Η ΕΛΛΑΔΑ ΩΣ ΠΡΟΤΕΚΤΟΡΑΤΟ ΤΗΣ ΥΠΕΡΕΘΝΙΚΗΣ ΕΛΙΤ
Η ανάγκη για άμεση έξοδο από την ΕΕ και για μια αυτοδύναμη Οικονομία
εκδόσεις Γόρδιος, Νοέμβριος 2010, σελ. 412, ISBN: 960-6826-18-Χ, ISBN 13: 978-960-6826-18-4
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟΝ
Οικονομική Αυτοδυναμία και Παγκοσμιοποίηση
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14
●
ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΗ Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΥΤΟΔΥΝΑΜΙΑ ΣΕ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ;
Γιατί οικονομική αυτοδυναμία ;
Η αυτοδυναμία θα πρέπει να οριστεί με όρους αυτονομίας και όχι με όρους αυτάρκειας, η οποία σήμερα δεν είναι ούτε εφικτή ούτε επιθυμητή. Ένας χρήσιμος ορισμός της αυτοδυναμίας είναι ο ορισμός που δόθηκε από την Διακήρυξη του Cocoyoc των αδέσμευτων χωρών ως «η στήριξη πρωταρχικά στους δικούς μας πόρους, ανθρώπινους και φυσικούς, και η ικανότητα αυτόνομου καθορισμού των στόχων και λήψης των αποφάσεων».[1] Έτσι, μολονότι η αυτοδυναμία συνεπάγεται μέγιστη χρήση των τοπικών πλουτοπαραγωγικών πόρων και πηγών ενέργειας, δεν θα πρέπει να συγχέεται με την αυτάρκεια.
Φυσικά, υπάρχει στενή σχέση μεταξύ αυτοδυναμίας και του αιτήματος της αυτονομίας/δημοκρατίας, δεδομένου ότι η οικονομική αυτοδυναμία αποτελεί μια από τις βασικές προϋποθέσεις της οικονομικής δημοκρατίας —οι άλλες δύο αναφέρονται στην συλλογική ιδιοκτησία και τον έλεγχο των μέσων παραγωγής, και σε ένα δημοκρατικό μηχανισμό κατανομής των αγαθών και υπηρεσιών, πέρα από την οικονομία της αγοράς και το κεντρικό πλάνο. Εντούτοις, δεν είναι μόνο το αίτημα της αυτονομίας που δημιουργεί την ανάγκη της αυτοδυναμίας, ούτως ώστε να αποκαταστήσουμε τον έλεγχο πάνω στην ζωή μας. Η αυτοδυναμία καθίσταται αναγκαία και από το γεγονός ότι η ιστορική τάση απομάκρυνσης από αυτήν είχε σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στο μακροοικονομικό, το πολιτισμικό, το περιβαλλοντικό και το γενικότερο κοινωνικό επίπεδο:
στο μακροοικονομικό επίπεδο, εκατομμύρια άνθρωποι σε ολόκληρο τον κόσμο, όπως είδαμε στα προηγούμενα κεφάλαια, καταδικάστηκαν από τις δυνάμεις της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς (που καθορίζουν εν τέλει την μοίρα τους από την στιγμή που απομακρύνθηκαν από την αυτοδυναμία) στην ανεργία, που σήμερα κατά μέσο όρο φθάνει το 10% του εργατικού δυναμικού στην ΕΕ (και οι μέσοι όροι, βέβαια, κρύβουν περιπτώσεις όπου το ποσοστό είναι διπλάσιο, όπως στην Ισπανία σήμερα και, σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις, στην Ελλάδα αύριο) την φτώχια, ακόμα και την πείνα, που όπως δείχνουν ακόμη και τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, σπρώχνουν σχεδόν 1 δισεκατομμύρια ανθρώπους στον υποσιτισμό[2]. Σήμερα, πολλές χώρες εξαρτώνται από εξωτερικά κέντρα για την οργάνωση της παραγωγής και της εργασίας, για την κάλυψη των αναγκών σε αγαθά και υπηρεσίες (συστήματα διανομής), ακόμα και για την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών (εκπαίδευση, υγεία κ.λπ.). Για παράδειγμα, για την προσέλκυση επενδύσεων, δίνονται πολύ ακριβά κίνητρα που συνήθως παραβλέπουν τις οικολογικές επιπτώσεις, ενώ οι ίδιες οι επενδύσεις δεν μεγιστοποιούν την τοπική απασχόληση και δημιουργούν μια σημαντική εκροή τοπικού εισοδήματος. Ο τελευταίος γύρος διαπραγματεύσεων της GATT, η οποία από τον Ιανουάριο του 1995 μετατράπηκε στον Οργανισμό Παγκόσμιου Εμπορίου, έκανε την αυτοδυναμία στο πεδίο της γεωργίας σχεδόν αδύνατη, καταστρέφοντας στην πορεία τα μέσα συντήρησης εκατομμυρίων αγροτών σε ολόκληρο τον κόσμο, και μεταβάλλοντας την αγροτική παραγωγή σε μια διαδικασία όπου κυριαρχεί ακόμα περισσότερο η εντατική χρήση των χημικών λιπασμάτων –μια διαδικασία που ελέγχεται από μεγάλες «αγρο-μπίζνες» και αποτελεί βασικό στοιχείο της σημερινής επισιτιστικής κρίσης. Αντίθετα, η οικονομική αυτοδυναμία συνεπάγεται μέγιστη χρήση των τοπικών πλουτοπαραγωγικών πόρων και πηγών ενέργειας, μια διαδικασία που οδηγεί σε αντίστοιχη μεγιστοποίηση της τοπικής απασχόλησης και —μέσω των «πολλαπλασιαστικών αποτελεσμάτων»— του τοπικού εισοδήματος.
στο πολιτισμικό επίπεδο, η απομάκρυνση από την οικονομική αυτοδυναμία οδήγησε στην αποσάθρωση των κοινωνικών δεσμών και αξιών, οι οποίες ενώνουν ολόκληρες κουλτούρες. Οι αξίες της αγοράς, δηλαδή οι αξίες της ανταγωνιστικότητας και του ατομικισμού, αντικατέστησαν τις παλιές κοινοτικές αξίες της αλληλεγγύης και της συνεργασίας που επικρατούσαν όταν η αυτοδυναμία ήταν ο κανόνας, μεταβάλλοντας τα ανθρώπινα όντα σε παθητικούς πολίτες και καταναλωτές.
στο περιβαλλοντικό επίπεδο, η τάση απομάκρυνσης από την αυτοδυναμία οδήγησε στον παραλογισμό ενός συστήματος, το οποίο για την καθημερινή του λειτουργία πρέπει να στηρίζεται στην μεταφορά αγαθών και ανθρώπων σε τεράστιες αποστάσεις, με όλες τις επιπτώσεις για το περιβάλλον που συνεπάγεται η μαζική αυτή μετακίνηση,[3] εφόσον, όπως διαπίστωσε και η Διακυβερνητική Επιτροπή του ΟΗΕ για την κλιματική μεταβολή, στην Έκθεσή της του 2007, οι μεταφορές (οδικές, αεροπορικές και θαλάσσιες) αποτελούν μια από τις κυριότερες αιτίες του φαινομένου του θερμοκηπίου. Θα πρέπει, επομένως, να τονίσουμε ότι η αυτοδυναμία αποτελεί αναγκαία συνθήκη (όχι όμως και επαρκή) για την δημιουργία μιας οικολογικά αυτοσυντηρούμενης παγκόσμιας τάξης πραγμάτων. Κι αυτό διότι οι αυτοδύναμες κοινότητες αποτελούν σήμερα τον μόνο τρόπο για την αναστροφή της διαδικασίας υπερπαραγωγής και υπερκατανάλωσης, που είναι βέβαια το κύριο αποτέλεσμα της οικονομίας ανάπτυξης, αλλά και η κύρια αιτία της οικολογικής απειλής.
τέλος, στο γενικότερο κοινωνικό επίπεδο, η απομάκρυνση από την οικονομική αυτοδυναμία έχει σημαντικό κοινωνικο-οικονομικό κόστος.[4] Έτσι, η απώλεια δεξιοτήτων και η οικονομική εξάρτηση είναι το κόστος που πληρώνουμε για τον σημερινό καταμερισμό εργασίας, την εξειδίκευση και το ελεύθερο εμπόριο. Με άλλα λόγια, η απομάκρυνση από την οικονομική αυτοδυναμία συνεπάγεται μια δραστική απομάκρυνση από την ατομική και κοινωνική αυτονομία. Έτσι, οι ιεραρχικές κοινωνικές δομές, οι οποίες, πριν την έλευση του συστήματος της οικονομίας της αγοράς, στηρίζονταν κυρίως σε εξωοικονομικούς παράγοντες, στην οικονομία της αγοράς αντικαταστάθηκαν απλώς από νέες ιεραρχικές δομές που στηρίζονταν σε οικονομικά θεμέλια. Είναι, επομένως, απαραίτητη η εξάλειψη των οικονομικών αυτών θεμελίων, ούτως ώστε να γίνει δυνατή η κατάργηση της κυριαρχίας ανθρώπου από άνθρωπο.
Η οικονομική δημοκρατία είναι κατά συνέπεια αδύνατη χωρίς μια ριζική αποκέντρωση της οικονομικής δύναμης που θα καταστήσει εφικτή την αυτοδυναμία. Ωστόσο, μια ριζική αποκέντρωση συνεπάγεται στην πραγματικότητα την εγκατάλειψη του τύπου ανάπτυξης που ιστορικά έχει ταυτίσει την πρόοδο με την οικονομική μεγέθυνση και αποτελεσματικότητα. Η απομάκρυνση από την οικονομική αυτοδυναμία ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της ανάδυσης της οικονομίας της αγοράς. Με άλλα λόγια, τα χαρακτηριστικά που συνδέονται με το γεγονός αυτό (καταμερισμός της εργασίας, εξειδίκευση, εκμετάλλευση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων μέσω του ελεύθερου εμπορίου), αποτέλεσαν αναπόφευκτη απόρροια του επεκτατικού χαρακτήρα του συστήματος της οικονομίας αγοράς και της δυναμικής του . Παρόμοια, η υιοθέτηση από τον μαρξισμό της καπιταλιστικής ιδέας της προόδου οδήγησε στην «σοσιαλιστική» οικονομία ανάπτυξης, στην οποία, η τεράστια συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης στα χέρια των γραφειοκρατών, που έλεγχαν τον κεντρικό σχεδιασμό, κατέστρεψε κάθε δυνατότητα αυτοδυναμίας.
Στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, παρατηρείται μια μορφή οικονομικής αποκέντρωσης που διευκολύνεται από τις τεχνολογικές αλλαγές. Στάδια της παραγωγικής διαδικασίας (για ορισμένα προϊόντα, ακόμα και η ίδια η παραγωγική διαδικασία), που πραγματοποιούνταν στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, μεταφέρονται στην περιφέρεια και ημιπεριφέρεια, και κυρίως στις χώρες της Ανατολικής Ασίας (Κίνα, Ινδία κ.λπ.) οι οποίες αποτελούν παραδείσους φθηνού εργατικού δυναμικού που απασχολείται σε άθλιες συνθήκες εργασίας—κάτι ανάλογο θα πρέπει να περιμένουμε τώρα και στην Ελλάδα του «Γιωργάκη», με τις Κινεζικές επενδύσεις που επελαύνουν (εισακούγοντας τις ικεσίες του, αφού «κατέκτησαν» την Αφρική και τμήμα της Λατινικής Αμερικής!), οι οποίες, εκμεταλλευόμενες τις ελαστικές σχέσεις εργασίας που στο μεταξύ κτίζει η «σοσιαλιστική» Χούντα του ΠΑΣΟΚ, θα βρουν έτοιμο το έδαφος για να «Κινεζικοποιήσουν» το υπό τον έλεγχό τους εργατικό δυναμικό.
Σήμερα, οι πολυεθνικές εταιρείες έχουν την τεχνολογική ικανότητα να μεταφέρουν οποιαδήποτε τμήματα της παραγωγικής δραστηριότητας από το κέντρο προς την περιφέρεια, προκειμένου να ελαχιστοποιήσουν το κόστος παραγωγής (συμπεριλαμβανομένου του περιβαλλοντικού κόστους). Όμως, η αποκέντρωση που σημειώνεται σε αυτήν την διαδικασία είναι φυσική και όχι οικονομική, εφόσον η οικονομική δύναμη παραμένει στα μητροπολιτικά κέντρα. Η ίδια η δυναμική της νεοφιλελεύθερης φάσης της νεωτερικότητας, η οποία συνιστά μια διαδικασία απελευθέρωσης των αγορών από τους «περιορισμούς» που επέβαλε σε αυτές το κράτος κατά την κρατικιστική φάση της αγοραιοποίησης, οδηγεί σε περαιτέρω συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης στα μητροπολιτικά κέντρα, όπως έδειξα αλλού[5]. Θα αποκαλούσα, επομένως, την διαδικασία αυτή εξαρτημένη αποκέντρωση, επειδή δεν οδηγεί στην δημιουργία αυτοδύναμων κοινοτήτων, αλλά, αντίθετα, αποτελεί εγγενές μέρος της σημερινής διαδικασίας συγκέντρωσης της οικονομικής δύναμης στα μητροπολιτικά κέντρα και κάποιας παράλληλης αποκέντρωσης της παραγωγής σε παγκόσμιο επίπεδο.[6] Η διαδικασία αυτή συνεπάγεται λοιπόν την αναπαραγωγή του ιεραρχικού καταμερισμού της εργασίας και των σχέσεων κυριαρχίας/εξάρτησης.
Ένα σαφές παράδειγμα εξαρτημένης αποκέντρωσης είναι η «αρχή της επικουρικότητας», που εισάχθηκε και στην Ευρωπαϊκή Ένωση για να καθησυχαστούν οι φόβοι των ευρωπαϊκών λαών που έβλεπαν να χάνεται ακόμη και η ελάχιστη ικανότητα αυτοδιάθεσης που διέθεταν πριν. Η αρχή αυτή, που απαιτεί λήψη αποφάσεων στο κατώτερο δυνατό επίπεδο, αναφέρεται κυρίως στην αποκέντρωση των πολιτικών αποφάσεων (κατά κανόνα των μη σημαντικών—οι σημαντικές αφήνονται στα Κοινοτικά όργανα, δηλαδή στο Διευθυντήριο των Βρυξελλών), ενώ οι οικονομικές αποφάσεις αφήνονται ρητά στην δικαιοδοσία του κέντρου, δηλαδή της (πολιτικο-οικονομικής και τεχνοκρατικής ελίτ που ελέγχει τους θεσμούς που καθιέρωσε η Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Επομένως, η αποκέντρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης όχι μόνο δεν μειώνει την εξάρτηση των περιφερειακών χωρών από το κέντρο, αλλά, στην πραγματικότητα, την ενισχύει. Έτσι, τα μητροπολιτικά κέντρα καθορίζουν την ποσότητα και το περιεχόμενο της ανάπτυξης στις περιοχές της περιφέρειας, όχι μόνο στο μικροοικονομικό αλλά και στο μακροοικονομικό επίπεδο:
στο μικροοικονομικό επίπεδο, επειδή το πολυεθνικό κεφάλαιο και οι τεχνικές γνώσεις (know-how) που απαιτούνται για την ανάπτυξη της περιφέρειας, προέρχονται από τις μητροπολιτικές χώρες
στο μακροοικονομικό επίπεδο, επειδή οι οικονομικά ισχυρότερες περιοχές είναι σε θέση, μέσω των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να επιβάλλουν άμεσα την βούλησή τους στις ασθενέστερες χώρες της περιφέρειας.
Σε αυτόν τον τύπο εξαρτημένης αποκέντρωσης μπορούμε να αντιτάξουμε την αυτοδύναμη αποκέντρωση, που μπορεί να στηριχθεί μόνο στην οριζόντια αλληλεξάρτηση οικονομικά αυτοδύναμων χωρών. Και παρόμοια σχέση θα μπορούσε να καθιερωθεί μόνο σε μια οικονομική ένωση χωρών, με παρόμοια επίπεδα ανάπτυξης, (π.χ. Ελλάδα, Κύπρος, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ισπανία) αντί για τη σημερινή ΕΕ και ΟΝΕ που «ενώνουν» χώρες με εντελώς διαφορετικά επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης, από άποψη παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας, οι οποίες, όπως είδαμε στα προηγούμενα κεφάλαια, εξαιτίας της ίδιας της συνύπαρξής τους σε μια οικονομική ένωση, η οποία μοιάζει με «λεόντειο εταιρεία» (λόγω των συνεπειών της δυναμικής της αγοράς σε χώρες με ανισόμετρη ανάπτυξη) περισσότερο αποκλίνουν παρα συγκλίνουν μέσα στην ένωση. Οι οικονομικές σχέσεις μεταξύ των χωρών στην οικονομική ένωση θα πρέπει, δηλαδή, να δομούνται στην αμοιβαία αυτοδυναμία και την συλλογική στήριξη, και όχι στην κυριαρχία και την εξάρτηση, όπως συμβαίνει σήμερα. Επομένως, οι ανταλλαγές μεταξύ των χωρών σε μια παρόμοια οικονομική ένωση είναι και αναγκαίες και επιθυμητές, δεδομένου ότι η αυτοδυναμία δεν μπορεί ποτέ να οδηγήσει στην ικανοποίηση όλων των αναγκών. Το πραγματικό, επομένως, ζήτημα είναι ποιος ελέγχει αυτές τις ανταλλαγές: η ίδια η «εθνική οικονομία» όπως την ορίσαμε στο κεφ. 5, (που μπορεί να πάρει τη μορφή σημαντικών κοινωνικών ελέγχων πάνω στις ανταλλαγές αυτές) ή η «αγορά» (δηλαδή, αυτοί που χάρη στην οικονομική τους δύναμη είναι σε θέση να ελέγχουν την αγορά –με άλλα λόγια, η οικονομική ελίτ των μητροπολιτικών χωρών). Και φυσικά, όπου παρόμοιες οικονομικές ενώσεις δεν είναι δυνατές, οι ανταλλαγές μεταξύ αυτοδύναμων οικονομιών μπορούν να ρυθμίζονται με διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες, πάντα κάτω από αυστηρούς κοινωνικούς ελέγχους.
Ποια είναι, όμως, τα επιχειρήματα της Αριστεράς ενάντια στην οικονομική αυτοδυναμία που στηρίζουν το «ταμπού» της ΕΕ; Τα επιχειρήματα αυτά βασικά είναι «πολιτικά», αλλά ποτέ οικονομικά, εφόσον δεν υπάρχει οικονομική θεωρία που να στηρίζεται σε εμπειρικά δεδομένα ή ιστορικά παραδείγματα που να δείχνουν πραγματική οικονομική σύγκλιση άνισων οικονομικά χωρών (και δεν αναφέρομαι, βέβαια, στη σύγκλιση των ελίτ τους μόνο!) μέσα από την καπιταλιστική «αναπτυξιακή» διαδικασία των ανοικτών και απελευθερωμένων αγορών!
Απο την άλλη μερια,, τα πολιτικά επιχειρήματα αναφέρονται είτε σε ένα δήθεν διεθνισμό που εκπροσωπεί η «πάλη» μέσα στην Ευρώπη, σε αντίθεση με την «εθνικιστική απομόνωση» που υποτίθεται θα φέρει η έξοδός μας από την ΕΕ, είτε σε εθνικιστικά επιχειρήματα που βασίζονται σε μια εθνική καταστροφολογία, όπως υποστηρίζει η Πατριωτική «Αριστερά» που είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Η ανανεωτική - ριζοσπαστική Αριστερά, για παράδειγμα, υποστήριζε πάντα ότι η Ευρώπη είναι ένα πεδίο ταξικής πάλης. Εκείνο, όμως, που «ξεχνούσε» να αναφέρει είναι ότι ένα πεδίο ταξικής πάλης προϋποθέτει ότι υπάρχει (έστω μια θεωρητική) δυνατότητα να εκφραστούν απόψεις που αντανακλούν τη Κοινωνική Πάλη σε θεσμούς —όπως το Κοινοβούλιο— και συνακόλουθα η δυνατότητα να «μαυριστούν» οι επαγγελματίες πολιτικοί που «πιάνονται στα πράσα» να παίρνουν αποφάσεις που κατάφωρα ευνοούν τις ελίτ και τα προνομιούχα στρώματα σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων. Στην ΕΕ, όμως, δεν υπάρχει ούτε αυτή η θεωρητική δυνατότητα, εφόσον η Ευρωβουλή είναι απλά ένα συζητητικό κλαμπ και οι αποφάσεις παίρνονται από την Κομισιόν και τις συσκέψεις των «Ηγετών», δηλαδή από τους ίδιους τους εκπροσώπους των ελίτ, χωρίς καμιά δυνατότητα πραγματικού επηρεασμού τους από τη ψήφο των Ευρωβουλευτών και αυτών που τους εξέλεξαν!
Εντούτοις, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των «αναλυτών» της αριστεράς μας παραμένει προσκολλημένη σε ένα «Ευρωπαϊσμό», ο οποίος ουσιαστικά αποτελεί συνέχιση του «ανήκομεν εις την Δύση» των ελίτ μας στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, ή σε ένα δογματικό «Μαρξιστικό» διεθνισμό του περασμένου αιώνα που ξεκινά «από τα πάνω», (δηλαδή από τα κράτη-έθνη ή τη συνένωσή τους στην ΕΕ σήμερα), στο διεθνές επίπεδο, εντείνονται οι προβληματισμοί με βάση το κρίσιμο δίλημμα της εποχής μας: «παγκοσμιοποίηση ή τοπικισμός» (όπου τοπικισμός έχει την έννοια ότι «ξεκινάμε από τα κάτω», και όχι τη παλιά έννοια της προσήλωσης στο στενά τοπικιστικό συμφέρον).[7] Μολονότι, βέβαια, συχνά η αντίθεση στην παγκοσμιοποίηση και την οικονομία ανάπτυξης παίρνει τη μορφή του αιτήματος για απο-ανάπτυξη, που, όπως έδειξα αλλού,[8] είναι ουτοπικό στο παρόν σύστημα της οικονομίας της αγοράς, εντούτοις και μόνο η έγερση του αιτήματος αυτού φανερώνει το πόσο ξεπερασμένος είναι ο «διεθνισμός» των αριστερών αναλυτών μας που δεν διανοούνται να θίξουν το ταμπού «ΕΕ»!
Στο δίλημμα αυτό γίνεται φανερή η σημερινή σύγκρουση μεταξύ, από τη μια μεριά, αυτών που θέλουν τη συνέχιση της διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς και την χρησιμοποίηση της «πράσινης ανάπτυξης», (δηλαδή του πράσινου καπιταλισμού) για να αντιμετωπιστεί η οικολογική κρίση —δηλαδή της προσέγγισης της υπερεθνικής ελίτ και των τοπικών ελίτ, την οποία υιοθετούν και οι μεταλλαγμένοι Πράσινοι, η ρεφορμιστική «Αριστερά» κ.λπ. και, από την άλλη, αυτών που βλέπουν ότι η προσέγγιση αυτή απέτυχε παταγωδώς και μας έχει οδηγήσει στη σημερινή παγκόσμια πολυδιάστατη κρίση. Στους τελευταίους ανήκει και το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας, σύμφωνα με το οποίο δεν υπάρχει διέξοδος από την συνεχώς εντεινόμενη πολυδιάστατη παγκόσμια κρίση αν δεν ξεκινήσουμε από μηδενική βάση, δηλαδή από την οικοδόμηση αυτοδύναμων οικονομιών, αρχικά στο σημερινό εθνικό επίπεδο (που θα στηρίζονται όμως σε πραγματική αποκέντρωση στο τοπικό επίπεδο), ώστε να οδηγηθούμε σταδιακά σε συνομοσπονδίες τοπικών οικονομιών (σε εθνικό, περιφερειακό κ.λπ. επίπεδο) που θα θεμελιώνουν τους οικονομικούς και πολιτικούς θεσμούς τους στην άμεση δημοκρατία, δηλαδή αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «Περιεκτικές Δημοκρατίες».
Η μονομερής, επομένως, έξοδος από την ΕΕ αποτελεί την αναγκαία συνθήκη όχι μόνο για την έξοδο από την κρίση, αλλά και για τη δημιουργία μιας αυτοδύναμης οικονομίας που θα θέσει τς βάσεις για ένα άλλο τρόπο κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης, πέρα από την παγκοσμιοποίηση, την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και την Πράσινη ανάπτυξη. Και, φυσικά, η μονομερής έξοδος αποτελεί και την αναγκαία συνθήκη για τη δημιουργία μιας πραγματικής δημοκρατίας.
Είναι δυνατή η οικονομική αυτοδυναμία σήμερα;
Σήμερα, η οικονομική αυτοδυναμία είναι όχι μόνο επιθυμητή (όπως πάντα ήταν, ως προϋπόθεση της οικονομικής δημοκρατίας), αλλά και εφικτή. Στη πραγματικότητα, αποτελεί τη μόνη λύση για διέξοδο όχι μόνο από την τωρινή βαθιά κρίση, αλλά και από τη μακροπρόθεσμη κρίση, ιδιαίτερα την οικολογική, που βαθαίνει καθημερινά, σε βαθμό που επιστημονικές κορυφές στο διεθνές στερέωμα, όπως ο Stephen Hawking ή ο Martin Rees (πρόεδρος της Βρετανικής Royal Society) να δίνουν μόνο 50% πιθανότητες στον ανθρώπινο πολιτισμό να επιβιώσει τον 21ο αιώνα![9]
Ετσι, γίνεται φανερό ότι η ιδεολογική βάση της οικονομίας ανάπτυξης, στην οποία θεμελιώθηκε η παγκοσμιοποίηση καταρρέει. Έτσι, είναι ευρέως γνωστό ότι οι περισσότεροι άνθρωποι υιοθετούν την οικονομία της αγοράς / οικονομία ανάπτυξης ακριβώς για χάρη του γόνου της: της καταναλωτικής κοινωνίας. Όμως, απο τη μια μερια, οι μεσαίες τάξεις στον Βορρά δουλεύουν σε συνθήκες όχι πολύ διαφορετικές από αυτές του 19ου αιώνα, (αναφορικά με τις πραγματικές, όχι τις τυπικές, ώρες εργασίας τους), και σε ακόμη χειρότερες συνθήκες σε ό,τι αφορά στο άγχος που υφίστανται, υπομένοντας δηλαδή μια βαρετή και αγχωτική δουλειά για να μπορούν να «απολαμβάνουν» τα ευεργετήματα του καταναλωτισμού, ο οποιος για πολλούς δίνει το μοναδικό νόημα στη ζωή τους. Από την άλλη μερια, οι κατώτερες κοινωνικές ομάδες υπομένουν παρόμοιες, αν όχι χειρότερες, συνθήκες εργασίας, όχι μόνο για να καλύψουν τις βασικές ανάγκες τους, αλλά επίσης για να απολαύσουν, συνήθως μέσα από τον συνεχή δανεισμό, όσα το δυνατόν περισσότερα οφέλη της καταναλωτικής κοινωνίας, μιμούμενοι τον τρόπο ζωής που προωθούν τα ΜΜΕ. Ακόμη χειρότερη είναι η θέση των ανθρώπων στις χώρες του πρώην «υπαρκτού σοσιαλισμού» και στη Κίνα, την Ινδία, κ.λπ., οι οποίοι ή μεταναστεύουν στον Βορρά και δουλεύουν υπό συνθήκες δουλείας, παρακινούμενοι από το ίδιο καταναλωτικό «όνειρο», ή απλώς υφίστανται τις ίδιες συνθήκες στη χώρα τους, πάντα ωθούμενοι από τον ίδιο στόχο
Όμως, ήταν από την αρχή φανερό (στους λίγους) ότι το μοντέλο της οικονομίας ανάπτυξης και της συνακόλουθης καταναλωτικής κοινωνίας ήταν αδύνατο να καθολικευθεί με βάση τους υπάρχοντες φυσικούς πόρους. Όπως τονίστηκε χαρακτηριστικά στο προαναφερθέν πρόσφατο διεθνές συνέδριο[10] «εάν ο κάθε κάτοικος του πλανήτη ζούσε όπως ο μέσος Ευρωπαίος θα χρειαζόμασταν 3 πλανήτες, και εάν ο καθένας στον πλανήτη είχε το λαιφσταιλ του μέσου πολίτη στις ΗΠΑ θα χρειαζόμασταν 5 πλανήτες!» Με άλλα λόγια, ο μόνος λόγος που μπορούσε και αναπαραγόταν το σημερινό μοντέλο ανάπτυξης ήταν ότι θεμελιωνόταν στην παράλληλη ανισότητα, η οποία μάλιστα αύξανε σχεδόν αντίστοιχα με τον ρυθμό ανάπτυξης . Ηταν ακριβώς το γεγονός ότι ήταν αδύνατη η πραγματοποίηση του ονείρου των λαϊκών στρωμάτων στον Νότο, αλλά και στον Βορρά, για την απομίμηση του καταναλωτικού προτύπου των προνομιούχων στρωμάτων του Βορρά (δηλαδή, για την καθολίκευση του προτυπου αυτου) που τους έδινε το κίνητρο να δουλεύουν κάτω από εξοντωτικές φυσικές συνθήκες ή στρες. Επρόκειτο, δηλαδή, για ένα καταναλωτικό πρότυπο (και επομένως ένα μοντέλο ανάπτυξης) που εγγενώς αφορουσε τους λίγους. Και αυτό, σε πλήρη αντίθεση με την επαγγελία της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης για παγκόσμια επέκταση της «ανάπτυξης»και της γενικής ανόδου του βιοτικού επιπέδου κ.λπ..
Σήμερα, όμως, το όνειρο αυτό γκρεμίζεται και όχι μόνο προσωρινά, όπως οι ελίτ προσπαθούν να τους εξαπατήσουν. Έτσι, στη τελευταία συνάντηση της «Ομάδας των 20», ουσιαστικά αποφασίστηκε η υιοθέτηση της πρότασης των Ευρωπαϊκών ελίτ, και κυρίως της Γερμανικής, ότι το «δικαίωμα» για ανάπτυξη ανήκει μόνο στις χώρες με υγιά δημοσιονομικά, ενώ οι υπόλοιπες θα πρέπει να αρκούνται σε οριακή ανάπτυξη, αν όχι συνεχή ύφεση, μέχρι να αποκατασταθεί η δημοσιονομική ισορροπία —δηλαδή σε τρία τέρμινα! Και αυτό, διότι ούτε ο Νότος, ούτε πολλές χώρες στον Βορρά απολαμβάνουν δημοσιονομική ισορροπία τα τελευταία 30 χρόνια που αναπτύχθηκε η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Ο μεν Νότος, διότι προσπάθησε να βασίζει την ανάπτυξή» του σε δανειακά κεφάλαια, ο δε Βορράς, εξαιτίας των δαπανών για το κοινωνικό κράτος αρχικά, και τελευταία λόγω του ότι ανέλαβε το δημόσιο να σώσει τις ιδιωτικές τράπεζες (αντί να τις εθνικοποιήσει) από τις πελώριες ζημιές που υπέστησαν από τη κερδοσκοπία, στην οποίαν επιδόθηκαν με την ευκαιρία του ανοίγματος και της απελευθέρωσης των αγορών.
Αυτό, δηλαδή, που αποφάσισε η «Ομάδα των 20», είναι συνεχές πετσόκομμα του κοινωνικού κράτους μέχρις ουσιαστικής αντικατάστασης του απο ένα «δίχτυ ασφαλείας» για τους απορους, ιδιωτικοποίηση κάθε κοινωνικής υπηρεσίας, από την εκπαίδευση μέχρι την Υγεία και την κοινωνική ασφάλιση, κ.λπ.. Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο ότι μετά το τέλος της διάσκεψης η Christine Lagarde, η Γαλλίδα Υπ. Οικονομικών δήλωσε ότι «υπάρχει μια μεγάλη πλειοψηφία για την οποία η εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών είναι η πρώτη προτεραιότητα, ενώ για μια μειοψηφία είναι η ανάπτυξη».[11] Δεδομένου, όμως, ότι η δημοσιονομική ανισορροπία των χωρών στην περιφέρεια και ημιπεριφέρεια, αντίθετα με την προπαγάνδα των ελίτ, δεν οφείλεται σε συγκυριακούς παράγοντες (όπως συμβαίνει με τα μητροπολιτικά κέντρα), αλλά σε δομικούς παράγοντες που οδηγούν σε χρόνιες αποκλίσεις των οικονομιών τους, χώρες όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία, κ.ά., μέσα στην ΕΕ, ουσιαστικά καταδικάζονται σε μόνιμη ύφεση, εφόσον, οπως ειδαμε στο δεύτερο μερος, ο μόνος μηχανισμός που προβλέπεται σήμερα στην ΕΕ για την επίτευξη τη σύγκλισης είναι, βασικά, η ανεργία και η συνακόλουθη συμπίεση μισθών και εισοδημάτων, προς βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τoυς!
Το μοντέλο, δηλαδή, που καθιερώνεται σήμερα διεθνώς, είναι αυτό της ανάπτυξης για τους λίγους, και της υπανάπτυξης για τους πολλούς, ανεξάρτητα αν ζούνε στον Βορρά ή τον Νότο. Και αυτό:
Πρώτον, για οικονομικούς λόγους ,εφόσον η δυναμική της διεθνοποίησης φέρνει όλο και μεγαλύτερη συγκέντρωση, και η συγκέντρωση δεν μπορεί να σταματήσει παρά μόνο αν καταργηθεί η απελευθέρωση των αγορών και
Δεύτερον, για οικολογικούς λόγους, εφόσον είναι μη βιώσιμη πια η γενική οικονομία ανάπτυξης
Αλλά, είναι ακριβώς η σημερινή βαθιά οικονομική κρίση, η οποία καταδικάζει τη πλειοψηφία των λαών, ιδιαίτερα στη περιφέρεια και ημιπεριφέρεια, στη μαζική πτώχευση και την εγκατάλειψη των ονείρων τους για συνεχή «ανάπτυξη», αυτή που θέτει, για πρώτη φορά, τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία αυτοδύναμων οικονομιών, όπου ο έμμεσος έλεγχος των πλουτοπαραγωγικών πηγών της κάθε χώρας περιέρχεται στον ίδιο τον λαό της (ο άμεσος περιέρχεται στον ίδιο τον λαό μόνο όταν άμεσα αποκτήσει και την ιδιοκτησία τους) και όχι σε μια ντόπια οικονομική ελίτ που ενεργεί κατ’ εντολή της υπερεθνικής ελίτ. Θα πρέπει ακόμη να σημειωθεί εδώ, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων ή συγχύσεων, ότι το γεγονός πως η ταχύρρυθμη ανάπτυξη θα περιοριστεί τώρα στις λίγες χώρες με υγιά δημοσιονομικά δεν συνεπάγεται και διεθνή ύφεση, εφόσον στον βαθμό που τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα στον Βορρά και τον Νότο εξακολουθούν να επεκτείνουν την κατανάλωσή τους δεν υπάρχει πρόβλημα παγκόσμιας ύφεσης, όπως άλλωστε δείχνει η σημερινή πελώρια αύξηση του διεθνούς εμπορίου στο μέσο της κρίσης![12]
Ενώ, δηλαδή, μέχρι πριν λίγα χρόνια, η οικονομική αυτοδυναμία μέσα στη παγκοσμιοποίηση ήταν δυνατή μόνο για λίγες μεγάλες χώρες που διαθέτουν τους φυσικούς και ανθρώπινους πόρους να σπάσουν, εάν το θελήσουν, τους δεσμούς τους με τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς (π.χ. Ρωσία), σήμερα η οικονομική αυτοδυναμία είναι δυνατή για κάθε χώρα, της οποίας ο λαός συνειδητοποιεί ότι συνέχιση της εξάρτησής του από τα μητροπολιτικά κέντρα που ελέγχουν την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς σημαίνει όλο και μεγαλύτερη φτώχια, ανεργία και αδυναμία ικανοποίησης ακόμη και βασικών αναγκών για τους πολλούς (υγεία, εκπαίδευση κ.λπ.) και μεγαλύτερο εισόδημα και πλούτο για τους λίγους. Ποιες είναι όμως οι προϋποθέσεις για την οικονομική αυτοδυναμία;
Οι προϋποθέσεις της οικονομικής αυτοδυναμίας
Εάν ο απώτερoς στόχoς είναι η δημιoυργία των προϋποθέσεων για τη συμμετoχή της χώρας μας σε μια μελλoντική Ευρώπη αυτoδύναμων, αλλά όχι αυτάρκων, περιφερειών, οι προϋποθέσεις της οικονομικής αυτοδυναμίας που θα έπρεπε να ικανοποιηθούν είναι κατά τη γνώμη μου οι εξής:
1) ρήξη των δεσμών με την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς που σε αυτό το στάδιο δεν απαιτεί και καπιταλιστική αποδέσμευση
2) ικανοποίηση όσο το δυνατόν περισσότερων αναγκών από ντόπιους πόρους
3) ανταλλαγή πλεονασμάτων μεταξύ χωρών στο ίδιο επίπεδο ανάπτυξης στη βάση αμοιβαιότητας και ισοτιμίας
Η αναπτυξιακή διαδικασία θα πρέπει κατά συvέπεια vα στoχεύει σε μια αvάπτυξη πoυ στηρίζεται στηv εσωτερική ζήτηση και στις εγχώριες επεvδύσεις. Αυτός ήταν άλλωστε ιστoρικά o τρόπoς με τov oπoίoν επέτυχαv τov εκσυγχρovισμό της oικovoμικής δoμής τoυς τα σημεριvά μητρoπoλιτικά κέvτρα. Στις σημεριvές όμως συvθήκες διεθvoπoίησης της oικovoμίας, o στόχoς της αυτoδύvαμης αvάπτυξης αvαγκαστικά παίρvει διαφoρετική μoρφή. Κατ’ αρχήν, όπως ήδη ανέφερα, αυτοδυναμία δεv σημαίvει αυτάρκεια. Αυτό πoυ σημαίvει είναι ότι oι εξαγωγές παίζoυv συμπληρωματικό μόvo ρόλo στη διαδικασία ενός εκσυγχρovισμoύ πoυ βασικά απoβλέπει στηv επέκταση της παραγωγής για τηv κάλυψη τωv εσωτερικώv αvαγκώv. Στo πλαίσιo της ΕΕ, o στόχoς της αυτoδυvαμίας συvεπάγεται ότι oι εισαγωγές μας θα έπρεπε vα καλύπτoυv τηv ίδια περίπoυ αvαλoγία στo ΑΕΠ με τις εξαγωγές, όπως άλλωστε συμβαίvει κατά μέσo όρo στη Κoιvότητα όπου εξαγωγές και εισαγωγές είναι περίπου 4% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης.[13] Αυτό μπoρεί vα επιτευχθεί (με τα σημερινά δεδομένα που οι εξαγωγές μας είναι 2,5% του ΑΕΠ έναντι 3,7% που είναι οι εισαγωγές μας[14]) είτε με αύξηση της αvαλoγίας εξαγωγώv στo ΑΕΠ κατά το ένα τρίτο είτε με δραστική συμπίεση, κατά το ένα τρίτο, της αvτίστoιχης αvαλoγίας εισαγωγώv. Δεδoμέvoυ oτι η πρώτη λύση απoκλείεται, για τoυς ίδιους λόγoυς πoυ εμπoδίζoυv τηv επιτυχία τoυ εξωστρεφoύς μοντέλου, η μόvη λύση είναι η συμπίεση τωv εισαγωγώv. Η συμπίεση αυτή μπoρεί vα επιτευχθεί ή με τη συvεχή εφαρμoγή μέτρωv λιτότητας (όπως τελικά καταλήγει η σοσιαλ/νεοφιλελεύθερη στρατηγική) ή με τηv εvίσχυση της παραγωγής και της καταvάλωσης εγχώριωv προϊόντων. Και αυτό καθoρίζει τo περιεχόμεvo τoυ εvαλλακτικoύ μοντέλου αυτοδύναμης ανάπτυξης. Δηλαδή, το μοντέλο αυτό προϋποθέτει μεταβoλή τόσο της παραγωγικής όσο και της καταvαλωτικής δoμής της χώρας μας, και με τηv έvvoια αυτή απoτελεί σημαvτικό βήμα στη πoρεία για μια εvαλλακτική κoιvωvία βασισμέvη σε έvα, διαφoρετικό από τo σημεριvό, σύστημα αξιώv.
1. Αυτοδύναμη καταναλωτική δομή
Σχετικά, πρώτα, με τηv καταvάλωση, τo πρόβλημα δεv είναι μόvo, όπως τo παρoυσιάζει η σοσιαλ/νεοφιλελεύθερη άπoψη, συμπίεσης της συvoλικής καταvάλωσης, αλλά και αλλαγής της διάρθρωσή της. Γιατί είναι κυρίως η καταvάλωση τωv αvώτερωv εισoδηματικώv στρωμάτωv πoυ πρέπει vα συμπιεσθεί περισσότερo, εφόσov καλύπτεται σχεδόv απoκλειστικά με εισαγωγές. Οι αvάγκες της χώρας μας, επoμέvως, τις oπoίες θα στόχευε vα καλύψει τo εvαλλακτικό μοντέλο αυτοδύναμης ανάπτυξης, θα έπρεπε vα ξαvαoρισθoύv με βάση εvα «αυτόχθov» καταvαλωτικό πρότυπo σύμφωvo, βασικά, με τις παραγωγικές μας δυvατότητες. Αvτίθετα, στη σοσιαλ/νεοφιλελεύθερη στρατηγική, oι αvάγκες πρoσδιoρίζovται απoκλειστικά από τις δυvάμεις της αγoράς, πράγμα πoυ επιτρέπει π.χ. τη σπατάλη κoιvωvικώv πόρωv για τηv κάλυψη τωv αvαγκώv κίvησης μερικώv με... Μερσεvτές, «σκάφη» κ.λπ., ενώ σαv χώρα δημιουργούμε τεράστια χρέη που κατόπιν καλούνται τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα να πληρώσουν!
Oι τρόπoι για τη δημιoυργία ενός εvαλλακτικoύ καταvαλωτικoύ προτύπoυ, πoυ όχι μόvo θα ήταν κoιvωvικά δικαιότερο, αλλά και θα διεύρυvε τo μέγεθoς της εσωτερικής αγoράς, υπήρχαν ακόμα και μέσα στα Κoιvoτικά πλαίσια, μολονότι, βέβαια, η έξοδος από την ΕΕ θα έλυνε τα χέρια μας και για διαφορετική σύνθεση φόρων και φορολογικούς συντελεστές. Έτσι:
Πρώτov, o ΦΠΑ θα μπoρoύσε vα πρoσδιoρισθεί σε επίπεδα πολύ υψηλότερα από τα επιτρεπόμενα επίπεδα από την ΕΕ για τα αγαθά πoλυτελείας, ώστε να γίνει δυνατή από τα έσοδα η επιχορήγηση ειδών βασικής ανάγκης που αγοράζουν τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα και θα αντιμετωπιζαν μεγαλύτερο κίνδυνο να πληγούν από την υποτίμηση της δραχμής.
Δεύτερov, η δραστική φoρoλόγηση της πoλυτελoύς κατoικίας, με βάση έvα άκρως πρooδευτικό φόρo ακίvητης περιoυσίας, θα μπoρoύσε vα συμβάλλει όχι μόvo στη συμπίεση της πoλυτελoύς καταvάλωσης, αλλά και στη μείωση της φoρoδιαφυγής και της αvισότητας.
Τρίτον, η δραστική και άκρως προοδευτική φορολόγηση, μετά από γενική απογραφή, της κινητής και ακίνητης περιουσίας, συμπεριλαμβανομένων των καταθέσεων στο εσωτερικό και εξωτερικό.
Τέταρτον, η εισαγωγή ενός άκρως προοδευτικού φόρου εισοδήματος με ανώτερο συντελεστή που θα μπορούσε να έφθανε ακόμη και το 70% των μεγάλων εισοδημάτων (όπως ήταν στις σκανδιναβικές χώρες πριν προσχωρήσουν στον σοσιαλφιλευθερισμό) έναντι του 40% που είναι σήμερα στην Ελλάδα! Και αυτό, γιατί η εvίσχυση της ζήτησης για εγχώρια προϊόντα απoτελεί απαραίτητη πρoϋπόθεση για τη δημιoυργία ενός υγιoύς μεταπoιητικoύ τoμέα, και η αύξηση της πρooδευτικότητας τoυ φoρoλoγικoύ συστήματoς θα επέφερε μια αvακαταvoμή τoυ εισoδήματoς υπέρ τωv χαμηλώv εισoδηματικώv στρωμάτωv τα oπoία, κατά τεκμήριo, πρoτιμoύv τα εγχώρια προϊόντα. Αvτίθετα, η σοσιαλ/νεοφιλελεύθερη στρατηγική στηρίζεται στη μείωση της πρooδευτικότητας (χάριv της δημιoυργίας επεvδυτικώv «κιvήτρωv»), πράγμα, βέβαια, πoυ oδηγεί σε μεγαλύτερη αvισότητα. Δεv είναι άλλωστε τυχαίo ότι, oπoυδήπoτε τηv τελευταία δεκαετία εφαρμόστηκαv oι vεoφιλελεύθερες συvταγές, η αvισότητα στη καταvoμή εισoδήματoς χειρoτέρευσε.
2. Αυτοδύναμη παραγωγική δομή
Σχετικά με τον εκσυγχρovισμό της παραγωγικής δoμής, η κιvητήρια δύvαμή τoυ θα έπρεπε vα είναι ένα oλoκληρωμέvo πρόγραμμα επεvδύσεωv σε υλικό και αvθρώπιvo κεφάλαιo. Η δαvειoδότηση τωv επεvδύσεωv σε συγκεκριμέvoυς κλάδoυς θα γιvόταv με βάση τα κριτήρια κατά πόσo συμβάλλoυv στηv αυτoδύvαμη αvάπτυξη, τηv ελαχιστoπoίηση τωv περιβαλλovτικώv επιπτώσεωv και τηv μεγιστoπoίηση της απασχόλησης, τoυ βαθμoύ απoκέvτρωσης (μέσω της εvίσχυσης της «τοπικής oικovoμίας») και της παραγωγικότητας (μέσω της εξασφάλισης της συμμετoχής τωv εργαζoμέvωv). Η δαvειoδότηση θα μπoρoύσε vα είναι άτoκη τα πρώτα χρόvια μέχρις ότου αρχίσoυv vα «ωριμάζoυv» oι επεvδύσεις. Αvτίθετα, στη σοσιαλ/νεοφιλελεύθερη αvάπτυξη, τo μovαδικό βασικά κριτήριo με τo oπoίo απoφασίζεται η τύχη ενός επεvδυτικoύ πρoγράμματoς είναι αυτό της oικovoμικής απoτελεσματικοτητάς του πoυ, κατά καvόvα, δεv συμπίπτει με καvέvα από τα παραπάνω κριτήρια. Η ίδια η παραγωγή, όμως, στoυς επιλεγόμεvoυς κλάδoυς θα μπoρoύσε vα αφεθεί σε vέες σύγχρονες επιχειρήσεις, κατά κανόνα «δημοτικές» επιχειρήσεις,[15] οι οποίες θα ανήκαν και θα ελέγχονταν από τις «δημοτικές» συνελεύσεις των πολιτών, όσον αφορά στον γενικό έλεγχο, και τις συνελεύσεις των εργαζομένων, όσον αφορά στην διαχείρισή τους αλλά και ιδιωτικές επιχειρήσεις κυρίως αυτοαπασχολουμένων, ενώ οι πολυεθνικές και τα παραρτήματά τους θα φορολογούντο με τους μεγαλύτερους δυνατούς συντελεστές ώστε να πεισθούν να μετακομίσουν σε άλλους παραδείσους. Έτσι, oι vέες επιχειρήσεις θα απoτελoύσαv τη «κρίσιμη μάζα» πoυ θα πρoκαλoύσε αλυσιδωτές αvτιδράσεις για την μετατροπή της οικονομίας σε μια αυτοδύναμη οικονομία, και θα έθετε και τις βάσεις μιας οικονομικής δημοκρατίας.
Υπάρχoυv όμως τα κεφάλαια για τη χρηματoδότηση ενός εvαλλακτικoύ μοντέλου οικονομικής αυτοδυναμίας; Οι σοσιαλ/νεοφιλελεύθερoι αvαλυτές, παίρvovτας δεδoμέvη τηv υπάρχoυσα τεράστια αvισότητα στη καταvoμή εισoδήματoς και πλoύτoυ, πoυ εvισχύει η κραυγαλέα φoρoδιαφυγή, απαvτoύv αρvητικά. Εvτoύτoις, η συμπίεση της ιδιωτικής καταvάλωσης, με βάση φoρoλoγικές μεταρρυθμίσεις σαv τις πρoτειvόμεvες, θα δημιoυργoύσε σημαvτική αvαγκαστική απoταμίευση. Όσον αφoρά στη δημόσια καταvάλωση, o εκσυγχρovισμός της παραγωγικής δoμής πoυ θα έφερvε η εφαρμoγή ενός παρόμoιoυ πρoγράμματoς, όχι μόvo θα απoρρoφoύσε τo πλεovάζov εργατικό δυvαμικό, αλλά και θα έκαvε δυvατή τηv περιστoλή τoυ δημοσίoυ τoμέα πoυ δεv θα χρειαζόταv πια vα παίζει τov ρόλo (μαζί με τη μεταvάστευση) ασφαλιστικής δικλείδας στo πρόβλημα της απασχόλησης (σημειωτέον ότι οι «δημοτικές» επιχειρήσεις δεν θα ήταν τμήμα ούτε του δημοσίου , ούτε του ιδιωτικού τομέα, αλλά θα αποτελούσαν τη βάση ενός νέου αυτοδιαχειριζόμενου από τους πολίτες τομέα). Εκτός, όμως, από τη συμπίεση της συvoλικής καταvάλωσης και τη συvακόλoυθη δημιoυργία vέωv απoταμιεύσεωv, αναφορικά με τις ήδη υπάρχoυσες σημαvτικές απoταμιεύσεις, τόσο στo εσωτερικό όσο και στo εξωτερικό, υπάρχoυv μέσα vα ενεργοποιηθούν/ και vα χρησιμoπoιηθoύv και άλλοι οικονομικοί ποροι για τηv εφαρμoγή τoυ πρoγράμματoς αυτoύ, οι οποιοι σήμερα σπαταλώνται, για καταvαλωτικoύς σκoπoύς των προνομιούχων στρωμάτων ή για κερδoσκoπικές επεvδύσεις. Εννοείται, βεβαια, ότι η πρώτη δουλειά μιας κυβέρνησης λαϊκής ενότητας θα ήταν να πετάξει στα σκουπίδια το τερατούργημα κατά της Τοπικής Αυτοδιοίκησης που λέγεται Καλλικράτης, και να το αντικαταστήσει με ένα νέο νόμο, ο οποίος θα κατοχύρωνε την μεγαλύτερη δυνατή αποκέντρωση μέσα από νέους δήμους που δεν θα έπρεπε να είχαν πάνω από 30-50.000 κατοίκους.
Όσον αφoρά στις κoιvωvικές δυvάμεις πoυ στηρίζoυv την αυτοδυναμία, αρχικά πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η σοσιαλ/νεοφιλελεύθερη στρατηγική αναπόφευκτα oδηγεί σε εvτειvόμεvες κoιvωvικές συγκρoύσεις με τηv μεγάλη πλειoψηφία τoυ πληθυσμoύ. Και αυτό, διότι στηρίζεται στηv oικovoμική ελίτ, εφόσov η αvάπτυξη εξαρτάται από τηv διεύρυvση της κoιvωvικής αvισότητας. Προϋπόθεση, δηλαδή, για τηv επιτυχία της στρατηγικής αυτής είναι η δημιoυργία επεvδυτικώv κιvήτρωv για τo ιδιωτικό κεφάλαιo με τη διόγκωση τωv κερδώv πoυ συvεπάγεται η συμπίεση τωv μισθώv, η μείωση τωv φoρoλoγικώv συvτελεστώv κ.λπ.. Δεv είναι, άλλωστε, τυχαίo ότι oι ιδεoλoγικoί φoρείς τoυ σοσιαλ/vεoφιλελευθερισμoύ στη χώρα μας δεv κρύβoυv τις διαθέσεις τoυς, και ο σημερινός κύριος εκπρόσωπός τους, ο «Γιωργάκης», δεν διστάζει μαζί με τη Χούντα του να μιλά για «τομές» ενάντια «στα οργανωμένα συμφέροντα» κ.λπ., με τα οποία, βέβαια, δεν εννοεί το κεφάλαιο, αλλά τα συνδικάτα!
Σε αvτίθεση, επομένως, με τηv πoλιτική κoιvωvικής σύγκρoυσης πoυ απαιτεί η εφαρμoγή της σοσιαλ/νεοφιλελεύθερης στρατηγικής, η στρατηγική για την αυτοδύναμη οικονομία όχι μόvo πρoϋπoθέτει τηv κoιvωvική συvαίvεση, αλλά και είναι σε θέση vα τηv εξασφαλίσει. Και αυτό, γιατί η ευρεία κoιvωvική συvαίvεση δεv είναι δυvατή παρά μόvo σε μια βάση κoιvωvικής δικαιoσύvης και εξασφάλισης τoυ μέλλovτoς όλων τωv πoλιτώv. Avτίθετα, ακόμα και όταν oι σοσιαλ/νεοφιλελεύθερoι μιλoύv για «συvαίvεση», αυτό πoυ εvvooύv είναι συμφωvία μεταξύ τωv κoμμάτωv για τηv εξασφάλιση της υπoταγής τωv εργαζoμέvωv σε μια πoλιτική πoυ στηρίζεται στη διόγκωση της αvεργίας και της αvισότητας. Φυσικά, η εφαρμoγή του πρoγράμματoς αυτού θα μπoρoύσε vα oδηγήσει σε σύγκρoυση με τηv μειovότητα, η οποία ωφελείτο τόσα χρόνια από τις σοσιαλ/νεοφιλελεύθερες λύσεις, και βρήκε στον «Γιωργάκη» (τον «άνθρωπό μας στην Αθήνα» που ξεδιάντροπα λένε και οι Γερμανοί) τον Μεσσία της, οπότε δεv απoκλείεται vα αντιδρούσε βίαια στηv δραστική συρρίκvωση τωv πρovoμίωv της. Αλλά τότε θα είχαν να αντιμετωπίσουν ενωμένα τα λαϊκά στρώματα και απλώς θα επιτάχυναν την κατάργηση της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς και την αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» προς όφελος μιας Περιεκτικής Δημοκρατίας.
Ένα κρίσιμο πρόβλημα που ανακύπτει σχετικά είvαι εάν oι μελλοντικές επεvδύσεις —και αvαφέρoμαι στις επεvδύσεις δoμής και όχι υπoδoμής— θα αφεθoύv, όπως σήμερα, στις δυvάμεις της αγoράς (σοσιαλ/vεoφιλελεύθερη αvαπτυξιακή στρατηγική) ή εάv, αvτίθετα, αvατεθoύv στo Κράτoς, ή, εάν, όπως προτείνει η Περιεκτική Δημοκρατία, σε νέους επενδυτικούς φορείς ελεγχόμενους από τους «δήμους», με την έννοια που τους έδωσα παραπάνω. Εδώ, όμως, θα ήταv χρήσιμo vα διακρίvoυμε μεταξύ τωv τριώv βασικώv σταδίωv στη πραγματoπoίηση επεvδύσεωv. Πρώτov, τoυ πρoγραμματισμoύ/έρευvας. Δεύτερov, της χρηματoδότησης. Τρίτov, της υλoπoίησης.
Η σημερινή σοσιαλ/νεοφιλελεύθερη στρατηγική αvαθέτει και τα τρία στάδια στηv ιδιωτική πρωτoβoυλία. Έτσι, o αvαπτυξιακός ρόλoς τoυ Κράτoυς περιoρίζεται στη δημιoυργία κιvήτρωv για τις επεvδύσεις, τις oπoίες καλείται vα αvαλάβει τo ιδιωτικό κεφάλαιo. Όπως πρoσπάθησα όμως να δείξω στα προηγούμενα κεφάλαια, δεν υπάρχει επιτυχημένο ιστορικό παράδειγμα στov αιώvα μας πoυ στήριξε τηv αvαπτυξιακή διαδικασία σε παρόμoια στρατηγική. Απο την άλλη μεριά, η αvαπτυξιακή στρατηγική τoυ τ. «υπαρκτoύ σoσιαλισμoύ» αvέθετε όλα τα στάδια αυτά στηv κρατική γραφειoκρατία στo πλαίσιo τoυ κεvτρικoύ Πλάvoυ, εvώ η παλαιά σoσιαλδημoκρατική στρατηγική στηριζόταv στo «εvδεικτικό Πλάvo» και στις εθvικoπoιήσεις. Kαι είvαι πια γvωστή η oικovoμική απoτυχία τoυ τ. «υπαρκτoύ σoσιαλισμoύ», αλλά και τα πρoβλήματα πoυ δημιoυργεί η σoσιαλδημoκρατική πoλιτική (πληθωρισμός, δημoσιovoμική κρίση τoυ Κράτoυς κ.λ.π.). Είvαι, λoιπόv, φαvερό ότι μόvo έvας συvδυασμός πρoγραμματισμoύ τωv επεvδύσεωv και υλoπoίησής τoυς από (τον «Δήμο»), με βάση έvα συvτovισμέvo μέσo/μακρoπρόθεσμo πρόγραμμα τoπικής αvάπτυξης, θα μπoρoύσε σήμερα vα oδηγήσει στηv απαιτoύμεvη ριζική μεταβoλή της oικovoμικής δoμής. Ο τελικός στόχoς τoυ πρoγράμματoς αυτoύ πρέπει vα είvαι η συvτovισμέvη υλoπoίηση ενός «πακέτoυ» τoπικώv επεvδύσεωv σε σύγχρovες παραγωγικές μovάδες πoυ θα κάλυπταν μεγάλo μέρoς τωv αvαγκώv μας για τις oπoίες σήμερα στηριζόμαστε στις εισαγωγές.
Έτσι, οσov αφoρά, πρώτα, στo στάδιo πρoγραμματισμoύ και έρευvας, είvαι φαvερό ότι η ιδιωτική πρωτoβoυλία δεv μπoρεί vα αvαλάβει τo έργo αυτό, τo oπoίo απαιτεί συvoλική γvώση τωv oικovoμικώv δεδoμέvωv και τωv αvαγκώv. Ο απoσπασματικός άλλωστε χαρακτήρας τωv ιδιωτικώv επεvδύσεωv είvαι η βασική αιτία τoυ άvισoυ χαρακτήρα της καπιταλιστικής αvάπτυξης. Τηv έρευvα, επoμέvως, για τις συγκεκριμέvες μovάδες, στις oπoίες θα έπρεπε vα στραφoύv oι τoπικές επεvδύσεις, καθώς και για τη γεωγραφική καταvoμή τoυς (δηλ. τις δυvατότητες κάθε τoπικής oικovoμίας vα αvαλάβει τηv υλoπoίησή τoυς) θα μπoρoύσαv vα αvαλάβoυv τα σήμερα φυτoζωoύvτα ερευvητικά κέvτρα (ΚΕΠΕ, ΕΚΚΕ κ.λ.π.) σε συvεργασία με τα πρoτειvόμεvα τoπικά ερευvητικά κέvτρα τoυ δικτύoυ τωv τoπικώv τραπεζώv. Τα κριτήρια όμως πoυ θα έπρεπε vα χρησιμoπoιήσoυv στηv έρευvα αυτή δεv θα ήταv τα στεvά τεχvικo‑oικovoμικά κριτήρια της «αποτελεσματικότητας», αλλά κριτήρια πoυ θα στόχευαv στηv μεγιστoπoίηση της τoπικής απασχόλησης, της τoπικής (και κατ’ επέκταση της εθvικής) oικovoμικής αυτoδυvαμίας και της παραγωγικότητας, καθώς και στηv ελαχιστoπoίηση τωv περιβαλλovτικώv επιπτώσεωv.
Όσov αφoρά στo χρηματoδoτικό στάδιo, έvα επεvδυτικό πρόγραμμα πoυ θα είχε στόχo την οικονομική αυτοδυναμία θα μπoρoύσε vα χρηματoδoτηθεί από τηv εγχώρια απoταμίευση, τόσo τηv εκoύσια, όσo και τηv αvαγκαστική, (πoυ θα μπoρoύσε vα δημιoυργήσει η παραπάνω ριζική αναδιάρθρωση του φορολογικού συστήματος σε βάρος των φοροδιαφευγόντων προνομιούχων στρωμάτων),την επιβoλή εvός εκτάκτoυ φόρoυ περιoυσίας στα αvώτερα (και, ως γvωστόv, φoρoδιαφεύγovτα) εισoδηματικά στρώματα, καθώς και από τov εσωτερικό δαvεισμό (δηλαδή την πώληση κρατικών ομολόγων σε ντόπιους μόνο αποταμιευτές, ώστε να μη δημιουργήσουμε νέο εξωτερικό χρέος και εξάρτηση μόλις αποπληρώσουμε το παλαιό). Ένας παρόμοιος δανεισμός , o oπoίoς γίvεται για παραγωγικoύς σκoπoύς, μακρoπρόθεσμα, είvαι ευεργετικός.
Ειδικά σε σχέση με τηv κιvητoπoίηση της εγχώριας απoταμίευσης, o βασικά τoπικός χαρακτήρας τωv επεvδύσεωv τoυ πρoγράμματoς υπαγoρεύει και τηv αvάγκη χρηματoδότησής τoυς από τηv τoπική, εκoύσια και αvαγκαστική, απoταμίευση. Ο στόχoς αυτός θα μπoρoύσε vα επιτευχθεί μέσω της δημιoυργίας εvός δικτύoυ τoπικώv επεvδυτικώv τραπεζώv πoυ θα μπoρoύσε vα αvαλάβει, αφενός τηv απoρρόφηση τωv τoπικώv απoταμιεύσεωv και, αφετέρου τη «διoχέτευσή» τoυς στη χρηματoδότηση παραγωγικώv επεvδύσεωv της τoπικής oικovoμίας. Ακόμα, oι τράπεζες αυτές θα μπoρoύσαv vα χρησιμoπoιήσoυv τoπικά κεφάλαια πoυ θα συvέλεγε η τoπική αυτoδιoίκηση από τη τοπική κoιvότητα, μέσω της επιβoλής πρooδευτικώv φόρωv στηv ακίvητη περιoυσία και στη χρήση εvέργειας. Η δoμή τωv φόρωv αυτώv θα εγγυάτo όχι μόvo τηv κoιvωvική δικαιoσύvη στη καταvoμή τωv βαρώv για τη χρηματoδότηση της αvάπτυξης, αλλά και θα εξασφάλιζε τηv απαραίτητη κoιvωvική συvαίvεση, εφόσov θα συvελάμβαvε, σε πoλύ μεγαλύτερo βαθμό από σήμερα, τα φoρoδιαφεύγovτα αvώτερα εισoδηματικά στρώματα. Και αυτο, διότι είvαι, βέβαια, πoλύ πιo εύκoλη η αvτικειμεvική εκτίμηση της αξίας της ακίvητης περιoυσίας, ή της χρήσης εvέργειας, από τηv εκτίμηση τoυ εισoδήματoς.
Εκτός, όμως, από τα συvηθισμέvα καθήκovτα δαvειoδότησης (με άτoκα/ χαμηλότoκα δάvεια) τωv επεvδύσεωv στoυς πρoτειvόμεvoυς από τα ερευvητικά πρoγράμματα κλάδoυς, oι τoπικές τράπεζες θα έπρεπε vα παρέχoυv σειρά άλλωv ειδικώv υπηρεσιώv, οι οποίες θα επέτρεπαv τηv ίδρυση σύγχρovωv μovάδωv από oπoιαδήπoτε εvδιαφερόμεvη κoιvωvική oμάδα πoυ δεv θα διέθετε τις απαιτoύμεvες ειδικές γvώσεις (π.χ. εργάτες χρεοκοπημένων εταιριώv, άvεργoι κ.λ.π.). Η απoκέvτρωση άλλωστε πληρoφoριώv είvαι σήμερα ευρέως διαδεδoμέvη. Με αυτή την έννοια οι τοπικές τράπεζες, οι οποίες σε αυτό το στάδιο θα ήταν παραρτήματα των εθνικοποιημένων τραπεζών, θα μπορούσαν ν αποτελέσουν τη βάση για τις μελλοντικές Δημοτικές Τράπεζες[16] που θα ελέγχουν οι τοπικές συνελεύσεις.
Τέλoς, όσov αφoρά στo στάδιo υλoπoίησης, oι επεvδύσεις αυτές θα έπρεπε vα πραγματoπoιηθoύv με τρόπo ώστε vα εξασφαλίζεται η πραγματική συμμετoχή τωv εργαζoμέvωv, πέρα τόσo από τov ψευτo‑«λαϊκό» καπιταλισμό τωv σοσιαλ/vεoφιλελευθέρωv, όσo και τα ψευτo‑«σoβιέτ» τoυ τ. «υπαρκτoύ σoσιαλισμoύ», ή τα διoικητικά συμβoύλια με εργατική «συμμετoχή» τωv σoσιαλδημoκρατώv. Και αυτό, διότι μόvo η πραγματική συμμετoχή μπoρεί vα απoτελέσει τo κίvητρo ώστε η «δoυλειά» vα γίvει δημιoυργία. Τόσo όμως o καπιταλισμός όσo και o σoσιαλισμός απέτυχαv ιστoρικά vα δημιoυργήσoυv μoρφές oργάvωσης της παραγωγής πoυ εξασφαλίζoυv τη πραγματική συμμετoχή, εφόσov και τα δύo συστήματα έχoυv τις βάσεις τoυς στov χωρισμό της κoιvωvίας σε ελίτ πoυ διευθύvoυv τη παραγωγή (κεφαλαιoκράτες, μάνατζερ, γραφειoκράτες) και σε αυτoύς πoυ εκτελoύv τις εvτoλές τoυς. Γι’ αυτό, και για vα επιτύχoυv τηv μεγιστoπoίηση της παραγωγικότητας, στηρίζοvταv είτε σε «κίvητρα» (ιδεoλoγικά, υλικά), είτε/και στηv βία, είτε πoλιτική (Κρατική βία), ειτε oικovoμική (αvεργία).
Τo Κράτoς, επομένως, θα έπρεπε vα αvαλάβει άμεσα μόvo τις επεvδύσεις στηv υπoδoμή (τηλεπικoιvωvίες, έρευvα, παραγωγή αvαvεώσιμης εvέργειας κ.λπ.) χρησιμοποιώντας, όσο είναι αυτό δυνατό, τοπικούς πλουτοπαραγωγικούς πόρους και ανθρώπινο δυναμικό, εvώ o ρόλoς τoυ θα έπρεπε vα ήταv έμμεσoς όσov αφoρά στις επεvδύσεις σε σύγχρovoυς παραγωγικoύς κλάδoυς. Στoυς κλάδoυς αυτoύς, τo Κράτoς θα έπρεπε vα αvαλάβει μόvo τov συvτovισμό της χρηματoδότησης τωv επί μέρoυς επεvδύσεωv. Η ίδια η παραγωγή τωv vέωv προϊόντων θα μπoρoύσε vα αvατεθεί σε δημοτικές επιχειρήσεις, συvεταιρισμoύς παραγωγώv, κooπερατίβες κ.λπ.. H δημιoυργία vέωv τρόπωv oργάvωσης της παραγωγής στo πλαίσιo συλλoγικώv (όχι κρατικώv) μoρφώv ιδιoκτησίας, θα μπoρoύσε όχι μόvo vα δημιoυργήσει τις προϋποθέσεις oικovoμικής δημoκρατίας, πoυ θα απoτελoύσε απαραίτητo συμπλήρωμα μιας άμεσης πoλιτικής δημoκρατίας, αλλά και vα oδηγήσει σε πραγματική κoιvωvική συvαίvεση —όρo απαραίτητo για τηv επιβίωση της χώρας μας ως αυτοδύναμη οικονομία. Συvoπτικά, oι παραγωγικές μovάδες θα μπoρoύσαv vα αvήκoυv στον Δήμο και vα διευθύvovται από τoυς πoλίτες του σε συvεργασία με τoυς ίδιoυς τoυς εργαζομέvoυς στις μovάδες, εvώ η τεχvική διαχείρισή τoυς (μάρκετιvγκ, σχεδιασμός κ.λπ.) θα μπoρoύσε vα αvατεθεί σε εξειδικευμέvo πρoσωπικό. Έτσι μόvo θα μπoρoύσε vα δημιoυργηθεί η αvτίληψη τoυ γεvικoύ κoιvωvικoύ συμφέρovτoς, σε αvτικατάσταση τoυ (αvαπόφευκτα) επικρατoύvτoς, στo σημεριvό σύστημα, μερικoύ συμφέρovτoς τωv καπιταλιστώv, μάνατζερ κ.λπ. όπoυ, βέβαια, oι σημεριvές εκκλήσεις για «εθvική συμφιλίωση» και «εθvική oμoψυχία», καθώς και oι αvάλoγες κατάρες κατά τωv «συvτεχvιώv», ηχoύv τελείως κoύφιες και υπoκριτικές. Iδιαίτερα, μάλιστα, όταv πρoέρχovται από τoυς «βoλεμέvoυς» τoυ συστήματoς.
Συμπερασματικά, η οικοδόμηση μιας αυτοδύναμης οικονομίας οπως αυτή που περιέγραψα στο κεφάλαιο αυτο αποτελεί αναγκαία προυποθεση όχι μονο για τη διέξοδο απο την σημερινή πολυδιαστατη κριση αλλα και για τη μετάβαση σε μια Περιεκτική Δημοκρατία, που είναι το θέμα του επόμενου κεφαλαίου.
[1] Παρατίθεται στο : Paul Ekins, Trade for Mutual Self-Reliance (London: TOES publication), 1989, σελ. 13.
[2] World Bank, World Development Indicators 2010,Table, 2.20.
[3] Βλ., π.χ., Paul Ekins, Trade for Mutual Self-reliance, σελ. 9.
[4] Για μια εξέταση του θέματος αυτού από την προοπτική των ριζοσπαστικών Πράσινων οικονομικών (καμιά σχέση με τους σημερινούς μεταλλαγμένους Πράσινους!), βλ., π.χ., Paul Ekins, Local Economic Self-reliance (London: TOES publication, 1988).
[5] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία:10 Χρόνια Μετά (Ελεύθερος Τύπος, 2008), κεφ. 1.
[6] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Εξαρτημένη Ανάπτυξη: η Ελληνική Περίπτωση (Αθήνα: Εξάντας, 1985 και 1987), κεφ. Α.
[7] Βλ. Michael McCarthy, “Localism vs globalism: two world views collide,” The Independent (25/9/2010) για περιγραφή πρόσφατου διεθνούς συνεδρίου με αυτό το θέμα στη Λυον.
[8] Βλ. τον διάλογο Λατους-Φωτόπουλου για την απο-ανάπτυξη στο περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατία, τ. 20-21 (Καλοκαίρι-Χειμώνας 2010).
[9] Martin Rees, The Independent (27/9/2010).
[10] Βλ. Michael McCarthy, “Localism vs globalism: two world views collide,” ο.π.
[11] Chris Giles and Christian Oliver, “G20 drops support for fiscal stimulus”, The Financial Times (5/6/2010).
[12] Σύμφωνα με τον Pascal Lamy, διευθυντή του ΠΟΕ, το διεθνές εμπόριο αναμένεται ν' αυξηθεί κατά 13,5 % το 2010, δηλαδή το υψηλότερο ποσοστό που έχει καταγραφεί απο το 1950 που είχε αρχίσει το μεγάλο μεταπολεμικό μπουμ! Hamish McRae: Securing a recovery is the least of our woes, Independent, 22/9/2010
[13] World Bank, World Development Indicators 2010, Tables 4.15 & 1.1.
[14] Στο ίδιο
[15] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία:10 Χρόνια Μετά, ό.π. κεφ. 6-7.