αριστερής» αντιπολίτευσης που τους έχουν αναθέσει οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ και απολαμβάνοντας το συνακόλουθο κοινωνικό στάτους.

Το εάν όμως η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση αποτελεί απλώς ιδεολόγημα («μια μεγάλη χίμαιρα»)[12] ή δομική αλλαγή δεν είναι βυζαντινολογία, αλλά έχει πελώρια πρακτική σημασία όσον αφορά στη φύση και στον ίδιο τον λόγο ύπαρξης της Αριστεράς σήμερα. Εάν, δηλαδή, δεχθούμε την άποψη του ιδεολογήματος (ή την ανάλογη άποψη, την οποία υποστήριζαν ο Πάνιτς κ.ά. στο συνέδριο του 1999 για τον Πουλαντζά, ότι τη παγκοσμιοποίηση εισήγαγαν «κακές» ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις) τότε η απάντηση στη διεθνοποίηση αυτή μπορεί να δοθεί μέσα στο ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς, μέσω της εκλογής «καλών» σοσιαλδημοκρατών τύπου Λαφοντέν στη κυβέρνηση, που θα εισαγάγουν αποτελεσματικούς κοινωνικούς ελέγχους για την προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος (αν, βέβαια, δεν εκπαραθυρωθούν στο μεταξύ, όπως συνέβη με τον ίδιο!). Αντίθετα, αν δεχθούμε τη θέση της παγκοσμιοποίησης ως δομικής αλλαγής, τότε το σημερινό θεσμικό πλαίσιο των ανοικτών αγορών κεφαλαίου και εμπορευμάτων δεν δίνει καμία δυνατότητα για παρόμοιες επιλογές. Στη περίπτωση αυτή, οι πολιτικές που εφαρμόζουν σήμερα τα τ. Σοσιαλδημοκρατικά και νυν σοσιαλφιλελεύθερα κόμματα, σε συνεργασία με τα χρεοκοπημένα Πράσινα κόμματα, σε ολόκληρη την Ευρώπη, είναι πράγματι μονόδρομος. Πράγμα που σημαίνει ότι η μόνη διέξοδος είναι η δημιουργία νέων μορφών κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης έξω από το σημερινό θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς, στο πλαίσιο ενός περιεκτικού πολιτικού προγράμματος ριζικής αλλαγής.

Με άλλα λόγια, το τι χαρακτήρα θα πάρει η Αριστερά στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς εξαρτάται αποφασιστικά από την απάντηση που θα δώσει στο κρίσιμο ερώτημα κατά πόσο, μετά τη κατάρρευση του κρατικιστικού σοσιαλισμού, (όπως εμφανίστηκε στην Ανατολή με τον «υπαρκτό» σοσιαλισμό και στη Δύση με τη σοσιαλδημοκρατία), υπάρχει διέξοδος μέσα στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» ή εάν, αντίθετα, το ίδιο το θεσμικό πλαίσιο αποτελεί την απώτερη αιτία της κρίσης. Στην «φιλευρωπαϊκή» ρεφορμιστική Αριστερά ανήκουν, επίσης, διάφορες τάσεις μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ που, όχι μόνο δεν θέτουν θέμα εξόδου από την ΕΕ, αλλά ούτε καν από την Ευρωζώνη. Και αυτό, τη στιγμή που ακόμη και διεθνείς ορθόδοξοι οικονομολόγοι βλέπουν την έξοδο από την Ευρωζώνη ως την μόνη λύση για να αποφευχθεί ο καταστροφικός «μονόδρομος» των ελίτ!

Στη ίδια κατηγορία ανήκουν, παραδόξως , και «Μαρξιστές» οικονομολόγοι που ισχυρίζονται σοβαρά ότι «μόνο αν παρθούν τα μέτρα τού απευθείας δανεισμού, των κρατικοποιήσεων κ.λπ. θα καταρρεύσει το μοντέλο Χούβερ και θα έρθει ένα μοντέλο Ρούζβελτ στη θέση του.»[13] Μολονότι, τυπικά, οι οικονομολόγοι αυτοί δεν ανήκουν στη ρεφορμιστική «Αριστερά», εντούτοις οι Κεϋνσιανές θέσεις τους πάνω στο θέμα ελάχιστα τους διαφοροποιούν από αντίστοιχους οικονομολόγους της ρεφορμιστικής Αριστεράς που χρησιμοποιούν τον Μαρξ...α λα καρτ. Οι οικονομολόγοι αυτοί, σε αντίθεση με σοβαρούς αντίστοιχους οικονομολόγους στο εξωτερικό, οι οποίοι τιμούν τον Μαρξισμό ανανεώνοντας τη θεωρία πέρα από τον ...19ο αιώνα,[14] προφανώς δεν έχουν αντιληφθεί ότι ο καπιταλιστικός κόσμος σήμερα έχει εισέλθει στην εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, η οποία ελάχιστη σχέση έχει με την πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο διεθνοποίηση τη κεφαλαίου. Έτσι οι ίδιοι, από τη μια μεριά, καταφεύγουν ακριβώς στην ίδια ατεκμηρίωτη καταστροφολογία για τις πιθανές συνέπειες εξόδου από την ΕΕ που χρησιμοποιούν και οι ελίτ ―οι οποίες βέβαια έχουν κάθε λόγο να εκφοβίσουν τα λαϊκά στρώματα για οποιαδήποτε πραγματικά εναλλακτική λύση στο «μονόδρομο»― ισχυριζόμενοι ότι «θα οδηγούσε στην πλήρη απόσυρση των χρηματαγορών από την ελληνική οικονομία, με φοβερές επιπτώσεις»,[15] ενώ, από την άλλη, προτείνουν μέτρα για την απεμπλοκή από τον μηχανισμό στήριξης, τα οποία θυμίζουν έντονα τη μυθολογία. Για παράδειγμα, προτείνουν την επαναδιαπραγμάτευση και διεκδίκηση απευθείας δανεισμού και την έκδοση ευρωομολόγου από την ΕΚΤ (σαν να μην είναι μέλος της τρόικας και η ΕΚΤ!), την άμεση παρέμβαση στο τραπεζικό σύστημα με τη συγκρότηση ενός δημοσίου πυλώνα (όταν η ΕΕ και η κοινοβουλευτική Χούντα ήδη πιέζουν για την ιδιωτικοποίηση όσων τραπεζών είναι ακόμη κρατικές!), την αναδιανομή του εισοδήματος μέσα από την αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος, την πάταξη της φοροδιαφυγής και την κατάργηση της φοροασυλίας (γνωστά ευχολόγια των επαγγελματιών πολιτικών) κ.λπ.

Η «αριστερή» αυτή καταστροφολογία υποστηρίζει ότι έξοδος από την ΕΕ σημαίνει κλείσιμο των συνόρων, αδυναμία διεθνούς δανεισμού, κατάρρευση του πιστωτικού συστήματος, έκρηξη της ανεργίας, απομόνωση και εθνοκεντρική προστασία. Στη πραγματικότητα, όμως, η έξοδος από την ΕΕ θα σηματοδοτούσε απλώς την υιοθέτηση ενός εναλλακτικού αναπτυξιακού μοντέλου από το εξωστρεφές μοντέλο, το οποίο μόλις κατέρρευσε και συνεπαγόταν την στήριξη της διαδικασίας ανάπτυξης καταρχήν στη ξένη αγορά και το ξένο κεφάλαιο, εφόσον μόνο αυτού του είδους «ανάπτυξη» είναι εφικτή με ανοικτές και απελευθερωμένες τις αγορές. Αντίθετα, η έξοδος από την ΕΕ θα μπορούσε να σημάνει την υιοθέτηση ενός εναλλακτικού μοντέλου οικονομικής αυτοδυναμίας, η οποία βέβαια δεν σημαίνει αυτάρκεια, αλλά την στήριξη της ανάπτυξης καταρχήν στις εγχώριες παραγωγικές πηγές, με αυστηρούς περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίου, εργασίας και εμπορευμάτων, όπως θα δούμε στο Πεμπτο Μέρος.

Η μεταμοντέρνα ρεφορμιστική Αριστερά

Ακόμη, με βάση τον ορισμό που έδωσα παραπάνω, στη ρεφορμιστική Αριστερά ανήκει (παρόλο ότι χρησιμοποιεί παραπλανητικά τον τίτλο της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς) και εκείνο το μέρος της που μιλά γενικά και αόριστα για την «Αριστερά του 21ου αιώνα», επικαλούμενη και το πολύ...διαφωτιστικό σύνθημα «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός». Δηλαδή, το σύνθημα που χρησιμοποιούσε και το αλήστου μνήμης Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ--το οποίο σήμερα, στη μέση της μεγαλύτερης παγκόσμιας κρίσης εξαφανίστηκε, ακριβώς γιατί δεν είχε να προτείνει τίποτα συγκεκριμένο που θα διαδεχόταν τον σημερινό κόσμο, πέρα από κάποιες γενικόλογες αρχές και ευχολόγια!

Αυτή η «αριστερά των κινημάτων» (ή «μεταμοντέρνα Αριστερά») στηρίζεται στην πρόταση «μεταμαρξιστών» για τον σχηματισμό συμμαχιών και συνασπισμών, με βάση την πεποίθηση ότι οι συμμετέχοντες σε οικουμενικά κινήματα, όπως το μαρξιστικό, δεν αποτελούν ξεχωριστή κατηγορία κοινωνικής ύπαρξης, όπως οι συμμετέχοντες σε «τοπικευμένους» αγώνες όπου τα άτομα συνθέτουν ένα σύνολο «υποκειμενικών θέσεων» και, ταυτόχρονα, αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου αγώνα αυτοκαθορισμού και ισότητας. Με άλλα λόγια, πολύ περισσότερο «ταυτίζεται» υποκειμενικά π.χ. μια γυναίκα με ένα φεμινιστικό κίνημα, ή ένας γκέι με ένα κίνημα σεξουαλικής ταυτότητας, παρά κάποιος (έστω και αν είναι προλετάριος) με ένα κίνημα που πρεσβεύει την απελευθέρωση του ανθρώπου γενικά από την εκμετάλλευση. Αλλά, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο πρότεινα αλλού[16] ένα νέο «παράδειγμα», το οποίο, ξεκινώντας από τις διαφορετικές ταυτότητες των κοινωνικών ομάδων που συγκροτούν τις διάφορες υπο-ολότητες (γυναίκες, εθνικές μειονότητες κ.λ.π.), θα επικεντρώνεται στο συνολικό κοινωνικοοικονομικό σύστημα, το οποίο διασφαλίζει τη συγκέντρωση δύναμης στα χέρια των διαφόρων ελίτ και των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων, στο εσωτερικό της κοινωνίας στο σύνολό της. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι αυτό της Περιεκτικής Δημοκρατίας, το οποίο προσπαθεί να ανταποκριθεί στη σημερινή πολλαπλότητα κοινωνικών σχέσεων (φύλο, εθνικότητα, φυλή κ.ο.κ.) με συνθετικές έννοιες ισοκατανομής κάθε μορφής δύναμης, οι οποίες ρητά αναγνωρίζουν τις διαφορετικές ανάγκες και εμπειρίες των ανθρώπων.

Ο λόγος, επομένως, που η μεταμοντέρνα «αντικαπιταλιστική» Αριστερά «των κινημάτων» πρέπει επίσης να καταταχθεί στην ρεφορμιστική Αριστερά είναι ότι η έλλειψη ενός κοινού αντισυστημικού στόχου (πέρα, βέβαια, από τον ασαφή και, απλά αρνητικό, στόχο «ενάντια στον καπιταλισμό»), που την χαρακτηρίζει, σε συνδυασμό με τη σύνθεση των συμμαχιών που την απαρτίζουν, οι οποίες συνήθως αποτελούνται από ετερογενή κινήματα με αντικρουόμενους στόχους, αναπόφευκτα, οδηγεί στον πολυπερπατημένο δρόμο των ρεφορμιστικών πολιτικών που είναι, βέβαια, εντελώς ανεπαρκείς για να αντιμετωπίσουν την πολυδιάστατη κρίση, την οποία δημιούργησε η σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς που πολλοί «μεταμαρξιστές» παίρνουν δεδομένη. Με άλλα λόγια, η μεταμοντέρνα ρεφορμιστική Αριστερά δεν είναι σε θέση να εγείρει αιτήματα ριζοσπαστικά, όπως η έξοδος από την ΕΕ, που απαιτούν οι συνθήκες για την έξοδο από την κρίση, εφόσον, σε τελική ανάλυση, στηρίζεται στον «ελάχιστο κοινό παρονομαστή» των συνιστωσών της. Γι’ αυτό και το «μαξιμαλιστικό» αίτημα, που κάποιοι θέτουν μέσα σε αυτή, είναι απλά η έξοδος από την ΟΝΕ που θα συνοδεύεται από την παύση πληρωμών—«λύση» που, όπως έδειξα στα προηγούμενα κεφάλαια, είναι αδύνατο να εφαρμοστεί μέσα στην ΕΕ![17]

Τέλος, στη μεταμοντέρνα ρεφορμιστική Αριστερά ανήκει και μια νεοσύστατη οργάνωση, η «Ελληνική Επιτροπή ενάντια στο χρέος» που αποτελεί τμήμα της διεθνούς «Επιτροπής για την Ακύρωση του Χρέους του Τρίτου Κόσμου» (της CADTM) και η οποία, αφού βρίσκει τις αιτίες της κρίσης στις «νεοφιλελεύθερες πολιτικές των δεξιών και σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων των τελευταίων δεκαετιών» που δημιούργησαν τα χρέη, καταλήγει ότι η διέξοδος από τη κρίση είναι η «δημιουργία ενός μαζικού κινήματος, το οποίο θα κάνει σημαία του το αίτημα να ακυρωθεί τουλάχιστον το τμήμα του χρέους που θα έχει αποδειχθεί άνομο, προκλητικό και σκανδαλώδες». Ο μόνος τρόπος, διακηρύσσουν, για να μπει ένα τέλος στη «δικτατορία των αγορών»,είναι η καταγγελία του Χρέους.[18]

Η ρεφορμιστική αυτή «ανάλυση» (που δεν θέτει καν θέμα ΟΝΕ, και πολύ περισσότερο ΕΕ, ή διεθνοποιημένης καπιταλιστικής αγοράς, αλλά μόνο «κακών» νεοφιλελεύθερων πολιτικών) είναι χαρακτηριστική της ρηχότητας παρόμοιων αναλύσεων που ανάγουν τα συμπτώματα της κρίσης (το χρέος) σε αιτίες της, και αγνοούν τις πραγματικές διαρθρωτικές αιτίες της. Γεγονός που κάνει φανερό ότι οι συντάκτες παρόμοιων αναλύσεων δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν ότι, ακόμη και εάν αύριο μας χάριζαν όλο το χρέος, και η Ελλάδα συνέχιζε να λειτουργεί μέσα στην ΕΕ και την ΟΝΕ με ανοικτές και απελευθερωμένες τις αγορές της και τις υπάρχουσες παραγωγικές και καταναλωτικές δομές (τις οποίες, βέβαια, η διαγραφή του χρέους δεν επρόκειτο να θίξει), σε 10 χρόνια, το πολύ, θα είχαμε ένα καινούριο χρέος, ανάλογο με το σημερινό, και θα έπρεπε να ανασυστήσουμε την επιτροπή ενάντια στο χρέος...

Η Αντισυστημική Αριστερά και η Ε.Ε.

Φυσικά, όπως στη ρεφορμιστική Αριστερά που είδαμε παραπάνω, υπάρχουν παρόμοιες διαφοροποιήσεις και στην αντισυστημική Αριστερά, με βασική αυτή μεταξύ, από τη μια μεριά, της κομμουνιστογενούς Αριστεράς που εμπνέεται από το Μαρξιστικό καθολικό πρόταγμα και η οποία, γενικά, θέτει θέμα εξόδου από την ΕΕ --παρόλο που συνήθως θέτει προϋποθέσεις οι οποίες ουσιαστικά το αναιρούν-- και, από την άλλη, της ελευθεριακής που κατά κανόνα ...δεν ασχολείται με το θέμα της ΕΕ, εφόσον γι' αυτή ο στόχος είναι το «Κράτος», τα «αφεντικά» ή τα φαντασιακά! Εάν, λοιπόν, οι ελίτ «κάνουν τη δουλειά τoυς», σήμερα, είναι εξίσου φανερό ότι η Αριστερά μας αποδείχνεται πως βρίσκεται πολύ κάτω των δραματικών περιστάσεων. Ιδιαίτερα, μάλιστα, όταν ακόμη και το αντισυστημικό τμήμα της (κομμουνιστικό αλλά και ελευθεριακό) αντί να ηγηθεί ενός μαζικού λαϊκού κινήματος με σαφή στόχο την μονομερή έξοδο από την ΕΕ, ουσιαστικά παραπέμπει το θέμα στις ελληνικές καλένδες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις οικονομικές και κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που θα δημιουργήσει η εισαγωγή «άγριου καπιταλισμού» που επιχειρείται σήμερα στη χώρα, και φυσικά, και για το ίδιο το αντισυστημικό κίνημα.

Α) Κομμουνιστογενής αντισυστημική Αριστερά

Όσον αφορά ειδικότερα στη περίπτωση του ΚΚΕ, το κόμμα αυτό ήταν το μόνο που με συνέπεια πάντα έθετε θέμα ρήξης με την ΕΕ στο πλαίσιο ανατροπής του συστήματος της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς και εγκαθίδρυσης κάποιου τύπου κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας. Παρά το γεγονός ότι μια ανακοίνωση της ΚΕ του ΚΚΕ στην αρχή της κρίσης έδινε την εντύπωση ότι σήμερα το ΚΚΕ δεν εναντιώνεται στην ίδια την ΕΕ αλλά απλά στο «Μάαστριχτ» και τα τωρινά ληστρικά μέτρα για τα οποία ζητούσε «απειθαρχία», αργότερα, ξεκαθάρισε τη θέση του που εξακολουθεί να παραμένει η παραδοσιακή του θέση ενάντια στην ίδια την ΕΕ. Έτσι, ενώ η ανακοίνωση της ΚΕ του ΚΚΕ τον Φεβρουάριο του 2010 δήλωνε[19]:

«Ο λαός δεν δεσμεύεται ούτε από το Μάαστριχτ, που ψήφισαν ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, Συνασπισμός, ούτε από τις συμφωνίες της κυβέρνησης με την ΕΕ, το ΔΝΤ και τις ΗΠΑ, ώστε να αποδεχτεί να τον ρίξουν στον Καιάδα της πιο στυγνής εκμετάλλευσης, όπως απαιτούν τα άμεσα και μακροπρόθεσμα συμφέροντα της ελληνικής και ευρωπαϊκής πλουτοκρατίας. Η απειθαρχία στην ΕΕ και στην πλουτοκρατία σήμερα αποτελεί για το λαό πράξη σωτηρίας. Καμία θυσία για την πλουτοκρατία, καμία εμπιστοσύνη στα κόμματά της και στον εργοδοτικό συνδικαλισμό, ταξική, λαϊκή συσπείρωση και αντεπίθεση τώρα, για να ανατραπεί η αντιλαϊκή πολιτική, να σπάσουμε τα ιμπεριαλιστικά δεσμά».

Τον Ιούνιο, όμως, του 2010, στο μέσο πια της πελώριας κρίσης που δημιούργησαν οι ντόπιες και ξένες ελίτ, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, υπεύθυνος του τμήματος Οικονομία, έγραφε στον Ριζοσπάστη:[20]

Το ΚΚΕ δεν περίμενε την έλευση του ΔΝΤ για να καλέσει το λαό σε ξεσηκωμό και να θυμηθεί την ιστορική πείρα της περιόδου '40 - '49. Εναντιώθηκε έγκαιρα στην ΕΕ, στην ΟΝΕ και στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, όταν πολλοί απ' αυτούς που όψιμα ανησυχούν, στήριζαν στην πράξη τη λογική του ευρωμονόδρομου και του συμβιβασμού… Καλεί το λαϊκό κίνημα να κινηθεί προς την πραγματική διέξοδο απ' την κρίση με την οργάνωση της πάλης για αποδέσμευση από την ΕΕ με λαϊκή εξουσία. Καλεί στο δρόμο της κοινωνικοποίησης των βασικών μέσων παραγωγής, του επιστημονικού κεντρικού σχεδιασμού της οικονομίας, με λαϊκή συμμετοχή και εργατικό έλεγχο.

Όπως, όμως, είναι φανερό από το παραπάνω απόσπασμα, το ΚΚΕ σήμερα συναρτά την έξοδο από την ΕΕ με τη λαϊκή εξουσία, την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος και την αντικατάστασή του με μια οικονομία κεντρικού σχεδιασμού και εργατικού ελέγχου. Είναι φανερό ότι η στάση αυτή υποδηλώνει μια «στροφή» του ΚΚΕ σε σχέση με την αρχική του θέση, η οποία καλούσε (σωστά) σε εναντίωση στην ΕΕ και την μη ένταξη σε αυτή (πράξη που, προφανώς, τη δεκαετία του 1980 μόνο από μια αστική κυβέρνηση θα μπορούσε να υλοποιηθεί και όχι με τη «λαϊκή εξουσία»), ενώ σήμερα σαφώς εξαρτά την εναντίωση στην ΕΕ από την παράλληλη αντικαπιταλιστική αλλαγή η οποία, βέβαια, μόνο σε επαναστατικές συνθήκες μπορεί να πραγματοποιηθεί. Όμως, εκείνο που παραγνωρίζει η στάση αυτή, η οποία συναρτά την έξοδο με την λαϊκή εξουσία και τον κεντρικό σχεδιασμό, είναι η σημασία των δραματικών επιπτώσεων που θα έχει η επικράτηση του «άγριου καπιταλισμού», τον οποίον συνιστούν ουσιαστικά τα ληστρικά μέτρα, πάνω στο λαϊκό εισόδημα και την απασχόληση, καθώς και οι συνακόλουθες κοινωνικοπολιτικές επιπτώσεις. Όπως, άλλωστε, έδειξε ακόμη και η πρόσφατη ιστορική εμπειρία, οπουδήποτε εφαρμόστηκαν παρόμοια μέτρα, συνοδευόμενα από μια ημι-ολοκληρωτική «δημοκρατία» (από τη Βρετανία, μέχρι τη Λατινική Αμερική και τις Ανατολικοευρωπαϊκές χώρες) δημιουργήθηκαν συνθήκες ακόμη μεγαλύτερης συντηρητικοποίησης των λαϊκών στρωμάτων, ως αποτέλεσμα των συνθηκών του αγώνα για την ίδια την επιβίωση, τις οποίες δημιουργεί ο άγριος καπιταλισμός. Το θέμα, λοιπόν, σήμερα δεν είναι να δημιουργηθούν οι «αντικειμενικές» επαναστατικές συνθήκες εξαθλίωσης, οι οποίες δήθεν θα οδηγήσουν και στην επαναστατική συνειδητοποίηση--όπως συνέβαινε τον 19ο και στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα—και στη συνέχεια στην κατάληψη της λαϊκής εξουσίας και τον συνακόλουθο μετασχηματισμό της οικονομίας. Αντίθετα, το θέμα σήμερα είναι πώς οι επαναστατικές υποκειμενικές συνθήκες θα μπορούσαν να δημιουργηθούν παράλληλα με τις αντικειμενικές συνθήκες, μέσω της δημιουργίας θεσμών έξω από το καπιταλιστικό σύστημα και την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία», στο υπάρχον σύστημα, όπως για παράδειγμα προτείνει η μεταβατική στρατηγική της ΠΔ.[21]

Με αυτή τη λογική, αποτελεί ολέθριο σφάλμα να περιμένουμε την εξαθλίωση που θα δημιουργήσει η επιχειρούμενη, σήμερα, ριζική αλλαγή του Ελληνικού πολιτικοοικονομικού και κοινωνικού συστήματος, με την ελπίδα μιας επαναστατικής αλλαγής τύπου 19ου - πρώτου μισού 20ου αιώνα, στο μέλλον. Αντίθετα, θα πρέπει η αντισυστημική Αριστερά να δει την έξοδο από την Ε.Ε ως απλώς την αναγκαία (αλλά όχι και επαρκή) συνθήκη για τη ρήξη των δεσμών της χώρας με τη διεθνοποιημένη καπιταλιστική οικονομία της αγοράς, ώστε να σταματήσουμε αυτή τη διαδικασία και τη συνακόλουθη μετατροπή της χώρας στο πρώτο —και τυπικά— προτεκτοράτο της ΕΕ και της υπερεθνικής ελίτ! Επομένως, η πάλη για την ανατροπή του συστήματος δεν θα πρέπει να συγχέεται με τον αγώνα για άμεση έξοδο από την ΕΕ, στον οποίο το ΚΚΕ θα μπορούσε εκ των πραγμάτων να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο. Το μεγάλο δίλημμα, δηλαδή, που πρέπει να αντιμετωπίσει το κόμμα αυτό είναι:

  • είτε να συνεχίσει να συναρτα την έξοδο απο την ΕΕ με την αντικαπιταλιστική αλλαγη, συμμεριζόμενο με την υπόλοιπη Αριστερά, την ευθύνη που τους αναλογεί για τις καταστροφικές συνέπειες που έρχονται και πιθανότατα θα οδηγήσουν το λαϊκό κίνημα σε οπισθοδρόμηση δεκαετιών,

  • είτε να τεθεί επί κεφαλής ενός παλλαϊκού αγώνα για την έξοδο από την ΕΕ, που θα μπορούσε να επιτευχθεί και μέσα στο υπάρχον σύστημα –από μια κυβέρνηση λαϊκής ενότητας που θα επέβαλλε το κίνημα αυτό-- ώσπου να δημιουργηθούν οι αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες για συστημική αλλαγή, Αλλα,αυτό θα μπορούσε να δημιουργηθεί μόνο σε ένα περιβάλλον έξω από την ΕΕ και την, σήμερα, επιχειρούμενη ολοκληρωτική ενσωμάτωση της χώρας στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, δηλαδή σε ένα περιβάλλον  που θα ευνοούσε την οικονομική αυτοδυναμία αντί για το σημερινό πρωτόγνωρο βάθεμα της εξάρτησης της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας από την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και τις ντόπιες και ξένες ελίτ.

Όμως, δεν λείπουν και στην αντισυστημική Αριστερά οι αντιφατικές θέσεις που μόνο σύγχυση και αποπροσανατολισμό προκαλούν. Έτσι, τμήματα της κομμουνιστογενούς Αριστεράς (π.χ. ΑΝΤΑΡΣΥΑ), ακολουθώντας τις άκρως αντιφατικές θέσεις της «Πρωτοβουλίας» των αριστερών οικονομολόγων, θέτουν μεν θέμα εξόδου από την Ευρωζώνη, αλλά όχι και από την ΕΕ, που δεν το θεωρούν σήμερα «προαπαιτούμενο» για την έξοδο από την κρίση. Όμως, όπως έγινε φανερό με τα τελευταία μέτρα (ασφαλιστικό, εργασιακό, Παιδεία κλ.π.) και τα προαναγγελλόμενα (ξεπούλημα κάθε κρατικού περιουσιακού στοιχείου, ακόμη και αν καλύπτει βασικές ανάγκες, όπως νερό, τρένα, λιμάνια κ.λπ.), το θέμα δεν ηταν ποτε απλα ένα ζήτημα δημοσιονομικής κρίσης και χρεοκοπίας. Αυτό σημαίνει, βέβαια, ότι το θέμα, σε τελική ανάλυση, παντα αναγοταν στην ένταξή μας στην ΕΕ και όχι απλά στις «κακές πολιτικές» της Ευρωζώνης, όπως ισχυρίζονται οι «αριστεροί οικονομολόγοι». Δηλαδή, σήμερα, έγινε πια σαφές οτι πέρα από τον δήθεν «μονόδρομο» των ληστρικών μέτρων για την αποφυγή χρεοκοπίας, αντιμετωπίζουμε κάτι ακόμη πιο σημαντικό: την κατάλυση στοιχειωδών κοινωνικών ελέγχων στην αγορά εργασίας, στην ασφάλιση, την Παιδεία κ.λπ., και σε ‘κοινα αγαθα’ (νερο, ηλεκτρικό, κλπ) κάποιοι από τους οποίους έχουν ιστορία ενός αιώνα!

Άλλοι πάλι μιλούν για «καπιταλιστική απεξάρτηση» (όπως περίπου προτείνει και το ΚΚΕ) από την ΕΕ, αντί για μονομερή έξοδο, ουσιαστικά παραπέμποντας επίσης το επιτακτικό αίτημα για την ανατροπή των καταστροφικών μέτρων, καθώς και της Χούντας των ανδρεικέλων της τρόικα, στις ελληνικές καλένδες! Όμως, το αίτημα για μονομερή έξοδο από την ΕΕ δεν είναι μόνο αναγκαία και επαρκής συνθήκη για την ανατροπή των ληστρικών μέτρων, όπως είδαμε, αλλά ―το κυριότερο― και προϋπόθεση για την διέξοδο από τη χρόνια δομική κρίση της ελληνικής οικονομίας που δημιούργησε η μεταπολεμική υιοθέτηση του εξωστρεφούς αναπτυξιακού μοντέλου από τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ, και η μεταπολιτευτική θεσμοθέτησή του με την ένταξή μας στην ΕΟΚ/ΕΕ.[22] Γι’ αυτό και το ιστορικό αίτημα της αντισυστημικής Αριστεράς ήταν πάντα η έξοδος από την ΕΕ, και όχι η «αποδέσμευση» με την έννοια της συλλογικής αποδέσμευσης των Ευρωπαϊκών λαών από αυτή (πράγμα που ανήκει στην επιστημονική φαντασία) ή με την έννοια της αντικαπιταλιστικής αποδέσμευσης (πράγμα που παραπέμπει το θέμα στις ελληνικές καλένδες).

Είναι άλλωστε σαφές, όπως τόνισα παραπάνω, ότι οι ξένες και οι μεταπρατικές ντόπιες ελίτ χρησιμοποιούν την «χρυσή ευκαιρία» της σημερινής μετατροπής της χώρας σε τυπικό προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ (με τη μορφή της ΕΕ και του ΔΝΤ) για να εφαρμόσουν πλήρως τις «4 ελευθερίες», δηλαδή την κατάργηση των κοινωνικών ελέγχων (σε αντίθεση με τους ρυθμιστικούς) στις αγορές αγαθών, κεφαλαίων, υπηρεσιών και εργασίας, από τις οποίες μόνο οι δύο πρώτες έχουν «απελευθερωθεί» πλήρως στην Ελλάδα. Όμως, η «απελευθέρωση» των αγορών αυτών, που αποτελεί θεμελιακό Νόμο της ΕΕ, καθιερώθηκε με την Ενιαία Αγορά, πολύ πιο πριν από την καθιέρωση της Ευρωζώνης, πράγμα που σημαίνει ότι έξοδος της χώρας από την Ευρωζώνη, χωρίς την παράλληλη έξοδο από την ΕΕ, δεν πρόκειται να επηρεάσει στο παραμικρό τις «θεσμικές αλλαγές» της κοινοβουλευτικής Χούντας στο εργασιακό, ασφαλιστικό, εκπαίδευση κ.λπ..

Τέλος, άλλα ρεύματα στην κομμουνιστογενή αριστερά ισχυρίζονται ότι είναι «ανώριμο» το αίτημα εξόδου από την ΕΕ, «ξεχνώντας» φαίνεται ότι σήμερα δεν συζητάμε θεωρητικά κάποιο «μαξιμαλιστικό» αίτημα, αλλά το κρίσιμο θέμα ανατροπής της άμεσης καταβαράθρωσης των κοινωνικών κατακτήσεων μέσα σε μια διαδικασία μετατροπής της Ελλάδος σε προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ, καθώς και της πτώχευσης των λαϊκών στρωμάτων...

Β) Ελευθεριακή Αντισυστημική Αριστερά

Φυσικά, και στην ελευθεριακή Αριστερά, επίσης, υπάρχουν διαφοροποιήσεις, ιδιαίτερα μετά την πρόσφατη εισαγωγή μεταμοντέρνων ρευμάτων που εμφανίζονται ως «αντιεξουσιαστικά», τα οποία, αδυνατώντας να δουν την άμεση δημοκρατία σαν καθολικό πρόταγμα, την προτείνουν ουσιαστικά σαν ...διαδικασία που προκύπτει μέσα στα «κινήματα». Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο ότι στις λαϊκές κινητοποιήσεις κατά του Μνημονίου, η πρόταση που τέτοια κινήματα είχαν να κάνουν ήταν να καλούν σε «απεργιακές κινητοποιήσεις, σε απεργιακές συγκεντρώσεις μέσα από αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες», δηλαδή η απεργία για την απεργία και η άμεση δημοκρατία για την άμεση δημοκρατία—συνήθη συμπτώματα της έλλειψης οποιουδήποτε προτάγματος! Και ούτε είναι εκπληκτικό ότι καταλήγουν σε πανομοιότυπα αιτήματα με αυτά της μεταμοντέρνας ρεφορμιστικής «Αριστεράς των Κινημάτων». Έτσι, όπως γράφει στέλεχος περιοδικού που κυριαρχεί στον μεταμοντέρνο αντιεξουσιαστικό χώρο: [23]

Μέσα στη δίνη των καιρών αναπτύχθηκε μια πρωτοβουλία αριστερών οικονομολόγων και πανεπιστημιακών που υποστηρίζουν αυτό που γράφτηκε στη στήλη αυτή πριν από δύο μήνες (Βαβυλωνία #66): την παύση πληρωμών του χρέους και την έξοδο από το Ευρώ. Το δίπτυχο της λύσης αυτής είναι ικανό να μας γλιτώσει από τη μέγκενη της σπειροειδούς ύφεσης και είναι από τη φύση του ρεφορμιστικό, όσο και αναγκαίο.

Θα πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι η μεταμοντέρνα «αντιεξουσιαστική» Αριστερά σχεδόν κυριαρχεί στον Ελληνικό αναρχικό χώρο σήμερα, και τον στρέφει σε ανώδυνες (για το σύστημα) δραστηριότητες για τα ατομικά δικαιώματα και συναφείς ρεφορμιστικούς αγώνες,[24] ακολουθώντας το πρότυπο του γνωστού Αμερικανικού δικτύου Znet με το οποίο συνεργάζεται στενά και μάλιστα χαρακτηρίζει ότι «ανήκει στο χώρο του αυθεντικού αναρχισμού»![25] Και αυτό, τη στιγμή που οι περισσότεροι αναρχικοί στον κόσμο έχουν εντελώς αντίθετη άποψη σχετικά, όπως έχω αναφέρει και σε σχετικό βιβλίο μου για τους πρωταγωνιστές αυτού του νέου τύπου «αναρχισμού».[26]

Οι τάσεις αυτές επιβεβαιώθηκαν για άλλη μια φορά στο «φεστιβάλ άμεσης δημοκρατίας» που οργάνωσαν τον Σεπτέμβρη του 2010 κατά τη διάρκεια της ΔΕΘ, όπου, αντί να τονιστεί η ανάγκη ανάπτυξης ενός καθολικού πολιτικού προτάγματος βασισμένου στην άμεση δημοκρατία (όπως είναι το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας), οι μετέχοντες στο φεστιβάλ μιλούσαν είτε για «αυτοοργανωμένα κινήματα γειτονιών», «πειραματικές κοινότητες αυτοδιεύθυνσης» κ.λπ., που οργανώνονται με βάση την άμεση δημοκρατία, την άμεση δράση, την αυτοδιαχείριση, τις λαϊκές συνελεύσεις, κ.λπ., είτε για τις «αρχές-κατευθύνσεις ενός κινήματος» (που πάλι προϋποθέτουν μια άμεση δημοκρατία σαν διαδικασία, ή (όπως υποστήριζε μέλος του Znet) εντόπιζαν τις αιτίες της παρούσας οικονομικής κρίσης στην εφαρμογή του νεοφιλελευθερισμού, που προφανώς είναι κάποια συνωμοσία των «κακών» ελίτ, η οποία μπορεί να ανατραπεί με εφαρμογή «καλών» πολιτικών, όπως η παύση πληρωμών και η «πράσινη ανάπτυξη»![27]

Άλλοι πάλι μιλούσαν για το πρόταγμα της απο-ανάπτυξης (το οποίο κατεξοχήν βλέπει την άμεση δημοκρατία σαν μια διαδικασία που θα μπορούσε να συμπληρώνει την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, εφόσον γενικά το πρόταγμα αυτό είναι ενάντια στην γενικευμένη άμεση δημοκρατία όσο και στην κατάργηση της οικονομίας της αγοράς[28]), ενώ κάποιοι άλλοι αναφερόντουσαν στην «αναγκαιότητα εκπόνησης ενός αντιεξουσιαστικού οικονομικού πλαισίου στην βάση των αξιών: της αλληλεγγύης, της πολυμορφίας, τη δικαιοσύνης, της αρμονίας με το περιβάλλον και της αυτοδυναμίας μας», ακολουθώντας πιστά τη μεθοδολογία του Michael Albert[29] που πρώτα είχε ένα «όραμα» για τη μελλοντική αντιεξουσιαστική κοινωνία, με βάση κάποιες αξίες που αυτός επέλεξε, και μετά κατέστρωσε το οικονομικό μοντελάκι του--σε αντίθεση, βέβαια, με όλα τα ιστορικά και σύγχρονα προτάγματα που βασίζονται σε ιστορική ανάλυση και μελέτη των συγχρόνων τάσεων με βάση ένα συγκεκριμένο «παράδειγμα» (Μαρξιστικό ή αυτονομίας/δημοκρατίας κ.λπ.), από την οποία απορρέουν και οι στόχοι και η στρατηγική για τη μετάβαση σε αυτή. Χαρακτηριστικά, μάλιστα, θιασώτης του Παρεκον το μετονόμασε (προφανώς για τις ανάγκες του φεστιβάλ) σε «συμμετοχικό σοσιαλισμό και άμεση δημοκρατία», τσαλαβουτώντας--σε μια γνήσια μεταμοντέρνα σύνθεση--και στα δύο προαναφερθέντα ιστορικά προτάγματα («θα πρέπει να ξεπεράσουμε τον διαχωρισμό μαρξισμού – αναρχισμού» δήλωσε με αυτοπεποίθηση 10 καρδιναλίων ο εισηγητής της μεταμοντέρνας σούπας, ξεπερνώντας με μια μονοκοντυλιά ιστορικά κινήματα με μακρά ιστορία!)[30]

Τέλος, η μεταμοντέρνα σούπα «έδεσε» και με ιδεαλιστικές περιγραφές πειραμάτων, όπως της Μαριναλεντα, και τοπικιστικών κινημάτων, όπως οι Ζαπατίστας, που βέβαια δεν έχουν σχέση με μια αντίληψη της άμεσης δημοκρατίας ως πολιτεύματος, και όχι απλώς ως μιας «σωστής» διαδικασίας σε ένα χωριό η σε μια επαρχία, ενώ βέβαια δεν μπορούσε να λείψει και ο «καταστασιακός» που έβαλε στο ίδιο τσουβάλι την αντιβία των απελευθερωτικών κινημάτων με τη βία των κατακτητών τους! [31]

Η στάση των μετωπικών οργανώσεων της Αριστεράς («Πρωτοβουλία»,«Αριστερό Βήμα») για την Ε.Ε.

Σε μια ενδιάμεση κατηγορία μεταξύ της ρεφορμιστικής και της αντισυστημικής αριστεράς πρέπει να καταταχθούν δύο μετωπικά σχήματα, από τα οποία το πρώτο αποτελείται από οικονομολόγους και επιστήμονες της αντισυστημικής Αριστεράς, («Πρωτοβουλία οικονομολόγων-επιστημόνων: Παύση πληρωμών ― έξοδος από το ευρώ»[32]) και το δεύτερο από τους ίδιους, πλαισιωμένους από ένα ευρύτερο κύκλο καλλιτεχνών, λογοτεχνών κ.λπ. (συνήθως προσκείμενους στο ΣΥΡΙΖΑ) («Αριστερό Βήμα Διαλόγου και Κοινής Δράσης»).[33] Το μεν πρώτο έχει συγκεκριμένες θέσεις, οι οποίες, όμως, όπως θα δούμε, είναι τουλάχιστον αντιφατικές και επομένως ουτοπικές, ενώ το δεύτερο είναι τόσο γενικόλογο και αόριστο (αν και, προφανώς, διάκειται συμπαθώς προς τις θέσεις του πρώτου) που καταντά άνευ σημασίας εάν δεν συγκεκριμενοποιηθεί.

Έτσι, ανάγοντας σε «επαναστατική» πανάκεια τη στάση πληρωμών, ομάδα οικονομολόγων και επιστημόνων (Μπιτσάκης, Ρούσης, Καζάκης κ.ά.),[34] αλλά και άλλοι οικονομολόγοι του ίδιου χώρου (Λαπαβίτσας[35] κ.ά) ζητούν την έξοδο από την ΟΝΕ και το ευρώ καθώς και την απαγόρευση της φυγής κεφαλαίων. Δεν ζητούν, δηλαδή, ούτε την έξοδο από την ΕΕ, αλλά ούτε και μόνιμους κοινωνικούς ελέγχους στην αγορά κεφαλαίων και στις άλλες αγορές, οι οποίοι άλλωστε θα ήταν ασύμβατοι με την ΕΕ, τη συμμετοχή μας στην οποία παίρνουν δεδομένη! Το ίδιο αντιφατικές με την συμμετοχή στην ΕΕ είναι οι προτάσεις τους για (πραγματικές, σε αντίθεση με τις σημερινές εικονικές) κρατικοποιήσεις των τραπεζών, την επανεθνικοποίηση στρατηγικών επιχειρήσεων (ΟΤΕ, Ολυμπιακή κ.ά.)! Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο ότι αντί να απαιτούν την αποπληρωμή του Χρέους από τις ντόπιες και ξένες ελίτ και τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα, κάποιοι από αυτούς μιλούν για πλήρη διαγραφή του, («ξεχνώντας» ότι παρόμοια μέτρα έχουν ληφθεί μόνο σε επαναστατικές συνθήκες --και όχι, βέβαια, μέσα στην ΕΕ!-- που δεν έχουν όμως σχέση με τις σημερινές συνθήκες, όπου κινδυνεύουμε ακόμη και τα μέτρα που θα πτωχεύσουν τα λαϊκά στρώματα να περάσουν «αβρόχοις ποσί» για τις ελίτ), ενώ άλλοι μιλούν για προσωρινή στάση με στόχο την επαναδιαπραγμάτευση του Χρεους…

Είναι, επομένως, προφανές ότι οι «αριστεροί οικονομολόγοι» που απαρτίζουν την «Πρωτοβουλία» δεν δέχονται τη θέση που αναπτύξαμε στο βιβλίο αυτό, ότι δηλαδή ήταν η ενσωμάτωση της χώρας στη διεθνοποιημένη καπιταλιστική οικονομία της αγοράς, που συντελέστηκε κυρίως με την ένταξή μας στην ΕΕ, αυτή που οδήγησε στη μεταπολεμική αναπτυξιακή «φούσκα» , η οποία μόλις έσκασε, και ότι, επομένως, το ευρώ και η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση λειτούργησαν απλώς σαν καταλύτες στη διαδικασία αυτή και όχι, βέβαια, σαν αιτίες. Αντίθετα, η άποψη που φαίνεται να στηρίζουν για τα αίτια της κρίσης είναι ότι αυτή βασικά οφείλεται στη συμπίεση των Γερμανικών μισθών σε σχέση με τους νοτιοευρωπαϊκούς, ως τη βασική αιτία της διεύρυνσης του ανοίγματος μεταξύ Ευρωπαϊκού Βορρά και Νότου στη παρούσα δεκαετία. Έτσι, όπως τονίζει ένας εκ των θεωρητικών πρωτεργατών της:[36]

Η είσοδος της Ελλάδας, όπως και άλλων χωρών της περιφέρειας, στην ευρωζώνη σήμανε σταθερή απώλεια ανταγωνιστικότητας. Ο κύριος λόγος ήταν οι παγωμένοι μισθοί των Γερμανών εργαζομένων που επέτρεψαν στο γερμανικό κεφάλαιο να κυριαρχήσει στην ευρωζώνη. Το αποτέλεσμα ήταν τεράστια ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών και συνεχής φθορά του παραγωγικού ιστού για τις χώρες της περιφέρειας.

Έτσι, τα διαρθρωτικά αίτια, τα οποία χαρακτηρίζουν οικονομίες στην περιφέρεια της ΕΕ όπως η Ελληνική, αγνοούνται, ο ίδιος ο ρόλος της ένταξης χωρών με διαφορετικές οικονομικές δομές σε μια Ενιαία Αγορά, και κατόπιν σε μια Νομισματική Ένωση, επίσης αγνοείται, και αυτό που τελικά αποτελεί τη βασική αιτία της κρίσης είναι οι «κακές» πολιτικές των Γερμανικών κυβερνήσεων αυτή τη δεκαετία! Το παρεπόμενο αυτού του είδους «ανάλυσης» είναι, βέβαια, ότι δεν τίθεται θέμα εξόδου από την ΕΕ, αλλά απλά θέμα εξόδου από την Ευρωζώνη για να γίνει δυνατή η διαγραφή του Χρέους, το οποίο, όπως και στη σοβαροφανή ανάλυση της «Επιτροπής ενάντια στο Χρέος», ανάγεται σε βασικό αίτιο της κρίσης, και όχι απλά στο σύμπτωμά της! Και αυτό, πέρα από το γεγονός ότι αποτελεί ανέκδοτο ότι θα μπορούσε να γίνει μονομερής διαγραφή του Χρέους, όχι μόνο χωρίς να υπάρχουν οι απαραίτητες επαναστατικές συνθήκες που επέτρεψαν παρόμοιες πράξεις στο παρελθόν, αλλά και ενώ θα εξακολουθούσαμε, σύμφωνα με τη «λύση» αυτή, να παραμένουμε κράτη-μέλη της ΕΕ όταν θα προβαίναμε σε παρόμοια ενέργεια. Δηλαδή, «ξεχνώντας» ότι η κοινοβουλευτική Χούντα έχει υποθηκεύσει κάθε κρατικό ενεργητικό στοιχείο με τη δανειακή συνθήκη του Μάη 2010 και ότι οι πιστωτές μας έχουν, επομένως, κάθε νομικό δικαίωμα να κατάσχουν οποιοδήποτε κρατικό περιουσιακό στοιχείο για να αποζημιωθούν και, ακόμη, «ξεχνώντας» ότι η ΕΕ έχει πολλά άλλα οικονομικά εργαλεία στη διάθεσή της για να «τιμωρήσει» παρόμοια ενέργεια και να δημιουργήσει ακόμη μεγαλύτερη κρίση από την σημερινή, εφόσον η οικονομία μας θα εξακολουθούσε να είναι απόλυτα εξαρτημένη από την Κοινοτική!

Πέρα, όμως, από τα παραπάνω, όπως έγινε φανερό με τα συνεχώς αναγγελλόμενα νέα μέτρα (δήθεν για για να αποπληρωθεί το Χρέος), το θέμα δεν ήταν ποτέ απλό πρόβλημα κακοδιαχείρησης και διαφθοράς που δημιούργησαν τα ελλείμματα (οπως ισχυρίζεται η Χούντα) αλλα ούτε και απλώς πρόβλημα κακού σχεδιασμού και κακών πολιτικών της Ευρωζώνης, (όπως ισχυρίζονται οι «αριστεροί οικονομολόγοι»). Οπως φανερώνει ο καταιγισμός νέων «τομών» που έχει ξεκινήσει η Χούντα, δεν αντιμετωπίζουμε απλά το πετσόκομμα μισθών συντάξεων κλπ αλλά κάτι ακόμη πιο σημαντικό: την κατάλυση στοιχειωδών κοινωνικών κατακτήσεων στις εργασιακές σχέσεις, στην ασφάλιση, την Παιδεία κ.λπ . To γεγονός αυτό δεν σημαίνει κάποια δήθεν «δεύτερη φάση» της κρίσης, οπως υποστηρίζει τώρα θεωρητικός πρωτεργάτης της «Πρωτοβουλίας»[37] που εξακολουθεί να θεωρεί την ΟΝΕ ως την «πηγή του προβλήματος», αποδίδοντας τις αιτίες της Ελληνικής δομικής κρίσης στην ΟΝΕ, αλλα ποτέ στην ίδια την ΕΕ και την ένταξη της οικονομίας στη διεθνοποιημένη καπιταλιστική οικονομία της αγοράς! Αυτο που πραγματικά σημαίνει είναι ότι, οπως ανέφερα παραπάνω, οι ξένες και ντόπιες ελίτ εκμεταλλεύονται τη σημερινή μετατροπή της χωρας σε προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ για να προχωρήσουν στην πλήρη εφαρμογή των «4 ελευθεριών» , δηλαδή του θεμελιακού Νομου της ΕΕ στον οποίο θεμελιώνεται όλη η Ενιαία Αγορά. Με άλλα λόγια, το Χρέος, τα ελλείμματα και ο «Μονόδρομος» είναι απλά προσχήματα για την ολοκλήρωση της ενσωμάτωσης της ελληνικής οικονομίας στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς.

Αλλά, ακόμη και τα κύρια μέτρα του «πακέτου» της εναλλακτικής λύσης που προτείνει η «Πρωτοβουλία» έρχονται σε πλήρη αντίφαση με τον προαναφερθέντα θεμελιακό νόμο της ΕΕ--εφόσον δεν θέτει θέμα εξόδου από την ΕΕ που αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή τους― και επομένως αποτελούν απλά ευχολόγια! Τέτοια αντιφατικά (και επομένως ουτοπικά) μέτρα στο πλαίσιο της ΕΕ είναι οι μόνιμοι έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων (μόνο κάποιοι έκτακτοι έλεγχοι με στόχο την κερδοσκοπική φυγή κεφαλαίων είναι δυνατοί), η κρατικοποίηση των μεγάλων τραπεζών (μόνο κρατικοποιήσεις των ζημιών τους, σε σχέση με την χρηματοπιστωτική κρίση, αποτελούν Κοινοτική πρακτική), η επαναφορά στο δημόσιο των στρατηγικής σημασίας ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων, όπως η Ολυμπιακή —όταν, ως γνωστόν, η ΕΕ —όχι η Ευρωζώνη— εξανάγκασε την ιδιωτικοποίησή της με συνεχή εξοντωτικά πρόστιμα, επειδή το κράτος την «προστάτευε»! κ.λπ.. Και αυτό, για να μην αναφέρουμε ότι η «Πρωτοβουλία», μη θέτοντας θέμα εξόδου από την ΕΕ, δεν μπορεί καν να θέσει θέμα κατάργησης της «απελευθέρωσης» των αγορών αγαθών και υπηρεσιών, κεφαλαίου και εργασίας που είναι πίσω από το Μνημόνιο και, συνακόλουθα, πίσω από τις ρυθμίσεις για το ασφαλιστικό, τα εργασιακά, τις ιδιωτικοποιήσεις κ.λπ.. Και, φυσικά, ούτε η δημιουργία των προϋποθέσεων για την οικοδόμηση μιας άλλης οικονομικής δομής που επικαλούνται, θα ήταν συμβατή με τις «4 ελευθερίες»!

Ακόμη και όταν, όπως ανέφερα επανειλημμένα, γνωστοί διεθνείς οικονομολόγοι προτείνουν ως μόνη εναλλακτική λύση την προσωρινή έξοδο από την ΟΝΕ, εάν θέλουμε να αποφύγουμε τα ληστρικά μέτρα σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων, αυτοί είναι απόλυτα συνεπείς τόσο με την Κοινοτική νομοθεσία, όσο και σχετικά με τα συμπληρωματικά άλλα μέτρα που προτείνουν (προσωρινοί έλεγχοι στη κίνηση κεφαλαίου, υποτίμηση της δραχμής κ.λπ.) δηλαδή, μέτρα προσωρινού χαρακτήρα, όπως και η ίδια η έξοδος από την Ευρωζώνη, με στόχο να ορθοποδήσει η οικονομία μέχρι να αποπληρωθεί το Χρέος. Γι’ αυτό και η λύση αυτή αποτελεί και το «τελικό χαρτί» που θα παίξει η τρόικα, εάν η οικονομία αρχίσει να καταρρέει με τα μέτρα της Χούντας. Αντίθετα, η «λύση» που προτείνει η «Πρωτοβουλία», η οποία έχει στόχο μια άλλη οικονομική ανάπτυξη, αναφέρεται σε μέτρα μονίμου χαρακτήρα (κρατικοποιήσεις Τραπεζών και μεγάλων επιχειρήσεων, αντίστοιχοι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίου κ.ά.), δηλαδή, σε μέτρα που είναι απολύτως ασύμβατα με τις «4 ελευθερίες» της ΕΕ και, επομένως, ουτοπικά!

Το κυριότερο, όμως, είναι ότι τα μέτρα αυτά δεν μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για τη δημιουργία των προϋποθέσεων ενός εντελώς διαφορετικού οικονομικού μοντέλου, το οποίο θα στηρίζεται στην οικονομική αυτοδυναμία και τη τελική εξάλειψη της ανάγκης δανεισμού, όπως προκύπτει από σχετικές δηλώσεις πρωτεργάτη της «Πρωτοβουλίας», όπου δεν απορρίπτεται απλώς η αυτάρκεια, αλλά και η οικονομική αυτοδυναμία : «η εναλλακτική πολιτική που προτείνεται εδώ δεν έχει τίποτε να κάνει με την αυτάρκεια. Η Ελλάδα πρέπει να διατηρήσει τις προσβάσεις της στις διεθνείς ροές εμπορίου, ανθρώπινου δυναμικού και κεφαλαίου. Το ζητούμενο είναι να υπάρξει ελεγχόμενη και οργανωμένη πρόσβαση».[38]

Και, πράγματι, παρόμοιο εγχείρημα για οικονομική αυτοδυναμία θα ήταν αδύνατο, ακόμη και πριν 2-3 χρόνια, όταν η ενσωμάτωση της χώρας στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς ήταν δεδομένη στη συνείδηση της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού. Σήμερα, όμως, τίποτα δεν είναι πια δεδομένο και, επομένως, ούτε η ένταξή μας στην ΕΕ/ΟΝΕ που έφερε την κατάλυση κάθε εθνικής κυριαρχίας στο οικονομικό επίπεδο, ούτε η απελευθέρωση των αγορών (κεφαλαίου, εμπορευμάτων και εργασίας) που οδήγησε στις «ελαστικές» εργασιακές σχέσεις και στην αγοραιοποίηση του ασφαλιστικού, της παιδείας, της υγείας, και των κοινωνικών υπηρεσιών, καθώς και στη καταστροφή της παραγωγικής μας δομής. Η αυτοδυναμία αυτή δεν σημαίνει, βέβαια, «κλείσιμο των συνόρων», όπως διαστρεβλώνουν πολλοί την διαδικασία αυτή, αλλά ανάκτηση του κοινωνικού ελέγχου στην οικονομία που, σήμερα, είναι αδύνατος με ανοικτές και απελευθερωμένες αγορές. Το ποια μορφή θα πάρει τελικά ο κοινωνικός έλεγχος στην οικονομία και, κυρίως, εάν οι αγορές είναι ο καλύτερος τρόπος κατανομής των οικονομικών πόρων και κατά πόσο είναι συμβατές με μια πραγματική Οικονομική Δημοκρατία, είναι θέματα που θα αποφασιστούν από την ίδια την κοινωνία.

Με άλλα λόγια, το πρόγραμμα της «Πρωτοβουλίας» και των συνοδοιπόρων της είναι εντελώς αποπροσανατολιστικό, διότι όχι μόνο δεν είναι δυνατή η διαγραφή του Χρέους που προτείνουν, (παρά μόνο επαναναστατικώ δικαίω), αλλά ούτε καν η μείωσή του είναι δυνατή χωρίς τη συμφωνία των «εταίρων» μας (δηλαδή των πιστωτών) που θα βάλουν, βέβαια, τους δικούς τους όρους. Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο, ότι παρόμοια επαναδιαπραγμάτευση του Χρέους μέσα στην ΕΕ, (πιθανώς συνοδευόμενη και με τον εξαναγκασμό μας σε προσωρινή αποχώρησή μας από την Ευρωζώνη), αποτελεί βασικό εφεδρικό σχέδιο των «εταίρων» μας, σε περίπτωση αποτυχίας των σημερινών μέτρων! Ιδιαίτερα, μάλιστα, όταν η αποτυχία των μέτρων θεωρείται σίγουρη, εφόσον κανένα μέτρο δεν θα αποφύγει τον συνεχή αναδανεισμό της χώρας—ακόμη και αν ο αδίστακτος «Γιωργάκης» ξεπουλήσει τα πάντα για να αποπληρώσει το σημερινό Χρέος—όπως αποκάλυψε ο Peer Steinbrück, μέχρι πρόσφατα Γερμανός υπουργός οικονομικών, σε μόλις εκδοθέν βιβλίο του[39]:

«Η Ελλάδα δεν θα κατορθώσει να ορθοποδήσει χωρίς να αναδιαρθρώσει το χρέος της. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Οι πιστωτές της θα πρέπει να μειώσουν τμήμα των απαιτήσεών τους, αποδεχόμενοι επιμήκυνση της ημερομηνίας λήξης των ομολόγων που κατέχουν, ή μείωση των επιτοκίων, ή αυτό που λέγεται στην χρηματοπιστωτική ορολογία ‘κούρεμα’. Θα υπάρξουν κάποιοι που θα ταραχθούν επειδή το λέω αυτό δημόσια , αλλά αυτός είναι ακριβώς ο τρόπος με τον οποίο πρέπει κανείς να αντιμετωπίζει καταχρεωμένες χώρες που είναι μέλη του κλαμπ του».

Τέλος, όσον αφορά στο «Αριστερό Βήμα», το συμπέρασμα, στο οποίο καταλήγουν οι υπογράφοντες τη σχετική Διακήρυξη, είναι σαφές:[40]

Ζητήματα όπως η αντιμετώπιση θεσμικών μορφών καπιταλιστικής ολοκλήρωσης (ΕΕ, ΟΝΕ, ΔΝΤ), η παύση πληρωμών και η διαγραφή του χρέους, το αίτημα εθνικοποίησης τραπεζών, η ρήξη με τις πρακτικές του τραπεζικού και του επιχειρηματικού κατεστημένου, καθώς και η αντιμετώπιση της βίαιης επίθεσης του κεφαλαίου με ριζική αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου, αλλά και η υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, μπορούν να αποτελέσουν τη βάση τέτοιων διεργασιών.

Είναι λοιπόν φανερό, ότι ο στόχος της νέας αυτής ευρύτερης κίνησης σε σχέση με την «Πρωτοβουλία» είναι να αποκτήσει ακόμη πιο «ενωτικό» χαρακτήρα η προσπάθεια αυτή. Γι’ αυτό και συγκεκριμένα μέτρα, όπως αυτά που πρότεινε η «Πρωτοβουλία» (τα οποία, όπως είδαμε, είναι άκρως αντιφατικά με την Ε.Ε. και επομένως ουτοπικά), στη Διακήρυξη, μπαίνουν απλά στο τραπέζι των «συλλογικών διεργασιών», εφόσον «είναι ιστορικό καθήκον όλων των πολιτικών κομμάτων και οργανώσεων της Αριστεράς, ανεξαρτήτως του ειδικού τους βάρους, να βρουν εκείνα τα ζητήματα –και είναι πολλά που μπορούν να οδηγήσουν σε ενότητα δράσης, ανταποκρινόμενα στις διαθέσεις των εργαζόμενων στρωμάτων, των ανέργων και της νεολαίας για συσπείρωση των δυνάμεων του κινήματος».

Από αυτή τη σκοπιά, η αοριστία αυτή, που φυσικά κανένα δεν θα εμπνεύσει να κάνει τη παραμικρή πραγματική δράση εναντίον της κοινοβουλευτικής Χούντας, είναι άλλη μια χαρακτηριστική ένδειξη του μεταμοντέρνου χαρακτήρα της Αριστεράς μας που, χωρίς «μπούσουλα» (δηλαδή ένα συνεκτικό πολιτικό πρόταγμα με τη δική του ανάλυση, τους στόχους και τη στρατηγική), προτείνει δράση με βάση τον «ελάχιστο κοινό παρονομαστή», ο οποίος αναπόφευκτα δεν πρόκειται να έχει καμιά σχέση με τις πραγματικές αιτίες της κρίσης, δηλαδή την εξωστρεφή «ανάπτυξη» και την ένταξη της Ελλάδας στην Ε.Ε.!

 


[1] Βλ. Τ. Fotopoulos “Transitional strategies and the Inclusive Democracy project”, DEMOCRACY & NATURE, vol.8, no.1 (March 2002); μετάφραση στο περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατία αρ. 6 & 7 (2004)

[2] Ν. Μουζέλης, «Τα διλήμματα της Αριστεράς», Το Βήμα (12/9/2010).

[3] Βλ. Κ. Βεργόπουλο, «Το θεσπέσιο πτώμα», Ελευθεροτυπία (24/11/2010).

[4] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία-10 Χρόνια Μετά (Ελεύθερος Τύπος, 2008) κεφ. 8

[5] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία (Ελληνικά Γράμματα, 2002), κεφ. 1 και Περιεκτική Δημοκρατία: 10 Χρόνια Μετά (Ελεύθερος Τύπος, 2008), κεφ. 1.

[6] Costas Douzinas, “Europe or the end of politics,Greek Left Review (16/8/2010). http://greekleftreview.wordpress.com/2010/08/16/europe-or-the-end-of-politics/

[7] Βλ. π.χ. P. Hirst & G. Thompson, Globalisation in Question (Polity Press, 1996), σελ 162-64

[8] Σύμφωνα με τον Pascal Lamy,επικεφαλής του ΠΟΕ, το διεθνές εμπόριο αναμένεται να αυξηθεί κατά 13,5% το 2010 που είναι ο ταχύτερος ρυθμός από τη δεκαετία του 1950! {Hamish McRae Securing a recovery is the least of our woes, Independent (22/9/2010).}

[9] World Bank, World Development Indicators 2010, Table 1.1

[10] Βλ. «Ανάλυση», Ελευθεροτυπία, (9/10/1999).

[11] Interview with US professor Richard Wolff, Greek Left Review (16/8/2010) (μετάφραση συνέντευξης του Wolff στην Αυγή που δημοσιεύθηκε στο τέλος του Μάη 2010, με την ευκαιρία ομιλίας του στο Παν. Αθηνών).

[12] Κ. Βεργόπουλος, Παγκοσμιοπoίηση: η μεγάλη χίμαιρα (Λιβάνης, 1999)

[13] Π.χ. Γ. Μηλιός στην έρευνα του Ιού με τον αποπροσανατολιστικό τίτλο «Τα αποκαλυπτήρια του συστήματος», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία (14/2/ 2010).

[14] Bλ. π.χ. Leslie Sklair, The Transnational Capitalist Class (Blackwell, 2001).

[15] Γ. Μηλιός, στο ίδιο.

[16] Βλ. T. Fotopoulos “Class Divisions Today: The Inclusive Democracy Approach,Democracy & Nature, Vol. 6, No. 2 (July 2000). Μτφ. Περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατία, αρ. 9 (Μάρτιος 2005).

[17] Βλ. και Τ. Φωτόπουλος, Η Ελλάδα ως προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ (Γόρδιος, Οκτώβρης 2010), Μέρος Τρίτο.

[18] Γιώργος Μητραλιάς, Μωϋσής Λίτσης κ.ά. http://thenetwar.com/2010/08/elliniki-epitropi-enantia-sto-chreos/

[19] Ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου της ΚΕ του ΚΚΕ, «Πράξη σωτηρίας για το λαό η απειθαρχία», (17/2/2010).

[20] Μάκης Παπαδόπουλος, «Χρεοκοπία του λαού ή των μονοπωλίων;», Ριζοσπάστης (27/6/2010).

[21] Βλ Τ. Fotopoulos “Transitional strategies and the Inclusive Democracy project,” DEMOCRACY & NATURE, ό.π και «Μεταβατικές στρατηγικές και ΠΔ” στο περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατία αρ. 6 & 7 (2004).

[22] Βλ. Τάκης Φωτόπουλος, Εξαρτημένη Ανάπτυξη: η Ελληνική περίπτωση (Εξάντας, 1985).

[23] Βλ. Δημήτρης Κωνσταντίνου, «Το παζλ της αντιεξουσιαστικής οικονομίας», Βαβυλωνία. http://www.babylonmedia.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=1983&Itemid=

[24] Βλ. για εμπεριστατωμένη ανάλυση του θέματος το συλλογικό κείμενο του Δικτύου για την Περιεκτική Δημοκρατία, «B-FEST: ο "αντι-εξουσιαστικός" (anti-authoritarian) ρεφορμισμός αντεπιτίθεται». http://www.inclusivedemocracy.org/brochures/27-5-2009-%CE%92FEST.htm

[25] Βλ. το άρθρο με τον τίτλο «Αιρετικές πολιτικές σκιές», Βαβυλωνία, αρ. 46.

[26] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Ο καπιταλισμός του Τσόμσκι, ο μετακαπιταλισμός του Άλμπερτ και η Περιεκτική Δημοκρατία (Γόρδιος, 2004).

[27] Βλ. παρεμβάσεις Θοδωρή Θεοδωρόπουλου, Επαμεινώντα Σκυφτούλη και Peter Bohmer αντίστοιχα στο : http://www.babylonia.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=1266:fest-της-άμεσης-δημοκρατίας-1η-μέρα&lang=el

[28] Βλ. Διάλογο για την απο-ανάπτυξη μεταξύ S. Latouche & T. Φωτόπουλου, περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατία, αρ. 20-21 (Καλοκαίρι-Χειμώνας 2010).

[29] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Ο καπιταλισμός του Τσόμσκι, ο μετακαπιταλισμός του Άλμπερτ, ό.π.

[30] Βλ. παρεμβάσεις Federico Demaria, Δημήτρη Κωνσταντίνου και Peter Bohmer αντίστοιχα στο: http://www.babylonia.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=1942%3A2010-09-10-00-37-29&catid=87%3Akoinonikesantistaseis&lang=el

[31] Βλ .τις παρεμβάσεις του δημάρχου της Μαριναλεντα Juan Manuel Sanchez Gordillo, του Μarc Τomsin και του Raoul Vaneigem. http://www.babylonia.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=1943:-3-q-q&catid=87:koinonikesantistaseis&lang=el

[32] Μπιτσάκης, Ρούσης, Καζάκης κ.ά. (15/5/2010). http://www.nomoneynodebt.gr/details.php?id=38

[33] Θόδωρος Αγγελόπουλος, Διονύσης Τσακνής, Νάντια Βαλαβάνη κ.ά. (6/7/2010). http://aristerovima.gr/

[34] Πρωτοβουλία οικονομολόγων-επιστημόνων: «Παύση πληρωμών ― έξοδος από το ευρώ» (15/5/2010). http://www.nomoneynodebt.gr/

[35] Βλ. Έρευνα για την Αριστερά και την Κρίση, «Ελευθεροτυπία» (19/5/2010).

[36] Κ. Λαπαβίτσας στην έρευνα «Η Κρίση και η Αριστερά», Ελευθεροτυπία (19/5/2010). Βλ και C. Lapavitsas, “Germany, a eurolaggard”, Guardian (22/3/2010).

[37] Κ. Λαπαβίτσας, «Η δεύτερη φάση της Ελληνικής Κρίσης», Αυγή (10/1/2010).

[38] Κ. Λαπαβίτσας στην έρευνα «Η Κρίση και η Αριστερά», Ελευθεροτυπία (19/5/2010).

[39] Peer Steinbrück, Unterm Strich (”The bottom line”) (Σεπτέμβρης, 2010) αναφέρεται σε άρθρο του Ralph Atkins “Steinbrück sees Greece rescheduling,” The Financial Times (14/9/2010).

[40] Βλ. «Έκκληση για το διάλογο και την κοινή δράση της Αριστεράς», http://aristerovima.gr/details.php?id=3

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

margin-top: 0; margin-bottom: 0" align="left">