Τάκης Φωτόπουλος, Ο Καπιταλισμός του Τσόμσκι, Ο Μετακαπιταλισμός του Άλμπερτ και η Περιεκτική Δημοκρατία
(εκδ. Γόρδιος, Αθήνα 2004)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής στο μοντέλο Parecon και στη ΠΔ
Η σιωπή του Parecon στο θέμα της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής
Το μοντέλο Parecon, όπως και το πρόταγμα της ΠΔ, ορθά τονίζει ότι η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής είναι αδιανόητη σε κάθε κοινωνία εναλλακτική της σημερινής καπιταλιστικής. Όπως το θέτει ο Albert, το μοντέλο Parecon «απλά απομακρύνει την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής από το οικονομικό τοπίο» (Par 90) και, αντίθετα, εστιάζεται στην κατανομή των μέσων παραγωγής σε διαφορετικές παραγωγικές διαδικασίες και χρήσεις. Όμως, η θέση αυτή αφήνει αναπάντητο ένα σημαντικό ερώτημα. Ποια μορφή θα λάβει η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής; Όπως δείχνει και το ακόλουθο απόσπασμα ο Albert είναι εξαιρετικά ασαφής πάνω στο θέμα αυτό (Par 90):
Πολύ απλά αφαιρούμε την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής από το οικονομικό τοπίο. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει την απόφαση ότι κανένας δεν είναι ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής. Ή θα μπορούσε να σημαίνει την απόφαση ότι ο καθένας κατέχει ένα ίσο μερίδιο πάνω σε κάθε μέσο παραγωγής. Ή θα μπορούσε να σημαίνει την απόφαση ότι η κοινωνία κατέχει όλα τα μέσα παραγωγής, χωρίς όμως να έχει τη δυνατότητα ούτε διατύπωσης άποψης για κάποιο από αυτά ούτε οποιασδήποτε άλλης διεκδίκησης πάνω στο προϊόν τους.
Όμως, το θέμα της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής δεν είναι απλά ένα νομικίστικο θέμα και μπορεί να έχει σημαντικές οικονομικές, οικολογικές και κοινωνικές επιπτώσεις, όπως μπορεί εύκολα να φανεί αν δεχτούμε την πιθανότητα να υπάρξουν αντιθέσεις μεταξύ των συλλογικών οργάνων που λαμβάνουν τις αποφάσεις. Στο μοντέλο της ΠΔ ένα τέτοιο πρόβλημα δεν θα μπορούσε να παρουσιαστεί διότι-- αντίθετα με το μοντέλο Parecon-- κανει συγκεκριμένες προτάσεις σε σχέση με την ιδιοκτησία. Τα μέσα παραγωγής στην ΠΔ ανήκουν στον δήμο («δημοτική ιδιοκτησία»), δηλαδή τη γενική συνέλευση πολιτών σε μία συγκεκριμένη περιοχή, η οποία τα παραχωρεί στους εργαζόμενους σε κάθε χώρο εργασίας μέσω ενός μακροπρόθεσμου συμβολαίου. Αυτό είναι συνεπές με τη βασική θέση του προτάγματος της ΠΔ ότι οι οικονομικές αποφάσεις, όσον αφορά την κάλυψη των βασικών αναγκών όλων των πολιτών, λαμβάνονται από το σύνολο της κοινότητας μέσω των συνελεύσεων των πολιτών.
Ετσι, οι πολιτες, ως πολίτες, και όχι ως εργαζόμενοι ή καταναλωτές, αποφασίζουν συλλογικά για το πώς θα καλυφθούν οι βασικές τους ανάγκες και ατομικά για το πώς θα ικανοποιηθούν οι μη βασικές τους ανάγκες, καθώς και για τα μέσα ικανοποίησής (satisfiers) τόσο των βασικών όσο και των μη βασικών αναγκών. Ταυτόχρονα, εκτός της συμμετοχής τους ως πολίτες στις δημοτικές συνελεύσεις, όπου καθορίζουν τους συνολικούς στόχους του σχεδιασμού που απαιτείται προκειμένου να καλυφθούν οι βασικές τους ανάγκες, συμμετέχουν επίσης ως εργαζόμενοι στις αντίστοιχες συνελεύσεις στους χώρους εργασίας τους, σε μία διαδικασία τροποποίησης/ υλοποίησης του Δημοκρατικού Πλάνου αλλα και αυτοδιεύθυνσης του χώρου εργασίας τους.
Η σημασία του σαφούς καθορισμού του ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής
Η σημασία του να οριστεί σαφώς ποιος είναι ο ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής, όπως κάνει το πρόταγμα της ΠΔ, είναι ότι έτσι καθορίζεται έμμεσα ποιο είναι το κυρίαρχο σώμα στην κοινωνία και συνακόλουθα ο επιδιαιτητής στις διαφωνίες μεταξύ των συλλογικών οργάνων λήψης των αποφάσεων. Έτσι, στο τοπικό επίπεδο, είναι οι πολίτες, ως μελη των δημοτικων συνελευσεων, που συνιστουν την ανώτατη εξουσία και τον επιδιαιτητή ενώ, στο περιφερειακό επίπεδο, τον ρόλο αυτόν έχουν οι περιφερειακές συνελεύσεις των πολιτών και, στο συνομοσπονδιακό επίπεδο η συνομοσπονδιακή συνέλευση.
Από την άλλη μεριά, το μοντέλο Parecon, σε συνέπεια με τη στάση του να μην παίρνει θέση πάνω στο κρίσιμο ζήτημα για τον αν η κοινωνία που συνεπάγεται το μοντέλο αυτό θα είναι κρατικιστικη η όχι, δεν ορίζει ποιος θα είναι ο επιδιαιτητής στις αναπόφευκτες διαφωνίες μεταξύ των συλλογικών οργάνων (εκτός βέβαια αν ο Αλμπερτ υποθέτει — «δημοκρατικότατα» — ότι σε μια τέτοια κοινωνία σαν αυτή που προβλέπει το Parecon δεν νοούνται παρόμοιες διαφωνίες!). Θα είναι η ομοσπονδία των εργατικών συμβουλίων, ή αυτή των συμβουλίων των καταναλωτών, ή και οι δύο; Αν είναι και οι δύο, ποιανού οι απόψεις επικρατούν σε περίπτωση αντίθεσης μεταξύ τους –κάτι που θα μπορούσε εύκολα να συμβεί ακόμα και αν ορίσουμε αυστηρά τις ευθύνες του κάθε συλλογικού οργάνου; Για παράδειγμα, στην περίπτωση όπου η ομοσπονδία των εργατικών συμβουλίων αποφασίσει να παράγει αγαθά που η ομοσπονδία των συμβουλίων καταναλωτών θέλει να απαγορεύσει ως αντιοικολογικά (π.χ. πετρελαιοκίνητα αυτοκίνητα), ή ανθυγιεινά (τσιγάρα) κ.λπ., ή στην περίπτωση στην οποία παρόμοιες διαμάχες προκύπτουν σε σχέση με το είδος των παραγωγικών διαδικασιών και των τεχνολογιών που θα χρησιμοποιηθούν, τίνος οργάνου οι απόψεις θα επικρατούν τελικά και γιατι;
Σε ένα δυαδικό σύστημα εξουσίας, όπως είναι αυτό που συνεπάγεται το μοντέλο Parecon, τέτοιες διαμάχες θα ανακύπτουν εύκολα, όχι μόνο διότι μπορεί να υπάρξουν διαφωνίες ακόμα και μεταξύ των ίδιων των εργαζόμενων, αλλά και επειδή δεν ταυτίζονται οι καταναλωτές με τους εργαζόμενους, αφού στους πρώτους περιλαμβάνεται επίσης ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας που δεν εργάζεται : νέοι που μπορεί να βρίσκονται ακόμα σε διάφορα στάδια της εκπαιδευτικής διαδικασίας, ηλικιωμένοι που έχουν συνταξιοδοτηθεί, πολίτες μη ικανοί να εργαστούν για διάφορους λόγους κ.λ.π. Εναλλακτικά, μπορεί κανείς να υποθέσει ότι η σιωπηρή υπόθεση που γίνεται από το μοντέλο Parecon είναι ότι τα εργατικά συμβούλια είναι η ανώτατη εξουσία. Στην περίπτωση όμως αυτή, ένα πολύ σημαντικό τμήμα του πληθυσμού που δεν εργάζεται, και που μπορεί εύκολα να αντιστοιχεί στο μισό του συνολικού πληθυσμού, απλά αποκλείεται (ντε γιουρε η ντε φάκτο) από κρίσιμες τελικές αποφάσεις.
Αυτό το κρίσιμο ζήτημα του κυρίαρχου συλλογικού οργάνου, το οποίο παίρνει σημαντικές διαστάσεις λόγω της εσκεμμένης ασάφειας του μοντέλου Parecon να καθορίσει ποιος ακριβώς είναι ο ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής, αν παραμείνει αναπάντητο, κατατάσσει το μοντέλο στους συνήθεις εργατικούς παραδείσους που οραματίζονταν οι σοσιαλιστές συγγραφείς του παρελθόντος. Το ζήτημα αποκτά ακομη μεγαλύτερη σπουδαιότητα αν κανείς λάβει υπόψη ότι η σοσιαλιστική (καθώς και η καπιταλιστική) εμπειρία του περασμένου αιώνα έχει δείξει ξεκάθαρα ότι είναι τουλάχιστον απλοϊκό να μιλά κανείς για «ιδιοκτησία» των μέσων παραγωγής αντί για «ιδιοκτησία και έλεγχό τους». Όπως έδειξε ιδιαίτερα ο σοσιαλιστικός κρατισμός, τα μέσα παραγωγής μπορει κάλλιστα να μην ανήκουν σε ιδιώτες αλλά παρ’ όλα αυτά να ελέγχονται «ιδιωτικά», όχι από καπιταλιστές, αλλά από τους κομματικούς γραφειοκράτες και τεχνοκράτες (την «τάξη των συντονιστών» — coordinator class —, όπως την ονομάζει το μοντέλο Parecon). Επιπλέον, ακόμα και αν υποθέσουμε, όπως κάνει το μοντέλο αυτό, ότι η πανάκεια των συμπλεγμάτων εργασιών καταργεί στην πράξη την τάξη των συντονιστών παραμένει ακόμα το ερώτημα: ποιος θα έχει τον υπέρτατο έλεγχο πάνω στα μέσα παραγωγής, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις μη επιλύσιμων διαφορών μεταξύ των συλλογικών οργάνων λήψης των αποφάσεων που προτείνονται από το μοντέλο;