Εξαρτημένη Ανάπτυξη: η Ελληνική Περίπτωση (Εξάντας, 1985 & 1987)


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ:

ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΙΣΟΖΥΓΙΟ ΠΛΗΡΩΜΩΝ*

 

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

1. Η αύξηση της εμπορικής εξάρτησης στη μεταπολεμική περίοδο

Στο κεφάλαιο αυτό θα εξετάσουμε τις συγκεκριμένες μορφές που παίρνει η εξαρτημένη αναπτυξιακή διαδικασία σε σχέση με το πρόβλημα του ισοζυγίου πληρωμών. Το χρόνιο πρόβλημα του ελληνικού ισοζυγίου πληρωμών μπορεί να αναλυθεί αποδοτικά στα πλαίσια μιας προβληματικής που το εξετάζει ως πρόβλημα που γεννιέται από μια γρήγορη αλλά δύσμορφη ανάπτυξη και όχι ως πρόβλημα που δημιουργεί η «υπανάπτυξη» της χώρας, με την έννοια της καθυστέρησης στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Όπως, άλλωστε, γίνεται φανερό από τη συνεχή διεύρυνση στη μεταπολεμική περίοδο του ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο σε σχέση με το εθνικό εισόδημα (βλ. Πίνακα Δ1), σημαντικό τμήμα της μεταπολεμικής «ανάπτυξης» και αύξησης της εγχώριας παραγωγής και του εθνικού εισοδήματος, καθώς και της αντίστοιχης βελτίωσης του βιοτικού/καταναλωτικού επιπέδου, οφείλεται ακριβώς στο διογκούμενο αυτό έλλειμμα και την κάλυψη του από τους άδηλους πόρους και την εισροή κεφαλαίων.

Χρησιμοποιήσαμε τέσσερις δείκτες για τη μέτρηση της εμπορικής εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας στη μεταπολεμική περίοδο (1950-1980). Το συμπέρασμα που προκύπτει από τη σύγκριση των δεικτών αυτών είναι ότι η εμπορική εξάρτηση της χώρας μας είναι σημαντική και επιδεινώνεται διαρκώς. Έτσι, όπως φαίνεται στον πίνακα Δ1, ο λόγος του ημι-αθροίσματος των εισαγωγών και εξαγωγών αγαθών, υπηρεσιών, εισοδημάτων προς το εθνικό εισόδημα αυξήθηκε από ετήσιο μέσο όρο 15,7% στη δεκαετία του ‘50 σε μέσο ετήσιο όρο 24,8% στη δεκαετία του ‘70. Επομένως, σημειώθηκε μια αύξηση περίπου 60% στο δείκτη αυτόν της εξάρτησης στη μεταπολεμική περίοδο, ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι ο όγκος του εξωτερικού μας εμπορίου αυξήθηκε πολύ ταχύτερα από το εθνικό εισόδημα. Πράγμα που, φυσικά, σημαίνει αυξανόμενη εξάρτηση από τους ξένους παραγωγικούς πόρους. Δεύτερον, η ροπή εισαγωγών αυξήθηκε επίσης σημαντικά στην ίδια περίοδο, από 18,5 την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία σε 25,9 την τελευταία. Αυτή η κατά περίπου 40% αύξηση της ροπής εισαγωγών στην εξεταζόμενη περίοδο σημαίνει ότι, παρά τη γρήγορη μεταπολεμική «ανάπτυξη» της χώρας, ένα συνεχώς αυξανόμενο τμήμα της συνολικής ζήτησης καλύπτεται από το εξωτερικό.

ΠΙΝΑΚΑΣ Δ1: Εμπορική εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας

Θα μπορούσε, φυσικά, εδώ ένας ένθερμος υποστηρικτής της ελευθερίας του εμπορίου να αντιτείνει ότι η εξάρτηση από το εξωτερικό, που φανερώνουν οι δείκτες αυτοί, δεν έχει αναγκαστικά καμιά επιβλαβή σημασία. Και πράγματι, στο βαθμό που η αύξηση των εισαγωγών μας και του όγκου εμπορίου συνοδευόταν από παράλληλη αύξηση των εξαγωγών μας, το επιχείρημα αυτό θα είχε κάποια ισχύ. Αλλά αυτό ακριβώς δεν συνέβη, όπως δείχνουν οι επόμενοι δύο δείκτες. Η αξία των εξαγωγών εμπορευμάτων, που κάλυπτε το 43% της αξίας των εισαγωγών στην πρώτη μεταπολεμική δεκαετία, έπεσε στο 38% - 39% στις επόμενες δύο δεκαετίες. Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι, πριν συντελεστεί το ελληνικό «θαύμα» ανάπτυξης, στην προπολεμική περίοδο, οι εξαγωγές μας κάλυπταν πολύ σημαντικότερο ποσοστό από τις εισαγωγές: 52,6% το 1929 και 65,8% το 1938.[1]

Θα ήταν ακόμα χρήσιμο να κάναμε μερικές διεθνείς συγκρίσεις. Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά. Όχι μόνο δεν υπάρχει σύγκριση της χώρας μας με τις χώρες του κέντρου, όσον αφορά το ποσοστό των εισαγωγών που καλύπτουν οι εξαγωγές, αλλά ούτε καν με τις περισσότερες υπανάπτυκτες χώρες! Το μέσο ποσοστό εισαγωγών που καλύπτουν με τις εξαγωγές τους οι χώρες του κέντρου είναι 80-90%. Στις χώρες της ΕΟΚ το μέσο ποσοστό το 1979 ήταν 90%. Ακόμα και χώρες με παρόμοια οικονομική δομή με τη δική μας, όσον αφορά το ισοζύγιο πληρωμών (αυξημένη σημασία μετανάστευσης/τουρισμού), όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Γιουγκοσλαβία και η Τουρκία, καλύπτουν σημαντικά μεγαλύτερο τμήμα των εισαγωγών τους. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τις χώρες αυτές το 1979 ήταν: Ισπανία 70%, Πορτογαλία 57%, Γιουγκοσλαβία 48%, Τουρκία 46%. Έτσι, όσον αφορά το δείκτη αυτό, η Ελλάδα βρίσκεται σε καλύτερη θέση από οχτώ (8) μόνο χώρες, από τις 124 χώρες που συνήθως περιλαμβάνουν οι διεθνείς στατιστικές.[2] Οι οχτώ αυτές χώρες είναι: το Λάος (37%), η Σομαλία (38%), ο Άνω Βόλτα (32%), η Ιορδανία (21%), ο Λίβανος (29%), ο Παναμάς (24%) και οι δύο δημοκρατίες της Υεμένης (10% και 1%).

Ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι οι εξαγωγές μας καλύπτουν απελπιστικά μικρό, αλλά και μειωνόμενο/στάσιμο τμήμα των εισαγωγών μας, το έλλειμμα του εμπορικού μας ισοζυγίου σε σχέση με το εθνικό εισόδημα διευρύνεται συνεχώς στη μεταπολεμική περίοδο, όπως δείχνει ο πίνακας Δ1. Το έλλειμμα αυτό στο εμπορικό ισοζύγιο αντιπροσώπευε περίπου το 9% του ΑΕΠ στην πρώτη μεταπολεμική δεκαετία και το 16% στην τελευταία, πράγμα που σημαίνει αύξηση περίπου 70% στην εξεταζόμενη περίοδο. Στις μητροπολιτικές χώρες της ΕΟΚ το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο (εκτός από τη Δυτ. Γερμανία που είχε πλεόνασμα) κυμαινόταν από 2% του ΑΕΠ (Ολλανδία, Ιταλία) μέχρι 11% (Αγγλία). Αντίθετα, στην περιφέρεια της ΕΟΚ (εκτός από την Ισπανία) το έλλειμμα ήταν 18% για την Ελλάδα και την Ιρλανδία και 14% του ΑΕΠ για την Πορτογαλία.[3]

Είναι χαρακτηριστικό, αλλά και ιδιαίτερα ανησυχητικό, ότι η διεύρυνση του ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο σε σχέση με το εθνικό εισόδημα συμβαίνει παρά το γεγονός ότι, με τα ορθόδοξα (νεοκλασικά αλλά και μαρξιστικά) κριτήρια, στη μεταπολεμική περίοδο σημειώθηκε πολύ σημαντική βελτίωση των εξαγωγών. Η βελτίωση αυτή ήταν τόσο ποσοτική όσο και ποιοτική. Ποσοτικά, οι ρυθμοί αύξησης των εξαγωγών μας ήταν στη μεταπολεμική περίοδο ταχείς και, ιδιαίτερα στην τρίτη δεκαετία, ταχύτεροι των ρυθμών αύξησης των εισαγωγών[4]. Φυσικά, η Ελλάδα δεν πρωτοτυπεί σ’ αυτό, μια και το ίδιο ακριβώς φαινόμενο παρατηρείται σε όλες σχεδόν τις περιφερειακές χώρες την ίδια περίοδο και μάλιστα με καλύτερα αποτελέσματα, όπως είδαμε, σε σχέση με την κάλυψη των εισαγωγών τους.

Ποιοτικά, η σύνθεση των εξαγωγών μας άλλαξε κατά τέτοιο τρόπο που τα βιομηχανικά/βιοτεχνικά προϊόντα, που αποτελούσαν μόλις το 2% του συνόλου των εξαγωγών στην αρχή της εξετα­ζόμενης περιόδου, έφθασαν το 55% στο τέλος της[5]. Για μια σημαντική μερίδα μελετητών του φαινομένου, η μεταβολή αυτή είναι χαρακτηριστική ένδειξη προόδου και ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, επειδή αποτελεί ένδειξη αντίστοιχης υψηλής οργανικής σύνθεσης κεφαλαίου στην παραγωγή.

Εν τούτοις, όπως τονίσαμε (κεφ. Β, σημ. 40), το φαινόμενο αυτό μπορεί να εξηγηθεί επαρκώς στα πλαίσια της προβληματικής της εξαρτημένης ανάπτυξης. Οι μεταβολές, δηλαδή, στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, που σήμερα επιτρέπουν κάποια «αποσπασματική» εκβιομηχάνιση των περιφερειακών χωρών, ως συμπλήρωμα της απο-βιομηχάνισης που γίνεται στο κέντρο, δημιουργούν μεν υψηλές βιομηχανικές εξαγωγές μερικών βιομηχανικών προϊόντων,[6] χωρίς όμως αυτό να οδηγεί σε οποιαδήποτε αυτο-κεντρική και αυτοδύναμη καπιταλιστική ανάπτυξη. Η μετα­πολεμική εκβιομηχάνιση των περιφερειακών χωρών δεν οδηγεί στη δημιουργία αναπτυγμένων καπιταλιστικών δομών παρόμοιων με αυτές του κέντρου. Από την εμπειρική μεριά, το γεγονός ότι οι βιομηχανικές εξαγωγές της Ν. Κορέας, της Πορτογαλίας ή του Χονγκ-Κονγκ είναι υψηλότερες από των ΗΠΑ, ενώ του Λιβάνου είναι υψηλότερες από τις αντίστοιχες της Ολλανδίας, της Δανίας ή της Νορβηγίας,[7] είναι ενδεικτικό της έλλειψης συσχέτισης μεταξύ της αύξησης των βιομηχανικών εξαγωγών και της δημιουργίας αυτο-κεντρικών καπιταλιστικών δομών.

2. Η κάλυψη του διευρυνόμενου ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο

Ένα τμήμα του αυξανόμενου ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο καλύφθηκε από τη σημαντική διόγκωση του τουρισμού στη μεταπολεμική περίοδο. Η εισροή του τουριστικού συναλλάγματος αυξήθηκε στην εξεταζόμενη περίοδο από 23 χιλ. δολάρια το 1953 σε 1.733 χιλ. δολάρια το 1980. Έτσι, ενώ το τουριστικό συνάλλαγμα κάλυπτε μόνο το 9% των εμπορευματικών εισαγωγών μας στην αρχή της περιόδου, στο τέλος της περιόδου κάλυπτε το 16%.[8] Η εξάρτηση από τον τουρισμό για την κάλυψη σημαντικού τμήματος του ελλείμματος σημαίνει ότι, σε αντίστοιχο βαθμό, η κάλυψη του ελλείμματος γίνεται τόσο αστάθμητη όσο και ο ίδιος ο τουρισμός.[9]

Παρά την αυξανόμενη εισροή τουριστικού συναλλάγματος, που αποτελεί τη βασική αιτία της διόγκωσης του πλεονάσματος στο ισοζύγιο υπηρεσιών, το έλλειμμα στο ισοζύγιο αγαθών, υπηρεσιών και εισοδημάτων[10] δε βελτιώθηκε στη μεταπολεμική περίοδο. Όπως φαίνεται από τον Πίνακα Δ1, ο λόγος του ελλείμματος στο ισοζύγιο αγαθών, υπηρεσιών και εισοδημάτων προς το ΑΕΠ παρέμεινε σταθερός τις δύο πρώτες δεκαετίες και σημείωσε ελάχιστη κάμψη την τρίτη.

Το γεγονός αυτό είναι αξιοσημείωτο, γιατί συμβαίνει παρά το ότι το καθαρό εισόδημα από την αλλοδαπή αυξήθηκε σε σταθερές τιμές με μέσο ετήσιο ρυθμό 12,6% στην περίοδο 1950-75, έτσι που η συμμετοχή του εισοδήματος αυτού ως ποσοστού του ΑΕΠ αυξήθηκε από 0,6% το 1950 σε 3,6% το 1980. Η τεράστια αυτή αύξηση στο καθαρό εισόδημα από την αλλοδαπή οφείλεται στη σημαντική αύξηση της εισροής ναυτιλιακού εισοδήματος. Το ναυτιλιακό και το τουριστικό συνάλλαγμα κάλυπταν το 32% των εμπορευματικών εισαγωγών στο τέλος της περιόδου, έναντι 17-18% στην αρχή της.[11] Αλλά η διαδικασία εξαρτημένης εκβιομηχάνισης, που άρχισε να ολοκληρώνεται στη δεκαετία του ‘60, σήμαινε τη δημιουργία μιας σημαντικής και αυξανόμενης αφαίμαξης από το καθαρό εισόδημα από την αλλοδαπή, με τη μορφή της εκροής κερδών, μερισμάτων, τόκων, κ.λπ. από τις ξένες εταιρίες που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα. Έτσι, ενώ η εκροή αυτή αποτελούσε το 1958 μόλις το 9,7% του καθαρού εισοδήματος από την αλλοδαπή, στη δεκαετία του ‘60 αποτελούσε κατά μέσο όρο το 14% και στη δεκαετία του ‘70 το ποσοστό ήταν 30%.[12] Έχουμε, δηλαδή, σχεδόν διπλασιασμό του κονδυλίου αυτού ανά δεκαετία. Όπως είναι γνωστό, η πραγματική εκροή πρέπει να είναι ακόμα σημαντικότερη, λόγω της πρακτικής υπερκοστολόγησης των εισαγόμενων προϊόντων στην οποία επιδίδονται οι πολυεθνικές.

Το χρόνιο αυτό έλλειμμα στο ισοζύγιο αγαθών, υπηρεσιών και εισοδημάτων μέχρι το 1951 το κάλυπτε σχεδόν κατά 9/10 η ξένη βοήθεια. Μετά τη διακοπή, όμως, της ξένης βοήθειας στη διάρκεια της δεκαετίας του ‘60, οι δύο πηγές που απέμειναν για την κάλυψη του ελλείμματος ήταν α) η μαζική εξαγωγή εργασίας (μετανάστευση) και β) ο εξωτερικός δανεισμός. Οι «τρέχουσες μεταβιβάσεις από την αλλοδαπή», όπως ονομάζονται στους Εθνικούς Λογαριασμούς (που βασικά αποτελούνται από το μεταναστευτικό συνάλλαγμα), κάλυπταν μόνο το 7% του ελλείμματος αγαθών, υπηρεσιών και εισοδημάτων στις αρχές της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας και έφθασαν να καλύπτουν κατά μέσο όρο το 50% του ελλείμματος στη δεκαετία του ‘60 και το 57% στη δεκαετία του ’70.[13] Φυσικά, η ύφεση που έπληξε τις χώρες υποδοχής των μεταναστών τα τελευταία χρόνια είχε τις συνέπειες της στο ελληνικό ισοζύγιο: το ποσοστό κάλυψης του ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο από τα μεταναστευτικά εμβάσματα, από 32% στη δεκαετία του ‘60, έπεσε στο μισό (16,6%) στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ‘80, μετά από μια κάμψη στο 24% στη διάρκεια της δεκαετίας του ’70.[14]

Η αναπόφευκτη συνέπεια ήταν η μεγαλύτερη διεύρυνση του εξωτερικού δανεισμού για την κάλυψη του διογκούμενου ελλείμματος στο ισοζύγιο αγαθών, υπηρεσιών και εισοδημάτων. Έτσι, ενώ ο εξωτερικός δανεισμός κάλυπτε μόνο το 7% του ελλείμματος στο ισοζύγιο αυτό στη δεκαετία του ‘50, το ποσοστό στη δεκαετία του ‘60 είχε γίνει 42%, για να φθάσει το 45% στη δεκαετία του ’70.[15] Ακόμα, σε σχέση με το ΑΕΠ, ο εξωτερικός δανεισμός δείχνει σημαντική επιδείνωση στη μεταπολεμική περίοδο, εφόσον μεταξύ της πρώτης και της τελευταίας δεκαετίας σημειώνεται υπερδιπλασιασμός της αναλογίας εξωτερικού δανεισμού μέσα στο ΑΕΠ.[16] Ως αποτέλεσμα της αυξητικής αυτής τάσης, οι δαπάνες εξυπηρέτησης του δανεισμού σε σχέση με το ΑΕΠ διπλασιάστηκαν μέσα στη δεκαετία του ’70.[17] Τέλος, το γεγονός ότι η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια αναγκάζεται να επανεξάγει συνεχώς διευρυνόμενο τμήμα των εισρεόντων κεφαλαίων είναι ιδιαίτερα ενδεικτικό των μελλοντικών εξελίξεων στον εξωτερικό δανεισμό: η σχέση εκροών προς τις εισροές κεφαλαίου, που ήταν κατά μέσο όρο 23,3% στη δεκαετία του ‘60, υπερδιπλασιάστηκε (48,3%) στη δεκαετία του ’70.[18] Η κάλυψη του διευρυνόμενου ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο και της αυξανόμενης εκροής κεφαλαίου οδηγεί σταθερά τη χώρα στην «παγίδα του χρέους».[19]

Ο εξαρτημένος χαρακτήρας που παίρνει η εκβιομηχάνιση και η ανάπτυξη των περιφερειακών χωρών, λόγω του τρόπου ενσωμάτωσής τους στην παγκόσμια αγορά, κάνει αδύνατη την εσωστρεφή διαδικασία ανάπτυξης, δηλαδή τη διαδικασία που βασίζεται στην εσωτερική αγορά και πραγματοποιείται από το αυτόχθονο κεφάλαιο. Οι συνέπειες είναι πολύ σημαντικές για τη μορφή που παίρνει η αναπτυξιακή διαδικασία και το είδος της δημιουργούμενης παραγωγικής και καταναλωτικής δομής. Θα εξετάσουμε τώρα τον τρόπο με τον οποίο εκφράζονται οι συνέπειες της εξαρτημένης ανάπτυξης και εκβιομηχάνισης στο ισοζύγιο πληρωμών.

3. Σχέση μορφής ανάπτυξης και ισοζυγίου πληρωμών

Όπως αναπτύχθηκε στο κεφ. Γ, η μορφή της εξαρτημένης ανάπτυξης γενικά, και της εκβιομηχάνισης ειδικότερα, διακρίνεται από συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που έχουν άμεση σχέση με το έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών. Η σημασία της εξωτερικής αγοράς στην ανάπτυξη φαίνεται από τον πολύ ταχύτερο ρυθμό αύξησης του όγκου εμπορίου σε σχέση με το εθνικό εισόδημα στη μεταπολεμική περίοδο (Βλ. Πίνακα Δ1). Ωστόσο, ανάλογοι διαφορετικοί ρυθμοί αύξησης παρατηρούνται και στις αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες του κέντρου. Εκείνο, επομένως, που πράγματι δίνει το χαρακτήρα εξάρτησης στην ανάπτυξη και εκβιομηχάνιση μας είναι ότι οι δυναμικοί κλάδοι της βιομηχανίας μας είναι συγχρόνως και εκείνοι με τη μεγαλύτερη εξαγωγική δυναμικότητα. Όπως δείξαμε στο κεφάλαιο Γ, υπάρχει σαφής συσχέτιση μεταξύ της επέκτασης της παραγωγής σε μερικούς μεταποιητικούς τομείς και της αντίστοιχης επέκτασης των εξαγωγών από τους ίδιους τομείς.

Το γεγονός ότι οι εξαγωγικοί τομείς είναι και οι πιο δυναμικοί τομείς της ελληνικής οικονομίας, αν και δε μας επιτρέπει από μόνο του να ισχυριστούμε ότι η ελληνική μεταποίηση είναι βασικά προσανατολισμένη προς το εξωτερικό, εν τούτοις αποτελεί σαφή ένδειξη της αυξανόμενης εξάρτησης της μεταπολεμικής βιομηχανικής ανάπτυξης από την ξένη αγορά. Δεδομένου δε ότι η συσχέτιση μεταξύ της επέκτασης της παραγωγής και των εξαγωγών ορισμένων μεταποιητικών κλάδων γίνεται ιδιαίτερα ισχυρή στην περίοδο της βιομηχανικής μας άνοιξης (1965-73), είναι εύλογο το συμπέρασμα ότι οποιαδήποτε σημαντική βιομηχανική ανάπτυξη στη χώρα μας εξαρτάται από εξωγενείς παράγοντες: την ξένη αγορά και το ξένο κεφάλαιο.

Εξαιτίας του ανισομερούς και αποσπασματικού χαρακτήρα που παίρνει μια τέτοια βιομηχανική ανάπτυξη, ο βαθμός καθετοποίησης μένει στάσιμος, ή και χειροτερεύει, με αποτέλεσμα τη συνεχή διεύρυνση των εισαγωγών κεφαλαιουχικών και ενδιάμεσων προϊόντων για την κάλυψη των αναγκών της ανάπτυξης. Ακόμα, κάθε μεταβολή στην ξένη ζήτηση για μικρό αριθμό προϊόντων (ή ακόμα και για ένα προϊόν) μπορεί να δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα στο ισοζύγιο πληρωμών.[20]

Η γενική οπισθοδρόμηση που σημειώνεται τόσο στην ποσοτική όσο και στην ποιοτική ανάπτυξη της μεταποίησης στην περίοδο 1973-80 (βλ. κεφ. Γ) έχει επίσης σημαντικές επιπτώσεις στο ισοζύγιο πληρωμών. Στο βαθμό που η ανάπτυξη στηρίζεται πάλι στους παραδοσιακούς κλάδους και οι εξαγωγές μας είναι βασικά προσανατολισμένες προς την ΕΟΚ,[21] η εξαγωγική βάση της οικονομίας γίνεται ιδιαίτερα αδύνατη, μια και ο αυξανόμενος ανταγωνισμός μέσα στην ΕΟΚ από άλλες μεσογειακές χώρες δεν αφήνει σημαντικά περιθώρια επέκτασης για τις εξαγωγές παραδοσιακών καταναλωτικών αγαθών. Έτσι, όπως συμπεραίνει και σχετική μελέτη πάνω στο θέμα,[22] η όλη ανάπτυξη της χώρας στα πλαίσια της ΕΟΚ εξαρτάται από τις επενδύσεις των πολυεθνικών.

Ο λόγος είναι, βέβαια, ότι με την εισδοχή της Ελλάδας στην ΕΟΚ οι υπάρχουσες ελληνικές μονάδες αντιμετωπίζουν αυξανόμενο συναγωνισμό από τα κοινοτικά προϊόντα (στο βαθμό που εξαφανίζεται σταδιακά η κρατική προστασία), ενώ η έλλειψη προστασίας στο «νηπιακό» στάδιο ανάπτυξης νέων μονάδων κάνει τη δημιουργία καινούριων ελληνικών βιομηχανικών προϊόντων πολύ δύσκολη, αν όχι αδύνατη. Στα πλαίσια, επομένως, της εξαρτημένης ανάπτυξης, μόνο οι πολυεθνικές έχουν τη δυνατότητα α) να δημιουργήσουν νέους βιομηχανικούς κλάδους (που δεν έχουν ανάγκη κρατικής προστασίας για την ανάπτυξή τους) σε κλάδους υποκατάστασης εισαγωγών και β) να εξαγάγουν ανταγωνιστικά προϊόντα στο χώρο της ΕΟΚ. Η εξαρτημένη, με άλλα λόγια, δομή της χώρας μας έχει ήδη δημιουργήσει τους μηχανισμούς αναπαραγωγής της, έτσι που οποιαδήποτε επέκταση της ανάπτυξης να εξαρτάται από το βάθαιμα της εξάρτησης.

Από τη μεριά, επομένως, των επιπτώσεων της εξάρτησης από την ξένη αγορά στο ισοζύγιο πληρωμών, θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι, με δεδομένη την εξάρτηση της εκβιομηχάνισης μας από τις εισαγωγές κεφαλαιουχικών αγαθών (μηχανικού εξοπλισμού, κ.λπ.) και την αντίστοιχη εξάρτηση από εισαγόμενα καταναλωτικά αγαθά, που έχουν δημιουργήσει τα διαμορφωθέντα μέσα στη διαδικασία εξαρτημένης ανάπτυξης καταναλωτικά πρότυπα, η αδυναμία της εξαγωγικής μας βάσης που αναφέραμε δεν αφήνει σημαντικά περιθώρια αισιοδοξίας για τη μελλοντική εξέλιξη του ισοζυγίου πληρωμών.

Όσον αφορά το δεύτερο χαρακτηριστικό της εξαρτημένης εκβιομηχάνισης, το ότι δηλαδή στηρίζεται στο ξένο επενδυτικό κεφάλαιο, οι ξένες επενδύσεις επηρεάζουν κατά δύο τρόπους το ισοζύγιο πληρωμών: βραχυχρόνια μέσω των επιπτώσεων στο εμπορικό ισοζύγιο και μακροχρόνια μέσω των αντίστοιχων επιπτώσεων στο καθαρό εισόδημα εκ της αλλοδαπής, δημιουργώντας έτσι διπλά τις προϋποθέσεις για χρόνιο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Αν, βέβαια, οι ξένες επενδύσεις οδηγούσαν, όπως υποστηρίζει η ορθόδοξη οικονομική θεωρία, μέσω των επιταχυντικών, πολλαπλασιαστικών και των τεχνολογικών αποτελεσμάτων τους, σε «απογείωση» της οικονομίας, τότε το καθαρό αποτέλεσμα των ξένων επενδύσεων θα ήταν θετικό μακροχρόνια, ακόμα και στο ισοζύγιο πληρωμών (ή τουλάχιστον δε θα δημιουργούσαν προβλήματα σ' αυτό, όπως δε δημιουργούν αντίστοιχα προβλήματα οι ξένες επενδύσεις μεταξύ μητροπολιτικών χωρών). Στις εξαρτημένες, όμως, χώρες υπάρχει μια μονής κατεύθυνσης ροή επενδυτικών κεφαλαίων (από τις μητροπολιτικές χώρες προς αυτές), συνήθως για την εκμετάλλευση μερικών αφθονούντων φυσικών πόρων (στην Ελλάδα, για παράδειγμα, των αποθεμάτων βωξίτη) ―πράγμα που αποτελεί την επαρκή συνθήκη για την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων― και των πάντα αφθονούντων ανθρώπινων πόρων και των αντίστοιχων χαμηλών μισθών (αναγκαία συνθήκη).

Έτσι, βραχυχρόνια, η εξωστρεφής ανάπτυξη χαρακτηρίζεται από την εισαγωγή του απαιτούμενου κεφαλαιουχικού εξοπλισμού και τεχνολογίας από το εξωτερικό. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια της υποτιθέμενης «απογείωσης» της ελληνικής οικονομίας, στη δεκαετία του ‘60, η παραγωγική βάση της οικονομίας μας μειώθηκε, όπως έδειξε σχετική έρευνα,[23] που διαπίστωσε σημαντική αύξηση των συντελεστών εισαγωγών στην περίοδο αυτή. Ειδικότερα, οι εισαγωγές μηχανημάτων ήταν το 1971 4,5 φορές μεγαλύτερες από την εγχώρια παραγωγή, ενώ το 1960 ήταν μόλις 1,26 φορά μεγαλύτερες. Δεν είναι, επομένως, απορίας άξιον ότι η συμμετοχή των εισαγόμενων μηχανημάτων στο σύνολο των εισαγωγών υπερδιπλασιάστηκε στην περίοδο 1954-72, από 17,4% το 1954 σε 35,4% το 1972,[24] συντείνοντας στη διόγκωση του ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο. Ακόμα, δυναμικά, η κατάσταση δεν παρουσιάζει σχεδόν καμιά βελτίωση. Μετά από 20 χρόνια «ανάπτυξης» οι εισαγωγές προϊόντων σχετικά υψηλής τεχνολογίας (μηχανήματα/μεταφορικά) παραμένουν στα ίδια επίπεδα: 44% των συνολικών εισαγωγών το 1960 και 42% το 1978. Αντίστοιχα, στις χώρες της ΕΟΚ (εκτός Ιρλανδίας) οι εισαγωγές αυτές αντιπροσωπεύουν το 1978, κατά μέσο όρο, το 24% των συνολικών εισαγωγών.[25] Τέλος, σύμφωνα με μελέτη του ΚΕΠΕ[26] για την ελληνική βιομηχανία, τουλάχιστον δύο από τους τομείς-κλειδιά (ο κλάδος χημικών/πλαστικών/ελαστικών/πετρελαίου και ο κλάδος βασικών μετάλλων) εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές πρώτων υλών.

Όσον αφορά την υπόθεση ότι οι ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα συνετέλεσαν στην αύξηση των συντελεστών εισαγωγών, λόγω του ότι η δραστηριότητά τους περιορίζεται είτε στα πρώτα στάδια επεξεργασίας των πρώτων υλών είτε στα τελευταία στάδια συναρμολόγησης των εισαγόμενων προϊόντων, υπάρχουν σαφείς ενδείξεις που επιβεβαιώνουν την υπόθεση αυτή. Έτσι, κατά μία μελέτη, στον κλάδο των μεταφορικών μέσων, όπου μεγάλο τμήμα της παραγωγής ελέγχεται από το ξένο κεφάλαιο, υπάρχει αύξηση του ποσοστού συμμετοχής των εισαγωγών στη συνολική ζήτηση.[27] Γενικότερα, όπως παρατηρείται στην ίδια μελέτη, στους κλάδους υψηλής τεχνολογίας (χημικά, μηχανήματα, ηλεκτρικές συσκευές και μεταφορικά μέσα) το ποσοστό της προστιθέμενης αξίας της παραγωγής των ξένων προϊόντων είναι μικρότερο από το αντίστοιχο των ντόπιων, πράγμα που πρέπει να οφείλεται στη μεγαλύτερη συμμετοχή των εισαγωγών στις ξένες από ό,τι στις ντόπιες επιχειρήσεις.[28] Το γενικό συμπέρασμα της μελέτης αυτής, που επιβεβαιώνεται και από άλλες μελέτες για την ελληνική οικονομία,[29] είναι ότι «η εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από τις εισαγωγές βιομηχανικών προϊόντων είναι πολύ μεγάλη και αυξάνεται».[30]

Μακροχρόνια, τέλος, στο βαθμό που «ωριμάζουν» οι ξένες επενδύσεις, δημιουργείται αντίστοιχη εκροή κερδών, τόκων, κ.λπ., που επηρεάζει αρνητικά το καθαρό εισόδημα εκ της αλλοδαπής. Αν σ’ αυτή τη φανερή εκροή προσθέσουμε την έμμεση εξαγωγή κερδών, μέσω των υπερκοστολογήσεων των εισαγωγών και των υποκοστολογήσεων των εξαγωγών, καθώς και τον επαναπατρισμό του κεφαλαίου που επιτρέπει το νομικό καθεστώς της χώρας υποδοχής, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι μακροχρόνια οι επιπτώσεις των άμεσων ξένων επενδύσεων στο ισοζύγιο πληρωμών είναι αρνητικές, έστω και αν βραχυχρόνια η εισροή κεφαλαίου που προκαλούν φαίνεται ότι βοηθάει στην κάλυψη του χρόνιου ελλείμματος στο ισοζύγιο των εξαρτημένων χωρών.[31]

Στην Ελλάδα, όπως σημειώσαμε, παρατηρείται στη μεταπολεμική περίοδο διπλασιασμός ανά δεκαετία του ποσοστού που αντιπροσωπεύει η εκροή κερδών και τόκων ως ποσοστό του καθαρού εισοδήματος από την αλλοδαπή. Ακόμα, όπως προκύπτει από σχετική μελέτη, η σχέση εισροής κεφαλαίου για άμεσες επενδύσεις προς την εκροή επαναπατριζόμενων κεφαλαίων, καθώς και των τόκων και κερδών, χειροτερεύει συνέχεια στην εξεταζόμενη περίοδο. Έτσι, ενώ το 1959 το σύνολο του εξαχθέντος κεφαλαίου (1954-59) ήταν μόλις 9% του συνολικά εισαχθέντος κεφαλαίου, το ποσοστό αυτό είχε διπλασιαστεί το 1969 (18%) και το 1975 το σύνολο εξαχθέντος κεφαλαίου αντιπροσώπευε το 32% των εισαχθέντων κεφαλαίων.[32] Όπως, λοιπόν, γίνεται φανερό από τα στοιχεία αυτά, μόνο η αυξανόμενη εισροή ξένου κεφαλαίου στο μέλλον θα αποτρέψει τις αρνητικές επιπτώσεις στο ισοζύγιο.

Εν τούτοις, όπως παρατηρείται στην ίδια μελέτη, οι ξένες επενδύσεις θα μπορούσαν να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στο ισοζύγιο, πολύ νωρίτερα από ό,τι συνεπάγεται η τάση που διαφαίνεται από τα στοιχεία αυτά, αν οι ξένες επιχειρήσεις εξήγαν το σύνολο των κεφαλαίων, τόκων και κερδών που δικαιούνται βάσει του νόμου 2687/1953. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της μελέτης αυτής, οι ξένες επιχειρήσεις εξάγουν λιγότερο από το μισό των κεφαλαίων που θα μπορούσαν να εξαγάγουν βάσει του νόμου αυτού.[33] Αν, δηλαδή, οι ξένοι επενδυτές είχαν εξαγάγει το σύνολο των κεφαλαίων που δικαιούνται, περίπου το 70% του συνολικά εισαχθέντος μέχρι το 1975 κεφαλαίου θα είχε επανεξαχθεί.

Επομένως, η ευνοϊκή για το ισοζύγιο πληρωμών επίδραση των ξένων επενδύσεων (αναφερόμαστε στις άμεσες επιπτώσεις και δεν παίρνουμε υπόψη τις έμμεσες επιπτώσεις από την εισαγωγή ξένης τεχνολογίας/μηχαν. εξοπλισμού και τις υπερκοστολογήσεις/υποκοστολογήσεις) είναι συνάρτηση της ταχύτητας με την οποία οι ξένοι επενδυτές επαναπατρίζουν το κεφάλαιο και τα κέρδη τους. Η ταχύτητα αυτή είναι, με τη σειρά της, συνάρτηση του κινδύνου που διατρέχουν οι ξένοι επενδυτές στις διάφορες χώρες, όπως δείχνουν σχετικές μελέτες.[34] Η δυνατότητα, επομένως, των ξένων εταιριών να ελέγχουν την ταχύτητα επαναπατρισμού των κεφαλαίων και κερδών τους αποτελεί ουσιαστικά δαμόκλειο σπάθη, που κρέμεται πάνω από το ισοζύγιο πληρωμών και, αντίστοιχα, πάνω από το κεφάλι οποιασδήποτε κυβέρνησης που θα τολμούσε να πειραματιστεί με τα προνόμια των ξένων επενδυτών.

Όσον αφορά το τρίτο χαρακτηριστικό της εξαρτημένης ανάπτυξης, την εξαρτημένη τεχνολογία, θα μπορούσαμε να σημειώσουμε τις εξής επιπτώσεις στο ισοζύγιο πληρωμών. Πρώτα, μια έμμεση ένδειξη της σημασίας της εξαρτημένης τεχνολογίας αποτελεί η διάρθρωση των εισαγωγών. Οι εισαγωγές κεφαλαιουχικών αγαθών (μηχανικός και ηλεκτροτεχνικός εξοπλισμός, μεταφορικά) που ενσωματώνουν την ξένη τεχνολογία παρουσιάζουν συνεχή αύξηση στην εξεταζόμενη περίοδο, ως ποσοστό των συνολικών εισαγωγών.

Ενώ στη δεκαετία του ‘50 οι εισαγωγές των αγαθών αυτών ήταν κατά μέσο όρο το 21% των συνολικών εισαγωγών (και προπολε­μικά το 22% ),[35] στη δεκαετία του ‘60 το ποσοστό αυτό ήταν σχεδόν 24% και στη δεκαετία του ‘70 είχε φθάσει το 28% (βλ. Πίν. Δ2).[36] Θα μπορούσε, φυσικά, να αντιταχθεί εδώ ότι η αυξημένη εισαγωγή κεφαλαιουχικού εξοπλισμού αποτελεί μεταβατικό στάδιο της αναπτυξιακής διαδικασίας. Εν τούτοις, το γεγονός ότι οι εισαγωγές βιομηχανικών προϊόντων, ως ποσοστό της συνολικής προσφοράς, αυξάνουν συνέχεια στην εξεταζόμενη περίοδο είναι περισσότερο ένδειξη δομικής στρέβλωσης παρά πρόσκαιρης αλλαγής.[37] Το σημαντικότερο, όμως, αποτέλεσμα της αυξανόμενης εισαγωγής τεχνολογίας, μέσω των ξένων προϊόντων που την ενσωματώνουν, δεν είναι οι επιπτώσεις στο ισοζύγιο πληρωμών αλλά η δημιουργία του «συνδρόμου» εξάρτησης σε σχέση με τις καινούριες τεχνολογίες και ιδέες, που μόνο από το εξωτερικό μπορεί να προέρχονται για να είναι επιθυμητές (βλ. κεφ. Ε για τη διαδικασία αναπαραγωγής της εξαρτημένης τεχνολογίας).

Μια πιο άμεση ένδειξη των επιπτώσεων στο ισοζύγιο πληρωμών από τη χρήση της ξένης τεχνολογίας, στην οποία βασίζεται η εξαρτημένη εκβιομηχάνιση, αποτελούν οι φανερές πληρωμές για royalties, κ.λπ. (που συνιστούν πολύ σημαντική απορρόφηση ντόπιου πλεονάσματος και αντίστοιχη διαρροή συναλλάγματος) και οι έμμεσες πληρωμές που κάνουν, κυρίως, οι θυγατρικές των πολυεθνικών μονοπωλίων στις εξαρτημένες χώρες προς τα μητροπολιτικά κέντρα, μέσω των υπερκοστολογήσεων και υποκοστολογήσεων των εισαγωγών και εξαγωγών.

Έτσι, τα πολυεθνικά μονοπώλια, μέσω των συμβάσεων μεταφοράς ξένης τεχνολογίας και των πλεονεκτημάτων που απολαμβάνουν, μπορούν και υπερκοστολογούν τις εισαγόμενες πρώτες ύλες και τα ενδιάμεσα αγαθά από τις μητρικές εταιρίες, ενώ από την άλλη μεριά έχουν τη δυνατότητα να υποκοστολογούν τις εξαγωγές τους, με τη βοήθεια των διεθνών εμπορικών δικτύων που έχουν στη διάθεση τους. Δε θα πρέπει, άλλωστε, να ξεχνάμε ότι οι υπερ/υπο-κοστολογήσεις αυτές συνιστούν βασικές μεθόδους με τις οποίες οι πολυεθνικές εταιρίες μπορούν και εντοπίζουν τα κέρδη τους στο χώρο και χρόνο που αυτές διαλέγουν, αποφεύγοντας τις φορολογικές επιβαρύνσεις και τους περιορισμούς στην εξαγωγή κερδών της χώρας υποδοχής.

Στην Ελλάδα, σε ειδική μελέτη για το θέμα, υπολογίστηκε ότι οι υπερτιμολογήσεις των εισαγόμενων πρώτων υλών και ενδιάμεσων προϊόντων κυμαίνονται μεταξύ 5% και 230% σε δύο κλάδους στους οποίους αναφερόταν η εμπειρική έρευνα.[38] Ως συνέπεια των υπερτιμολογήσεων αυτών, εκτιμάται στην ίδια μελέτη, το σύνολο της απώλειας συναλλάγματος μόνο στον κλάδο βασικών μετάλλων είναι περίπου 42 εκ. δολ. Το ποσό αυτό αποτελεί 12% των συνολικών εισαγωγών του κλάδου στο εξεταζόμενο έτος (1974), ή το 2,5% της συνολικής αξίας των εξαγωγών μας στο ίδιο έτος.[39] Η συνέπεια αυτών των υπερτιμολογήσεων και υποτιμολογήσεων είναι ότι, κατά ανεπίσημες εκτιμήσεις, το έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών που οφείλεται σ' αυτές είναι της τάξης των 300-400 εκατ. δολ. το χρόνο, ποσό που αντιστοιχεί στο 1/3 με 1/4 των βιομηχανικών μας εξαγωγών στη δεκαετία του '70[40].

 

 

ΠΙΝΑΚΑΣ Δ2: Διάρθρωση των ελληνικών εισαγωγών 1954-1980 (σε ποσοστά)

Έτος         

Τρόφιμα

Πρώτες ύλες

Καύσιμα

Κεφαλαιουχικά

Βιομ. καταν.

1954

17

17

14

20

30

1955

20

15

14

20

28

1956

21

13

11

22

26

1957

19

25

12

20

24

1958

15

25

9

23

28

1959

16

25

11

19

29

1960

19

26

9

17

29

1961

17

26

9

20

28

1962

13

25

8

25

29

1963

18

24

8

20

30

1964

17

23

7

25

28

1965

19

23

7

25

26

1966

17

22

7

25

29

1967

15

21

8

26

30

1968

16

21

8

26

29

1969

16

22

7

28

27

1970

14

21

9

28

28

1971

13

20

9

29

29

1972

13

19

11

29

28

1973

20

18

11

28

23

1974

13

20

19

27

21

1975

11

18

18

30

22

1976

11

17

19

28

25

1977

11

17

17

28

27

1978

12

17

16

27

27

1979

11

16

22

24

26

1980

11

18

27

22

21

 

Πηγή: Στοιχεία υπολογισθέντα βάσει του Μηνιαίου Στατιστικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος, των ετήσιων εκθέσεων του διοικητή της Τρ. Ελλ. και των εκδόσεων της σειράς Η ελληνική οικονομία της Τράπεζας της Ελλάδος.

 

Όσον αφορά, τέλος, το χαρακτηριστικό της εξαρτημένης εκβιομηχάνισης που συνίσταται στο γεγονός ότι η μορφή αυτή ανάπτυξης δεν οδηγεί στη δημιουργία ολοκληρωμένης βιομηχανικής δομής, η ελληνική «εκβιομηχάνιση», όπως δείξαμε στο κεφάλαιο Γ, δεν έχει οδηγήσει στη δημιουργία τέτοιας δομής. Αυτό τουλάχιστον δείχνει τόσο το χαμηλό ποσοστό προστιθέμενης αξίας στη μεταποίησή μας όσο και το μικρό «βάρος» των τομέων-κλειδιά στην οικονομία μας.

Οι συνέπειες της έλλειψης ολοκληρωμένης βιομηχανικής δομής στο ισοζύγιο πληρωμών γίνονται φανερές τόσο από τη μεριά των εισαγωγών όσο και από τη μεριά των εξαγωγών. Σχετικά με τις πρώτες, η απόπειρα «υποκατάστασης των εισαγωγών» στην αρχή της μεταπολεμικής περιόδου είχε ασήμαντα αποτελέσματα.[41] Η διαδικασία της υποκατάστασης εισαγωγών στην Ελλάδα δεν οδήγησε στη δημιουργία των κλάδων παραγωγής ενδιάμεσων προϊόντων αλλά, αντίθετα, κατέληξε στην υποκατάσταση εισαγόμενων τελικών προϊόντων. Συγχρόνως, τα ενδιάμεσα αγαθά, που προηγουμένως αποτελούσαν τμήμα της αξίας των εισαγόμενων προϊόντων, αποτελούν τώρα απλώς μια νέα κατηγορία εισαγωγών.[42] Η ανάγκη αυτή για αυξανόμενες εισαγωγές, λόγω της έλλειψης υποκατάστασης ενδιάμεσων προϊόντων, γίνεται φανερή από την προ-αναφερθείσα αύξηση των συντελεστών εισαγωγής που αφορούν τις διακλαδικές συναλλαγές.[43]

Τέλος, από τη μεριά των περίφημων εξαγωγών βιομηχανικών προϊόντων, η έλλειψη ολοκληρωμένης βιομηχανικής δομής είχε φανερές συνέπειες στην ποιότητα των εξαγωγών αυτών. Έτσι, παρά το γεγονός ότι, όπως φαίνεται και από τον Πίνακα Δ3, οι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων αυξήθηκαν αλματωδώς στη μεταπολεμική περίοδο (από 3% των συνολικών εξαγωγών, κατά μέσο όρο, στη δεκαετία του ‘50 σε 12% στη δεκαετία του ‘60 και 45% στη δεκαετία του ‘70), εν τούτοις μια πιο λεπτομερής ανάλυση των βιομηχανικών εξαγωγών οδηγεί σε μερικά σημαντικά συμπεράσματα, τόσο σχετικά με τη συγκέντρωση των εξαγωγών σε μερικά προϊόντα στα οποία αναφερθήκαμε ήδη (βλ. Πίνακα Δ4 για τη συγκέντρωση στα βασικά μέταλλα και κυρίως αλουμίνιο στην περίοδο 1966-74) όσο και σχετικά με τη φύση των εξαγωγών. Το 1960, για παράδειγμα, οι εξαγωγές προϊόντων σχετικά υψηλής τεχνολογίας (μηχανήματα/ μεταφορικά) ήταν 1% των εξαγωγών μας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στις χώρες της ΕΟΚ (εκτός Ιρλανδίας) ήταν 27,4%. Το 1978 το ποσοστό για την Ελλάδα είχε φθάσει αισίως στο 3%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΟΚ ήταν 31,4%[44]! Ακόμα, σύμφωνα με έκθεση του ΟΟΣΑ,[45] οι ελληνικές εξαγωγές, παρά την αύξησή τους σε όγκο, εξακολουθούν να κυριαρχούνται από ημι-κατεργασμένα και ελαφρά βιομηχανικά προϊόντα: τα 3/4 σχεδόν των βιομηχανικών εξαγωγών μας αποτελούνται από προϊόντα που ανήκουν στις κατηγορίες αυτές.[46] Τέλος, θα πρέπει ακόμα να σημειωθεί ότι η εικόνα που παρουσιάζει η σύνθεση των βιομηχανικών εξαγωγών μας δε συγκρίνεται ούτε με των άλλων περιφερειακών χωρών της Ν. Ευρώπης. Σύμφωνα με το World Development Report 1982, τα προϊόντα του πρωτογενούς τομέα μαζί με τα ελαφρά καταναλωτικά (υφαντικά, είδη ένδυσης) αποτελούσαν το 1979 το 71% των ελληνικών εξαγωγών, έναντι 55% των εξαγωγών της Πορτογαλίας και 32% της Ισπανίας.

 ΠΙΝΑΚΑΣ Δ3: Διάρθρωση των ελληνικών εξαγωγών 1954-80 (σε ποσοστά)

Έτος

Τρόφιμα, ποτά, καπνός

Πρώτες ύλες ημικατ. προϊόντα, ορυκτά

Βιομηχανικά και βιοτεχνικά προϊόντα

Λοιπά είδη

1954

66,5

19,6

2,1

11,5

1955

60,3

24,7

1,6

13,2

1956

52,5

32,6

2,9

11,9

1957

67,5

21,4

3,2

7,8

1958

70,3

22,1

2,0

5,4

1959

63,4

28,5

3,0

4,9

1960

62,2

28,8

3,7

5,5

1961

60,2

30,0

3,5

5,7

1962

56,7

32,3

4,7

6,1

1963

67,3

24,9

3,4

4,2

1964

63,9

26,2

5,6

4,1

1965

64,9

19,8

10,2

5,1

1966

62,8

20,4

14,0

2,8

1967

60,3

18,3

18,5

2,9

1968

54,8

19,5

25,3

0,4

1969

46,2

19,6

33,4

0,8

1970

45,2

16,9

37,0

0,9

1971

45,2

19,6

34,5

0,7

1972

40,8

18,2

37,9

2,9

1973

36,9

20,8

38,8

3,5

1974

31,6

19,6

46,4

2,4

1975

33,4

16,7

48,4

1,5

1976

31,6

15,0

52,0

1,4

1977

32,5

14,3

51,7

1,5

1978

30,4

17,3

51,4

0,9

1979

27,8

21,4

49,8

1,0

1980

27,4

21,4

49,8

1,7

Πηγή: Βλ. Πίνακα Δ2.

ΠΙΝΑΚΑΣ Δ4: Διάρθρωση βιομηχανικών εξαγωνών 1962-1980

Έτος

Κλωστο-υφαντουρ.

Χημικά, τσιμέντα,

πετρελαιοειδή

Βασικά

μέταλλα

(Αλουμίνιο)

Λοιπά

1962

35,1

2,6

-

-

62,3

1963

26,5

4,8

-

-

68,7

1964

27,5

3,5

-

-

69,0

1965

21,8

6,4

-

-

71,8

1966

26,7

13,4

13,0

(13,0)

46,9

1967

18,0

18,8

30,2

(29,2)

33,0

1968

16,4

28,4

31,2

(25,4)

24,0

1969

14,5

18,3

43,5

(20,2)

23,7

1970

15,2

15,2

47,4

(19,0)

22,2

1971

20,6

21,3

26,4

(20,1)

31,7

1972

25,3

20,6

25,7

(15,6)

28,4

1973

28,6

20,4

19,8

(11,2)

31,2

1974

20,7

27,0

19,9

(8,3)

32,4

1975

22,5

29,4

15,3

(6,1)

32,8

1976

29,9

23,0

12,9

(5,1)

34,2

1977

31,4

25,9

12,8

(6,8)

29,9

1978

30,3

29,6

12,2

(6,9)

27,9

1979

27,9

33,0

11,2

(7,0)

27,9

1980

31,4

27,3

11,3

(6,1)

30,0

 

Πηγή: στοιχεία υπολογισθέντα βάσει του Μην. Στατ. Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος.

 

4. Παραγωγική δομή και ισοζύγιο

Ο ανισομερής και αποσπασματικός χαρακτήρας που παίρνει η εξαρτημένη αναπτυξιακή διαδικασία έχει βέβαια συνέπειες όχι μόνο σε αναφορά με τη μεταποιητική δομή, που εξετάσαμε παραπάνω, αλλά και γενικότερα σε σχέση με τον τύπο της παραγωγικής δομής όλης της οικονομίας. Οι συνέπειες αυτές αντανακλώνται ανάλογα στο ισοζύγιο πληρωμών, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Πιο συγκεκριμένα, σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου ο τύπος της παραγωγικής δομής δεν αναπτύχθηκε ιστορικά μέσα από μια αυτόχθονη και εσωστρεφή διαδικασία αλλά, αντίθετα, αναπτύχθηκε μέσα στα πλαίσια των όρων που επέβαλε σ’ αυτές ο διεθνής καταμερισμός εργασίας,[47] η ανισομέρεια στη δυναμική ανάπτυξης των διαφόρων τομέων της οικονομίας αποτελεί ακριβώς τη διαφορά είδους που διακρίνει την αναπτυξιακή διαδικασία τους από εκείνη των μητροπολιτικών χωρών. Από την άποψη, όμως, των μορφών που παίρνει η αναπτυξιακή διαδικασία στους εκάστοτε (ανάλογα με τις ανάγκες του διεθνούς καταμερισμού εργασίας) «σύγχρονους» τομείς σε σχέση με τους υπόλοιπους, οι διαφορές που δημιουργούνται δεν είναι τόσο διαφορές είδους όσο διαφορές βαθμού: διαφορές, δηλαδή, στο ρυθμό ανάπτυξης, στο βαθμό παραγωγικότητας, στο βαθμό εφαρμογής σύγχρονων τεχνολογικών μεθόδων, κ.λπ.[48]

Η παραγωγική δομή εξαρτημένων χωρών όπως η Ελλάδα δεν αποτελείται από «θύλακες», που ουσιαστικά δεν είναι οργανικά δεμένοι με την υπόλοιπη οικονομία και βρίσκονται κατά συνέπεια σε αδυναμία να μεταδώσουν το δυναμισμό τους, την τεχνολογική τους ανωτερότητα, κ.λπ. στους υπόλοιπους κλάδους. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για συνύπαρξη διαφορετικών τρόπων παραγωγής[49] (καπιταλιστικού και προ-καπιταλιστικών, όπως ορίστηκαν ιστορικά), αλλά για καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, που παίρνει όμως, στις συνθήκες εξαρτημένης ανάπτυξης, διαφορετική μορφή από τον κλασικό τρόπο παραγωγής που αναπτύχθηκε σε συνθήκες εσωστρεφούς ανάπτυξης[50].

Η ανισομέρεια αυτή στη δυναμική ανάπτυξης των διαφόρων τομέων της οικονομίας, σε συνδυασμό με την καταναλωτική δομή που δημιουργείται στις εξαρτημένες χώρες, δημιουργεί σημαντικό άνοιγμα μεταξύ παραγωγικού δυναμικού αφενός και κατανάλωσης αφετέρου, που εκφράζεται μέσα στη δυναμική των μεταβολών των διαφόρων κατηγοριών του ισοζυγίου πληρωμών.

Στον πρωτογενή τομέα, παρά τη σημαντική μεταπολεμική γενική βελτίωση της παραγωγικότητας, η παραγωγικότητα εργασίας αλλά και αυτή του κεφαλαίου και του εδάφους εξακολουθεί να είναι χαμηλή, τόσο σε σχέση με την παραγωγικότητα των άλλων τομέων της οικονομίας όσο και, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, σε σχέση με την παραγωγικότητα της γεωργίας στις μητροπολιτικές χώρες (βλ. κεφ. Γ). Η συνέπεια της χαμηλής αυτής παραγωγικότητας είναι ότι η πολύ περισσότερο αγροτική, σε σχέση με τις μητροπόλεις, Ελλάδα (που ακόμα απασχολεί, με βάση την τελευταία γενική απογραφή, περίπου 31% του ενεργού πληθυσμού στη γεωργία, έναντι μέσου ποσοστού 6% σ' αυτές) έχει μικρότερο βαθμό αυτάρκειας από το κέντρο σε σημαντικά αγροτικά προϊόντα.[51] Δεν είναι, επομένως, απορίας άξιον ότι οι εισαγωγές τροφίμων σημειώνουν την τελευταία δεκαετία (1974-83) αύξηση περίπου 52% σε όγκο, ενώ σε αξία σχεδόν πενταπλασιάστηκαν.[52] Ούτε, βέβαια, είναι τυχαία η δραματική επιδείνωση στο αγροτικό ισοζύγιο της Ελλάδας με την ΕΟΚ από τον πρώτο κιόλας χρόνο της ένταξης[53].

Στο δευτερογενή τομέα παρατηρείται, επίσης, πολλαπλή ανισομέρεια ως προς τη δυναμική της ανάπτυξής του, όπως είδαμε στο κεφ. Γ. Ανισομέρεια ως προς την υπερτροφική ανάπτυξη μερικών κλάδων, για τα προϊόντα των οποίων «ενδιαφερόταν» το ξένο κεφάλαιο/ξένη αγορά και στασιμότητα των υπόλοιπων. Και ανισομέρεια ως προς την ανάπτυξη του δευτερογενούς σε σχέση με τους άλλους τομείς της οικονομίας. Η συνέπεια της μεγαλύτερης επέκτασης των μη μεταποιητικών τομέων της οικονομίας, σε συνδυασμό με το χαμηλό βαθμό προστιθέμενης αξίας των μεταποιητικών, ήταν να μεγαλώσει ακόμα περισσότερο το άνοιγμα μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης. Και αυτό όχι μόνο σε σχέση με τις αυξανόμενες εισαγωγές μηχανημάτων, ενδιάμεσων αγαθών, κ.λπ. που είδαμε παραπάνω, αλλά και σε σχέση με τις εισαγωγές βασικών βιομηχανικών καταναλωτικών αγαθών: οι εισαγωγές βιομηχανικών ειδών (εκτός μηχανημάτων) είχαν σχεδόν διπλασιαστεί σε όγκο και τριπλασιαστεί σε αξία το 1980, σε σχέση με το 1970.[54]

Τέλος, η επέκταση του τριτογενούς τομέα στην Ελλάδα, που είναι αποτέλεσμα της εξαρτημένης εκβιομηχάνισης και όχι μιας διαδικασίας απο-βιομηχάνισης, όπως στις μητροπολιτικές χώρες, είχε σημαντικές επιπτώσεις στο ισοζύγιο πληρωμών. Έτσι, το γεγονός ότι ο τομέας των υπηρεσιών είναι ο μόνος πλεονασματικός στο ισοζύγιο, όπως ήδη σημειώσαμε, δε σημαίνει ότι η παρασιτική επέκταση του τριτογενούς τομέα μας είχε θετικές συνέπειες στο ισοζύγιο πληρωμών. Αντίθετα, δεδομένου ότι μόνο ένα τμήμα της επέκτασης του τριτογενούς τομέα αφορούσε την παραγωγή υπηρεσιών προς εξαγωγή (κυρίως τουριστικές) και με δεδομένη την υπο-απασχόληση/χαμηλή παραγωγικότητα που χαρακτηρίζει τον τουριστικό και γενικότερα τον τριτογενή τομέα, οι επιδράσεις στο ισοζύγιο πληρωμών θα πρέπει να υποθέσουμε ότι είναι αναμφίβολα αρνητικές.

Η υπόθεση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι η επέκταση του τριτογενούς τομέα μειώνει δυνητικά τις εμπορευματικές εξαγωγές (και επομένως τις συνολικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, στο βαθμό που η επέκταση του δεν οδηγεί σε μεγαλύτερες εξαγωγές υπηρεσιών), ενώ συγχρόνως καταλήγει σε αύξηση των εισοδημάτων και, αντίστοιχα, σε τέτοια ποσότητα και διάρθρωση ζήτησης την οποία αδυνατεί να καλύψει η εγχώρια παραγωγή. Ανάλογο ρόλο παίζουν, βέβαια, (αύξηση των εισοδημάτων και της ζήτησης χωρίς αντίστοιχη αύξηση της παραγωγής) τα μεταναστευτικά εμβάσματα. Δεδομένου δε ότι τόσο η εισροή τουριστικού συναλλάγματος όσο και του μεταναστευτικού έχει συγκυριακό χαρακτήρα, ενώ η διάρθρωση της παραγωγικής μας δομής έχει βέβαια μόνιμο χαρακτήρα, το ισοζύγιο πληρωμών της χώρας μας (καθώς και η όλη αναπτυξιακή διαδικασία) είναι πολύ πιο ευαίσθητο σε σχέση με την οικονομική συγκυρία από ό,τι το ισοζύγιο πληρωμών χωρών που χαρακτηρίζονται από ολοκληρωμένη παραγωγική δομή.

5. Καταναλωτική δομή και ισοζύγιο

Η παρασιτική επέκταση του τριτογενούς τομέα που ανέφερα, σε συνδυασμό με τη χαμηλή παραγωγικότητα στη γεωργία, το χαμηλό ποσοστό προστιθέμενης αξίας και την έλλειψη ολοκληρωμένης δομής στη βιομηχανία, διευρύνουν το άνοιγμα παραγωγής και κατανάλωσης και, επομένως, το άνοιγμα στο ισοζύγιο πληρωμών. Σ’ αυτούς τους παράγοντες θα πρέπει να προσθέσουμε τον πολύ σημαντικότερο βαθμό ανισότητας στην κατανομή εισοδήματος που χαρακτηρίζει χώρες όπως η Ελλάδα σε σχέση με τις μητροπολιτικές, άμεση συνέπεια του πολύ μεγαλύτερου βαθμού ανισομερής ανάπτυξης που χαρακτηρίζει τις πρώτες σε σχέση με τις δεύτερες (βλ. κεφ. Γ).

Ο μεγαλύτερος αυτός βαθμός ανισότητας στην κατανομή εισοδήματος έχει συνέπειες στην καταναλωτική δομή: δηλαδή, όσο πιο μεγάλος είναι ο βαθμός ανισότητας, τόσο σημαντικότερη είναι και η αναλογία της κατανάλωσης αγαθών έντασης κεφαλαίου. Ακόμα, ο ανισόμερος χαρακτήρας της εξαρτημένης ανάπτυξης οδηγεί στη δημιουργία ανομοιογενούς προτύπου ζήτησης (μικρές αγορές για κάθε προϊόν χωριστά), που δεν αφήνει σημαντικά περιθώρια κέρδους στην εγχώρια παραγωγή αγαθών του τύπου αυτού, με αντίστοιχες συνέπειες στο ισοζύγιο πληρωμών. Τέλος, οι πολιτιστικές μορφές της εξάρτησης ενισχύουν την τάση για κατανάλωση αγαθών έντασης κεφαλαίου.

Τα αγαθά αυτά εισάγονται συνήθως από το εξωτερικό, ως συνέπεια του γεγονότος ότι το πρότυπο της καταναλωτικής κοινωνίας μεταφέρεται στις εξαρτημένες χώρες, χωρίς οι χώρες αυτές να έχουν αποκτήσει την παραγωγική δυνατότητα που απαιτείται για την αυτόχθονη κάλυψη των αναγκών που το πρότυπο αυτό επιβάλλει. Εναλλακτικά, το πολυεθνικό κεφάλαιο μπορεί να ανα­λάβει την εγχώρια συναρμολόγηση των αγαθών αυτών, αποβλέποντας στην ικανοποίηση της εγχώριας αγοράς. Και στις δύο, όμως, περιπτώσεις οι αρνητικές επιπτώσεις στο ισοζύγιο πληρωμών είναι σημαντικές.

Στην Ελλάδα, όπως δείχνει ο Πίνακας Δ5, το άνοιγμα μεταξύ παραγωγής (μετρούμενο, όπως συνήθως, από το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν) και εθνικής δαπάνης της οικονομίας όχι μόνο είναι πολύ σημαντικό σε μέγεθος αλλά και δε δείχνει καμιά τάση μείωσης σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο. Το άνοιγμα αυτό αποτελούσε, κατά μέσο όρο, το 15,51% του ΑΕΠ στη δεκαετία του ‘50, το 21,68% στη δεκαετία του ‘60 και το 21,86% στη δεκαετία του ‘70. Το άνοιγμα αυτό, που σημαίνει ότι δαπανούμε περισσότερα από ό,τι μας επιτρέπουν οι παραγωγικοί μας πόροι, διευρυνόταν, τόσο ως συνέπεια των παραγόντων που αναφέραμε όσο και λόγω της δυνατότητας σχετικής κάλυψης του, που δημιούργησε η μαζική εισροή του μεταναστευτικού, κυρίως, συναλλάγματος στην εξεταζόμενη περίοδο[55].

 

ΠΙΝΑΚΑΣ Δ5: Ανοιγμα μεταξύ παραγωγικού δυναμικού και δαπάνης της οικονομίας 1950-79 (σε σταθερές τιμές 1970)

Έτος

Άνοιγμα1 ως ποσοστό ΑΕΠ

Έτος

Άνοιγμα ως ποσοστό ΑΕΠ

Έτος

Άνοιγμα ως ποσοστό ΑΕΠ

1950

21,80

1960

17,35

1970

5,55

1951

18,42

1961

17,17

1971

24,16

1952

15,71

1962

18,82

1972

23,61

1953

11,72

1963

19,98

1973

25,63

1954

13,01

1964

22,45

1974

19,44

1955

13,43

1965

24,34

1975

20,00

1956

15,16

1966

21,56

1976

18,96

1957

14,88

1967

22,87

1977

20,95

1958

16,43

1968

25,52

1978

19,91

1959

14,55

1969

26,78

1979

20,36

Πηγή: Στοιχεία υπολογισθέντα βάσει των Εθν. Λογ/σμών 1958-75 και 1970, 1974-81.

1. Το άνοιγμα παριστά τη διαφορά μεταξύ της ακαθάριστης δαπάνης της οικονομίας και του ΑΕΠ. (Η ακαθάριστη δαπάνη της οικονομίας διαφέρει από το ΑΕΠ κατά το ποσό των μεταβιβάσων κεφαλαίου και των τρε-χουσών μεταβιβάσεων από την αλλοδαπή).

 

Έτσι, τόσο τα μεταναστευτικά εμβάσματα όσο και τα ίδια τα κεφάλαια που φέρνουν μαζί τους οι επαναπατριζόμενοι μετανάστες συμβάλλουν στη διεύρυνση του ανοίγματος μεταξύ παραγωγικού δυναμικού και κατανάλωσης και, αντίστοιχα, στην επιδείνωση του ισοζυγίου. Έχει διαπιστωθεί από σχετικές μελέτες[56] ότι τα εμβάσματα και κεφάλαια αυτά συνήθως ξοδεύονται στην αγορά σπιτιών και αγαθών/υπηρεσιών που δεν οδηγούν σε αύξηση της ντόπιας παραγωγικότητας. Έτσι, το τελικό αποτέλεσμα είναι μια «δυαδική διαδικασία επιφανειακού εκσυγχρονισμού και διαιωνιζόμενης υπανάπτυξης».[57] Ακόμα, δεδομένης της χαμηλής απορροφητικότητας εργασίας του μεταποιητικού τομέα (σύμπτωμα εξαρτημένης εκβιομηχάνισης), η μεγάλη μάζα των επαναπατριζόμενων συνήθως προστίθεται στον ήδη εξογκωμένο παρασιτικό τριγογενή τομέα.[58]

Ενδεικτική της καταναλωτικής δομής που διαμορφώθηκε στην Ελλάδα, ως αποτέλεσμα της διαδικασίας εξαρτημένης εκβιομηχάνισης, είναι η μεταπολεμική εξέλιξη των εισαγωγών βιομηχανικών καταναλωτικών αγαθών. Όπως προκύπτει από τον Πίνακα Δ2, οι εισαγωγές του τύπου αυτού ουσιαστικά παρέμειναν αμετάβλητες σε όλη την υπό εξέταση περίοδο, παρά την, ή καλύτερα εξαιτίας της εκβιομηχάνισης που πραγματοποιήθηκε εν τω μεταξύ. Το ποσοστό βιομηχανικών καταναλωτικών αγαθών στο σύνολο εισαγωγών ήταν περίπου 28% κατά μέσο όρο στις δεκαετίες του ‘50 και του ‘60. Στη δεκαετία του ‘70 το ποσοστό αυτό πέφτει στο 25% των συνολικών εισαγωγών. Εν τούτοις, η πτώση αυτή οφείλεται αποκλειστικά στην αντίστοιχη αύξηση των εισαγωγών καυσίμων, ως αποτέλεσμα της ραγδαίας αύξησης της τιμής του πετρελαίου κατά τη διάρκεια της δεκαετίας αυτής. Έτσι, το ποσοστό των εισαγωγών καυσίμων στο σύνολο των εισαγωγών υπερδιπλασιάστηκε στη δεκαετία του ‘70 σε σχέση με τη δεκαετία του ‘60 (από 8% περίπου την πρώτη δεκαετία σε 17% την τελευταία).

Ακόμα, χαρακτηριστικό των καταναλωτικών αυτών τάσεων είναι το παράδειγμα των ιδιωτικών αυτοκινήτων. Το ποσοστό συμμετοχής της δαπάνης για διαρκή αγαθά στο σύνολο της εγχώριας ιδιωτικής κατανάλωσης αυξήθηκε από 3,2% το 1960 σε 5,8% το 1975. Ο δυναμικότερος τομέας στη ζήτηση διαρκών καταναλωτικών αγαθών ήταν τα ιδιωτικά αυτοκίνητα, τα οποία την τελευταία δεκαπενταετία είχαν ετήσιο ρυθμό αύξησης 28%, έτσι που το ποσοστό δαπάνης για αυτοκίνητα, στο σύνολο της κατηγορίας διαρκών αγαθών, ανέβηκε από 2,5% το 1960 σε 21,6% το 1975.[59] Αντίστοιχες ήταν οι συνέπειες στο εμπορικό ισοζύγιο: οι εισαγωγές αυτοκινήτων αντιπροσώπευαν περίπου 2% των συνολικών εισαγωγών στη δεκαετία του ‘60. Το ποσοστό είχε διπλασιαστεί στο τέλος της δεκαετίας του ‘70.[60]

Δεν είναι, όμως, μόνο οι εισαγωγές βιομηχανικών καταναλωτικών αγαθών που αυξήθηκαν σημαντικά στην εξεταζόμενη περίοδο ως συνέπεια της καταναλωτικής δομής που διαμορφώθηκε. Με δεδομένη την αποτυχία της διαδικασίας υποκατάστασης εισαγωγών, που εξετάσαμε παραπάνω, να αυξήσει το βαθμό καθετοποίησης της οικονομίας μας, οποιαδήποτε ντόπια παραγωγή των βιομηχανικών καταναλωτικών αγαθών για τα οποία είχαν δημιουργηθεί αντίστοιχες καταναλωτικές ανάγκες σήμαινε επέκταση των εισαγωγών ενδιάμεσων αγαθών, κεφαλαιουχικού εξοπλισμού, κ.λπ. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε σημαντικούς μεταποιητικούς κλάδους (ηλεκτρικές συσκευές, μηχανήματα, μεταφορικά, πετρέλαιο, δέρματα, είδη ένδυσης, χαρτί, εκτυπώσεις-εκδόσεις, ποτά, καπνός) το ποσοστό της συνολικής ζήτησης που ικανοποιείται από εισαγωγές αυξήθηκε στη δεκαετία 1964-74, πράγμα που σημαίνει, βέβαια, ταχύτερη αύξηση της κατανάλωσης από την εγχώρια παραγωγή.[61]


 


* Τμήμα του κεφαλαίου αυτού πρωτοδημοσιεύτηκε στην Επιθεώρηση Κοινωνικών Επιστημών, με τον τίτλο «Εξαρτημένη ανάπτυξη και Ισοζύγιο Πληρωμών», τόμος Α, τεύχος 1 (Ιούλιος-Αύγουστος 1979), σελ. 55-61.

[1] Βλ. Η ελληνική οικονομία κατά τα έτη 1955/56 (Τράπεζα της Ελλάδος, 1957).

[2] Όλα τα στοιχεία για τις διεθνείς συγκρίσεις υπολογίστηκαν από το World Development Report 1981 (World Bank, 1981).

[3] Στο ίδιο. Τα στοιχεία αυτά αναφέρονται στο έτος 1979.

[4] Βλ. για την περίοδο 1960-76, Μ. Νεγρεπόντη-Δελιβάνη, Ανάλυση της ελληνικής οικονομίας (Παπαζήσης, 1979), σελ. 375.

[5] Το έτος 1953 και το έτος 1980, αντίστοιχα. Βλ. Η ελληνική οικονομία κατά τα έτη 1955-56 και Μηνιαίο Στατιστικό Δελτίο Τράπεζας της Ελλάδος (Δεκέμβριος 1983). Βλ. και Πίνακα Δ3.

[6] Για παράδειγμα, στη διάρκεια της έκρηξης των βιομηχανικών μας εξαγωγών, δηλαδή στην περίοδο 1966-76, όταν το μέσο ποσοστό βιομηχανικών εξαγωγών αποτελούσε περίπου το 37% του συνόλου των εξαγωγών, πάνω από το 1/4 αυτών των βιομηχανικών εξαγωγών αναφερόταν σε έναν τομέα της μεταποίησης (βασικά μέταλλα). Ακόμα, ένα μόνο προϊόν (αλουμίνιο), για το οποίο το ξένο κεφάλαιο έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω των σημαντικών αποθεμάτων βωξίτη στη χώρα μας, αντιπροσώπευε το 16% των συνολικών βιομηχανικών εξαγωγών στην περίοδο αυτή (Πίν. Δ4). Τέλος, άλλη ένδειξη της συγκέντρωσης των εξαγωγών μας είναι το γεγονός ότι, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη, οι 15 μεγαλύτερες εξαγωγικές επιχειρήσεις εξάγουν περίπου το 50% των συνολικών εξαγωγών και από τις εξαγωγές αυτές το 73% αποτελείται από βασικά μέταλλα, πετρελαιοειδή και μη μεταλλικά προϊόντα. Βλ. Β. Παπανδρέου, Πολυεθνικές επιχειρήσεις και αναπτυσσόμενες χώρες, η περίπτωση της Ελλάδας (Gutenberg, 1981), σελ. 252.

[7] Οι βιομηχανικές εξαγωγές της Ν. Κορέας ήταν το 1978 89% των συνολικών εξαγωγών, της Πορτογαλίας 73%, του Χονγκ-Κονγκ 97%, των ΗΠΑ 69%, του Λιβάνου 64%, της Ολλανδίας και της Δανίας 55% και της Νορβη­γίας 53% (World Development Report).

[8] Βλ. πηγές σημ. 5.

[9] Για παράδειγμα, η σχετική κάμψη του τουρισμού το 1974-75 (λόγω των πολιτικών γεγονότων) είχε συνέπεια να μειωθεί η συμμετοχή του τουριστικού συναλλάγματος στη χρηματοδότηση των εμπορευματικών εισαγωγών από 17,8% το 1972 σε 9,9% το 1974. Κάτι ανάλογο συνέβη το 1983, όταν η συμμετοχή του τουριστικού συναλλάγματος στη χρηματοδότηση των εμπορευματικών εισαγωγών έπεσε από 16,5% το 1981 σε 12% το 1983 ή, σε απόλυτους αριθμούς, από 1.880 εκ. δολ. σε 1.175. Βλ. Έκθεση του Διοικητή για το έτος 1983 (Τράπεζα της Ελλάδος, 1984).

[10] Το ισοζύγιο αγαθών, υπηρεσιών και εισοδημάτων περιλαμβάνει το εμπορικό ισοζύγιο (εξαγωγές μείον εισαγωγές εμπορευμάτων), το ισοζύγιο υπηρεσιών (εξαγωγές μείον εισαγωγές υπηρεσιών) και το καθαρό εισόδημα εκ της αλλοδαπής (δηλαδή εισοδήματα που εξάγονται στην αλλοδαπή μείον αντίστοιχα εισαγόμενα εισοδήματα).

[11] Εθνικοί Λογαριασμοί 1958-75 και 1970, 1974-81.

[12] Στοιχεία υπολογισθέντα βάσει των Εθνικών Λογαριασμών 1948-70, 1958-75 και 1970, 1974-81 καθώς και του Μηνιαίου Στατιστικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος (διάφορα χρόνια).

[13] Στοιχεία υπολογισθέντα βάσει των Εθν. Λογ/σμών.

[14] Για τις δεκαετίες του ‘60 και ‘70 χρησιμοποίησα το Μηνιαίο Στατιστικό Δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος και τις Εκθέσεις Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (διάφορα έτη), ενώ για τη δεκαετία του ‘80 χρησιμοποίησα την Έκθεση Διοικητή για το έτος 1983.

[15] Στοιχεία υπολογισθέντα βάσει των Εθν. Λογ/σμών 1948-70, 1958-75 και 1970, 1974-81.

[16] Από 1,4% του ΑΕΠ την πρώτη δεκαετία σε 3,1% την τρίτη. Σημειωτέον ότι τα στοιχεία για τον εξωτερικό δανεισμό αναφέρονται μόνο στον «καθαρό δανεισμό εκ της αλλοδαπής» των Εθν. Λογ/σμών και όχι στο συνολικό εξωτερικό χρέος (ιδιωτικό - δημόσιο) που είναι, φυσικά, πολύ μεγαλύτερο. Τέλος, η ανάγκη για την επέκταση του εξωτερικού δανεισμού, σε σχέση με το ΑΕΠ, γίνεται φανερή αν εξετάσουμε εναλλακτικά το λόγο του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (εμπορικό ισοζύγιο + ισοζύγιο άδηλων πόρων) προς το ΑΕΠ. Η σχέση αυτή συνεχώς χειροτερεύει στη μεταπολεμική περίοδο: 2,76% κατά μέσο όρο στην περίοδο 1960-65, 4,14% στην περίοδο 1966-71 και 5,59% στην περίοδο 1972-76. (Βλ. Μ. Νεγρεπόντη-Δελιβάνη, ό.π., σελ. 391). Κατά τη συγγραφέα, ο λόγος της χειροτέρευσης αυτής είναι η σταδιακή μείωση της πο­σοστιαίας συμμετοχής των άδηλων πόρων στην κάλυψη του ελλείμματος εμπο­ρικού ισοζυγίου (από 74% στην αρχή της δεκαετίας του ‘60 σε 65% στη δεκαετία του ‘70), που με τη σειρά της οφείλεται α) στην ταχύτερη αύξηση των άδηλων πληρωμών από τους άδηλους πόρους, β) στην ταχύτερη αύξηση του ελλείμματος εμπορικού Ισοζυγίου από το ισοζύγιο άδηλων πόρων (το πρώτο αυξήθηκε 13,5 φορές και το δεύτερο 12,6 φορές στην περίοδο 1960-77. (Στο ίδιο, σελ. 397-400). Οι λόγοι αυτοί δεν είναι δύσκολο να βρουν εξήγηση στα πλαίσια της προβληματικής της εξαρτημένης ανάπτυξης. Έτσι, η ταχεία αύξηση των άδηλων πληρωμών είναι η αναπόφευκτη συνέπεια της καταναλωτικής δομής που δημιουργεί η εξαρτημένη ανάπτυξη (μεγάλη ανισότητα στην κατανομή εισοδήματος / μίμηση προχωρημένων καταναλωτικών προτύπων, κ.λπ.), ενώ η γρήγορη αύξηση του ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο είναι αποτέλεσμα της παραγωγικής δομής που διαμορφώνεται μέσα στη διαδικασία αυτή.

[17] Από 1% το 1970 σε 1,9% το 1979. Βλ. World Development Report, 1981.

[18] Στοιχεία υπολογισθέντα βάσει του Μην. Στατ. Δελτ. Τρ. Ελλάδος (διάφορα χρόνια). Έτσι, και ο μοναδικός απομένων τρόπος (πέρα από το δανεισμό) για την κάλυψη του ελλείμματος στο ισοζύγιο πληρωμών, η αυτόνομη, δηλαδή, εισροή κεφαλαίου, αντισταθμίζεται, σε σημαντικό και αυξανόμενο βαθμό, από την εκροή επαναπατριζόμενων κεφαλαίων, τόκων, κερδών, κ.λπ.

[19] Βλ. κεφ. Γ, σημ. 84.

[20] Για παράδειγμα, οι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων έπεσαν απόλυτα σε αξία μεταξύ 1970 και 1971, δημιουργώντας στασιμότητα στο σύνολο εξαγωγών (και αντίστοιχη χειροτέρευση στο εμπορικό ισοζύγιο) εξαιτίας της κατακόρυφης πτώσης της εξωτερικής ζήτησης ενός και μόνο προϊόντος, του νικελίου, που παράγεται μονοπωλιακά και αποκλειστικά για εξαγωγή.

[21] Αντίθετα, στο βαθμό που μια γεωγραφική αναδιάρθρωση του εμπορίου μας, παρόμοια με αυτήν που ―σε μικρή σχετικά έκταση― έγινε στη δεκαετία του ‘70 (βλ. κεφ. Γ), θα επέτρεπε την ανάπτυξη του ενδο-περιφερειακού εμπορίου, τα αποτελέσματα θα ήταν θετικά, τόσο σε σχέση με το βαθμό εξάρτησης όσο και σε σχέση με την κατάσταση του ισοζυγίου πληρωμών. Το γεγονός, άλλωστε, ότι τόσο ο λόγος εξαγωγών/εισαγωγών όσο και ο λόγος του ελλείμματος του ισοζυγίου αγαθών/υπηρεσιών/εισοδημάτων προς το ΑΕΠ παρουσιάζουν μικρή βελτίωση την τελευταία δεκαετία δεν είναι, βέβαια, άσχετο με τη γεωγραφική αναδιάρθρωση του εμπορίου.

[22] Βλ. Γ. Παπαντωνίου, «Εξωτερικό εμπόριο και βιομηχανική ανάπτυξη», Οικονομία και Κοινωνία, αρ. 11 (Απρίλιος 1980), σελ. 39-53.

[23]Α. Πανεθυμιτάκη, «Το πρόβλημα του ισοζυγίου πληρωμών θα αντιμε­τωπιστεί με βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της συνολικής οικονομίας», Οικονομικός Ταχυδρόμος (3 Ιουλίου 1975).

[24] Εθνικοί Λογαριασμοί 1958-75.

[25] World Development Report 1981, World Bank, Πίνακας 10.

[26] Του 1976. Αναφέρεται στη μελέτη της Β. Παπανδρέου, ό.π., σελ. 261.

[27] Β. Παπανδρέου, σελ. 260.

[28] Λόγω του ότι το σύνολο του μηχανικού εξοπλισμού, τόσο για τις ντόπιες όσο και για τις ξένες επιχειρήσεις, εισάγεται, το γεγονός ότι οι ξένες επιχειρήσεις ξοδεύουν περισσότερα για πρώτες ύλες, κ.λπ. ως ποσοστό του συνολικού κόστους παραγωγής σε σχέση με τις ντόπιες σημαίνει μεγαλύτερη συμμετοχή των εισαγόμενων προϊόντων στο συνολικό κόστος παραγωγής των πρώτων σε σχέση με τις δεύτερες. (Στο ίδιο, σελ. 262-3).

[29] Ο Γ. Ιωαννίδης καταλήγει στό συμπέρασμα ότι η περιεκτικότητα σε εισαγωγές ―και επομένως οι συντελεστές εισαγωγών― παραμένει υψηλή, με συνέπεια οι ξένες επενδύσεις να μη βοηθούν σημαντικά την υποκατάσταση εισαγωγών. Ακόμα, ο Τ. Γκανιάτσος συμπεραίνει ότι η συμβολή των ξένων επενδύσεων στο ελληνικό ισοζύγιο πληρωμών είναι μικρή, αν όχι αρνητική, λόγω του ότι χρησιμοποιούν σε μικρή κλίμακα εγχώρια ενδιάμεσα προϊόντα στην παραγωγική διαδικασία τους. (Βλ. Π.Β. Ρουμελιώτη, Πολυεθνικές επιχειρήσεις και υπερκοστολογήσεις-υποκοστολογήσεις στην Ελλάδα (Παπαζήσης, 1978), σελ. 114-17). Τέλος, σύμφωνα με άλλη μελέτη, «οι υψηλότερα ελεγχόμενοι από το ξένο κεφάλαιο βιομηχανικοί κλάδοι προκαλούν, ή δεν κατορθώνουν να αποτρέψουν, το 66,7% των συνολικών εισαγωγών» και συμβάλλουν κατά 28,9% περίπου στις συνολικές εξαγωγές της χώρας. (Βλ. Μ. Νεγρεπόντη-Δελιβάνη, Ανάλυση της ελληνικής οικονομίας, σελ. 334-36).

[30] Β. Παπανδρέου, ό.π., σελ. 263.

[31] Με το συμπέρασμα αυτό συμφωνεί και ο Ρουμελιώτης: «Γενικά μπορούμε να πούμε ότι οι επιπτώσεις των άμεσων επενδύσεων στο ισοζύγιο κεφαλαίων μακροχρόνια είναι πάντοτε αρνητικές, αν πάρουμε υπόψη μας τον επαναπατρισμό των κεφαλαίων αυτών όπως και το κόστος τους». (Π.Β. Ρουμελιώτης, ό.π., σελ. 69).

[32] Στο ίδιο, σελ. 112.

[33] Στο ίδιο, σελ. 113.

[34] Βλ. σχετική βιβλιογραφία στο ίδιο, σελ. 113.

[35] Στοιχεία από τις εκδόσεις της Τράπεζας της Ελλάδος Η ελληνική οικονομία κατά τα έτη 1955-56 και 1958.

[36] Είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο ότι η συμμετοχή κεφαλαιουχικών αγαθών στο σύνολο εισαγωγών είναι αυξανόμενη, ακόμα και στην τελευταία δεκαετία, παρά τη διαστρέβλωση των στοιχείων λόγω της δυσανάλογης αύξησης της αξίας των εισαγωγών καυσίμων, που επέφερε η ραγδαία αύξηση της τιμής του πετρελαίου στην περίοδο αυτή.

[37] Για παράδειγμα, οι εισαγωγές ως ποσοστό της συνολικής προσφοράς

βιομηχανικών προϊόντων ήταν 46,5% το 1964, 46,2% το 1974, 50,2% το 1975, 52,5% το 1976, 54,1% το 1977 και 52,2% το 1978. Ακόμα, στους κλάδους υψηλής τεχνολογίας (πετροχημικά, μηχανήματα, ηλεκτρικές συσκευές, μεταφορικά) περισσότερο από το 50% της συνολικής ζήτησης καλύπτεται από εισαγωγές τόσο το 1964 όσο και το 1974, ενώ το ποσοστό της συνολικής προσφοράς που καλύπτουν οι εισαγωγές στους κλάδους αυτούς (εκτός από τα χημικά και μέταλλα) έχει αυξηθεί μεταξύ 1964 και 1974. (Β. Παπανδρέου, ό.π., σελ. 259). Είναι ακόμα χαρακτηριστικό (και ιδιαίτερα σημαντικό), σχετικά με τις εισαγωγές βιομηχανικών προϊόντων, ότι, ενώ το 1960 αποτελούσαν περίπου το 1/3 της ακαθάριστης αξίας της εγχώριας βιομηχανικής παραγωγής, το 1980 το αντίστοιχο ποσοστό πλησίαζε το 1/2, πράγμα που φυσικά σημαίνει συνεχή εκτοπισμό των ντόπιων από τα ξένα προϊόντα στην ελληνική αγορά. (Βλ. Το Βήμα, αφιέρωμα στις εξαγωγές (08/04/1984).)

[38] Π.Β. Ρουμελιώτης, ό.π., σελ. 164-65.

[39] Στο ίδιο, σελ. 168. Ακόμα, η αρμόδια υπηρεσία του Υπ. Συντονισμού διαπίστωνε πριν από μερικά χρόνια ότι τουλάχιστον 14 μεγάλες επιχειρήσεις ήταν ένοχες εξαγωγής παράνομου συναλλάγματος της τάξης των 100 εκ. δολ., μέσω της πρακτικής των υπερτιμολογήσεων, ενώ κάπου 35 πρώτες ή ενδιάμεσες ύλες εντοπίστηκε ότι εισάγονται υπερτιμολογημένες, για λογαριασμό των εγκαταστημένων στη χώρα μας παραρτημάτων, από τις αντίστοιχες μητρικές εταιρίες του εξωτερικού. Βλ. Οικονομικός Ταχυδρόμος (07/08/1975).

[40] Βλ. Σ. Μονδάνου, «Υπερκοστολογήσεις εισαγωγών και υποκοστολογήσεις εξαγωγών ξένων εταιριών», Οικονομικός Ταχυδρόμος (17/04/1975).

[41] Συνολικά, υπολογίστηκε ότι η υποκατάσταση των εισαγωγών αντιπροσωπεύει πολύ μικρό ποσοστό της συνολικής προσφοράς: 5,3% το 1974. (Β. Παπανδρέου, ό.π., σελ. 259).

[42] Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνει και η Τράπεζα της Ελλάδος. Σύμφωνα με την Έκθεση Διοικητή 1974, μια επιφανειακή υποκατάσταση εισαγωγών συντελέστηκε μεταπολεμικά, που περιοριζόταν στην τελική φάση της βιομηχανικής επεξεργασίας, χωρίς να υποκαθιστά συγχρόνως τα απαιτούμενα άμεσα ή έμμεσα ενδιάμεσα προϊόντα. Ακόμα, κατά τον Ν. Κυριαζίδη (τότε υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος), «η αύξηση της εισαγωγής πρώτων υλών (και πρώτες ύλες από τη σκοπιά της ελληνικής βιομηχανίας είναι όρος που μπορεί να σημαίνει ακόμα και τελείως επεξεργασμένα προϊόντα) είναι πολύ ταχύτερη από την αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής [...] αν υπήρξε προσπάθεια βιομηχανικής αναπτύξεως περιορίστηκε σε γενναία μόνο επιδότηση επιφανειακής επέκτασης της επεξεργασίας». Βλ. Οικονομικός Ταχυδρόμος (11-9-1975).

[43] Π. Ρουμελιώτης, ό.π., σελ. 114-17 και Πανεθυμιτάκης, ό.π.

[44] Βλ. World Development Report 1981, Πίνακας 9.

[45] Όταν η βιομηχανική μας άνοιξη είχε ολοκληρωθεί, στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ‘70, οι επεξεργασμένες πρώτες ύλες (τσιμέντο, μη μεταλλικά ορυκτά, αλουμίνιο, χάλυβας) αποτελούσαν το 35,5% των συνολικών βιομηχανικών εξαγωγών, ενώ τα ελαφρά βιομηχανικά προϊόντα (κλωστοϋφαντουργικά, ενδύματα, υποδήματα, έπιπλα, δέρματα) αντιπροσώπευαν το 36% των βιομηχανικών εξαγωγών. Βλ. OECD, Economic Surveys, Greece 1978, σελ. 30.

[46] Σε παρόμοια συμπεράσματα καταλήγουν και άλλες μελέτες. Κατά την Παπανδρέου, όχι μόνο τα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας αποτελούν το 10% των συνολικών εξαγωγών αλλά και οι εξαγωγές των προϊόντων αυτών υπολείπονται σημαντικά από τη μέση εξαγωγική επίδοση της βιομηχανίας μας και από το μέσο ρυθμό αύξησης των εξαγωγών (Β. Παπανδρέου, ό.π., σελ. 267). Τέλος, όπως παρατηρείται στην ίδια μελέτη σχετικά με την εξαγωγική δραστηριότητα των πολυεθνικών, «μεγάλο ποσοστό των εξαγωγών τους αποτελείται από ημικατεργασμένες πρώτες ύλες, δηλαδή οι ξένες αυτές επιχειρήσεις είναι κάθετα ενσωματωμένες με το πολυεθνικό συγκρότημα και όχι με την τοπική οικονομία» (στο ίδιο, σελ. 284).

[47] Ο τύπος παραγωγικής δομής προσδιορίζεται ιστορικά, σε χώρες όπως η Ελλάδα, από τον τρόπο με τον οποίο είναι ενσωματωμένες στο διεθνή κατα­μερισμό εργασίας και τις μεταβολές σ' αυτόν. Αν, για παράδειγμα, κάποτε ήταν τα καπνά ή η σταφίδα οι δυναμικότεροι κλάδοι της οικονομίας μας, ενώ στο τέλος της δεκαετίας του '60 και στις αρχές του '70 το ρόλο αυτό τον έπαιζαν τα βασικά μέταλλα, αυτό ήταν αποτέλεσμα αντίστοιχων μεταβολών στο διεθνή καταμερισμό εργασίας και του ρόλου που «επιβάλλει», μέσω των μηχανισμών της, η παγκόσμια αγορά στην Ελλάδα. Φυσικά μεταβολές στο διεθνή καταμερισμό εργασίας επηρεάζουν και τις παραγωγικές δομές των αναπτυγμένων χωρών. Η διαφορά όμως είναι ότι, ενώ οι τελευταίες είναι εκείνες που με το «βάρος» τους καθορίζουν τις μεταβολές αυτές, οι εξαρτημένες χώρες απλώς τις υφίστανται και «συμμορφώνονται» ανάλογα. Ακόμα, οι μετα­βολές στο διεθνή καταμερισμό εργασίας σημαίνουν απλώς για τις μητροπολιτικές χώρες προσαρμογή των ήδη ολοκληρωμένων δομών τους στις νέες ανά­γκες, ενώ για τις εξαρτημένες σημαίνουν υποκατάσταση ενός δυναμικού το­μέα/προϊόντος/σταδίου επεξεργασίας με άλλο και τη διαιώνιση της ανισομέρειας της ανάπτυξης.

[48] Οι διαφορές βαθμού που παρατηρούνται είναι συμβιβαστές με διαφορετικές μορφές παραγωγής. Η οικογενειακή φάρμα στην Αμερική μπορεί να είναι το ίδιο (ή και περισσότερο) δυναμική, παραγωγική και τεχνολογικά προχωρημένη όσο και η καπιταλιστική φάρμα στη Βραζιλία. Στην πρώτη όμως περίπτωση, η ισομέρεια ανάπτυξης σημαίνει ότι ανάλογοι βαθμοί παραγωγικότητας, τεχνολογικής προόδου, κ.λπ. σημειώνονται κατά μέσο όρο σε όλες τις φάρμες και σε όλους τους κλάδους της οικονομίας, ενώ στη δεύτερη περίπτωση η ανισομέρεια ανάπτυξης σημαίνει ότι οι βαθμοί ανάπτυξης, κ.λπ. σε άλλους τομείς, ή ακόμα και σε άλλες φάρμες που δεν παρουσιάζουν «ενδιαφέ­ρον» για το ξένο κεφάλαιο/ξένη αγορά, μπορεί να είναι σημαντικά χαμηλότεροι.

[49] Βλ. για παράδειγμα εφαρμογής της προσέγγισης αυτής στην ελληνική περίπτωση, Ν. Μουζέλη, Νεοελληνική Κοινωνία, όψεις υπανάπτυξης (Εξά­ντας, 1978).

[50] Ούτε είναι θέμα, όπως για παράδειγμα υποστηρίζει ο S. Amin, συνύπαρξης καπιταλιστικού και προ-καπιταλιστικών τρόπων παραγωγής, όπου ο πρώτος εμποδίζεται, λόγω του εξωστρεφούς χαρακτήρα της ανάπτυξης, να γίνει αποκλειστικός. Μια τέτοια προσέγγιση θα έπρεπε προηγουμένως να δείξει (πράγμα που δεν κάνει ο Amin) με ποια έννοια ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είναι κυρίαρχος στους περιφερειακούς σχηματισμούς. Βλ. Σ. Αμίν, Η συσσώρευση σε παγκόσμια κλίμακα (Νέα Σύνορα, 1970); Η άνιση ανάπτυξη (Καστανιώτης, 1973).

[51] Κυρίως στα κτηνοτροφικά προϊόντα (βλ. Εθνικοί Λογαριασμοί 1958-75, σελ. 15). Αλλά ακόμα και σε σχέση με τις άλλες περιφερειακές χώρες της Νότιας Ευρώπης, η Ελλάδα έχει πολύ χαμηλότερο βαθμό αυτάρκειας, όσον αφορά τα περισσότερα κτηνοτροφικά προϊόντα (βλ. Α. Williams, Southern Europe Transformed (Harper and Row, 1984), σελ. 253).

[52] Μηνιαίο Στατιστικό Δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, Ιανουάριος 1984.

[53] Βλ. Southern Europe Transformed, σελ. 57.

[54] Η κατάσταση χειροτέρεψε ακόμα περισσότερο τα τελευταία χρόνια με την ένταξη στην ΕΟΚ. Ο δείκτης του όγκου εισαγωγών βιομηχανικών ειδών ήταν 224 το 1983 (1970=100) και ο δείκτης αξίας εισαγωγών ήταν 529 (Μην. Δελτ. Τρ. Ελλ., Ιανουάριος 1984).

[55] Όπως παρατηρεί σχετική έκθεση του ΟΟΣΑ, «οι εισροές εξωτερικού συναλλάγματος από τους Έλληνες του εξωτερικού μπορεί να θεωρηθεί ότι συνέβαλαν ουσιαστικά στην αύξηση του ΑΕΠ (οι εισροές αυτές αντιπροσωπεύουν κατά μέσο όρο 8% του ΑΕΠ στην περίοδο 1960-76) και στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου μέσω της σημαντικής μείωσης των περιορισμών που (συνήθως) επιβάλλει το ισοζύγιο πληρωμών στην οικονομική ανάπτυξη [...] χωρίς (δηλαδή) τις εισροές αυτές η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να έχει τόσο μεγάλα ελλείμματα στο ισοζύγιο και θα ήταν, κατά συνέπεια, αναγκασμένη να μειώσει σημαντικά τις εισαγωγές των καταναλωτικών αλλά και των κεφαλαιουχικών αγαθών» (OECD, Economic Surveys, Greece 1978, σελ. 33).

[56] Βλ. R. King, «Population Mobility: Emigration, Return Migration and Internal Migration» στο Southern Europe Transformed (Harper and Row, 1984). Σε παρόμοιο συμπέρασμα για την Ελλάδα καταλήγει η Μ. Νεγρεπόντη-Δελιβάνη. Δηλαδή, ότι τα μεταναστευτικά εμβάσματα (που αποτελούν τον κορμό των μεταβιβάσεων από την αλλοδαπή) διατίθενται, κυρίως, καταναλωτικά στο εσωτερικό της ελληνικής οικονομίας (Ανάλυση της ελληνικής οικονομίας, σελ. 129).

[57] Βλ. Southern Europe, σελ. 161.

[58] Βλ. J. Gaspar, «Urbanization: Growth, Problems and Policies» στο Southern Europe, σελ. 209. Είναι ειρωνικό ότι τα ίδια τα μεταναστευτικά εμβάσματα συμβάλλουν σημαντικά στη χαμηλή απορροφητικότητα εργασίας του μεταποιητικού τομέα. Οι μαζικές, δηλαδή, εισροές συναλλάγματος στη μεταπολεμική περίοδο είχαν αποτέλεσμα την υπερτίμηση της δραχμής, που με τη σειρά της συνέβαλε σημαντικά στη διαστρέβλωση των τιμών συντελεστών παραγωγής. Οι τιμές των εισαγόμενων μηχανημάτων (που απολάμβαναν επιπλέον και φορολογικές απαλλαγές) διαμορφώνονταν σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, οδηγώντας σε μεγαλύτερο βαθμό έντασης κεφαλαίου στη βιομηχανία από ό,τι θα επέτρεπαν οι ντόπιοι παραγωγικοί πόροι. Η συνέπεια ήταν ένας φαύλος κύκλος: η ίδρυση μονάδων έντασης κεφαλαίου, όπου η παραγωγικότητα είναι υψηλή, οδηγούσε σε υψηλά ημερομίσθια, τα οποία με τη σειρά τους πίεζαν για μεγαλύτερη ένταση κεφαλαίου (βλ. OECD, Greece 1978, σελ. 35).

[59] Εθνικοί Λογαριασμοί 1958-75, σελ. 25.

[60] Μην. Στατ. Δελτ. Τρ. Ελλάδος, Μάρτιος 1969, Μάιος 1983.

[61] Β. Παπανδρέου, ό.π., σελ. 259.