(Το παρακάτω άρθρο έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό ΟΥΤΟΠΙΑ στο τεύχος Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου 1999)
Χρονικο
του βιβλίου
Βασίλης Μηνακάκης
Οι
τρομακτικές διαστάσεις που έχει
πάρει το προβλημα των ναρκωτικών δίνουν
στο ομότιτλο βιβλίο του Τάκη Φωτόπουλου;
που προσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδοσεις
Ελεύθερος Τύπος, εξαιρετική επικαιρότητα.
Απο το βιβλίο «αλιεύουμε» ορισμένα
χαρακτηριστικά στοιχεία για την έκταση του
προβλήματος:
Σύμφωνα με
προσφατους υπολογισμούς του ΟΗΕ, κάπου 200
εκατομμύρια άνθρωποι είναι σήμερα
εξαρτημένοι (141 εκ. από κάνναβη, 8 εκ. από
ηρωίνη, 13 εκ. από κοκαϊνη και 30 εκ. από άλλα «σκληρά»
ναρκωτικά). Στη Βρετανία, όπου ζει και
εργάζεται ο συγγραφέας, το 70% των ανδρών
έχει δοκιμάσει κάποιο παράνομο ναρκωτικο
μέχρι να φτάσει στα 24. Αλλά και στην Ελλάδα η
εικονα δεν είναι καλύτερη: 100.000 άνθρωποι,
δηλαδή το ένα τοις εκατό του πληθυσμού,
είναι εξαρτημένοι απ6 «σκληρά» ναρκωτικά. Ο
αριθμος των μαθητών που έκαναν δοκιμή ή
χρήση ναρκωτικών ουσιών υπερδιπλασιάστηκε
την πενταετία 1993-98, ενώ, σύμφωνα με
τελευταία μελέτη, το 84% των Αθηναίων
δηλώνουν οτι είναι πολύ εύκολο να βρουν την
κάνναβη (σσ. 93-94)!
Συνολικά ο Τ.
Φωτοπουλος υπογραμμίζει οτι «η μαζική
εξάπλωση των ναρκωτικών αρχίζει στη
δεκαετία του '60 και του '70, οταν μεσουρανουσε
η καταναλωτική κοινωνία, και παίρνει
επιδημικές διαστάσεις στη δεκαετία του '80
και του '90, όταν αναδύθηκε η νεοφιλελεύθερη
συναίνεση, με τα εκατομμύρια των ανέργων,
των αστέγων και των νέων με αβεβαιο μέλλον»
(σελ. 61).
Πού οφείλεται
αυτή η «επιδημία» των ναρκωτικών; Ο
συγγραφέας δηλωνει τη διαφωνία του με
ερμηνείες που τις χαρακτηρίζει «η μη
αναγωγή της μαζικής εξάπλωσης της χρήσης
ναρκωτικών τα τελενταία 20 χρονια στο ίδιο
το θεσμικο πλαίσιο της σημερινής κοινωνίας,
δηλαδή το κρατούν κοινωνικο και οικονομικο
μοντέλο» και η επικέντρωση «σε επιμέρους
θεσμούς και μηχανισμούς που ουσιαστικά
αποτελούν τις αναποφευκτες συνέπειες του
μοντέλου αυτού» (σελ. 11). Ο ίδιος, αντίθετα,
υποστηρίζει οτι «η απώτερη αιτία της
εξάπλωσης των ναρκωτικών είναι το ίδιο το
κοινωνικο-οικονομικό συστημα» (σελ. 94),
είναι «το θεσμικο πλαίσιο που αναφέρεται
στην "οικονομία της αγοράς"» (σελ. 12).
Γιατί, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει αλλού,
«ακριβώς η εξάπλωση της καπιταλιστικής
οικονομίας της ανάπτυξης και η συνακολουθη
εμπορευματοποίηση κάθε αγαθού ή υπηρεσίας
δημιούργησε τα κίνητρα για την αντίστοιχη
εξάπλωση τοσο της παραγωγής, οσο και της
κατανάλωσης ναρκωτικών».
Σ' αυτή τη
βάση αντικρούει με οξύ και αποδεικτικό
τρόπο τις φιλελεύθερες προσεγγίσεις που «ανάγουν
την επιλογή της χρήσης σ' ένα "ατομικό-ψυχολογικό
γεγονος"» (σελ. 20) και καταρρίπτει τους
μύθους που πλέκονται γύρω απ' αυτή τη θέση (ευθύνες
στη μαύρη αγορά, η αποποινικοποίηση και η
χαλάρωση της καταστολής μειώνει τα
ναρκωτικά, δε φταίνε τα ναρκωτικά αλλά η
απαγόρευσή τους, δεν υπάρχει διαφορά μεταξυ
ναρκωτικών, νικοτίνης στα τσιγάρα και
αλκοολ κ.λπ. - σσ. 19-24). Ιδιαίτερα αυστηρός
είναι απέναντι στους «θεωρητικούς
πρωτεργάτες του νεοφιλελευθερισμού, σαν
τον Milton Freedman», υπογραμμίζοντας πως το
γεγονός οτι «είναι φανατικοί οπαδοί της
φιλελευθεροποίησης δεν είναι τνχαίο, μια
και δεν θα είχαν βέβαια αντίρρηση αν η
φιλελευθεροποίηση είχε ως αποτέλεσμα τη,
σχετικά ανέξοδη, "νάρκωση" των
αντιδράσεων του "ενος τρίτου" στην
κοινωνία των "δύο τρίτων" που
υιοθετούν» (σσ. 11-12).
Πιο
συγκεκριμένα, ο Τ. Φωτόπουλος επιχειρεί να
ερμηνεύσει, υπ' αυτό το πρίσμα, τοσο την
εξάπλωση της παραγωγής όσο και εκείνη της
κατανάλωσης.
Για την πρώτη,
την αυξηση της παραγωγής, ο συγγραφέας
υπογραμμίζει ότι «ήταν η μονη λύση για
μερικές χώρες στο Νότο, ώστε να αποφύγουν
την πλήρη οικονομική κατάρρευση» (σελ. 13).
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της
Βολιβίας: είναι η πηγή για πάνω από το 1/3 της
παγκοσμιας παραγωγής φύλλων κοκαϊνης,
ανήκει στις χώρες με αρνητικό μέσο ποσοστο
ανάπτυξης, οι εισαγωγές της αυξάνονται δύο
φορές πάνω από τις εξαγωγές της, ενώ στα
τέλη της προηγούμενης δεκαετίας οι
εξαγωγές της σε ναρκωτικά (με τα «στραβά
μάτια» των αρχουσών ελίτ) είχαν φτάσει στο
ύψος όλων των νομιμων εξαγωγών της (σσ. 13-14).
Σ' αυτή τη βάση, ο συγγραφέας καταλήγει στο
εξής συμπέρασμα: «'Οσο το οικονομικό
μοντέλο υποχρεώνει εκατομμύρια ανθρώπων να
ζουν από την παραγωγή ναρκωτικών, η
προσφορά θα εξακολουθεί να αυξάνει
ανεξάρτητα από το αν τα κέρδη (μικρά ή
μεγάλα) τα καρπούνται παράνομοι μαφιόζοι (αλλά
και άνεργοι περιθωριακοί κ.λπ.) ή (σε
περίπτωση φιλελευθεροποίησης) ευπρεπείς
κύριοι των πολυεθνικών, των σουπερμάρκετ κ.ά.»
(σελ. 14).
Απο την
πλευρά της ζήτησης, σύμφωνα με τον Τ.
Φωτόπουλο, θα έπρεπε να σημειώσουμε «μια
σειρά παραγοντων, κυρίως πολιτιστικών, πον
έχουν όμως άμεση ή έμμεση σχέση με την
εξάπλωση της καταναλωτικής κοινωνίας στο
Βορρά, οπου και παρατηρείται η
σημαντικότερη επέκταση του φαινομένου» (σελ.
15). Πιο συγκεκριμένα επισημαίνονται:
-- η αλλοτρίωση του σημερινού ανθρώπου, ο
οποίος ωθείται να παράγει περισσότερα με
εργασία που, συνήθως, δεν προσφέρει κανένα
νοημα, παρά μονο αν συνδεθεί με το στοχο της
μεγαλύτερης κατανάλωσης,
-- η ψυχική ανάγκη «φυγής» από έναν άδειο
υλικό κόσμο
-- η ανασφάλεια
-- η παθητικοποίηση και ιδιωτικοποίηση του
πολίτη, που ενισχύεται συστηματικά οχι μονο
με την εξάπλωση της καταναλωτικής
κοινωνίας, αλλά και με τη διογκούμενη
συγκέντρωση πολιτικής, οικονομικής και
κοινωνικής εξουσίας στα χέρια των ελίτ που
τη διαχειρίζονται. Αυτός είναι ο
σημαντικότερος θεσμικος παράγοντας που
έχει σχέση με την επέκταση της ζήτησης
ναρκωτικών.
Σε ο,τι αφορά
το ποιοι «καταναλώνουν» τα ναρκωτικά, ο Τ.
Φωτοπουλος, επικαλούμενος μια πρόσφατη
βρετανική έκθεση, υπογραμμίζει ότι «δεν
υπάρχει μία μονολιθική "κουλτούρα
ναρκωτικών" και, επομένως, το προβλημα
δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με την
εφαρμογή ομοιόμορφων πολιτικών σε
πανεθνικο (ή, ακόμη χειροτερα, με
πανευρωπαϊκό κ.λπ.) επίπεδο. 'Ετσι, σε
μεσοαστικές περιοχές βρέθηκε ότι η χρήση
ναρκωτικών γίνεται κυρίως απο τους νέους
για λόγους αναψυχής, ως τμήμα της
κοινωνικής ζωής και του καταναλωτικού
τρόπου ζωής, οι περισσότεροι δε από τους
νέους αυτούς εγκαταλείπουν τη χρήση όταν
περάσουν το φοιτητικο στάδιο της ζωής τους
και αρχίσουν επαγγελματική καριέρα.
Αντίθετα, στις φτωχογειτονιές, τα ναρκωτικά
καταναλώνονται κυρίως από τους άνεργους
και τους περιθωριοποιημένους, ως
υποκατάστατο της κοινωνικής ζωής. Μια τρίτη
κατηγορία αποτελούν τα μέλη της εργατικής
τάξης αλλά και οι υπάλληλοι γραφείων κ.λπ.,
που καταναλώνουν ναρκωτικά για να γεμίσουν
την άδεια ζωή τους ή και για να ξεχνούν την
άχαρη δουλειά τους» (σσ. 46-47).
Αυτό το τοπίο
είχε δώσει αρκετές αφορμές στον Τ.
Φωτόπουλο για την τακτική αρθογραφία του
στην Ελευθεροτυπία. Το προϊόν της εν λόγω
αρθρογραφίας παρουσιάζεται στην παρούσα
έκδοση ενοποιημένο και, παρά τις
αναπόφευκτες επαναλήψεις, δείχνει με
σαφήνεια την προθεση του συγγραφέα: «Να
ξεκινήσει επιτέλους ένας σοβαρός διάλογος
πάνω στο θέμα, πέρα από την δαιμονολογία της
ποινικοποίησης, αλλά και την "προοδευτική"
μυθολογία με στόχο τη φιλελευθεροποίηση,
είτε με την έννοια της νομιμοποίησης,
δηλαδή της ελεύθερης χρήσης οποιουδήποτε
ναρκωτικού μετά απο ορισμένη ηλικία, είτε
με την έννοια της αποποινικοποίησης της
προσωπικής χρήσης των "μαλακών"
ναρκωτικών (κάνναβη κ.λπ.) και της διάθεσης
των "σκληρών" με απλή συνταγή γιατρού»
(σελ. 7).
Το βιβλίο,
κατά το συγγραιρέα, «προτείνει μια τρίτη
ριζοσπαστική προσέγγιση πέρα απ' αυτόν τον
άκαρπο, αλλά και επικίνδυνο, διπολισμό, που
έχει μονοπωλήσει έως τώρα το δημοσιο
διάλογο πάνω στο θέμα. Δεδομένου ότι ήδη
διαγράφονται οι τάσεις στο ευρωπαϊκό
κατεστημένο για τη φιλελευθεροποίηση με τη
δεύτερη έννοια (νομιμοποίηση των "μαλακών"
ναρκωτικών και χορήγηση των "σκληρών"
με συνταγή), είναι επιτακτική ανάγκη οι
πολίτες να κατανοήσουν τις πραγματικές
διαστάσεις και τα αίτια του προβλήματος,
ώστε να σταματήσουν την πορεία μας προς τη
Χασισοκοινωνία που ανατέλλει και ιδιαίτερα,
μάλιστα, τη στιγμή αυτή που κατακλύζονται
καθημερινά από την παραπληροφορηση των ΜΜΕ,
τα οποία μονοπωλούν είτε οι οπαδοί της
ποινικοποίησης, είτε το αναδυομενο νέο
κατεστημένο των "προοδευτικών"
εκσυγχρονιστών που υποστηρίζουν τη
φιλελευθεροποίηση» (σσ. 7-8).