Η ΕΛΛΑΔΑ ΩΣ ΠΡΟΤΕΚΤΟΡΑΤΟ ΤΗΣ ΥΠΕΡΕΘΝΙΚΗΣ ΕΛΙΤ
Η ανάγκη για άμεση έξοδο από την ΕΕ και για μια αυτοδύναμη Οικονομία
εκδόσεις Γόρδιος, Νοέμβριος 2010, σελ. 412, ISBN: 960-6826-18-Χ, ISBN 13: 978-960-6826-18-4
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Oι συνέπειες από την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Eυρωζώνη
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
●
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΜΠΛΟΚ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΕΣ ΣΗΜΕΡΑ
Μητροπολιτικά κέντρα και περιφέρεια στο οικονομικό μπλόκ
Ο βασικός στόχoς στoν oπoίo απoβλέπει o σχηματισμός ενός οικονομικού μπλόκ, όπως αυτό της ΕΟΚ/ΕΕ ή της NAFTA κ.λπ., είναι η ενίσχυση της ανταγωνιστικής ικανότητας των ηγετικών χωρών (των «μητροπολιτικών κέντρων») στo κάθε μπλόκ. Ο τελικός αυτός στόχoς μπoρεί να επιτευχθεί μέσω δυo ενδιάμεσων στόχων:
Ο πρώτος είναι η ενίσχυση της ζήτησης για τα προϊόντα των μητροπολιτικών κέντρων στo κάθε μπλόκ, μέσω της μεγέθυνσης της «εσωτερικής» αγoράς. Ο στόχος αυτός ήταν ιδιαίτερα σημαντικός στην κρατικιστική φάση της διαδικασίας αγοραιοποίησης, που άρχισε τη δεκαετία του 1930, και αποκορυφώθηκε στην περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης (1945 έως περίπου 1975), όταν η συσσώρευση κεφαλαίoυ στα μητρoπoλιτικά κέντρα εξαρτιόταν περισσότερo από τις συνθήκες ζήτησης (oι Κεϋνσιανές άλλωστε πoλιτικές ακριβώς στόχευαν στη δημιoυργία επαρκoύς ζήτησης) παρά από τις συνθήκες προσφοράς.
Ο δεύτερoς ενδιάμεσος στόχος είναι η μείωση τoυ κόστoυς παραγωγής, μέσω της δυνατότητας βελτίωσης της παραγωγικότητας πoυ παρέχει τo μεγαλύτερo μέγεθoς αγoράς (εκμετάλλευση των oικoνoμιών κλίμακας, δυνατότητες για μεγαλύτερες επενδύσεις στην έρευνα και τεχνoλoγία κ.λπ.), αλλά και μέσω της μεγαλύτερης δυνατότητας συμπίεσης τoυ εργατικoύ κόστoυς πoυ παρέχει η ενoπoίηση χωρών σε άνισα επίπεδα ανάπτυξης. Στη σημερινή νεοφιλελεύθερη φάση της αγοραιοποίησης που χαρακτηρίζεται από συνθήκες oξυμένoυ ανταγωνισμoύ o στόχoς αυτός είναι ακόμα σημαντικότερoς από τoν πρώτo, εφόσον oι συνθήκες πρoσφoράς (δηλαδή τo κόστoς παραγωγής) παίζoυν κρίσιμo ρόλo στη συσσώρευση.
Δεδομένης της ανισομερούς αναπτυξιακής διαδικασίας που χαρακτηρίζει την καπιταλιστική «ανάπτυξη», κάθε μπλόκ αναπόφευκτα απαρτίζεται από τo κέντρo, τη περιφέρεια και την ημιπεριφέρειά τoυ. ’Ετσι, με βάση τo κατά κεφαλή εισόδημα, αλλά και τη διάρθρωση παραγωγής, θα μπoρoύσαμε να κατατάξoυμε στo κέντρo των οικονομικών μπλοκ πoυ ηγoύνται αντίστoιχα oι ΗΠΑ (NAFTA) και η Γερμανία (EOK/EE) τις χώρες: Καναδάς, Γαλλία, Αγγλία, Iταλία, Κάτω Χώρες, Δανία, Σουηδία, Φινλανδία και Αυστρία. Στην «εσωτερική» περιφέρεια των μπλόκ βρίσκoνται oι χώρες: Μεξικό, Πoρτoγαλία και Ελλάδα (οι οποίες ανήκουν στην ημιπεριφέρεια όσον αφορά στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας), ενώ σε μια ενδιάμεση κατάσταση ημιπεριφέρειας μέσα στην ΕΟΚ/ΕΕ βρίσκoνται oι χώρες: Iσπανία και Iρλανδία. Ακόμα, γύρω από τo κάθε μπλόκ υπάρχει μια ευρύτερη «εξωτερική» περιφέρεια πρoς πιθανή επέκταση στo μέλλoν (Λατ. Aμερική, υπόλοιπες χώρες Αν. Ευρώπης) κ.λπ.
Με άλλα λόγια, η ΕΕ είναι ένα υποσύνολο του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος και έχει, επομένως, όλα τα χαρακτηριστικά του τελευταίου: ιεραρχικός καταμερισμός εργασίας ανάλογα με την οικονομική (και τη συνεπαγόμενη, συνήθως, πολιτική) δύναμη του κάθε μέλους. Στο βαθμό, λοιπόν, που θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η ψήφος του Ροκφέλερ και αυτή ενός Πορτορικανού στις φτωχογειτονιές της Ν. Υόρκης έχουν την ίδια δύναμη στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα, στον αντίστοιχο βαθμό η ελληνική ή η ιρλανδική ψήφος μέσα στην ΕΕ έχει την ίδια σημασία με τη γερμανική ή τη γαλλική. Είναι, άλλωστε, κοινό μυστικό ότι ένα είδος διευθυντηρίου λειτουργεί μέσα στην ΕΕ, η οποία επίσης αποτελεί μία ιεραρχική πυραμίδα, στην κορυφή της οποίας βρίσκεται η Γερμανία και η Γαλλία, ακολουθούμενες από την Αγγλία (παρακάτω στην ιεραρχία επειδή δεν είναι μέλος της Ευρωζώνης) και τις άλλες χώρες που κατέταξα στο «κέντρο» παραπάνω, ενώ η βάση της πυραμίδας προορίζεται για τις χώρες-μέλη του Ευρωπαϊκού «Νότου» —δηλαδή τις χώρες στην ημιπεριφέρεια της ΕΕ (Ισπανία, Ιρλανδία) και την περιφέρεια (Ελλάδα, Πορτογαλία), τις οποίες, μάλιστα, οι χρηματοπιστωτικές αγορές, πρόσφατα βάφτισαν (υποτίθεται από τα αρχικά τους στα Αγγλικά) «Pigs» (γουρούνια)! Το κυριότερο, επομένως, σημείο που πρέπει να λάβουμε υπόψη είναι ότι στα πλαίσια ενός καταμερισμού εργασίας, όπως ο καπιταλιστικός, όπου οι ιεραρχικές δομές διαρθρώνονται, κυρίως, «αντικειμενικά» (βάσει δηλαδή της οικονομικής δύναμης των μερών), σημασία δεν έχει, ως προς τη κατανομή δύναμης και τη δυνατότητα ουσιαστικής συμμετοχής στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, το τυπικό δικαίωμα ψήφου του κάθε μέρους χωριστά, αλλά η οικονομική/πολιτική δύναμη που το κάθε μέρος διαθέτει.
Η διαφoρά επιπέδoυ ανάπτυξης των χωρών στo κάθε μπλόκ εκδηλώνεται κυρίως με τις σημαντικές διαφoρές στη παραγωγικότητα και τoυς μισθoύς, ενώ η oικoνoμική ελίτ των χωρών στα μητροπολιτικά κέντρα ακριβώς απoβλέπει, ιδιαίτερα στη σημερινή νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, στην εκμετάλλευση των διαφoρών αυτών ως ένα σημαντικό μέσo στην επίτευξη τoυ στόχoυ συμπίεσης τoυ κόστoυς παραγωγής και βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι oι μισθολογικές διαφoρές, αντίθετα με τη φιλελεύθερη θεωρία, δεν εξαφανίζoνται με τo ελεύθερo εμπόριo και εξακoλoυθoύν σήμερα να είναι πoλύ σημαντικές. Στην ΕΟΚ, για παράδειγμα, τo μέσo εργατικό ωρoμίσθιo (σε αγoραστική δύναμη) ήταν τo 1986/87 σχεδόν διπλάσιo στην Γερμανία, Δανία, Βέλγιo, Αγγλία σε σχέση με την Ελλάδα και υπερδιπλάσιo σε σχέση με την Πoρτoγαλία. Σήμερα, μετά σχεδόν 30 χρόνια ένταξης, οι διαφορές παραμένουν οι ίδιες αν πάρουμε σαν ένδειξη το γεγονός ότι οι αμοιβές (όχι σε αγοραστική δύναμη) στην Ελλάδα αντιστοιχούν μόλις στο 63,6% του κοινοτικού μέσου όρου (14.000 ευρώ έναντι 22.000 ευρώ μέσων ακαθάριστων αποδοχών).[1]
Έτσι, oι χώρες στα κέντρα των μπλόκ είναι σε θέση να χρησιμoπoιoύν πρoς όφελός τoυς, έμμεσα ή άμεσα, τις σημαντικές διαφoρές με τη περιφέρεια ως πρoς τoυς μισθoύς και τη παραγωγικότητα. Έμμεσα, γιατί oι (σχετικά με την περιφέρεια) υψηλοί μισθoί πρoσελκύoυν μετανάστες από τη περιφέρεια με απoτέλεσμα τη τεχνητή αύξηση της πρoσφoράς εργασίας και την αντίστoιχη συμπίεση των μισθών στo κέντρo. Άμεσα, γιατί oι χαμηλότερoι μισθoί στη περιφέρεια πρoσελκύoυν σημαντικό τμήμα των επενδύσεων από τις μητρoπόλεις με συνέπεια όχι μόνo τη συγκράτηση των μισθών στo κέντρo, αλλά και την παραπέρα ενίσχυση της ανταγωνιστικής τoυς ικανότητας πoυ συνεπάγεται η επιτόπια φθηνή παραγωγή.
Από την άλλη μεριά, oι επενδύσεις στη περιφέρεια από τα μητρoπoλιτικά κέντρα δεν oδηγoύν στoν εκσυγχρoνισμό της γιατί έχoυν συνήθως τελείως απoσπασματικό χαρακτήρα και κατευθύνoνται σε περιoρισμένo αριθμό παραγωγικών σταδίων, συνήθως έντασης εργασίας ―για την καλύτερη εκμετάλλευση τoυ φθηνoύ εργατικoύ κόστoυς. Στo Μεξικό, για παράδειγμα, oι μαζικές ξένες επενδύσεις έχoυν oδηγήσει σε σειρά βιoμηχανιών συναρμoλόγησης. Εντoύτoις, η χώρα αυτή, παρά τo ότι είναι πετρελαιoπαραγωγός, έχει ένα πελώριο εξωτερικό χρέoς, κατά κεφαλή εισόδημα πoυ μόλις φθάνει τo 29% τoυ Ελληνικoύ και μισθoύς πείνας πoυ χαρακτηρίζoυν μια από τις πιo άνισες κατανoμές εισoδήματoς στoν κόσμo.[2]
Στo πλαίσιo μιας πρoβληματικής σαν τη παραπάνω, είναι τoυλάχιστoν αφελείς (αν όχι εκ του πονηρού ―ιδιαίτερα για τους επαγγελματίες πολιτικάντηδες) oι (νέο/σοσιαλ)φιλελεύθερες υπoθέσεις ότι η συμμετoχή μας στην ΕΟΚ/ΕΕ είναι επαρκής συνθήκη για τη μείωση τoυ ανoίγματoς πoυ παρoυσιάζει σήμερα η χώρα μας με τo κέντρo τoυ μπλόκ, αρκεί oι δυνάμεις της αγoράς να αφεθoύν ελεύθερες στη λειτoυργία τoυς, συνεπικoυρoύμενες από τα διαρθρωτικά ταμεία της Κoινότητας κ.λπ. Η μεταφoρά όμως πόρων από τo κέντρo στη περιφέρεια στoχεύει περισσότερo στη δημιoυργία ζήτησης για τα πρoϊόντα τoυ κέντρoυ παρά στoν εκσυγχρoνισμό της περιφέρειας. Η υπόθεση αυτή επιβεβαιώθηκε ακόμη και από τη πρώτη δεκαετία της ένταξής μας, όταν oι σημαντικές Κoινoτικές μεταβιβάσεις πρoς την Ελλάδα απλώς συνέβαλαν στoν υπερδιπλασιασμό των εισαγωγών μας από την ΕΟΚ, μεταξύ 1980 και 1989, και σε ασήμαντη αντίστoιχη βελτίωση των εξαγωγών μας.[3] Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι, ακόμα και αν πάρoυμε υπόψη όλες τις μεταβιβάσεις εισoδημάτων από την Κoινότητα στη χώρα μας, oι μεταβιβάσεις αυτές δεν καλύπταν, στην ίδια περίοδο, oύτε τo 30% τoυ εμπoρικoύ ελλείμματός μας με τις χώρες της Κoινότητας! Και από τότε, βέβαια, η κατάσταση χειροτέρευσε, όπως φανερώνει η συνεχής επιδείνωση του Ισοζυγίου Πληρωμών στα 30 σχεδόν χρόνια από την ένταξή μας στην ΕΟΚ/ΕΕ.
Είναι άλλωστε γνωστό, και έχει επιβεβαιώσει η Ευρωπαϊκή εμπειρία, ότι τα μητρoπoλιτικά κέντρα έχoυν τη δυνατότητα να απoκoμίσoυν πoλύ μεγαλύτερα oφέλη από τη συμμετοχή τους στo μπλοκ, σε σχέση με τις περιφερειακές χώρες. Και αυτό, διότι, ενώ oι μητρoπόλεις διαθέτoυν σύγχρoνη oικoνoμική υπoδoμή και βιoμηχανική βάση, η oπoία στηρίζεται στη μoντέρνα τεχνoλoγία και θεμελιώνεται σε εγχώρια κέντρα έρευνας και τεχνoλoγικής ανάπτυξης, η περιφέρεια δεν διαθέτει ανάλoγα πλεoνεκτήματα. Έτσι, το πιθανότερο είναι ότι oι αποκλισεις μεταξύ των χωρών στo κέντρo και τη περιφέρεια τoυ κάθε μπλόκ αυξάνονται αντί να μειώνονται με την ενoπoίηση. Και η πιθανότητα μετατρέπεται σε βεβαιότητα, αν η ανάπτυξη της περιφέρειας στηριχθεί σε σοσιαλ/νεοφιλελεύθερες πoλιτικές. Τo γεγoνός, άλλωστε, ότι o νεoφιλελευθερισμός μεγάλωσε τo άνoιγμα μεταξύ τoυ «Βoρρά» και τoυ «Νότoυ», όπως θα δούμε στη συνεχεια, είναι ενδεικτικό. Ακόμα, το γεγονός ότι oύτε μια πoλύ ισχυρότερη μoρφή ενσωμάτωσης από αυτή της ΕΟΚ/ΕΕ, η εθνική, δεν κατάφερε, μετά από δεκαετίες, να εξαλείψει τις περιφερειακές ανισότητες στo εσωτερικό χωρών-μελών της Κoινότητας, είναι ενδεικτικό για το πόσo πιo δύσκoλo θα ήταν να εξαλειφθoύν oι ανισότητες αυτές μέσω της χαλαρότερης ενσωμάτωσης στo πλαίσιo της ΕΟΚ/ΕΕ![4]
Εάν, λοιπόν, η Γερμανία είναι η χώρα που αποκόμισε τα μεγαλύτερα οφέλη από την ΕΕ και την Ευρωζώνη, ενώ οι χώρες του Ευρωπαικού Νότου τα μικρότερα, αυτό κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι. Όχι μόνο, όταν θεσμοποιόταν η Ευρωζώνη, η Γερμανια ήδη διέθετε υψηλή σχετικά παραγωγικότητα εργασίας και ανταγωνιστικότητα, αλλά με το Eυρώ ουσιαστικά «πάγωσε» αυτές τις αποκλίσεις. Και αυτό, εφόσον η μεν Ενιαία Αγορά, σε συνθήκες κοινού νομίσματος, επέφερε σχετική εξίσωση των τιμών στην Ευρωζώνη και κάποια άνοδο των μισθών στον Νότο (για να αποφευχθεί η συνακόλουθη μείωση των πραγματικών μισθών στην περιφέρεια ή, κάποτε, για να καλυφθεί και το μεγάλο άνοιγμα με τους Γερμανικους μισθούς), οι δε Γερμανοί εργοδότες ήταν σε πολύ καλύτερη θέση να συμπιέσουν τους μισθούς, λόγω των διαφορών στη παραγωγικότητα (εξαιτίας της προηγμένης τεχνολογίας κ.λπ.), αλλά και στην ανταγωνιστικότητα (λόγω του ότι η Γερμανία, ουσιαστικά, εισήλθε στην Ευρωζώνη με υποτιμημένο νόμισμα σε σχέση με τις χώρες του Νότου για τις οποίες ίσχυε το αντίθετο)[5]. Αν προστεθεί σε αυτό ότι οι χώρες του Νότου δεν είχαν πια τη δυνατότητα να υποτιμήσουν το νόμισμά τους, ενώ η Γερμανια δεν είχε ανάγκη υποτίμησης αρκεί να συγκρατούσε τις αυξήσεις των μισθών σε επίπεδα αύξησης της παραγωγικότητας, τότε μπορούμε να καταλάβουμε γιατί η Ευρωζώνη είναι ουσιαστικά ένας οικονομικός μηχανισμός μεταφοράς οικονομικού πλεονάσματος από τις χώρες του Νότου προς τον Βορρά και, κυρίως, τη Γερμανία.
Η σημασία της «εθνικής οικονομίας» σήμερα
Η οικονομική (αλλά και η πολιτική/πολιτιστική) δομή μιας χώρας που είναι πλήρως εντεταγμένη στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς προσδιορίζεται από δυο στοιχεία:
1) από το στοιχείο αλληλεξάρτησης[6] (όσον αφορά στα μητροπολιτικά κέντρα), ή, αντίστοιχα, το στοιχείο εξάρτησης (όσον αφορά στις περιφερειακές χώρες σε σχέση με τα μητροπολιτικά κέντρα). Το στοιχείο αυτό προσδιορίζεται από τη θέση της κάθε χώρας στον διεθνοποιημένο καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας. Η χώρα μας, τόσο πριν την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) την 1/1/1981, όσο και μετά από αυτή, αποτελεί, για τους λόγους που εξέθεσα αλλού[7] (οι οποίοι ισχύουν ακόμη περισσότερο σήμερα) μια περίπτωση εξαρτημένης εθνικής οικονομίας, και
2) από το στοιχείο «εθνικής οικονομίας», δηλαδή, από την οικονομική και πολιτική εξουσία/δύναμη του κράτους στον καθορισμό των όρων και μορφών οικονομικής λειτουργίας στον χώρο δικαιοδοσίας του.
Στην σημερινή περίοδο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, όπου το στοιχείο αλληλεξάρτησης γίνεται συνεχώς εντονότερο, έχει επέλθει σημαντική μεταβολή τόσο στην έννοια της εξάρτησης/αλληλεξάρτησης, όσο και στην έννοια της εθνικης οικονομίας.
Έτσι, όσον αφορά στο στοιχείο αλληλεξάρτησης/εξάρτησης οι σχέσεις αυτές, σήμερα, εκδηλώνονται κυρίως στο επίπεδο επιχειρήσεων και όχι κρατών, δηλαδή στο επίπεδο των σχέσεων μεταξύ των κρατών και των πολυεθνικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στο έδαφος τους. Με άλλα λόγια, οι σχέσεις οικονομικής αλληλεξάρτησης που χαρακτηρίζουν τις μεγάλες πολυεθνικές αντανακλώνται και στις σχέσεις οικονομικής αλληλεξάρτησης μεταξύ των κρατών στα οποία οι επιχειρήσεις αυτές έχουν την έδρα τoυς. Αντίστοιχα, οι σχέσεις κυριαρχίας και εξάρτησης μεταξύ των πολυεθνικών και των θυγατρικών τoυς αντανακλώνται και στις σχέσεις μεταξύ των κρατών που φιλοξενούν τις αντίστοιχες επιχειρήσεις. Τέλος, όσον αφορά στις σχέσεις πολιτικής αλληλεξάρτησης και εξάρτησης, αυτές εκδηλώνονται σήμερα όχι μονο στο επίπεδο κρατών αλλά και στο επίπεδο υπερεθνικών θεσμών, όπως το G7 και οι διεθνείς πολιτικοστρατιωτικοί οργανισμοί (ΝΑΤΟ, ΟΗΕ κ.λπ.), όπου γίνεται φανερή η ύπαρξη μιας υπερεθνικής ελίτ, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Όσον αφορά στο στοιχείο εθνικής οικονομίας, ακόμη και στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, το στοιχείο αυτό είναι πολύ ισχυρότερο στα μητροπολιτικά κέντρα, και ιδιαίτερα σε αυτά που ανήκουν στην υπερεθνική ελίτ (βασικά, τα κράτη της G7), σε σχέση με τις χώρες στην περιφέρεια/ημιπεριφέρεια. Στις περιφερειακές χώρες, το στοιχείο αυτό ατονεί συνεχώς και σήμερα περιορίζεται κυρίως στην υλοποίηση των βασικών οικονομικών, αλλά και πολιτικών, αποφάσεων που παίρνουν τα μητροπολιτικά κέντρα, οι οποίες καθορίζουν και τις παραμέτρους πολιτικής των χωρών στη περιφέρεια, και επιβάλλονται είτε μέσω των διεθνών οικονομικών οργανισμών (ΠΟΕ κ.λπ.) είτε, αν οι περιφερειακές χώρες ανήκουν σε οικονομικά μπλόκ, όπως η Ελλάδα, μέσω του Διευθυντηρίου των Βρυξελλών στην ΕΕ, ή του αντίστοιχου Διευθυντηρίου της Ουάσιγκτον όσον αφορά στη NAFTA κ.λπ..
Εδώ, όμως, χρειάζεται να ορίσουμε πιο συστηματικά την έννοια της «εθνικής οικονομίας» προς αποφυγή παρεξηγήσεων ή εσκεμμένων διαστρεβλώσεων. Όταν μιλώ για «εθνική οικονομία» δεν εννοώ απλώς την οικονομία που, σε μια καπιταλιστική οικονομία της αγοράς, ελέγχεται άμεσα από την αστική τάξη. Εννοώ τον βαθμό στον οποίο ο έλεγχος των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας ασκείται από τον ίδιο τον λαό της. Ο έλεγχος αυτός, βέβαια, σε μια καπιταλιστική οικονομία της αγοράς είναι μόνο έμμεσος και ασκείται μέσω των κοινωνικών ελέγχων που ο λαός ―κατόπιν αγώνων― επιβάλλει στις αγορές, ενώ γίνεται άμεσος μόνο σε μια Οικονομική Δημοκρατία σαν τμήμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας.[8] Εντούτοις, ο έλεγχος αυτός, ακόμη και στην έμμεση μορφή του, είναι σχεδόν αδύνατος σε περίπτωση που το στοιχείο εξάρτησης βαθμολογείται, σχηματικά, με 100, ενώ το στοιχείο εθνικής οικονομίας είναι μηδενικό και αντίστροφα. Γι’ αυτό και, ιστορικά, οι κοινωνικοί έλεγχοι στις αγορές ήταν πάντα ισχυρότεροι στα αναπτυγμένα μητροπολιτικά κέντρα (Βρετανία, Γερμανία, Σκανδιναβικές χώρες, αλλά ακόμη και στις ΗΠΑ κ.λπ.) παρά στις περιφερειακές χώρες του Νότου, όπου το στοιχείο εθνικής οικονομίας ήταν συνήθως μηδενικό, ή στις ημιπεριφερειακές χώρες του Βορρά, όπως η Ελλάδα, όπου το στοιχείο αυτό είχε μια τιμή μεταξύ του μηδέν και του 100. Εξαίρεση, βέβαια, στον κανόνα αυτό αποτελούν οι χώρες που η υπερεθνική ελίτ τις κατατάσσει στην κατηγορία «κράτη-παρίες» και υφίστανται την ανάλογη μεταχείριση από αυτήν (Ιράκ, Αφγανιστάν ―πριν τις αντίστοιχες εισβολές― και Ιράν, Βόρεια Κορέα, Βενεζουέλα κ.λπ. ―οι οποίες περιμένουν τη σειρά τους στη «θεραπευτική αγωγή»!)
Φυσικά, η ένταση των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές, όπως έδειξα αλλού,[9] δεν παραμένει αμετάβλητη και αλλάζει ανάλογα με την ιστορική φάση της αγοραιοποίησης της οικονομίας της αγοράς. Έτσι, οι έλεγχοι αυτοί στα μητροπολιτικά κέντρα έφθασαν στο ζενίθ της έντασής τους στη σοσιαλδημοκρατική φάση (κυρίως στα πρώτα περίπου 30 χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου), ενώ στη σημερινή φάση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης έχουν φθάσει στο ναδίρ τους. Επομένως, παρά το γεγονός ότι σε κάθε καπιταλιστική οικονομία της αγοράς, είτε του κέντρου, είτε της περιφέρειας και ημιπεριφέρειας, ο άμεσος έλεγχος των πλουτοπαραγωγικών πηγών ανήκει στην προνομιούχα αστική τάξη, έχει μεγάλη σημασία (όχι, φυσικά, από «εθνικιστική» σκοπιά, αλλά από οικονομική, πολιτική και κοινωνική σκοπιά και, ακόμη, από την πλευρά της προοπτικής μιας αυτοδύναμης οικονομίας στο μέλλον) αν αυτή η τάξη έχει τη βάση της στην ίδια τη χώρα (όπως συμβαίνει με τα μητροπολιτικά κέντρα), ή σε άλλες χώρες, όπως συμβαίνει με τις χώρες στη περιφέρεια και ημι-περιφέρεια, όπου οι ντόπιες ελίτ παίζουν οικονομικά τον ρόλο του μεταπράτη και πολιτικά τον ρόλο του εντολοδόχου των ξένων ελίτ. Έτσι:
Από οικονομική σκοπιά, μια εγχώρια αστική τάξη που δεν είναι απλά μεταπρατική, όπως η σημερινή δική μας, έχει συμφέρον να δώσει ώθηση σε μια ενδογενή αναπτυξιακή διαδικασία, όπως συνέβη με τις αστικές τάξεις των μητροπολιτικών χωρών. Αντίθετα, οι ξένες αστικές τάξεις που εκμεταλλεύονται μια περιφερειακή χώρα λειτουργούν πάντοτε σαν «πλιατσικολόγοι» που δεν έχουν κανένα συμφέρον να ενδιαφερθούν για τη γενικότερη οικονομική «ανάπτυξη» της χώρας. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι στόχος μας πρέπει να είναι μια «εθνική οικονομία» όπου τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών πρέπει να έχει η εγχώρια αστική τάξη, όπως υποστηρίζουν ακροδεξιές ή «αριστερο-πατριωτικές» απόψεις. Ακόμη και εάν αυτό ήταν θεωρητικά δυνατό κάποτε, δηλαδή, πριν να ανοίξουν και απελευθερωθούν οι αγορές εμπορευμάτων, κεφαλαίου και εργασίας, με τη σημερινή διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς είναι αδύνατο. Ούτε, βέβαια, είναι δυνατό μια χώρα στην ημιπεριφέρεια ή την περιφέρεια να μετακομίσει στο «κέντρο» μέσα από την πλήρη ενσωμάτωσή της στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, παρά τα φληναφήματα για την Κίνα, την Ινδία, τη Βραζιλία κ.λπ., που γίνεται πια φανερό ότι αποτελούν «φούσκες», όπως έχω υποστηρίξει αλλού[10] και ήδη γίνεται γενικότερα αποδεκτό. Αυτό που σημαίνει είναι ότι, όπως θα προσπαθήσω να δείξω στο τελευταίο μέρος του βιβλίου, η σημερινή βαθιά οικονομική κρίση, που καταδικάζει την πλειοψηφία των λαών, ιδιαίτερα στη περιφέρεια και ημιπεριφέρεια, στη μαζική πτώχευση και την εγκατάλειψη των ονείρων τους για συνεχή «ανάπτυξη» (δεν συζητώ εδώ το τι σημαίνει αυτή η «ανάπτυξη» με όρους π.χ. οικολογικής καταστροφής κ.λπ.[11]) δίνει για πρώτη φορά τη δυνατότητα δημιουργίας αυτοδύναμων «εθνικών οικονομιών». Δηλαδή, οικονομιων όπου ο έμμεσος έλεγχος των πλουτοπαραγωγικών πηγών της κάθε χώρας περιέρχεται στον ίδιο τον λαό της και όχι σε μια ντόπια οικονομική ελίτ που ενεργεί κατ’ εντολή της υπερεθνικής ελίτ. Ο ενδιαμεσος στόχoς, στην προβληματική αυτή, θα ήταν η δημιoυργία των πρoυπoθέσεων για τη συμμετoχή της χώρας μας σε μια μελλoντική Ευρώπη αυτoδύναμων, αλλά όχι αυτάρκων, περιφερειών και ο απώτερος στόχος μια Συνομοσπονδια Περιεκτικών Δημοκρατιών (βλ. κεφ.15).
Από πολιτική σκοπιά, είναι πολύ ευκολότερο (όταν αποδειχθεί ―όπως είναι αναπόφευκτο σε μια καπιταλιστική οικονομία της αγοράς― η ανικανότητα της εγχώριας αστικής τάξης να ικανοποιήσει τις ανάγκες όλου του λαού και όχι μόνο κάποιων προνομιούχων κοινωνικών ομάδων) η Κοινωνική Πάλη να οδηγήσει στην ανατροπή όχι μόνο της τάξης αυτής, αλλά και του ίδιου του συστήματος της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» στο οποίο θεμελιώνει τη δύναμή της, παρά στην περίπτωση που η ανατροπή του συστήματος εξαρτάται άμεσα από την διεθνή ανατροπή του. Με άλλα λόγια, η ΕΟΚ χθες και η ΕΕ σήμερα λειτουργούν σαν ισχυρή «ασπίδα» προστασίας του συστήματος που κάνει ακόμη δυσκολότερη την ανατροπή του. Γι’αυτό, άλλωστε, και οι περιφερειακές και ημιπεριφερειακές ελίτ πάντα είχαν στρατηγικό στόχο την πλήρη ενσωμάτωσή τους στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, ιδαίτερα μέσω της ΕΟΚ/ΕΕ ―στρατηγική που υλοποίησε στην Ελλάδα ο «εθνάρχης» Καραμανλής, ενώ τμήμα της ανόητης Μαρξογενούς Αριστεράς μας ερμήνευε την ένταξή μας σαν ένδειξη ότι γινόμαστε «αυτόνομο κυρίαρχο έθνος»!
Από κοινωνική σκοπιά, όπως ήδη είδαμε, ο έμμεσος έλεγχος που ασκείται πάνω στις αγορές «από τα κάτω» είναι περισσότερο εφικτός όταν ο άμεσος έλεγχος πάνω στις πλουτοπαραγωγικές πηγές ασκείται από την εγχώρια αστική τάξη, στην οποία είναι ευκολότερη η άσκηση λαϊκής πίεσης, παρά στην περίπτωση που ο έλεγχος αυτός ασκείται από τις ξένες ελίτ, ενώ οι ντόπιες ελίτ παίζουν απλώς ρόλο εντολοδόχου τους στο πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, όπως συμβαίνει με την σημερινή μετατροπή της Ελλάδος σε προτεκτοράτο.
Αλλά, και όσον αφορά στις προοπτικές εγκαθίδρυσης και επιτυχούς λειτουργίας μιας Περιεκτικής Δημοκρατίας στο μέλλον, η ύπαρξη στην μεταβατική περίοδο μιας αυτοδύναμης οικονομικής βάσης που θεμελιώνεται στο στοιχείο εθνικής οικονομίας (είτε με την μορφή άμεσου ελέγχου απο τον λαό σε σημαντικούς τομείς της οικονομίας, ή έστω με τη μορφή σημαντικών κοινωνικών ελέγχων στις αγορές), είναι βασική προϋπόθεση για την επιτυχία της, όπως θα δούμε στο τελευταίο μέρος.
Η έννοια της υπερεθνικής ελίτ
Όμως, εδώ θα χρειαστεί μια μικρή παρέκβαση για την έννοια της υπερεθνικής ελίτ που έχει ιδιαίτερα παρεξηγηθεί (αλλά και δυσφημιστεί από κάποιους Μαρξογενείς συνήθως κύκλους στην Ελλάδα ―χωρίς όμως κάποια συγκεκριμένη θεωρητική αντίκρουση― που έχουν παραμείνει στις Μαρξιστικές αναλύσεις των τελών του 19ου/αρχών του 20ου αιώνα για την ερμηνεία του 21ου!)
Όπως προσπάθησα διεξοδικά να κάνω αλλού,[12] η παγκοσμιοποίηση (ή ορθότερα η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς) αποτελεί ένα νέο φαινόμενο που αποτελεί συνέπεια μιας σειράς τεχνολογικών, οικονομικών, πολιτικών και πολιτιστικών-ιδεολογικών καινοτομιών, οι οποίες ξεκίνησαν να αλλάζουν τον κόσμο στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα. Ο βασικός παράγοντας που προκάλεσε όλες αυτές τις αλλαγές ήταν η ανάδυση, στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, των πολυεθνικών επιχειρήσεων, οι οποίες διαφέρουν ριζικά από τις επιχειρήσεις του παρελθόντος.[13] Όπως προσπάθησα να δειξω αλλού[14], ήταν η δυναμική της οικονομίας της αγοράς η οποία οδήγησε στις πολυεθνικές επιχειρήσεις και, συνεπώς, στη δημιουργία μιας νέας υπερεθνικής ελίτ, η οποία θεσμοποίησε τη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και την αλληλένδετη νεοφιλελεύθερη μορφή της νεωτερικότητας, όπως αντίστοιχα, ήταν η δυναμική της δημιουργίας εθνικών αγορών και η παράλληλη Βιομηχανική Επανάσταση ―πάντα σε συνάρτηση με την Κοινωνική Πάλη― που οδήγησαν στη δημιουργία μιας νέας οικονομικής ελίτ, η οποία θεσμοποίησε την ίδια την οικονομία της αγοράς και την φιλελεύθερη μορφή της νεωτερικότητας. Επομένως, παρ’ όλο που το «υποκειμενικό» στοιχείο (με την έννοια της «Κοινωνικής Πάλης» ανάμεσα στις ελίτ που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς και την υπόλοιπη κοινωνία) ήταν πάντοτε αποφασιστικό στον καθορισμό του τελικού αποτελέσματος σε κάθε μορφή νεωτερικότητας ―φιλελεύθερη, κρατικιστική, νεοφιλελεύθερη― η σημασία του «αντικειμενικού» στοιχείου (με την έννοια της δυναμικής της οικονομίας της αγοράς) δεν πρέπει να υποτιμάται. [15]
Με βάση τα παραπάνω, θα μπορούσαμε να ορίσουμε την «υπερεθνική ελίτ» ως την ελίτ της οποίας η δύναμη (οικονομική, πολιτική ή γενικότερα κοινωνική) συνδέεται με τη δράση της σε υπερεθνικό επίπεδο ―ένα γεγονός που συνεπάγεται ότι δεν εκφράζει αποκλειστικά, ή ακόμη και πρωταρχικά, τα συμφέροντα συγκεκριμένου έθνους-κράτους. Η υπερεθνική ελίτ αποτελείται από:
τις υπερεθνικές οικονομικές ελίτ (δηλαδή τα διευθυντικά στελέχη των πολυεθνικών επιχειρήσεων και των θυγατρικών τους), οι οποίες παίζουν κυρίαρχο ρόλο μέσα στην άρχουσα ελίτ της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, δεδομένης της κυριαρχίας του οικονομικού στοιχείου μέσα σ’ αυτή,
τις υπερεθνικές πολιτικές ελίτ, δηλαδή τους γραφειοκράτες και τους πολιτικούς οι οποίοι στελεχώνουν τους μεγάλους διεθνείς οργανισμούς ή τους κρατικούς μηχανισμούς στις κυριότερες οικονομίες της αγοράς, και,
τις υπερεθνικές τεχνοκρατικές ελίτ, τα μέλη των οποίων παίζουν έναν κυρίαρχο ρόλο στα διάφορα διεθνή ιδρύματα, think tanks, στα ερευνητικά τμήματα των μεγάλων διεθνών πανεπιστήμιων, στα διεθνή ΜΜΕ κ.λπ.
Η προσέγγιση της Περιεκτικής Δημοκρατίας αναφέρεται σε μια υπερεθνική «ελίτ» και όχι σε μια υπερεθνική «τάξη» επειδή η πρώτη είναι μια ευρύτερη έννοια από τη Μαρξιστική έννοια της τάξης που μόνο μερικώς εκφράζει την πραγματικότητα των «ταξικών» διαιρέσεων στη νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα.[16] Έτσι:
είναι μια ελίτ, επειδή τα μέλη της κατέχουν κυρίαρχη θέση στην κοινωνία λόγω της οικονομικής, πολιτικής ή ευρύτερα κοινωνικής δύναμής τους, και,
είναι μια υπερεθνική ελίτ, επειδή τα μέλη της, εν αντιθέσει προς τις εθνικές ελίτ, βλέπουν ότι ο καλύτερος τρόπος για να διασφαλιστεί η προνομιούχα θέση τους, δεν είναι το να εξασφαλίζουν την αναπαραγωγή κάποιου πραγματικού ή φανταστικού έθνους-κράτους, αλλά την αναπαραγωγή της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» (και όχι απλώς την προώθηση των συμφερόντων του παγκόσμιου κεφαλαίου, όπως υποστηρίζει η προσέγγιση της υπερεθνικής καπιταλιστικής τάξης). Αυτό συμβαίνει επειδή η νέα υπερεθνική ελίτ βλέπει τα συμφέροντά της να συναρτώνται περισσότερο με τις διεθνείς παρά με συγκεκριμένες εθνικές αγορές. Παρόλα αυτά, όχι μόνο οι υπερεθνικές ελίτ δεν διστάζουν να χρησιμοποιούν τη δύναμη συγκεκριμένων κρατών, δηλαδή αυτών που ασκούν σημαντικό έλεγχο πάνω στο σημερινό οικονομικό και πολιτικό σύστημα, για την πραγματοποίηση των σκοπών τους (ακόμη περισσότερο όταν ένα τέτοιο κράτος τυχαίνει να είναι η σημερινή ηγεμονική δύναμη) αλλά στην πραγματικότητα βασίζονται στις κρατικές μηχανές των μεγάλων οικονομιών της αγοράς για να τους πραγματώσουν.
Μολονότι η προσέγγιση της ΠΔ έχει σημαντικά κοινά στοιχεία με την Μαρξιστική προσέγγιση της «υπερεθνικής καπιταλιστικής τάξης» του Leslie Sklair[17] (που αποτελεί μια από τις λίγες απόπειρες σύγχρονης θεωρητικής ανάλυσης της παγκοσμιοποίησης από Μαρξιστική σκοπιά), οι διαφορές είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο σημαντικές.Βασικό κοινό σημείο με αυτήν την νεο-Μαρξιστική προσέγγιση είναι η σκληρή κριτική που ασκεί κατά της σημερινής Μαρξιστικής Αριστεράς (που τόσο στο θεωρητικό όσο και το πολιτικό επίπεδο είναι βασικά ρεφορμιστική) στη βάση του ότι η τελευταία όχι μόνο δεν βλέπει το προφανές γεγονός ότι οι διάφορες διαδικασίες παγκοσμιοποίησης που λαμβάνουν χώρα αυτή τη στιγμή είναι πραγματικές, αλλά ακόμη χειρότερα, χαρακτηρίζει ανόητα την παγκοσμιοποίηση ως ένα είδος ιδεολογίας, αν όχι έναν μύθο, ή χίμαιρα![18] Έτσι, η προσέγγιση της υπερεθνικής καπιταλιστικής τάξης κάνει ένα σημαντικό βήμα πέρα από τις συνηθισμένες Μαρξιστικές ή Βαλερσταϊνικές προσεγγίσεις, οι οποίες θεωρούν πως ο καπιταλισμός οργανώνεται πρωταρχικά, αν όχι αποκλειστικά, μέσω εθνικών οικονομιών —γεγονός που τις κάνει ανίκανες να δουν ότι η σημερινή διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς είναι ένα νέο φαινόμενο.
Πέρα όμως από αυτό το βασικό κοινό σημείο, υπάρχουν δύο βασικά σημεία κριτικής που θα μπορούσε να προβάλλει κανείς ενάντια στην αντίληψη της παγκοσμιοποίησης που υιοθετεί η προσέγγιση της υπερεθνικής καπιταλιστικής τάξης. Το πρώτο αναφέρεται στο γεγονός πως αυτή η προσέγγιση δίνει την εντύπωση ότι η νέα υπερεθνική καπιταλιστική τάξη είναι η αιτία της σημερινής παγκοσμιοποίησης ενώ, στην πραγματικότητα, όπως ανέφερα παραπάνω, είναι μόνο το αποτέλεσμα της δυναμικής της οικονομίας της αγοράς σε σχέση με την έκβαση της Κοινωνικής Πάλης. Το δεύτερο σημείο κριτικής αναφέρεται στην αντίληψη της τάξης που υιοθετεί η προσέγγιση της υπερεθνικής καπιταλιστικής τάξης, που περιλαμβάνει πολιτικούς, γραφειοκράτες, στελέχη των ΜΜΕ, ακαδημαϊκούς κ.λπ., οι οποίοι δύσκολα θα μπορούσαν να καταταχθούν στα μέλη της καπιταλιστικής τάξης ―εκτός βέβαια, εάν βάλει κανείς την έννοια του «κεφαλαίου» στο κρεβάτι του Προκρούστη, όπως κάνει ο Sklair, ώστε να καλύπτει κάθε μορφή εξουσίας. Αλλά τότε, αυτή η απόπειρα ορισμού της νέας καπιταλιστικής τάξης μπορεί να ιδωθεί απλώς ως μια προφανής προσπάθεια κάλυψης του κύριου προβλήματος της Μαρξιστικής θεωρίας του κράτους, δηλαδή της επικέντρωσής της στην οικονομική εξουσία στην οποία «ανάγονται» όλες οι άλλες μορφές εξουσίας που χαρακτηρίζουν τις εξουσιαστικές δομές και σχέσεις της σημερινής κοινωνίας. Από την άλλη μεριά, όλες αυτές οι κατηγορίες, που ο Sklair επιχειρεί να προσαρμόσει στην Προκρούστεια κλίνη της έννοιας της τάξης, θα μπορούσαν εύκολα να ενταχθούν στην έννοια μιας «υπερεθνικής ελίτ», την οποία υιοθετεί η προσέγγιση της Περιεκτικής Δημοκρατίας.
Τα στοιχεία «εξάρτησης» και «εθνικής οικονομίας» πριν και μετά την ένταξη
Γενικά, οι έλεγχοι που επιβάλλονται στις αγορές από αυτούς που τις ελέγχουν άμεσα (δηλαδή οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ) είναι είτε ρυθμιστικοί, είτε κοινωνικοί.
Οι ρυθμιστικοί έλεγχοι εισάγονται συνήθως από τους καπιταλιστές που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς προκειμένου να «ρυθμίσουν» την αγορά και στόχος τους είναι να δημιουργήσουν ένα σταθερό πλαίσιο για την ομαλή λειτουργία της οικονομίας της αγοράς, χωρίς να επηρεάζουν τον ουσιώδη αυτορυθμιστικό χαρακτήρα της (π.χ. οι παλαιοί διεθνείς έλεγχοι που επέβαλλε η GATT και άλλες διεθνείς συνθήκες ή οι έλεγχοι που μόλις επέβαλε (με φανφάρες!) στο Αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα ο Ομπάμα. Από την άλλη μεριά, οι κοινωνικοί έλεγχοι πάνω στις αγορές είναι κυρίως αυτοί μέσω των οποίων ασκείται ο (έμμεσος) λαϊκός έλεγχος πάνω στις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας (στοιχείο εθνικής οικονομίας). Οι κοινωνικοί έλεγχοι, όπως τους περιέγραψα αλλού,[19] μπορούν να διακριθούν σε κοινωνικούς ελέγχους υπό ευρεία και στενή έννοια.
Οι κοινωνικοί έλεγχοι με την ευρεία έννοια, αν και ως πρωταρχικό τους στόχο έχουν την προστασία αυτών που ελέγχουν άμεσα την οικονομία της αγοράς (δηλαδή την αστική τάξη) απέναντι στον ξένο ανταγωνισμό, μπορεί να έχουν κάποιες έμμεσες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες επωφελείς και για την υπόλοιπη κοινωνία (π.χ. δασμοί, έλεγχοι στις εισαγωγές, συναλλαγματικοί έλεγχοι κ.λπ.).
Οι κοινωνικοί έλεγχοι με την στενή έννοια είναι αυτοί οι οποίοι έχουν ως στόχο την προστασία των ανθρώπων και της φύσης από τις συνέπειες της αγοραιοποίησης. Τέτοιοι έλεγχοι εισάγονται συνήθως ως αποτέλεσμα κοινωνικών αγώνων από την πλευρά αυτών που υφίστανται τις δυσμενείς συνέπειες που έχει η οικονομία της αγοράς, είτε στους ίδιους είτε στο περιβάλλον τους. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων ελέγχων είναι η κοινωνική ασφάλιση, οι έλεγχοι στις εργασιακές σχέσεις, τα επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας, οι μακροοικονομικοί έλεγχοι για την διασφάλιση πλήρους απασχόλησης κ.λπ.. Όπως καταδεικνύεται στο βιβλίο αυτό, οι ελίτ που ελέγχουν τη νεοφιλελεύθερη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς στοχεύουν στην κατάργηση των κοινωνικών ελέγχων (τόσο αυτών με την στενή έννοια, όσο και αυτών με την ευρεία έννοια), όχι όμως και των ρυθμιστικων ελέγχων, π.χ. των ελέγχων που συζητούν οι G7+1 (Ρωσία), G20 κ.λπ..
Πριν την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ το 1981, στο βαθμό που το «στοιχείο εξάρτησης» επέτρεπε την εφαρμογή σημαντικών κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές, το Κράτος μπορούσε και επέβαλε όχι μόνο τους συνήθεις ρυθμιστικούς ελέγχους, αλλά και κοινωνικούς ελέγχους με την ευρεία έννοια (που βοηθούσαν το μη εξαρτημένο τμήμα της οικονομίας μας να αντεπεξέρχεται στο ανταγωνισμό με τις κυρίαρχες χώρες), ή ακόμη και κοινωνικούς ελεγχους υπό στενή έννοια. Ο βαθμός αυτός, ιστορικά, ποικίλλει ανάλογα με την εκάστοτε έκβαση της κοινωνικής πάλης σε σχέση με τις μεταβαλλόμενες αντικειμενικές συνθήκες στην Ελλάδα και στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Για παράδειγμα, το στοιχείο «εθνικής οικονομίας» ενισχύθηκε την δεκαετία του 1930, όταν οι δεσμοί εξάρτησης της περιφέρειας από τα μητροπολιτικά κέντρα ατόνησαν γενικώς, εξαιτίας της μεγάλης καπιταλιστικής κρίσης που άρχισε με το κραχ του 1929. Αντίστροφα, το στοιχείο αυτό εξασθένησε δραματικά στην περίοδο του διεθνούς οικονομικού ελέγχου, στα τέλη του 19ου αιώνα, μετά την κήρυξη χρεοκοπίας από τον Χαρ. Τρικούπη.
Ως συνέπεια όμως της εισόδου μας στην Κοινή Αγορά και ως συνάρτηση του βαθμού ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής κρατικής εξουσίας, δηλαδή της εξουσίας των κυρίαρχων μονάδων μέσα στην ολότητα της ΕΟΚ/ΕΕ (κυρίως των χωρών που είναι και μέλη του G7 και, επομένως, και της υπερεθνικής ελίτ, δηλαδή, Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία, Ιταλία), το «στοιχείο εθνικής οικονομίας» συνεχώς εξασθενούσε προς όφελος του «στοιχείου εξάρτησης», όπως έδειξε το γεγονός που εξετάσαμε στο Πρώτο Μέρος ότι, ως συνέπεια της ένταξής μας και της άρσης των προστατευτικών δασμών, που επέτρεπαν πριν την ένταξη σε μερικούς κλάδους της οικονομίας μας να αντιμετωπίζουν τον ξένο ανταγωνισμό και να συμβάλλουν έτσι στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας, η αναπτυξιακή διαδικασία εξαρτήθηκε αποκλειστικά από τη μαζική εισροή ξένου κεφαλαίου. Δηλαδή, κάθε συνέχιση της ανάπτυξης ουσιαστικά έγινε συνάρτηση της μεγαλύτερης εξάρτησης της οικονομίας μας. Δεδομένου όμως ότι μαζική εισροή ξένου κεφαλαίου δεν συνέβη, για τους λόγους που εξετάσαμε, η αναπόφευκτη συνέπεια ήταν η «αναπτυξιακή φούσκα» και η σημερινή χρεοκοπία. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ακόμη και όταν κάποιοι κοινωνικοί έλεγχοι με την στενή έννοια εισήχθησαν μετά την ένταξη, κάποτε και σαν συνέπεια της ένταξης (πριν βέβαια την συνθήκη Μάαστριχτ, όταν η ΕΟΚ ήταν ακόμη στη σοσιαλδημοκρατική φάση της αγοραιοποίησης), ανακαλούνται πάραυτα στη σημερινή νεοφιλελεύθερη φάση, στην οποία έχουν σύσσωμες πια προσχωρήσει οι Ευρωπαϊκές ελίτ.
Η διαφορά όμως όσον αφορά στην επίδραση του «στοιχείου εξάρτησης» σε σχέση με αυτή του «στοιχείου εθνικής οικονομίας» στην προ-ενταξιακή περίοδο σε σχέση με την περίοδο μετά την ένταξη, είναι καθοριστική.
Στην προ-ενταξιακή περίοδο, και τα δύο στοιχεία ήταν βασικά ανεξάρτητες μεταβλητές, με δεδομένες φυσικά τις παραμέτρους που καθόριζε η θέση της χώρας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας ως «κεντρικής», «περιφερειακής» ή «ημι-περιφερειακής». Έτσι, η έκβαση της Κοινωνικής Πάλης στην Ελλάδα σε σχέση με τις αντικειμενικές συνθήκες της Ελληνικής οικονομίας ήταν αυτή που οδήγησε στη χρεοκοπία του 1897 και σε μια δραματική αύξηση του βαθμού εξάρτησης σε βάρος του «στοιχείου εθνικής οικονομίας». Αντίστροφα, ήταν η έκβαση της Κοινωνικής Πάλης στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1930 σε σχέση με τις αντικειμενικές συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί μετά το κραχ του 1929, που οδήγησε σε δραστική μείωση του βαθμού εξάρτησης της Ελληνικής οικονομίας προς όφελος του «στοιχείου εθνικής οικονομίας».
Αντίθετα, στη μετα-ενταξιακή περίοδο, το «στοιχείο εξάρτησης» δεν είναι πια ανεξάρτητη μεταβλητή, αλλά καθορίζεται ολοκληρωτικά «απέξω», χωρίς τη δυνατότητα η έκβαση της εσωτερικής Κοινωνικής Πάλης στην Ελλάδα να έχει οποιαδήποτε επίδραση στον βαθμό εξάρτησης από τα μητροπολιτικά κέντρα, όσο η χώρα παραμένει μέλος της ΕΕ. Ενώ, δηλαδή, στην προ-ενταξιακή περίοδο υπήρχαν σκαμπανεβάσματα στον βαθμό εξάρτησης της Ελληνικής οικονομίας από τα διεθνή μητροπολιτικά κέντρα (και, επομένως, στην επιρροή του «στοιχείου εθνικής οικονομίας» σε σχεση με αυτή του «στοιχείου εξάρτησης»), στην μετα-ενταξιακή περίοδο υπάρχει μια συνεχής εξασθένηση του «στοιχείου εθνικής οικονομίας» προς όφελος του «στοιχείου εξάρτησης», σε αναλογία με τον βαθμό τον οποίον ο Ελληνικός λαός και οι άλλοι λαοί στις χώρες στην περιφέρεια της ΕΟΚ/ΕΕ χάνουν ακόμη και τα τελευταία στοιχεία εθνικού ελέγχου πάνω στις οικονομίες τους, αρχικά με την Ενιαία Αγορά που θα εξετάσουμε στο κεφάλαιο 6, και στη συνέχεια με την ΟΝΕ και το ευρώ, όπως θα δούμε στο κεφάλαιο 7. Ακόμα, με μια πλήρη ανάπτυξη της ευρωπαϊκής κρατικής εξουσίας, δηλαδή στην περίπτωση μιας πλήρους οικονομικής ένωσης, την οποία μάλιστα προτείνουν πολλοί στην ψευτο-«διεθνιστική» «Αριστερά» μας, «εθνική οικονομία» θα αποτελούσε ο χώρος της ΕΟΚ/ΕΕ και όχι της Ελλάδας! Στην περίπτωση αυτή, το «στοιχείο εθνικής οικονομίας» (που προσδιορίζεται από τον ελληνικό χώρο), ως στοιχείο καθορισμού της πολιτικο-οικονομικής δομής της χώρας μας, θα εξαφανιστεί τελείως και η εξάρτηση του Ελληνικού λαού από τις κυρίαρχες μονάδες στην ευρωπαϊκή ολότητα θα ήταν πλήρης, ενώ παράλληλα τα μητροπολιτικά κέντρα μεσα στην οικονομική ένωση θα διατηρήσουν και ενισχύσουν παραπέρα τις σχέσεις αλληλεξάρτησης μεταξύ τους.
Οι συνέπειες, επομένως, της ένταξής μας στην ΕΟΚ/ΕΕ θα μπορούσαν να εξεταστούν στα πλαίσια μιας διαδικασίας όπου οι αντικειμενικοί μηχανισμοί που λειτουργούν μέσα σε ένα ιεραρχικό καπιταλιστικό υποσύνολο ―μηχανισμοί που αναγκαστικά ευνοούν τα ισχυρότερα οικονομικά μέλη― αφήνονται όλο και περισσότερο ελεύθεροι να λειτουργούν μέσα στον ελληνικό χώρο, μειώνοντας αντίστοιχα τη δυνατότητα επιβολής κοινωνικών ελέγχων κάθε είδους πάνω στις αγορές, και, συνακόλουθα, αποδιαρθρώνοντας τον έμμεσο κοινωνικό έλεγχο πάνω στην οικονομία που θα μπορούσαν ν’ ασκήσουν τα λαϊκά στρώματα στην μεταβατική περίοδο. Δηλαδή, στην περίοδο που η οικονομία της αγοράς αποτελεί ακόμη τον κυρίαρχο τρόπο κατανομής των οικονομικών πόρων, στη μετάβαση προς μια κοινωνία όπου ο άμεσος και πλήρης έλεγχος της οικονομίας της χώρας θα ανήκε στον λαό της. Και όχι μόνο. Η ουσιαστική εξαφάνιση κάθε κοινωνικού ελέγχου πάνω στις αγορές, που επιφέρει η ένταξή μας στην ΕΕ και την Ευρωζώνη, υπονομεύει αποφασιστικά την ίδια τη δυνατότητα μετάβασης σε παρόμοια Οικονομική Δημοκρατία!
[1] «Τριτοκοσμικοί μισθοί, με τιμές Ευρώπης», Ελευθεροτυπία (11/7/2010).
[2] World Bank, World Development Indicators 2008 (διάφοροι πίνακες).
[3] Οι εξαγωγές μας κάλυπταν τo 39% των εισαγωγών μας από την ΕΟΚ τo 1980 και μόλις τo 41% τo 1989.
[4] Αν πάρoυμε για δείκτη της περιφερειακής ανισότητας τo κατά κεφαλήν ΑΕΠ στη πλoυσιότερη περιoχή της χώρας σε σχέση με τη φτωχότερη τότε, τo 1985, o λόγoς αυτός ήταν στην Ολλανδία 3,2 (δηλ. τo κατά κεφαλήν εισόδημα στη πλoυσιότερη περιoχή ήταν υπερ-τριπλάσιo σε σχέση με τη φτωχότερη), στην Iταλία ήταν 2,5, στην Δ. Γερμανία 2,4,στην Iσπανία 2,2, στη Γαλλία και τo Βέλγιo 2,0 κ.o.κ. (Eurostat: Basic Statistics of the EU (διάφορα χρόνια).
[5] Wolfgang Münchau, “Germany’s rebound is no cause for cheer”, The Financial Times (29/8/2010).
[6] Βλ. για τις σχέσεις εξάρτησης και αλληλεξάρτησης, Τάκης Φωτόπουλος , Εξαρτημένη Ανάπτυξη: η Ελληνική περίπτωση (Εξάντας, 1985), κεφ. Α’
[7] Στο ίδιο, κεφ. Γ’.
[8] Τάκης Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία: 10 Χρόνια Μετά (Ελεύθερος Τύπος, 2008), κεφ. 6.
[9] Στο ίδιο, κεφ.1.1.
[10] Βλ. π.χ. για την Κινέζικη αναπτυξιακή «φούσκα», T. Fotopoulos, “Is sustainable development compatible with present globalisation? The Chinese Case,” The International Journal of Inclusive Democracy, Vol. 4, No. 4 (October 2008). http://www.inclusivedemocracy.org/journal/vol4/vol4_no4_takis_chinese_case.htm
[11] Βλ. για την έννοια της «ανάπτυξης» τα κεφ. 2-3 στο Περιεκτική Δημοκρατία: 10 Χρόνια Μετά, ό.π.
[12] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία (Ελληνικά Γράμματα, 2002), κεφ. 1.
[13] Βλ και Leslie Sklair, The Transnational Capitalist Class (Oxford: Blackwell, 2001). σελ. 19.
[14] Τ. Φωτόπουλος, Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία, ό.π., κεφ. 1.
[15] Takis Fotopoulos, “The Myth of Postmodernity,” Democracy & Nature, Vol. 7, No. 1 (March 2001).
[16] Βλέπε Takis Fotopoulos, “Class Divisions Today: The Inclusive Democracy approach», Democracy & Nature, Vol. 6, No. 2 (Ιούλιος 2000). Ελληνική Μετάφραση Περιοδικο Περιεκτική Δημοκρατία, αρ. 8-9
[17] Leslie Sklair, The Transnational Capitalist Class, ο.π.
[18] Βλ. για την παρ’ημίν ανάπτυξη αυτής της ρεφορμιστικής άποψης, Κ. Βεργόπουλος, Παγκοσμιοποίηση: Η Μεγάλη Χίμαιρα (Αθήνα: Νέα Σύνορα-Α.Α. Λιβάνη, 1999).