Τάκης Φωτόπουλος, Ο Καπιταλισμός του Τσόμσκι, Ο Μετακαπιταλισμός του Άλμπερτ και η Περιεκτική Δημοκρατία
(εκδ. Γόρδιος, Αθήνα 2004)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
Η αμοιβή της εργασίας στο μοντέλο Parecon και στην ΠΔ
Αμοιβή «σύμφωνα με την προσπάθεια» στο Parecon
Η γενική αρχή του μοντέλου Parecon σε σχέση με την αμοιβή της εργασίας είναι ότι κάθε εργαζόμενος θα πρέπει να δικαιούται τμήμα του κοινωνικού προϊόντος ανάλογο με το σχετικό μέγεθος της ποσότητας εργασίας και της προσπάθειας που καταβάλλει στην παροχή κοινωνικά χρήσιμης εργασίας (Par 113). Όλοι οι ικανοί προς εργασία ενήλικες αναμένεται να εργάζονται τον κοινωνικά «μέσο» αριθμό ωρών σε ένα κοινωνικά «μέσο» σύμπλεγμα εργασιών. Αν ονομάσουμε, γράφει ο Albert, «βασικό εισόδημα» το ποσό που κερδίζει ένας εργαζόμενος ο οποίος εργάζεται με μέση ένταση σε ένα εξισορροπημένο σύμπλεγμα εργασιών για 30 ώρες, τότε, με δεδομένο ότι όλοι εργάζονται σε εξισορροπημένα συμπλέγματα εργασιών, κάθε εργαζόμενος θα κερδίζει είτε το βασικό εισόδημα, ή κάποιο μεγαλύτερο ποσό επειδή εργάστηκε για μεγαλύτερη διάρκεια ή με μεγαλύτερη ένταση (115).
Όσον αφορά τις βασικές ανάγκες ειδικότερα, ο Albert ακολουθεί την σοσιαλδημοκρατική, αντί για την αναρχοκομμουνιστικη, παράδοση. Έτσι, αντί να προτείνει την κάλυψη όλων των βασικών αναγκών σύμφωνα με την ανάγκη (όπως κάνει το πρόταγμα της ΠΔ) διακηρύσσει, πρώτον, ότι συγκεκριμένες βασικές ανάγκες, όπως η υγεία ή τα δημόσια πάρκα θα καλύπτονται δωρεάν (Par 117) και, δεύτερον, σε ότι αφορά τις ειδικότερες (βασικές) ανάγκες, ότι θα μπορούν όλοι να υποβάλλουν συγκεκριμένα αιτήματα για αυτές, τα οποία θ’ αξιολογούνται κατά περίπτωση από άλλους στην οικονομία.
Ωστόσο, μολονότι το πρόταγμα της ΠΔ βρίσκεται σε συμφωνία με το μοντέλο Parecon πάνω στο γεγονός ότι δεν ζούμε σε μία κοινωνία μετά-σπάνεως (όπως υποθέτουν οι ελευθεριακοι κοινοτιστές της Κοινωνικής Οικολογίας που, συνακόλουθα, δεν έχουν κανένα πρόβλημα να υιοθετήσουν την κομμουνιστική αρχή «σύμφωνα με την ανάγκη» για την ικανοποίηση όλων των αναγκών) διαφέρει θεμελιακά από το μοντέλο Parecon σε ότι αφορά την αμοιβή της εργασίας. Έτσι, το πρόταγμα της ΠΔ, ακολουθώντας τη διάκριση που κάνει μεταξύ βασικών και μη βασικών αναγκών, προτείνει την αρχή της αμοιβής «σύμφωνα με την ανάγκη» για τις βασικές ανάγκες και «σύμφωνα με την προσπάθεια» για τις μη βασικές ανάγκες. Με αυτό τον τρόπο, αναγνωρίζεται ότι η κάλυψη των βασικών αναγκών αποτελεί ένα αναφαίρετο θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα το οποίο αναγνωρίζεται σε κάθε πολίτη, αρκεί να προσφέρει (εφόσον βέβαια μπορεί) την ελάχιστη ποσότητα εργασίας που απαιτείται γι’ αυτό ― αντίθετα με το μοντέλο Parecon όπου η ικανοποίηση τέτοιων αναγκών, πέρα από αυτές που θεωρούνται δημόσια αγαθά και η κάλυψη τους είναι δωρεάν, αφήνεται ουσιαστικά στη συμπόνια των συμπολιτών (Par 37-38).
Αμοιβή «σύμφωνα με την προσπάθεια αλλά και την ανάγκη» στην ΠΔ
Είναι προφανές ότι η αρχή του μοντέλου Parecon «ανταμοιβή σύμφωνα με την προσπάθεια» είναι σωστή μόνο όταν αναφερόμαστε στην εργασία για την κάλυψη μη βασικών αναγκών. Αν, για παράδειγμα, λίγοι επιθυμούν να σπουδάσουν για πολλά χρόνια ώστε να γίνουν χειρούργοι ενώ πολλοί περισσότεροι προτιμούν να ξεκινήσουν να εργάζονται αμέσως μετά την συμπλήρωση του κύκλου της υποχρεωτικής στοιχειώδους εκπαίδευσης[71], τότε η ανάγκη της κοινωνίας για χειρούργους δεν θα μπορούσε να καλυφθεί στο Parecon ―αφήνοντας κατά μέρος τις αφελείς ιδέες του μοντέλου για «εξισορροπημένα συμπλέγματα εργασιών» ακομη και στους χειρούργους!
Ένας τρόπος για να προσελκυστούν περισσότεροι φοιτητές σε επιπλέον σπουδές είναι αυτός που προτείνεται στο βιβλίο Περιεκτική Δημοκρατία. Έτσι, όσον αφορά τις εξειδικευμένες εργασίες που απαιτούν εκτεταμένες σπουδές, οι πολίτες που ασχολούνται με δραστηριότητες οι οποιες θεωρούνται από την κοινωνία ότι καλύπτουν βασικές ανάγκες δικαιούνται, όχι μόνο τις «βασικές διατακτικές» που παίρνει κάθε πολίτης, αλλά επιπλέον και μη βασικές διατακτικές για κάθε ώρα βασικής εργασίας. Αντίθετα, το μοντέλο Parecon απορρίπτει απλοϊκά κάθε ιδέα ότι η επιπλέον εκπαίδευση δημιουργεί δικαίωμα για επιπλέον αποζημίωση (Par 36). Για παραδειγμα, οι γιατροί που περνούν από μακροχρονες σπουδές δεν δικαιούνται επιπλέον εισόδημα διότι οι περισσότερες σπουδές δεν συνεπάγονται απαραίτητα και μεγαλύτερη κόπο (Par 36). Η σωστή σύγκριση, σύμφωνα με τον Albert, είναι η ταλαιπωρία την οποία βιώνουν εκείνοι που εργάζονται σε αμειβόμενες εργασίες αντί να σπουδάζουν (36). Όμως, το επιχείρημα αυτό είναι αβάσιμο αν λάβει κανείς υπόψη ότι οι μεν φοιτητές αμείβονται κατά τη διάρκεια των σπουδών τους μόνο για να εξασφαλίζεται σε αυτους «κάποιο κατάλληλο επίπεδο που βασίζεται στους κοινωνικούς μέσους όρους και τις ειδικές τους ανάγκες» (Par 112), ενώ κάποιος που ξεκινά να εργάζεται αμέσως μετά το σχολείο μπορεί να έχει ένα σημαντικά υψηλότερο εισόδημα, ανάλογα με την προσπάθειά του. Με άλλα λόγια, η απώλεια πιθανού εισοδήματος εξαιτίας των σπουδών αγνοείται παντελώς από τον Albert!
Ανακεφαλαιώνοντας, το πρόταγμα της ΠΔ εισάγει τη διάκριση μεταξύ βασικών και μη βασικών αγαθών και υπηρεσιών και αντίστοιχα μεταξύ βασικής και μη βασικής εργασίας και διασφαλίζει ότι κανένας δεν θα είναι αναγκασμένος να εργάζεται περισσότερο από το ελάχιστο που απαιτείται για να είναι δυνατή η κάλυψη των βασικών αναγκών όλων των πολιτών, οι οποίες, αντίθετα με το μοντέλο Parecon, στην ΠΔ ικανοποιούνται πλήρως. Πέρα από το υποχρεωτικό αυτό ελάχιστο, εναπόκειται στον κάθε πολίτη ξεχωριστά να αποφασίσει για το αν θα εργαστεί περισσότερο ώστε να καλύψει και μη βασικές ανάγκες ή όχι. Αυτό σημαίνει ότι ο ελάχιστος αριθμός ωρών που ο κάθε πολίτης οφείλει να προσφέρει είναι κατά πολύ μικρότερος του αντίστοιχου «μέσου» αριθμού ωρών που οφείλει να προσφέρει στο μοντέλο Parecon. Επιπρόσθετα, ενώ στην ΠΔ εναπόκειται στον κάθε πολίτη ξεχωριστά να αποφασίσει αν, και για πόση διάρκεια, θα εργαστεί παραπάνω από τον ελάχιστο αριθμό ωρών, στο μοντέλο Parecon οι αποφάσεις αυτές δεν αφήνονται στο κάθε άτομο αλλά λαμβάνονται σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Επίσης, ενώ στο μοντέλο Parecon, το ύψος της αμοιβής για κάθε είδους εργασία καθορίζεται αποκλειστικά από «αντικειμενικά» κριτήρια (ο αριθμός ωρών και η ένταση εργασίας εκτιμώνται επίσης «αντικειμενικά»), στην ΠΔ το ύψος της αμοιβής για τη μη βασική εργασία δεν καθορίζεται μόνο από αντικειμενικά κριτήρια (αριθμός ωρών εργασίας) αλλα και από υποκειμενικά κριτήρια και προτιμήσεις, όπως αυτές επηρεάζουν τον δείκτη του επιθυμητού κάθε είδους εργασίας και τις «τιμές» των μη βασικών αγαθών και υπηρεσιών.
Τέλος, όσον αφορά τη βασική εργασία, κάθε πολίτης εργάζεται τον ίδιο αριθμό ωρών που απαιτούνται σύμφωνα με το συνομοσπονδιακό πλάνο για την κάλυψη των βασικών αναγκών όλων των πολιτών και «ανταμείβεται» με βασικές διατακτικές (ΒΔ), ο αριθμός των οποίων, όπως περιγραφεται στην Περιεκτικη Δημοκρατια, καθορίζεται ως ακολούθως[72] :
σε κάθε πολίτη χορηγείται ένας αριθμός ΒΔ (βασικών διατακτικών), ανάλογα με την ειδική «κατηγορία ανάγκης» στην οποία ανήκει. Έτσι, η συνομοσπονδιακή συνέλευση πρέπει να καταρτίσει μια λίστα κατηγοριών των βασικών αναγκών για κάθε τμήμα του πληθυσμού, χρησιμοποιώντας διάφορα κριτήρια, όπως το φύλο, η ηλικία, οι ειδικές ανάγκες κτλ. Είναι αυτονόητο ότι στις περιπτώσεις στις οποίες η «αντικειμενική» αυτή διάθεση των ΒΔ πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να ληφθούν υπόψη κάποιες ιδιαίτερες προσωπικές συνθήκες, οι δημοτικές συνελεύσεις θα μπορούσαν να κάνουν τις κατάλληλες προσαρμογές. Όσον αφορά τη φροντίδα για τις ανάγκες των ηλικιωμένων, των παιδιών και των ανήμπορων, οι κατηγορίες αυτές πολιτών έχουν τα ίδια δικαιώματα πάνω στις ΒΔ με οποιονδήποτε άλλο πολίτη της συνομοσπονδίας. Στην πραγματικότητα, θα μπορούσε να πει κανείς ότι το προτεινόμενο σχήμα θα αποτελεί το πιο ευρύ σύστημα κοινωνικής πρόνοιας που έχει υπάρξει ποτέ, αφού θα καλύπτει όλες τις βασικές ανάγκες όσων δεν μπορούν δουλέψουν ―σύμφωνα πάντα με τον ορισμό που θα δίνει στις βασικές ανάγκες η συνομοσπονδιακή συνέλευση. Εναπόκειται πάντα στην ίδια τη συνέλευση να αποφασίσει εάν, πέρα από τις ΒΔ, θα διατίθενται, και ΜΒΔ (μη βασικές διατακτικές) σ’ όσους δεν μπορούν να δουλέψουν.