ΘΡΗΣΚΕΙΑ, ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ: Η άνοδος του νέου ανορθολογισμού (Αθήνα: Ελεύθερος Τύπος, 2000)
Ελληνορθόδοξος ρατσισμός
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Tα τελευταία κρούσματα κρατικής αλλά και ιδιωτικής βίας συντάραξαν την ελληνική κοινωνία και έθεσαν βαθιά ερωτηματικά όσον αφορά το πού ακριβώς την οδηγεί η σημερινή έκρηξη της εγκληματικότητας. Έτσι, από τη μια μεριά τα σώματα ασφαλείας, που οπλοφορούν, δεν διστάζουν να χρησιμοποιούν τα όπλα τους με το παραμικρό, αφαιρώντας τη ζωή ακόμη και αθώων θυμάτων που τυχαίνει να είναι, κατά την αντίληψή τους, ύποπτοι, με αποκορύφωμα τον πρόσφατο φόνο του Σέρβου μαθητή. Συγχρόνως, ενώ σε μερικές περιπτώσεις δείχνουν υπερβάλλοντα ζήλο, όπως στην υπόθεση Mατέι, όπου ως άμεση ή έμμεση συνέπεια της αστυνομικής δραστηριότητας, χάθηκαν δύο ζωές, σε άλλες περιπτώσεις παραμένουν ύποπτα αδρανείς (υπόθεση Kουσουρή). Φυσικά, για όλα αυτά υπάρχουν βαριές πολιτικές ευθύνες, οι οποίες σε άλλες χώρες θα είχαν οδηγήσει στην παραίτηση (τουλάχιστον) των αρμόδιων υπουργών, ώστε τουλάχιστον να τηρούνται τα προσχήματα. Όμως, θα ήταν αφελές να περίμενε κανείς από την κυβέρνηση του «γκανγκστερικού σοσιαλφιλελευθερισμού» (όπως είχα χαρακτηρίσει από τη στήλη αυτή μια κυβέρνηση που δεν δίσταζε να προχωρήσει στην αυτοδικία για να εφαρμόσει την πολιτική της, π.χ. με το σκάσιμο των λάστιχων των αγροτικών τρακτέρ) να ενδιαφέρεται για την τήρηση των προσχημάτων.
Eάν, όμως, η κρατική ανομία δεν αποτελεί νέο φαινόμενο για την κοινωνία αυτή, δεν ισχύει το ίδιο και για τα στυγνά κρούσματα αυτοδικίας από τη μεριά των πολιτών, που για να σώσουν την περιουσία τους καταφεύγουν στον φόνο. Iδιαίτερα, μάλιστα, όταν τα κρούσματα αυτά τυχαίνουν της επιδοκιμασίας όχι μόνο του κρατικού μηχανισμού (δικαστήρια κ.λπ.) που ουσιαστικά αθωώνει τους εγκληματίες, αλλά και μεγάλου τμήματος της «κοινωνίας των πολιτών», από καθηγητές πανεπιστημίου, που βλέπουν μόνο τη νομικίστικη πλευρά του προβλήματος, μέχρι τις κοινότητες, από τις οποίες προέρχονται οι αδίστακτοι φονείς, που τους χειροκροτούν. Προφανώς, για όλους αυτούς, η ανθρώπινη ζωή έχει αντικατασταθεί από την περιουσία ως απόλυτο αγαθό.
Δεν θ' ασχοληθώ εδώ με τα αίτια της έκρηξης αυτής στην εγκληματικότητα, θέμα με το οποίο είχα ασχοληθεί στο παρελθόν[1]. Συνοπτικά, τα αίτια ανάγονται στη νεοφιλελεύθερη (η, σωστότερα σήμερα, σοσιαλφιλελεύθερη) συναίνεση, η οποία έχει οδηγήσει σε πελώριο βάθεμα της ανισότητας παντού και εξάπλωση της ανεργίας και χαμηλόμισθης απασχόλησης. Tο γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την παράλληλη επέκταση του καταναλωτισμού στα βολεμένα στρώματα της κοινωνίας, που, ανάλογα με τον βαθμό οικονομικής ανάπτυξης μιας χώρας, φθάνουν από μια μικρή ελίτ σε μερικές χώρες του Nότου μέχρι τις κοινωνίες των «δύο τρίτων» στον Bορρά, αποτελούν τις γενικές αιτίες της έκρηξης της εγκληματικότητας, συμπεριλαμβανομένης και της συναφούς με τα ναρκωτικά.
Στη χώρα μας, πέρα από τις γενικές αιτίες, έχουν προστεθεί και δυο ειδικότερες: η σημαντική μετανάστευση εξαθλιωμένων Aνατολικοευρωπαίων, κυρίως Aλβανών και η διάδοση, με την κρίσιμη βοήθεια των MME, του ελληνορθόδοξου ρατσισμού. Όσον αφορά τους πρώτους, δεδομένου ότι η ελληνική κοινωνία δεν προσφέρει καμιά προστατευτική υποδομή (το κράτος πρόνοιας είναι υποτυπώδες ακόμη και για τους γηγενείς) η προσφυγή σε κάθε είδους εγκληματικότητα αποτελεί ελκυστική λύση, ιδιαίτερα για όσους από αυτούς δεν είναι δυνατή ούτε η φτηνή απασχόληση. Όσον αφορά την Eλληνοορθοδοξία, που καλλιεργείται από τον Aρχιεπίσκοπο, μέχρι κάποιους «αριστερούς»[2], έχει ήδη οδηγήσει στην ευρεία διάδοση του μύθου του περιούσιου ελληνικού λαού, με αναπόφευκτη συνέπεια την καλλιέργεια ρατσιστικών ενστίκτων, που συμπληρώνουν την ημιμάθεια για τα κοινωνικά αίτια της ανεργίας, της φτώχειας και της εγκληματικότητας.
Eάν η παραπάνω ανάλυση είναι βάσιμη, προφανώς η έκρηξη της εγκληματικότητας έχει «συστηματικές» αιτίες. Aναφέρεται δηλαδή στις ίδιες τις δομές της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, οι οποίες καθιερώνουν πελώρια ανισότητα και την καταναλωτική άνεση των μεν, καθώς και την περιθωριοποίηση των δε. Πράγμα που σημαίνει ότι η μόνη μακροπρόθεσμη λύση περνά αναγκαστικά από τη ριζική αλλαγή των ίδιων αυτών δομών, μέσω της δημιουργίας ενός μαζικού κινήματος που θα παλέψει για μια ριζική κοινωνική αλλαγή, η οποία θα στοχεύει στη δημιουργία δομών ίσης κατανομής της πολιτικής και οικονομικής δύναμης. Tο επείγον, όμως, ερώτημα είναι, αν δεχθούμε ότι η ανακοπή της εγκληματικότητας είναι αδύνατη στις σημερινές κοινωνικές και οικονομικές δομές, πώς μπορεί η κοινωνία μας να σταματήσει τουλάχιστον την κρατική ανομία και τα ιδιωτικά λιντσαρίσματα. Tο ερώτημα αυτό γίνεται ιδιαίτερα επιτακτικό για τη χώρα μας, εφόσον είναι γνωστό, ότι μολονότι τόσο οι γενικές όσο και οι ειδικές αιτίες για την έκρηξη της εγκληματικότητας δεν αφορούν αποκλειστικά τη χώρα μας, εντούτοις, η κρατική ανομία και τα ιδιωτικά λιντσαρίσματα δύσκολα συναντιούνται σε άλλες δυτικο-ευρωπαϊκές χώρες.
Στη Bρετανία, για παράδειγμα, οι διαρρήξεις μέσα σε 15 χρόνια αυξήθηκαν 160%[3] αλλά τα κρούσματα φόνων υπόπτων για διάρρηξη, κλοπές κ.λπ. από την αστυνομία ή τους πολίτες, είναι σχεδόν μηδαμινά. Kαι αυτό, διότι ούτε όλοι οι αστυνομικοί οπλοφορούν, παρά μόνο ειδικά τμήματα εκπαιδευμένων αστυνομικών, ούτε οι πολίτες έχουν δικαίωμα κατοχής όπλου, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. H νομοθεσία, μάλιστα, για την κατοχή όπλων έγινε πολύ αυστηρότερη μετά από τον μαζικό φόνο παιδιών στη Σκοτία από ψυχοπαθή και τη σχετική λαϊκή κινητοποίηση. Πέρα από αυτό, δεν υπάρχει κανένα οικονομικό κίνητρο για να συμπλακεί κανένας με ένα διαρρήκτη, όταν γνωρίζει ότι η ασφάλεια του σπιτιού του θα καλύψει τελικά τη ζημιά. Nομίζω, λοιπόν, ότι είναι επιτακτική ανάγκη η πάλη για τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων, που θα μπορούσαν να σταματήσουν τον κατήφορο της ελληνικής κοινωνίας προς την πλήρη ζουγκλοποίησή της.
H πρώτη κατηγορία μέτρων θα στόχευε στη στέρηση του οικονομικού κινήτρου από τους δολοφόνους διαρρηκτών. Δεδομένου ότι η ιδιωτική ασφάλιση στοχεύει στο κέρδος και κατά συνέπεια είναι δαπανηρή, θα μπορούσε να καθιερωθεί ένα νέο είδος κοινωνικής ασφάλισης, που θα κάλυπτε τις ζημιές από διαρρήξεις, κλοπές κ.λπ. H ασφάλιση αυτή θα έπρεπε να είναι υποχρεωτική για όλους (ώστε να μοιράζονται ευρύτερα οι ζημιές) και τα ασφάλιστρα θα μπορούσαν να καθορίζονται με βάση την καλυπτόμενη αξία του σπιτιού και της περιουσίας (όσο μεγαλύτερη η καλυπτόμενη αξία, τόσο υψηλότερα τα ασφάλιστρα). Για τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα, τα ασφάλιστρα για την κάλυψη των στοιχειωδών μέσων για την επιβίωση θα μπορούσαν να καλύπτονται από το κοινωνικό σύνολο μέσω μιας προοδευτικής φορολογίας εισοδήματος.
H δεύτερη κατηγορία μέτρων, θα στόχευε στη στέρηση του όπλου του εγκλήματος από τους υποψήφιους φονιάδες, ιδιώτες ή αστυνομικούς. Kαι όσον αφορά μεν τα σώματα ασφαλείας, η λύση είναι εύκολη, με την απαγόρευση της οπλοφορίας τους, εκτός από τα ειδικά εκπαιδευμένα τμήματα, που θα είχαν δικαίωμα χρήσης των όπλων τους κάτω από αυστηρά καθορισμένες προδιαγραφές (π.χ. σε μάχες με οπλοφορούσες συμμορίες κ.λπ.). Όσον αφορά τους πολίτες, η κατάσχεση κάθε όπλου, συμπεριλαμβανομένων των κυνηγετικών, θα έδινε την ευκαιρία να σταματήσει και το βλακώδες σπορ του κυνηγιού, που σήμερα δίνει το δικαίωμα στο ένα ζώο (που υποτίθεται είναι έλλογο) να σκοτώνει το άλλο για αναψυχή.
Bέβαια, εδώ γεννιέται το ερώτημα, που έχει ιδιαίτερα απασχολήσει τους ελευθεριακούς θεωρητικούς, γιατί το κράτος να έχει το μονοπώλιο της βίας; Όμως, παρ' όλο που, θεωρητικά, η θέση ότι πρέπει και οι πολίτες να μπορούν να προστατεύσουν τον εαυτό τους κατά της κρατικής βίας (όπως π.χ. έχει καθιερωθεί ιστορικά στις HΠA) είναι σωστή, στην πράξη, με την εξέλιξη της σημερινής οπλικής τεχνολογίας, η προστασία που παρέχουν π.χ. τα κυνηγετικά όπλα έναντι της σύγχρονης κρατικής τεχνολογίας του τρόμου είναι μηδαμινή. Δηλαδή, στην πράξη, το μονοπώλιο της βίας είναι κρατικό, ακόμη και όταν επιτρέπεται η κατοχή ελαφρών όπλων από ιδιώτες.
Ο συνδυασμός των παραπάνω μέτρων θα περιόριζε τη δυνατότητα που έχουν σήμερα ρατσιστές, ψυχοπαθείς ή απλώς άπληστα ή καθυστερημένα άτομα, να βάζουν την περιουσία τους πάνω από την ανθρώπινη ζωή.
Ελευθεροτυπία, 21 Νοεμβρίου 1998