(Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» στις 19 Ιουλίου 2002)
Μια ανάλυση του σύγχρονου κόσμου
Παγκοσμιοποίηση, κινήματα αντίστασης, Αριστερά
ΦΩΤΗΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ
Σήμερα, που η Αριστερά έχει περιέλθει σε μια περίεργη κατάσταση αφωνίας και η διαχείριση της υφιστάμενης οικονομίας της αγοράς μοιάζει να είναι ο μόνος δυνατός ορίζοντας για δυνάμεις που έως πρότινος αυτοσυστήνονταν ως «εναλλακτικές», η ανάλυση της νέας παγκόσμιας οικονομικοπολιτικής πραγματικότητας γίνεται έργο αποφασιστικής σημασίας, όλο και πιο επείγον για όσους έχουν ανάγκη να επεξεργαστούν αληθινά εναλλακτικές προοοπτικές και στρατηγικές ανακοπής της καλπάζουσας βαρβαρότητας. Παρ' όλο που ένα δίχτυ αδιαφάνειας φαίνεται να σκεπάζει τις διαδικασίες που κυβερνούν έναν μονοπολικό και στρατιωτικοπολιτικά ιεραρχημένο κόσμο, ραγδαία ενοποιούμενο από την επέκταση της αγοραιοποίησης και από τις νέες επικοινωνιακές τεχνολογίες, υπάρχουν παρ' όλ' αυτά στις μέρες μας λίγες ελπιδοφόρες αναλύσεις, που επιτρέπουν να ρίξουμε μια δέσμη φωτός στο πυκνό και αδιαπέραστο σκοτάδι. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε δεν έχει ακόμη κοπάσει η εντύπωση που άφησε το μεγάλο βιβλίο με τίτλο Αυτοκρατορία[1] των Antonio Negri και Michael Hardt, εντύπωση που οδήγησε στο -μάλλον απερίσκεπτο- δημοσιογραφικό χαρακτηρισμό του ως «το νέο κομμουνιστικό μανιφέστο», αλλά υπάρχουν και άλλες ανάλογης εμβέλειας αναλύσεις στο ριζοσπαστικό χώρο, που όσο κι αν εμφανίζεται αυτή τη στιγμή συρρικνωμένος δεν έχει πάψει να είναι με πολλούς τρόπους παρών. Το έργο, για παράδειγμα, του Τάκη Φωτόπουλου, καθηγητή των Οικονομικών μέχρι πρότινος στο Πανεπιστήμιο του Β. Λονδίνου, όπου ζει από το 1966, και διευθυντή εδώ και μία δεκαετία περίπου της διεθνούς επιθεώρησης κοινωνικής οικολογίας Democracy and Nature.
Προερχόμενος από τη ριζοσπαστική διεθνιστική Αριστερά της δεκαετίας του '60, ο Τάκης Φωτόπουλος έχει αναδειχθεί εδώ και αρκετά χρόνια σε έναν από τους διεισδυτικότερους οικονομικούς αναλυτές του σύγχρονου κόσμου, ο οποίος επιμένει ωστόσο να εντάσσει τις επιμέρους αναλύσεις του σε ένα ευρύτερο πολιτικό πρόγραμμα αυτονομίας και αυτοδιαχείρισης της ανθρώπινης εργασίας -που προϋποθέτει βεβαίως την απελευθέρωση της τελευταίας, καθώς και ολόκληρης της φύσης, από την αιχμαλωσία τους στην κεφαλαιοκρατική οικονομία της ανάπτυξης, στην ανταγωνιστική συσσώρευση πλούτου και ισχύος και στη διαδικασία της εμπορευματοποίησης, που έκανε δυνατή στο νεότερο κόσμο αυτή την απεριόριστα καταστροφική μορφή των κοινωνικών σχέσεων. Το πολιτικό του πρόγραμμα, στο οποίο εδώ και λίγα χρόνια έχει δώσει το όνομα «περιεκτική δημοκρατία», είναι γνωστό από προηγούμενα θεμελιώδη έργα του που ήδη κυκλοφορούν στα ελληνικά[2].
Σε τούτη την τελευταία ογκώδη μελέτη του προσπαθεί να αξιοποιήσει τις προηγούμενες θεωρητικές επεξεργασίες του ως εργαλείο ανάλυσης της παρούσας οικονομικοπολιτικής συγκυρίας και κυρίως του φαινομένου στο οποίο όλοι σήμερα αναφέρονται ως «παγκοσμιοποίηση».
Σε μια παρουσίαση όπως αυτή δεν είναι δυνατό να παρακολουθήσουμε όλο το μήκος των αναλύσεών του σε ένα φάσμα θεμάτων που κυμαίνονται από τους οικονομικούς και πολιτικούς όρους της παγκοσμιοποίησης ως την κριτική της «ρεφορμιστικής» Αριστεράς και την εκτίμηση των δυνατοτήτων ενός κινήματος αντι-παγκοσμιοποίησης, από την παρακμή της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» και το ρόλο των ΜΜΕ μέχρι τις οικονομικές συνέπειες των νέων διεθνών ανισοτήτων και τη θέση της Ελλάδας στη νέα διαμορφούμενη παγκόσμια τάξη πραγμάτων· εκείνο που μπορούμε, ωστόσο, είναι να αποσαφηνίσουμε ορισμένους βασικούς όρους της σκέψης του, που επιτρέπουν σε όποιον ενδιαφέρεται να ανασυγκροτήσει για λογαριασμό του την όλη ανάλυση. Και πρώτα πρώτα, ο ίδιος ο όρος «παγκοσμιοποίηση» απαιτεί μία διπλή διευκρίνιση: πρώτον, είναι μία έννοια που έχει ταυτόχρονα πεδία εφαρμογής στην οικονομία (νεοφιλελευθερισμός και επεκτεινόμενη αγοραιοποίηση), στην πολιτική (παρακμή του εθνικού κράτους και διεθνείς δομές κυριαρχίας), στην τεχνολογική σφαίρα (νέες τηλεπικοινωνιακές τεχνολογίες και πληροφορική επανάσταση), στην κοινωνική και την πολιτισμική σφαίρα (ομοιογενοποίηση του τρόπου ζωής βασιζόμενη σε μια καταναλωτική κουλτούρα στο σημερινό «παγκόσμιο χωριό»), μεταξύ των οποίων, ωστόσο, η οικονομία έχει δεσπόζουσα θέση, επειδή ακριβώς είναι ο τομέας που, έχοντας από νωρίς αυτονομηθεί στο νεωτερικό κόσμο, υπαγορεύει τις εξελίξεις σε όλους τους άλλους τομείς της ανθρώπινης ζωής· δεύτερον, αν ο όρος «παγκοσμιοποίηση» σημαίνει ακριβώς μια παγκόσμια οικονομία χωρίς σύνορα, όπου η ίδια η παραγωγή έχει διεθνοποιηθεί, με την έννοια ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν γίνει α-κρατικά σώματα, που εμπλέκονται σε έναν ενιαίο εσωτερικό καταμερισμό της εργασίας, ο οποίος καλύπτει πολλές χώρες, τότε εμφανώς η διαδικασία δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί, αφού οι αγορές έχουν μεν διεθνοποιηθεί, με την έννοια των ανοιχτών συνόρων για την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίου και εμπορευμάτων, όμως τα έθνη-κράτη εξακολουθούν να υπάρχουν και να μοιράζονται την εξουσία με τις πολυεθνικές επιχειρήσεις, περιοριζόμενα σε ρόλο ρυθμιστή του πλαισίου για την αποτελεσματική λειτουργία της αγοράς. Ακριβέστερα, λοιπόν, ο Φωτόπουλος ονομάζει «διεθνοποίηση» την παρούσα φάση της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας, με δεσπόζοντα χαρακτηριστικά, πρώτον, τις ανοικτές αγορές κεφαλαίου και εμπορευμάτων, δεύτερον, τις ελαστικές αγορές εργασίας.
Ένα κρίσιμο στοιχείο στην ανάλυση του Τ. Φωτόπουλου είναι αυτό που αποκαλεί συστηματικό χαρακτήρα της παραπάνω διαδικασίας -που σημαίνει ότι αυτή είναι αναγκαία και αναπότρεπτη συνέπεια των αντικειμενικών, εσωτερικών ροπών της οικονομίας της αγοράς, αφού από τη γέννησή του αυτό το μοντέλο, πριν από τρεις περίπου αιώνες στην Ευρώπη, τείνει προς την αλόγιστη ανάπτυξη, που συνυποθέτει απεριόριστη συγκέντρωση κεφαλαίου και ισχύος, χωρίς καμία αναστολή μέχρι τον ολοσχερή αφανισμό του κοινωνικού και του γήινου βιοσυστήματος που το στηρίζει. Αυτό είναι το κριτήριο που του επιτρέπει να οριοθετήσει ως «ρεφορμιστικές» όλες τις αναλύσεις που αποδίδουν το πρόβλημα σε συγκυριακές αιτίες («αντιδραστικές» πολιτικές, «απορρύθμιση» των αγορών κ.ο.κ.), και, κατά συνέπεια, πιστεύουν ότι είναι δυνατή μια ρυθμιστική παρέμβαση οιουδήποτε τύπου χωρίς την καθολική άρση του μοντέλου της αγοράς. Αυτό του επιτρέπει να διαφοροποιηθεί και από αναλύσεις τύπου Καστοριάδη ή Μπουρντιέ, οι οποίοι, κατά τη γνώμη του, υπερτονίζουν τον υποκειμενικό-φαντασιακό παράγοντα και υποτιμούν τον εξαναγκαστικό χαρακτήρα που διέπει το σύστημα της αγοράς άπαξ και αυτό εγκαθιδρυθεί όπως -το επαναλαμβάνουμε- μπόρεσε να συμβεί για μοναδική φορά στην ανθρώπινη ιστορία με τον πολιτισμό της νεότερης Ευρώπης. Γίνεται εμφανής, λοιπόν, η συγγένεια της οπτικής του μ' εκείνη του Karl Polanyi, που ήταν ο πρώτος ο οποίος έθεσε με αυτόν τον οξύ τρόπο το ζήτημα και, στην πραγματικότητα, αυτό είναι που του επιτρέπει να αποστασιοποιηθεί και από ένα κατάλοιπο μαρξιστικής αισιοδοξίας που διαφαίνεται στις αναλύσεις των Negri και Hardt, οι οποίοι, παρά το ριζοσπαστισμό της ανάλυσής τους, διαβλέπουν ακόμη έναν «θετικό» χαρακτήρα στην όλη διαδικασία, με την έννοια ότι ανοίγει το δρόμο για μιαν άλλη, «εναλλακτική» παγκοσμιοποίηση.
Η περιγραφική ακρίβεια των αναλύσεων του Φωτόπουλου είναι εντυπωσιακή και όποιος δεν είναι τυφλωμένος από τις ποικίλες ιδεολογικές σειρήνες μπορεί να τις προσυπογράψει ως την τελευταία τους λεπτομέρεια.
Εκεί που είναι δύσκολο κάποιος να τον ακολουθήσει είναι στη βούλησή του να συναγάγει απ' αυτές ένα στρατηγικό πρόγραμμα με ευκρινώς χαραγμένες διαχωριστικές γραμμές και διακεκριμένα στάδια δράσης. Όσον αφορά το πρώτο, πρέπει να θυμόσαστε ότι ο «ρεφορμισμός» είναι κυρίως κατηγορία της συνείδησης, όχι της πράξης: ρεφορμιστής δεν είναι όποιος δρα με οποιονδήποτε μεσοπρόθεσμο τακτικό στόχο, αλλά όποιος δεν έχει την ικανότητα να εντάξει αυτή του τη δράση σε μια μακροπρόθεσμη ριζική προοπτική αλλαγής. Όσον αφορά το δεύτερο είναι αναγκαίο να παραδεχθούμε, πιστεύω, ότι κανείς δεν έχει σήμερα το κλειδί της αποτελεσματικής δράσης και ότι το πιο κρίσιμο επανασταστικό γνώρισμα είναι, ακριβώς, η αποφασισμένη ανάληψη της αβεβαιότητας.
[1] Empire («Harvard University Press», Cambridge Mass., 2000).
[2] Βλ. κυρίως Η νέα διεθνής τάξη και η Ελλάδα («Καστανιώτης», 1997) και Περιεκτική Δημοκρατία («Καστανιώτης», 1999, μετ. Ν. Βούλγαρης).