Τάκης Φωτόπουλος

Ο Καπιταλισμός του Τσόμσκι, Ο Μετακαπιταλισμός του Άλμπερτ και η Περιεκτική Δημοκρατία

(εκδ. Γόρδιος, Αθήνα 2004)


 

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ:

ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ (PARECON) ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Το μέρος αυτό αποτελεί βασικά μετάφραση άρθρου του Τ. Φωτόπουλου με τίτλο “Inclusive Democracy and Participatory Economics” που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Democracy & Nature, Vol. 9, No. 3 (Νοέμβριος 2003), σελ. 401-425. Η μετάφραση είναι του Παντελή Αραπογλου και η επιμέλεια του συγγραφέα.


 

Κεφάλαιο τρίτο: Τα κυριότερα χαρακτηριστικά του Parecon και της Περιεκτικής Δημοκρατίας

Εισαγωγή

Μολονότι ο Michael Albert γνωρίζει καλά την ύπαρξη του προτάγματος της Περιεκτικής Δημοκρατίας (ΠΔ), εντούτοις, στο νέο του βιβλίο Parecon, η ζωή μετά τον καπιταλισμό[43] (Par) προτιμά να αγνοεί την ύπαρξή του και να ακολουθεί τον εύκολο δρόμο της σύγκρισης του μοντέλου Parecon με το αποτυχημένο σύστημα του κεντρικού σχεδιασμού και με τον στενά οικολογικό Βιορετζιοναλισμό (Bioregionalism), ή, αλλού,[44] με τον ελευθεριακο κοινοτισμό της κοινωνικής οικολογίας που δεν προσφέρει καν ένα μηχανισμό για την κατανομή των πόρων εφόσον βασίζεται σε μία ουτοπική ηθική οικονομία μετά-σπάνεως. Ωστόσο, ακόμα και αν αποτελεί βολική τακτική το να καταδεικνύεις την «υπεροχή» μιας πρότασης με το να αποφεύγεις τον διάλογο με άλλες εφαρμόσιμες εναλλακτικές προτάσεις,[45] αυτό σίγουρα δεν βοηθά την πρόοδο της αναγκαίας σήμερα συζήτησης πάνω σε εναλλακτικές προτάσεις κοινωνικής οργάνωσης. Στόχος, επομένως, του παρόντος κειμένου είναι να καλύψει το κενό αυτό και να συγκρίνει/αντιπαραβάλλει το πρόταγμα της ΠΔ με το μοντέλο Parecon. Δεδομένου ότι θεωρώ τις δυο αυτές προτάσεις ως τις κύριες συστημικές προτάσεις που αναπτύχθηκαν πρόσφατα για μια εναλλακτική οικονομία, η αντιπαραβολή αυτή θα δώσει την ευκαιρία στους αναγνώστες να διαμορφώσουν από μόνοι τους άποψη γι αυτές. 

Θα ξεκινήσω με μία συζήτηση για τη γενική φύση των δύο προτάσεων και θα συνεχίσω με τα κυριότερα χαρακτηριστικά του μοντέλου Parecon, τα οποία θα συζητήσω με λεπτομέρεια στη συνέχεια, συγκρίνοντάς τα με τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά του προτάγματος της ΠΔ.

Η φύση του μοντέλου Parecon και του προτάγματος της ΠΔ

Αρχικά, θα πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι το μοντέλο Parecon, αντίθετα με το πρόταγμα της ΠΔ, δεν αποτελεί ένα πολιτικό πρόταγμα για μία εναλλακτική κοινωνία, με τη δική του ανάλυση της σημερινής κοινωνίας, ένα γενικότερο όραμα της μελλοντικής κοινωνίας και την στρατηγική και τακτική που θα μας οδηγήσει εκεί. Με άλλα λόγια, το Parecon δεν είναι ένα γενικότερο μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης αλλά απλά ένα οικονομικό μοντέλο για μια εναλλακτική οικονομία. Πράγμα που εξηγεί γιατί πολιτικοί, πολιτισμικοί και ευρύτεροι κοινωνικοί θεσμοί απουσιάζουν παντελώς από την πρόταση του μοντέλου Parecon. Η εξήγηση που δίνεται γι’ αυτό είναι ότι «τα μοντέλα γύρω από τέτοιους θεσμούς βρίσκονται ακόμα σε στάδιο ανάπτυξης» (Par 288). Ωστόσο, με δεδομένο ότι το μοντέλο Parecon εξελίχθηκε εδώ και πάνω από μία δεκαετία, δύσκολα μπορεί κανείς να δεχτεί την εξήγηση αυτή.

Μία περισσότερο αληθοφανής εξήγηση είναι ότι το θέμα των πολιτικών και των άλλων θεσμών και ιδιαίτερα το κρίσιμο ζήτημα αν το μοντέλο Parecon είναι συμβατό με το κράτος (έστω και αν αυτό είναι κάποιου τύπου «εργατικό κράτος») έχει αφεθεί σκόπιμα ασαφές, με την ελπίδα να στηριχτεί το μοντέλο από την ευρύτερη Αριστερά: από τους οπαδούς του κρατικιστικου σοσιαλισμού μέχρι τους ελευθεριακούς σοσιαλιστές και από τους αναρχικούς μέχρι τους υποστηρικτές των νέων κοινωνικών κινημάτων (Πράσινοι, φεμινιστές, ομοφυλόφιλοι κ.ο.κ). Εντούτοις, το γεγονός ότι στο μοντέλο Parecon δεν γίνεται καμία μνεία για τον ρόλο του κράτους κάθε άλλο παρά δικαιολογεί τον ισχυρισμό του συγγραφέα ότι «το μοντέλο Parecon είναι βασικά ένα αναρχικό οικονομικό όραμα το οποίο εξαλείφει την παγιωμένη ιεραρχία και επιτυγχάνει την αυτοδιεύθυνση» (Par 263). Πέρα από την αμφιλεγόμενη εγκυρότητα του συγκεκριμένου ισχυρισμού ακόμα και όσον αφορά τους οικονομικούς θεσμούς, όπως θα προσπαθήσω να δείξω παρακάτω, μία κοινωνία δεν μπορεί να λέγεται ελευθεριακη εάν δεν είναι σαφώς α-κρατική όπως είναι εκείνη που προτείνει το πρόταγμα της ΠΔ. Όμως, ο μοναδικός όρος που τίθεται από τον Albert σχετικά με τη φύση των μη οικονομικών θεσμών που πρόκειται να αναπτυχθούν στο μέλλον είναι ότι θα πρέπει να είναι συμβατοί με τους θεσμούς του μοντέλου Parecon:

οι θεσμοί που θα λειτουργούν παράλληλα με ένα μοντέλο Parecon θα πρέπει να είναι συμβατοί με τα «εξισορροπημένα συμπλέγματα εργασιών» (balanced job complexes), την αμοιβή με βάση την προσπάθεια, και την αυτοδιεύθυνση και (...) θα πρέπει να έχουν διασυνδέσεις με τον συμμετοχικό σχεδιασμό (Par 287).

Ωστόσο, αυτός ο τόσο γενικός όρος συμβατότητας θα μπορούσε εύκολα να γίνει αποδεκτός σχεδόν από κάθε σοσιαλιστή, αναρχικό και υποστηρικτή των νέων κοινωνικών κινημάτων.[46]

Δεδομένου του χαρακτήρα του μοντέλου Parecon ως καθαρά οικονομικού μοντέλου, δεν αποτελεί έκπληξη ότι τα κύρια συλλογικά όργανα αποφάσεων σε αυτό καθορίζονται στο οικονομικό πεδίο. Έτσι, η έννοια του πολίτη απουσιάζει παντελώς από το μοντέλο Parecon και αντικαθίσταται από τις έννοιες του εργαζόμενου και του καταναλωτή. Δεν είναι επομένως εκπληκτικό ότι το μοντέλο καταλήγει σε μία διαστρέβλωση της έννοιας της άμεσης δημοκρατίας, η οποία δεν νοείται ως ένα καθεστώς αλλά απλά ως μία διαδικασία[47] που χρησιμοποιείται όποτε υπάρχει ανάγκη και η οποία μπορεί εύκολα να αντικαθίσταται από το αντίθετό της, δηλαδή την αντιπροσώπευση όποτε η άμεση δημοκρατία δεν είναι βολική! Θα επανέλθω παρακάτω στο κρίσιμο ζήτημα για το κατά πόσο σε μία πραγματική δημοκρατία οι σημαντικές οικονομικές αποφάσεις θα μπορούσαν να αφήνονται στους εργαζόμενους και τους καταναλωτές αντί για τους πολίτες, αλλά προς το παρόν, αξίζει τον κόπο να συζητήσουμε εν συντομία τη διαστρεβλωμένη ιδέα της δημοκρατίας που προτείνεται από το μοντέλο Parecon.

Όπως ελπίζω ότι ξεκαθάρισα στο βιβλίο Περιεκτική Δημοκρατία,[48] σε μία πραγματική δημοκρατία οι πολίτες λαμβάνουν άμεσα όλες τις σημαντικές πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές αποφάσεις στις δημοτικές συνελεύσεις, οι οποίες είναι τα ανώτατα σώματα που αποφασίζουν για τη διαμόρφωση πολιτικών. Οπουδήποτε πρέπει να λαμβάνονται αποφάσεις σε υψηλότερο επίπεδο (περιφερειακό, συνομοσπονδιακό), συνελεύσεις αποτελούμενες από ανακλητούς εντολοδόχους με συγκεκριμένες εντολές συντονίζουν και εκτελούν/υλοποιούν τις τοπικές αποφάσεις στο περιφερειακό και συνομοσπονδιακό επίπεδο. Αυτό σημαίνει ότι οι περιφερειακές και συνομοσπονδιακές συνελεύσεις είναι απλώς εκτελεστικά συμβούλια και όχι σώματα διαμόρφωσης πολιτικών όπως είναι όλα τα αντιπροσωπευτικά σώματα. Ωστόσο, η γενική εντύπωση που σχηματίζει κάποιος διαβάζοντας το Parecon είναι ότι πολλά (αν όχι τα περισσότερα) από τα σώματα λήψης αποφάσεων στο σχήμα αυτό είναι σώματα διαμόρφωσης πολιτικών από αντιπροσώπους και όχι από εκτελεστικά συμβούλια εντολοδόχων. Αυτή είναι η εντύπωση που διαμορφώνει κανείς από δηλώσεις όπως η ακόλουθη:

τα εργατικά συμβούλια θα θέσουν σε λειτουργία δομές λήψης αποφάσεων και τρόπους εξουσιοδότησης της ευθύνης (δική μου η έμφαση) που θα είναι σύμφωνες με την αυτοδιεύθυνση και αντίθετες με τις άδικες εξουσιαστικές ιεραρχίες (Par 93).

Σε ένα άλλο εδάφιο ο Albert μιλά ακόμα και για εξουσιοδότηση «της εξουσίας και της αυτονομίας σε άλλους» (Par 178) μία ξεκάθαρη αντίφαση, η οποία προδίδει άγνοια της έννοιας της αυτονομίας που, προφανώς, δεν μπορεί ποτέ να εξουσιοδοτηθεί σε άλλους. Είναι φανερό ότι το μοντέλο Parecon χαρακτηρίζεται πρωτίστως από μία φανερή έλλειψη κατανόησης της έννοιας της ατομικής και κοινωνικής αυτονομίας και, επομένως, της ασυμβατότητας της αντιπροσώπευσης (σε αντίθεση με την εξουσιοδότηση) με τη δημοκρατία[49].

Δεύτερον, όπως επίσης τόνισα στο Περιεκτική Δημοκρατία, το μοντέλο Parecon συνεπάγεται μία ιδιαιτέρως γραφειοκρατική δομή (όχι με την έννοια της ιεραρχίας αλλά με την έννοια των πολύπλοκων γραφειοκρατικών διαδικασιών) η οποία χαρακτηρίστηκε εύστοχα από έναν οξύνου ελευθεριακό κριτικό του περιοδικού Anarchist Studies, ως «συμμετοχική γραφειοκρατία» που, σε συνδυασμό με τους πολυάριθμους ελέγχους που προτείνονται προκειμένου να περιοριστεί το δικαίωμα στην κατανάλωση, «θα προετοίμαζε το έδαφος για τη διαιώνιση ή την επανεμφάνιση του κράτους».[50]

Τέλος, όπως θα προσπαθήσω να δείξω παρακάτω, το μοντέλο Parecon συνεπάγεται επίσης έναν σοβαρό περιορισμό γενικά της ατομικής αυτονομίας και ειδικότερα της ελευθερίας επιλογής, δηλαδή της ίδιας της αυτοδιεύθυνσης, κυρίως ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι στηρίζεται αποκλειστικά στον οικονομικό σχεδιασμό για την κατανομή των πόρων.[51]

Κυριότερα χαρακτηριστικά του μοντέλου Parecon

Ο Albert περιγράφει ως εξής τα κυριότερα χαρακτηριστικά του μοντέλου του που τα ονομάζει «οι κεντρικές θεσμικές και οργανωτικές συνιστώσες του μοντέλου Parecon» (Par 84) :

1. μη ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής,

2. εργατικά συμβούλια και συμβούλια καταναλωτών ως τα κύρια σώματα λήψης των αποφάσεων,

3. υποχρέωση εργαζόμενων να προσφέρουν την «μέση» εργάσιμη ημέρα σε εξισορροπημένα συμπλέγματα εργασιών,

4. αμοιβή των εργαζόμενων ανάλογη της προσπάθειας τους,

5. συμμετοχικός σχεδιασμός και οικονομική αυτοδιεύθυνση.

Κυριότερα στοιχεία της ΠΔ

Τα βασικά στοιχεία της ΠΔ όσον αφορά την οικονομική δημοκρατία, η όποια νοείται ως μία οικονομία χωρίς κράτος, χρήμα και αγορά, ορίζονται ως ακολούθως:

1. τα μέσα παραγωγής ανήκουν στην κάθε τοπική κοινότητα (την «εκκλησία του δήμου») και παραχωρούνται στους εργαζόμενους της κάθε παραγωγικής μονάδας μέσω ενός μακροπρόθεσμου συμβολαίου,

2. το ανώτατο σώμα που αποφασίζει για τη διαμόρφωση πολιτικών σε κάθε αυτοδύναμη τοπική κοινότητα είναι η δημοτική συνέλευση η κλασική Αθηναϊκή εκκλησία του δήμου και οι κοινότητες (δήμοι) συντονίζονται διαμέσω των περιφερειακών και συνομοσπονδιακών εκτελεστικών συμβουλίων που αποτελούνται από ανακλητούς και κυκλικά εναλλασσόμενους εντολοδόχους με συγκεκριμένες εντολές από τις περιφερειακές και συνομοσπονδιακές συνελεύσεις,

3. στόχος της παραγωγής δεν είναι η ανάπτυξη αλλά η ικανοποίηση των βασικών αναγκών (που ορίζονται με δημοκρατικό τρόπο) όλων των πολιτών για τις οποίες καθένας που είναι ικανός να εργαστεί οφείλει να προσφέρει μία ελάχιστη ποσότητα εργασίας καθώς και η ικανοποίηση εκείνων των μη βασικών αναγκών τις οποίες επιθυμούν να καλύψουν τα μέλη της κοινότητας και είναι πρόθυμα να εργαστούν επιπλέον γι’ αυτές,

4. αμοιβή «σύμφωνα με τις ανάγκες», όσον αφορά τις βασικές ανάγκες, και «σύμφωνα με την προσφερόμενη εργασία», όσον αφορά τις μη βασικές ανάγκες,

5. οι οικονομικές αποφάσεις των πολιτών, οι οποίες λαμβάνονται είτε συλλογικά είτε ατομικά, υλοποιούνται μέσω ενός συστήματος που συνδυάζει τον δημοκρατικό οικονομικό σχεδιασμό (βασικές ανάγκες) και μια τεχνητή «αγορά», όπου οι πολίτες χρησιμοποιούν προσωπικές διατακτικές για την κάλυψη των μη βασικών αναγκών και για να επιλέγουν τα μέσα ικανοποίησης των βασικών,

6. Αυτοδιεύθυνση σε όλους τους κοινωνικούς τομείς.

Ας εξετάσουμε, όμως, λεπτομερέστερα τα βασικά στοιχεία των δύο προτάσεων.

Κεφάλαιο τέταρτο: Ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής στο μοντέλο Parecon και στη ΠΔ

Η σιωπή του Parecon στο θέμα της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής

Το μοντέλο Parecon, όπως και το πρόταγμα της ΠΔ, ορθά τονίζει ότι η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής είναι αδιανόητη σε κάθε κοινωνία εναλλακτική της σημερινής καπιταλιστικής. Όπως το θέτει ο Albert, το μοντέλο Parecon «απλά απομακρύνει την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής από το οικονομικό τοπίο» (Par 90) και, αντίθετα, εστιάζεται στην κατανομή των μέσων παραγωγής σε διαφορετικές παραγωγικές διαδικασίες και χρήσεις. Όμως, η θέση αυτή αφήνει αναπάντητο ένα σημαντικό ερώτημα. Ποια μορφή θα λάβει η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής; Όπως δείχνει και το ακόλουθο απόσπασμα ο Albert είναι εξαιρετικά ασαφής πάνω στο θέμα αυτό (Par 90):

Πολύ απλά αφαιρούμε την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής από το οικονομικό τοπίο. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει την απόφαση ότι κανένας δεν είναι ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής. Ή θα μπορούσε να σημαίνει την απόφαση ότι ο καθένας κατέχει ένα ίσο μερίδιο πάνω σε κάθε μέσο παραγωγής. Ή θα μπορούσε να σημαίνει την απόφαση ότι η κοινωνία κατέχει όλα τα μέσα παραγωγής, χωρίς όμως να έχει τη δυνατότητα ούτε διατύπωσης άποψης για κάποιο από αυτά ούτε οποιασδήποτε άλλης διεκδίκησης πάνω στο προϊόν τους.

Όμως, το θέμα της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής δεν είναι απλά ένα νομικίστικο θέμα και μπορεί να έχει σημαντικές οικονομικές, οικολογικές και κοινωνικές επιπτώσεις, όπως μπορεί εύκολα να φανεί αν δεχτούμε την πιθανότητα να υπάρξουν αντιθέσεις μεταξύ των συλλογικών οργάνων που λαμβάνουν τις αποφάσεις. Στο μοντέλο της ΠΔ ένα τέτοιο πρόβλημα δεν θα μπορούσε να παρουσιαστεί διότι αντίθετα με το μοντέλο Parecon κανει συγκεκριμένες προτάσεις σε σχέση με την ιδιοκτησία. Τα μέσα παραγωγής στην ΠΔ ανήκουν στον δήμο («δημοτική ιδιοκτησία»), δηλαδή τη γενική συνέλευση πολιτών σε μία συγκεκριμένη περιοχή, η οποία τα παραχωρεί στους εργαζόμενους σε κάθε χώρο εργασίας μέσω ενός μακροπρόθεσμου συμβολαίου. Αυτό είναι συνεπές με τη βασική θέση του προτάγματος της ΠΔ ότι οι οικονομικές αποφάσεις, όσον αφορά την κάλυψη των βασικών αναγκών όλων των πολιτών, λαμβάνονται από το σύνολο της κοινότητας μέσω των συνελεύσεων των πολιτών.

Έτσι, οι πολίτες, ως πολίτες, και όχι ως εργαζόμενοι ή καταναλωτές, αποφασίζουν συλλογικά για το πώς θα καλυφθούν οι βασικές τους ανάγκες και ατομικά για το πώς θα ικανοποιηθούν οι μη βασικές τους ανάγκες, καθώς και για τα μέσα ικανοποίησής (satisfiers) τόσο των βασικών όσο και των μη βασικών αναγκών. Ταυτόχρονα, εκτός της συμμετοχής τους ως πολίτες στις δημοτικές συνελεύσεις, όπου καθορίζουν τους συνολικούς στόχους του σχεδιασμού που απαιτείται προκειμένου να καλυφθούν οι βασικές τους ανάγκες, συμμετέχουν επίσης ως εργαζόμενοι στις αντίστοιχες συνελεύσεις στους χώρους εργασίας τους, σε μία διαδικασία τροποποίησης/υλοποίησης του Δημοκρατικού Πλάνου αλλα και αυτοδιεύθυνσης του χώρου εργασίας τους.

Η σημασία του σαφούς καθορισμού του ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής

Η σημασία του να οριστεί σαφώς ποιος είναι ο ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής, όπως κάνει το πρόταγμα της ΠΔ, είναι ότι έτσι καθορίζεται έμμεσα ποιο είναι το κυρίαρχο σώμα στην κοινωνία και συνακόλουθα ο επιδιαιτητής στις διαφωνίες μεταξύ των συλλογικών οργάνων λήψης των αποφάσεων. Έτσι, στο τοπικό επίπεδο, είναι οι πολίτες, ως μελη των δημοτικων συνελευσεων, που συνιστουν την ανώτατη εξουσία και τον επιδιαιτητή ενώ, στο περιφερειακό επίπεδο, τον ρόλο αυτόν έχουν οι περιφερειακές συνελεύσεις των πολιτών και, στο συνομοσπονδιακό επίπεδο η συνομοσπονδιακή συνέλευση.

Από την άλλη μεριά, το μοντέλο Parecon, σε συνέπεια με τη στάση του να μην παίρνει θέση πάνω στο κρίσιμο ζήτημα για τον αν η κοινωνία που συνεπάγεται το μοντέλο αυτό θα είναι κρατικιστικη η όχι, δεν ορίζει ποιος θα είναι ο επιδιαιτητής στις αναπόφευκτες διαφωνίες μεταξύ των συλλογικών οργάνων (εκτός βέβαια αν ο Αλμπερτ υποθέτει «δημοκρατικότατα» ότι σε μια τέτοια κοινωνία σαν αυτή που προβλέπει το Parecon—δεν νοούνται παρόμοιες διαφωνίες!). Θα είναι η ομοσπονδία των εργατικών συμβουλίων, ή αυτή των συμβουλίων των καταναλωτών, ή και οι δύο; Αν είναι και οι δύο, ποιανού οι απόψεις επικρατούν σε περίπτωση αντίθεσης μεταξύ τους κάτι που θα μπορούσε εύκολα να συμβεί ακόμα και αν ορίσουμε αυστηρά τις ευθύνες του κάθε συλλογικού οργάνου; Για παράδειγμα, στην περίπτωση όπου η ομοσπονδία των εργατικών συμβουλίων αποφασίσει να παράγει αγαθά που η ομοσπονδία των συμβουλίων καταναλωτών θέλει να απαγορεύσει ως αντιοικολογικά (π.χ. πετρελαιοκίνητα αυτοκίνητα), ή ανθυγιεινά (τσιγάρα) κ.λπ., ή στην περίπτωση στην οποία παρόμοιες διαμάχες προκύπτουν σε σχέση με το είδος των παραγωγικών διαδικασιών και των τεχνολογιών που θα χρησιμοποιηθούν, τίνος οργάνου οι απόψεις θα επικρατούν τελικά και γιατι;

Σε ένα δυαδικό σύστημα εξουσίας, όπως είναι αυτό που συνεπάγεται το μοντέλο Parecon, τέτοιες διαμάχες θα ανακύπτουν εύκολα, όχι μόνο διότι μπορεί να υπάρξουν διαφωνίες ακόμα και μεταξύ των ίδιων των εργαζόμενων, αλλά και επειδή δεν ταυτίζονται οι καταναλωτές με τους εργαζόμενους, αφού στους πρώτους περιλαμβάνεται επίσης ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας που δεν εργάζεται : νέοι που μπορεί να βρίσκονται ακόμα σε διάφορα στάδια της εκπαιδευτικής διαδικασίας, ηλικιωμένοι που έχουν συνταξιοδοτηθεί, πολίτες μη ικανοί να εργαστούν για διάφορους λόγους κ.λπ. Εναλλακτικά, μπορεί κανείς να υποθέσει ότι η σιωπηρή υπόθεση που γίνεται από το μοντέλο Parecon είναι ότι τα εργατικά συμβούλια είναι η ανώτατη εξουσία. Στην περίπτωση όμως αυτή, ένα πολύ σημαντικό τμήμα του πληθυσμού που δεν εργάζεται, και που μπορεί εύκολα να αντιστοιχεί στο μισό του συνολικού πληθυσμού, απλά αποκλείεται (ντε γιουρε η ντε φάκτο) από κρίσιμες τελικές αποφάσεις.

Αυτό το κρίσιμο ζήτημα του κυρίαρχου συλλογικού οργάνου, το οποίο παίρνει σημαντικές διαστάσεις λόγω της εσκεμμένης ασάφειας του μοντέλου Parecon να καθορίσει ποιος ακριβώς είναι ο ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής, αν παραμείνει αναπάντητο, κατατάσσει το μοντέλο στους συνήθεις εργατικούς παραδείσους που οραματίζονταν οι σοσιαλιστές συγγραφείς του παρελθόντος. Το ζήτημα αποκτά ακομη μεγαλύτερη σπουδαιότητα αν κανείς λάβει υπόψη ότι η σοσιαλιστική (καθώς και η καπιταλιστική) εμπειρία του περασμένου αιώνα έχει δείξει ξεκάθαρα ότι είναι τουλάχιστον απλοϊκό να μιλά κανείς για «ιδιοκτησία» των μέσων παραγωγής αντί για «ιδιοκτησία και έλεγχό τους». Όπως έδειξε ιδιαίτερα ο σοσιαλιστικός κρατισμός, τα μέσα παραγωγής μπορει κάλλιστα να μην ανήκουν σε ιδιώτες αλλά παρ’ όλα αυτά να ελέγχονται «ιδιωτικά», όχι από καπιταλιστές, αλλά από τους κομματικούς γραφειοκράτες και τεχνοκράτες (την «τάξη των συντονιστών» -coordinator class-, όπως την ονομάζει το μοντέλο Parecon). Επιπλέον, ακόμα και αν υποθέσουμε, όπως κάνει το μοντέλο αυτό, ότι η πανάκεια των συμπλεγμάτων εργασιών καταργεί στην πράξη την τάξη των συντονιστών παραμένει ακόμα το ερώτημα: ποιος θα έχει τον υπέρτατο έλεγχο πάνω στα μέσα παραγωγής, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις μη επιλύσιμων διαφορών μεταξύ των συλλογικών οργάνων λήψης των αποφάσεων που προτείνονται από το μοντέλο;

Κεφαλαιο πέμπτο: Τα συλλογικά όργανα λήψης αποφάσεων στο Parecon και στην ΠΔ

Τα Συμβούλια εργατών και καταναλωτών στο Parecon

Τα κύρια συλλογικά όργανα λήψης αποφάσεων στο μοντέλο Parecon είναι τα εργατικά συμβούλια και τα συμβούλια καταναλωτών.

Όσον αφορά τα εργατικά συμβούλια, κάθε χώρος εργασίας συμμετοχικής οικονομίας ελέγχεται από το εργατικό συμβούλιο στο οποίο όλοι οι εργαζόμενοι έχουν τα ίδια γενικά δικαιώματα λήψης αποφάσεων και υποχρεώσεις. Όταν κρίνεται απαραίτητο, μικρότερα συμβούλια οργανώνονται ανά ομάδες εργασίας, ανά μονάδες, και ανά μικρά τμήματα. Μεγαλύτερα συμβούλια οργανώνονται ανά μεγάλα τμήματα, ολόκληρους χώρους εργασίας και ανά βιομηχανίες (Par 92).

Έτσι, διαφορετικού μεγέθους συμβούλια ασχολούνται με διαφορετικά ζητήματα, σύμφωνα με τον κανόνα ότι η λήψη αποφάσεων θα πρέπει να είναι ανάλογη του αντίκτυπου που θα έχουν οι αποφάσεις αυτές σε εκείνους που τις παίρνουν. Όπως το θέτει ο Albert, τα συμβούλια των εργατών διασφαλίζουν την αυτοδιεύθυνση:

Όσον αφορά τα συμβούλια των καταναλωτών, η συμμετοχική κατανάλωση, όπως αυτή περιγράφεται από τους συγγραφείς του Parecon στο Looking Forward[52] (LF, 48), οργανώνεται σε ένα πυραμιδωτό σύστημα από αυξανόμενα σε μέγεθος συμβούλια καταναλωτών και ομοσπονδίες.

Ο σχεδιασμός της κατανάλωσης ξεκινά με τα προγράμματα συλλογικής κατανάλωσης, από τα πάνω προς τα κάτω, και κορυφώνεται με την ψηφοφορία πάνω σε ένα συνολικό «πακέτο» συλλογικής κατανάλωσης (Par 215). Κάθε συμβούλιο γειτονιάς είναι μέρος μιας ευρύτερης επαρχιακής, περιφερειακής, πολιτειακής και εθνικής ομοσπονδίας συμβουλίων. Το Συμβούλιο Διευκόλυνσης της Συλλογικής Κατανάλωσης, αφού λάβει πληροφορίες από όλα τα νοικοκυριά για τις καταναλωτικές ανάγκες τους με βάση τις αρχικές προτάσεις του, επανυποβάλλει τις προτάσεις του για να τις επανεξετάσουν τα νοικοκυριά (Par 216). Τελικά, τα νοικοκυριά κ.λπ. ψηφίζουν τέσσερα πακέτα συλλογικής κατανάλωσης (Par 217). Οι αποφάσεις της συλλογικής κατανάλωσης λαμβάνονται με ένα δημοψήφισμα μεταξύ όλων των μελών (Par 210).

Όσον αφορά την προσωπική κατανάλωση, ο κάθε καταναλωτής καθορίζει την ατομική του κατανάλωση υπό το φως των ήδη αποφασισμένων συλλογικών πλάνων για την επαρχία, τη γειτονιά κ.λπ. (Par 214). Οι καταναλωτές καθορίζουν τις προσωπικές τους καταναλωτικές ανάγκες λαμβάνοντας υπόψη τις συλλογικές ανάγκες, καθώς και τις επιπτώσεις των απαιτήσεών τους στους εργαζόμενους (μέσω πληροφοριών που παράγονται ηλεκτρονικά) (Par 214-15). Οι αποφάσεις για το την διανομή των ατομικών καταναλωτικών πακέτων καθορίζονται με βάση το προηγούμενο ιστορικό του κάθε καταναλωτή, την εργατική του εμπειρία και τις ανάγκες του, και υπόκειται σε συλλογικό έλεγχο ώστε να διασφαλιστεί η ισότητα και να είναι δυνατός ο πειραματισμός. Εντούτοις, «προκειμένου να εξασφαλιστεί το δικαίωμα πάνω στην ιδιωτική ζωή και ο προσωπικός έλεγχος, απαιτήσεις των καταναλωτών που δεν ξεπερνούν τις «μέσες» απαιτήσεις δεν πρέπει να υπόκεινται σε αυστηρό έλεγχο» (LF 50). Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει ένα στάνταρ για τη μέση κατά κεφαλή κατανάλωση των ατόμων, των γειτονιών, των περιφερειών και των πολιτειών, και θα πρέπει να υπάρχει κάποιος τρόπος που να εξασφαλίζει ότι τα άτομα, οι γειτονιές, οι περιφέρειες και οι πολιτείες δεν καταναλώνουν ποσότητες πάνω από το μέσο όρο εκτός αν τους δοθεί η σχετική άδεια από τους υπόλοιπους. Οι απαιτήσεις για αγαθά και υπηρεσίες που επιβαρύνουν το παραγωγικό δυναμικό της κοινωνίας πάνω από το μέσο όρο μπορεί να απορριφθούν από τα συμβούλια των καταναλωτών για λόγους ισότητας (LF 49-50). Τέλος, στα συμβούλια καταναλωτών της γειτονιάς, τα μέλη συζητούν τις επιπτώσεις που θα έχουν οι προτάσεις τους για την κατανάλωση στους εργαζόμενους και διαμορφώνουν ανάλογα τις απαιτήσεις τους, ενώ οι αποφάσεις για τη συλλογική κατανάλωση λαμβάνονται συλλογικά και κρίνονται από όλα τα συμβούλια που επηρεάζονται από αυτές.

Ωστόσο, η δυαδική δομή συμβουλίων που προτείνεται από το μοντέλο Parecon, αντί να δημιουργεί μία ολοκληρωμένη προσωπικότητα του πολίτη ως πολίτη που εκφράζει κατ αρχήν το γενικό συμφέρον, εντείνει τον διχασμό προσωπικότητας των πολιτών καθως και την διάκριση τους σε καταναλωτές και εργαζόμενους (όπως κανει και η οικονομία της αγοράς) και οδηγεί αναπόφευκτα στη δημιουργία ειδικών συμφερόντων, τα οποία μπορεί ενδεχομένως να συγκρουστούν μεταξύ τους, όπως ανέφερα και παραπάνω. Με άλλα λόγια, όταν οι πολίτες αποφασίζουν αποκλειστικά ως εργαζόμενοι μπορεί να αναπτύξουν ιδέες, απόψεις και πιθανόν ακόμα και συμφέροντα που αντιτίθενται σε αυτά των πολιτών ως καταναλωτών, και ο δυϊσμός ανάμεσα σε εργατικά συμβούλια και συμβούλια καταναλωτών εντείνει τον ανταγωνισμό μεταξύ τους. Αντίθετα, όταν οι πολίτες παίρνουν όλες τις βασικές αποφάσεις, όπως στην ΠΔ, ως πολίτες (πέρα από τις πιο εξειδικευμένες αποφάσεις που παίρνουν στους τόπους δουλειάς, εκπαίδευσης κλπ) μπορούν να σταθμίζουν μόνοι τους το γενικό με το ειδικό και να λαμβάνουν ισορροπημένες αποφάσεις που εκφράζουν κατ αρχήν το γενικό συμφέρον.

Πέρα, όμως, από το γεγονός ότι η διαίρεση της κοινωνίας σύμφωνα με το μοντέλο Parecon μπορεί να δημιουργήσει πιθανές συγκρούσεις μεταξύ των συλλογικών οργάνων λήψης αποφάσεων, μία ακόμη πιο σοβαρή κριτική που μπορεί να γίνει είναι ότι η διαίρεση αυτή δεν συμβάλλει καθόλου στη δημιουργία της νεας δημοκρατικής συνείδησης, όπως απαιτεί η λειτουργία μιας γνήσιας δημοκρατίας. Όπως τόνισα σε πρόσφατο άρθρο,[53] η αλληλεπίδραση της παιδείας και του υψηλού επίπεδου πολιτικής συνειδητοποίησης που αναμένεται να δημιουργήσει η συμμετοχή σε μία δημοκρατική κοινωνία θα είναι κρίσιμη για την δημιουργία ενός νέου ηθικού κώδικα που θα καθορίζει την ανθρώπινη συμπεριφορά σε μία δημοκρατική κοινωνία. Με άλλα λόγια, μία γνήσια δημοκρατική κοινωνία προϋποθέτει ενεργά πολιτικά δικαιώματα όπου, όπως τονίζει η Hannah Arendt:

η πολιτική δραστηριότητα δεν είναι το μέσο για κάποιον σκοπό, αλλά αυτοσκοπός από μόνη της. Δεν ασχολείται κανείς με την πολιτική δράση απλά για να προωθήσει την προσωπική του ευημερία αλλά για να κάνει πραγματικότητα τις εγγενείς αρχές της πολιτικής ζωής, όπως είναι η ελευθερία, η ισότητα, η δικαιοσύνη, η αλληλεγγύη, το θάρρος και η επίτευξη υψηλών επιδόσεων[54].

Αυτή η αντίληψη για την πολιτική δραστηριότητα όμως είναι τελείως ξένη προς το όραμα του μοντέλου Parecon, το οποίο υιοθετεί μία «εργαλειακή» αντίληψη, ακριβώς όπως κάνουν οι φιλελεύθεροι και οι σοσιαλιστές κρατιστές. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, όταν οι άνθρωποι παίρνουν άμεσα μέρος στις πολιτικές και οικονομικές διαβουλεύσεις (ως εργαζόμενοι ή καταναλωτές) το κάνουν πάντοτε ως ένα μέσο για κάποιον σκοπό και όχι σαν αυτοσκοπό κάτι που συμβαίνει μόνο όταν οι άνθρωποι λαμβάνουν αποφάσεις ως πολίτες.

Η δημοτική συνέλευση των πολιτών στην ΠΔ

Το βασικό συλλογικό όργανο λήψης αποφάσεων στην ΠΔ είναι η δημοτική συνέλευση, που είναι επίσης το ανώτατο σώμα διαμόρφωσης πολιτικών. Στη δημοτική συνέλευση λαμβάνουν μέρος όλοι οι πολίτες που εχουν συμπληρώσει το όριο ηλικίας που αποφασίζει η ίδια, οι οποίοι διαμένουν σε μία συγκεκριμένη περιοχή. Από την άλλη μεριά, οι περιφερειακές και συνομοσπονδιακές συνελεύσεις είναι απλώς εκτελεστικά συμβούλια αποτελούμενα από ανακλητούς και κυκλικά εναλλασσόμενους εντολοδόχους στους οποίους έχουν δοθεί συγκεκριμένες εντολές. Υπάρχουν, επίσης, συλλογικά όργανα λήψης αποφάσεων σε κάθε χώρο εργασίας, εκπαιδευτικό ίδρυμα, και σε κάθε άλλο τόπο όπου θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένας δημόσιος χώρος. Στα σώματα αυτά, οι εργαζόμενοι, οι φοιτητές, οι καθηγητές κ.ο.κ. αποφασίζουν για τη διεύθυνση των χώρων τους, σύμφωνα με τις γενικες πολιτικές αποφάσεις που έχουν υιοθετηθεί από τις δημοτικές συνελεύσεις (στην περίπτωση των συνελεύσεων των εργαζόμενων αυτό περιλαμβάνει και την διαδικασία τροποποίησης/υλοποίησης του Δημοκρατικού Πλάνου).

Το πρόταγμα της ΠΔ, το οποίο υποθέτει ότι το γενικό συμφέρον εκφράζεται από τις δημοτικές συνελεύσεις και τα ειδικά συμφέροντα από τις συνελεύσεις στους χώρους εργασίας, στα εκπαιδευτικά ιδρύματα κ.λπ. είναι, κατά τη γνώμη μου, ο καλύτερος τρόπος προκειμένου να επανενωθούν η ζωή στον τόπο εργασίας με τη ζωή της κοινότητας και, ταυτόχρονα, να ξεπεραστεί η διάκριση ανάμεσα στο γενικό και το ειδικό συμφέρον. Επιπλέον, οι θεσμοί της ΠΔ εξασφαλίζουν την ανάπτυξη μιας πλήρους δημοκρατικής συνειδητοποίησης, μέσω της δημιουργίας μιας ενεργού και οχι εργαλειακής έννοιας του πολίτη. Τελος, η πρόταση της ΠΔ συνεπάγεται τη δημιουργία όσο το δυνατό περισσότερων δημόσιων χώρων, έτσι ώστε να εκφράζονται τόσο τα ειδικά συμφέροντα, όσο και το γενικό συμφέρον αλλά με έναν τρόπο που δεν θα επιτρέπει την κυριαρχία του ειδικού πάνω στο γενικό συμφέρον.

Κεφάλαιο έκτο: Η οργάνωση της εργασίας στο μοντέλο Parecon και στην ΠΔ

Η «ανάγκη» για συμπλέγματα εργασιών

Οι λόγοι που δίνονται από το μοντέλο Parecon για να δικαιολογήσουν τα εξισορροπημένα συμπλέγματα εργασιών που προτείνονται από αυτό είναι, πρώτον, η διασφάλιση της ισοκατανομής δύναμης στην λήψη αποφάσεων, και, δεύτερον, η διασφάλιση ότι όλες οι εργασίες είναι εξίσου επιθυμητές. Το επιχείρημα του Parecon είναι ότι η δημοκρατία ως τέτοια δεν επαρκεί ώστε να δώσει στους ανθρώπους την ίδια δύναμη κατά τη λήψη αποφάσεων όταν κάποιοι εργαζόμενοι έχουν διαρκώς μεγαλύτερη πληροφόρηση και ευθύνη στις εργασίες τους σε σχέση με άλλους, μετατρέποντάς τους πρώτους σε μία άρχουσα «τάξη συντονιστών» (Par 103). Έτσι, κατά τον Αlbert, μια αταξική και πραγματική (αντίθετα με τη σημερινή τυπική) δημοκρατία στον χώρο εργασίας απαιτεί κάθε εργαζόμενος να εργάζεται σ’ ενα σύμπλεγμα εργασιών που αποτελειται από ένα συνολο ευθυνων οι οποιες αποδίδουν ένα συγκρίσιμο βαθμό ικανοποίησης από την εργασία (LF, 19). Δηλαδή, έναν συνδυασμό καθηκόντων που περιλαμβάνει ένα τέτοιο μίγμα ευθυνών το οποίο εγγυάται για κάθε εργαζόμενο χονδρικά συγκρίσιμες συνθήκες εργασίας. Σε αυτό το σχήμα, ο καθένας απασχολείται με ένα μοναδικό σύνολο καθηκόντων που συναπαρτίζουν ισοδύναμα εργασιακά «πακέτα». Έτσι, τα συμμετοχικά συμπλέγματα εργασιών μπορούν να οργανωθούν με τέτοιο τρόπο ώστε το κάθε άτομο να εμπλέκεται τακτικά τόσο σε διανοητικά καθήκοντα όσο και σε εκτελεστικά καθήκοντα, σε ένα συνδυασμό που εξασφαλίζει συγκρίσιμες συνθήκες ισοκατανομής δύναμης και ποιότητας ζωής (Par 111) .

Η διαμόρφωση συγκρίσιμων συμπλεγμάτων εργασιών απαιτεί την αξιολόγηση των καθηκόντων του κάθε χώρου εργασίας και τον προσεκτικό συνδυασμό τους σε διαφορετικά συμπλέγματα εργασιών που διασφαλίζουν ισοκατανομή δύναμης, έτσι ώστε, όπως το θέτει ο Albert, «η μισή ντουζίνα ή και παραπάνω των δικών μου εργασιακών καθηκόντων, θα πρέπει χονδρικά να είναι εξίσου σημαντική με τη διαφορετική μισή ντουζίνα ή και παραπάνω των δικών σου καθηκόντων, αν θέλουμε να συμμετέχουμε ως ίσοι στα συμβούλια λήψης των αποφάσεων» (LF p. 19) .Ο στόχος, όπως τονίζει ο Albert, δεν είναι η κατάργηση του καταμερισμού εργασίας και της επιδεξιότητας (Par 104 & 149) αλλά, κυρίως, η διασφάλιση ότι η σημαντικότητα του αθροίσματος των καθηκόντων σε οποιαδήποτε εργασία και σε οποιονδήποτε χώρο εργασίας είναι η ίδια με τη μέση σημαντικότητα των αντιστοίχων αθροισμάτων σε όλες τις άλλες εργασίες κάθε χώρου εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι τα συμπλέγματα εργασιών θα πρέπει να εξισορροπούνται όχι μόνο μεσα στους χώρους εργασίας αλλά, επίσης, και μεταξύ τους. Όπως τονίζει ο Αlbert, «αυτό και μόνο αυτό επιτυγχάνει ένα καταμερισμό εργασίας ο οποίος δεν παράγει μία ταξική διαίρεση ανάμεσα σε αυτούς που μονίμως δίνουν εντολές και αυτούς που τις εκτελούν» (Par 105). Προκειμένου μάλιστα να διευκολυνθεί η εκτίμηση των εργασιακών καθηκόντων ως εξισορροπημένων προτείνεται ακόμα και η συγκρότηση «επιτροπών συμπλεγμάτων εργασιών», τόσο στο εσωτερικό του κάθε χώρου εργασίας όσο και στην οικονομία στο σύνολό, που κάνουν προτάσεις για το πώς μπορούν να συνδυαστούν καθήκοντα και να καθορίζονται τα χρονοδιαγράμματα εργασίας.

Γενική αποτίμηση των συμπλεγμάτων εργασιών

Η πρόταση του μοντέλου Parecon για «εξισορροπημένα συμπλέγματα εργασιών» είναι στην πραγματικότητα μία προσπάθεια να αντιμετωπιστεί πρακτικά το κρίσιμο ζήτημα του νοήματος της εργασίας σε μία μελλοντική κοινωνία. Τα κύρια προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζει μία αυτοδιευθυνόμενη κοινωνία όσον αφορά τον καταμερισμο εργασίας είναι, πρώτον, το πώς θα αποφευχθεί η δημιουργία γραφειοκρατίας και μιας νέας άρχουσας τάξης «συντονιστών» και, δεύτερον, το πώς θα καθοριστεί ένα σύστημα κατανομής της εργασίας τέτοιο ώστε να μην εξαναγκάζεται κανένας, με τη χρήση οικονομικής ή φυσικής βίας, να ασχοληθεί με μία εργασία που δεν επιθυμεί.

Αρχικα, θα πρεπει να τονιστει εδώ οτι είναι αδύνατο να αντιμετωπιστεί σοβαρά το ζήτημα της γραφειοκρατίας ένα φαινόμενο κοινό τόσο στην καπιταλιστική οικονομία ανάπτυξης, όσο και στη «σοσιαλιστική» οικονομία ανάπτυξης του σοβιετικού μπλοκ αν δεν αντιμετωπίσουμε πρώτα τις ιστορικές αιτίες της, την ιεραρχία και τον καταμερισμό εργασίας. Το άμεσο ερώτημα που προκύπτει σχετικά είναι: για ποιο λόγο αναδύθηκε η τάξη των «συντονιστών» που αποτελείται από τους μάνατζερ, τους δικηγόρους και τους υπόλοιπους, δηλαδή ποια αντικειμενική λειτουργία εξυπηρετούσε τόσο στις καπιταλιστικές οικονομίες της αγοράς όσο και στις σοσιαλιστικές οικονομίες του κεντρικού πλάνου; Το επόμενο ερώτημα είναι: μπορούμε πραγματικά να καταργήσουμε την τάξη αυτή, που είναι και ο στόχος των εξισορροπημένων συμπλεγμάτων εργασιών, αν δεν καταργήσουμε ταυτόχρονα τη συγκεκριμένη αυτή αντικειμενική λειτουργία και των δύο συστημάτων;

Όπως προσπάθησα να δείξω στο βιβλίο Περιεκτική Δημοκρατία, η αντικειμενική λειτουργία που εξυπηρετεί η τάξη των συντονιστών και στα δύο συστήματα μπορεί να εξηγηθεί επαρκώς αν αναφερθούμε στον απώτερο οικονομικό στόχο και των δυο συστημάτων, δηλαδή την οικονομική ανάπτυξη, καθως και στα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του στόχου αυτού με βαση την «αποδοτικότητα» (όπως αυτή ορίζεται από τους ορθόδοξους οικονομολόγους βλ. παρακάτω). Η ανάπτυξη και η αποδοτικότητα οδήγησαν σε μία ειδική μορφή «τεχνικής προόδου», καθως και στις σημερινές ιεραρχικές και γραφειοκρατικές σχέσεις στην εργασία, και στον λεπτομερειακό καταμερισμό εργασίας που εμφανίζουν και τα δύο συστήματα. Το φανερό λογικό συμπέρασμα είναι ότι αν δεν αντικατασταθεί ο συνολικός στόχος της οικονομικής ανάπτυξης, με έναν ριζικά διαφορετικό στόχο και με διαφορετικά μέσα για την επίτευξη του κάτι το οποίο προϋποθέτει μία διαφορετική τεχνολογία και αντίληψη της αποδοτικότητας, καθώς και την κατάργηση των ιεραρχικών σχέσεων παραγωγής και την ελαχιστοποίηση του καταμερισμού εργασίας τότε, οτιδήποτε θεσμικές διευθετήσεις και αν εισαγάγουμε, όπως αυτές των εξισορροπημένων συμπλεγμάτων εργασιών (υποθέτοντας προς στιγμή ότι αυτά είναι πάντοτε εφικτά κάτι εξαιρετικά αμφίβολο όπως θα δούμε στη συνέχεια) είναι καταδικασμένες σε αποτυχία.

Ωστόσο, το μοντέλο Parecon κρατά σιγή ιχθύος πάνω σε όλα αυτά τα κρίσιμα ζητήματα, σαν να ήταν δυνατό η οικονομική ανάπτυξη και η αποδοτικότητα (όπως αυτές ορίζονται σήμερα) να συνεχίσουν να είναι οι στόχοι και τα μέσα μιας οικονομίας βασισμένης στο μοντέλο Parecon και αγνοώντας το βασικό γεγονός που αναγνωρίστηκε προ πολλού από τον Καστοριάδη ότι η «ορθολογικοποίηση» της νεωτερικότητας, (της οποίας η κύρια φαντασιακή σημασία είναι η ανάπτυξη), είναι αδιαχώριστη από την γραφειοκρατία[55] Παρόμοια, ο Albert σιωπά για το είδος της τεχνολογίας που θα εφαρμοστεί, σαν να είναι αυτή «ουδέτερη» από τους συνολικούς στόχους και τα μέσα της οικονομίας και της κοινωνίας. Τέλος, ο Albert μοιάζει να παίρνει ως δεδομένο τον σημερινό λεπτομερειακό καταμερισμό εργασίας, ο οποίος είναι βέβαια μέρος του ίδιου πακέτου (ανάπτυξηαποδοτικότητατεχνολογία)[56], αρκεί τα εξισορροπημένα συμπλέγματα εργασιών να συνεπάγονται όχι μόνο καθήκοντα ρουτίνας αλλά και δημιουργικά καθήκοντα.

Ασφαλώς, κανείς δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι η ιεραρχική οργάνωση της εργασίας και ο κορπορατιστικος καταμερισμός εργασίας «δίνει δύναμη στους λίγους» και «παρεμποδίζει ολοκληρωτικά την αυτοδιεύθυνση» (Par 46). Όμως, το κρίσιμο ζήτημα είναι το πώς θα αντικατασταθεί το σημερινό σύστημα οργάνωσης της εργασίας με ένα σύστημα το οποίο θα εξασφαλίζει την αυτονομία των παραγωγών. Η απάντηση που δίνεται από το μοντέλο Parecon είναι: μέσω των συμπλεγμάτων εργασιών, του συμμετοχικού οικονομικού σχεδιασμού και της ίσης αμοιβής για όλες τις εργασίες που θα περιλαμβάνουν διαφορετικά καθήκοντα τα οποία θα εξασφαλίζουν πάνω-κάτω την ίδια ποιότητα ζωής και κατανομή δύναμης.

Εναλλακτικά, η απάντηση που δίνεται από τον πρώιμο Καστοριάδη είναι : μέσω της εργατικής αυτοδιεύθυνσης,[57] του μετασχηματισμού της τεχνολογίας, της κατάργησης της διάκρισης μεταξύ αυτων που δίνουν εντολές και αυτων που τις εκτελούν και της «συστηματικής κατεδάφισης, πέτρα προς πέτρα, ολόκληρου του οικοδομήματος του καταμερισμού εργασίας», στα πλαίσια ενός συστήματος απόλυτης ισότητας μισθών και μιας πραγματικής αγοράς για τα καταναλωτικά αγαθά,[58] αντί για τον γραφειοκρατικό καθορισμό της κατανάλωσης που προτείνεται από κάθε είδους μηχανισμό οικονομικού σχεδιασμού, συμπεριλαμβανομένου αυτού του μοντέλου Parecon.

Τέλος, στο Περιεκτική Δημοκρατία πρότεινα μία κοινωνία βασισμένη σε μία περιεκτική δημοκρατία που συνεπάγεται διαφορετικούς στόχους, μέσα, και οργάνωση της οικονομικής διαδικασίας. Έτσι, αντί για οικονομική ανάπτυξη, ο στόχος στην ΠΔ είναι η κάλυψη των δημοκρατικά καθοριζόμενων αναγκών των πολιτών ως παραγωγών και ως καταναλωτών. Οι ανάγκες αυτές δεν αναφέρονται απλά στην ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται, αλλά ακόμα στην ποιότητα ζωής, όπως αυτή καθορίζεται από τους οικολογικούς περιορισμούς. Ακομη, η αποδοτικότητα ορίζεται σε σχέση με τον στόχο αυτό και η τεχνολογία ανασυγκροτείται ανάλογα,[59] ενώ η σύνθεση της κατανάλωσης δεν καθορίζεται γραφειοκρατικά μέσω ενός πλάνου, όπως στο μοντέλο Parecon, ούτε μέσω μιας πραγματικής αγοράς όπως στον Καστοριάδη κάτι που συνεπάγεται σημαντικά μειονεκτήματα και στρεβλώσεις αλλά, όπως είδαμε και παραπάνω, κυρίως μέσω ενός συστήματος διατακτικών σε μία τεχνητή αγορά.

Tα συμπλέγματα εργασιών ως μέσο εξασφάλισης της ισοκατανομής δύναμης

Ας δούμε, λοιπόν, αρχικά, αν τα συμπλέγματα εργασιών επιτυγχάνουν τον στόχο της ισοκατανομής δύναμης. Προφανώς, ακόμα και αν οι χώροι εργασίας είναι δημοκρατικά οργανωμένοι μέσω των συμβουλίων στους χώρους εργασίας εξακολουθεί να υπάρχει το ενδεχόμενο, όπως τονίζει το μοντέλο Parecon, αυτοι που διαθέτουν εργασίες οι οποιες προσφέρουν περισσότερες γνώσεις και εργασιακές λειτουργίες, περισσότερο διαθέσιμο χρόνο για προσωπική μελέτη και μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, (δηλαδή οι μάνατζερ, ή γενικότερα αυτοι που ασχολούνται με τη διοικητική εργασία) να κυριαρχούν στη διαδικασία αποφάσεων. Αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει νέες ταξικές διαιρέσεις που θα προέκύπταν από τον τρόπο με τον οποίο οργανώνεται η εργασία. Όμως, είναι η κύρια αιτία της ανισοκατανομή δύναμης στον τόπο εργασίας η έλλειψη παρομοίων συμπλεγμάτων εργασιών; Για ν' απαντησουμε στο ερωτημα αυτό θα πρεπει να εξετασουμε τις προϋποθέσεις ισοκατανομής δυναμης.

Κατά τη γνώμη μου, οι γενικές προϋποθέσεις για την ισοκατανομή δύναμης είναι, πρώτον, η κατάργηση των ιεραρχικών σχέσεων και, δεύτερον, η ελαχιστοποίηση (αν η κατάργηση δεν είναι δυνατή) του καταμερισμού εργασίας.

Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, το πρόβλημα δεν είναι απλά η ιεραρχική οργάνωση της παραγωγής, όπως υποθέτει το μοντέλο Parecon, αλλά ευρύτερα αυτή της κοινωνίας. Όπως σημείωσα και αλλού,[60] μία οργάνωση χαρακτηρίζεται ως ιεραρχική όταν αποτελείται από μέλη/όργανα τα οποία δεν είναι ίσα μεταξύ τους αλλά αντίθετα κάποια από τα μέλη της (οι κατώτερες μονάδες) υπόκεινται στη θέληση των άλλων, προς τους οποίους βρίσκονται σε θέση υποταγής. Η ιεραρχική οργάνωση της κοινωνίας δεν αναφέρεται μόνο στις παραγωγικές σχέσεις όπου τα όρια ανάμεσα στο κύρος (που συνδέεται με την εμπειρία, την ηλικία κ.λπ.) και την εξουσία (που προκύπτει από την ιεραρχική οργάνωση) είναι ευδιάκριτα. Αναφέρεται επίσης σε θεσμούς όπου τα όρια αυτά είναι δυσδιάκριτα (πατριαρχική οικογένεια, σχολεία κ.λ.π). Θα πρέπει να ξεκαθαριστεί επίσης ότι μόνο η εξουσία που προκύπτει από την ιεραρχική οργάνωση είναι ασύμβατη με μία αυτόνομη κοινωνία και όχι το κύρος που απορρέει από την ηλικία, την εμπειρία κ.λπ.[61] Παρόμοια, η αρχή του αυτοκαθορισμού δεν συγκρούεται με την προσωρινή «εξουσία του διατάζειν», η οποία μπορεί ασκηθεί από κάποια μέλη της κοινωνίας με την έγκριση εκείνων που τις δέχονται.[62]

Έτσι, μία οικονομική δημοκρατία[63] λειτουργεί στη βάση της ίσης κατανομής της οικονομικής εξουσίας μέσα σε ένα θεσμικό πλαίσιο στο οποίο όλα τα μέλη αυτοδιευθύνονται. Επιπλέον, αυτός ο πιο ευρύς ορισμός της ιεραρχίας τονίζει το γεγονός ότι η ουσία της βρίσκεται στη συγκέντρωση δύναμης και όχι μόνο στον τρόπο με τον οποίο λαμβάνονται οι αποφάσεις, κάτι που απλώς καθορίζει το είδος της ιεραρχίας. Επομένως, όταν όλα τα μέλη σ’ έναν χώρο εργασίας έχουν ίση δύναμη, όπως αυτή καθορίζεται από την πρόσβαση που έχουν στην πληροφόρηση και την ικανότητά τους να παίρνουν μέρος άμεσα (όχι μέσω αντιπροσώπων) σε όλες τις αποφάσεις που τους επηρεάζουν, τότε, ανεξάρτητα με το αν τα εργασιακά τους καθήκοντα οργανώνονται σε συμπλέγματα εργασιών ή όχι, η πρώτη απαίτηση για ισοκατανομή δύναμης ικανοποιείται.

Όσον αφορά την δεύτερη προϋπόθεση, που αναφέρεται στην ελαχιστοποίηση του καταμερισμού εργασίας (πάνω στο οποίο επίσης σιωπά το μοντέλο Parecon), δεν υπάρχει βέβαια αμφιβολία ότι ένα σημαντικό μέρος της ανισοκατανομής δύναμης σήμερα θα πρέπει να χρεωθεί στον επικρατούντα θεσμοποιημένο και λεπτομερειακό καταμερισμό εργασίας. Τι όμως, εννοούμε επακριβώς με «καταμερισμό εργασίας»; Οι διάφοροι τύποι καταμερισμού εργασίας που αναδύθηκαν ιστορικά μπορούν να ταξινομηθούν σύμφωνα με το περιεχόμενο και τη μορφή τους. Με βάση το περιεχόμενο τους, μπορούμε να διακρίνουμε τον τεχνικό καταμερισμό εργασίας που αναφέρεται στη κατανομή των καθηκόντων στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης παραγωγικής δραστηριότητας και τον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας που αναφέρεται στη λειτουργική και επαγγελματική εξειδίκευση. Με βάση τη μορφή τους, μπορούμε να διακρίνουμε ανάμεσα στον προβιομηχανικό καταμερισμό εργασίας, τον βιομηχανικό καταμερισμό εργασίας (που βασιζόταν στη μαζική παραγωγή και έναν υψηλό βαθμό εξειδίκευσης στον βιομηχανικό τομέα) και τον σημερινό μεταβιομηχανικό καταμερισμό (που βασίζεται σε έναν υψηλό βαθμό εξειδίκευσης στον τομέα των υπηρεσιών και την τεχνολογία της πληροφορικής).

Θα πρέπει να σημειωσουμε εδωι ότι ο βιομηχανικός καταμερισμός εργασίας δεν οφείλεται μόνο στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, δηλαδή στο γεγονός ότι στη διάρκεια της βιομηχανικής εποχής υπήρξε μία αύξηση της συγκέντρωσης της παραγωγής σε μεγαλύτερες οικονομικές και κοινωνικές μονάδες, η οποία μοιραία οδήγησε σε μεγαλύτερη εξειδίκευση και αποξένωση. Στην πραγματικότητα, η θεσμοποίηση του λεπτομερειακού καταμερισμού εργασίας και η ιεραρχική οργάνωση της παραγωγής που συνόδευσε τη Βιομηχανική Επανάσταση δεν ήταν τόσο το αποτέλεσμα μιας προσπάθειας για μία τεχνολογικά βελτιωμένη οργάνωση της παραγωγής, όσο (όπως έχουν δείξει πολλές μελέτες[64]) το αποτέλεσμα μιας συστηματικής προσπάθειας εισαγωγής ενός τύπου οργάνωσης που θα διασφάλιζε τον βασικό ρόλο στην παραγωγική διαδικασία σ’ αυτούς που ήλεγχαν τα μέσα παραγωγής. Δεν προκαλεί, επομένως, έκπληξη ότι η διαδικασία της αυξανόμενης εξειδίκευσης συνεχίζεται και στο σημερινό μεταβιομηχανικό καταμερισμό εργασίας, ακόμα και αν ο τελευταίος χαρακτηρίζεται από μικρότερες παραγωγικές μονάδες[65] (παρ’ όλο που η συγκέντρωση στο επίπεδο της επιχείρησης συνεχίζεται αμείωτη[66]).

Ο θεσμός, επομένως, που προϋποθέτει η ιεραρχική οργάνωση δεν είναι η διαίρεση ανάμεσα σε καθήκοντα και λειτουργίες, η οποία είναι πιθανή σε κάθε κοινωνική οργάνωση, αλλά η θεσμοποίηση των καθηκόντων αυτών και οι ιεραρχικές τους επιπτώσεις[67]. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για να εξηγηθεί η κατώτερη θέση των γυναικών ή άλλων κοινωνικών ομάδων στη σημερινή κοινωνία, δεδομένης της παγίωσης της κοινωνικής δραστηριότητάς τους στον σημερινό καταμερισμό εργασίας.

Συμπερασματικά, τα συμπλέγματα εργασιών δεν είναι συστατικό ούτε μιας μη ιεραρχικής δομής, ούτε απαραίτητα της ισότητας στην εργασία. Ακόμα και εκεί όπου τα συμπλέγματα εργασιών είναι εφικτά, άνθρωποι με υψηλότερη εκπαίδευση, ικανότητες, ταλέντα κ.λπ. μπορεί να εξακολουθούν να κυριαρχούν τη διαδικασία αποφάσεων λόγω του «κύρους» τους, όπως αυτό περιγράφεται από την April Carter[68]. Με δεδομένες τις διαφορές στην εκπαίδευση, την εμπειρία, τις φυσικές ικανότητες κ.ο.κ. είναι σχεδόν αδύνατο να δημιουργηθούν συγκρίσιμες συνθήκες ως προς την ισοκατανομή δύναμης εργασίας, απλώς με την εισαγωγή συμπλεγμάτων εργασιών, όπως υποθέτουν οι A&H, έτσι ώστε « ο καθένας που συμμετέχει σε ένα συμβούλιο να έχει επαρκή αυτοπεποίθηση, ικανότητα, γνώση και ενέργεια ώστε να διαθέτει ίσες ευκαιρίες στον επηρεασμό των αποφάσεων των συμβουλίων» (LF 19).

Με άλλα λόγια, μολονότι είναι αλήθεια ότι η διαίρεση της εργασίας σε χειρωνακτική και διοικητική παίζει σπουδαίο ρόλο για τη δημιουργία ιεραρχικών διαιρέσεων, θα ήταν απλουστευτικό να υποθέταμε ότι αυτή είναι η μοναδική αιτία τους. Η απώτερη αιτία των ιεραρχικών διαιρέσεων είναι, κατά τη γνώμη μου, η ανισοκατανομή της θεσμοποιημένης δύναμης μεταξύ των πολιτών. Επομένως, η ισοκατανομή της πολιτικής και οικονομικής δύναμης, την οποία εγγυώνται οι θεσμοί μιας περιεκτικής δημοκρατίας, είναι ένα κρίσιμο βήμα για την κατάργηση των ιεραρχικών διαιρέσεων. Αυτοί οι θεσμοί, όμως, θα πρέπει να περιλαμβάνουν όχι μόνο τις συνελεύσεις λήψης των αποφάσεων, αλλά επίσης και την κατάργηση όλων των ντε γιουρε ιεραρχικών διαιρέσεων στον χώρο εργασίας, στον χώρο εκπαίδευσης κ.ο.κ αυτό που αποκαλούμε δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο. Όμως, όλες αυτές είναι μόνο οι αναγκαίες συνθήκες για δημοκρατία στους χώρους εργασίας. Η μόνη ικανή συνθήκη που εγγυάται την δημοκρατία στην πράξη είναι η δημοκρατική παιδεία[69]. Κατά τη γνώμη μου, επομένως, είναι πολύ πιο σημαντικό να διασφαλιστεί ότι ο κάθε τύπος εργασιακού καθήκοντος που αναλαμβάνεται αντανακλά τις πραγματικές επιθυμίες του κάθε πολίτη (ακόμα και αν αυτό συνιστά κάποια σπάταλη οικονομικών πόρων) σε ένα πλαίσιο που δεν θεσμοποιεί, (άμεσα η έμμεσα), την ανισοκατανομή της δύναμης στον χώρο εργασίας από τον απλό συνδυασμό των εργασιακών καθηκόντων σε εργασιακά συμπλέγματα.

Ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας, τον οποίο στοχεύουν τα συμπλέγματα εργασιών ως τη βασική αιτία της ιεραρχίας στην παραγωγή, παύει να έχει ιεραρχικές επιπτώσεις όταν τα κοινωνικά άτομα είναι πράγματι ικανά να επιλέγουν/αλλάζουν τη θέση τους σ’ αυτόν και όταν η θέση τους αυτή δεν συνεπάγεται οποιαδήποτε ειδικά κοινωνικά ή οικονομικά προνόμια. Αυτό σημαίνει ότι τα εξισορροπημένα συμπλέγματα εργασιών, μολονότι είναι επιθυμητά όποτε αυτό είναι δυνατό, δεν είναι μία αναγκαία, πόσο μάλλον μία ικανή, συνθήκη για τη διασφάλιση της ισοκατανομής δύναμης . Η αναγκαία συνθήκη για την ισοκατανομή δύναμης στην παραγωγή, ή γενικότερα στην κοινωνία, είναι η μη θεσμοποίηση οποιασδήποτε επιπρόσθετης δύναμης ή ιεραρχικής υπόστασης σε σχέση με συγκεκριμένα είδη καθηκόντων. Έτσι, η ισοκατανομή δύναμης σε όλους τους χώρους εργασίας θα μπορούσε να διασφαλιστεί πλήρως, άσχετα με το αν τα εργασιακά καθήκοντα είναι οργανωμένα σε εξισορροπημένα συμπλέγματα εργασιών ή όχι, αρκεί να ικανοποιούνται οι δύο ακόλουθες συνθήκες:

Τα συμπλέγματα εργασιών ως μέσο διασφάλισης του ίσου επιθυμητού των επαγγελμάτων

Ερχόμενοι τώρα στο ζήτημα αν το μοντέλο Parecon θα μπορούσε να διασφαλίσει ότι όλα τα επαγγέλματα θα είναι εξίσου επιθυμητά σε όλους τους χώρους εργασίας, είναι προφανές ότι ο στόχος των συμπλεγμάτων εργασιών είναι να δώσουν επίσης μία λύση στο πρόβλημα του καταμερισμου εργασίας, το οποίο προβλημάτισε γενιές ελευθεριακών και ουτοπικών σοσιαλιστών τα περασμένα διακόσια ή και παραπάνω χρόνια. Με άλλα λόγια, το μοντέλο Parecon επιχειρεί να καταπιαστεί με την «καυτή πατάτα» κάθε συστήματος στο οποίο η κατανομή των πόρων δεν βασίζεται στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς ή, εναλλακτικά, στον μηχανισμό του κεντρικού πλάνου: πώς διασφαλίζεται η ελευθερία επιλογής όσον αφορά την απασχόληση. Στα συστήματα τόσο της οικονομίας της αγοράς, όσο και σ’ αυτό του κεντρικού πλάνου οι άνθρωποι δεν είναι πραγματικά ελεύθεροι να επιλέξουν απασχόληση καθώς, αν επιθυμούν να αποφύγουν την πείνα ή άλλες αφόρητες πιέσεις, πρέπει να δεχθούν οποιαδήποτε εργασία είναι διαθέσιμη μέσω της αγοράς ή του σχεδιασμού, ανεξάρτητα από τις πραγματικές επιθυμίες τους. Το πρόβλημα προκύπτει εξαιτίας των τεράστιων διαφορών μεταξύ των διαφορετικών τύπων εργασίας, όχι μόνο όσον αφορά τις επιπτώσεις τους στη λήψη αποφάσεων, αλλά ακόμα και όσον αφορά το επιθυμητό τους με βάση την ικανοποίηση από την εργασία. Έτσι, αν κάποια επαγγέλματα είναι λιγότερο επιθυμητά από άλλα προκύπτει το αιώνιο πρόβλημα ποιος θα κανει τα λιγότερο επιθυμητά επαγγέλματα, αν υπάρχει όπως είναι βέβαιο ότι θα υπάρχει μία ανισορροπία μεταξύ ζήτησης και προσφοράς εργασίας σε συγκεκριμενα επαγγέλματα. 

Ωστόσο, τα συμπλέγματα εργασιών δεν απαντούν στο ερώτημα για το τι θα συμβεί σε μία κοινωνία, εάν, για παράδειγμα, το 40% των νέων θέλουν να ασχοληθούν σε συμπλέγματα εργασιών που επικεντρώνονται γύρω από κάποιας μορφής καλλιτεχνική δραστηριότητα κάτι το οποίο δεν είναι απίθανο, ιδιαίτερα αν δεν δίνονται κίνητρα για άλλα συμπλέγματα εργασιών που επικεντρώνονται γύρω από πιο βαρετά ή «βαριά» καθήκοντα (π.χ. λογιστής και οικοδόμος αντίστοιχα). Προφανώς, καμία επέκταση στο εύρος των καθηκόντων ενός οικοδόμου δεν θα έκανε το σύμπλεγμα εργασιών του τόσο καλλιτεχνικό ώστε να προσελκύει ανθρώπους που θα προτιμούσαν να γράφουν μουσική ή να γίνουν χορευτές!

Η «λύση» που δίνεται από τον Albert είναι η κλασική καπιταλιστική: «όπως σε κάθε άλλο επάγγελμα, οι ενδιαφερόμενοι κάνουν αίτηση για θέσεις εργασίας στους τομείς αυτούς και αν ο αριθμός των υποψήφιων υπερβαίνει τις ελεύθερες θέσεις, οι θέσεις αυτές πληρώνονται με αξιοκρατικά κριτήρια κ.λπ. ενώ εάν κάποιος επιθυμεί να συμμετάσχει στη συγκεκριμένη δραστηριότητα, παρά το γεγονός ότι δεν έχει επιλεγεί, είναι ελεύθερος να το κάνει αλλά ως μη αμειβόμενο χόμπι» (Par 200-201). Όμως, αυτό ισοδυναμεί με άρνηση της ελευθερίας επιλογής σε σχέση με την εργασία, ακριβώς όπως συμβαίνει και στο σημερινό συστήμα ή στο συστημα σχεδιασμού. Δεδομένου ότι η εκτίμηση του καλλιτεχνικού ταλέντου εμπερικλείει μεγάλη υποκειμενικότητα, άλλοι παράγοντες (υποκειμενικές θεωρήσεις, προσωπικές επαφές κ.λπ.) θα καθορίζουν ακριβώς όπως σήμερα το ποιος θα παίρνει την περισσότερο επιθυμητή εργασία στο θέατρο, τον κινηματογράφο η τον μουσικό κλάδο κ.λπ., ενώ οι υποψήφιοι που δεν επιλέγηκαν θα πρέπει να ασχοληθούν με συμπλέγματα εργασιών που επικεντρώνονται σε δραστηριότητες έξω από αυτές που επιθυμούν, αν θέλουν να διατηρήσουν ένα ικανοποιητικό επίπεδο ζωής.

Από την άλλη μεριά, στο μοντέλο της ΠΔ, ο ρυθμιστικός μηχανισμός που εξασφαλίζει ισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης συγκεκριμένων τύπων εργασίας δεν λειτουργεί μέσω των ωμών μηχανισμών αποκλεισμού που χρησιμοποιούν τόσο το σημερινό σύστημα όσο και το μοντέλο Parecon, αλλά, αντίθετα, κανει σαφή διάκριση μεταξύ «βασικής εργασίας», δηλαδή της εργασίας που απαιτείται για την κάλυψη των βασικών αναγκών και μη βασικής εργασίας.

Όσον αφορά τη βασική εργασία, κάθε πολίτης οφείλει να προσφέρει τον ελάχιστο αριθμό ωρών που απαιτούνται από την κοινωνία ώστε να καλύπτονται οι βασικές ανάγκες όλων των πολιτών. Εάν επομένως συγκεκριμένη καλλιτεχνική δραστηριότητα έχει κριθεί από τις δημοτικές συνελεύσεις ότι καλύπτει βασικές ανάγκες τότε οποιοσδήποτε το επιθυμεί μπορει ν ανακατευθεί στη σχετική δραστηριότητα όταν προσφέρει τη «βασική» του εργασία, εφόσον βέβαια υπάρχει ανάλογη ζήτηση για την εργασία του από το κοινό, όπως εκδηλώνεται με την προσφορά των διατακτικών.

Όσον αφορά τη μη βασική εργασία, η ζήτηση και η προσφορά εξισορροπούνται μέσω του ρυθμιστικού μηχανισμού τον οποίο προσφέρει το ύψος της αμοιβής, το οποίο καθορίζεται τόσο από τις επιθυμίες των πολιτών ως παραγωγών (με βάση τον «δείκτη επιθυμητού» του κάθε τύπου εργασίας) όσο και από τις επιθυμίες τους ως καταναλωτές (με βάση τις «τιμές»). Αν για παράδειγμα περισσότεροι απ’ ότι ζητούνται επιθυμούν να εργαστούν ως ηθοποιοί, τότε το ύψος της αμοιβής για τους ηθοποιούς θα μειωθεί ανάλογα, αποτρέποντας εκείνους που δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα να γίνουν ηθοποιοί να ακολουθήσουν αυτό το επάγγελμα. Ένας παρόμοιος μηχανισμός λειτουργεί στο επίπεδο του θιάσου. Αν τα έργα που ανεβάζει συγκεκριμένος θίασος είναι συνήθως παταγώδεις αποτυχίες (όπως αυτή μετράται από τον αριθμό διατακτικών που οι πολίτες ως καταναλωτές διαθέτουν για τα έργα αυτά), τότε θα είναι οι πολίτες εκείνοι που θα έχουν αποφασίσει για το μέλλον του συγκεκριμένου θιάσου και όχι απλώς οι υπόλοιποι ηθοποιοί, σκηνοθέτες κ.λπ. χρησιμοποιώντας ψευδοαντικειμενικά κριτήρια, όπως συμβαίνει στο μοντέλο Parecon υποθέτοντας βέβαια ότι ειδική φροντίδα θα δίνεται για την υποστήριξη πρωτοποριακών καλλιτεχνικών έργων, ακόμα και αν αυτά δεν είναι δημοφιλή.

Εντούτοις, παραμένει το ερώτημα για το τι συμβαίνει όταν οι υπηρεσίες ενός συγκεκριμένου πολίτη δεν είναι απαραίτητες σε κάποιο είδος δραστηριότητας, είτε επειδή η ζήτηση για τη δραστηριότητα αυτή είναι μειωμένη, είτε επειδή ο πολίτης δεν είναι διατεθειμένος να εργαστεί, ή είναι αντικοινωνικός κ.λπ.. Στο σημερινό σύστημα, καθώς και στο μοντέλο Parecon (Par 206-7), τέτοιοι εργαζόμενοι πρέπει να απολύονται, ή να μεταφέρονται υποχρεωτικά σε μία παρόμοια ή πιθανόν διαφορετική δραστηριότητα.

 Στην ΠΔ, όσον αφορά την πρώτη περίπτωση (απόλυση για μη προσωπικούς λόγους), αν ο πολίτης εργάζεται στην παραγωγή αγαθών που η δημοτική συνέλευση χαρακτηριζει βασικά διότι καλύπτουν βασικές ανάγκες, τότε, δεν θα υπάρξει πρόβλημα αφού θα μπορεί να κάνει αίτηση και να εργαστεί σε οποιοσδήποτε παρόμοιο είδος δραστηριοτήτων. Αν από την άλλη πλευρά εργάζεται στην παραγωγή μη βασικών αγαθών, τότε, εάν αποδέχεται το ισχύον ύψος της αμοιβής, θα μπορεί εύκολα να βρει εργασία αλλού σε παρόμοιες δραστηριότητες.

Ερχόμενοι τώρα στη δεύτερη περίπτωση (απόλυση για προσωπικούς λόγους) και πάλι θα πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ της βασικής και της μη βασικής εργασίας. Στην περίπτωση των βασικων αγαθων, αν κάποιος δεν είναι διατεθειμένος (μολονότι ικανός) να προσφέρει την απαιτούμενη ποσότητα και ποιότητα εργασίας, τότε θα πρέπει να εξοστρακίζεται από την κοινότητα για αντικοινωνική συμπεριφορά λόγω της απροθυμίας του να προσφέρει την προσπάθεια που απαιτείται για την κάλυψη των βασικών του αναγκών. Στη περίπτωση των μη βασικων αγαθων,, θα πρέπει όλα τα μέλη της συνέλευσης του χώρου εργασίας να αποφασίσουν εάν το άτομο αυτό θα πρέπει να αποκλειστεί από τον συγκεκριμένο χώρο εργασίας, κάτι που θα του στερήσει μόνο την επιπλέον αμοιβή σε μη βασικά αγαθά αφού, για όσο διάστημα συνεχίσει να προσφέρει τις ελάχιστες ώρες βασικής εργασίας, θα εξακολουθεί να δικαιούται τα βασικά αγαθά και υπηρεσίες όπως κάθε άλλος πολίτης.

Από τα παραπάνω γίνεται, επομένως, φανερό ότι οι αυθαίρετες, αν όχι αυταρχικές, λύσεις που δίνονται σε τέτοιου είδους προβλήματα από το μοντέλο Parecon οφείλονται αποκλειστικά στην εγγενή ανελαστικότητα του μοντέλου αυτού, το οποίο δεν διακρίνει μεταξύ βασικών και μη βασικών αγαθών/τυπων εργασίας, ούτε χρησιμοποιεί το ύψος της αμοιβής ως ρυθμιστικό μηχανισμό για την επίτευξη ισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης μη βασικής εργασίας.

Είναι εφικτά τα συμπλέγματα εργασιών;

Μολονότι τα συμπλέγματα εργασιών θα μπορούσαν να είναι χρήσιμο βήμα για τη μείωση των τεράστιων διαφορών ανάμεσα στους διάφορους τύπους εργασιών, δεν συνιστούν με κανένα τρόπο μία πανάκεια όπως παρουσιάζονται από το μοντέλο Parecon. Μολονότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όπου είναι εφικτά θα πρέπει να είναι καλοδεχούμενα, στην πραγματικότητα, τα συμπλέγματα εργασιών φαίνεται να έχουν περιορισμένη εφαρμογή στη σημερινή κοινωνία, εξαιτίας των τεχνολογικών αλλαγών που εχουν δημιουργήσει μία υψηλή διαφοροποίηση μεταξύ των επαγγελμάτων στη βάση της εκπαίδευσης, της ικανότητας, της επιδεξιότητας, του ταλέντου κ.λπ.

Με άλλα λόγια, τα συμπλέγματα εργασιών είναι εφικτά μόνο όταν δεν αφορούν επαγγέλματα υψηλής εξειδίκευσης (χειρούργοι, οπτικοί, ειδικοί στα ακουστικά βαρηκοΐας, πιλότοι κ.λπ.), ή επαγγέλματα που απαιτούν ειδικά ταλέντα (μουσικοί, χορευτές, ηθοποιοί κ.ο.κ.). Επιπλέον, ακόμα και σε γενικές κατηγορίες εργασιών, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στα νοσοκομειακά η πανεπιστημιακά επαγγέλματα, λίγα πράγματα μπορούν να γίνουν αν θέλουμε να αποφευχθεί η πελώρια κοινωνική σπατάλη- ώστε να είναι δυνατό να μοιραστούν τα εργασιακά καθήκοντα μεταξύ γιατρών και υπάλληλων που κάνουν διοικητικές δουλειές, ή βοηθητικές χειρωνακτικές εργασίες (διατήρηση δεδομένων υπολογιστή, καθαρισμός κ.λπ.). Όταν, για παράδειγμα, εξαρτώνται ζωές από τις ικανότητες των χειρούργων, και όταν είναι εξαιρετικά απίθανο, σε οποιαδήποτε κοινωνία, να υπάρχουν χειρούργοι σε αφθονία, παρά τις υπεραπλουστευτικές υποθέσεις του Albert πάνω στο ζήτημα (Par 150) με δεδομένο τον υψηλό βαθμό εκπαίδευσης, ικανότητας και εμπειρίας που απαιτείται σχετικά θα ήταν τρομακτική κοινωνική σπατάλη να ζητάμε από ένα χειρούργο να συμμετέχει στον καθαρισμό των νοσοκομειακών διαδρόμων, ή ακομη και να ασχοληθεί με κάποια απλή χειρωνακτική εργασία (πχ να ανανεώνει τα αρχεία των υπολογιστών και άλλα παρόμοια), ώστε να επιτευχθεί κάποια ισορροπία στα εργασιακά καθήκοντα! Παρόμοια, ακόμα και αν τα συμπλέγματα εργασιών είναι εφικτά σε ένα πανεπιστήμιο, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η κύρια δραστηριότητα των διδασκόντων θα είναι στον τομέα των σπουδών και μόνο λίγες ώρες την εβδομάδα θα μπορούσαν να αφιερώνουν χρόνο σε χειρωνακτική εργασία. Το αντίστροφο θα ισχύει για τους καθαριστές, η τους εργαζόμενους στις Πανεπιστημιακές καντίνες, οι οποίοι δεν θα μπορούσαν να διδάξουν κοινωνικές ή φυσικές επιστήμες, αν, πάλι, θέλαμε ν αποφύγουμε τη κοινωνική σπατάλη.

Οι δυνατότητες για αξιόλογα συμπλέγματα εργασιών είναι ακόμα πιο περιορισμένες σε συγκεκριμένους τόπους εργασίας που περιλαμβάνουν πολύ διαφοροποιημένες δραστηριότητες (π.χ. πλοία, αεροπλάνα, τραίνα κ.λπ.), όπου μηχανικοί, πιλότοι, καπετάνιοι, οδηγοί τραίνων κ.ο.κ. θα μπορούσαν προφανώς να προσφέρουν πολλά παραπάνω στην κοινωνία με το να ξοδεύουν το μεγαλύτερο τμήμα, αν όχι όλο τον χρόνο τους, στην ειδίκευση που έχουν επιλέξει, αντί σε δραστηριότητες άσχετες μ’ αυτήν.

Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε σχετικά ότι αμφιβολίες για το εφικτό των συμπλεγμάτων εργασιών γεννιούνται ακόμα και σε ότι αφορά τα ίδια τα παραδείγματα που χρησιμοποιεί ο Albert για να αποδείξει τους ισχυρισμούς του! Για παράδειγμα, σε έναν υποθετικό εκδοτικό οίκο που περιγράφει, η εβδομαδιαία εργασία του Larry δεν περιλαμβάνει μόνο καθήκοντα ρουτίνας στον συγκεκριμένο χώρο εργασίας (ταξινόμηση αλληλογραφίας, καθαρισμός, κ.λπ.) καθώς και σε άλλους χώρους εργασίας (καθήκοντα ρουτίνας στη γειτονιά και στην κοινότητα όπου διαμένει) αλλά, επίσης, και καθήκοντα παραγωγής, στοιχειοθεσίας, σχεδιασμού, προώθησης πωλήσεων, διόρθωσης δοκιμίων ακόμα και ανάγνωσης χειρόγραφων! (Par 179). Το ερώτημα όμως που γεννιέται είναι, ακόμα και αν υποθέσουμε ότι το εκπαιδευτικό σύστημα παρέχει ένα τόσο μεγάλο εύρος γνώσεων ώστε όλοι να μπορούν να ειδικεύονται στον σχεδιασμό, τη διόρθωση δοκιμίων, τη στοιχειοθεσία, κ.λπ., θα μπορούσε κανείς να υποθέσει στα σοβαρά ότι το εκπαιδευτικό σύστημα θα εφοδιάζει όλους και με τις κατάλληλες γνώσεις ώστε να διαβάζουν χειρόγραφα και να είναι σε θέση να εκτιμήσουν προτάσεις για βιβλία σε ποικίλα γνωστικά πεδία καθένα από τα οποία απαιτεί έτη σπουδών από μόνο του από τη λογοτεχνία μέχρι την πολιτική, την κοινωνιολογία κ.λπ.; Το ερώτημα μάλιστα αποκτά ακομη μεγαλύτερη οξύτητα αν λάβει κανείς υπόψη ότι κάθε νέο βιβλίο που αξιολογείται (ειδικότερα αν δεν είναι μυθιστόρημα, που και γι' αυτό ακομη η γνώση και η μακρά εμπειρία είναι απαραίτητες) υποτίθεται ότι προσφέρει νέα γνώση, ή νέα κριτική ανάλυση, πράγμα που συνεπάγεται ότι ακόμα και η προκαταρκτική του αξιολόγηση δεν μπορεί να αφήνεται σε ανθρώπους χωρίς εξειδικευμένη γνώση. Παρ' όλα αυτά, το μοντέλο Parecon προτείνει ότι αν δύο μέλη του εκδοτικού οίκου με το ίδιο επίπεδο γνώσεων συμφωνούν να απορριφθεί ένα βιβλίο, τότε αυτό επιστρέφεται στον συγγραφέα του εκτός αν κάποιο άλλο μέλος επιθυμεί να το κρατήσει! (Par 179).

Αν, ωστόσο, τα εξισορροπημένα συμπλέγματα εργασιών μέσα στον ιδιο χώρο εργασίας σε πολλές περιπτώσεις είναι, όπως προσπάθησα να δείξω παραπάνω, μη πρακτικά, η πρόταση για παρόμοια συμπλέγματα εργασιών μεταξύ διαφορετικών χώρων εργασίας σίγουρα μοιάζει με επιστημονική φαντασία. Λίγοι θα μπορούσαν να φανταστούν, για παράδειγμα, το πώς εργασιακά καθήκοντα σχετικά με τη μετάλλευση θα μπορούσαν επίσης να περιλαμβάνουν εργασιακά καθήκοντα σχετικά με την έκδοση βιβλίων (δακτυλογράφηση, σύνταξη κειμένων, διόρθωση τυπογραφικών δοκιμίων, σχεδίαση εξώφυλλων, οργάνωση της διανομής κ.λπ.). Παρ’ όλα αυτά, το μοντέλο Parecon χρησιμοποιεί ακριβώς αυτό το παράδειγμα για να δείξει ότι τέτοια εξισορροπημένα συμπλέγματα εργασιών μπορεί να είναι απαραίτητα, με δεδομένο ότι οι μεταλλωρύχοι δύσκολα θα βρίσκουν την εργασία τους εξίσου επιθυμητή ή εξασφαλιζουσα ισοκατανομή δύναμης όσο και οι εργαζόμενοι στον εκδοτικό κλάδο! (LF 20). Εύλογα θα μπορούσε επομένως κάποιος να υποπτευθεί ότι οι συγγραφείς δεν έχουν δοκιμάσει ποτέ τέτοια εξισορροπημένα συμπλέγματα εργασιών στην πράξη και ότι απλοϊκά γενικεύουν, με βάση τις προσωπικές τους εμπειρίες στη δημιουργία παρομοίων εξισορροπημένων συμπλεγμάτων εργασιών μέσα σε έναν εναλλακτικό εκδοτικό οίκο που είναι βέβαια μία πολύ πιο απλή επιχείρηση.

Στην πράξη, με δεδομένο το σημερινό επίπεδο εξειδίκευσης, η προσπάθεια να εξασφαλιστεί εξισορρόπηση εργασιακών καθηκόντων μεταξύ χώρων εργασίας μπορεί να είναι εξαιρετικά δύσκολη, ακόμα και μεταξύ χώρων εργασίας που περιλαμβάνουν, χονδρικά, παρόμοιους τύπους δραστηριότητας (π.χ. μεταξύ αυτοκινητοβιομηχανιών και βιομηχανιών κατασκευής ψυγείων, ή ανάμεσα σε λογιστικά γραφεία και εκδοτικούς οίκους), πόσο μάλλον μεταξύ χώρων εργασίας με ανόμοιους τύπους δραστηριότητας (π.χ. μεταξύ μιας αυτοκινητοβιομηχανίας και ενός εκδοτικού οίκου) οπότε αυτό θα ήταν σχεδόν αδύνατο εκτός αν η κοινωνική σπατάλη δεν είναι τόσο σημαντικός παράγοντας για το Parecon όσο η ανάγκη εξισορρόπησης των ανισοτήτων ανάμεσα στους χώρους εργασίας. Όμως, σε μία κοινωνία σπανεως, όπως είναι εκείνη που υποτίθεται από το μοντέλο Parecon, δεν μπορει κανείς ν αγνοήσει τον παράγοντα σπατάλης ιδιαιτερα ο Αλμπερτ που αποδίδει τεράστια σημασία στην οικονομική αποτελεσματικότητα στο μοντελο του.

Είναι, επομένως, φανερό ότι μολονότι είναι επιθυμητό να μειωθεί η σημερινή ακραία εξειδίκευση της εργασίας μέσω μιας σημαντικής μείωσης του σημερινού λεπτομερειακού καταμερισμού εργασίας, όπως πρότεινα και παραπάνω, η δυνατότητα αυτή θα πρέπει πάντοτε να εξετάζεται μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των πιθανών επιπτώσεων όσον αφορά τη χρήση σπάνιων παραγωγικών πόρων. Η τεχνική κατάρτιση σε πολλαπλές ειδικότητες και, ακόμα πιο σημαντικό, οι αλλαγές στην τεχνολογία για να προωθηθεί η ομαδική εργασία, είναι χρήσιμα μέσα για τη μείωση της σημερινής εξάρτησης από την ακραία εξειδίκευση, αλλά εύκολα μπορεί κανείς να δει τα όρια παρόμοιας προσπάθειας. Είναι αλήθεια, όπως ανέφερα παραπάνω, ότι σημαντικό τμήμα του σημερινού υψηλού βαθμού εξειδίκευσης είναι, στη πράξη, μία μέθοδος που χρησιμοποιούν οι καπιταλιστές για να διασφαλίσουν τη μεγιστοποίηση του κέρδους και να επιβάλλουν την εξουσία τους πάνω στους εργαζόμενους. Παρ’ όλα αυτά όμως, ο σημερινός βαθμός εξειδίκευσης είναι, επίσης, αποτέλεσμα της συσσώρευσης της γνώσης, τόσο της επιστημονικής, όσο και της τεχνικής. Μολονότι, λοιπόν, ούτε η τεχνολογία, ούτε η επιστημονική έρευνα μπορούν να θεωρηθούν αυτόνομες από το κοινωνικοοικονομικό σύστημα, ούτε καν «ουδέτερες»,[70] αυτό δεν σημαίνει ότι πολλές, αν όχι οι περισσότερες, από τις σημερινές εξειδικεύσεις δεν θα εξακολουθούσαν να υπάρχουν σε κάθε κοινωνία σπανεως. Με αλλα λόγια, παντα θα υπάρχει η ανάγκη για πιλότους, υδραυλικούς, επιπλοποιούς, αρχιτέκτονες, καθώς και για διάφορα είδη επιστημόνων, γιατρών, καλλιτεχνών κ.λπ., και, όσα συμπλέγματα εργασιών και να δημιουργήσουμε, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να μειώσουμε την ανάγκη για τις ειδικές τους γνώσεις και τεχνική κατάρτιση, εφοσον κανένα εκπαιδευτικό συστημα δεν θα μπορούσε να καλύψει επαρκώς το πολύ ευρύ φάσμα συσσωρευμένης γνώσης που αντανακλάται στο σημερινό τεχνολογικό επίπεδο εκτός φυσικά αν επιστρέψουμε στον πριμιτιβισμό, όπως κάποιοι αφελεις αναρχικοι προτείνουν σήμερα!

Κεφάλαιο έβδομο: Η αμοιβή της εργασίας στο μοντέλο Parecon και στην ΠΔ

Αμοιβή «σύμφωνα με την προσπάθεια» στο Parecon

Η γενική αρχή του μοντέλου Parecon σε σχέση με την αμοιβή της εργασίας είναι ότι κάθε εργαζόμενος θα πρέπει να δικαιούται τμήμα του κοινωνικού προϊόντος ανάλογο με το σχετικό μέγεθος της ποσότητας εργασίας και της προσπάθειας που καταβάλλει στην παροχή κοινωνικά χρήσιμης εργασίας (Par 113). Όλοι οι ικανοί προς εργασία ενήλικες αναμένεται να εργάζονται τον κοινωνικά «μέσο» αριθμό ωρών σε ένα κοινωνικά «μέσο» σύμπλεγμα εργασιών. Αν ονομάσουμε, γράφει ο Albert, «βασικό εισόδημα» το ποσό που κερδίζει ένας εργαζόμενος ο οποίος εργάζεται με μέση ένταση σε ένα εξισορροπημένο σύμπλεγμα εργασιών για 30 ώρες, τότε, με δεδομένο ότι όλοι εργάζονται σε εξισορροπημένα συμπλέγματα εργασιών, κάθε εργαζόμενος θα κερδίζει είτε το βασικό εισόδημα, ή κάποιο μεγαλύτερο ποσό επειδή εργάστηκε για μεγαλύτερη διάρκεια ή με μεγαλύτερη ένταση (115).

Όσον αφορά τις βασικές ανάγκες ειδικότερα, ο Albert ακολουθεί την σοσιαλδημοκρατική, αντί για την αναρχοκομμουνιστικη, παράδοση. Έτσι, αντί να προτείνει την κάλυψη όλων των βασικών αναγκών σύμφωνα με την ανάγκη (όπως κάνει το πρόταγμα της ΠΔ) διακηρύσσει, πρώτον, ότι συγκεκριμένες βασικές ανάγκες, όπως η υγεία ή τα δημόσια πάρκα θα καλύπτονται δωρεάν (Par 117) και, δεύτερον, σε ότι αφορά τις ειδικότερες (βασικές) ανάγκες, ότι θα μπορούν όλοι να υποβάλλουν συγκεκριμένα αιτήματα για αυτές, τα οποία θ αξιολογούνται κατά περίπτωση από άλλους στην οικονομία.

Ωστόσο, μολονότι το πρόταγμα της ΠΔ βρίσκεται σε συμφωνία με το μοντέλο Parecon πάνω στο γεγονός ότι δεν ζούμε σε μία κοινωνία μετά-σπάνεως (όπως υποθέτουν οι ελευθεριακοι κοινοτιστές της Κοινωνικής Οικολογίας που, συνακόλουθα, δεν έχουν κανένα πρόβλημα να υιοθετήσουν την κομμουνιστική αρχή «σύμφωνα με την ανάγκη» για την ικανοποίηση όλων των αναγκών) διαφέρει θεμελιακά από το μοντέλο Parecon σε ότι αφορά την αμοιβή της εργασίας. Έτσι, το πρόταγμα της ΠΔ, ακολουθώντας τη διάκριση που κάνει μεταξύ βασικών και μη βασικών αναγκών, προτείνει την αρχή της αμοιβής «σύμφωνα με την ανάγκη» για τις βασικές ανάγκες και «σύμφωνα με την προσπάθεια» για τις μη βασικές ανάγκες. Με αυτό τον τρόπο, αναγνωρίζεται ότι η κάλυψη των βασικών αναγκών αποτελεί ένα αναφαίρετο θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα το οποίο αναγνωρίζεται σε κάθε πολίτη, αρκεί να προσφέρει (εφοσον βέβαια μπορει) την ελάχιστη ποσότητα εργασίας που απαιτείται γι’ αυτό αντίθετα με το μοντέλο Parecon όπου η ικανοποίηση τέτοιων αναγκών, πέρα από αυτές που θεωρούνται δημόσια αγαθά και η κάλυψη τους είναι δωρεάν, αφήνεται ουσιαστικά στη συμπόνια των συμπολιτών (Par 37-38).

Αμοιβή «σύμφωνα με την προσπάθεια αλλά και την ανάγκη» στην ΠΔ

Είναι προφανές ότι η αρχή του μοντέλου Parecon «ανταμοιβή σύμφωνα με την προσπάθεια» είναι σωστή μόνο όταν αναφερόμαστε στην εργασία για την κάλυψη μη βασικών αναγκών. Αν, για παράδειγμα, λίγοι επιθυμούν να σπουδάσουν για πολλά χρόνια ώστε να γίνουν χειρούργοι ενώ πολλοί περισσότεροι προτιμούν να ξεκινήσουν να εργάζονται αμέσως μετά την συμπλήρωση του κύκλου της υποχρεωτικής στοιχειώδους εκπαίδευσης,[71] τότε η ανάγκη της κοινωνίας για χειρούργους δεν θα μπορούσε να καλυφθεί στο Pareconαφήνοντας κατά μέρος τις αφελείς ιδέες του μοντέλου για «εξισορροπημένα συμπλέγματα εργασιών» ακομη και στους χειρούργους!

Ένας τρόπος για να προσελκυστούν περισσότεροι φοιτητές σε επιπλέον σπουδές είναι αυτός που προτείνεται στο βιβλίο Περιεκτική Δημοκρατία. Έτσι, όσον αφορά τις εξειδικευμένες εργασίες που απαιτούν εκτεταμένες σπουδές, οι πολίτες που ασχολούνται με δραστηριότητες οι οποιες θεωρούνται από την κοινωνία ότι καλύπτουν βασικές ανάγκες δικαιούνται, όχι μόνο τις «βασικές διατακτικές» που παίρνει κάθε πολίτης, αλλά επιπλέον και μη βασικές διατακτικές για κάθε ώρα βασικής εργασίας. Αντίθετα, το μοντέλο Parecon απορρίπτει απλοϊκά κάθε ιδέα ότι η επιπλέον εκπαίδευση δημιουργεί δικαίωμα για επιπλέον αποζημίωση (Par 36). Για παραδειγμα, οι γιατροί που περνούν από μακροχρονες σπουδές δεν δικαιούνται επιπλέον εισόδημα διότι οι περισσότερες σπουδές δεν συνεπάγονται απαραίτητα και μεγαλύτερη κόπο (Par 36). Η σωστή σύγκριση, σύμφωνα με τον Albert, είναι η ταλαιπωρία την οποία βιώνουν εκείνοι που εργάζονται σε αμειβόμενες εργασίες αντί να σπουδάζουν (36). Όμως, το επιχείρημα αυτό είναι αβάσιμο αν λάβει κανείς υπόψη ότι οι μεν φοιτητές αμείβονται κατά τη διάρκεια των σπουδών τους μόνο για να εξασφαλίζεται σε αυτους «κάποιο κατάλληλο επίπεδο που βασίζεται στους κοινωνικούς μέσους όρους και τις ειδικές τους ανάγκες» (Par 112), ενώ κάποιος που ξεκινά να εργάζεται αμέσως μετά το σχολείο μπορεί να έχει ένα σημαντικά υψηλότερο εισόδημα, ανάλογα με την προσπάθειά του. Με άλλα λόγια, η απώλεια πιθανού εισοδήματος εξαιτίας των σπουδών αγνοείται παντελώς από τον Albert!

Ανακεφαλαιώνοντας, το πρόταγμα της ΠΔ εισάγει τη διάκριση μεταξύ βασικών και μη βασικών αγαθών και υπηρεσιών και αντίστοιχα μεταξύ βασικής και μη βασικής εργασίας και διασφαλίζει ότι κανένας δεν θα είναι αναγκασμένος να εργάζεται περισσότερο από το ελάχιστο που απαιτείται για να είναι δυνατή η κάλυψη των βασικών αναγκών όλων των πολιτών, οι οποίες, αντίθετα με το μοντέλο Parecon, στην ΠΔ ικανοποιούνται πλήρως. Πέρα από το υποχρεωτικό αυτό ελάχιστο, εναπόκειται στον κάθε πολίτη ξεχωριστά να αποφασίσει για το αν θα εργαστεί περισσότερο ώστε να καλύψει και μη βασικές ανάγκες ή όχι. Αυτό σημαίνει ότι ο ελάχιστος αριθμός ωρών που ο κάθε πολίτης οφείλει να προσφέρει είναι κατά πολύ μικρότερος του αντίστοιχου «μέσου» αριθμού ωρών που οφείλει να προσφέρει στο μοντέλο Parecon. Επιπρόσθετα, ενώ στην ΠΔ εναπόκειται στον κάθε πολίτη ξεχωριστά να αποφασίσει αν, και για πόση διάρκεια, θα εργαστεί παραπάνω από τον ελάχιστο αριθμό ωρών, στο μοντέλο Parecon οι αποφάσεις αυτές δεν αφήνονται στο κάθε άτομο αλλά λαμβάνονται σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Επίσης, ενώ στο μοντέλο Parecon, το ύψος της αμοιβής για κάθε είδους εργασία καθορίζεται αποκλειστικά από «αντικειμενικά» κριτήρια (ο αριθμός ωρών και η ένταση εργασίας εκτιμώνται επίσης «αντικειμενικά»), στην ΠΔ το ύψος της αμοιβής για τη μη βασική εργασία δεν καθορίζεται μόνο από αντικειμενικά κριτήρια (αριθμός ωρών εργασίας) αλλα και από υποκειμενικά κριτήρια και προτιμήσεις, όπως αυτές επηρεάζουν τον δείκτη του επιθυμητού κάθε είδους εργασίας και τις «τιμές» των μη βασικών αγαθών και υπηρεσιών.

Τέλος, όσον αφορά τη βασική εργασία, κάθε πολίτης εργάζεται τον ίδιο αριθμό ωρών που απαιτούνται σύμφωνα με το συνομοσπονδιακό πλάνο για την κάλυψη των

βασικών αναγκών όλων των πολιτών και «ανταμείβεται» με βασικές διατακτικές (ΒΔ), ο αριθμός των οποίων, όπως περιγραφεται στην Περιεκτικη Δημοκρατια, καθορίζεται ως ακολούθως:[72]

σε κάθε πολίτη χορηγείται ένας αριθμός ΒΔ (βασικών διατακτικών) , ανάλογα με την ειδική «κατηγορία ανάγκης» στην οποία ανήκει. Έτσι, η συνομοσπονδιακή συνέλευση πρέπει να καταρτίσει μια λίστα κατηγοριών των βασικών αναγκών για κάθε τμήμα του πληθυσμού, χρησιμοποιώντας διάφορα κριτήρια, όπως το φύλο, η ηλικία, οι ειδικές ανάγκες κτλ. Είναι αυτονόητο ότι στις περιπτώσεις στις οποίες η «αντικειμενική» αυτή διάθεση των ΒΔ πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να ληφθούν υπόψη κάποιες ιδιαίτερες προσωπικές συνθήκες, οι δημοτικές συνελεύσεις θα μπορούσαν να κάνουν τις κατάλληλες προσαρμογές. Όσον αφορά τη φροντίδα για τις ανάγκες των ηλικιωμένων, των παιδιών και των ανήμπορων, οι κατηγορίες αυτές πολιτών έχουν τα ίδια δικαιώματα πάνω στις ΒΔ με οποιονδήποτε άλλο πολίτη της συνομοσπονδίας. Στην πραγματικότητα, θα μπορούσε να πει κανείς ότι το προτεινόμενο σχήμα θα αποτελεί το πιο ευρύ σύστημα κοινωνικής πρόνοιας που έχει υπάρξει ποτέ, αφού θα καλύπτει όλες τις βασικές ανάγκες όσων δεν μπορούν δουλέψουν σύμφωνα πάντα με τον ορισμό που θα δίνει στις βασικές ανάγκες η συνομοσπονδιακή συνέλευση. Εναπόκειται πάντα στην ίδια τη συνέλευση να αποφασίσει εάν, πέρα από τις ΒΔ, θα διατίθενται, και ΜΒΔ (μη βασικές διατακτικές) σ’ όσους δεν μπορούν να δουλέψουν. 

Κεφάλαιο όγδοο: Η κατανομή των πόρων στο μοντέλο Parecon και την ΠΔ και η οικολογική κρίση

Η κατανομή των πόρων στο μοντέλο Parecon είναι στην πραγματικότητα μία βελτιωμένη εκδοχή του σοσιαλιστικού σχεδιασμού που ο Albert αποκαλεί «αποκεντρωμένο συμμετοχικό σχεδιασμό» (Par 122), αλλά ένας ελευθεριακος κριτικός του βιβλίου στο Anarchist Studies, νομίζω πολύ πιο εύστοχα, βάφτισε «συμμετοχική γραφειοκρατία»![73]

Ο σχεδιασμός γίνεται με βάση ενδεικτικές τιμές, οι οποίες περιλαμβάνουν ακριβείς εκτιμήσεις του κοινωνικού κόστους (ευκαιρίας) και των κοινωνικών ωφελημάτων των υπηρεσιών των μέσων παραγωγής και των προϊόντων. Η διαδικασία σχεδιασμού έχει εν συντομία ως εξής: Οι υπεύθυνοι του σχεδιασμού ανακοινώνουν στην αρχή του έτους ενδεικτικές τιμές για όλα τα αγαθά και τις υπηρεσίες (με βάση τις ενδεικτικές τιμές του περασμένου έτους). Κάθε καταναλωτής και παραγωγός ανταποκρίνεται σ’ αυτές με προτάσεις για την κατανάλωση και την παραγωγή αντίστοιχα, θεωρώντας τις ενδεικτικές τιμές ως εκτιμήσεις για τα κοινωνικά έξοδα και ωφελήματα. Κατόπιν, οι υπεύθυνοι του σχεδιασμού εκτιμούν την πλεονάζουσα ζήτηση ή προσφορά για κάθε αγαθό και υπηρεσία και αναπροσαρμόζουν τις ενδεικτικές τιμές ανάλογα. Με βάση τις νέες τιμές, οι καταναλωτές και οι παραγωγοί αναθεωρούν και επανυποβάλλουν τις προτάσεις τους έως ότου, μετά από μία σειρά «πήγαινε-έλα», επιτευχθούν εκείνες οι ενδεικτικές τιμές που διασφαλίζουν την ισορροπία μεταξύ της ζήτησης και της προσφοράς για κάθε αγαθό και υπηρεσία (δηλαδή έως ότου οι ενδεικτικές τιμές μετακινηθούν πλησιέστερα προς τα κοινωνικά «έξοδα ευκαιρίας»).

Η έννοια της οικονομικής αποδοτικότητας στο Parecon και την ΠΔ

Το πρώτο σημαντικό χαρακτηριστικό του μοντέλου που προσέχει κανείς είναι ότι αποκρύπτει τις κρίσιμες επιλογές του κάτω από το ψευδοεπιστημονικό κάλυμμα των ορθόδοξων οικονομικών που συχνά υιοθετούνται χωρίς κανένα δισταγμό παρά την προφανή αντίφαση που περικλείει η πρόταση ενός ριζοσπαστικού μοντέλου, το οποίο βασίζεται σε θεωρητικά εργαλεία των ορθόδοξων οικονομικών! Έτσι, στην επιδίωξή τους να γίνει σεβαστό το μοντέλο τους και να αναγνωριστεί από «σοβαρούς» οικονομολόγους, δηλαδή τους ορθόδοξους Πανεπιστημιακούς που διδάσκουν οικονομικά στα Πανεπιστήμια κ.λπ., οι συγγραφείς υιοθετούν ανεπιφύλακτα ακόμα και αυτό που οι ίδιοι αποκαλούν ως την «παραδοσιακή σκοπιά», ότι δηλαδή μία επιθυμητή οικονομία οφείλει να είναι αποδοτική,[74] ενώ στη συνέχεια προχωρούν να υιοθετήσουν τις ορθόδοξες συνθήκες αριστοποίησης που διατύπωσε ο Pareto «ως έναν χρήσιμο ορισμό της κοινωνικής αποδοτικότητας».[75] Αυτό τους δίνει τη δυνατότητα να εκφράσουν το μοντέλο τους σε μαθηματική μορφή σήμα κατατεθέν μιας «σοβαρής» οικονομικής ανάλυσης που ισχυρίζεται ότι είναι «επιστημονική»[76]. Όμως, αυτό οδηγεί, επίσης, το μοντέλο τους σε αναπόφευκτες εσωτερικές αντιφάσεις, εκτός φυσικά από τη θεμελιώδη αντίφαση που ανέφερα της στήριξης ενός ριζοσπαστικού εναλλακτικού μοντέλου της οικονομίας στα θεωρητικά εργαλεία ορθόδοξων οικονομικών με ορισμένες μόνο μικρο-τροποποιήσεις.

Για παραδειγμα, οι ίδιοι οι συγγραφείς αναγκάζονται να παραδεχτούν ότι η εξισορρόπηση των συμπλεγμάτων εργασιών με σκοπό την ισοκατανομή δύναμης μπορεί κάποτε να είναι ανταποδοτική[77] και (δικαίως) προσπαθούν να δικαιολογήσουν την αντίφαση αυτή στη βάση των πολιτικών τους επιλογών, αντί βάσει των αυστηρών συνθηκών αποδοτικότητας που οι ίδιοι είχαν υιοθετήσει λίγο παραπάνω! Όπως συμπεραίνουν, «οποιεσδήποτε απώλειες σε αποδοτικότητα θα πρέπει να αντισταθμίζονται από τη σημασία της συμμετοχής και της μείωσης της αυταρχικής διεύθυνσης που απαιτείται για την απόσπαση προσπάθειας από ατίθασους υφιστάμενους».’[78]

Αυτό εγείρει το γενικότερο ζήτημα της συμβατότητας των τεχνικών ορισμών της αποδοτικότητας που χρησιμοποιούν με ένα εναλλακτικό ριζοσπαστικό μοντέλο της οικονομίας. Όπως τόνισα και στο Περιεκτική Δημοκρατία (Κεφ. 2), μολονότι η κοινωνική σπατάλη θα πρέπει, όσο το δυνατό, να ελαχιστοποιείται σε μία κοινωνία σπανεως αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να υιοθετήσουμε την ορθόδοξη αντίληψη της αποδοτικότητας, η οποία υιοθετήθηκε επίσης και από τους κεντρικούς σχεδιαστές του «υπαρκτού», ακριβώς επειδή και εκείνοι μοιράζονταν τον ίδιο στόχο με την καπιταλιστική Δύση, δηλαδή τη μεγιστοποίηση της οικονομικής ανάπτυξης.

Έτσι, η αποδοτικότητα ορίζεται και στα δύο συστήματα με βάση τα στενά τεχνοοικονομικά κριτήρια της ελαχιστοποίησης του κόστους/μεγιστοποίησης της παραγωγής και όχι στη βάση ποσοτικών και ποιοτικών κριτηρίων που θα έπρεπε, τουλάχιστον, να διασφαλίζουν την κάλυψη των βασικών αναγκών όλων των πολιτών κάτι που υποτίθεται ότι είναι ο στόχος ενός ορθολογικού οικονομικού συστήματος[79]. Η συνέπεια του γεγονότος ότι και τα δύο συστήματα υιοθέτησαν τον ίδιο απώτερο στόχο της μεγιστοποίησης της ανάπτυξης και τον συνακόλουθο ενδιάμεσο στόχο της μεγιστοποίησης της αποδοτικότητας (οριζόμενο με την παραπάνω τεχνική έννοια) ήταν ότι και τα δύο συστήματα ήταν υποχρεωμένα να χρησιμοποιούν τις ίδιες μεθόδους παραγωγής, τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι ένα σύγχρονο σοβιετικό εργοστάσιο, ακόμα και στα χρόνια του Lenin (με δική του ενθάρρυνση) δεν διέφερε σε τίποτα με όρους εσωτερικής λειτουργίας, ιεραρχικής οργάνωσης της παραγωγής κ.λπ. από ένα αντίστοιχο καπιταλιστικό. Ωστόσο, ο Lenin ήταν τουλάχιστον συνεπής στους στόχους και τα μέσα του. Το ερώτημα είναι πώς ο στόχος του μοντέλου Parecon για την ισοκατανομή της δύναμης είναι σε συνέπεια με τις συνθήκες του Pareto για μεγιστοποίηση της αποδοτικότητας!

Από την άλλη μεριά, στην ΠΔ δίνεται ένας νέος ορισμός στην αποδοτικότητα, με όρους κάλυψης των (δημοκρατικά οριζόμενων) βασικών αναγκών όλων των πολιτών, και των (ατομικά οριζόμενων) μέσων ικανοποίησής των βασικών και μη βασικών αναγκών ακόμα και αν αυτό συνεπάγεται κάποιο βαθμό «αντιαποδοτικότητας» σύμφωνα με τα κριτήρια των ορθόδοξων οικονομικών. Ο λόγος για τον οποίο η αποδοτικότητα της ΠΔ μπορεί να συνεπάγεται κάποιο βαθμό «αντιαποδοτικότητας» είναι διότι άλλοι παράγοντες είναι πιο σημαντικοί σε μία ΠΔ από τα στενά τεχνοοικονομικά κριτήρια που χρησιμοποιούνται για τον ορισμό της αποδοτικότητας από τους ορθόδοξους οικονομολόγους και υιοθετούνται από τους κεντρικούς σχεδιαστές, καθώς και από το μοντέλο Parecon. Οι παράγοντες αυτοι μπορει να είναι πολιτικοί, π.χ. η διασφάλιση της αυτοδιεύθυνσης, οικολογικοί που αφορούν την επανενσωματωση της κοινωνίας στη φύση και όχι απλώς τις «εξωτερικότητες» με τις οποιες ασχολούνται τα ορθόδοξα οικονομικά και το Parecon, κοινωνικοί, πολιτισμικοί κ.λπ.

Η αντιμετώπιση της οικολογικής κρίσης στο μοντέλο Parecon και στην ΠΔ

Με δεδομένο ότι το μοντέλο Parecon, σε αγαστή σύμπνοια με τον σοσιαλιστικό σχεδιασμό και, βέβαια, με την οικονομία της αγοράς, εχουν κοινό στόχο την  οικονομική ανάπτυξη και συμμερίζονται την ίδια συνακόλουθη έννοια της αποδοτικότητας, δεν προκαλεί έκπληξη ότι το Parecon αντιμετωπίζει τα οικολογικά προβλήματα ως ένα πρόβλημα εξωτερικοτήτων (ακριβώς όπως κάνουν οι ορθόδοξοι οικονομολόγοι και οι περιβαλλοντιστές!) το οποίο υποτίθεται ότι μπορεί να λυθεί με την ανάμιξη περισσότερων συμβουλίων καταναλωτών και όχι μόνο εκείνων από τα οποία προέρχονται οι προτάσεις συλλογικής κατανάλωσης (Par 138-43).

Έτσι, τα οικολογικά προβλήματα φαινεται ότι για το Parecon ανάγονται ουσιαστικά στα προβλήματα δευτερεύουσας σημασίας όπως είναι η μόλυνση, η οποία πράγματι μπορεί ν’ αντιμετωπιστεί σημαντικά μέσω της διαδικασίας που προτείνεται. Εντούτοις, τα κύρια οικολογικά προβλήματα, όπως είναι το φαινόμενο του θερμοκηπίου, η λύση των οποίων απαιτεί την αλλαγή στον ίδιο τον τρόπο ζωής των πολιτών, επιβάλλουν την εγκατάλειψη της οικονομικής ανάπτυξης ως κύριου στόχου της παραγωγής. Τέλος, η απόλυτη σιωπή του μοντέλου Parecon πάνω στην ανάγκη ριζοσπαστικής αποκέντρωσης (μία απόφαση που προφανώς δεν μπορεί να ληφθεί μόνο από τα εργατικά συμβούλια η τα συμβούλια των καταναλωτών) κάνει ξεκάθαρο ότι η συγκέντρωση που χαρακτηρίζει τόσο την αγορά όσο και τις οικονομίες του κεντρικού πλάνου μία βασική αιτία της σημερινής οικολογικής κρίσης- δεν θεωρείται ούτε καν ως πρόβλημα από το μοντέλο Parecon!

Από την άλλη μεριά, το πρόταγμα της ΠΔ θεωρεί την οικολογική κρίση ως το κύριο συστατικό της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης. Επομένως, οι θεσμοί που προτείνονται από την ΠΔ (ριζοσπαστική αποκέντρωση μέσα από συνομοσπονδιοποιημένες αυτοδύναμες τοπικές κοινότητες, κατάργηση της θεσμισμενης συγκέντρωσης δύναμης/εξουσίας σε όλα τα επίπεδα, αλλαγή στον γενικό στόχο της παραγωγής, από οικονομική ανάπτυξη σε κάλυψη των αναγκών των πολιτών και κυρίως αυτων που αφορούν την ποιότητα ζωής) στοχεύουν ρητά στην επανενσωμάτωση της κοινωνίας στη Φύση.

Κεφάλαιο ένατο: Η αυτοδιεύθυνση στο μοντέλο Parecon και στην ΠΔ

Όπως τόνισα και στο Περιεκτική Δημοκρατία, εκτός από το ζήτημα της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, υπάρχει το εξίσου σημαντικό θέμα της κατανομής των πόρων που ανακύπτει σε κάθε κοινωνία σπανεως. Το μοντέλο του πρώιμου Καστοριάδη για εργατική αυτοδιεύθυνση επιχείρησε να λύσει το πρόβλημα αυτό στη βάση ενός συστήματος που στηριζόταν στην αγορά, το οποίο ο ίδιος υπέθετε ότι δεν θα δημιουργούσε τα συνηθισμένα προβλήματα της οικονομίας της αγοράς (συγκέντρωση της εξουσιας/δύναμης, του εισοδήματος και του πλούτου, εκμετάλλευση, ανεργία κ.λπ.) λόγω του προτεινομένου συνδυασμού της αγοράς με την κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και την ισότητα των μισθών. Έτσι, η κατανομή των σπάνιων πόρων στην οικονομία του Καστοριάδη γίνεται αφενός μέσω του σχεδιασμού, ο οποίος ελέγχεται από τις αποφάσεις των εργατικών συμβουλίων και, αφετέρου, μέσω της αγοράς που βασίζεται στις χρηματικές ανταλλαγές.

Ωστόσο, όπως προσπάθησα να δείξω στην κριτική μου της Καστοριαδικης πρότασης[80], μολονότι το μοντέλο του, αντίθετα με το μοντέλο Parecon, πράγματι εξασφαλίζει την αυτοδιεύθυνση των εργαζόμενων και των καταναλωτών, η δυναμική μιας οικονομίας που στηρίζεται στην αγορά και το χρήμα θα μπορούσε εύκολα να οδηγήσει σε πελώριες ανισότητες, ακόμα και αν στην αρχή ξεκινούσε με ισότητα εισοδημάτων. Γι αυτόν ακριβώς τον λόγο, το προτεινόμενο συστημα κατανομής των σπάνιων οικονομικών πόρων στην ΠΔ γίνεται αφενός μέσω του σχεδιασμού, ο οποίος ελέγχεται από τις αποφάσεις των συνελεύσεων των πολιτών και, αφετέρου, μέσω μιας τεχνητής αγοράς που βασίζεται στις ανταλλαγές μέσω προσωπικών διατακτικών.

Είναι δυνατή η πραγματική αυτοδιευθυνση σε ένα μοντέλο σχεδιασμού;

Oπως τόνισα και στο βιβλιο Περιεκτική Δημοκρατία,[81] το κρίσιμο ζήτημα είναι «πώς θα επιτύχουμε μία σύνθεση δημοκρατικού σχεδιασμού και ελευθερίας επιλογής, χωρίς να προσφύγουμε σε μία πραγματική αγορά, η οποία αναγκαστικά θα οδηγούσε σε όλα τα προβλήματα της κατανομής των πόρων μέσω της αγοράς’. Σύμφωνα με το πρόταγμα της ΠΔ, η κατανομή των οικονομικών πόρων γίνεται, πρώτον, στη βάση των συλλογικών αποφάσεων των πολιτών, όπως αυτές εκφράζονται από τα δημοτικά και συνομοσπονδιακά πλάνα και, δεύτερον, στη βάση των ατομικών αποφάσεων των πολιτών, όπως αυτές εκφράζονται από το σύστημα των διατακτικών. Επομένως, το σύστημα της ΠΔ αποτελείται από δύο βασικά στοιχεία όσον αφορά την κατανομή των σπάνιων πόρων:

Ο ακρογωνιαίος λίθος του προτεινόμενου μοντέλου, ο οποίος συνιστά επίσης το βασικό χαρακτηριστικό που το διακρίνει από τα μοντέλα του σοσιαλιστικού σχεδιασμού, είναι ότι προϋποθέτει ρητά μία οικονομία χωρίς κράτος, χρήμα και αγορά, πράγμα που αποκλείει τη θεσμοποίηση προνομίων για κάποια τμήματα της κοινωνίας, καθως και την ιδιωτική συσσώρευση πλούτου, χωρίς όμως να βασίζεται σε μία μυθική κατάσταση μετά-σπάνεως. 

Το μοντέλο Parecon βρίσκεται, φυσικά, σε συμφωνία με το πρόταγμα της ΠΔ όσον αφορά την απόρριψη του μηχανισμού της αγοράς ως ασύμβατου με την αυτοδιεύθυνση. Μολονότι, όμως, το μοντέλο Parecon αποτελεί ένα βήμα προς τα εμπρός σε σχέση με τα συνηθισμένα σοσιαλιστικά μοντέλα σχεδιασμού, στα οποία οι γραφειοκράτες και οι τεχνοκράτες επιχειρούν να προεξοφλήσουν τις ανάγκες της κοινωνίας (δηλ. τις ανάγκες των καταναλωτών και τους εργαζόμενων), εντούτοις, δεν μπορεί να διασφαλίσει την αυτοδιεύθυνση ούτε των εργαζόμενων ούτε των καταναλωτών, εξαιτίας της αποκλειστικής στήριξής του στο σχεδιασμό για την κατανομή των πόρων. Κατά τη γνώμη μου, καμία οικονομική οργάνωση που βασίζεται μόνο στο σχεδιασμό, όσο δημοκρατικός και αποκεντρωμένος και αν είναι αυτός, δεν μπορεί να διασφαλίσει την πραγματική αυτοδιεύθυνση και ελευθερία επιλογής, είτε για τους εργαζόμενους είτε για τους καταναλωτές.

Έχουν πραγματική ελευθερία επιλογής οι εργαζόμενοι στο μοντέλο Parecon;

Έτσι, όσον αφορά τους εργαζόμενους, οι εξουσίες που δίνονται στα εργατικά συμβούλια είναι πρακτικά ελάχιστες αφού τα πάντα, από το ποιες και πόσες υπηρεσίες των μέσων παραγωγής θα χρησιμοποιηθούν και τι θα παραχθεί μέχρι τις συνθήκες εργασίας που συνεπάγονται οι αποφάσεις αυτές, καθορίζονται σε εθνικό επίπεδο, μέσω των «γύρων» του Πλάνου, αντί να καθορίζονται πρωταρχικά στο τοπικό επίπεδο και μόνο όταν αυτό δεν είναι εφικτό να καθορίζονται στο περιφερειακό και εθνικό επίπεδο. Από την άλλη μεριά, στο πρόταγμα της ΠΔ ισχύει το αντίθετο, εφοσον αυτοι που αποφασίζουν την κατανομή των πόρων και τις συνθήκες εργασίας στο τοπικό επίπεδο είναι οι τοπικές δημοτικές συνελεύσεις και οι συνελεύσεις στους χώρους εργασίας. Μόνο σε ότι αφορά τις βασικές ανάγκες, οι τοπικές αποφάσεις πρέπει να είναι συμβατές με το συνομοσπονδιακό πλάνο (αλλά ακόμα και τότε υπάρχει μεγάλη ελαστικότητα εφοσον τα μέσα κάλυψης των βασικών αναγκών αποφασίζονται τοπικά), ενώ όσον αφορά τις μη βασικές ανάγκες οι τοπικές συνελεύσεις αποφασίζουν αποκλειστικά για το πώς θα καλυφθεί η ζήτηση στο τοπικό επίπεδο.

Ο λόγος για τον οποίο προκύπτει αυτή η θεμελιώδης διαφορά μεταξύ των δυο προτάσεων είναι ότι στο μοντέλο Parecon τα πάντα αποφασίζονται μέσω της διαδικασίας σχεδιασμού, στο πλαίσιο της οποίας καθορίζονται οι ενδεικτικές τιμές, σε αντίθεση με το σύστημα της ΠΔ όπου συνδυάζονται ο σχεδιασμός και η τεχνητή αγορά την οποία δημιουργούν οι διατακτικές, μέσω των οποίων καθορίζονται οι «τιμές». Αυτό βέβαια δεν είναι άσχετο με το γεγονός ότι στο μοντέλο Parecon δεν γίνεται διάκριση μεταξύ βασικών και μη βασικών αναγκών και ότι τα πάντα αποφασίζονται στο εθνικό επίπεδο κάτι που όχι μόνο μειώνει σημαντικά την αυτονομία των συνελεύσεων των χώρων εργασίας αλλά έχει και σημαντικές οικολογικές επιπτώσεις, όπως προσπάθησα να δείξω στο Περιεκτική Δημοκρατία.

Ακομη, η ελευθερία επιλογής εργασίας υπονομεύεται σημαντικά από τις προτάσεις του μοντέλου Parecon που, στην ουσία, εξασφαλίζουν μία ελευθερία που δεν διαφέρει κατά πολύ από την αντίστοιχη «ελευθερία» που απολαμβάνουν οι εργαζόμενοι σε μία καπιταλιστική οικονομία της αγοράς, ενώ, παράλληλα, ούτε το δικαίωμα της διατήρησης της εργασίας τους θεμελιώνεται. Έτσι, όσον αφορά την ελευθερία επιλογής εργασίας, μολονότι οι εργαζόμενοι έχουν το δικαίωμα να κάνουν αίτηση σε οποιοδήποτε εξισορροπημένο σύμπλεγμα εργασιών επιθυμούν, εντούτοις, ο διορισμός τους ή όχι ανήκει στη διακριτική ευχέρεια αυτων που ήδη εργάζονται στον συγκεκριμένο τόπο εργασίας. Ακομη, όσον αφορά το δικαίωμα διατήρησης της εργασίας, όποτε προκύπτει ανισορροπία μεταξύ της ζήτησης και της προσφοράς για κάποιο αγαθό, το οποίο θεωρείται ότι είναι το αποτέλεσμα κακής κατανομής εργαζόμενων και πόρων, τότε εργαζόμενοι και πόροι μετατοπίζονται, σύμφωνα με το Parecon από κάποιες βιομηχανίες σε άλλες (LF, 50).

Είναι φανερό επομένως ότι στο Parecon έχουμε μια σοβαρή υπονόμευση της ελευθερίας της επιλογής εργασίας που οφείλεται στο γεγονός ότι δεν υπάρχει κάποιος ρυθμιστικός μηχανισμός κατανομής της εργασίας, εφοσον το μοντέλο αυτό καθιερώνει την εξίσωση μισθών για την ίδια ποσότητα και ένταση εργασίας. Αντίθετα, στην πρόταση της ΠΔ παρέχεται ένας τέτοιος ρυθμιστικός μηχανισμός, όπως είδαμε παραπάνω. Έτσι, όταν υπάρχει ανισορροπία μεταξύ ζήτησης και προσφοράς για ένα συγκεκριμένο αγαθό ή υπηρεσία, τότε, μέσω της αλλαγής στην «τιμή» του και της συνακόλουθης αλλαγής στο ύψος της αμοιβής, η προσφορά/ζήτηση εργασίας για τον συγκεκριμένο τύπο εργασίας μεταβάλλεται ανάλογα, στο βαθμό βεβαίως που το ύψος της αμοιβής επηρεάζει την προσφορά εργασίας.

Έχουν πραγματική ελευθερία επιλογής οι καταναλωτές στο μοντέλο Parecon;

Το μοντέλο Parecon, όμως, περιορίζει σημαντικά την ελευθερία επιλογής και όσον αφορά τους καταναλωτές. Οι καταναλωτές, γράφει ο Albert «ξεκινούν το έτος με ένα "πλάνο εργασίας" στο οποίο περιλαμβάνεται η ποσότητα των διάφορων ειδών φαγητού, ρουχισμού, γευμάτων σε εστιατόρια, ταξιδιών, βιβλίων, μουσικών δίσκων, εισιτήριων σε θεάματα κ.ο.κ. που θα καταναλώσουν» (Par 132). Με άλλα λόγια, οι καταναλωτές αναμένεται να ξέρουν προκαταβολικά, έναν σχεδόν χρόνο πριν, πόσο θα ξοδέψουν σε παπούτσια, βιβλία, ακόμα και πόσο συχνά θα πάνε με τους φίλους τους σ’ ένα θέατρο ή σ’ ένα μπαρ, εξαλείφοντας πρακτικά (παρά τις μικροτροποποιήσεις και αναθεωρήσεις που επιτρέπονται από το μοντέλο Parecon) το βασικότερο στοιχείο απόλαυσης κατά την ικανοποίηση αναγκών αυτού του είδους: τον αυθορμητισμό.

Επιπλέον, οι καταναλωτές δεν έχουν απολύτως καμία επιλογή ως προς τα μέσα ικανοποίησης των αναγκών τους, δηλαδή τα διαφορετικά στυλ, χρώματα κ.λπ. των ρούχων, των παπουτσιών κ.ο.κ., αφού καλούνται να εκφράσουν τις προτιμήσεις τους για «προϊόντα» (κάλτσες, παπούτσια κ.λπ.) αλλά όχι και για το στυλ τους, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν ανταγωνίστριες εταιρείες που να παράγουν τα ίδια προϊόντα, αλλά μόνο «βιομηχανίες για κάθε προϊόν» που δημιουργούν κατά βούληση διαφορετικά στυλ και ποιότητες αγαθών για διαφορετικές χρήσεις (Par 217). Με άλλα λόγια, τα χρώματα, τα στυλ κ.λπ. καθορίζονται αποκλειστικά από τους υπεύθυνους σχεδιασμού των βιομηχανιών «ρουχισμού» ή «υποδημάτων», στη βάση στατιστικών μελετών για τα καταναλωτικά πρότυπα του παρελθόντος, τα οποία πρότυπα, προφανώς, βασίζονται στα προϊόντα που ήταν διαθέσιμα εκείνη την εποχή! Η μόνη, επομένως, επιλογή που αφήνεται στους καταναλωτές είναι να αγοράζουν ότι υπάρχει διαθέσιμο, με την ελπίδα να πείσουν αρκετούς καταναλωτές στην περίπλοκη ιεραρχία των αναρίθμητων συμβουλίων καταναλωτών, ώστε οι σχεδιαστές, κάποια στιγμή στο μέλλον αλλά όχι νωρίτερα από το πλάνο του επόμενου χρόνου, να αλλάξουν ανάλογα τα στυλ κ.λπ. (ενώ βέβαια σε ένα σύστημα οικονομίας της αγοράς οι αντίστοιχες αλλαγές στις προτιμήσεις των καταναλωτών μπορούν να καλυφθούν μέσα σε εβδομάδες).

Αυτοι  είναι οι λόγοι για τους οποίους, όπως τόνισα και στην Περιεκτική Δημοκρατία, η ιδέα που προτείνεται από τους υποστηρικτές του σχεδιασμού, μεταξύ των οποίων και οι Albert και Hahnell, ότι οι ανάγκες των καταναλωτών μπορούν να ανακαλυφθούν πολύ εύκολα «απλά ρωτώντας τους τι θέλουν», στην πραγματικότητα, όπως τονίστηκε από τον Paul Auerbach και άλλους, «έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την εμπειρία δεκαετιών, τόσο σε σχέση με το σχεδιασμό στην Ανατολική Ευρώπη, όσο και σε σχέση με την εμπειρία του μάρκετινγκ στη Δύση».[82]

Αυτοί οι σοβαροί περιορισμοί της ελευθερίας επιλογής είναι οι αναπόφευκτες συνέπειες του γεγονότος ότι το μοντέλο Parecon, αντίθετα με την ΠΔ, στηρίζεται αποκλειστικά στον σχεδιασμό για την κατανομή των πόρων και επιπρόσθετα δεν κάνει καμία διάκριση ανάμεσα στις βασικές ανάγκες και τις μη βασικές ανάγκες. Στην περίπτωση της ΠΔ, ωστόσο, η χρήση των διατακτικών για την κάλυψη βασικών και μη βασικών αναγκών ικανοποιεί όχι μόνο τις ανάγκες αυθορμητισμού αλλά, επιπλέον, την ανάγκη οι καταναλωτές να μπορούν να καλύπτουν τις προτιμήσεις τους σε σχέση με τα στυλ κ.λπ.. Αυτό διευκολύνεται από το γεγονός ότι η τεχνητή αγορά που δημιουργείται από την ΠΔ επιτρέπει στους καταναλωτές την αγορά ρούχων, παπουτσιών, ψυγείων κ.λπ. συγκεκριμένου στυλ, αντί να προτείνουν μέσω του προσωπικού τους πλάνου «ρούχα», «παπούτσια» κ.λπ. (όπως απαιτεί από αυτούς το μοντέλο Parecon) κάτι που μοιραία καταλήγει σε ένα επίπεδο ικανοποίησης των καταναλωτών και ελευθερίας επιλογής παρόμοιο με αυτό που απολάμβαναν οι καταναλωτές στη Σοβιετική Ένωση!

Αντίθετα, η τεχνητή αγορά και το σχήμα διατακτικών στην ΠΔ επιτρέπει μία πραγματική ελευθερία επιλογής κάτι που οι οικονομίες της αγοράς δεν μπορούν να διασφαλίσουν λόγω της ανισότητας στο εισόδημα και τον πλούτο που κυριαρχεί σε αυτές. Και αυτό, διότι η ΠΔ επιτρέπει ν' αναπτυχθεί ένα είδος υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ των χώρων εργασίας κάτι που είναι αδύνατο να συμβεί στα πλαίσια ενός συστήματος που βασίζεται αποκλειστικά στον σχεδιασμό, ο οποίος αποκλείει κάθε είδους ανταγωνισμό. Έτσι, σε μία ΠΔ, οι πολίτες, ατομικά η συλλογικά, μπορούν να ξεκινήσουν μία δημοτική επιχείρηση (δηλαδή μία επιχείρηση που θα ανήκει και θα ελέγχεται από τον δήμο) σε οποιοδήποτε είδος παραγωγικής δραστηριότητας επιθυμούν, αρκεί η πρότασή τους να έχει εγκριθεί από τη δημοτική συνέλευση και τις υποεπιτροπές της. Αυτές οι νέες επιχειρήσεις θα μπορούν να «ανταγωνιστούν» άλλες επιχειρήσεις στην ίδια ακριβώς γραμμή δραστηριότητας, και να καθορίζουν το επίπεδο παραγωγής τους στη βάση των διατακτικών τις οποίες εισπράττουν (που αποκαλύπτουν και τις προτιμήσεις των καταναλωτών).

Το μόνο κίνητρο που εχουν οι παραγωγοί σε αυτόν τον «ανταγωνισμό» είναι η ηθική ικανοποίηση που απολαμβάνουν όταν αισθάνονται ότι κάνουν καλά τη δουλειά τους, όπως φαίνεται από τις διατακτικές που συσσωρεύονται για το προϊόν τους, και ότι κάνουν το είδος δουλειάς που διάλεξαν, με τον τρόπο που οι ίδιοι διάλεξαν. Αυτού του είδους ο υγιής ανταγωνισμός είναι δυνατός μόνο σε μια κοινωνική οργάνωση σαν αυτή που προβλέπεται από την ΠΔ, όπου δεν είναι δυνατό ν ανακύψει ούτε πρόβλημα ανεργίας ούτε πρόβλημα συσσώρευσης πλούτου.

Έτσι, σε μία ΠΔ δεν μπορει ν ανακύψει ζήτημα ανεργίας, διότι όλοι οι πολίτες θα πρέπει να εργάζονται για έναν ελάχιστο αριθμό ωρών ώστε να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες και όσες επιπλέον ώρες παραπάνω επιθυμούν για να καλύπτουν και τις μη βασικές τους ανάγκες (βλ. Περιεκτική Δημοκρατία, Κεφ. 6 για περιγραφή αυτού του σχήματος).

Eπίσης, δεν μπορει να υπάρξει πρόβλημα συσσώρευσης πλούτου, διοτι δεν υπάρχει χρήμα και κέρδος από την παραγωγή, δεδομένου ότι οι πολίτες, ως παραγωγοί, δικαιούνται όπως κάθε άλλος πολίτης μόνο τις βασικές διατακτικές και όσες μη βασικές διατακτικές αντιστοιχούν στις τυχόν επιπλέον ώρες εργασίας που προσέφεραν.

Από την άλλη μεριά, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι το αποτέλεσμα της αποκλειστικής στήριξης του μοντέλου Parecon στον σχεδιασμό για την κατανομή των πόρων, και της μη διάκρισης μεταξύ βασικών και μη βασικών αναγκών, είναι ότι το μοντέλο αυτό καταλήγει με ένα σύστημα στο οποίο η κατανάλωση, η παραγωγή και ο φόρτος εργασίας του κάθε πολίτη θα πρέπει, τελικά, να συμμορφώνεται με έναν καταναγκαστικό «μέσο όρο». Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται: 

Εάν οι απαιτήσεις κάποιου υπερβαίνουν τον μέσο όρο, θα μπορεί να υποβληθεί σε έλεγχο και αν οι απαντήσεις του δεν είναι πειστικές θα του ζητηθεί να τις μετριάσει. (LF σελ. 49)


 

[43] Michael Albert, Parecon, Life After Capitalism (London: Verso, 2003).

[44] Βλ. την ανταλλαγή του με τον Peter Staudenmaier, Debates: ParEcon & Social Ecology.

[45] Δεν προκαλεί έκπληξη επομένως ότι όταν, σε αλληλογραφια με τον 'Αλμπερτ για δημοσίευση άρθρου του στο D&N, του πρότεινα μία παρόμοια ανταλλαγή στο παρελθόν αρνήθηκε επίμονα να συμμετάσχει σε οτιδήποτε εκτός από μία συζήτηση αποκλειστικά για το μοντέλο Parecon ενώ ήταν πρόθυμος να συμμετάσχει σε συζητήσεις με εύκολους αντίπαλους στόχους, όπως οι υποστηρικτές της Κοιν. Οικολογίας !

[46] Δεν είναι περίεργο ότι μία προφανώς επιφανειακή ανάγνωση των προτάσεων του μοντέλου Parecon οδήγησε τον οικονομολόγο της Κοιν. Οικολογίας να συμπεράνει (χωρίς να ασχοληθεί με την τεκμηρίωση των ισχυρισμών του!): «παραμένω βασικά συμπαθών της συνολικής προσέγγισης του μοντέλου Parecon για τον δημοκρατικό σχεδιασμό...το προτιμώ από αρκετές σημαντικές σκοπιές ακομη και από το μοντέλο «περιεκτικής δημοκρατίας» του Τάκη Φωτόπουλου, που είναι εμπνευσμένο μερικώς από τον ελευθεριακό κοινοτισμό»! Βλ. Peter Staudenmaier στην ανταλλαγή του με τον Michael Albert, Debates: ParEcon & Social Ecology.

[47] Βλ. για την κρίσιμη διάκριση μεταξύ της δημοκρατίας ως καθεστώτος και ως διαδικασίας, Κ. Καστοριάδης, Η άνοδος της ασημαντότητας (Αθηνά, Ύψιλον, 2000), σελ 261-88.

[48] Βλ. Τ. Φωτόπουλου, Περιεκτική Δημοκρατία (Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1999 - κυκλοφορεί σε επανέκδοση).

[49] Αυτό είναι εμφανές από αποσπάσματα όπως τα ακόλουθα: «Δεν είμαι σίγουρος, για παράδειγμα, γιατί ο ελευθεριακός κοινοτισμός αισθάνεται ότι δεν μπορεί ποτέ να σχεδιαστούν μέσα αντιπροσώπευσης τα οποία είναι συμβατά με λαϊκές συνελεύσεις, διατηρούν τη δημοκρατία, αλλά λειτουργούν καλύτερα σε καταστάσεις που ξεπερνούν τις μικρές ομάδες», βλ. Assessing Libertarian Municipalism (01/11/1999) και Exploring Libertarian Municipalism and Parecon... (31/12/1999).

[50] John Crump, “Markets, Money and Social Change,” Anarchist Studies, Vol. 3, No. 1 (Άνοιξη 1995), σελ. 72-73.

[51] Βλ. Περιεκτική Δημοκρατία, ό.π., σελ. 453.

[52] Michael Albert and Robin Hahnel, Looking Forward: Participatory Economics for the Twenty-First Century (Boston: South End Press, 1991).

[53] Βλ. Takis Fotopoulos, “From (mis)education to Paideia,” Democracy & Nature, Vol. 9, No. 1 (Μάρτης 2003), σελ. 15-50.

[54] Maurizio Passerin d’ Entreves, “Hannah Arendt and the Idea of Citizenship,” στο βιβλίο της C. Mouffe, (επιμ) Dimensions of Radical Democracy (London: Verso, 1992), σελ. 154.

[55] Βλ. Cornelius Castoriadis, Political and Social Writings (Minneapolis: University of Minnesota Press, 1988), Vol. 2, σελ. 273 και World in Fragments (Stanford: Stanford University Press, 1997), σελ. 37-39.

[56] Κάποτε μάλιστα ο Albert δινει την εντύπωση ότι παίρνει δεδομένες ακόμη και τις σημερινές ιεραρχικές σχέσεις (παρά τους εξορκισμούς του για το αντίθετο) όπως, για παράδειγμα, όταν μιλά για τους «ηγέτες» της παραγωγής». Όπως τονιζει σχετικα, «τίποτα σ’ αυτά που περιγράψαμε δεν αποκλείει την άσκηση ηγεσίας. Στο Northstart (ένα φανταστικό εκδοτικό οίκο όπου περιγράφει την προσωπική του εμπειρία από το Southend) οι υπεύθυνοι παραγωγής (production leaders) συγκεκριμένων βιβλίων ασκούν την  αναγκαία επιρροή πάνω στα μέλη της ομάδας (όσον αφορά την ποιότητα και τον ρυθμό της δουλειάς) για να τελειώσουν τα βιβλία» (Par 178) προφανώς, εδώ, τα μέλη της ομάδας θεωρούνται από τον Albert ανίκανα να αξιολογήσουν συλλογικά τον απαιτούμενο ρυθμό δουλειάς και την ποιότητα ώστε να τελειώσουν την εκδοτική διαδικασία εγκαιρως!

[57] Αργότερα ο Καστοριάδης εγκατέλειψε την «εργατική αυτοδιεύθυνση» και υιοθέτησε το πρόταγμα της αυτονομίας και της άμεσης δημοκρατίας. Βλ. T. Fotopoulos, Castoriadis and the democratic tradition, Democracy & Nature, Vol. 4, No. 1 (1998), pp. 157-63 καθως και την ανταλλαγή μου με τον David Ames Curtis στο Democracy & Nature, Vol. 5, No. 1 (March 1999), pp. 175-188.

[58] Cornelius Castoriadis, On the content of socialism, II,” Political and Social Writings, Vol. 2, σελ. 101-108.

[59] Βλ. T. Fotopoulos, Towards a democratic conception of science and technology,” Democracy & Nature, Vol. 4, No. 1 (1998), σελ. 54-86.

[60] Takis Fotopoulos, “Class divisions today: the Inclusive Democracy approach,” Democracy & Nature, Vol. 6, No. 2 (July 2000), σελ. 211-252.

[61] Γι’ αυτή την σημαντική διάκριση ανάμεσα σε κύρος και εξουσία βλ. A. Carter, Authority and Democracy (London: Routledge, 1979), ch. 2.

[62] Βλ. R.P. Wolf, In Defence of Anarchism (Harper, 1970), ch. 1.

[63] Βλ. Περιεκτική Δημοκρατία, σελ. 377-380 & 423-455.

[64] Βλ. για παράδειγμα R. Edwards, The Transformation of the Workplace in the 20th Century (London: Heinemann, 1979) and S. Marglin The origin and functions of hierarchy in capitalist production, Union of Radical Political Economics Review (Summer 1974).

[65] Βλ. π.χ. D. Bell, The Coming of post-industrial society (London: Heinemann, 1974); J. Gerschuny, After Industrial Society (London: Macmillan, 1978); F. Blackaby, De-industrialisation (London: Heinemann, 1979); F. Frobel et al The New International Division of Labour (Cambridge: Cambridge University Press, 1980); S. Antonopoulou, “The process of globalisation and class transformation in the West, Democracy & Nature, Vol. 6, No. 1 (March 2000), σελ. 37-54.

[66] Βλ. T. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία, σελ. 138-140.

[67] Μία παρόμοια ερμηνεία για την κατάργηση του καταμερισμού εργασίας σε μία κομμουνιστική κοινωνία δίνει και ο Marcuse, H. Marcuse, Soviet Marxism (London: Routledge, 1958), p. 183.

[68] April Carter, Authority and Democracy (London: Routledge, 1979), κεφ. 2.

[69] Βλ. T. Fotopoulos, “From miseducation to Paedeia, ό.π.

[70] Βλ. T. Fotopoulos, Towards a democratic conception of science and technology, ό.π.

[71] Βλ T. Fotopoulos, From (mis)Education to Paedeia, ό.π.

[72] Βλ. Περιεκτική Δημοκρατία, ό.π., σελ. 460-61.

[73] John Crump, Markets, money and social change, Anarchist Studies, Vol. 3, No. 1 (Άνοιξη 1995), σελ. 72-3.

[74] Στο βιβλίο των M. Albert και R. Hahnel, The Political Economy of Participatory Economics (Princeton: Princeton University Press, 1991) οι συγγραφείς παρουσιάζουν αυτό που με… μετριοφροσύνη ο Albert αποκαλεί «ένα μαθηματικό μοντέλο που καταδεικνύει τις ανώτερες ιδιότητες σύγκλισης, αποδοτικότητας και σταθερότητας του μοντέλου Parecon σε σχέση με αυτές παρόμοιων μοντέλων της οικονομίας της αγοράς και του κεντρικού πλάνου»! (Par σελ 147).

[75] The Political Economy, ό.π., σελ. 9.

[76] Βλ. Περιεκτική Δημοκρατία, κεφ. 8 για κριτική των οικονομικών ως «επιστήμης»

[77] Βλ. The Political Economy, ό.π., σελ. 32.

[78] Στο ίδιο, σελ. 34.

[79] Ο συνηθισμένος ορισμός της οικονομικής αποδοτικότητας είναι σε όρους τεχνικής αποδοτικότητας (ελαχιστοποίηση των υπηρεσιών των μέσων παραγωγής η μεγιστοποίηση της παραγωγής για δεδομένη σύνθεση των υπηρεσιών των μέσων παραγωγής) παραγωγικής αποδοτικότητας (η οποία συνεπάγεται ότι καμία αναδιάρθρωση των υπηρεσιών των μέσων παραγωγής δεν θα μπορούσε να αυξήσει την παραγωγή) και ανταλλακτικής αποδοτικότητας (η οποία συνεπάγεται ότι καμία αναδιάρθρωση των ανταλλαγών δεν θα μπορούσε να βελτιώσει την ευημερία των καταναλωτών).Η κοινωνική αποδοτικότητα ορίζεται ως η περίπτωση όπου οι τιμές αντανακλούν το αληθινό κοινωνικό κόστος ευκαιρίας των υπηρεσιών των μέσων παραγωγής και των προϊόντων.

[80] Βλ. T. Fotopoulos, “On a distorted view of the Inclusive Democracy project,Democracy & Nature, Vol. 5, No. 1 (Μάρτιος 1999), σελ. 175-188.

[81] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία, ό.π., σελ. 455.

[82] Paul Auerbach et al., “The Transition From Actually Existing Capitalism,” New Left Review, No. 170 (July/August 1988), σελ. 78.