ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ: Πέρα από την δαιμονολογία της ποινικοποίησης και την “προοδευτική” μυθολογία της φιλελευθεροποίησης


 

Ο Τσόμσκι και τα ναρκωτικά

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Ο «διάλογος» στην Ελλάδα πάνω στο θέμα των ναρκωτικών έχει μονοπωληθεί μέχρι τώρα από τους οπαδούς της κατασταλτικής πολιτικής, (στους οποίους συγκαταλέγεται  και το Κ.Κ.Ε., παρά το γεγονός ότι το κόμμα αυτό βλέπει καθαρά τα κοινωνικά αιτία της εξάπλωσης των ναρκωτικών) και τους «προοδευτικούς» οπαδούς της φιλελευθεροποίησης, στους οποίους συγκαταλέγονται οι οπαδοί της «εκσυγχρονιστικής» Αριστεράς (ΠΑΣΟΚ, Συνασπισμός και οι φιλελεύθεροι «αντί-εξουσιαστές»). Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι οι τελευταίοι χρησιμοποιούν στην εκστρατεία τους και τον Νόαμ Τσόμσκι, ο οποίος, με τις πρόσφατες απόψεις του για την χρησιμοποίηση του κράτους εναντίον της αγοράς και του κορπορατικού καπιταλισμού, έχει γίνει μεν πολύ «της μόδας» για τους «εκσυγχρονιστές» και προβάλλεται ανάλογα από τα ΜΜΕ, αλλά και ο στόχος επίθεσης από γενικά αναγνωρισμένους αναρχικούς όπως ο Μάρρει Μπουκτσιν. Έτσι, ο Μπουκτσιν, σε πρόσφατη συνεντευξη[1] του δήλωνε:

Είναι πράγματι θλιβερό ότι πολλοί αυτό-χαρακτηριζόμενοι αριστεριστές στρέφονται σήμερα στο αστικό κράτος-έθνος για βοήθεια κατά του κεφαλαίου! Το φίμωμα της Αριστεράς έχει προχωρήσει σε τέτοιο βάθος ώστε κάποιος σαν τον Τσόμσκι, που δηλώνει αναρχικός, επιδιώκει την ενίσχυση ή έστω την στήριξη του συγκεντρωτικού κράτους (της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των Η.Π.Α.) ενάντια στο αίτημα της «αποκέντρωσης» στις ομόσπονδες πολιτείες, ωσάν να ήταν δυνατό το συγκεντρωτικό κράτος να χρησιμοποιηθεί ενάντια στις επιχειρήσεις, τις οποίες μακροπρόθεσμα πάντοτε βοήθησε!

Ας δούμε όμως λεπτομερέστερα τις θέσεις του Τσόμσκι πάνω στο θέμα που κατά τη γνώμη μου όχι μόνο είναι λαθεμένες αλλά και ασύμβατες με μια ριζοσπαστική ελευθεριακή αντίληψη  για τα ναρκωτικά. Ο Τσόμσκι, γενικά, καταδικάζει την κατασταλτική πολιτική και τη χρήση της ως μέσου ελέγχου του πληθυσμού, αλλά ποτέ δεν προχωρά, όπως επανειλημμένα έχει γίνει από άλλους αριστεριστές παλιότερα αλλά και πρόσφατα, να καταγγείλει και τα ίδια τα ναρκωτικά ως μέσο ελέγχου του πληθυσμού.  Όμως, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι, όπως αποκάλυψε πρόσφατα ο Gary Webb,[2] όταν η CIA ήθελε να χρηματοδοτήσει τους κόντρας της Νικαράγουας, εσκεμμένα δημιούργησε μια επιδημία κοκαΐνης στα γκέτο των μαύρων του Λος Αντζελες. Έτσι, με ένα σμπάρο η CIA πετύχαινε δυο τρυγόνια: την «ειρηνοποίηση» τόσο των Νικαραγουανών (με τις  σφαίρες) όσο και των μαύρων (με τα ναρκωτικά). Ο Τσόμσκι όμως μιλά μόνο για την πρώτη ειρηνοποίηση και αγνοεί τη δεύτερη.   

Από μια επισκόπηση των σημαντικότερων γραπτών του Τσόμσκι πάνω στο θέμα[3] προκύπτει ότι, κατ’ αυτόν, ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών επιδιώκει κυρίως τους ακόλουθους στόχους:

1. τη δημιουργία υποκατάστατου στην «αυτοκρατορία του κακού» που εξαφανίστηκε με το τέλος του ψυχρού πόλεμου,

2. τη παροχή καλύμματος (και χρηματοδότησης) για επεμβάσεις οπουδήποτε απειλούνται τα συμφέροντα των ΗΠΑ και ιδιαίτερα στη Λατ. Αμερική, και συνακόλουθα τη δικαιολόγηση της διατήρησης των στρατιωτικών δαπανών σε υψηλό επίπεδο για να πλουτίζουν οι πολεμικές βιομηχανίες και να ενισχύεται η οικονομική  ανάπτυξη,

3. τη παροχή της δυνατότητας για αύξηση της καταπίεσης και της συνακόλουθης τρομοκράτησης του «πλεονάζοντος πληθυσμού» στο εσωτερικό των ΗΠΑ, καθώς και για τη καταπάτηση γενικότερα των ατομικών δικαιωμάτων,

4. τη δημιουργία δυνατότητας για το χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ να επεκτείνει τις δραστηριότητες του μέσω της διαχείρισης του παράνομου χρήματος από το λαθρεμπόριο ναρκωτικών.

Όμως, μολονότι κανένας δεν θα αμφισβητούσε ότι η κατασταλτική πολιτική έχει παίξει πράγματι κατά καιρούς τους παραπάνω ρόλους, αποτελεί κατά τη γνώμη μου απλοϊκή γενίκευση η άποψη ότι για τις άρχουσες ελίτ η πολιτική καταστολής επιβάλλεται μόνο από τους παραπάνω λόγους. Όπως αντίστοιχα θ’ αποτελούσε ανόητη συνωμοσιολογία η δικαιολόγηση της ποτοαπαγόρευσης στη διάρκεια του μεσοπόλεμου για παρόμοιους λόγους. Η κατασταλτική πολιτική προφανώς επιβάλλεται και από τις ανάγκες του κεφαλαίου για παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα (τις οποίες ο Τσόμσκι, (όπως συνηθως[4]), αγνοεί στην ανάλυση του. Διότι βέβαια αυτό που ανησυχεί την άρχουσα ελίτ σε σχέση με τα ναρκωτικά δεν είναι ο αριθμός των θανάτων που προκαλούν, αλλά το γεγονός ότι επιδρούν αρνητικά στη διανοητική ικανότητα των εξαρτημένων και επομένως στη παραγωγικότητα τους. Γι’ αυτό και δεν σκοτίζονται εάν ο αριθμός των θανάτων από καρκίνο κ.λπ. που προκαλεί το τσιγάρο (το οποίο δεν διανοούνται ν’ απαγορεύσουν) είναι πολύ μεγαλύτερος από αυτόν των ναρκωτικών.

Είναι άλλωστε προφανές ότι όλοι οι στόχοι που, κατά Τσόμσκι, επιτελεί ο «πόλεμος κατά των ναρκωτικών» μπορούν να επιτευχθούν (και ήδη επιδιώκονται) με αλλά μέσα. Για παράδειγμα, ο πόλεμος κατά της «τρομοκρατίας»  παίζει σήμερα πολύ πιο σοβαρό ρόλο υποκατάστατου στην «αυτοκρατορία του κακού» από τον «πόλεμο κατά των ναρκωτικών» και ήδη οδηγεί σε αντίστοιχες επεμβάσεις στη Μέση Ανατολή, την Αφρική και αλλού (στόχοι 1 & 2). Ακόμη, η καταπίεση του πλεονάζοντος πληθυσμού δεν χρειάζεται προσχήματα  (παρόλο που βοηθούν) όπως η καταδίωξη των ναρκωτικών, εκτός αν δεχθούμε ότι πριν την εξάπλωση των ναρκωτικών δεν υπήρχε κρατική καταπίεση του τμήματος αυτού του  πληθυσμού! (στόχος 3). Είναι άλλωστε ενδεικτικό ότι παρά το γεγονός ότι η «πολιτική σκλήρυνσης» (get tough policy) έχει οδηγήσει σε διπλασιασμό του πληθυσμού των φυλάκων τα τελευταία 12 χρόνια (σήμερα φθάνει το 1,8 εκ!) κυρίως διότι οδήγησε πολλούς απλούς χρηστές στη φυλακή, εντούτοις η αύξηση των φυλακισμένων σε σχέση με τα ναρκωτικά δεν ξεπερνά το 29%.[5] Τέλος, η επιβίωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος των ΗΠΑ δεν εξαρτάται βέβαια από τη διαχείριση του «νάρκο-χρήματος». Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι τα κέρδη από το νόμιμο εμπόριο των ναρκωτικών (αν κάποτε στο μέλλον αποφασίσει τη νομιμοποίηση τους και η αμερικανική ελίτ) θα είναι ευκαταφρόνητα, ή έστω  χαμηλότερα από τα κέρδη που γίνονται σήμερα μέσω του παράνομου εμπορίου (στόχος 4).

Εάν λοιπόν η αμερικανική ελίτ σήμερα είναι υπέρ της κατασταλτικής πολιτικής αυτό δεν οφείλεται σε κάποια συνομωσία αλλά απλώς στο γεγονός ότι κρίνει, προς το παρόν, ότι τα οφέλη από την καταστολή  (είτε  θετικά, σαν αυτά που περιγράφει ο Τσόμσκι, είτε «αρνητικά», εξαιτίας της ζημιάς στη παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα που θα προέκυπτε από την τυχόν νομιμοποίηση), είναι πολύ σημαντικότερα από τα προσδοκώμενα οφέλη από τη νομιμοποίηση και τη συνακόλουθη μαζική εξάπλωση των ναρκωτικών.

Ο Τσόμσκι όμως προχωρά παραπέρα από την παραπάνω, μερική η εσφαλμένη, διάγνωση του προβλήματος των ναρκωτικών για να καταλήξει σε ένα αγνωστικισμό που κατά τη γνώμη μου είναι ασύμβατος με μια ριζοσπαστική και ελευθεριακή αντίληψη  πάνω στο θέμα. Έτσι, ξεκινώντας από τον δήθεν μικρότερο κίνδυνο που αντιπροσωπεύουν τα ναρκωτικά σε σχέση με άλλες ουσίες, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν είναι δυνατή η διατύπωση προτάσεων, πέρα από τη προφανή πρόταση της άρσης της καταστολής που, έμμεσα,  υποστηρίζει. Σε πρόσφατη μάλιστα συνέντευξη ο Τσόμσκι[6] υποστηρίζει τα ακόλουθα σε σχέση με τη νομιμοποίηση:

Κανείς δεν γνωρίζει τι επίδραση θα έχει. Οποιοσδήποτε λέει ότι ξέρει είναι απλώς κουτός ή ψεύτης γιατί κανείς δεν ξέρει. Αυτά είναι πράγματα που πρέπει να δοκιμαστούν, πρέπει να πειραματιστείς για να δεις ποιες είναι οι συνέπειες. Τα περισσότερα μαλακά ναρκωτικά είναι ήδη νόμιμα, κυρίως το αλκοόλ και ο καπνός. Ο καπνός είναι με διαφορά ο μεγαλύτερος φονιάς από όλα τα ψυχοδραστικά (…) η μαριχουάνα είναι γνωστό ότι δεν είναι τόσο επιβλαβής. Εννοώ ότι γενικά υποτίθεται ότι δεν είναι καλή για την υγεία, όπως και ο καφές, το τσάι ή το κέικ σοκολάτας. 

Κατ’ αρχήν βέβαια είναι λάθος (για να χρησιμοποιήσω τον επιεικέστερο χαρακτηρισμό) ο ισχυρισμός ότι δεν μπορεί κανείς να κάνει υποθέσεις για τα πιθανά αποτελέσματα της νομιμοποίησης. Διότι βέβαια υπάρχει πρώτον η ανάλογη εμπειρία της άρσης της ποτοαπαγόρευσης, που οδήγησε σε μαζική εξάπλωση της κατανάλωσης αλκοόλ. Η διαφορά είναι ότι τα ναρκωτικά γενικά δημιουργούν πολύ πιο εύκολα εξάρτηση σε σχέση με το αλκοόλ, όπως ανάφερα παραπάνω, γι’ αυτό και η αναλογία εξαρτημένων σε σχέση με τους χρήστες  είναι συγκριτικά ελάχιστη όσον αφορά το αλκοόλ, σε αντίθεση με την αντίστοιχη αναλογία στα ναρκωτικά.

Δεύτερον, η σύγκριση της επικινδυνότητας των ναρκωτικών, ακόμη και της μαριχουάνας, με αυτή του καπνού, ή του …καφέ θα ήταν απλώς ανόητη και λαϊκίστικη αν δεν ήταν επικίνδυνη και εντελώς ασύμβατη με τα ελευθεριακά ιδεώδη που υποτίθεται υποστηρίζει ο Τσόμσκι. Διότι βέβαια εάν κάποιος προτιμά την οποιαδήποτε ηδονή του παρέχει (ή νομίζει ότι του παρέχει) ο καπνός, ο καφές, το τσάι ή το τσιγάρο, αδιαφορώντας για τις συνέπειες στη σωματική του υγεία, αυτό είναι πράγματι αναφαίρετο δικαίωμα του. Εάν όμως η ηδονή που παρέχει η χρήση των ναρκωτικών ουσιών έχει αναπότρεπτες επιπτώσεις στη ζωή των άλλων ανθρώπων (πόσοι από τους «προοδευτικούς» ή ακόμη και ο ίδιος ο Τσόμσκι θα έμπαινε σε αεροπλάνο που οδηγούσε πιλότος υπό την επήρεια ναρκωτικών; ―ενώ οι καπνίζοντες εύκολα διαχωρίζονται από τους μη καπνίζοντες σε κοινούς χώρους), τότε βέβαια δεν μιλάμε πια για ατομικά δικαιώματα αλλά για την αχρήστευση του ανθρώπου ως κοινωνικού ατόμου και τη πιθανή θέση σε κίνδυνο των συμπολιτών του. Και αυτό, πέρα από το γεγονός ότι τα ναρκωτικά στερούν τη δυνατότητα από τον ίδιο τον εξαρτημένο να λειτουργεί ως ενεργός πολίτης, σήμερα για τη κατάργηση της φιλελεύθερης «ολιγαρχίας» και, αύριο, για τη στήριξη μιας περιεκτικής δημοκρατίας.

Εάν λοιπόν για τους αστούς επιστήμονες της υπό τον Bernard Roques επιτροπής που συνέστησε το Γαλλικό Υπ. Υγείας οι οποίοι συνέταξαν την έκθεση για τα ναρκωτικά (και τους «προοδευτικούς» συνοδοιπόρους τους στην Ελλάδα) η επικινδυνότητα των ναρκωτικών σε σχέση με άλλες ουσίες (καπνό, καφές κ.λπ.) κρίνεται με βάση το «κοινωνικό κόστος» σε όρους θανάτων, ιατρικών εξόδων κ.λπ. σίγουρα ένας διανοητής που θέλει να χαρακτηρίζεται ελευθεριακός σαν τον Τσόμσκι θα έπρεπε να έχει διαφορετικά κριτήρια για το τι σημαίνει «κοινωνικό κόστος» και επικινδυνότητα.  Εκτός βέβαια εάν ο Τσόμσκι πιστεύει ότι είναι δυνατόν να αγωνιστούμε και να κτίσουμε μια ελευθεριακή κοινωνία με ναρκομανείς, όποτε όμως θα πρέπει να μας δείξει πότε στην Ιστορία επαναστατικά ή απελευθερωτικά κινήματα στελεχώνονταν από εξαρτημένους, καθώς, επίσης γιατί, αντίθετα, πολλά τέτοια κινήματα υιοθετούσαν και υιοθετούν, εκούσιους  κώδικες αποχής από τα ναρκωτικά.

Πέρα όμως από αυτά ο Τσόμσκι αντιφάσκει με τον εαυτό του όταν από τη μια μεριά υποστηρίζει την ακινδυνότητα των ναρκωτικών και από την άλλη γράφει ότι το μπουμ της κοκαΐνης στις ΗΠΑ συνδέεται με την αύξηση της φτώχειας και την ιδιότητα της ουσίας αυτής «να προσφέρει προσωρινή ανακούφιση από μια ανυπόφορη υπαρξη».[7] Η, αντίστοιχα, για τις εξαρτημένες χώρες:

Τα ναρκωτικά γίνονται «η πιο νέα αναπτυξιακή βιομηχανία στη Κεντρική Αμερική» γράφει η CAR, ως αποτέλεσμα των «δυσμενών οικονομικών συνθηκών που αναγκάζουν το 85% του πληθυσμού της Κεντρικής Αμερικής να ζει μέσα στη φτώχεια» και ως αποτέλεσμα της έλλειψης εργασίας. Καταστάσεις οι οποίες (προσθέτει ο Τσόμσκι) επιδεινώνονται από τη νεοφιλελεύθερη επίθεση.[8]

Το προφανές ερώτημα που γεννιέται εδώ είναι γιατί τα θύματα της νεοφιλελεύθερης επίθεσης δεν στρέφονται στο τσιγάρο που και φθηνότερο αλλά και νόμιμο είναι. Μήπως γιατί το τσιγάρο δεν προσφέρεται για τη δημιουργία φανταστικών παράδεισων στην αγωνιώδη προσπάθεια να ξεφύγουν από την αθλιότητα τους; Αλλά τότε ποια ουσία είναι πιο επικίνδυνη για τη νάρκωση των αντιδράσεων των θυμάτων του συστήματος, εναντίον του οποίου υποτίθεται ότι αγωνίζεται ο Τσόμσκι;

Είναι σαφές ότι δεν μπορεί και ο γκουρου του νεοφιλευθερισμού, ο Μίλτων Φρίντμαν, αλλά και ο δηλώνων αναρχικός Τσόμσκι να έχουν, και οι δύο δίκιο για την ακινδυνότητα των ναρκωτικών σε σχέση με το τσιγάρο. Το θέμα είναι για ποια επικινδυνότητα μιλά ένας νεοφιλελεύθερος και για ποια θα έπρεπε να μιλά ένας ελευθεριακός. Κατά τη γνώμη μου, οι θέσεις του Φριντμαν για τα ναρκωτικά είναι απόλυτα συνεπείς με την γενικότερη ιδεολογία του. Δυστυχώς δεν ισχύει το ίδιο για τον Τσόμσκι…

 


 

[1] Janet Biehl, The Politics of Social Ecology (Montreal: Black Rose Press,1998), σελ. 148-49. Για περαιτέρω διεξοδική κριτική των πρόσφατων θέσεων του Τσόμσκι βλ.T. Fotopoulos Mass media, Culture, and Democracy”, Democracy & Nature, The International Journal of Inclusive Democracy, vol. 5, no. 1 (Μάρτης 1999).

[2] Gary Webb, Dark Alliance: The CIA, The Contras and the Crack Cocaine Explosion (Seven Stories Press, 1998).

[3] N. Chomsky, World Orders, Old and New (Pluto Press, 1994) κεφ. 1.; Deterring Democracy (Verso, 1991), κεφ. 4.; “The War on (certain) drugs” στο What Uncle Sam Really Wants (1993) - Chomsky Archive.; “No human being is disposable” – Chomsky Archive.

[4] T. Fotopoulos “Mass media, Culture, and Democracy”, ο.π.

[5] US Bureau of Justice Statistics 1999 (Mark Tran, The Guardian, 16/3/99)

[6] Συνέντευξη Τσόμσκι στο περιοδικό High Times που αναδημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία 2/9/98 με τον εύγλωττο τίτλο «Πόλεμος κατά των ναρκωτικών θα πει πόλεμος κατά φτωχών και έγχρωμων».

[7] Ν. Chomsky, Deterring Democracy, σελ. 127-28.

[8] Ν. Τσόμσκι, Έτος 501, Η κατάκτηση συνεχίζεται, σε μτφ. Ν. Ράπτη (Αθηνά: Εκδ. Τόπος, 1994), σελ. 105.