Περιεκτική  Δημοκρατία - ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ


 

 

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ:  

Η ΓΕΝΙΚΕΥΜΕΝΗ ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

 

 

 
Κεφάλαιο 1:
Η Οικονομία της Αγοράς και η Διαδικασία Αγοραιοποίησης

printable version

 

 

Σήμερα, μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», οι οικονομικοί και πολιτικοί θεσμοί της κοινωνίας χαρακτηρίζονται από έναν πολύ υψηλό βαθμό ομοιογένειας. Έτσι, το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και η συνακόλουθη οικονομία ανάπτυξης (οριζόμενη ως το σύστημα οικονομικής οργάνωσης που κινείται, είτε «αντικειμενικά» είτε κατ’ επιλογή, προς τη μεγιστοποίηση της οικονομικής ανάπτυξης) έχουν οικουμενικό χαρακτήρα. Επίσης, το έθνος-κράτος, που συνοδεύεται συνήθως από κάποια μορφή φιλελεύθερης «δημοκρατίας», εξακολουθεί να είναι πανταχού παρόν, παρά το γεγονός ότι η οικονομική κυριαρχία του σημερινού κράτους φθείρεται με ρυθμό σχεδόν ανάλογο της διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς. Μολονότι σήμερα η οικονομία της αγοράς αλλά και η σύγχρονη μορφή κρατικιστικής «δημοκρατίας» θεωρούνται δεδομένες, αυτό δεν συνέβαινε πάντοτε. Τόσο το έθνος-κράτος όσο και η κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι από ιστορική άποψη πρόσφατα φαινόμενα. Επίσης, αν και αγορές υπήρχαν για πάρα πολύ καιρό, το σύστημα της οικονομίας της αγοράς θεμελιώθηκε πριν από δύο μόλις αιώνες.

 

Στόχος του κεφαλαίου αυτού είναι δείξει ότι η οικονομική ανάπτυξη και η αγοραιοποίηση (δηλαδή, η ιστορική διαδικασία που έχει μετασχηματίσει τις κοινωνικά ελεγχόμενες οικονομίες του παρελθόντος στην οικονομία της αγοράς του παρόντος) είναι τα βασικά στηρίγματα του σημερινού συστήματος. Η πρώτη επιβάλλεται από τη δυναμική «ανάπτυξη ή θάνατος» που χαρακτηρίζει τον ανταγωνισμό της αγοράς, ενώ η δεύτερη είναι εγγενής στην επιδίωξη οικονομικής αποτελεσματικότητας. Μια ιστορική εξέταση του οικονομικού ρόλου του κράτους φανερώνει μια ξεκάθαρη σχέση μεταξύ των αλλαγών στο ρόλο του και των κύριων φάσεων της διαδικασίας αγοραιοποίησης. Κατ’ αρχήν, το κράτος έπαιξε έναν κρίσιμο ρόλο στην εγκαθίδρυση της οικονομίας της αγοράς πριν από δύο αιώνες καθώς επίσης και κατά την πρώτη απόπειρα θεμελίωσης μιας φιλελεύθερης διεθνοποιημένης οικονομίας τον τελευταίο αιώνα. Η ανάδυση σ’ αυτόν τον αιώνα αυτού που αποκαλώ κρατισμό – η περίοδος δραστικού ελέγχου της οικονομίας από το κράτος και ο εκτεταμένος παρεμβατισμός του στον αυτορυθμιζόμενο μηχανισμό της αγοράς που είχε ως στόχο τον άμεσο καθορισμό του επιπέδου της οικονομικής δραστηριότητας – ήταν από ιστορική άποψη ένα σύντομο διάλειμμα στη διαδικασία αγοραιοποίησης. Η κρατικιστική φάση της διαδικασίας αυτής διάρκεσε περίπου μισό μόνο αιώνα και ακολουθήθηκε από τη σημερινή αναδίπλωση του κρατικού ελέγχου πάνω στην οικονομία, μέσα στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης. Αυτό δείχνει ξεκάθαρα ότι από τη στιγμή που εγκαθιδρυθεί μια οικονομία της αγοράς, η ίδια της η δυναμική τείνει να υπονομεύει οποιαδήποτε σοβαρή προσπάθεια δημιουργίας μηχανισμών αυτοπροστασίας της κοινωνίας ενάντια στην ηγεμονία της αγοράς και μετατρέπει την ίδια την κοινωνία σε μια κοινωνία της αγοράς.

 

Στο τελευταίο τμήμα αυτού του κεφαλαίου, εξετάζεται η τρέχουσα συζήτηση για την «παγκοσμιοποίηση» της οικονομίας της αγοράς και το τέλος του έθνους-κράτους. Παρόλο που στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα μας έχουν δημιουργηθεί οι κατάλληλες συνθήκες για την ολοκλήρωση μιας διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς (μετά την κατάρρευση της πρώτης απόπειρας κατά την πρώτη φάση της αγοραιοποίησης), αυτό δεν σημαίνει την πλήρη εξάλειψη του έθνους-κράτους ή της πολυεθνικής επιχείρησης που έχει εθνική βάση, όπως υποστηρίζουν οι υπέρμαχοι της άποψης της παγκοσμιοποίησης. Η σημερινή όμως διεθνοποίηση της οικονομίας αποτελεί πράγματι ένα υψηλότερο στάδιο στη διαδικασία αγοραιοποίησης˙ ένα στάδιο που ενέχει την αποτελεσματική εξάλειψη της οικονομικής κυριαρχίας του έθνους-κράτους. Κατά συνέπεια, σ’ αντίθεση με τη σύγχρονη σοσιαλδημοκρατική σκέψη, δεν είναι μόνο ο αποτελεσματικός κοινωνικός έλεγχος της εθνικής οικονομίας που αποκλείεται με τη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς. Εξίσου αδύνατος είναι οποιοσδήποτε αποτελεσματικός κοινωνικός έλεγχος πάνω στην περιφερειακή, ηπειρωτική ή ακόμα και πλανητική οικονομία της αγοράς.

 

 

1.1. Από τις αγορές στις οικονομίες της αγοράς

 

Aρχικά, είναι απαραίτητη μια διευκρίνηση σε σχέση με τη χρήση του όρου «οικονομία της αγοράς» αντί της συνήθους μαρξιστικής έννοιας του «καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής», η οποία δίνει έμφαση στις σχέσεις παραγωγής, ή, εναλλακτικά, αντί του όρου «παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία»,[1] ο οποίος επικεντρώνεται στις σχέσεις ανταλλαγής. Η επιλογή αυτή δεν πηγάζει από κάποια ανάγκη συμμόρφωσης προς τη σημερινή πολιτική «ορθότητα» που έχει εξορκίσει τις λέξεις «καπιταλισμός» και –ακόμη πιο βολικά– «σοσιαλισμός». Είναι μια επιλογή που επιβάλλεται από την πεποίθηση μου ότι παρόλο που οι έννοιες «καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής» και «παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία» έχουν προσφέρει σημαντικά στοιχεία κατανόησης στην ανάλυση των κοινωνικών τάξεων και της παγκόσμιας κατανομής εργασίας αντίστοιχα, είναι υπερβολικά περιορισμένες και ξεπερασμένες.

 

Είναι υπερβολικά περιορισμένες, επειδή συνεπάγονται ότι οι σχέσεις εξουσίας γενικά μπορούν να αναλυθούν με αποκλειστική αναφορά (ή ακόμη και αναγωγή) στις σχέσεις οικονομικής δύναμης. Αποτελεί κεντρική ιδέα του βιβλίου αυτού ότι η οικονομική δύναμη είναι μία μόνο μορφή δύναμης και ότι αν χρησιμοποιηθεί ως κεντρική κατηγορία στην ανάλυση κοινωνικών φαινομένων που ανάγονται στις ιεραρχικές σχέσεις (στο νοικοκυριό, στη δουλειά κ.τ.λ.) ή ζητημάτων φυλετικής και πολιτισμικής «ταυτότητας», αναπόφευκτα οδηγεί σε ανεπαρκείς ή υπερ-απλουστευτικές ερμηνείες.

 

Είναι ξεπερασμένες, επειδή, στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, ούτε η ταξική ανάλυση που προτείνεται από τη μαρξιστική θεωρία ούτε η αντίληψη του παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας που προτείνεται από την προσέγγιση του «παγκόσμιου συστήματος» είναι ιδιαίτερα εύστοχες στην περιγραφή της σημερινής πραγματικότητας. Αν και τα σημαντικά αυτά ζητήματα θίγονται στο βιβλίο αυτό (βλ. παρακάτω στο κεφάλαιο αυτό για τη νέα ταξική δομή που αναδύεται στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και στο Κεφάλαιο 3 για τον διαχωρισμό μεταξύ του νέου Βορρά και του νέου Νότου), κατά την άποψή μου, η σημερινή πολυδιάστατη κρίση δεν μπορεί να εξετασθεί αποτελεσματικά στο θεωρητικό πλαίσιο που επιβάλλεται από τις παραπάνω έννοιες.

 

Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι η κεντρική κατηγορία που χρησιμοποιείται σ’ αυτό το βιβλίο, η «οικονομία της αγοράς», είναι per se αρκετά ευρεία ώστε να ερμηνεύει επαρκώς κοινωνικά φαινόμενα σαν κι αυτά που αναφέρθηκαν παραπάνω. Το ίδιο όμως το γεγονός ότι η κατηγορία αυτή χρησιμοποιείται για να εξηγήσει ένα μόνο μέρος της πραγματικότητας, το οικονομικό πεδίο, χωρίς να υποστηρίζεται ότι το πεδίο αυτό καθορίζει (ούτε καν «σε τελική ανάλυση») τα άλλα πεδία, επιτρέπει πράγματι αρκετή ελαστικότητα στην ανάπτυξη κατάλληλων διεπιστημονικών ερμηνειών της κοινωνικής πραγματικότητας.

 

Είναι συνεπώς προφανές ότι ο όρος «οικονομία της αγοράς» χρησιμοποιείται εδώ για να ορίσει ένα συγκεκριμένο σύστημα, που αναδύθηκε σ’ ένα συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο (την Ευρώπη), και σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή (πριν από δύο αιώνες), και όχι ως γενική ιστορική κατηγορία μιας προσέγγισης που στοχεύει να δείξει την εξέλιξη του οικονομικού συστήματος στη διάρκεια της ιστορίας, όπως υποτίθεται ότι κάνει η μαρξιστική έννοια του τρόπου παραγωγής. Η μεθοδολογική προσέγγιση που υιοθετείται σ’ αυτό το βιβλίο στηρίζεται στη βάση ότι είναι αδύνατη η εξαγωγή «γενικών» θεωριών σχετικά με την κοινωνική ή την οικονομική εξέλιξη που βασίζονται σε «επιστημονικές» ή «αντικειμενικές» αντιλήψεις της κοινωνικής πραγματικότητας (βλ. Κεφάλαιο 8).

 

Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι στο βιβλίο αυτό η οικονομία της αγοράς δεν ταυτίζεται με τον καπιταλισμό, όπως γίνεται συνήθως. Η οικονομία της αγοράς ορίζεται εδώ ως το αυτορυθμιζόμενο σύστημα στο οποίο τα βασικά οικονομικά προβλήματα (τι, πώς και για ποιόν παράγεται) επιλύονται «αυτόματα», μέσω του μηχανισμού των τιμών, και όχι μέσω συνειδητών κοινωνικών αποφάσεων. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι σε μια οικονομία της αγοράς δεν υπάρχει κανένας κοινωνικός έλεγχος. Στο σημείο όμως αυτό, θα πρέπει να εισάγουμε μια σημαντική διάκριση μεταξύ των διαφόρων τύπων κοινωνικού ελέγχου, μια διάκριση που θα μας βοηθήσει να ερμηνεύσουμε τη σημερινή αγοραιοποίηση και διεθνοποίηση της οικονομίας.

 

Υπάρχουν τρεις κυρίως τύποι πιθανών κοινωνικών ελέγχων που μπορεί να επιβληθούν στην οικονομία της αγοράς. Πρώτον, οι έλεγχοι που μπορούμε να αποκαλέσουμε ρυθμιστικούς, οι οποίοι εισάγονται συνήθως από τους καπιταλιστές που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς προκειμένου να «ρυθμίσουν» την αγορά. Στόχος των ρυθμιστικών ελέγχων είναι να δημιουργήσουν ένα σταθερό πλαίσιο για την ομαλή λειτουργία της οικονομίας της αγοράς, χωρίς να επηρεάζουν τον ουσιώδη αυτορυθμιστικό χαρακτήρα της. Τέτοιοι έλεγχοι ήταν πάντοτε αναγκαίοι για την παραγωγή και αναπαραγωγή του συστήματος της οικονομίας της αγοράς. Παραδείγματα ρυθμιστικών ελέγχων αποτελούν οι διάφοροι έλεγχοι που εισάγονται σήμερα από τον τελευταίο γύρο της GATT, ή από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, με στόχο την ρύθμιση της παγκόσμιας και της ευρωπαϊκής αγοράς αντίστοιχα, σύμφωνα με τα συμφέροντα, κυρίως, αυτών που ελέγχουν τις αντίστοιχες αγορές (πολυεθνικές, μεγάλες εθνικές και πολυεθνικές εταιρίες με έδρα την Ευρώπη κ.τ.λ.).

 

Δεύτερον, υπάρχουν οι έλεγχοι που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε κοινωνικούς εν ευρεία έννοια, οι οποίοι, αν και ως πρωταρχικό τους στόχο έχουν την προστασία αυτών που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς απέναντι στον ξένο ανταγωνισμό, μπορεί να έχουν κάποιες έμμεσες συνέπειες που θα μπορούσαν να είναι επωφελείς για την υπόλοιπη κοινωνία. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων ελέγχων είναι τα διάφορα προστατευτικά μέτρα που έχουν ως στόχο την προστασία των εγχώριων αγορών εμπορευμάτων και  κεφαλαίου (δασμοί, έλεγχοι στις εισαγωγές, συναλλαγματικοί έλεγχοι κ.τ.λ.).

 

Τέλος, υπάρχουν οι έλεγχοι που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε κοινωνικούς με τη στενή έννοια, οι οποίοι έχουν ως στόχο την προστασία των ανθρώπων και της φύσης από τις συνέπειες της αγοραιοποίησης. Τέτοιοι έλεγχοι εισάγονται συνήθως ως αποτέλεσμα κοινωνικών αγώνων από την πλευρά αυτών που υφίστανται τις δυσμενείς συνέπειες που έχει η οικονομία της αγοράς είτε στους ίδιους είτε στο περιβάλλον τους. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων ελέγχων είναι η κοινωνική ασφάλιση, τα επιδόματα πρόνοιας, μακροοικονομικοί έλεγχοι για τη διασφάλιση πλήρους απασχόλησης κτλ. Στα κεφάλαια που ακολουθούν, ο όρος «κοινωνικοί έλεγχοι» αναφέρεται σ’ αυτήν την τελευταία κατηγορία των κοινωνικών ελέγχων με τη στενή έννοια, εκτός εάν δηλώνεται ρητά το αντίθετο. Όπως καταδεικνύεται αργότερα στο κεφάλαιο αυτό, αυτοί που ελέγχουν τη νεοφιλελεύθερη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς στοχεύουν στην κατάργηση των κοινωνικών ελέγχων (τόσο αυτών με τη στενή όσο και αυτών με την ευρεία έννοια), όχι όμως και των ρυθμιστικών ελέγχων.

 

Η οικονομία της αγοράς, όπως ορίστηκε παραπάνω, είναι ευρύτερος όρος από τον καπιταλισμό. Η πρώτη αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο κατανέμονται τα αγαθά και οι υπηρεσίες, ενώ ο δεύτερος αναφέρεται στις σχέσεις ιδιοκτησίας. Έτσι, αν και ιστορικά η οικονομία της αγοράς συνδέθηκε με τον καπιταλισμό, δηλαδή με την ατομική ιδιοκτησία και έλεγχο των μέσων παραγωγής, η κατανομή των αγαθών και των υπηρεσιών μέσω της αγοράς δεν είναι αδιανόητη μέσα σ’ ένα σύστημα κοινωνικής ιδιοκτησίας και ελέγχου των πλουτοπαραγωγικών πηγών. Η διάκριση μεταξύ του καπιταλισμού και της οικονομίας της αγοράς είναι ιδιαίτερα χρήσιμη σήμερα, όταν πολλοί αυτο-αποκαλούμενοι «αριστεροί», μετά την αποτυχία της σοσιαλιστικής οικονομίας του κεντρικού πλάνου, ανακαλύπτουν εκ νέου τις αρετές μιας «σοσιαλιστικής» οικονομίας της αγοράς.[2] Την ίδια στιγμή, διάφορα «κομμουνιστικά» κόμματα στο Νότο (Κίνα, Βιετνάμ κ.τ.λ.) έχουν θέσει σ’ εφαρμογή μια στρατηγική οικοδόμησης της «σοσιαλιστικής» οικονομίας της αγοράς και ήδη βρίσκονται στο δρόμο που θα τις οδηγήσει σε μια σύνθεση των χειρότερων στοιχείων της οικονομίας της αγοράς (ανεργία, ανισότητα, φτώχεια) και του σοσιαλιστικού κρατισμού (απολυταρχισμός, έλλειψη πολιτικών ελευθεριών κ.τ.λ.). Όπως το βιβλίο αυτό φιλοδοξεί να καταστήσει σαφές, ο στόχος ενός νέου απελευθερωτικού προτάγματος δεν θα πρέπει να είναι απλώς η κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων ιδιοκτησίας αλλά  της ίδιας της οικονομίας της αγοράς.

 

Στο πρώτο μέρος του κεφαλαίου θα γίνει μια σύντομη εξέταση της μακριάς ιστορικής περιόδου που προηγήθηκε της ανάδυσης του συστήματος της οικονομίας της αγοράς. Στο δεύτερο μέρος, θα εξετασθούν οι ιστορικές φάσεις της διαδικασίας αγοραιοποίησης.

 

 

Οι Αγορές στην περίοδο πριν από την «οικονομία της αγοράς»

 

Η διαδικασία της αγοραιοποίησης είναι μια διαδικασία η οποία, μέσω της σταδιακής άρσης των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές, τείνει να μετατρέπει όλα τα αγαθά και τις υπηρεσίες σ’ εμπορεύματα και τους πολίτες σ’ απλούς καταναλωτές. Μολονότι η αγορά σήμερα διαπερνά κάθε πλευρά της ζωής, από την οικογενειακή ζωή ως την κουλτούρα, την εκπαίδευση, τη θρησκεία και ούτω καθεξής, εύκολα μπορεί να δειχθεί ότι, παρά το γεγονός ότι αγορές υπήρχαν για πάρα πολύ καιρό, η αγοραιοποίηση της οικονομίας είναι ένα πρόσφατο φαινόμενο που αναδύθηκε μόλις στους δυο τελευταίους αιώνες. Έτσι, όπως σημειώνει ο Karl Polanyi στο κλασικό βιβλίο του The Great Transformation:

Πριν από την εποχή μας δεν υπήρξε καμιά οικονομία που να ελεγχόταν, έστω κατ’ αρχήν, από τις αγορές (...) Αν και ο θεσμός της αγοράς αποτελούσε αρκετά κοινό φαινόμενο από την ύστερη Λίθινη Εποχή, ο ρόλος της δεν είχε παρά δευτερεύουσα σημασία για την οικονομική ζωή (...) Ενώ η ιστορία και η εθνογραφία γνωρίζουν διάφορα είδη οικονομιών, τα περισσότερα από τα οποία περιελάμβαναν τον θεσμό τη αγοράς, δεν γνωρίζουν καμιά οικονομία πριν από τη δική μας που να ελέγχεται και να ρυθμίζεται, έστω κατά προσέγγιση, από τις αγορές (...)[3] Όλα τα γνωστά σε μας οικονομικά συστήματα μέχρι το τέλος του φεουδαλισμού στη Δυτική Ευρώπη ήταν οργανωμένα με βάση τις αρχές είτε της αμοιβαιότητας, είτε της αναδιανομής, είτε της οικιακής οικονομίας (δηλαδή, παραγωγή για προσωπική χρήση) ή κάποιου συνδυασμού και των τριών.[4]

Κατά συνέπεια, τα κίνητρα που διασφάλιζαν τη λειτουργία του οικονομικού συστήματος προέκυπταν από το έθιμο, το νόμο, τη μαγεία, τη θρησκεία – όχι όμως από το κέρδος. Οι αγορές, μέχρι το τέλος του Μεσαίωνα, δεν έπαιξαν κανένα σημαντικό ρόλο στο οικονομικό σύστημα. Ακόμα κι όταν, από το 16ο αιώνα και μετά, οι αγορές έγιναν πολυάριθμες και σημαντικές, βρίσκονταν υπό τον στενό έλεγχο της κοινωνίας, σε συνθήκες, που, όπως περιγράφονται εύστοχα από τον Κροπότκιν, έκαναν μια αυτορυθμιζόμενη αγορά αδιανόητη:

Το εσωτερικό εμπόριο ήταν καθαρά υπόθεση των συντεχνιών, όχι των μεμονωμένων τεχνιτών —οι τιμές καθορίζονταν με αμοιβαία συμφωνία (...) Στην αρχή, το εξωτερικό εμπόριο ήταν αποκλειστική υπόθεση της πόλης και μόνο αργότερα έγινε μονοπώλιο της συντεχνίας των εμπόρων και πολύ αργότερα έγινε δουλειά των μεμονωμένων εμπόρων (...) Η προμήθεια των βασικών καταναλωτικών αγαθών ήταν δουλειά της πόλης και το έθιμο αυτό διαφυλάχτηκε ―για το καλαμπόκι― σε μερικές ελβετικές πόλεις μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα.[5]

Κατά κανόνα, τόσο τα αρχαία όσο και τα φεουδαλικά οικονομικά συστήματα θεμελιώνονταν στις κοινωνικές σχέσεις, η δε κατανομή των υλικών αγαθών ρυθμιζόταν από μη-οικονομικά κίνητρα. Τα αγαθά της καθημερινής ζωής, ακόμα και στις αρχές του Μεσαίωνα, δεν ήταν αντικείμενο τακτικής αγοραπωλησίας  στην αγορά. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι πριν από τη Βιομηχανική Επανάσταση ούτε η εργασία ούτε η γη ήταν εμπορευματοποιημένες, καθιστά σαφές ότι η διαδικασία αγοραιοποίησης δεν είχε αρχίσει πριν από την εμφάνιση της εκβιομηχάνισης. Συνεπώς, ήταν μόνο στην αρχή του περασμένου  αιώνα που δημιουργήθηκε μια αυτορυθμιζόμενη αγορά, η οποία, για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, καθιέρωσε  το θεσμικό διαχωρισμό της κοινωνίας σε  οικονομική και πολιτική σφαίρα. Παρόμοιος διαχωρισμός δεν υπήρχε ούτε στην κοινωνία που βασιζόταν σε φυλές, ούτε στη φεουδαρχική ή την μερκαντιλιστική κοινωνία.[6]

 

Παρ’ όλα αυτά, ο οικονομικός φιλελευθερισμός ερμήνευσε ολόκληρη την ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού με βάση τις αρχές που χαρακτηρίζουν μια αυτορυθμιζόμενη αγορά, διαστρεβλώνοντας, στην πορεία, τον πραγματικό χαρακτήρα και τις καταβολές  του εμπορίου, των αγορών και του χρήματος, καθώς επίσης και της αστικής ζωής. Όλες όμως οι ανθρωπολογικές ή κοινωνιολογικές υποθέσεις που περιέχονται στη φιλοσοφία του οικονομικού φιλελευθερισμού έχουν ανασκευαστεί από την κοινωνική ανθρωπολογία, από τη μελέτη των πρωτόγονων οικονομιών, την ιστορία του πρώιμου πολιτισμού και τη γενική οικονομική ιστορία. Για παράδειγμα, δεν υπάρχει καμία ένδειξη στην οποία να στηριχθούν οι ισχυρισμοί ότι η  πληρωμή για εργασία εθεωρείτο κάτι το «φυσικό» («Ακόμα και στον Μεσαίωνα η πληρωμή ενός ξένου για την εργασία του είναι  κάτι το ανήκουστο»[7]), ούτε ότι το κίνητρο του κέρδους είναι «φυσικό». Το ίδιο ισχύει και για μια  άλλη κρίσιμη υπόθεση του οικονομικού φιλελευθερισμού, ότι δηλαδή οι αγορές, όπως και το χρήμα, εμφανίζονται «αυθόρμητα» στις ανθρώπινες κοινωνίες. Στην πραγματικότητα, τόσο οι αγορές όσο και το χρήμα δεν αναδύονται μέσα από την κοινότητα, αλλά «απέξω».[8] Το ίδιο το εμπόριο δεν στηρίζεται στις αγορές και ακόμα και το μεσαιωνικό εμπόριο ήταν από την αρχή περισσότερο  εξωτερικό εμπόριο παρά τοπικό και γινόταν κυρίως μεταξύ κοινοτήτων παρά ατόμων. Επιπλέον, οι τοπικές αγορές δεν παρουσίαζαν καμιά τάση ανάπτυξης – γεγονός που συνεπάγεται ότι, σ’ αντίθεση με την παραδεδομένη φιλελεύθερη (και μαρξιστική) λογική, δεν υπάρχει τίποτα «αναπόφευκτο» σε σχέση με την αγοραιοποίηση της οικονομίας. Έτσι, όπως επισημαίνει ο Henri Pirenne: «Εκ πρώτης όψεως, θα ήταν φυσικό να υποθέσει κανείς ότι η εμπορική τάξη αναπτύχθηκε σιγά-σιγά μέσα απο τον αγροτικό πληθυσμό. Τίποτα όμως δεν στηρίζει τη θεωρία αυτή.»[9]

 

Έθνη-κράτη και αγορές

 

Παρόμοια, δεν υπάρχει τίποτα το αναπόφευκτο αναφορικά με τη σχετική, και παράλληλη με τη διαδικασία αγοραιοποίησης, εμφάνιση του σύγχρονου έθνους-κράτους, το οποίο οι μαρξιστές βλέπουν ως αναπόσπαστο κομμάτι της «νεωτερικότητας» και της προόδου. Έτσι, κατά τη μαρξιστική άποψη, το έθνος-κράτος αποτελεί ένα στάδιο στην ιστορική εξέλιξη, ένα στάδιο που –προωθώντας την πρόοδο της εκβιομηχάνισης– δημιουργεί τις αναγκαίες  συνθήκες για το σοσιαλισμό. Ο ίδιος ο Μαρξ υποστήριζε πλήρως την «ενότητα των μεγάλων εθνών η οποία, εάν και αρχικά επιβλήθηκε με πολιτική βία, έχει πλέον γίνει ένας ισχυρός συντελεστής της κοινωνικής παραγωγής».[10] Αλλά στην πραγματικότητα, όπως παρατηρεί ο Μπούκτσιν:

Αν αναλογιστούμε τον μεγάλο αριθμό κοινοτικών συνομοσπονδιών που υπήρχαν στην Ευρώπη κατά τον 11ο αιώνα και κατά τους αιώνες που τον ακολούθησαν, η βεβαιότητα, τόσο κυρίαρχη στη σύγχρονη ιστοριογραφία, ότι το έθνος-κράτος συνιστά μια «λογική» εξέλιξη από τον Ευρωπαϊκό  φεουδαλισμό μόνο προκατάληψη μπορεί να θεωρηθεί.[11]

Έτσι, παρά το γεγονός ότι το κράτος εμφανίστηκε στην Αίγυπτο πριν από 5.500 περίπου χρόνια, όταν η δημιουργία ενός οικονομικού πλεονάσματος κατέστησε δυνατή την οικονομική ανισότητα, έθνη-κράτη δεν άρχισαν να αναπτύσσονται παρά τον δέκατο τέταρτο με δέκατο έκτο  αιώνα. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν παρά  στο τέλος του 17ου αιώνα που αναδύθηκε το έθνος-κράτος με τη σημερινή του μορφή. Και αυτό δεν έγινε χωρίς σημαντική αντίσταση από τις «ελεύθερες πόλεις» και από ανυπότακτα χωριά.

 

Η ιδέα ενός «έθνους», όπως επισημαίνει και πάλι ο Μπούκτσιν,[12] ήταν ξένη προς το αρχαίο πνεύμα και οι άνθρωποι ήταν βασικά δεμένοι  με την ομάδα συγγένειας και την κοινότητά τους ή ίσως με την περιφέρειά τους. Για παράδειγμα, ποτέ δεν αναπτύχθηκε ένα Ελληνικό έθνος από τις ελληνικές πόλεις. Παρόμοια, οι μεγάλες αυτοκρατορίες του αρχαίου κόσμου δεν αποτελούσαν «έθνη» με καμιά έννοια του όρου. Ακόμα και στο Μεσαίωνα, όπως υποστηρίζει η April Carter, παρόλο που κάποιες μοναρχίες είχαν πράγματι τα εθνικά τους εδάφη  και διεκδικούσαν κυρίαρχη εξουσία μέσα σ’ αυτά, οι μοναρχίες αυτές αποτελούσαν απλώς μέρος της ευρωπαϊκής Χριστιανοσύνης, γι’ αυτό και «παρουσίαζαν λίγα χαρακτηριστικά ενός εθνικού κράτους –στην πραγματικότητα, οποιουδήποτε είδους κράτους. Η μεσαιωνική μοναρχία ήταν περισσότερο ένας παράδεισος των τριών τάξεων (κλήρος, ευγενείς, αστοί)  παρά  κράτος».[13]

 

Το αναπόφευκτο συμπέρασμα είναι ότι η συγκέντρωση της εξουσίας, που ακολούθησε την εμφάνιση του έθνους-κράτους και της οικονομίας της αγοράς, δεν ήταν καθόλου αναπόφευκτη. Η εμφάνιση του έθνους-κράτους ήταν, από ιστορική άποψη, προϊόν στρατιωτικής βίας, ενώ η εμφάνιση της οικονομίας της αγοράς ήταν αποτέλεσμα οικονομικής βίας, δηλαδή της τεράστιας οικονομικής ανισότητας που ακολούθησε αναπόφευκτα τη δραστική χαλάρωση των κοινωνικών  ελέγχων πάνω στην αγορά κατά την περίοδο της ανάδυσης της μηχανοποιημένης μαζικής παραγωγής. Έτσι, σημειώνεται  μια ιστορική αντιστροφή όσον αφορά το ρόλο του κράτους και της αγοράς σε σχέση με τη διαδικασία συγκέντρωσης της εξουσίας (πολιτικής και οικονομικής) στα χέρια των κυρίαρχων ελίτ. Πριν από την έναρξη της διαδικασίας αγοραιοποίησης, η εξουσία συγκεντρωνόταν μέσω πολιτικών –με την ευρεία έννοια– μέσων (κατάκτηση, κατάσχεση, απαλλοτρίωση, δουλεία, θρησκευτική εξουσία). Ο ρόλος του κράτους υπήρξε ιδιαίτερα αποφασιστικός σ’ αυτή τη διαδικασία, ενώ ο ρόλος της αγοράς δεν ήταν σημαντικός. Από τη στιγμή όμως που η διαδικασία αγοραιοποίησης τέθηκε σε κίνηση, η εξουσία συσσωρευόταν κυρίως με οικονομικά μέσα (την ίδια την αγορά), ενώ το κράτος βασικά νομιμοποιούσε τη διαδικασία αυτή.

 

Η ανάδυση οικονομιών της αγοράς

 

Το κρίσιμο στοιχείο που διαφοροποιεί την οικονομία της αγοράς από όλες τις προηγούμενες οικονομίες (στις οποίες οι αγορές ήταν επίσης αυτορυθμιζόμενες, μιας και όλες οι αγορές τείνουν να παράγουν τιμές που να εξισώνουν την προσφορά και τη ζήτηση) είναι το γεγονός ότι, για πρώτη στην ανθρώπινη ιστορία, αναδύθηκε ένα αυτορυθμιζόμενο σύστημα αγοράς – ένα σύστημα στο οποίο αναπτύχθηκαν αγορές ακόμα και για τα μέσα παραγωγής, δηλαδή, την εργασία, τη γη και το χρήμα. Ο έλεγχος του οικονομικού συστήματος από την αγορά, σύμφωνα με τον Polanyi, «σημαίνει στη πραγματικότητα ότι η κοινωνία λειτουργεί ως εξάρτημα της αγοράς: αντί η οικονομία να έχει τις ρίζες της στις κοινωνικές σχέσεις (όπως  στο παρελθόν), οι κοινωνικές σχέσεις έχουν τις ρίζες τους στο οικονομικό σύστημα».[14] Ο ανταγωνισμός που ήταν η κινητήρια δύναμη του καινούργιου συστήματος, διασφάλιζε ότι η δυναμική του χαρακτηριζόταν από την αρχή «ανάπτυξη ή θάνατος». Αυτή η ίδια δυναμική συνεπάγεται ότι η οικονομία της αγοράς, από τη στιγμή που εγκαθιδρυθεί, θα καταλήξει αναπόφευκτα σε μια διεθνοποιημένη οικονομία.

 

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η μετάβαση από μορφές οικονομικής οργάνωσης που επικρατούσαν πριν την εγκαθίδρυση της «οικονομίας της αγοράς» στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς μπορεί να ερμηνευθεί ως κάποια μορφή εξελικτικής διαδικασίας, όπως προσπαθούν να κάνουν οι μαρξιστές. Στην πραγματικότητα, η οικονομία της αγοράς δεν αποτελεί το προϊόν μιας εξέλιξης από την φεουδαρχία, αλλά το αποτέλεσμα μιας δημιουργίας, κυριολεκτικά  μιας «έκρηξης», που σημειώθηκε ιδιαίτερα στην Αγγλία του 18ου-19ου αιώνα.[15] Με άλλα λόγια, αντίθετα με τις εκδοχές που υιοθετούν οι φιλελεύθεροι και οι μαρξιστές, η αγοραιοποίηση της οικονομίας δεν ήταν απλώς μια εξελικτική διαδικασία, που τέθηκε σε κίνηση με την μερκαντιλιστική επέκταση του εμπορίου.

 

Στο σημείο όμως αυτό, θα πρέπει να διακρίνουμε τις τρεις κύριες μορφές εμπορίου:

  • το εξωτερικό εμπόριο, το οποίο ενείχε την ανταλλαγή αγαθών (συνήθως πολυτελών) που δεν ήταν διαθέσιμα τοπικά,

  • το τοπικό εμπόριο, που ενείχε την ανταλλαγή αγαθών τα οποία ήταν δύσκολα στην μεταφορά εξαιτίας του βάρους, του όγκου ή του αναλώσιμου χαρακτήρα τους, και

  • το εσωτερικό ή εθνικό εμπόριο, που ενείχε παρόμοια αγαθά από διαφορετικές πηγές τα οποία προσφέρονταν σ’ ανταγωνισμό το ένα με το άλλο.

Από αυτές τις μορφές εμπορίου, μόνο η τελευταία  είχε ανταγωνιστικό χαρακτήρα, σ’ αντίθεση με τις άλλες δύο που είχαν συμπληρωματικό χαρακτήρα. Ακόμα, μόνο το εθνικό εμπόριο έπαιξε έναν εργαλειακό ρόλο στη διαδικασία αγοραιοποίησης, εφόσον  ήταν η δική του επέκταση που κατέληξε στην «εθνικοποίηση» της αγοράς και όχι η επέκταση του τοπικού ή του εξωτερικού εμπορίου.

 

Εάν, όμως,  οι σύγχρονες αγορές δεν εξελίχθηκαν από τις τοπικές αγορές και/ή τις αγορές για ξένα προϊόντα, γεννιέται το ερώτημα σχετικά με το ποιοι παράγοντες θα μπορούσαν να εξηγήσουν τη διαδικασία αγοραιοποίησης. Στο σημείο αυτό, το έθνος-κράτος, που μόλις είχε αρχίσει να αναδύεται στα τέλη του Μεσαίωνα, έπαιξε κρίσιμο  ρόλο εφόσον:

 

(α) δημιούργησε τις συνθήκες για την «εθνικοποίηση» της αγοράς (μερκαντιλιστική φάση), και

 

(β) απελευθέρωσε την αγορά από τον αποτελεσματικό κοινωνικό έλεγχο (φιλελεύθερη φάση της αγοραιοποίησης).

 

Η ανάδυση συνεπώς του έθνους-κράτους, η οποία προηγήθηκε της αγοραιοποίησης της οικονομίας, είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο την καταστροφή της πολιτικής ανεξαρτησίας της κοινότητας, στην πόλη ή το χωριό, αλλά επίσης και την υπονόμευση της οικονομικής αυτοδυναμίας της. Στο ιδεολογικό επίπεδο, ο σχηματισμός εθνών-κρατών συνοδεύτηκε από την εμφάνιση του εθνικισμού που ήταν μια νέα ιδεολογία, η οποία επιδίωκε να δημιουργήσει ταύτιση μεταξύ του ατόμου και της αφηρημένης οντότητας του κράτους, στη θέση της προηγούμενης ταύτισής του με την κοινότητα.

 

Όμως, το γεγονός ότι το κράτος έπαιξε συχνά έναν κρίσιμο ρόλο στη διαδικασία αγοραιοποίησης και ότι, ιδιαίτερα κατά τον 19ο αιώνα, πολλά από τα νέα έθνη-κράτη είχαν αποδυθεί σε συστηματική προσπάθεια εγκαθίδρυσης και προστασίας μιας εγχωρίας οικονομίας της αγοράς, δεν συνεπάγεται μια αυστηρά αιτιώδη συνάφεια˙ θα αποτελούσε λάθος να υποθέσουμε μια σχέση αιτίας-αποτελέσματος μεταξύ της εμφάνισης του έθνους-κράτους και της ανάδυσης της «εθνικής οικονομίας». Μολονότι είναι αλήθεια ότι η νίκη του έθνους-κράτους επί των συνομοσπονδιακών μορφών οργάνωσης συχνά βοηθούσε την επέκταση της οικονομίας της αγοράς, σ’ άλλες περιπτώσεις, όπως επισημαίνει ο Μπούκτσιν, οδηγούσε απλώς στον κρατικό παρασιτισμό και την καθαρή οπισθοδρόμηση.[16]

 

Όσον αφορά στο ρόλο του κράτους κατά τη μερκαντιλιστική φάση, θα πρέπει να σημειωθεί ότι πριν από την  εμποροκρατική επανάσταση, το εμπόριο δεν είχε εθνικό αλλά κοινοτικό ή διακοινοτικό χαρακτήρα, ενώνοντας πόλεις και χωριά σε περιφερειακά δίκτυα και τοπικές, όχι εθνικές,  αγορές. Τα νεόκοπα έθνη ήταν απλώς πολιτικές ενότητες που αποτελούνταν, από οικονομική άποψη, από αμέτρητα αυτάρκη νοικοκυριά και ασήμαντες τοπικές αγορές στα χωριά. Ο σχηματισμός μιας εθνικής ή εσωτερικής αγοράς συναντούσε την αντίσταση των έντονα προστατευτικών πόλεων και κοινοτήτων. Μόνο οι χονδρέμποροι και οι πλούσιοι έμποροι ασκούσαν πιέσεις για το σχηματισμό μιας τέτοιας αγοράς. Είναι φανερό, επομένως, ότι ήταν μόνο χάρη στην  ενεργό κρατική δράση κατά τον 15ο και 16ο αιώνα που επιτεύχθηκαν η «εθνικοποίηση» της αγοράς και η δημιουργία του εσωτερικού εμπορίου.[17] Όπως επισημαίνει σχετικά ο Κροπότκιν:[18]

Ο 16ος αιώνας –ένας αιώνας σφαγών και πολέμων– μπορεί να συνοψιστεί πολύ απλά σ’ αυτόν τον αγώνα του εν τω γίγνεσθαι κράτους εναντίον των ελεύθερων πόλεων και των συνομοσπονδιών τους (…) ο ρόλος του αναδυόμενου κράτους στον 16ο και 17ο αιώνα σε σχέση με τα αστικά κέντρα ήταν να καταστρέψει την ανεξαρτησία των πόλεων (…) να συγκεντρώσει στα χέρια του το εξωτερικό εμπόριο των πόλεων και να το καταστρέψει (…) να υποτάξει εξολοκλήρου το εσωτερικό εμπόριο καθώς και όλους τους βιοτέχνες στον έλεγχο μιας στρατιάς κρατικών αξιωματούχων.

Την «εθνικοποίηση» της αγοράς ακολούθησε, στο 16ο και 17ο αιώνα, περαιτέρω κρατική δράση, το αποτέλεσμα της οποίας ήταν να υπονομευθεί  ακόμα περισσότερο η πολιτική και οικονομική ανεξαρτησία των πόλεων και να καταστραφούν οι   κομμούνες των χωριών. Η δράση αυτή ενείχε την κατάσχεση ή «περίφραξη» κοινοτικής γης, μια διαδικασία που είχε ολοκληρωθεί στη δυτική Ευρώπη  τη δεκαετία του 1850.[19] Το αποτέλεσμα δεν ήταν απλώς η καταστροφή των κοινοτικών δεσμών σε πόλεις και χωριά, αλλά επίσης η δημιουργία των θεμελίων για την αγοραιοποίηση της οικονομίας, καθώς μεγάλες ποσότητες εργασίας και γης απελευθερωνόντουσαν και αποτελούσαν αντικείμενο αγοραπωλησίας στις αναδυόμενες αγορές εργασίας και γης.

 

Εντούτοις, ο μερκαντιλισμός, παρά την τάση του προς την εμπορευματοποίηση, δεν επιτέθηκε ποτέ στα θεσμικά εχέγγυα που εμπόδιζαν την «αγοραιοποίηση»  της εργασίας και της γης. Οι κοινωνικοί έλεγχοι στην εργασία και τη γη, οι οποίοι, σε συνθήκες φεουδαλισμού, είχαν πάρει τη μορφή του εθίμου και της παράδοσης, απλώς αντικαταστάθηκαν στον μερκαντιλισμό από νόμους και διατάγματα. Κατά συνέπεια, η «απελευθέρωση» του εμπορίου στη διάρκεια του μερκαντιλισμού σήμαινε απλώς την απαλλαγή του από τον τοπικισμό˙ οι αγορές εξακολουθούσαν να αποτελούν το εξάρτημα ενός θεσμικού πλαισίου που ρυθμιζόταν όσο ποτέ άλλοτε από την κοινωνία. Μέχρι τη Βιομηχανική Επανάσταση, δεν υπήρξε καμιά απόπειρα εγκαθίδρυσης μιας οικονομίας της αγοράς με τη μορφή μιας μεγάλης, αυτορυθμιζόμενης αγοράς. Στην πραγματικότητα, ήταν στο τέλος του 18ου αιώνα που η μετάβαση από τις ρυθμιζόμενες αγορές σ’ ένα σύστημα αυτορυθμιζόμενων αγορών σηματοδότησε τον «μεγάλο μετασχηματισμό» της κοινωνίας, δηλαδή τη μετάβαση σε μια οικονομία της αγοράς. Μέχρι τότε, η βιομηχανική παραγωγή στη Δυτική Ευρώπη, και ιδιαίτερα στην Αγγλία, όπου γεννήθηκε η οικονομία της αγοράς, ήταν ένα απλό εξάρτημα του εμπορίου. Η χρήση μηχανών στην παραγωγή και η ανάπτυξη του εργοστασιακού συστήματος αντέστρεψε αυτή τη σχέση. Η αγοραιοποίηση της γης, της εργασίας και του χρήματος, που αποτελούσαν ζωτικά στοιχεία για βιομηχανική διαδικασία, ήταν κατά συνέπεια, όπως τονίζει ο Polanyi:

(…) η αναπόφευκτη συνέπεια της εισαγωγής του εργοστασιακού συστήματος σε μια εμπορική κοινωνία (…) Η φαντασίωση ότι αυτά παράγονται ως εμπορεύματα έγινε οργανωτική αρχή της κοινωνίας (…) Η ανθρώπινη κοινωνία έγινε ένα εξάρτημα του οικονομικού συστήματος (…) Ο μετασχηματισμός συνεπάγεται μια βασική αλλαγή στα κίνητρα των μελών της κοινωνίας: το κίνητρο της συντήρησης πρέπει να αντικατασταθεί από το κίνητρο του κέρδους. Όλες οι συναλλαγές μετατρέπονται σε χρηματικές συναλλαγέ (…) Οι τιμές πρέπει να αφήνονται να αυτοκαθορίζονται.[20]

Η αγοραιοποίηση της εργασίας και της γης υπήρξε ιδιαίτερα κρίσιμη. Στο συντεχνιακό σύστημα, οι συνθήκες εργασίας καθώς και οι μισθοί των εργατών ρυθμίζονταν από την κοινωνία, δηλαδή, από τα έθιμα και τους κανόνες της συντεχνίας και της πόλης. Το ίδιο ίσχυε και για τη γη: η νομική κατάσταση και η λειτουργία της γης καθοριζόντουσαν από νομικούς και εθιμικούς κανόνες (αν η κατοχή της μπορούσε να μεταβιβαστεί ή όχι και, εάν ναι, υπό ποιους περιορισμούς, για ποιες χρήσεις κ.τ.λ.). Η απομάκρυνση της εργασίας και της γης από τον κοινωνικό έλεγχο οδήγησε στη δημιουργία νέων μορφών κυριαρχίας και, ταυτόχρονα, κατέστρεψε την παραδοσιακή διάθρωση των κοινοτήτων των συντεχνιακών εργατών και των κοινοτήτων των χωριών, τις παραδοσιακές μορφές κατοχής της γης και ούτω καθεξής. Για παράδειγμα, η αρχή της ελευθερίας από την ανέχεια αναγνωριζόταν εξίσου σε κάθε είδους κοινωνική οργάνωση μέχρι τις αρχές του 16ου αιώνα:[21] το άτομο σε μια πρωτόγονη κοινωνία δεν αντιμετώπιζε ποτέ την απειλή της πείνας παρά μόνο εάν πεινούσε όλη η κοινότητα. Η πείνα, που είναι απαραίτητο στοιχείο μιας αυτορυθμιζόμενης αγοράς, προϋπέθετε τη διάλυση της οργανικής κοινωνίας. Στην πραγματικότητα, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι, σ’ αντίθεση με τις λαϊκές και οικονομικές δοξασίες, οι άνθρωποι σήμερα είναι σε σχετικά χειρότερη θέση να ικανοποιούν τις βασικές ανάγκες τους απ’ ό,τι ήταν στο Μεσαίωνα![22]

 

Θα μπορούσε κατά συνέπεια να εικάσει  κανείς ότι μόνο μια δραστική αλλαγή στην οικονομική δομή της δυτικο-Ευρωπαικής κοινωνίας την εποχή της Βιομηχανικής Επανάστασης θα μπορούσε να έχει αποτρέψει την αγοραιοποίηση της κοινωνίας μια αλλαγή που θα είχε καταστήσει τη χρήση μηχανών, σε συνθήκες παραγωγής μεγάλης κλίμακας, συμβατή με τον κοινωνικό έλεγχο της παραγωγής. Αλλά μια τέτοια αλλαγή θα απαιτούσε να συνοδευτεί η Βιομηχανική Επανάσταση από μια κοινωνική επανάσταση προς την οικονομική δημοκρατία. Καθώς μια τέτοια επανάσταση δεν πραγματοποιήθηκε τότε, ό,τι ακολούθησε ήταν αναπόφευκτο. Τα εργοστάσια δεν μπορούσαν να διασφαλίσουν συνεχή παραγωγή αν δεν οργανωνόταν η προσφορά των μέσων παραγωγής (ιδιαίτερα, της εργασίας και της γης). Αλλά σε μια εμπορική κοινωνία, ο μόνος τρόπος οργάνωσης της προσφοράς των μέσων παραγωγής ήταν ο μετασχηματισμός της ανθρώπινης δραστηριότητας και των φυσικών πόρων σε εμπορεύματα, η προσφορά  των οποίων δεν εξαρτάται από τις ανάγκες των ανθρώπων και του οικοσυστήματος αντίστοιχα, αλλά από τις τιμές της αγοράς. Κατά συνέπεια, η εισαγωγή νέων συστημάτων παραγωγής σε μια εμπορική κοινωνία, όπου τα μέσα παραγωγής βρίσκονταν υπό ατομική ιδιοκτησία και έλεγχο, οδήγησε αναπόφευκτα (με τη ζωτικής σημασίας υποστήριξη του έθνους-κράτους) στο μετασχηματισμό των κοινωνικά ελεγχόμενων οικονομιών του παρελθόντος, στις οποίες η αγορά έπαιζε έναν περιθωριακό ρόλο στην οικονομική διαδικασία, στις σημερινές οικονομίες της αγοράς.

 

Ο ιδιωτικός έλεγχος της παραγωγής απαιτούσε ότι αυτοί που έλεγχαν τα μέσα παραγωγής θα έπρεπε να είναι οικονομικά «αποτελεσματικοί» προκειμένου να επιβιώσουν του ανταγωνισμού, έπρεπε δηλαδή να διασφαλίζουν:

  • την ελεύθερη ροή εργασίας και γης με ελάχιστο κόστος. Όμως, σε συνθήκες ιδιωτικού ελέγχου της παραγωγής, αυτή η ροή βρίσκεται σε μια αντίστροφη συναρτησιακή σχέση προς τους κοινωνικούς ελέγχους (με τη στενή έννοια) πάνω στην αγορά. Έτσι, όσο πιο αποτελεσματικοί κοινωνικοί έλεγχοι ασκούνται στην αγορά, και ιδιαίτερα στις αγορές των μέσων παραγωγής (εργασία, κεφάλαιο, γη) τόσο πιο δύσκολο είναι να διασφαλιστεί η ελεύθερη ροή τους με ελάχιστο κόστος. Για παράδειγμα, η νομοθεσία για την προστασία της εργασίας έκανε την αγορά εργασίας λιγότερο ελαστική και, συνακόλουθα, τη ροή εργασίας λιγότερο ομαλή, ή πιο ακριβή. Γιαυτό και, ιστορικά, αυτοί που είχαν ιδιωτικό έλεγχο πάνω στα μέσα παραγωγής κατεύθυναν πάντοτε τις προσπάθειές τους προς την περαιτέρω αγοραιοποίηση της οικονομίας, δηλαδή, προς την ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων πάνω στην αγορά.

  • τη συνεχή ροή επενδύσεων σε νέες τεχνικές, μεθόδους παραγωγής και προϊόντα, σε μια προσπάθεια να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα και τους δείκτες πωλήσεων (μια λογική που εκφράζεται προσφυώς από το μότο «ανάπτυξη ή θάνατος»).[23] Το αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής είναι η οικονομική ανάπτυξη. Κατά συνέπεια, δεν αποτελεί σύμπτωση το ότι «η σύγχρονη ιδέα της ανάπτυξης διαμορφώθηκε πριν από τέσσερις περίπου αιώνες στην Ευρώπη, όταν η οικονομία και η κοινωνία άρχισαν να διαχωρίζονται»[24] ―αν και η ίδια η οικονομία ανάπτυξης εμφανίστηκε πολύ αργότερα, μετά την ανάδυση της οικονομίας της αγοράς  στην αρχή του 19ου αιώνα, και άνθισε μόνο κατά την περίοδο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Στη συνέχεια του κεφαλαίου θα εξετάσουμε τη διαδικασία αγοραιοποίησης ενώ η οικονομία ανάπτυξης θα εξετασθεί στο δεύτερο κεφάλαιο.

 

Όσον αφορά τη διαδικασία αγοραιοποίησης, μπορούμε να διακρίνουμε τρεις κύριες ιστορικές φάσεις:

 

1) τη φιλελεύθερη φάση, η οποία, μετά από μια μεταβατική περίοδο προστατευτισμού οδήγησε

2) στην κρατικιστική φάση και, τέλος,

3) τη σημερινή νεοφιλελεύθερη φάση.

 

 

1.2. Η διαδικασία αγοραιοποίησης: η φιλελεύθερη φάση

 

Η μετάβαση προς την οικονομία της αγοράς, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, εξέφραζε τον διαχωρισμό της κοινωνίας από την οικονομία. Από τη στιγμή που έγινε αυτός ο διαχωρισμός, η λογική του συστήματος δημιούργησε τη δική του ασταμάτητη δυναμική. Αυτοί που έλεγχαν την παραγωγή έπρεπε να είναι «αποτελεσματικοί» (σε όρους πωλήσεων και κόστους) προκειμένου να επιβιώσουν σ’ ένα σύστημα με βάση την αγορά. Η αποτελεσματικότητα με τη σειρά της εξαρτιόταν, όπως είδαμε πιο πάνω, από τις επενδύσεις σε νέες τεχνικές και προϊόντα και τη συνακόλουθη μαζική επέκταση της παραγωγής (δηλαδή, οικονομική ανάπτυξη) και από τη διασφάλιση της ελεύθερης ροής «εργασίας» και «γης» με ελάχιστο κόστος (δηλαδή, αγοραιοποίηση). Η πρώτη πυροδότησε τη δυναμική «ανάπτυξη ή θάνατος» που χαρακτηρίζει την παραγωγή της οικονομίας της αγοράς και οδήγησε στη σημερινή πολυδιάστατη κρίση. Η δεύτερη συνεπαγόταν την εμπορευματοποίηση της εργασίας και της γης. Αλλά, όπως επισημαίνει ο Polanyi:

(…) η εργασία και η γη δεν είναι τίποτα άλλο από τα ίδια τα ανθρώπινα όντα, από τα οποία αποτελείται κάθε κοινωνία, και το φυσικό περιβάλλον μέσα στο οποίο αυτή υπάρχει. Το να περιλαμβάνεις την εργασία και τη γη στο μηχανισμό της αγοράς σημαίνει να υποτάσσεις την ίδια την ουσία της κοινωνίας στους νόμους της αγοράς.[25]

Κατά την άποψή μου, η σημαντική συνεισφορά του Polanyi ήταν ότι εξέφρασε τη θεμελιώδη αντίφαση της οικονομίας της αγοράς όχι με όρους μιας οικονομικής σύγκρουσης  μεταξύ των παραγωγικών  σχέσεων και των παραγωγικών δυνάμεων (όπου οι παραγωγικές σχέσεις από μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων «μετατρέπονται σε δεσμά τους») όπως υπέθεσε ο Μαρξ,[26] αλλά με όρους μιας ευρύτερης κοινωνικής σύγκρουσης μεταξύ των απαιτήσεων της οικονομίιας της αγοράς και αυτών της κοινωνίας. Συγκεκριμένα, με όρους της σύγκρουσης που δημιουργήθηκε από το γεγονός ότι σε μια οικονομία της αγοράς η εργασία και η γη πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν αυθεντικά εμπορεύματα, με τις ελεύθερες και πλήρως αναπτυγμένες αγορές τους, ενώ στην πραγματικότητα, δεν είναι παρά πλασματικά εμπορεύματα.

 

Έτσι, μόλις εγκαθιδρύθηκε η οικονομία της αγοράς, ξεκίνησε μια ακατάπαυστη κοινωνική πάλη. Σχηματικά, πρόκειται για την πάλη μεταξύ αυτών που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς, δηλαδή την καπιταλιστική ελίτ που ελέγχει την παραγωγή και τη διανομή, και της υπόλοιπης κοινωνίας. Αυτοί που έλεγχαν την οικονομία της αγοράς στόχευαν στην όσο το δυνατό μεγαλύτερη αγοραιοποίηση της εργασίας και της γης, δηλαδή στην ελαχιστοποίηση – και στην καλύτερη περίπτωση, στην εξάλειψη – όλων των κοινωνικών ελέγχων πάνω σ’ αυτές, έτσι ώστε να μπορεί να διασφαλιστεί η ελεύθερη ροή τους, με ελάχιστο κόστος. Από την άλλη μεριά, αυτοί που βρίσκονταν στο άλλο άκρο, ιδιαίτερα η αναπτυσσόμενη εργατική τάξη, στόχευαν στη μεγιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων στην εργασία και τη γη, δηλαδή στη μεγιστοποίηση της αυτοπροστασίας της κοινωνίας ενάντια στα δεινά της οικονομίας της αγοράς, ιδιαίτερα της ανεργίας και της φτώχειας. Στο θεωρητικό και πολιτικό επίπεδο, η σύγκρουση αυτή εκφράστηκε με την αντίθεση μεταξύ του οικονομικού φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού (με την ευρεία έννοια). Ο οικονομικός φιλελευθερισμός στόχευε στην εγκαθίδρυση μιας μεγαλης αυτορυθμιζόμενης αγοράς, χρησιμοποιώντας ως κύρια μέσα την έλλειψη κυβερνητικού παρεμβατισμού (laisser-faire), το ελεύθερο εμπόριο και τους ρυθμιστικούς ελέγχους. Από την άλλη μεριά, ο σοσιαλισμός στόχευε στη διαφύλαξη των ανθρώπων (αλλά όχι και της φύσης, δεδομένης της σοσιαλιστικής ταύτισης της Προόδου με την οικονομική ανάπτυξη, βλ. Κεφάλαιο 2) καθώς και της παραγωγικής οργάνωσης, χρησιμοποιώντας ως κύρια μέσα τους κοινωνικούς ελέγχους πάνω στις αγορές. Η πάλη αυτή αποτέλεσε το βασικό στοιχείο της ευρωπαϊκής ιστορίας, από τη Βιομηχανική Επανάσταση μέχρι σήμερα. Έτσι, την ανάδυση του πρώιμου οικονομικού φιλελευθερισμού, σε συνθήκες, όπως θα δούμε,  που δεν διασφάλιζαν τη διαρκή αναπαραγωγή του (φιλελεύθερη φάση της αγοραιοποίησης) ακολούθησε η άνοδος του σοσιαλιστικού κρατισμού, που τον ορίζουμε  ως την ιστορική παράδοση που θεωρεί την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας, με νόμιμα ή επαναστατικά μέσα, ως την  αναγκαία συνθήκη  για την επίτευξη ριζικών κοινωνικών αλλαγών. Τον σοσιαλιστικό κρατισμό διαδέχτηκε στη συνέχεια ο σημερινός ώριμος νεοφιλελευθερισμός (νεοφιλελεύθερη φάση).

 

 

Η έλευση του οικονομικού φιλελευθερισμού

 

Μόλις συντελέστηκε η μετάβαση από τις κοινωνικά ελεγχόμενες αγορές σ’ ένα σύστημα αυτορυθμιζόμενων αγορών στο τέλος του 18ου αιώνα (η θεσμοποίηση της φυσικής κινητικότητας της εργασίας στην Αγγλία το 1795 αποτέλεσε ένα σημαντικό βήμα σ’ αυτή τη μετάβαση), η διαμάχη μεταξύ αυτών που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς και της υπόλοιπης κοινωνίας άρχισε για τα καλά. Έτσι, σχεδόν αμέσως, αναδύθηκε ένα πολιτικό κίνημα της βιομηχανικής εργατικής τάξης και, σαν αποτέλεσμα της πίεσής του, εισήχθησαν νόμοι ρυθμίζοντες τις εργασιακές συνθήκες στα εργοστάσια, καθώς και κοινωνική νομοθεσία. Το 1824, για παράδειγμα, αποσύρθηκαν οι British Combination Acts του 1799 και 1800, που όριζαν ότι τα συνδικάτα συνιστούσαν συνομωσία ενάντια στο κοινό, επειδή περιόριζαν το εμπόριο. Όμως, όλες αυτές οι θεσμικές ρυθμίσεις ήταν ασύμβατες με την αυτορύθμιση των αγορών και την ίδια την οικονομία της αγοράς. Η ασυμβατότητα αυτή οδήγησε σ’ ένα αντι-κίνημα από την πλευρά αυτών που έλεγχαν την οικονομία της αγοράς στην Αγγλία, το οποίο κατέληξε στη λήψη νομοθετικών μέτρων  για την εγκαθίδρυση μιας ανταγωνιστικής αγοράς εργασίας (1834), στην επέκταση της ελευθερίας των συμβολαίων και οσον αφορά τις δικαιοπραξίες πάνω στη γη (μεταξύ 1830 και 1860) και στην κατάργηση η μείωση των δασμών στις εξαγωγές και  εισαγωγές αντίστοιχα (δεκαετία του 1840). Στην πραγματικότητα, οι δεκαετίες του 1830 και του 1840 (όπως αντίστοιχα σήμερα οι δεκαετίες του 1980 και 1990) σημαδεύτηκαν από μια έκρηξη της νομοθεσίας που ανακαλούσε περιοριστικές ρυθμίσεις (απορύθμιση αγορών) και από μια προσπάθεια να τεθούν τα θεμέλια για μια αυτορυθμιζόμενη αγορά: ελεύθερο εμπόριο,  ανταγωνιστική αγορά εργασίας και  Κανόνας Χρυσού – δηλαδή, το σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών όπου η αξία ενός νομίσματος καθοριζόταν σε σταθερή ισοτιμία («κλειδωνόταν») με τον χρυσό.

 

Όσον αφορά συγκεκριμένα τον Κανόνα Χρυσού (ο οποίος υιοθετήθηκε από τη Βρετανία ήδη από το 1821, για να ακολουθήσουν η Γαλλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες στη δεκαετία του 1850 και η Γερμανία το 1870, μέχρις ότου αποκτήσει καθολική ισχύ το 1880), κεντρικό χαρακτηριστικό στοιχείο του ήταν  ο  αυτόματος μηχανισμός  προσαρμογής που υποτίθεται ότι διέθετε. Ο στόχος του Κανόνα  Χρυσού ήταν η δημιουργία ενός σταθερού διεθνούς περιβάλλοντος για το παγκόσμιο εμπόριο, ανάλογου με το σταθερό εγχώριο περιβάλλον που είχε ήδη εγκαθιδρυθεί για το εθνικό εμπόριο. Με άλλα λόγια, η δημιουργία μιας διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς μέσω της καθιέρωσης σταθεράς ισοτιμίας μεταξύ των νομισμάτων.

 

Μια «καθαρή» μορφή Κανόνα Χρυσού θα απαιτούσε να εγκαταλείψουν οι χώρες τις λειτουργίες που επιτελούν οι κεντρικές τους τράπεζες, όπως συνιστούσε ο Ludwig von Mises, δεδομένου ότι οι δραστηριότητες των κεντρικών τραπεζών αποτελούν μορφή παρέμβασης στη λειτουργία ενός αυτορυθμιζόμενου συστήματος. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην περίπτωση που οι κεντρικές τράπεζες καθοδηγούνται στις δραστηριότητές τους από πολιτικά (με την ευρεία έννοια) κριτήρια, εκφράζοντας την αυτοπροστασία της κοινωνίας ενάντια στη λειτουργία του μηχανισμού της αγοράς. Όμως, μια τέτοια καθαρή μορφή δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Αντίθετα, το σύστημα συνδέθηκε ιστορικά με τη δημιουργία  χαρτονομισμάτων των οποίων η αξία στηριζόταν στην κυριαρχία των κεντρικών τραπεζών που τα εξέδιδαν. Συγχρόνως, το εθνικό νόμισμα έπαιξε έναν κρίσιμο ρόλο στην καθιέρωση του έθνους-κράτους ως καθοριστικής οικονομικής και πολιτικής μονάδας. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι μόνο οι χώρες οι οποίες είχαν νομισματικά συστήματα που τα έλεγχαν κεντρικές τράπεζες εθεωρούντο κυρίαρχα κράτη. Έτσι, τόσο το νόμισμα όσο και η κεντρική τράπεζα δεν αποτελούσαν απλώς εκφράσεις ενός νέου εθνικισμού, αλλά αναγκαίες προϋποθέσεις για την προστασία του εισοδήματος και της απασχόλησης από τις συνέπειες του Κανόνα Χρυσού.

 

Η μετάβαση προς το ελεύθερο εμπόριο κορυφώθηκε στη δεκαετία του 1870, η οποία σηματοδότησε το τέλος των προνομιακών εμπορικών μπλοκ και των περιορισμών στο εμπόριο που χαρακτήριζαν την ανάπτυξη των αποικιακών αυτοκρατοριών κατά την περίοδο πριν από το 1800. Μολονότι κατά την περίοδο αυτή δεν επιτεύχθηκε το ελεύθερο εμπόριο σε παγκόσμια κλίμακα, μιας και, στο τέλος, μόνο η Βρετανία και η Ολλανδία υιοθέτησαν πολιτικές πλήρως ελεύθερου εμπορίου, για μια σύντομη περίοδο, στη δεκαετία του 1860 και 1870, ο κόσμος έφτασε κοντά σ’ ένα αυτορυθμιζόμενο σύστημα, όπως το είχε οραματιστεί η κλασική οικονομική θεωρία.[27]

 

Η πρώτη, επομένως, προσπάθεια για μια διεθνοποιημένη οικονομία έγινε τον 19ο αιώνα. Αυτό καταδεικνύεται από την τεράστια αύξηση της κίνησης εμπορευμάτων, κεφαλαίου και  εργασίας που συντελέστηκε κατά την περίοδο αυτή. Η αύξηση αυτή δεν αποτελούσε φυσικά μια μη αναμενόμενη εξέλιξη, δεδομένου ότι προϋπόθεση για την αναπαραγωγή της πρόσφατα εγκαθιδρυμένης οικονομίας της αγοράς ήταν η συνεχής ανάπτυξη της, και ότι η ανάπτυξη αυτή απαιτούσε με τη σειρά της τη συνεχή διεύρυνση της αγοράς, αρχικά της εγχώριας και εν συνεχεία της εξωτερικής αγοράς. Αναφορικά με τη διεύρυνση του εμπορίου, υπολογίζεται ότι η αξία του διεθνούς εμπορίου διπλασιάστηκε μεταξύ 1830 και 1850 και τουλάχιστον τριπλασιάστηκε, εάν δεν τετραπλασιάστηκε, κατά την περίοδο μέχρι το 1880, φτάνοντας ένα μέσο ποσοστό ετήσιας αύξησης της τάξης του 5,3% κατά την περίοδο 1840-70.[28] Όσον αφορά στη κίνηση κεφαλαίου, από το τέλος των Ναπολεόντιων πολέμων ως τα μέσα της δεκαετίας του 1850, περίπου 2.000 εκατομμύρια δολάρια επενδύθηκαν στο εξωτερικό. Το 1870, η αξία των επενδύσεων αυτών είχε τριπλασιαστεί και το 1900 έφτανε συνολικά τα 23.000 εκατομμύρια δολάρια, για να ανέβει στα 43.000 εκατομμύρια δολάρια το 1914.[29] Όσο για την κίνηση εργασίας, μεταξύ 1821 και 1915 η συνολική καταγεγραμμένη παγκόσμια μετανάστευση ξεπερνούσε τα 51 εκατομμύρια ανθρώπους.[30]

 

Είναι συνεπώς προφανές ότι το διεθνές εμπόριο και η διεθνής κίνηση κεφαλαίου και εργασίας έπαιξαν κεντρικό ρόλο στην μετατροπή  της οικονομίας της αγοράς  σε οικονομία  ανάπτυξης ―αν και ο βαθμός στον οποίο η οικονομική ανάπτυξη των επιμέρους χωρών εξαρτιόταν από την ύπαρξη της διεθνούς οικονομίας εξακολουθεί ν’ αποτελεί ζήτημα προς διερεύνηση. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι ο ρυθμός της μετατροπής διέφερε από χώρα σε χώρα, ανάλογα κυρίως με τη διαθεσιμότητα ελαστικών αγορών[31] πράγμα που, όπως θα δούμε στη συνέχεια,  αποτελεί ένα κρίσιμο παράγοντα για την αποτυχία της πρώτης προσπάθειας στην ιστορία να εγκαθιδρυθεί  μια φιλελεύθερη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς.

 

 

Η εμφάνιση του προστατευτισμού και του εθνικισμού

 

Η προσπάθεια εγκαθίδρυσης μιας καθαρά φιλελεύθερης διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, με την έννοια του ελεύθερου εμπορίου, της ανταγωνιστικής αγοράς εργασίας και του Κανόνα  Χρυσού, δεν κράτησε πάνω από 40 χρόνια, και ως τις δεκαετίες του 1870 και 1880 ο προστατευτισμός είχε επιστρέψει. Έτσι, ο στόχος για την απελευθέρωση των αγορών κατά την πρώτη φάση της διαδικασίας αγοραιοποίησης είχε το παράδοξο αποτέλεσμα να οδηγήσει σε μεγαλύτερη προστασία: είτε εξαιτίας πίεσης από την πλευρά αυτών που έλεγχαν την παραγωγή για την λήψη μέτρων που θα τους  προστάτευαν από τον ξένο ανταγωνισμό, είτε εξαιτίας πίεσης από την πλευρά της υπόλοιπης κοινωνίας για τη λήψη μέτρων που θα την προστάτευαν από τον ίδιο τον μηχανισμό της αγοράς. Και οι δυο τύποι προστατευτισμού είχαν σαν αποτέλεσμα την υπονόμευση της διαδικασίας αγοραιοποίησης, όπως θα δούμε  στο επόμενο τμήμα του κεφαλαίου αυτού.

 

Όσον αφορά στον προστατευτισμό προς όφελος αυτών που έλεγχαν την οικονομία της αγοράς, η επιστροφή του προστατευτισμού με τη μορφή δασμών και άλλων περιορισμών του εμπορίου ήταν προφανής στη δεκαετία του 1880 και ενισχύθηκε από την παράλληλη εμφάνιση του εθνικισμού. Ο προστατευτισμός έγινε περισσότερο ορμητικός σ’ ολόκληρη την περίοδο από το 1880 ως το 1913 όταν στην πράξη είχαν απομείνει μόνο η Βρετανία, η Ολλανδία και η Δανία να επιμένουν στο ελεύθερο εμπόριο. Παρόλα αυτά, το εμπόριο εξακολούθησε να διευρύνεται, αν και όχι με τόσο ταχύ ρυθμό όσο κατά την προηγούμενη περίοδο του 1840-70. Έτσι, στην περίοδο 1840-1914 το παγκόσμιο εμπόριο αναπτύχθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 3,4%, ρυθμός που ήταν αρκετά μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο της αύξησης της παραγωγής (2,1% το χρόνο). Κατά συνέπεια, ο λόγος του διεθνούς εμπορίου προς την παραγωγή από μόλις 3% το 1800 είχε φτάσει το 33% το 1913.[32]

 

Ταυτόχρονα, ο προστατευτισμός με τη μορφή κοινωνικών ελέγχων (με τη στενή έννοια) πάνω στην αγορά εντάθηκε επίσης. Ακόμα και οι Βρετανοί φιλελεύθεροι αναγκάστηκαν να νομιμοποιήσουν τις δραστηριότητες των εργατικών συνδικάτων το 1871. Επίσης σημαντικό ήταν ότι όχι μόνο η Αγγλία, αλλά και η Γαλλία και η Πρωσία πέρασαν από μια παρόμοια διαδικασία. Δηλαδή, την διαδικασία όπου την περίοδο απουσίας κυβερνητικού παρεμβατισμού ακολουθεί μια περίοδος αντιφιλελεύθερης νομοθεσίας σε σχέση με τη δημόσια υγεία, τις εργασιακές συνθήκες, την κοινωνική ασφάλιση, τις  υπηρεσίες κοινής ωφέλειας και ούτω καθεξής. Έτσι, όπως παρατηρεί ο Will Hutton, «στο τέλος του δέκατου ένατου αιώνα, σ’ ολόκληρη την Ευρώπη και τις Η.Π.Α., οι κυβερνήσεις θεσμοθετούσαν τον περιορισμό του laisser-faire αρχικά, με την καθιέρωση των κρατικών επιθεωρήσεων στα εργοστάσια και την προσφορά ενός στοιχειώδους επίπεδου εκπαίδευσης και στη συνέχεια με την παροχή ενός εισοδήματος στοιχειώδους συντήρησης στους ηλικιωμένους και τους άνεργους.»[33] Η διαδικασία αυτή είχε ως αποτέλεσμα ότι, ως τις αρχές του εικοστού αιώνα, είχε θεσμοθετηθεί κάποιου είδους κοινωνική νομοθεσία σχεδόν σε κάθε προηγμένη οικονομία της αγοράς.[34]

 

Κατά συνέπεια, αν στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα η κυρίαρχη φιλοσοφία ήταν διεθνιστική, με τη μορφή του φιλελεύθερου εθνικισμού (ελεύθερο εμπόριο κ.τ.λ.), ως τη δεκαετία του 1870 ο φιλελεύθερος εθνικισμός είχε αρχίσει να μετατρέπεται σε εθνικό (ή εθνικιστικό) φιλελευθερισμό, με έμφαση στον προστατευτισμό στο εσωτερικό και τον ιμπεριαλισμό στο εξωτερικό. Αποτέλεσμα τέτοιων προστατευτικών πιέσεων ήταν ότι ως το τέλος της ύφεσης του 1873-86, που σήμανε το τέλος του πρώτου πειράματος με τον καθαρό οικονομικό φιλελευθερισμό, η Γερμανία είχε ήδη καθιερώσει ένα ολοκληρωμένο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και είχε ορθώσει ψηλά δασμολογικά τείχη, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν επιβάλλει ακόμα μεγαλύτερους δασμούς, παρ’ όλη τη δέσμευσή τους στις ελεύθερες αγορές.

 

Με μια έννοια, και οι δυο τύποι προστατευτισμού (δηλαδή, οι δασμοί και οι κοινωνικοί έλεγχοι) συνέβαλαν στην ανάδυση του εθνικισμού, ενός κινήματος που βρισκόταν σε μεγάλη άνοδο κατά το δεύτερο μέρος του περασμένου αιώνα, ιδιαίτερα μεταξύ των «αργοπορημένων» στο κλάμπ των εθνών-κρατών, τη Γερμανία και την Ιταλία. Η απαίτηση, επομένως,  για το σχηματισμό εθνών-κρατών δεν εξέφραζε απλώς την ανάγκη αυτών που έλεγχαν την οικονομία να ξεφορτωθούν τους διάφορους εμπορικούς και βιομηχανικούς νόμους, που είχαν γίνει αβάσταχτο εμπόδιο στην από μέρους τους ανάπτυξη της βιομηχανίας και του εμπορίου, όπως υποστήριζε ο Έγκελς σε σχέση με το σχηματισμό του γερμανικού έθνους-κράτους:

Το αίτημα για μια ενωμένη «πατρίδα» είχε ένα πολύ υλικό θεμέλιο (...) ήταν το αίτημα που προέκυπτε από τις άμεσες ανάγκες των πρακτικών επιχειρηματιών και βιομήχανων για την εξάλειψη όλης της ιστορικά ξεπερασμένης σαβούρας που εμπόδιζε την ελεύθερη ανάπτυξη της βιομηχανίας και του εμπορίου.[35]

Στην πραγματικότητα, το έθνος-κράτος, μετά την ιστορική του νίκη επί των εναλλακτικών συνομοσπονδιακών μορφών οργάνωσης, θεωρείτο ως η μοναδική κοινωνική μορφή που μπορούσε να παρέχει αποτελεσματική προστασία όχι μόνο στο εγχώριο κεφάλαιο  από τον ανταγωνισμό της  διεθνούς αγοράς, αλλά και στην εργασία και τη γη από τις επιζήμιες συνέπειες της εγχώριας αγοράς. Κατά συνέπεια, η εμφάνιση του εθνικισμού δεν μπορεί να ειδωθεί ανεξάρτητα από την ανάδυση  της οικονομίας της αγοράς και ήταν τόσο «αναπόφευκτη» όσο και η εμφάνιση του κράτους-έθνους και της οικονομίας της αγοράς. Με άλλα λόγια, ο εθνικισμός δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μια αναπόφευκτη διάσταση της νεωτερικότητας[36], εκτός εάν ειδωθεί στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης προβληματικής που υποθέτει ότι ο μόνος εφικτός ιστορικός δρόμος  ήταν αυτός που η Ιστορία ακολούθησε στην πραγματικότητα.

 

Ο προστατευτισμός οδηγεί στον κρατισμό

 

Ο προστατευτισμός, και στις δυο μορφές που εξετάσαμε παραπάνω, υπονόμευσε την οικονομία της αγοράς που είχε εγκαθιδρυθεί τον δέκατο ένατο αιώνα και, στην πραγματικότητα, οδήγησε σχεδόν στην κατάρρευσή της τον εικοστό αιώνα. Έτσι, ο προστατευτισμός υπονόμευσε :

  • πρώτον, την εγχώρια οικονομία της αγοράς, διαστρεβλώνοντας το μηχανισμό των τιμών και παρεμποδίζοντας την αυτορύθμιση των αγορών, έτσι ώστε, στο τέλος, όπως παρατηρεί ο Polanyi, «η μη προσαρμογή των διαρθρώσεων τιμών και κόστους παρέτεινε τις υφέσεις, η μη προσαρμογή του εξοπλισμού επιβράδυνε τη ρευστοποίηση ανεπικερδών επενδύσεων, [και] η μη προσαρμογή των επίπεδων τιμών και εισοδήματος προκαλούσε κοινωνική ένταση».[37]

  • δεύτερον, την παγκόσμια οικονομία της αγοράς, οδηγώντας σε αποικιακή αντιπαλότητα και ανταγωνισμό για τις αγορές που παρέμεναν ακόμα απροστάτευτες. Ως αποτέλεσμα των προστατευτικών πολιτικών, η παγκόσμια οικονομία, στην οποία είχε στηριχθεί το σύστημα  ισορροπίας δυνάμεων του δέκατου ένατου αιώνα, άρχισε να αποσυντίθεται. Αυτό οδήγησε αναπόφευκτα στην παρ’ ολίγο κατάρρευση του ίδιου του συστήματος, επειδή, όπως έχει πειστικά δείξει ο Polanyi,[38] η «ειρήνη των 100 χρόνων» (1815-1914) στηριζόταν αποφασιστικά σε δύο ελευθερίες: την ελευθερία του εμπορίου και την ελευθερία του κεφαλαίου. Μόλις, επομένως, η αποικιακή αντιπαλότητα άρχισε να έχει τις συνέπειές της και στις δύο αυτές ελευθερίες, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος έγινε αναπόφευκτος.

Δεν ήταν όμως μόνο το σύστημα ισορροπίας δυνάμεων που κατέρρευσε, ως αποτέλεσμα των προστατευτικών πολιτικών. Το σύστημα  του Κανόνα  Χρυσού, στο οποίο στηριζόταν η συναλλαγματική σταθερότητα, δεν ήταν, επίσης, σε θέση να αντέξει στις πιέσεις του προστατευτισμού. Η προϋπόθεση για την αποτελεσματική λειτουργία του μηχανισμού προσαρμογής του (του μηχανισμού δηλαδή που υποτίθεται ότι εξαλείφει τις ανισορροπίες στα ισοζύγια πληρωμών  των χωρών που μετέχουν στο σύστημα) ήταν ότι η προσαρμογή θα έπρεπε να επιτευχθεί μέσω αλλαγών στις «ονομαστικές» μεταβλητές (τιμές, μισθοί, επιτόκια) και όχι μέσω των πολύ πιο επώδυνων —κοινωνικά και οικονομικά— αλλαγών στις «πραγματικές» μεταβλητές (παραγωγή, απασχόληση).

 

Όμως, τα προστατευτικά μέτρα, είτε προς όφελος αυτών που έλεγχαν την οικονομία της αγοράς (δασμοί κ.τ.λ.) είτε προς όφελος της υπόλοιπης κοινωνίας (κοινωνική ασφάλιση, προστασία των συνδικαλιστικών ελευθεριών κ.τ.λ.) είχαν ως αποτέλεσμα τη διαστρέβλωση των μισθών και των τιμών και κατά συνέπεια την παρεμπόδιση της αποτελεσματικής λειτουργίας του μηχανισμού προσαρμογής, ο οποίος τελικά έπρεπε να στηρίζεται σε αλλαγές στο εισόδημα και την απασχόληση για να επιτυγχάνει την απαιτούμενη προσαρμογή.

 

Έτσι, στη δεκαετία του 1920 δημιουργήθηκαν σοβαρά εμπόδια στην αυτορυθμιστική λειτουργία του μηχανισμού της αγοράς,[39] όχι μόνο για καθαρά  οικονομικούς λόγους (ανάγκη προστασίας των νομισμάτων), αλλά επίσης και για  πολιτικούς λόγους  (ανάγκη μείωσης της κοινωνικής έντασης στον απόηχο της Ρωσικής Επανάστασης του 1917). Οι μισθοί έγιναν «ανελαστικοί». Στη Βρετανία, για παράδειγμα, όπως επισημαίνει ο D. Moggridge: «Η Γενική Απεργία (1926) απομάκρυνε την πιθανότητα εκτεταμένων περικοπών στους μισθούς και στο κόστος, μόνο και μόνο επειδή οι απόπειρες περικοπών θα είχαν υπερβολικό κοινωνικό και οικονομικό κόστος.»[40] Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα ήταν η κατάρρευση του συστήματος του Κανόνα  Χρυσού στη δεκαετία του 1930, γεγονός που ήταν  κρίσιμο  για την άνοδο του κρατισμού. Στην πραγματικότητα, η εγκατάλειψη του Κανόνα  Χρυσού αποτελούσε αναγκαία συνθήκη για τη διεύρυνση του οικονομικού ρόλου του κράτους. Και αυτό, διότι, οι πολιτικές ελλειμματικού προϋπολογισμού –ένα βασικό εργαλείο του κρατισμού– δεν ήταν συμβατές με τον Κανόνα Χρυσού που απαιτούσε να υποτάσσεται η εγχώρια οικονομική πολιτική στην επίτευξη ισορροπίας στο  ισοζύγιο πληρωμών. Για παράδειγμα, κατά τη Μεγάλη Ύφεση, χώρες με ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών υποχρεωνόντουσαν από το σύστημα να υφίστανται περαιτέρω μειώσεις των εισοδημάτων και της απασχόλησης προκειμένου να επιτύχουν εξωτερική ισορροπία. Αυτό συνέβαινε τη στιγμή που εκατομμύρια ανθρώπων ήταν άνεργοι και οι επεκτατικές πολιτικές ήταν αναγκαίες για τη μείωση της ανεργίας!

 

Η κατάρρευση του Κανόνα Χρυσού αντανακλούσε στην πραγματικότητα την αποσύνθεση της παγκόσμιας οικονομίας, που είχε ήδη αρχίσει από τις αρχές του αιώνα, ως αποτέλεσμα των σοβαρών διαστρεβλώσεων που είχαν εισαχθεί στην ελεύθερη λειτουργία των αγορών από την αντιφιλελεύθερη νομοθεσία (εργασιακοί νόμοι, ασφάλιση των ανέργων), τη δράση των συνδικάτων και ούτω καθεξής. Στο βαθμό που η αυτοπροστασία της κοινωνίας έναντι της οικονομίας της αγοράς είχε επιτύχει, η ίδια η οικονομία της αγοράς είχε αποδυναμωθεί και όδευε στη σχεδόν κατάρρευση της τη δεκαετία του 1930, κατά τη Μεγάλη Ύφεση. Συνεπώς, όπως τονίζει και ο Polanyi, ήταν η κατάρρευση του καθαρού φιλελευθερισμού που έθεσε τα θεμέλια για την παρολίγο κατάρρευση της ίδιας της οικονομίας της αγοράς στο μεσοπόλεμο, ανοίγοντας το δρόμο για την άνοδο του κρατισμού. Έτσι, όπως αποδίδει ο Goldfrank τις σκέψεις του Polanyi πάνω στο ζήτημα:

Καθώς τα έθνη εμπλέκονταν περισσότερο στην παγκόσμια αγορά, τα πιο ισχυρά στράφηκαν στην κοινωνική νομοθεσία, τους δασμούς και σε άλλες μορφές προστατευτισμού για να αμβλύνουν τις συνέπειες των άνισων ανταλλαγών. Ένα μικρό βήμα χώριζε τον προστατευτισμό και τον ιμπεριαλισμό από τον παγκόσμιο πόλεμο και, αντίστοιχα,  την άστοχη μεταπολεμική απόπειρα αποκατάστασης του Κανόνα Χρυσού από τη Μεγάλη Ύφεση.[41]

 

 

1.3. Η διαδικασία αγοραιοποίησης: η κρατικιστική φάση

 

Το αποτέλεσμα της αποσύνθεσης της παγκόσμιας οικονομίας και της κατάρρευσης του Κανόνα  Χρυσού ήταν ότι όλες οι μεγάλες χώρες εισήλθαν σε μια περίοδο κρατικού παρεμβατισμού για τον έλεγχο της οικονομίας. Με άλλα λόγια, εισήλθαν στην περίοδο του κρατισμού. Αυτό ήταν ένα  γεγονός που σηματοδοτούσε μια νέα φάση στη διαδικασία αγοραιοποίησης. Μια φάση, που, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς, αποτελούσε τη λογική κατάληξη του προστατευτισμού ο οποίος άνθισε κατά τη διάρκεια και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο[42] και έφτασε στο απόγειο του τη δεκαετία του 1930 με την υιοθέτηση πολλών  άμεσων περιορισμών στο εμπόριο ( ποσοστώσεις, συναλλαγματικοί έλεγχοι κ.λπ.).

 

Το ακραίο παράδειγμα κρατισμού ήταν  φυσικά η σταλινιική Ρωσία, όπου, για πρώτη φορά από την εγκαθίδρυση της οικονομίας της αγοράς τον δέκατο ένατο αιώνα, έγινε μια «συστημική» προσπάθεια αντιστροφής της διαδικασίας αγοραιοποίησης. Μολονότι η διαδικασία αυτή άρχισε με την επανάσταση του 1917 ήταν στη δεκαετία του 1930 που η κολλεκτιβοποίηση των χωραφιών επέφερε την απόσυρση της γης από την αγορά. Η εξέλιξη αυτή μπορεί, επίσης, να αποδοθεί στην αποσύνθεση της παγκόσμιας οικονομίας, που είχε ως αποτέλεσμα την αδυναμία της να απορροφήσει το αγροτικό πλεόνασμα της Ρωσίας, πράγμα που εμπόδισε το σοβιετικό καθεστώς να βασίσει τη βιομηχανική του ανάπτυξη στις εισαγωγές μηχανών από τη Δύση. Επιπλέον, η εισαγωγή των πενταετών πλάνων σήμαινε την απόσυρση από την αγορά των πιο σημαντικών οικονομικών αποφάσεων. Εντούτοις, οι αποφάσεις αυτές δεν περιήλθαν στη δικαιοδοσία του κοινωνικού συνόλου. Όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο, η συγκέντρωση της πολιτικής και οικονομικής δύναμης στα χέρια της γραφειοκρατίας του Κομμουνιστικού Κόμματος, σε συνδυασμό με τη μη-εγκατάλειψη του συστήματος της μισθωτής εργασίας, σήμαιναν ότι το αποτέλεσμα που είχε ο σοσιαλιστικός κρατισμός στην Ανατολική Ευρώπη –από την οπτική γωνία της συγκέντρωσης δύναμης– ήταν απλώς η αλλαγή των προσώπων που απάρτιζαν την κυρίαρχη ελίτ και όχι η εξάλειψη της ίδιας της ελίτ. Με άλλα λόγια, τη θέση στην κυρίαρχη ελίτ των καπιταλιστών που έλεγχαν έμμεσα – μέσω του συστήματος της αγοράς– την οικονομική διαδικασία (δηλαδή, τι, πόσο και για ποιον παράγεται), πήραν απλώς οι γραφειοκράτες, που έλεγχαν την οικονομική διαδικασία άμεσα μέσω του συστήματος κεντρικού σχεδιασμού.

 

Δεν ήταν όμως μόνο η Ρωσία (την οποία ακολούθησαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο διάφορες άλλες χώρες στην περιφέρεια και την ημιπεριφέρεια του καπιταλιστικού συστήματος) που εισήγαγε τον κρατισμό. Κατά την περίοδο μεταξύ των μέσων της δεκαετίας του 1930 ως τα μέσα της δεκαετίας του 1970, ο ενεργός κρατικός παρεμβατισμός για τον έλεγχο του μηχανισμού της αγοράς αποτελούσε τον κανόνα σ’ ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο. Αν και οι μορφές του κρατισμού στη Δύση δεν ήταν τόσο συνεκτικές όσο στην Ανατολή και, φυσικά, δεν πήραν ποτέ τη μορφή μιας «συστημικής» αλλαγής, ο στόχος, ιδιαίτερα κατά την περίοδο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν παρόμοιος. Με άλλα λόγια, στόχος δεν ήταν να βοηθηθεί η άνθιση του ιδιωτικού τομέα, κάτω από κάποιους στοιχειώδεις κοινωνικούς ελέγχους, (όπως, για παράδειγμα, συμβαίνει με την οικονομική πολιτική του Κλίντον ή με την οικονομική πολιτική του «νέου» Βρετανικού Εργατικού Κόμματος υπό την ηγεσία του Τόνυ Μπλαιρ σήμερα), αλλά μάλλον να υποκατασταθεί ο ίδιος ο ιδιωτικός τομέας, ιδιαίτερα στους τομείς όπου είχε αποτύχει να καλύψει τις ανάγκες ολόκληρου του πληθυσμού –κυρίως όσον αφορά στην παροχή κοινωνικών υπηρεσιών (υγεία, εκπαίδευση, κοινωνική ασφάλιση,  υπηρεσίες κοινής ωφέλειας).

 

Είναι ίσως χρήσιμο να διακρίνουμε δύο περιόδους στην κρατικιστική φάση της αγοραιοποίησης: πρώτον, την περίοδο από το 1933 περίπου μέχρι και την περίοδο του πολέμου και, δεύτερον,  τη μεταπολεμική περίοδο μέχρι τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1970.

 

 

Προπολεμικός κρατισμός

 

Τα θεμέλια του κρατισμού τέθηκαν την περίοδο του μεσοπολέμου κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης που ακολούθησε το κραχ του 1929 και ώθησε την οικονομία της αγοράς σε  γενική κρίση. Κατά την περίοδο αυτή, αρκετές χώρες εισήγαγαν διάφορους βαθμούς κρατισμού προκειμένου να ξεπεράσουν τη Μεγάλη Ύφεση. Η πιο δραστική μορφή, στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς, εισήχθη στη ναζιστική Γερμανία. Αρκετά πριν από τη μετατροπή της γερμανικής οικονομίας σε «πολεμική οικονομία», υπήρχε «σημαντική συρρίκνωση της ελεύθερης αγοράς»,[43] η οποία πήρε τη μορφή της πολιτικής ελλειμματικών προϋπολογισμών χρηματοδοτούμενων με τη δημιουργία νέου χρήματος (στην πραγματικότητα, τέτοιες πολιτικές βρίσκονταν σε ισχύ δέκα χρόνια πριν από την άνοδο του Χίτλερ και είχαν οδηγήσει στον γερμανικό υπερπληθωρισμό), ελέγχων των τιμών και των μισθών, κρατικής διεύθυνσης των ιδιωτικών επενδύσεων κ.τ.λ. Ακόμα και στο κάστρο της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και της ελεύθερης επιχείρησης, τις Ηνωμένες Πολιτείες, το New Deal του Ρούσβελτ ενείχε πολιτικές όπως την ενεργή υποστήριξη της υποτίμησης του δολαρίου, την παρέμβαση στον καθορισμό των τιμών και των μισθών, τα μεγάλα κατασκευαστικά έργα, καθώς και την αύξηση των εισφορών των εργοδοτών στο ταμείο κοινωνικής ασφάλισης. Το ίδιο πρότυπο δραστικού κρατικού παρεμβατισμού στο μηχανισμό των τιμών (στη θέση του σχετικά ουδέτερου οικονομικού ρόλου του κράτους που απαιτούσε η φιλελεύθερη ορθοδοξία –τυπικό παράδειγμα η άσκηση πολιτικών ισοσκελισμένου προϋπολογισμού) επαναλήφθηκε σε διάφορες άλλες χώρες εκείνη την εποχή (Γαλλία, Σουηδία κ.τ.λ.).

 

Όλες οι περιπτώσεις κρατικού παρεμβατισμού στην προπολεμική περίοδο υπήρξαν επιτυχείς στον ευρύ στόχο τους να σώσουν την οικονομία της αγοράς από την κατάρρευση. Όμως, οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν ήταν σε τελική ανάλυση αντιφιλελεύθερες, καθώς στόχο τους είχαν όχι την ενίσχυση της διαδικασίας αγοραιοποίησης, αλλά αντίθετα τον περιορισμό της. Ακόμα, σχεδόν όλες οι περιπτώσεις υπήρξαν επιτυχείς στο στενό τους στόχο, να διευρύνουν δηλαδή την παραγωγή και την απασχόληση χωρίς να δημιουργήσουν άλλα προβλήματα, όπως πληθωρισμό. Μήπως αυτό αποτελούσε  απόδειξη ότι, σε τελική ανάλυση, ένας αποτελεσματικός κοινωνικός έλεγχος πάνω στην αγορά είναι εφικτός, όπως υποστήριζαν πάντοτε οι σοσιαλδημοκράτες; Μια περαιτέρω εξέταση των συνθηκών υπό τις οποίες επιτεύχθηκε η παραπάνω επιτυχία καταδεικνύει ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει να είναι αρνητική.

 

Κατ’ αρχήν, δεν θα πρέπει να ξεχνά κανείς ότι η περίοδος που εξετάζουμε ήταν  εξαιρετική, ήταν δηλαδή μια περίοδος κατά την οποία η ίδια η οικονομία της αγοράς ήταν αντιμέτωπη με την απειλή του αφανισμού. Το γεγονός, για παράδειγμα, ότι η «επιχειρηματική εμπιστοσύνη» βρισκόταν στο ναδίρ θα μπορούσε να εξηγήσει σε μεγάλο βαθμό την πολύ ανεκτική στάση αυτών που έλεγχαν την παραγωγή απέναντι στα μέτρα που έθιγαν την οικονομική δύναμη και τα κέρδη τους. Στην πραγματικότητα, ο κρατικός παρεμβατισμός  ήταν επιτυχής μόνο όταν –και στο βαθμό που– είχε την έγκριση αυτών που έλεγχαν την παραγωγή, όπως δείχνουν ξεκάθαρα τα ακόλουθα παραδείγματα.

 

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ήταν η αρχικά ανεκτική στάση του κεφαλαίου προς τις πολιτικές ελλειματικού προϋπολογισμού που κατέληξε στη σημαντική συμβολή των πολιτικών αυτών στις πρώτες φάσεις της ανάκαμψης (1934-36). Ήταν ακόμη  το γεγονός ότι οι αμερικάνοι καπιταλιστές  άλλαξαν γνώμη, μόλις η ανάκαμψη είχε μπει σε μια τροχιά, που είχε ως αποτέλεσμα μια ανανεωμένη πίεση για ισοσκελισμό του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού και, συνακόλουθα, μια νέα ύφεση (1937-38).[44]

 

Στη Γερμανία, η σημαντική επιτυχία των οικονομικών πολιτικών των ναζιστών (παρά τον πολύ μεγαλύτερο βαθμό κρατισμού που ενείχαν, ο οποίος περιελάμβανε άμεση παρέμβαση στις επιχειρησιακές αποφάσεις για  επενδύσεις και τιμές) οφειλόταν στο γεγονός ότι, όπως τονίζει ο Bleaney:

οι ναζιστές έγιναν δεκτοί από τον επιχειρηματικό κόσμο ως απείρως προτιμότεροι από μια επανάσταση και την πεποίθηση  αυτή  δικαίωσαν πάραυτα οι ναζιστές με την κατάργηση των συνδικάτων και όλων των άλλων πολιτικών κομμάτων.[45]

Από την άλλη μεριά, στη Γαλλία, όπου η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου της Αριστεράς επιχείρησε να εφαρμόσει μια δραστική μορφή κρατισμού που ενείχε κοινωνικές μεταρρυθμίσεις (μείωση των ωρών εργασίας, υποχρεωτικές διακοπές μετ’ αποδοχών κ.τ.λ.) και αναδιανομή του εισοδήματος προς όφελος των εργατικών τάξεων, το εγχείρημα κατέληξε σε αποτυχία. Μολονότι η ανεργία μειώθηκε δραστικά, ο πληθωρισμός επιταχύνθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό, καθώς αυτοί που έλεγχαν την παραγωγή μεταβίβασαν τις αναπόφευκτες από τα κοινωνικά μέτρα αυξήσεις στο κόστος παραγωγής στους καταναλωτές και η κυβέρνηση δεν ήταν σε θέση να επιβάλλει αποτελεσματικούς ελέγχους στις τιμές. Επιπλέον, καμιά σημαντική ανάκαμψη δεν σημειώθηκε στη συνέχεια. Η σοσιαλιστική φύση αρκετών από τις μεταρρυθμίσεις σήμαινε ότι οι πολιτικές του Μετώπου οδήγησαν γρήγορα στις γνωστές τακτικές της φυγής του κεφαλαίου στο εξωτερικό και της «απεργίας επενδύσεων» στο εσωτερικό.

 

Το συμπέρασμα είναι ότι η επιτυχία ή η αποτυχία του προπολεμικού κρατισμού δεν εξαρτιόταν από αυστηρά οικονομικούς παράγοντες (όπως οι φιλελεύθεροι και οι μαρξιστές συνηθίζουν να υποθέτουν), αλλά από πολιτικούς παράγοντες, δηλαδή, από το αν η διεύρυνση του οικονομικού ρόλου του κράτους είχε την υποστήριξη αυτών που είχαν τον έλεγχο της παραγωγής, δηλαδή εάν απέλαβαν αυτού που κατ’ εφημισμό αποκαλείται «επιχειρηματική εμπιστοσύνη», ή όχι.

 

Μολονότι η ναζιστική μορφή κρατισμού και η  επίθεσή που αυτή σηματοδοτούσε ενάντια στην οικονομία της αγοράς επρόκειτο να βρει άδοξο τέλος κάτω από τα ερείπια του Τρίτου Ράιχ, η μορφή κρατισμού που αναπτύχθηκε στη Δύση στάθηκε περισσότερο τυχερή: άνθισε για περίπου 30 χρόνια μετά το τέλος του πολέμου. Θα πρέπει όμως να σημειωθεί εδώ ότι υπήρχαν μεγάλες διαφορές μεταξύ της ναζιστικής και της δυτικής μορφής κρατισμού. Έτσι, ενώ η πρώτη είχε έναν «εθνικιστικό» χαρακτήρα, που οφειλόταν βασικά σε πολιτικο-στρατιωτικούς λόγους, η δεύτερη ήταν πολύ περισσότερο διεθνιστική. Στο ίδιο συμπέρασμα  κατέληξε σχετικά  και ο Polanyi, μολονότι στο πλαίσιο μιας διαφορετικής προβληματικής.[46] Στην πραγματικότητα, το μεταπολεμικό μοντέλο κρατισμού της Δύσης αποτελούσε μια εξέλιξη του προπολεμικού μοντέλου.

 

Τέλος, κατά τη διάρκεια του  πολέμου, ο κρατισμός, όπως θα περίμενε κανείς, έφτασε σε νέα ύψη. Μολονότι η εισαγωγή του κρατικού σχεδιασμού την περίοδο αυτή είχε επιβληθεί  από την πολεμική προσπάθεια, εντούτοις, το γεγονός αυτό είχε ως παρεπόμενη συνέπεια ότι έκανε φανερές τις δυνατότητες που υπήρχαν για έναν συνειδητό κοινωνικό έλεγχο της οικονομίας σε καιρό ειρήνης. Ο οικονομικός σχεδιασμός στη διάρκεια του πολέμου, σε συνδυασμό με τη ριζοσπαστικοποίηση του εκλογικού σώματος στη Δύση (μετά την αποτυχία της οικονομίας της αγοράς στη δεκαετία του 1930 και την ήττα του φασισμού στον πόλεμο) έδωσε νέα ώθηση στον κρατισμό.

 

 

Η σοσιαλδημοκρατική συναίνεση

 

Η Βρετανία, η οποία, από τη Βιομηχανική Επανάσταση και έως σήμερα, έπαιζε πάντοτε το ρόλο του «βαρομέτρου της αγοραιοποίησης», έθεσε τα θεμέλια για το κράτος-πρόνοιας, δηλαδή, τη μορφή κρατισμού που έμελλε να σημαδέψει τη μεταπολεμική ιστορία, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Σημείο εκκίνησης της θεμελίωσης του μεταπολεμικού κράτους-πρόνοιας υπήρξε η Έκθεση Beveridge, ρητός στόχος της οποίας ήταν «η καθιέρωση κοινωνικής ασφάλισης για όλους, από τη κούνια έως το μνήμα».[47] Η έκθεση δημοσιεύτηκε το 1942 και αντιπροσώπευε μια συνειδητή προσπάθεια ελέγχου των παρενεργειών της οικονομίας της αγοράς,  όσον αφορά  την κάλυψη βασικών αναγκών (υγεία, εκπαίδευση, κοινωνική ασφάλιση). Δυο χρόνια μετά, μια κυβέρνηση συνασπισμού, στην οποία κυριαρχούσαν οι Συντηρητικοί, εγκαινίασε αυτό που ονομάστηκε σοσιαλδημοκρατική συναίνεση και δημοσίευσε μια Λευκή Βίβλο για την Πολιτική της Απασχόλησης. Η πολιτική αυτή δέσμευε την κυβέρνηση (μια δέσμευση που τήρησαν οι κυβερνήσεις όλων των κομμάτων μέχρι την εμφάνιση του νεοφιλελευθερισμού) σε πολιτικές πλήρους απασχόλησης μέσω του ελέγχου της συνολικής ενεργού ζήτησης, δηλαδή μέσω χειραγώγησης της αγοράς. Στην πράξη, αυτό που σήμαινε η δέσμευση αυτή ήταν η από μέρους του κράτους αναγνώριση του γεγονότος ότι η αγορά δεν ήταν ικανή να αυτορυθμιστεί, τουλάχιστον όσον αφορούσε στο επίπεδο της παραγωγής και της απασχόλησης. Κατ’ ανάλογο τρόπο, η «μέγιστη απασχόληση» αναγνωρίστηκε ως ο κύριος στόχος της Αμερικανικής οικονομικής πολιτικής από τον Νόμο για την Απασχόληση που θέσπισαν οι Η.Π.Α. το 1946. Ανάλογες θεσμικές αλλαγές συνέβησαν σ’ ολόκληρο τον προηγμένο καπιταλιστικό κόσμο στα τέλη της δεκαετίας του 1940, έτσι ώστε θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς ότι αυτή η περίοδος σηματοδοτεί την έναρξη της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, η οποία επρόκειτο να διαρκέσει μέχρι τη δεκαετία του 1970.

 

Όμως, η σοσιαλδημοκρατική συναίνεση που αναδύθηκε στη μεταπολεμική περίοδο δεν ήταν απλώς ένα συγκυριακό φαινόμενο, όπως υποστηρίζεται ορισμένες φορές, αλλά μια δομική αλλαγή με σημαντικές επιπτώσεις στο οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό, ιδεολογικό/θεωρητικό επίπεδο (που θα εξετάσω εδώ) καθώς επίσης και στο πολιτισμικό επίπεδο.

 

Στο πολιτικό επίπεδο, η σοσιαλδημοκρατική συναίνεση υποστηρίχθηκε ενεργά από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και συνδικάτα και απολάμβανε της ανοχής του κεφαλαίου και των πολιτικών αντιπροσώπων του. Έτσι, συντηρητικά κόμματα διαδέχονταν σοσιαλδημοκρατικά, χωρίς να αλλάζουν στην ουσία του τον νέο κοινωνικο-οικονομικό ρόλο του κράτους σε σχέση με την αγορά. Πέρα από κάποιες σπασμωδικές ιδιωτικοποιήσεις εθνικοποιημένων επιχειρήσεων, ιδιαίτερα στη Βρετανία, οι κυβερνήσεις σ’ ολόκληρο τον προηγμένο καπιταλιστικό κόσμο ακολουθούσαν πολιτικές πλήρους απασχόλησης και διεύρυναν διαρκώς το κράτος-πρόνοιας και τον δημόσιο τομέα γενικότερα. Η Παραδοσιακή Αριστερά αποτελούσε και αυτή, ρητά ή σιωπηρά, μέρος της συναίνεσης, ενώ κόμματα και οργανώσεις που υποστήριζαν στόχους ασύμβατους με το παραπάνω θεσμικό πλαίσιο αναζητούσαν διεξόδους στην εξωκοινοβουλευτική αντιπολίτευση, σ’ εναλλακτικές κουλτούρες ή ακόμα και σε τακτικές αντάρτικού πόλης, σε μια απελπισμένη όσο και από τη φύση της αντιφατική προσπάθεια να λειτουργήσουν ως καταλύτες σε μια διαδικασία ριζικής κοινωνικής αλλαγής.

 

Στο οικονομικό επίπεδο, η σοσιαλδημοκρατική συναίνεση είχε τα θεμέλιά της στη σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία, η οποία, στο μεταπολεμικό απόγειό της, χαρακτηριζόταν από τη μαζική παραγωγή, τις μεγάλες παραγωγικές μονάδες, τη γραφειοκρατική οργάνωση και τη μαζική κατανάλωση. Ο οικονομικός ρόλος του κράτους είχε ιδιαίτερη σημασία σε μια διαδικασία εντατικής συσσώρευσης που βασιζόταν κυρίως στη διεύρυνση της εγχώριας αγοράς. Ο ρόλος αυτός στόχευε στη διαμόρφωση του επιπέδου της οικονομικής δραστηριότητας, όχι μόνο έμμεσα, μέσω της δημοσιονομικής πολιτικής και του κράτους-πρόνοιας, αλλά και  άμεσα, μέσω των εθνικοποιημένων επιχειρήσεων  και των δημόσιων επενδύσεων. Καθώς ο βαθμός διεθνοποίησης της οικονομίας κατά την περίοδο αυτή ήταν σχετικά χαμηλός και κατά συνέπεια οι «βαθμοί ελευθερίας» που είχε το κράτος για την εφαρμογή μιας εθνικής οικονομικής πολιτικής ήταν πολύ πιο σημαντικοί  απ’ ό,τι σήμερα, ο νέος οικονομικός ρόλος του κράτους ήταν τόσο εφικτός όσο και επιθυμητός. Στο βαθμό συνεπώς που το μεταπολεμικό επενδυτικό μπουμ συνεχιζόταν, τα ελλείμματα στον προϋπολογισμό, που αναπόφευκτα δημιουργήθηκαν, δεν προκαλούσαν περαιτέρω προβλήματα στη διαδικασία συσσώρευσης. Στην πραγματικότητα, η περίοδος της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης συνδέθηκε με ένα πρωτοφανές μπουμ. Το μέσο ετήσιο ποσοστό αύξησης  του κατά κεφαλήν εισοδήματος σημείωσε άνοδο στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες από 1,4% την περίοδο 1820-1950 σε 3,8% την περίοδο 1950-70. Επίσης, η συσσώρευση κεφαλαίου αυξήθηκε από 2,9% την περίοδο 1870-1913 και 1,7% την περίοδο 1913-50 σε 5,5% την περίοδο 1950-70.[48]

 

Αφήνοντας στην άκρη το επίμαχο ζήτημα σχετικά με το αν μπορεί να θεμελιωθεί μια αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της επέκτασης του κρατικού ρόλου  και του μπουμ,[49] δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο κρατισμός έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της ανεργίας σε πρωτοφανή χαμηλά επίπεδα σ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου που εξετάζουμε. Όμως, τα χαμηλά επίπεδα ανεργίας δεν οφείλονταν απλώς στις πολιτικές δημιουργίας ελλειμμάτων στον προϋπολογισμό, όπως λανθασμένα υποστηρίζεται ορισμένες φορές. Στην πραγματικότητα, οι κυβερνήσεις των χωρών του ΟΑΣΑ είχαν κατά το μάλλον ή ήττον  ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς κατά την περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης συνολικά.[50] Ένας περισσότερο εποικοδομητικός τρόπος να εξηγήσουμε τα υψηλά επίπεδα απασχόλησης κατά την περίοδο αυτή θα ήταν να εξετάσουμε το συνολικό αντίκτυπο του κρατισμού στην οικονομία. Συγκεκριμένα, τον αντίκτυπο από τις αισιόδοξες επιχειρηματικές προσδοκίες που ο αντικυκλικός κρατικός παρεμβατισμός δημιουργεί από μόνος του,[51] καθώς και τον αντίκτυπο από τους  περιορισμούς στο δικαίωμα των εργοδοτών να απολύουν τους εργαζόμενους, που εφαρμόστηκαν με ιδιαίτερη αυστηρότητα στον δημόσιο τομέα της οικονομίας, όπου η υποαπασχόληση των εργαζόμενων ήταν ενδημική. Έτσι, ενώ την περίοδο 1870-1913 το ποσοστό ανεργίας στις 16 πιο προηγμένες καπιταλιστικές χώρες κυμαινόταν σ’ ένα μέσο 5,7% και την περίοδο 1913-1950 έφτασε το 7,3%, στην περίοδο 1950-70 η ανεργία έπεσε στο 3,1%.[52] Ταυτόχρονα, το κράτος-πρόνοιας επεκτάθηκε με γοργούς ρυθμούς έτσι ώστε, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, περίπου το ένα πέμπτο του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες (πλην της Ιαπωνίας) ξοδευόταν σε κοινωνικές δαπάνες.[53] Ενδεικτικό της γοργής ανάπτυξης του κράτους-πρόνοιας κατά την περίοδο αυτή είναι το γεγονός ότι οι κοινωνικές δαπάνες στη Βρετανία, που είχαν αυξηθεί από 4% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ) το 1910 σε περίπου 11% την περίοδο του μεσοπολέμου, έφτασαν σ’ ένα μέσο περίπου 25% στις αρχές της δεκαετίας του 1970.[54]

 

Στο κοινωνικό επίπεδο, η σοσιαλδημοκρατική συναίνεση είχε συνδεθεί με συνθήκες σχετικά ασφαλούς απασχόλησης, επέκτασης της αγοράς εργασίας (ως αποτέλεσμα της μαζικής εισόδου των γυναικών στην παραγωγή κατά το μεταπολεμικό μπουμ) καθώς και πίστης σ’ ένα μέλλον συνεχούς οικονομικής ανάπτυξης και διεύρυνσης του κράτους-πρόνοιας. Οι παραπάνω παράγοντες, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η εργατική τάξη εξακολουθούσε να είναι αριθμητικά ισχυρή, είχε οδηγήσει στην ανάδυση ενός ισχυρού συνδικαλιστικού κινήματος το οποίο, μέσω της γραφειοκρατικής ηγεσίας του και ιδιαίτερα μέσω των ανεπίσημων οργανώσεών του (κίνημα των αυτόνομων από τις γραφειοκρατικές ηγεσίες συνδικαλιστών –shop stewards movement), ασκούσε σημαντική επιρροή στον έλεγχο της αγοράς. Ακόμα, μέσα σ’ αυτό το κλίμα, αναδύθηκαν μια σειρά απελευθερωτικά κινήματα  μεταξύ των γυναικών, των φοιτητών και των εθνικών μειονοτήτων. Μια κρίση των κοινωνικών θεσμών βρισκόταν σε εξέλιξη και μεγάλες κοινωνικές ομάδες αμφισβητούσαν τα ίδια τα θεμέλια της σύγχρονης ιεραρχικής κοινωνίας: την πατριαρχική οικογένεια, το αυταρχικό σχολείο και πανεπιστήμιο, το ιεραρχικό εργοστάσιο ή γραφείο, το γραφειοκρατικό συνδικάτο ή κόμμα. Στην πραγματικότητα, όλα αυτά τα κινήματα αμφισβητούσαν τον υποτιθέμενο δημοκρατικό χαρακτήρα της κοινωνίας στο ευρύτερο κοινωνικό πεδίο.

 

Η κοινωνική συναίνεση στηριζόταν στη ρητή ή σιωπηρή συμφωνία μεταξύ κεφαλαίου και συνδικάτων, και/ή των πολιτικών κομμάτων που αντιπροσώπευαν τα συμφέροντά τους, με στόχο την αναπαραγωγή της μεικτής οικονομίας, δηλαδή του οικονομικού συστήματος που εξέφραζε τη σοσιαλδημοκρατική συναίνεση. Η συναίνεση αυτή ενείχε την από μέρους του κράτους δέσμευση για την εξασφάλιση υψηλών επιπέδων απασχόλησης και ενός «κοινωνικού μισθού» (που έπαιρνε  τη μορφή διαφόρων κοινωνικών υπηρεσιών), με αντάλλαγμα την ανάληψη από την πλευρά των συνδικάτων της δέσμευσης για συγκράτηση των εργατικών διεκδικήσεων σε τέτοια επίπεδα ώστε η αύξηση των πραγματικών μισθών (αύξηση των μισθών μείον το ποσοστό πληθωρισμού) να μην ξεπερνά την αύξηση της παραγωγικότητας. Η συμφωνία αυτή έπαιρνε συνήθως τη μορφή ελέγχων πάνω στους μισθούς και τις τιμές, ελέγχων οι οποίοι, σ’ ολόκληρη την περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη συγκράτηση του πληθωρισμού χωρίς μείωση των κερδών.

 

Τέλος, στο ιδεολογικό/θεωρητικό επίπεδο, μετά την περιφανή  μεταπολεμική νίκη του Κεϋνσιανισμού (δηλαδή, της σοσιαλδημοκρατικής ρεφορμιστικής τάσης μέσα στους ορθόδοξους οικονομολόγους) σε βάρος της συντηρητικής νεοκλασικής τάσης (δηλαδή, του κυρίαρχου οικονομικού παραδείγματος κατά την διάρκεια της φιλελεύθερης φάσης της διαδικασίας αγοραιοποίησης έως τον πόλεμο), η σοσιαλδημοκρατική συναίνεση καθιερώθηκε μεταξύ των κοινωνικών επιστημόνων γενικότερα. Η βάση της νέας ορθοδοξίας, που κάλυπτε τόσο την οικονομική θεωρία όσο και την οικονομική πολιτική, ήταν ο κρατικός (μακρο-οικονομικός) έλεγχος της αγοράς προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της πλήρους απασχόλησης, της μέγιστης οικονομικής ανάπτυξης και της βελτίωσης της διανομής του εισοδήματος προς όφελος των ασθενέστερων εισοδηματικά ομάδων.

 

Συνοψίζοντας, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι αυτό που εννοούσε ο Polanyi με τον όρο Great Transformation (Μεγάλος Μετασχηματισμός) επιτεύχθηκε σε κάποιο βαθμό κατά την περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης. Το σύστημα της αγοράς, ιδιαίτερα η εργασία και το χρήμα, τέθηκαν υπό σημαντικούς κοινωνικούς ελέγχους.

 

Έτσι, όσον αφορά στην εργασία, τέθηκε εκτός αγοράς ο καθορισμός όχι μόνο του επιπέδου απασχόλησης, αλλά και των συνθηκών εργασίας καθώς και των μισθών. Αυτό έγινε με δημοσιονομικές πολιτικές και με ελέγχους πάνω στους μισθούς και στις τιμές που καθορίζονταν στο πλαίσιο τριμερών συμφωνιών μεταξύ εργασίας, κεφαλαίου και κυβέρνησης.

 

Επίσης, όσον αφορά στο χρήμα, παρόλο που ούτε οι επενδύσεις ούτε οι αποταμιεύσεις τέθηκαν εκτός  αγοράς, τόσο η κατεύθυνση των επενδύσεων όσο και ο καθορισμός του επιτοκίου για τις αποταμιεύσεις πέρασαν στην αρμοδιότητα της κυβέρνησης. Αυτό έγινε με επιθετικές νομισματικές πολιτικές και  ελέγχους, με άμεσο και/ή έμμεσο έλεγχο των επενδύσεων και ούτω καθεξής.

 

Με την εγκατάλειψη , στη δεκαετία του 1930, του Κανόνα Χρυσού, του οποίου ο μηχανισμός προσαρμογής ήταν ασύμβατος με κάθε μορφή κρατισμού, ο καθορισμός της αξίας των νομισμάτων αφέθηκε στις  αγορές συναλλάγματος. Το σύστημα των ελεύθερων ισοτιμιών  ήταν περισσότερο συμβατό με τον κρατισμό, δεδομένου ότι ανέθετε τον καθορισμό της αξίας των νομισμάτων στις  αγορές συναλλάγματος, αφήνοντας έτσι  μεγαλύτερη ελευθερία στον κρατικό παρεμβατισμό που δεν περιοριζόταν πια από τον στόχο της επίτευξης εξωτερικής ισορροπίας. Παρόλ’ αυτά, το σύστημα των ελεύθερων ισοτιμιών εγκαταλείφθηκε αμέσως μετά τον πόλεμο διότι εθεωρείτο ότι είχε αρνητικές επιπτώσεις στην επέκταση του εξωτερικού εμπορίου, εξαιτίας της αβεβαιότητας που δημιουργούσε στις διεθνείς συναλλαγές.

 

Η Συμφωνία του Bretton Woods, το 1944, καθιέρωσε ένα νέο σύστημα διευθυνόμενης ευελιξίας. Το νέο σύστημα είχε στόχο την ικανοποίηση των απαιτήσεων τόσο του κρατισμού όσο και του ελεύθερου εμπορίου και σχεδιάστηκε κατά συνέπεια ως ένας συμβιβασμός μεταξύ του Κανόνα  Χρυσού (που ήταν ένα σύστημα σταθερών ισοτιμιών) και του συστήματος των ελεύθερων ισοτιμιών. Με άλλα λόγια, το σύστημα του Bretton Woods στόχευε στη δημιουργία ενός διεθνούς νομισματικού συστήματος, το οποίο θα ήταν συμβατό με το διεθνές κρατικιστικό μοντέλο που είχε ήδη εμφανισθεί κατά την προπολεμική περίοδο, και θα διασφάλιζε, από τη μια μεριά, την οικονομική κυριαρχία των εθνών-κρατών όσον αφορά στις εγχώριες οικονομικές πολιτικές και, από την άλλη, την σταθερότητα  των νομισμάτων. Όμως, παρά το γεγονός ότι το σύστημα του Bretton Woods πέτυχε αρχικά αυτό τον στόχο, στο τέλος, οι εσωτερικές του αντιφάσεις, και ιδιαίτερα το γεγονός ότι καθιέρωνε την κυριαρχία του αμερικανικού δολαρίου επέφεραν την πτώση του, στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Και αυτό, διότι η πρωτοκαθεδρία του δολαρίου  έγινε ασύμβατη με την αλλαγή στην παγκόσμια ισορροπία οικονομικών δυνάμεων που επέφερε η μεταπολεμική άνοδος της ιαπωνικής και της γερμανικής οικονομικής δύναμης.

 

Η κατάρρευση του συστήματος του Bretton Woods συνέβαλε σημαντικά στο θάνατο του κρατισμού. Έτσι, τα έθνη-κράτη προσπάθησαν αρχικά να διατηρήσουν την οικονομική τους κυριαρχία μέσω της επιστροφής σ’ ένα σύστημα ελεύθερων ισοτιμιών. Και πράγματι, όσο καιρό οι έλεγχοι του κεφαλαίου και του συναλλάγματος ήταν ενεργοί, οι ελεύθερες ισοτιμίες βοηθούσαν στη διασφάλιση της οικονομικής κυριαρχίας. Μόλις όμως οι έλεγχοι αυτοί, κάτω από την πίεση της αγοράς, καταργήθηκαν, οι ανεξάρτητες οικονομικές πολιτικές και ο ίδιος ο κρατισμός καταδικάστηκαν σε θάνατο.

 

 

Η διεθνοποίηση της οικονομίας και η κατάρρευση του κρατισμού

 

Παρά την επέκταση του κρατισμού στο εθνικό οικονομικό επίπεδο, η διαδικασία αγοραιοποίησης στο διεθνές επίπεδο (με την έννοια της σταδιακής άρσης των ελέγχων στην κίνηση των εμπορευμάτων και αργότερα του κεφαλαίου), η οποία είχε διακοπεί μετά τη Μεγάλη Ύφεση και την έκρηξη του προστατευτισμού που ακολούθησε, μεταπολεμικά ξανατέθηκε σε κίνηση. Έτσι, οι εμπορικές αντιπαλότητες μεταξύ των κορυφαίων καπιταλιστικών χωρών και οι συνακόλουθες παλιές εθνικιστικές αντιπαλότητες, που σημάδεψαν το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα και οδήγησαν σε δυο παγκόσμιους πολέμους, σταδιακά ξεπεράστηκαν και αντικαταστάθηκαν από μια γοργή επέκταση του εμπορίου (κυρίως μεταξύ των χωρών αυτών). Οι παγκόσμιες εξαγωγές αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 7% την περίοδο 1948-1973, ενώ το παγκόσμιο οικονομικό προϊόν είχε μια μέση ετήσια αύξηση 5%.[55] Ως αποτέλεσμα των τάσεων αυτών,  στις αρχές της δεκαετίας του 1970, το ένα έκτο των βιομηχανικών προϊόντων που καταναλώνονταν στην Ευρώπη εισάγονταν από το εξωτερικό. Έτσι, ενώ η διείσδυση των εισαγωγών (οι εισαγωγές ως ποσοστό της εγχώριας αγοράς μεταποιητικών προϊόντων ) στην Ευρώπη ήταν μόλις 6% το 1937 και το 1950, αυξήθηκε σε 11% το 1963 και σε 17% το 1971, δηλαδή σ’ ένα επίπεδο σημαντικά υψηλότερο από το 13% του 1913.[56] Κατ’ ανάλογο τρόπο, οι εξαγωγές, ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, αυξήθηκαν στην Ευρώπη από ένα μέσο ποσοστό περίπου 19% για τα πρώτα εικοσιπέντε χρόνια μετά τον πόλεμο μέχρι το 1973, σε περίπου 26% την περίοδο 1974-79.[57]

 

Η μεταπολεμική διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς ενθαρρύνθηκε ενεργά από τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, ιδιαίτερα ενόψει της επέκτασης του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στον Τρίτο Κόσμο. Παρόλ’ αυτά, η διεθνοποίηση αποτελούσε κατά βάση προϊόν «αντικειμενικών» παραγόντων που αναφερόντουσαν στη δυναμική της οικονομίας της αγοράς και, συγκεκριμένα, στην επέκταση της δραστηριότητας των πολυεθνικών επιχειρήσεων και την παράλληλη ανάπτυξη της αγοράς του Ευρωδολαρίου.

 

Η αγορά του Ευρωδολαρίου, ιδιαίτερα, παρείχε ένα περιβάλλον απαλλαγμένο από κάθε ρύθμιση, όπου μπορούσε να γίνεται δανεισμός αμερικανικών δολαρίων  (και αργότερα και άλλων ισχυρών νομισμάτων όπως το γιεν, το μάρκο κ.τ.λ.), χωρίς τις ρυθμιστικές και φορολογικές υποχρεώσεις που ίσχυαν στις Η.Π.Α. Η ανάπτυξη της νέας αυτής αγοράς, που αποτελούσε απλώς μια αντανάκλαση των αυξανόμενων αναγκών των πολυεθνικών επιχειρήσεων, ήταν αποφασιστική για τη μετέπειτα άρση των ελέγχων του συναλλάγματος και του κεφαλαίου.  Και αυτό, διότι, σ΄ ολόκληρη τη δεκαετία του 1970, η νέα αγορά ασκούσε μεγάλη πίεση στους συναλλαγματικούς ελέγχους των εθνών-κρατών, και ιδιαίτερα αυτών της Βρετανίας, απ’ όπου ξεκίνησε αρχικά η αγορά των Ευρωδολαρίου.[58]

 

Πίνακας 1.1 Μέσοι ετήσιοι ρυθμοί ανάπτυξης στις οικονομίες υψηλού εισοδήματος του ΟΟΣΑ1

 

 

Δημόσιες δαπάνες2

Ιδιωτική κατανάλωση

Ακαθάριστες Εγχώριες Επενδύσεις

Εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών3

Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν

1960-70

4.8

4.3

5.6

8.4

5.1

1970-80

2.6

3.5

2.3

6.0

3.2

1980-93

2.1

3.0

3.4

5.1

2.9

 

1. Πρόκειται για τις χώρες-μέλη του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ), τις οποίες η Παγκόσμια Τράπεζα ταξινομεί ως «οικονομίες υψηλού εισοδήματος». Οι χώρες αυτές είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Καναδάς, η Ιαπωνία, η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία, οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εκτός από την Ελλάδα και την Πορτογαλία), η Ελβετία και η Νορβηγία.

2. Περιλαμβάνονται όλες οι τρέχουσες κυβερνητικές δαπάνες για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών.

3. Εξαιρούνται οι αμοιβές των συντελεστών της παραγωγής (εισόδημα από επενδύσεις, τόκους, μερίσματα, κέρδη, μισθούς κ.λπ.).

 

Πηγή: World Bank, World Development Report 1981 & 1995

 

 

 

Κατά συνέπεια, οι θεσμικές διευθετήσεις που υιοθετήθηκαν στη μεταπολεμική περίοδο για την απελευθέρωση των αγορών εμπορευμάτων και κεφαλαίου περισσότερο θεσμοποίησαν μια υφιστάμενη κατάσταση παρά δημιούργησαν τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Ήταν, δηλαδή, η δυναμική «ανάπτυξη ή θάνατος» της οικονομίας της αγοράς που οδήγησε στη σημερινή διεθνοποίηση, η οποία στη συνέχεια θεσμοποιήθηκε:

  • σε πλανητικό επίπεδο (γύροι της GATT για τη μείωση των δασμών),

  • σε περιφερειακό διεθνικό επίπεδο  (Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ),  Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών (EΖΕΣ) και

  • σε εθνικό επίπεδο (κατάργηση των ελέγχων συναλλάγματος και κεφαλαίου στις Η.Π.Α. και τη Βρετανία στη δεκαετία του 1970 κ.τ.λ.)

Η αυξανόμενη διεθνοποίηση συνεπαγόταν ότι η ανάπτυξη της οικονομίας της αγοράς στηριζόταν, με εντεινόμενο ρυθμό, στη διεύρυνση της παγκόσμιας αγοράς παρά στη διεύρυνση της εγχώριας αγοράς, όπως συνέβαινε πριν – γεγονός που είχε πολύ σημαντικές επιπτώσεις σε σχέση με τον οικονομικό ρόλο του κράτους. Κατά την περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, η οικονομική ανάπτυξη στηριζόταν κυρίως στην αύξηση της εγχώριας ζήτησης, που αναλογούσε περίπου στο 90% της συνολικής ζήτησης των προηγμένων καπιταλιστικών χωρών. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο κρατικός τομέας έπαιζε έναν σημαντικό ρόλο στον έλεγχο του μεγέθους της αγοράς μέσω της ρύθμισης της συνολικής ενεργού ζήτησης. Τα μέσα που χρησιμοποιούντο γι’ αυτό το σκοπό ήταν οι δημόσιες καταναλωτικές δαπάνες και οι δημόσιες επενδύσεις, καθώς και η οικονομική δραστηριότητα των εθνικοποιημένων επιχειρήσεων. Η αναγκαία όμως συνθήκη για την αποτελεσματική λειτουργία του οικονομικού συστήματος ήταν ένας σχετικά χαμηλός βαθμός διεθνοποίησης, δηλαδή ένας βαθμός συμβατός με το θεσμικό πλαίσιο που ήταν βασικά προστατευτικό σε σχέση  με την εγχώρια αγορά εμπορευμάτων, κεφαλαίου και εργασίας. Ήταν ακριβώς η βαθμιαία αναίρεση αυτής της συνθήκης, στο βαθμό που εντεινόταν η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, που έκανε αδύνατη τη συνέχιση της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης.

            

 

Πίνακας 1.2 Κατανομή του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (%) στις οικονομίες υψηλού εισοδήματος του ΟΟΣΑ

 

 

Δημόσιες

δαπάνες1

Ιδιωτική κατανάλωση

Ακαθάριστες Εγχώριες επενδύσεις

Εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών2.

1960

15

63

21

12

1965

15

61

23

12

1970

16

60

23

14

1978

18

60

22

18

1987

18

61

21

18

1993

17

63

19

20

 

1 Βλ. τις υποσημειώσεις στον Πίνακα 1.1 για τους ορισμούς των κρατικών δαπανών και των εξαγωγών.

2. Καθώς στον πίνακα δεν περιλαμβάνονται τα ποσοστά των εισαγωγών, το άθροισμα σε κάθε σειρά δεν είναι 100.

 

Πηγή: World Bank, World Development Report (διάφορες χρονολογίες).

 

 

 

Μια ένδειξη των παραπάνω τάσεων δίνεται στους Πίνακες 1.1 και 1.2. Αν και ο ρυθμός αύξησης των εξαγωγών φαίνεται στον Πίνακα 1.1 να είναι σταθερά υψηλότερος από αυτόν του εθνικού εισοδήματος, αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι οι εξαγωγές ήταν πάντοτε η κινητήρια δύναμη της οικονομικής ανάπτυξης. Στην πραγματικότητα, ο ρυθμός αύξησης των εξαγωγών ιστορικά υπερέβαινε πάντοτε το ρυθμό αύξησης του εθν. εισοδήματος και υπάρχει πληθώρα θεωρητικών εξηγήσεων γι’ αυτό το φαινόμενο.[59] Με άλλα λόγια, για να εκτιμήσουμε τη σημασία ενός συστατικού μέρους της συνολικής ζήτησης, όπως αυτή των εξαγωγών ή των δημόσιων δαπανών, σε σχέση με το συνολικό ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας, πρέπει να συγκρίνουμε όχι μόνο τους ρυθμούς ανάπτυξης άλλα και το «βάρος» που έχει κάθε συστατικό μέρος στη συνολική ζήτηση και το συνολικό εισόδημα (Πίνακας 1.2.)

 

Συγκρίνοντας τους Πίνακες 1.1 και 1.2 μπορούμε να συνάγουμε τα ακόλουθα συμπεράσματα:

 

  • Πρώτον, παρόλο που μεταξύ της περιόδου 1960-70 και της περιόδου 1980-93 υπάρχει μια γενική πτώση των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης, η πτώση του ρυθμού αύξησης των δημόσιων δαπανών είναι σημαντικά υψηλότερη από αυτή  των εξαγωγών.

  • Δεύτερον, η αναλογία εξαγωγών στο ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν) των προηγμένων καπιταλιστικών χωρών αυξήθηκε κατά δύο τρίτα απο το 1960 έως το 1993, ενώ η αναλογία των δημοσίων δαπανών, αφού έφτασε στο υψηλότερο σημείο την περασμένη δεκαετία, φαίνεται να μειώνεται στη παρούσα δεκαετία , παρά τις επιπλέον δημόσιες δαπάνες που προκλήθηκαν από την μαζική αύξηση της ανεργίας και της φτώχειας.

  • Τρίτον, ως αποτέλεσμα των τάσεων αυτών, ενώ στη δεκαετία του 1960 ο λόγος των δημόσιων δαπανών στο ΑΕΠ ήταν αρκετά υψηλότερος από αυτόν των εξαγωγών , σήμερα, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο.

 

Σε συνθήκες εντεινόμενης διεθνοποίησης, το μέγεθος της οικονομίας της αγοράς αυξανόμενα εξαρτάται  από τις συνθήκες προσφοράς, (οι οποίες με τη σειρά τους καθορίζουν τις εξαγωγικές και εισαγωγικές επιδόσεις), παρά από την άμεση διεύρυνση της εγχώριας αγοράς. Οι συνθήκες προσφοράς γίνονται σημαντικότερες σε σχέση με τη συσσώρευση και την οικονομική ανάπτυξη, από τη στιγμή που είναι το διεθνές εμπόριο που καθορίζει το μέγεθος κάθε επιμέρους εθνικής οικονομίας ανάπτυξης, είτε θετικά (μέσω μιας  ανάπτυξης που στηρίζεται στις εξαγωγές) είτε αρνητικά (μέσω μιας αποβιομηχάνισης που οφείλεται στην εισαγωγική διείσδυση). Με άλλα λόγια, σε συνθήκες ελεύθερου εμπορίου, η ανταγωνιστικότητα, αποκτά πολύ πιο αποφασιστική σημασία, όχι μόνο σε σχέση με την ανάπτυξη που στηρίζεται όλο και περισσότερο στις εξαγωγές, αλλά και σε σχέση με τη διείσδυση εισαγωγών που οδηγεί τελικά στο κλείσιμο πολλών εγχώριων επιχειρήσεων και στην ανεργία. Για να το θέσουμε σχηματικά, η οικονομία της αγοράς, καθώς  εντείνεται η διεθνοποίηση, μετατρέπεται από μια οικονομία ανάπτυξης «στηριζόμενη στην εγχώρια αγορά» σε μια οικονομία ανάπτυξης «στηριζόμενη στο εμπόριο».

 

Στο πλαίσιο μιας  ανάπτυξης που στηρίζεται στο εμπόριο, οι συνθήκες που επικρατούν  στην παραγωγική πλευρά της οικονομίας , συγκεκριμένα αυτές που αφορούν στο κόστος παραγωγής, αποκτούν αποφασιστική σημασία: η συμπίεση του κόστους παραγωγής, ( κόστος  εργασίας,  φόροι και  ασφαλιστικές εισφορές των εργοδοτών)  γίνεται πολύ σημαντική. Όμως, η συμπίεση του κόστους παραγωγής απαιτεί μια δραστική μείωση του κρατισμού, αφού ο κρατισμός είναι υπεύθυνος για τη σημαντική αύξηση του κόστους παραγωγής κατά την περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, τόσο άμεσα όσο και έμμεσα.

 

Άμεσα, επειδή η διόγκωση του κράτους-πρόνοιας σημαίνει μια αυξανόμενη επιβάρυνση των εργοδοτών όσον αφορά τις ασφαλιστικές εισφορές και τους φόρους τους. Στη Βρετανία για παράδειγμα, οι συνολικοί φόροι, ως ποσοστό επί των επιχειρηματικών κερδών (εξαιρουμένων των εισφορών για την Εθνική Ασφάλιση), αυξήθηκαν από περίπου 44% την περίοδο 1955-59 σε 48,6% την περίοδο 1967-70.[60]

 

Έμμεσα, επειδή, στις συνθήκες σχεδόν πλήρους απασχόλησης που επικρατούν κατά την κρατικιστική φάση της διαδικασίας αγοραιοποίησης, η οργανωμένη εργασία μπορεί να ασκήσει επιτυχημένα πιέσεις για αυξήσεις στους μισθούς που υπερβαίνουν σημαντικά την αύξηση στην παραγωγικότητα. Αυτό έγινε ένα ιδιαίτερα οδυνηρό πρόβλημα (γι’ αυτούς που έλεγχαν  την οικονομία ανάπτυξης) την περίοδο 1968-73, όταν ένα μαζικό απεργιακό κίνημα, ουσιαστικά αυτονομημένο από τη γραφειοκρατική συνδικαλιστική ηγεσία, οδήγησε σε γοργή αύξηση των μισθών και σε μια αντίστοιχη μείωση των κερδών. Έτσι, ενώ την περίοδο 1960-68 οι  καθαροί μισθοί και η παραγωγικότητα στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες αυξανόντουσαν με τον ίδιο περίπου ρυθμό (4%), την περίοδο 1968-73, οι μισθοί αυξήθηκαν με μέσο ποσοστό 4,5%, σ’ αντίθεση με μια αύξηση της τάξης του 3,4% της παραγωγικότητας.[61] Κατά συνέπεια, το μερίδιο των κερδών στο επιχειρηματικό προϊόν μειώθηκε περίπου κατά 15% την περίοδο 1968-73.[62]

 

Το σωρευτικό αποτέλεσμα του γεγονότος ότι ο κρατικός παρεμβατισμός δεν άφηνε ελεύθερη την αγορά εργασίας  να καθορίζει τα επίπεδα των μισθών και της απασχόλησης, όπως απαιτεί μια οικονομία της αγοράς, ήταν η κρίση των αρχών της δεκαετίας του 1970. Με άλλα λόγια, η κρίση, σ’ αντίθεση με την αντίληψη που υποστηρίζεται συνήθως, δεν οφειλόταν κυρίως στην πετρελαϊκή κρίση, αλλά στο γεγονός ότι ο βαθμός διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς που είχε ήδη επιτευχθεί δεν ήταν πια συμβατός με τον κρατισμό. Και αυτό, διότι:

 

1) ο αποτελεσματικός έλεγχος που ασκούσε το έθνος-κράτος στην αγορά είχε καταστεί σχεδόν αδύνατος στο πλαίσιο της αυξανόμενης διασυνοριακής κίνησης εμπορευμάτων και κεφαλαίου. Στο βαθμό όμως που το εντεινόμενο άνοιγμα  της μεταπολεμικής οικονομίας της αγοράς στο εμπόριο δεν συνοδευόταν από ένα αντίστοιχο άνοιγμα σε σχέση με την κίνηση κεφαλαίου, οι κυβερνήσεις μπορούσαν να ακολουθούν ανεξάρτητες οικονομικές πολιτικές. Μόλις. όμως, η ανάπτυξη των αγορών των ευρω-νομισμάτων μείωσε σημαντικά την αποτελεσματικότητα των ελέγχων που ασκούνταν στις χρηματοπιστωτικές αγορές, οι υπερεθνικές επιχειρήσεις απέκτησαν μεγαλύτερη ικανότητα να υποσκάπτουν εκείνες απο τις εθνικές οικονομικές πολιτικές που ήταν ασύμβατες με τους δικούς τους στόχους.

 

2) η επέκταση του ίδιου του κρατισμού είχε ορισμένα εγγενή στοιχεία που οδηγούσαν σε υψηλότερο πληθωρισμό και/ή σε μια συμπίεση των κερδών, στοιχεία που ήταν ιδιαίτερα οχληρά στο ανταγωνιστικό πλαίσιο που είχε δημιουργήσει η διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Ένα τέτοιο στοιχείο ήταν η γοργή αύξηση των δημόσιων δαπανών για τη χρηματοδότηση της διεύρυνσης του κοινωνικού και οικονομικού ρόλου του κράτους η οποία σε μερικές περιπτώσεις ήταν ταχύτερη από την αύξηση των δημοσίων εσόδων, γεγονός που οδήγησε σε μια πληθωριστική κάλυψη των ελλειμμάτων που προέκυπταν στον προϋπολογισμό.[63] Ένα ακόμα πιο σημαντικό στοιχείο ήταν το γεγονός ότι οι εργοδότες, προκειμένου να ελαχιστοποιήσουν τον αντίκτυπο που είχαν στα κέρδη οι «υπερβολικές» αυξήσεις στους μισθούς (δηλαδή οι αυξήσεις  που ξεπερνούσαν τις αυξήσεις στην παραγωγικότητα), μετακυλούσαν με επιτυχία ένα σημαντικό μέρος του αυξημένου κόστους εργασίας στους καταναλωτές, χρησιμοποιώντας το πρόσχημα της πετρελαϊκής κρίσης. Όμως, η εντεινόμενη διεθνοποίηση της οικονομίας και ο συνακόλουθος ισχυρότερος ανταγωνισμός  καταστούσε αυξανόμενα δύσκολη τη μετακύληση των «υπερβολικών» αυξήσεων των μισθών στις τιμές. Το αποτέλεσμα ήταν η συμπίεση των κερδών που αναφέρθηκε πιο πάνω να γίνει ακόμα εντονότερη στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Στα Ευρωπαϊκά μέλη  του ΟΑΣΑ για παράδειγμα, η κερδοφορία, μετρούμενη με βάση την αναλογία καθαρού κέρδους στη μεταποίηση, έπεσε από 21,8% το  1968 σε 20,9% το 1973 και στο 17,4% το 1979.[64]

 

Το αποτέλεσμα αυτών των τάσεων ήταν η κρίση «στασιμοπληθωρισμού» στη δεκαετία του 1970, η οποία έγινε αναπόφευκτη από τη στιγμή που οι κυβερνήσεις, για να μειώσουν τις πληθωριστικές πιέσεις που δημιουργήθηκαν από τις παραπάνω τάσεις και την πετρελαϊκή κρίση, κατέφυγαν σε παραδοσιακές αντιπληθωριστικές πολιτικές. Έτσι, όχι μόνο δεν επιβραδύνθηκε ο πληθωρισμός, αλλά και η ανεργία άρχισε να αυξάνεται σημαντικά, καθώς οι αντιπληθωριστικές πολιτικές ενίσχυαν τη βραχυπρόθεσμη ανεργία, πέρα από τη μακροπρόθεσμη ανεργία που αυξανόταν παράλληλα, ως αποτέλεσμα της αναδυόμενης επανάστασης στην πληροφορική.

 

Συνοψίζοντας, η κατάρρευση του κρατισμού και η άνοδος του νεοφιλελευθερισμού, που θα συζητήσουμε στη συνέχεια, πρέπει να ειδωθούν μέσα στο πλαίσιο της εντεινόμενης διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς, η οποία κατέστησε τον κρατισμό αυξανόμενα ασύμβατο με αυτήν.

 

 

1.4. Η διαδικασία αγοραιοποίησης: η νεοφιλελεύθερη φάση

 

Η άνθιση του νεοφιλελεύθερου κινήματος

 

Η οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1970, η οποία επιδεινώθηκε από την κατάρρευση του συστήματος του Bretton Woods και την επιστροφή στις αβεβαιότητες των ελεύθερων ισοτιμιών, οδήγησε στην εμφάνιση του νεοφιλελεύθερου κινήματος. Σ’ αντίθεση με τη παραδοσιακή Φιλελεύθερη Παλαιά Δεξιά, που στηριζόταν στην παράδοση, την ιεραρχία και την πολιτική φιλοσοφία, το βασικό πιστεύω της Νεο-Φιλελεύθερης Νέας Δεξιάς βασιζόταν στην τυφλή πίστη στις δυνάμεις της αγοράς, τον ατομικισμό και την οικονομική «επιστήμη».[65] Ο ατομικισμός μάλιστα έπαιρνε μια καινούργια σημασία, αφού στόχος του ήταν η απελευθέρωση του πολίτη από την «εξάρτησή» από το κράτος-πρόνοιας. Έτσι, τα απελευθερωτικά αιτήματα της δεκαετίας του 1960 για μια κοινωνία αυτοκαθορισμού διαστρεβλώνονται από τους νεοφιλελεύθερους και επαναδιατυπώνονται ως αίτημα για τον αυτοκαθορισμό της αγοράς!

 

Το νεοφιλελεύθερο κίνημα, το οποίο αναδύθηκε αρχικά  μεταξύ ακαδημαϊκών οικονομολόγων  (Σχολή του Σικάγο, ξεθάψιμο  του Hayek και ούτω καθεξής) και εξαπλώθηκε αργότερα στους επαγγελματίες πολιτικούς, ιδιαίτερα στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες, αποτελούσε μια ισχυρή επίθεση ενάντια στον σοσιαλδημοκρατικό κρατισμό. Αυτό όμως που έχει ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι οι νεοφιλελεύθεροι θεωρητικοί δεν επιτέθηκαν μόνο στον κρατισμό αλλά και στην «υπερβολική» δημοκρατία την οποία θεώρησαν ως την αιτία της οικονομικής κρίσης. Πράγμα που αποτελούσε ασφαλή ένδειξη της ασυμβατότητας της καπιταλιστικής οικονομίας ανάπτυξης με τη δημοκρατία, όπως θα δούμε στο πέμπτο κεφάλαιο. Έτσι, διάφοροι νεοφιλελεύθεροι επικριτές της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, μεταξύ των οποίων ήταν ο Samuel Huntington, ο Daniel Bell και ο J.M. Buchanan, κατηγόρησαν την «υπερβολική» δημοκρατική συμμετοχή (δηλαδή την αυξημένη επιρροή των κοινωνικών ελέγχων πάνω στην αγορά, στην αρχή της μεταπολεμικής περιόδου, και τη συνακόλουθη επέκταση του κράτους-πρόνοιας) ως τον κύριο παράγοντα που υπονόμευσε σοβαρά την καπιταλιστική ανάπτυξη.[66]

 

Σύμφωνα με τον Huntingdon, η κινητοποίηση των μαζών και η ανεξέλεγκτη δημοκρατική συμμετοχή οδήγησαν σε μια τεράστια αύξηση των δημοσίων δαπανών και στη χρόνια δημοσιονομική κρίση που υπονομεύει την οικονομική ανάπτυξη. Σύμφωνα με τον Daniel Bell, το κράτος-πρόνοιας έχει οδηγήσει στην επέκταση του ανεξέλεγκτου ηδονιστικού καταναλωτισμού που υποσκάπτει την προτεσταντική ηθική της λιτότητας, της αποταμίευσης και της σκληρής δουλειάς, στην οποία στηρίχτηκε η ανάπτυξη του δυτικού καπιταλισμού. Τέλος, για τον J.M. Buchanan, οι πολιτικές και κρατικο-γραφειοκρατικές ελίτ, ακολουθώντας μια λογική κόστους-οφέλους, διεύρυναν διαρκώς τις κρατικές παροχές, πράγμα που συνεπαγόταν υψηλότερες ανταμοιβές για τα πιο διεφθαρμένα κομμάτια αυτών των ελίτ και μεγαλύτερη πολιτική επιρροή για τα υπόλοιπα. Δεν είναι επομένως περίεργο  ότι σε μια έκθεση της Τριμερούς Επιτροπής (που απαρτιζόταν από αντιπροσώπους εκ των τριών κύριων οικονομικών περιφερειών, τη Βόρεια Αμερική, τη Δυτική Ευρώπη και την Ιαπωνία) ο Huntington και οι άλλοι απολογητές του νεοφιλελευθερισμού υποστήριζαν ότι το «δημοκρατικό κύμα» της δεκαετίας του 1960 δημιούργησε ένα «πλεόνασμα δημοκρατίας» που αύξησε τις απαιτήσεις προς το κράτος για παροχή υπηρεσιών, αποδυνάμωσε  την εξουσία του  και προκάλεσε πληθωρισμό.[67]

 

Είναι λοιπόν φανερό ότι στόχος του νεοφιλελεύθερου κινήματος ήταν οι κοινωνικοί έλεγχοι επί της αγοράς που είχαν εισαχθεί κατά τη διάρκεια της κρατικιστικής φάσης της διαδικασίας αγοραιοποίησης. Οι οικονομικές ελίτ θεωρούσαν πάντοτε ότι ο σοσιαλδημοκρατικός κρατισμός, με την μορφή των εθνικοποιήσεων, των πολιτικών πλήρους απασχόλησης και του κράτους-πρόνοιας, δημιουργούσε ένα τριμερές σύστημα οικονομικής δύναμης (κράτος, συνδικάτα, κεφάλαιο), το οποίο υπονόμευε την ηγεμονία του ιδιωτικού κεφαλαίου. Έτσι, μόλις το επέτρεψε ένας συνδυασμός οικονομικών και πολιτικών παραγόντων, η επίθεση ενάντια στη σοσιαλδημοκρατική συναίνεση έγινε αναπόφευκτη. Ο κύριος οικονομικός παράγοντας ήταν, όπως είδαμε παραπάνω, η διεθνοποίηση της οικονομίας που έγινε ασύμβατη με τον σοσιαλδημοκρατικό κρατισμό. Οι πολιτικοί παράγοντες αναφέρονται στην παρακμή της Αριστεράς, ως αποτέλεσμα της επέκτασης των μεσαίων τάξεων σε βάρος της χειρονακτικής εργατικής τάξης, καθώς και της παράλληλης κατάρρευσης του «υπαρκτού σοσιαλισμού».

 

Ο απώτατος, επομένως, στόχος του νεοφιλελευθερισμού ήταν η ενίσχυση της δύναμης αυτών που ελέγχουν την οικονομία, μέσω της δραστικής συρρίκνωσης των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές. Οι κύριες πολιτικές που προτάθηκαν από τους νεοφιλελεύθερους και εφαρμόστηκαν εν συνεχεία πρώτα από τις κυβερνήσεις Θάτσερ/Ρέηγκαν και αργότερα από κυβερνήσεις σ’ ολόκληρο τον κόσμο ήταν οι ακόλουθες:

 

Απελευθέρωση των αγορών.

 

1) Η αγορά εργασίας αποτελεί τον κύριο στόχο της πολιτικής απελευθέρωσης των αγορών. Έτσι, πολλοί σημαντικοί έλεγχοι εξαλείφονται και άλλοι τροποποιούνται δραστικά με ρητό στόχο να γίνει η αγορά εργασίας περισσότερο «ελαστική», δηλαδή περισσότερο πειθήνια στις συνθήκες της αγοράς . Στην πραγματικότητα όμως ο στόχος είναι «η μετατροπή της εργασίας σ’ εμπόρευμα –όχι μόνο στον τρόπο με τον οποίο καθορίζονται οι μισθοί και οι συνθήκες δουλειάς, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο διευθύνεται η εργασία στον τόπο δουλειάς».[68] Η αποδυνάμωση αυτών των ελέγχων, σε συνδυασμό με την εγκατάλειψη της κρατικής δέσμευσης για πλήρη απασχόληση και την αντισυνδικαλιστική νομοθεσία, σήμαινε ότι οι συνέπειες των τεχνολογικών αλλαγών, που είχαν ήδη οδηγήσει σε δομική ανεργία, δεν αντισταθμίστηκαν με αποτελεσματική κρατική δράση, αντίθετα, αφέθηκε στις δυνάμεις της αγοράς να λύσουν το πρόβλημα της ανεργίας. Ακόμα, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές, περιορίζοντας το δημόσιο τομέα, συνέβαλαν άμεσα στην αύξηση της ανεργίας. Ως αποτέλεσμα, η ανεργία έχει σήμερα αποκτήσει μαζικές διαστάσεις, ενώ η φτώχεια και η ανισότητα έχουν και αυτές αυξηθεί σε βαθμό ανάλογο με την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας. Έτσι, η ανεργία στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες (στην «ομάδα των 7» —(G7), δηλαδή  Η.Π.Α., η Ιαπωνία, ο Καναδάς, η Γερμανία, η Γαλλία, η Βρετανία και η Ιταλία) αυξήθηκε κατά 56% μεταξύ 1973 και 1980 (από ένα μέσο 3,4% στο 5,3% του εργατικού δυναμικού[69]) και κατά ακόμα 50% από τότε (από 5,3% του εργατικού δυναμικού το 1980 σε 8% το 1994).[70] Τέλος, όσον αφορά το νεοφιλελεύθερο μύθο ότι η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας  δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας, που πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι οι περισσότερες από τις θέσεις αυτές, αφορούν χαμηλά αμοιβόμενη εργασία (συνήθως περιστασιακή εργασία) η οποία αντικαθιστά τη σχετικά καλά αμοιβόμενη πλήρη απασχόληση. Έτσι, γιορτάζεται το γεγονός ότι στη χώρα-μοντέλο της απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας, τις Η.Π.Α., η ανοιχτή ανεργία είναι περίπου η μισή από αυτή της Ευρωπαϊκής Ένωσης (5,6% το 1995 έναντι 10,7%)[71]. Αυτό που δεν αναφέρεται συνήθως είναι ότι το περίπου 30% του εργατικού δυναμικού στις Η.Π.Α. αποτελείται  από περιστασιακά εργαζόμενους εργάτες[72] και ότι η συντριπτική πλειονότητα των «νέων» θέσεων εργασίας προσπορίζουν πολύ χαμηλότερες αποδοχές από τις παλιές.

 

2) Oι αγορές κεφαλαίου έχουν επίσης απελελευθερωθεί, ιδιαίτερα οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές (άρση των συναλλαγματικών ελέγχων κ.τ.λ.). Η απελευθέρωση των αγορών κεφαλαίου έχει αυξήσει τις δυνατότητες φοροδιαφυγής, έχει διαβρώσει τη φορολογική βάση που απαιτείται για τη χρηματοδότηση του κράτους-πρόνοιας, έχει κάνει την εκροή κεφαλαίου ευκολότερη και – πιο σημαντικό – κατέστησε αδύνατη οποιαδήποτε μορφή σχεδιασμού και αποτελεσματικού ελέγχου της εγχώριας συνολικής ζήτησης. Έτσι, τεράστια χρηματικά ποσά κινούνται διαρκώς σ’ αναζήτηση κερδοσκοπικών ευκαιριών και περιορίζουν αποφασιστικά τη δυνατότητα των κυβερνήσεων να ακολουθούν μακροοικονομικές πολιτικές που να αποκλίνουν σημαντικά από αυτές των ανταγωνιστών τους.

 

3) Τέλος, όπως είδαμε παραπάνω, οι αγορές εμπορευμάτων έχουν και αυτές απελευθερωθεί, κυρίως ως αποτέλεσμα της τελευταίας συμφωνίας της GATT. Το σωρευτικό αποτέλεσμα αυτών των πολιτικών απελευθέρωσης των αγορών ήταν ότι «ως τις αρχές της δεκαετίας του 1990, είχε δημιουργηθεί μια σχεδόν τελείως φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων στην περιφέρεια του ΟΑΣΑ, που έδινε στους πρωταγωνιστές της αγοράς μια ελευθερία που δεν είχαν ποτέ από τη δεκαετία του 1920 και μετά».[73]

 

Ιδιωτικοποίηση των κρατικών επιχειρήσεων.

 

Οι ιδιωτικοποιήσεις είναι σημαντικές όχι μόνο επειδή περιορίζουν τον όγκο του δημόσιου τομέα, αλλά και επειδή δημιουργούν νέες δυνατότητες για το ιδιωτικό κεφάλαιο. Εντούτοις, η μετοχοποίηση του ενεργητικού των δημοσίων επιχειρήσεων διαφημίζεται ως ένα είδος «λαϊκού καπιταλισμού», παρά το γεγονός ότι, όπως έχει δείξει η βρετανική εμπειρία,  οι ιδιωτικοποιήσεις ενισχύουν ακόμη περισσότερο την συγκέντρωση του κεφαλαίου. Έτσι, παρά το γεγονός ότι ο αριθμός των κατόχων μετοχών τριπλασιάστηκε στη δεκαετία του 1980, μετά τις μαζικές ιδιωτικοποιήσεις της κυβέρνησης Θάτσερ, η αναλογία των  μετοχών που κατέχονται ατομικά, σ’ αντίθεση με τις μετοχές που κατέχονται από καπιταλιστικές επιχειρήσεις και οργανισμούς, έπεσε από 54% το 1963 σε 28% το 1981 και σε 20% το 1988.[74]

 

• Συρρίκνωση του κράτους-πρόνοιας σ’ ένα ασφαλιστικό δίκτυο και παράλληλη ενθάρρυνση της επέκτασης του ιδιωτικού τομέα στις κοινωνικές υπηρεσίες (υγεία, εκπαίδευση, συνταξιοδοτικά σχήματα κ.τ.λ.).

 

Η πολιτική αυτή όχι μόνο οδηγεί στην αγοραιοποίηση τομέων της οικονομίας που βρίσκονταν υπό κρατικό έλεγχο, αλλά μειώνει περαιτέρω τον «κοινωνικό μισθό» και αυξάνει ακόμη περισσότερο την ‘ελαστικότητα’ της εργασίας.

 

• Ανακατανομή του φορολογικού βάρους προς όφελος των ομάδων υψηλού εισοδήματος.

 

Στη Βρετανία για παράδειγμα, τα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα πήραν τη μερίδα του λέοντος από τις φορολογικές ελαφρύνσεις που έγιναν από τις κυβερνήσεις της Θάτσερ μεταξύ 1979-80 και 1990-91. Έτσι, το 1,6% των φορολογουμένων στη κορυφή της εισοδηματικής πυραμίδας εισέπραξε περίπου το 30% των  φορολογικών ελαφρύνσεων, ενώ το 11% στη βάση της  πυραμίδας εισέπραξε λιγότερο από το 2%.[75] Ο ρητός στόχος των φορολογικών ελαφρύνσεων είναι η δημιουργία «κινήτρων» προς την οικονομική ελίτ για αποταμίευση και επενδύσεις, ενώ ο σιωπηρός στόχος είναι η αύξηση των καθαρών κερδών και το μοίρασμα του κόστους του ασφαλιστικού δικτύου. Το αναπόφευκτο όμως αποτέλεσμα των νεοφιλελεύθερων φορολογικών πολιτικών ήταν η περαιτέρω χειροτέρευση της κατανομής εισοδήματος.

 

Ως αποτέλεσμα των πολιτικών αυτών, η κερδοφορία, που είχε κατρακυλήσει στα τέλη της κρατικιστικής περιόδου, έχει σχεδόν αποκατασταθεί στα επίπεδα  του μεταπολεμικού μπουμ. Έτσι, η κερδοφορία στην Ευρωπαϊκή μεταποίηση, που είχε φτάσει σ’ ένα ναδίρ της τάξης του 17,4% το 1979, είχε αυξηθεί  στο 23,7% το 1989, ποσοστό που δεν απείχε σημαντικά από το 26% που είχε επιτευχθεί την περίοδο 1952-66.[76]

 

Η νεοφιλελεύθερη συναίνεση

 

Η διεθνοποίηση της οικονομίας και οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές συνέπεσαν με σημαντικές τεχνολογικές αλλαγές (επανάσταση στην πληροφορική) που σηματοδότησαν τη μετάβαση της οικονομίας της αγοράς σε μια μεταβιομηχανική φάση. Το αποτέλεσμα που προέκυψε από τη συνδυαστική δράση των παραγόντων αυτών ήταν μια δραστική αλλαγή στη διάρθρωση της απασχόλησης που εκφράστηκε με τη σημαντικότατη μείωση του μεγέθους της χειρωνακτικής εργατικής τάξης. Για παράδειγμα στην Ομάδα των 7 (χωρίς τον Καναδά), το ποσοστό του ενεργού πληθυσμού που απασχολούνταν στη μεταποίηση έπεσε περισσότερο από ένα τρίτο μεταξύ 1972-73 και 1992-93 (από ένα μέσο 31% το 1972-73 σε 20% το 1992-93).[77] Το γεγονός αυτό είχε σημαντικές επιπτώσεις όσον αφορά τη δύναμη και τη σημασία των συνδικάτων και των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Έτσι, στις Η.Π.Α., τα συνδικάτα αποδεκατίστηκαν μέσα σε δύο μόλις δεκαετίες, με τα μέλη τους να μειώνονται από 35 περίπου εκατομμύρια σε 15.[78] Στη Βρετανία, 14 χρόνια θατσερισμού ήταν αρκετά για να μειώσουν τα μέλη των συνδικάτων από 13,3 εκατομμύρια το 1979 σε λιγότερα από 9 εκατομμύρια το 1993 και να ρίξουν το ποσοστό των μελών των συνδικάτων (31%) στο χαμηλότερο επίπεδο  από το 1946.[79] Ταυτόχρονα, στη Βρετανία πάλι, το ποσοστό του ενεργού πληθυσμού σε μη χειρωνακτική απασχόληση αυξήθηκε από 12,8% το 1951 σε 31,9% το 1978.[80] Ως αποτέλεσμα των τάσεων αυτών, η διάρθρωση του εκλογικού σώματος της Βρετανίας άλλαξε ριζικά, με την αναλογία της χειρωνακτικής εργατικής τάξης να μειώνεται από το μισό στο ένα τρίτο του εκλογικού σώματος μέσα σε 20 μόλις χρόνια (1964-83).[81]

 

Έτσι, μια νέα ταξική διάρθρωση αναδείχθηκε στη μεταβιομηχανική διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, η οποία μπορεί να περιγραφεί γενικά ως εξής. Στα δύο άκρα βρίσκονται  η «υποτάξη» και η «υπερτάξη». Η υποτάξη αποτελείται κυρίως από τους ανέργους και εκείνους από  τον ανενεργό πληθυσμό (ο οποίος δεν αποτελείται πια απλώς από γυναίκες που μένουν στο σπίτι, όπως πριν, αλλά κυρίως από άνδρες σε εργάσιμη ηλικία και ανύπαντρους γονείς) και από τους υποαπασχολούμενους (μερικώς απασχολούμενοι, περιστασιακά  απασχολούμενοι κ.τ.λ.) που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας. Οι νέοι, οι γυναίκες, οι εθνικές μειονότητες και οι μετανάστες αντιπροσωπεύονται δυσανάλογα στην υποτάξη. Στη Βρετανία, έχει εκτιμηθεί ότι αυτοί που βρίσκονται σε «απόλυτα μειονεκτική θέση» (όρος που ορίζεται με τρόπο παρόμοιο με αυτόν που ορίζεται η υποτάξη) αποτελούν περίπου το 30% του ενήλικου εργαζόμενου πληθυσμού,[82] και ελέγχουν λιγότερο από το 14% του εισοδήματος[83]. Στο άλλο άκρο της κλίμακας βρίσκεται η νέα υπερτάξη, δηλαδή τα ανώτερα στρώματα της μεσαίας τάξης που έχουν δημιουργηθεί από τη διαδικασία αγοραιοποίησης, τα οποία αυτο-απομονώνονται σε περιφραγμένες περιοχές[84] σε γκέτο πολυτελείας που συμπληρώνουν τα γκέτο μιζέριας της υποτάξης. Τα  ανώτερα στρώματα της μεσαίας τάξης, μαζί με την ίδια την ανώτερη τάξη, αποτελούν ένα πολύ μικρό ποσοστό του πληθυσμού, αλλά λαμβάνουν ένα δυσανάλογα μεγάλο τμήμα του εισοδήματος. Στις Η.Π.Α. για παράδειγμα το 1% των οικογενειών που βρισκόταν στην κορυφή της πυραμίδας το 1988 έλεγχε το 13,5% του συνολικού μεικτού εισοδήματος.[85]

 

Τέλος, μεταξύ των δύο αυτών πόλων βρίσκονται οι μεσαίες ομάδες που αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού. Αν πάρουμε για άλλη μια φορά το παράδειγμα της Βρετανίας, αυτές οι μεσαίες ομάδες αποτελούν το 70% του πληθυσμού. Είναι όμως μόνο το ανώτερο στρώμα αυτών των μεσαίων ομάδων, περίπου 40% του πληθυσμού, το οποίο είναι, σύμφωνα με τον Hutton,[86] η προνομιούχος μειονότητα, και σ’ εκλογικό επίπεδο, σύμφωνα με τον Galbraith,[87] η ικανοποιημένη εκλογική πλειοψηφία. Είναι μόνο αυτό το τμήμα  του πληθυσμού που έχει πλήρη, καλά αμειβόμενη, και ασφαλή απασχόληση και ελέγχει τον κύριο όγκο του εισοδήματος. Στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, αυτό το 40% του πληθυσμού  ελέγχει κατά μέσο όρο τα δύο τρία του εισοδήματος[88] και, με την πολιτική και οικονομική του δύναμη, καθορίζει το εκλογικό αποτέλεσμα. Από την άλλη πλευρά, το χαμηλότερο τμήμα των μεσαίων ομάδων, περίπου το 30% του πληθυσμού, αποτελείται από όλους όσους έχουν χαμηλά αμειβόμενη, ανασφαλή και ελάχιστα προστατευόμενη απασχόληση (οι περιθωριοποιημένοι και ανασφαλείς, κατά τον Hutton). Στη κατηγορία αυτή ανήκει το μεγαλύτερο μέρος της αυξανόμενης στρατιάς των μερικώς απασχολούμενων και περιστασιακά εργαζόμενων, σε δουλειές με χαμηλές αποδοχές και ελάχιστη προστασία. Στην ίδια κατηγορία ανήκει  και η παραδοσιακή εργατική τάξη των χαμηλής εξειδίκευσης χειρωνάκτων.

 

Κατά συνέπεια, η μεταβιομηχανική νεοφιλελεύθερη κοινωνία δεν είναι καν μια «κοινωνία των δύο τρίτων», όπως συνηθίζεται να περιγράφεται. Είναι στην πραγματικότητα μια «κοινωνία του 40%». Οι κοινωνικές ομάδες που αποτελούν την προνομιούχο αυτή μειονότητα είναι κατά βάση εχθρικές προς οποιαδήποτε επέκταση του κρατισμού και του κράτους-πρόνοιας και έλκονται όλο και περισσότερο από την ιδεολογία της ιδιωτικής παροχής υπηρεσιών, όπως η υγεία, η εκπαίδευση και οι συντάξεις αν και ένα σημαντικό μέρος της έλξης αυτής επιβάλλεται από τη νεοφιλελεύθερη υπονόμευση της παροχής αυτών των υπηρεσιών από το κράτος. Η στάση τους προς τον κρατισμό και το κράτος-πρόνοιας καθορίζεται από το γεγονός ότι οι δημόσιες υπηρεσίες και η χρηματοδότησή τους από τη φορολογία έχει ανόμοιο αντίκτυπο στις ομάδες αυτές σε σχέση με την υποτάξη. Με άλλα λόγια, είναι κυρίως η προνομιούχος μειονότητα που είναι αναγκασμένη  να χρηματοδοτεί, μέσω της φορολογίας,  δημόσιες υπηρεσίες για τις οποίες δεν ενδιαφέρεται πια (εξαιτίας της υποβάθμισης της ποιότητάς τους που προέκυψε ως αποτέλεσμα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών). Όμως, η προνομιούχος μειονότητα αποτελεί ταυτόχρονα την εκλογική πλειοψηφία εφόσον παίζει ενεργό ρόλο στην εκλογική διαδικασία, ενώ τα περισσότερα μέλη της υποτάξης δεν μπαίνουν καν στον κόπο να ψηφίσουν, συνειδητοποιώντας την ανικανότητα των πολιτικών κομμάτων να λύσουν τα προβλήματά τους. Έτσι, το εκλογικό αποτέλεσμα στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες καθορίζεται από τη στάση της προνομιούχου μειονότητας/εκλογικής πλειοψηφίας.

 

Η αναπόφευκτη συνέπεια των παραπάνω αλλαγών στην ταξική διάρθρωση και στη σύνθεση του εκλογικού σώματος ήταν η γοργή παρακμή των παραδοσιακών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και η προσπάθειά τους να αποσπάσουν ένα σημαντικό μέρος των ψήφων της προνομιούχου μειονότητας μέσω του «εκσυγχρονισμού» τους, (δηλαδή της προσαρμογής τους στις προσταγές της νεοφιλελεύθερης ατζέντας). Γι’ αυτό και τα τελευταία 20 περίπου χρόνια, όλα τα μεγάλα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, είτε στην εξουσία είτε στην αντιπολίτευση (Γαλλία, Σουηδία, Βρετανία, Γερμανία), έχουν εγκαταλείψει τις παραδοσιακές σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές, όπως η δέσμευση για πλήρη απασχόληση και το κράτος-πρόνοιας, και έχουν υιοθετήσει, με μικρές διαφοροποιήσεις, την ουσία του νεοφιλελεύθερου προγράμματος (ιδιωτικοποιήσεις, απελευθέρωση των αγορών κ.τ.λ.) στο όνομα της απελευθέρωσης της «κοινωνίας των πολιτών» από το κράτος! Σ’ όλα αυτά, προσπαθούν συνήθως να προσθέσουν μια «κοινωνική διάσταση». Η αξιολύπητη προσπάθεια εκ μέρους των σοσιαλδημοκρατών να προσθέσουν μια τέτοια διάσταση στις νέες συνθήκες της Ε.Ε. αποτελεί σχετικό παράδειγμα.

 

Το αποτέλεσμα των αλλαγών αυτών στο πολιτικό επίπεδο ήταν η «αμερικανοποίηση» της πολιτικής διαδικασίας σ’ ολόκληρο τον προηγμένο καπιταλιστικό κόσμο. Στη θέση της παραδοσιακής διαμάχης μεταξύ, από τη μια μεριά, των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων που υποστήριζαν την περαιτέρω επέκταση του ρόλου του κράτους και, από την άλλη μεριά, των συντηρητικών κομμάτων που υμνούσαν τα πλεονεκτήματα της οικονομίας της αγοράς και προσπαθούσαν να επιβραδύνουν τον κρατισμό, οι εκλογικές αναμετρήσεις έχουν μεταβληθεί σήμερα σε ακριβοπληρωμένες διαφημιστικές εκστρατείες μεταξύ των «καθαρών» νεοφιλελεύθερων κομμάτων και των σοσιαλφιλελεύθερων κομμάτων που χαρακτηρίζονται από ελάχιστες ή ανύπαρκτες προγραμματικές διαφορές και έναν κοινό στόχο: την  διαχείριση της εξουσίας. Μια νεοφιλελεύθερη/σοσιαλφιλελεύθερη συναίνεση έχει σαρώσει τον προηγμένο καπιταλιστικό κόσμο και έχει αντικαταστήσει τη σοσιαλδημοκρατική συναίνεση των αρχών της μεταπολεμικής περιόδου.

 

Πέρα από τις πολιτικές επιπτώσεις, η νεοφιλελεύθερη συναίνεση έχει πολύ σημαντικές επιπτώσεις στο κοινωνικό, ιδεολογικό, πολιτιστικό  και, φυσικά, στο οικονομικό επίπεδο. Ξεκινώντας από το οικονομικό επίπεδο, η νέα συναίνεση δεν συνεπάγεται ότι το κράτος δεν έχει πια κανένα οικονομικό ρόλο να παίξει. Δεν θα πρέπει κανείς να συγχέει το φιλελευθερισμό/νεοφιλελευθερισμό με το laisser-faire. Όπως ανέφερα προηγουμένως, ήταν το ίδιο το κράτος που δημιούργησε το σύστημα των αυτορυθμιζόμενων αγορών. Επιπλέον, κάποια μορφή κρατικής παρέμβασης ήταν πάντοτε αναγκαία για την ομαλή λειτουργία του συστήματος της οικονομίας της αγοράς. Το κράτος καλείται σήμερα να παίξει έναν κρίσιμο ρόλο σε σχέση με την πλευρά της προσφοράς στην οικονομία και συγκεκριμένα καλείται να πάρει μέτρα για να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα, να εκπαιδεύσει το εργατικό δυναμικό στις απαιτήσεις της νέας τεχνολογίας, ακόμη και να επιχορηγήσει , άμεσα ή έμμεσα, τις εξαγωγικές βιομηχανίες . Κατά συνέπεια, ο τύπος κρατικού παρεμβατισμού που είναι συμβατός με τη διαδικασία αγοραιοποίησης όχι μόνο δεν αποθαρρύνεται, αλλά, αντίθετα, προωθείται ενεργά από τη νεοφιλελεύθερη συναίνεση, ιδιαίτερα από τα «προοδευτικά» στοιχεία της (κυβέρνηση Κλίντον, ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα). Έτσι, δεν αληθεύει ο ισχυρισμός που συνήθως υποστηρίζεται ότι η νεοφιλελεύθερη συναίνεση θανάτωσε το γέννημα-θρέμμα της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, δηλαδή τη μεικτή οικονομία. Στην πραγματικότητα, έκανε κάτι χειρότερο. Αναπροσδιόρισε το περιεχόμενο της μεικτής οικονομίας ώστε να εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντα της οικονομικής ελίτ και να αναπαράγει, στο κατώφλι του 21ου αιώνα, συνθήκες ανισότητας και κοινωνικής αδικίας που επικρατούσαν στις αρχές του 19ου!

 

Στο κοινωνικό επίπεδο, ο ρητός στόχος της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης για «ένα έθνος» αντικαθίσταται από το σιωπηρό στόχο της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης για μια «κοινωνία του 40%». Ο νεοφιλελεύθερος στόχος συνεπάγεται, άμεσα ή έμμεσα, το φόβο της ανεργίας και την αβεβαιότητα όσον αφορά την επαρκή κάλυψη  των βασικών αναγκών (υγεία, εκπαίδευση, στέγαση). Η αβεβαιότητα αυτή έχει συμβάλει σημαντικά στην οπισθοχώρηση των ριζοσπαστικών ρευμάτων μέσα στο φεμινιστικό κίνημα, την απόσυρση των φοιτητών από τη δημόσια ζωή, τον ευνουχισμό της εργατικής τάξης και ούτω καθεξής. Ταυτόχρονα, οι ελπίδες που είχαν εναποτεθεί στο Πράσινο κίνημα έχουν ήδη σβήσει, εφόσον οι κυρίαρχες τάσεις μέσα στο κίνημα αυτό δεν αμφισβητούν τους βασικούς θεσμούς της οικονομίας της αγοράς, αλλά, αντίθετα, είτε υιοθετούν τη σοσιαλδημοκρατική ιδεολογία για την ενίσχυση της κοινωνίας των πολιτών και περιορίζονται στον περιβαλλοντισμό (Ευρώπη) ή, εναλλακτικά, στρέφονται στον ιρρασιοναλισμό και το μυστικισμό (Η.Π.Α.) Ως αποτέλεσμα, το κύρος των ιεραρχικών δομών και θεσμών, που βρισκόταν υπό αμφισβήτηση την εποχή της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, ξανατονώνεται τώρα –αν και ποτέ δεν ανέκαμψε πλήρως από την προαναφερθείσα αμφισβήτηση. Εντούτοις, όσον αφορά το κοινωνικό εύρος της νέας συναίνεσης υπάρχει μια σημαντική διαφορά  σε σχέση με το εύρος  της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης. Έτσι, ενώ η δεύτερη στηριζόταν κυρίως στη ρητή συμφωνία του κεφαλαίου και των συνδικάτων και είχε συχνά το χαρακτήρα μιας ευρείας κοινωνικής συναίνεσης, η νεοφιλελεύθερη συναίνεση συνήθως υιοθετείται ρητά μόνο από την ανώτερη τάξη και την πλειονότητα της «κοινωνίας του 40%» (που επωφελείται άμεσα από αυτήν) και δεν έχει ποτέ το χαρακτήρα μιας ευρείας κοινωνικής συναίνεσης.

 

Στο πολιτισμικό επίπεδο, η αγοραιοποίηση της κουλτούρας και η πρόσφατη απελευθέρωση και απορρύθμιση των αγορών έχει συμβάλει σημαντικά στη σημερινή πολιτισμική ομογενοποίηση, με τις παραδοσιακές κοινότητες και τις κουλτούρες τους να χάνονται σ’ ολόκληρο τον κόσμο και τους ανθρώπους να μετατρέπονται σε καταναλωτές μιας μαζικής κουλτούρας που παράγεται στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες και κυρίως στις Η.Π.Α. Στη κινηματογραφική βιομηχανία  για παράδειγμα, ακόμα και ευρωπαϊκές χώρες με ισχυρό πολιτισμικό υπόβαθρο και αναπτυγμένες οικονομίες αναγκάστηκαν ουσιαστικά να εγκαταλείψουν την κινηματογραφική τους κουλτούρα, ανίκανες να ανταγωνιστούν τις πολύ περισσότερο ανταγωνιστικές Η.Π.Α. Έτσι, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η αμερικανική κινηματογραφική βιομηχανία έλεγχε το  73% της ευρωπαϊκής αγοράς. Ενδεικτικό του βαθμού συγκέντρωσης της πολιτισμικής δύναμης στα χέρια λιγοστών αμερικανικών επιχειρήσεων  είναι το γεγονός ότι, το 1991, μια χούφτα αμερικάνοι διανομείς  έλεγχαν στη Βρετανία το 66% των συνολικών εισπράξεων στους κινηματογράφους και το 70% του συνολικού αριθμού ενοικιάσεων βιντεοταινιών.[89]

 

Στην πραγματικότητα, η πρόσφατη ανάδυση ενός είδους «πολιτισμικού» εθνικισμού σε πολλά μέρη του κόσμου (βλ. π.χ. το κίνημα του ιδιότυπου νεοορθοδόξου εθνικισμού στα παρ’ ημιν, μέλη του οποίου επικαλούνται και «αριστερές» περγαμηνές) εκφράζει την μάταιη (εφόσον δεν θέτει θέμα συστημικής αλλαγής) προσπάθεια διατήρησης μιας πολιτισμικής ταυτότητας ενάντια στην ομογενοποίηση της αγοράς. Όμως, ο πολιτισμικός εθνικισμός στερείται οποιουδήποτε νοήματος σ’ ένα ηλεκτρονικό περιβάλλον, όπου το 75% της  ροής της διεθνούς επικοινωνίας  ελέγχεται από έναν μικρό αριθμό πολυεθνικών.[90] Με άλλα λόγια, ο πολιτισμικός ιμπεριαλισμός σήμερα δεν έχει ανάγκη, όπως συνέβαινε στο παρελθόν, από την ‘διπλωματία των κανονιοφόρων’ για να ενσωματώσει και να αφομοιώσει διαφορετικές κουλτούρες. Η αγοραιοποίηση της  ροής των πληροφοριών έχει ήδη δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την υποβάθμιση της πολιτισμικής διαφορετικότητας και την μετατροπή της σ’ ένα είδος επιφανειακής διαφοροποίησης που συγγενεύει πολύ με τον φολκλορισμό.

 

Τέλος, στο ιδεολογικό επίπεδο, η νεοφιλελεύθερη συναίνεση είναι κυρίαρχη. Η συντηρητική φιλελεύθερη παράδοση στις κοινωνικές επιστήμες, ιδιαίτερα στα οικονομικά, έχει ξαναγίνει η ορθοδοξία ύστερα από ένα σύντομο ιστορικό διάλειμμα κατά το οποίο επικράτησαν οι κεϋνσιανικές κρατικιστικές ιδέες. Οι κοινωνικοί επιστήμονες έχουν υιοθετήσει μαζικά το φιλελεύθερο «παράδειγμα της αγοράς», ενώ οι περισσότεροι πρώην μαρξιστές, μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, έχουν υιοθετήσει διάφορες μορφές «σοσιαλφιλελευθερισμού», οι οποίες είναι πλήρως συμβατές με τη νεοφιλελεύθερη συναίνεση. Εξίσου συμβατό με τη νεοφιλελεύθερη συναίνεση είναι το μεταμοντέρνο κίνημα, το οποίο, όπως δείχνεται στο Κεφάλαιο 8, αποδίδοντας ίση αξία σ’ όλες τις παραδόσεις κοινωνικής οργάνωσης, καταλήγει σε μια γενική οπισθοχώρηση στο συντηρητισμό και μια σιωπηρή (αν όχι ρητή) αποδοχή της αγοραιοποίησης της κοινωνίας.

 

 

Η διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς

 

Το συνδυαστικό αποτέλεσμα των «αντικειμενικών» (οικονομικών και τεχνολογικών) παραγόντων που οδηγούσαν σε περαιτέρω διεθνοποίηση και των νεοφιλελεύθερων πολιτικών για την απελευθέρωση των αγορών ήταν ότι, από τη δεκαετία του 1970 και μετά, η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς έχει επιταχυνθεί με έντονους ρυθμούς.

 

Έτσι, όσον αφορά στις αγορές εμπορευμάτων, ο βαθμός εξάρτησης της οικονομίας ανάπτυξης από την επέκταση των εξαγωγών έχει αυξηθεί σημαντικά από τη δεκαετία του 1970.Στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης των εξαγωγών ήταν 1,8 φορές υψηλότερος από αυτόν του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος κατά την περίοδο 1970-93, έναντι  1,6 φορές στην περίοδο 1960-70.[91] Δεν είναι επομένως παράξενο το γεγονός ότι στη διάρκεια ενός τέταρτου αιώνα, ο λόγος των παγκόσμιων εξαγωγών προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν έχει αυξηθεί κατά 57% (από 14% το 1970 σε 22% το 1995) και ότι στις Η.Π.Α., τη μεγαλύτερη οικονομία της αγοράς, ο λόγος αυτός έχει σχεδόν διπλασιαστεί κατά την ίδια περίοδο –από 6% σε 11%--και σήμερα είναι υψηλότερος απ’ ό,τι στην Ιαπωνία.[92] Ακόμα, η προστασία των εγχώριων αγορών εμπορευμάτων έχει σχεδόν εξαλειφθεί στα δυο μεγάλα οικονομικά μπλοκ (Ευρωπαϊκή Ένωση –ΕΕ και Βόρεια Αμερική –NAFTA) και σύντομα θα πάψει να υφίσταται σ’ ολόκληρο τον κόσμο, μετά την εφαρμογή της νέας συμφωνίας της GATT. Η αναπόφευκτη συνέπεια των εξελίξεων αυτών ήταν ότι ο μέσος ρυθμός αύξησης των εισαγωγών στην Ομάδα των 7 αυξήθηκε κατά 41% μεταξύ των περιόδων 1965-80 και 1980-93 (από 3,9% την περίοδο 1965-80 σε 5,5% την περίοδο 1980-90)[93] με αποτέλεσμα η διείσδυση εισαγωγών στις μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες να έχει αυξηθεί πάνω  από 60% μεταξύ των αρχών της δεκαετίας του 1970 και του τέλους της προηγούμενης δεκαετίας.[94]

 

Ακόμα, όσον αφορά στις αγορές κεφαλαίου, η νεοφιλελεύθερη κατάργηση των συναλλαγματικών ελέγχων και των περιορισμών στη διακίνηση του κεφαλαίου είχε αποφασιστική επίδραση στη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με κάποιους παρατηρητές, η πρόσφατη σημαντική αύξηση στις ξένες άμεσες επενδύσεις καθιερώνει μια νέα τάση όπου οι επενδύσεις τείνουν να πάρουν τη θέση του εμπορίου ως κινητήριας δύναμης της διεθνοποίησης.[95] Έτσι, η αναλογία των ξένων άμεσων επενδύσεων στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν των προηγμένων καπιταλιστικών χωρών έχει σχεδόν διπλασιαστεί στα τελευταία 20 χρόνια και σήμερα υπερβαίνει το 10%.[96]

 

Όμως, η βραχυπρόθεσμη διακίνηση κεφαλαίου μπορεί να είναι ακόμα πιο σημαντική όσον αφορά στην απώλεια της οικονομικής κυριαρχίας του έθνους-κράτους. Έχει υπολογιστεί ότι ένα τρισεκατομμύριο δολάρια αλλάζει χέρια κάθε μέρα στις παγκόσμιες αγορές ξένου συναλλάγματος και ότι μόνο γύρω στο 5% των συναλλαγών συνδέονται με το διεθνές εμπόριο, ενώ οι υπόλοιπες είναι καθαρά κερδοσκοπικές.[97] Όμως, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, περίπου το 90% των διακινήσεων κεφαλαίου συνδεόταν με τις επενδύσεις και το εμπόριο και μόνο το 10% είχε κερδοσκοπικό χαρακτήρα. Το γεγονός αυτό από μόνο του συνιστά σοβαρή απειλή για τη βιωσιμότητα της οικονομίας ανάπτυξης, όπως άλλωστε υπαινίχθηκε και ο Paul Volcker, πρώην πρόεδρος του Federal Reserve, όταν απέδωσε το μισό περίπου από την δραστική μείωση των ρυθμών ανάπτυξης που έχει σημειωθεί σε σχέση με τις αρχές της δεκαετίας του 1970, (μείωση που φθάνει το 50%) στην τεράστια αύξηση της νομισματικής κερδοσκοπίας.[98]

 

Αλλά, ακόμα κι αν αποδεχτεί κανείς το αντεπιχείρημα ότι η βραχυπρόθεσμη κίνηση κεφαλαίου «ανακατανέμει κυρίως τις επιτυχίες και τις αποτυχίες μεταξύ τμημάτων του συστήματος και ελάχιστα συμβάλλει στη δομική ικανότητα των οικονομιών να προκαλούν συνολική ανάπτυξη»[99], δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η τεράστια αύξηση αυτών των διακινήσεων  κεφαλαίου έχει κάνει αδύνατη για οποιοδήποτε έθνος-κράτος (ή ακόμα και για τα οικονομικά μπλοκ) την μονομερή υιοθέτηση, ανεξάρτητα από τα υπόλοιπα έθνη-κράτη ή οικονομικά μπλοκ, αποτελεσματικών κοινωνικών ελέγχων πάνω  στις αγορές. Αν λάβουμε υπόψη την τεράστια αύξηση στο διεθνή δανεισμό που σημειώθηκε από την εποχή που άρχισε η  απελευθέρωση των διεθνών αγορών κεφαλαίου στην δεκαετία του 1970[100] και τη σημαντική αύξηση της ξένης διείσδυσης στις αγορές κρατικών ομολόγων[101], γίνεται προφανές ότι καμιά εθνική κυβέρνηση δεν μπορεί να ακολουθήσει σήμερα οικονομικές πολιτικές που δεν εγκρίνονται από τις αγορές κεφαλαίου. Οι αγορές αυτές έχουν σήμερα τη δύναμη να δημιουργούν αβάσταχτη οικονομική πίεση στη δανειοληπτική ικανότητα, στην αξία του νομίσματος και στη ροή επενδύσεων μιας χώρας. Αν υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα υιοθετεί, ενάντια στο ρεύμα, επεκτατικές πολιτικές προκειμένου να μειώσει την ανεργία, εύκολα μπορεί να δειχθεί ότι, σε συνθήκες ελεύθερης διακίνησης του κεφαλαίου, «το αποτέλεσμα θα ήταν μία σημαντική απώλεια στην αξία του νομίσματος».[102] Έτσι, η άρση των ελέγχων έχει οδηγήσει σε μια κατάσταση όπου «όλες οι δυτικές χώρες έχουν αντιληφθεί ότι, χωρίς σημαντικούς ελέγχους πάνω στην κίνηση κεφαλαίου, αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο φυγής του κεφαλαίου και συνακόλουθης αύξησης των επιτοκίων».[103]

 

Η συνεχιζόμενη απώλεια οικονομικής κυριαρχίας που αντιμετωπίζει το έθνος-κράτος στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς φανερώνεται επίσης από τη δημιουργία τεράστιων οικονομικών μπλοκ, στο πλαίσιο των οποίων ο οικονομικός ρόλος των επιμέρους εθνών-κρατών υποβαθμίζεται προοδευτικά προς όφελος υπερεθνικών θεσμών. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου η σχετική διαδικασία έχει ήδη αρχίσει. Ισχύει όμως σε κάποιο βαθμό και για τη Βορειοαμερικανική Συμφωνία για το Ελεύθερο Εμπόριο (NAFTA). Καθένα από αυτά τα μπλοκ έχει τον πυρήνα του (Γερμανία, Η.Π.Α.), έναν αριθμό χωρών σε κάποιο βαθμό εξάρτησης από  τη χώρα-πυρήνα (Καναδάς, Γαλλία, Βρετανία, Ιταλία κ.τ.λ.) και τέλος την περιφέρειά του (Μεξικό, Μεσογειακή Ευρώπη). Ακόμη, αυτή τη στιγμή γίνονται σημαντικές κινήσεις για τον μετασχηματισμό  υπαρχουσών περιφερειακών ενώσεων σε νέα οικονομικά μπλόκ. Θα μπορούσε κανείς να αναφέρει σχετικά την Ένωση των Εθνών της Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN), την Κοινή Αγορά του Νότιου Κώνου στη Λατινική Αμερική (MERCOSUR) και τη ζώνη Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού (APEC) η οποία σχεδιάζει τη δημιουργία μιας τεράστιας ζώνης ελεύθερου εμπορίου που θα ενώνει τις δυο πλευρές του Ειρηνικού ως το 2020.

 

Στην πραγματικότητα, οι ίδιοι οικονομικοί στόχοι που προκάλεσαν την ανάδυση της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης έχουν οδηγήσει στη δημιουργία αυτών των μπλοκ. Ο βασικός στόχος είναι η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των τμημάτων του κεφαλαίου που έχουν ως έδρα τους καθένα από  τα μπλοκ αυτά. Η βελτίωση αυτή αναμένεται να προκύψει κυρίως χάρη στη διεύρυνση του μεγέθους της αγοράς εμπορευμάτων, η οποία  καθιστά τη βελτίωση της παραγωγικότητας ευκολότερη, λόγω της μεγαλύτερης δυνατότητας συγκέντρωσης πόρων για την έρευνα και την ανάπτυξη. Όμως, από τη στιγμή που η ενοποίηση έχει ξεπεράσει την αγορά εμπορευμάτων και έχει συμπεριλάβει τις αγορές κεφαλαίου και εργασίας, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Ε.Ε., τα πλεονεκτήματα από το σχηματισμό οικονομικών μπλοκ γίνονται ακόμα πιο σημαντικά. Και αυτό, διότι ένα οικονομικό μπλοκ δημιουργεί πρόσθετες δυνατότητες συμπίεσης του κόστους παραγωγής, ιδιαίτερα του κόστους εργασίας, λόγω της πιθανής αύξησης της κινητικότητας του κεφαλαίου και της εργασίας. Αυτό συμβαίνει επειδή –σ’ αντίθεση με ό,τι υποστηρίζει η ορθόδοξη οικονομική θεωρία –ούτε το ελεύθερο εμπόριο ούτε η κίνηση του κεφαλαίου και της εργασίας εξαλείφουν τις διαφορές στους μισθούς. Για παράδειγμα, στην Ε.Ε., παρά τις συνθήκες ελεύθερης κίνησης των  εμπορευμάτων και του κεφαλαίου και σχετικά ελεύθερης κίνησης της εργασίας, οι μέσες ακαθάριστες ωριαίες αποδοχές των βιομηχανικών εργατών (με όρους αγοραστικής δύναμης) στην περιφέρεια (Ελλάδα, Πορτογαλία) εξακολουθούν να είναι σχεδόν οι μισές σε σχέση με αυτές των βιομηχανικών εργατών στο κέντρο[104], ενώ δεν υπάρχουν σημάδια οποιασδήποτε αξιόλογης γεφύρωσης του ανοίγματος.[105]

 

Αντίθετα, η κινητικότητα του κεφαλαίου δημιουργεί δυνατότητες επενδύσεων σε περιοχές χαμηλού κόστους, ενώ η κινητικότητα της εργασίας απλώς ασκεί πιέσεις στους μισθούς των χωρών με υψηλά εισοδήματα.

 

Όταν, όμως, ακόμη και  στο συμπαγές πλαίσιο του έθνους-κράτους, η ενοποίηση άνισων περιφερειών έχει αποδειχθεί ανίκανη να εξαλείψει τις διαπεριφερειακές διαφορές   εύκολα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς το πιθανό αποτέλεσμα που θα είχε παρόμοια ενοποίηση μέσα στο πλαίσιο ενός πολύ πιο χαλαρού υπερεθνικού μπλοκ. Ενδεικτικά, σημαντικές διαπεριφερειακές διαφορές εξακολουθούν να υφίστανται στην Ευρώπη ύστερα από δεκαετίες κρατισμού. Το εισόδημα για παράδειγμα των πλουσιότερων περιφερειών στη Γαλλία, το Βέλγιο, την Ισπανία, τη Γερμανία και την Ολλανδία είναι διπλάσιο από αυτό των φτωχότερων περιφερειών, ενώ στην Ιταλία είναι 2,5 φορές υψηλότερο.[106]

 

Στην Ευρώπη,  η πλήρης απελευθέρωση των αγορών εμπορευμάτων στα πλαίσια του μπλοκ της Ε.Ε., σε συνδυασμό με την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και κεφαλαίου, δημιουργεί μια τεράστια οικονομική περιοχή όπου ένα αυτόματο σύστημα, παρόμοιο με το σύστημα του Κανόνα Χρυσού, θα μπορούσε πλέον να λειτουργήσει με επιτυχία. Πράγματι, αυτός είναι ο κύριος στόχος που βρίσκεται πίσω από την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ). Αν στη θέση του «ευρώ», του μελλοντικού κοινού νομίσματος της Ε.Ε., βάλουμε το χρυσό, η Ευρώπη, όταν ολοκληρωθεί η ΟΝΕ, θα λειτουργεί με ένα εκσυγχρονισμένο σύστημα  Κανόνα  Χρυσού. Ο λόγος για τον οποίο ένα τέτοιο σύστημα βρίσκεται σήμερα σε θέση να λειτουργήσει με μεγαλύτερη επιτυχία απ’ ό,τι  στο παρελθόν είναι ότι έχει εξαλειφθεί ο βασικός παράγοντας που οδήγησε στην κατάρρευση του Κανόνα Χρυσού, δηλαδή, οι διάφοροι περιορισμοί στις αγορές αγαθών, εργασίας και κεφαλαίου που είχαν εισάγει σημαντικό βαθμό «ανελαστικότητας» στις αγορές αυτές. Τέτοιοι περιορισμοί, όπως είδαμε, αντιπροσώπευαν τους μηχανισμούς αυτοπροστασίας της κοινωνίας ενάντια στην αγοραιοποίησή της και οδήγησαν στην παρολίγο κατάρρευση της ίδιας της οικονομίας της αγοράς. Από τη στιγμή που η νεοφιλελεύθερη συναίνεση εξάλειψε τους περισσότερους από αυτούς τους περιορισμούς, δημιουργήθηκε μια ιστορική ευκαιρία για την ολοκλήρωση της διαδικασίας αγοραιοποίησης. Κατά συνέπεια, η σημερινή νεοφιλελεύθερη φάση έχει πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας από αυτές που είχε η πρώτη (φιλελεύθερη) φάση. Φυσικά, υπάρχει και το ανάλογο τίμημα. Η επιτάχυνση της διαδικασίας αγοραιοποίησης σε χώρες όπως η Βρετανία έχει οδηγήσει σε μια δραματική αύξηση της ανισότητας και θα μπορούσε κανείς να περιμένει ότι ακριβώς το ίδιο θα συμβεί και σε επίπεδο οικονομικού μπλοκ, (όπως, άλλωστε, επιβεβαιώνουν και ορισμένες πρόσφατες μελέτες[107],)  όταν οι προηγμένες καπιταλιστικές χώρες θα έχουν κοινό νόμισμα και κοινή κεντρική τράπεζα με κάποιες ημιπεριφερειακές.

 

Εκ των υστέρων λοιπόν είναι προφανές ότι ήταν εσφαλμένη η εκτίμηση του Polanyi  ότι η άνοδος του κρατισμού, στη δεκαετία του 1930, ήταν ένδειξη του ουτοπικού χαρακτήρα της αυτορυθμιζόμενης αγοράς και της ύπαρξης μιας «υπόγειας κοινωνικής διαδικασίας»[108] που οδηγεί στον κοινωνικό έλεγχο της οικονομίας της αγοράς. Στην πραγματικότητα, αποδείχτηκε ότι ο κρατισμός αποτέλεσε ένα σχετικά σύντομο διάλειμμα στη διαδικασία αγοραιοποίησης. Μ’ αυτήν την έννοια, ο κρατισμός ήταν ένα μεταβατικό φαινόμενο που οφειλόταν στην αποτυχία της πρώτης απόπειρας για τη δημιουργία ενός συστήματος βασισμένου σε μια διεθνοποιημένη και αυτο-ρυθμιζόμενη οικονομία της αγοράς. Η αποτυχία αυτή δεν είχε αιτία τον υποτιθέμενο ουτοπικό χαρακτήρα της αγοραιοποίησης της κοινωνίας, όπως πίστευε ο Polanyi, αλλά το γεγονός ότι  στη  πρώτη φάση αγοραιοποίησης, τον 19ο αιώνα, δεν είχαν ακόμη δημιουργηθεί, οι αντικειμενικές συνθήκες για την ολοκλήρωση της διαδικασίας αυτής.

 

Αντίθετα, σήμερα, αποκαθίστανται οι τέσσερις θεσμοί στους οποίους, κατά τον Polanyi, στηρίχτηκε η πρώτη απόπειρα εγκαθίδρυσης ενός κοινωνικού συστήματος βασισμένου σε μια διεθνοποιημένη και αυτορρυθμιζόμενη οικονομία της αγοράς. Έτσι:

  • η αυτορυθμιζόμενη αγορά, η οποία κατέρρευσε στις αρχές του αιώνα (για λόγους που εξετάσαμε παραπάνω), έχει σήμερα προωθηθεί περισσότερο παρά ποτέ άλλοτε στην ιστορία. Αυτό οφείλεται στο σημερινό βαθμό ελευθερίας που έχουν οι αγορές κεφαλαίου και εμπορευμάτων, στην οπισθοχώρηση του κρατισμού σε κάθε σημείο της γης και στην παγκόσμια προώθηση ‘ελαστικών’  αγορών εμπορευμάτων, εργασίας και κεφαλαίου, σαν αποτέλεσμα της συστηματικής προσπάθειας των οικονομικών ελίτ να εξαλείψουν όλους εκείνους τους κοινωνικούς ελέγχους πάνω στις αγορές που δεν είναι συμβατοί με τα συμφέροντα τους,

  • το σύστημα ισορροπίας δυνάμεων, το οποίο κατέρρευσε κατά την κρατικιστική φάση, επαναγκαθιδρύεται σήμερα, στο πλαίσιο ενός αμερικανοκρατούμενου ΟΗΕ, ως αποτέλεσμα της λατινοαμερικανοποίησης της Ρωσίας που κατέστησε τις Η.Π.Α. αποκλειστική υπερδύναμη,

  • το φιλελεύθερο κράτος, το οποίο είναι άρρηκτα δεμένο με την αυτορυθμιζόμενη αγορά και το οποίο στην κρατικιστική φάση είχε επίσης καταρρεύσει σε πολλά μέρη του κόσμου, τόσο στο Βορρά όσο και στο Νότο, είναι σήμερα πανταχού παρόν, και, τέλος

  • ο διεθνής Κανόνας Χρυσού, ο οποίος ήταν αδύνατο  να επιβιώσει σε μια κατάσταση κρατικιστικής υπονόμευσης της αυτορρυθμιζόμενης αγοράς, βρίσκεται σήμερα σε διαδικασία αποκατάστασης και είναι λογικό να περιμένει κανείς ότι κάποια εκδοχή του θα βρίσκεται σε ισχύ στις αρχές του καινούργιου αιώνα. Έτσι, η σχεδιαζόμενη εγκαθίδρυση, μέσα στα δέκα επόμενα χρόνια, μιας Ευρωπαϊκής εκδοχής του Κανόνα Χρυσού, με τη μορφή ενός κοινού νομίσματος, είναι πολύ πιθανό να προκαλέσει, αρχικά, κινήσεις για την καθιέρωση κάποιου είδους σταθερών ισοτιμιών μεταξύ των τριών ισχυρότερων διεθνών νομισμάτων (ευρώ, Αμερικανικό δολάριο  και γιεν). Σε απώτερο στάδιο, οι κινήσεις αυτές θα πρέπει να καταλήξουν λογικά σε κάποια διεθνή εκδοχή του συστήματος του Κανόνα Χρυσού, δηλαδή σ’ ένα νέο παγκόσμιο νομισματικό σύστημα και πιθανόν σ’ ένα κοινό νόμισμα που, μέσα σε ένα νέο αλληλοσυνδεδεμένο οικονομικό χώρο, θα ένωνε τα πλουσιώτερα μέρη του κόσμου.

Συνοψίζοντας, είναι προφανές ότι η άνοδος του νεοφιλελευθερισμού δεν είναι  συγκυριακό φαινόμενο, όπως την παρουσιάζουν οι σοσιαλδημοκράτες, αλλά ότι αντιπροσωπεύει την ολοκλήρωση της διαδικασίας αγοραιοποίησης που διακόπηκε από την άνοδο του κρατισμού. Η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στην Ανατολή και η παρακμή της κλασικής σοσιαλδημοκρατίας στη Δύση –ως αποτέλεσμα κυρίως της συρρίκνωσης της εκλογικής της βάσης– έχουν δημιουργήσει τις πολιτικές συνθήκες για την ολοκλήρωση της διαδικασίας αγοραιοποίησης. Έτσι, το γεγονός ότι νεοφιλελεύθερες πολιτικές υποστηρίζονται σήμερα εξίσου από τα συντηρητικά και τα «νέα» σοσιαλδημοκρατικά (δηλ. σοσιαλφιλελεύθερα) κόμματα, στην κυβέρνηση ή την αντιπολίτευση, και ότι τα βασικά στοιχεία του νεοφιλελεύθερου προταγματος έχουν ενσωματωθεί στις στρατηγικές των διεθνών οργανισμών που ελέγχουν την παγκόσμια οικονομία (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα), καθώς και στις συνθήκες που αναδιαμόρφωσαν πρόσφατα την ΕΕ (Πράξη για την Ενιαία Αγορά, Συνθήκη του Μάαστριχτ), καθιστά  φανερό ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια νέα συναίνεση που θεμελιώθηκε στη νεοφιλελεύθερη φάση της αγοραιοποίησης. Η νέα αυτή (νεοφιλελεύθερη / σοσιαλφιλελεύθερη) συναίνεση έχει αντικαταστήσει τη εκλιπούσα σοσιαλδημοκρατική συναίνεση και αντανακλά τις ριζικές δομικές αλλαγές που επέφερε η ανάπτυξη της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς.

 

 

1.5. Διεθνοποίηση και  έθνος-κράτος

 

Διεθνοποίηση ή παγκοσμιοποίηση ;

 

Ένα ζήτημα που προέκυψε πρόσφατα αναφέρεται στο αν αυτό που αντιμετωπίζουμε σήμερα είναι η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς ή, εναλλακτικά, η παγκοσμιοποίησή της. Πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό ζήτημα επειδή, όπως θα δούμε, η σοσιαλφιλελεύθερη θέση ότι το κράτος μπορεί ακόμα να παίξει έναν σημαντικό ρόλο στον έλεγχο της οικονομίας στηρίζεται αποκλειστικά στην άρνηση της θέσης  της παγκοσμιοποίησης.

 

Πρώτα, θα πρέπει να ορίσουμε μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ της διεθνοποίησης, όπως ερμηνεύεται στο βιβλίο αυτό, και της παγκοσμιοποίησης. Ο όρος διεθνοποίηση, στο βιβλίο αυτό, αναφέρεται στην κατάσταση όπου διεθνοποιούνται οι αγορές κεφαλαίου και εμπορευμάτων με αποτέλεσμα ότι οι οικονομικές πολιτικές των εθνικών κυβερνήσεων, καθώς και η αναπαραγωγή της ίδιας της οικονομίας ανάπτυξης, καθορίζονται από την διασυνοριακή κίνηση των εμπορευμάτων και του κεφαλαίου . Από την άλλη μεριά, ο όρος παγκοσμιοποίηση αναφέρεται στην κατάσταση όπου διεθνοποιείται η ίδια η παραγωγή, με την έννοια ότι οι μονάδες παραγωγής μετατρέπονται σε ακρατικά σώματα που λειτουργούν σ’ έναν χώρο χωρίς σύνορα, όπου  οι δραστηριότητές τους δεν έχουν ως πρωταρχικό στόχο τη χώρα που αποτελεί την εθνική τους  βάση αλλά αποτελούν τμήμα ενός ενοποιημένου καταμερισμόύ εργασίας ο οποίος εξαπλώνεται σε πολλές χώρες. Η δική μας θέση είναι ότι αν και η παγκοσμιοποίηση με την παραπάνω έννοια είναι περιορισμένη, αυτό δεν αναιρεί το επιχείρημα ότι η επιταχυνόμενη διεθνοποίηση, σε συνδυασμό με το τέλος του κρατισμού, αποτελεί όντως μια δομική αλλαγή –όπως υποστηρίξαμε παραπάνω– και όχι απλώς ένα συγκυριακό φαινόμενο.

 

Ο κύριος στόχος των ελίτ που ελέγχουν τη σημερινή οικονομία της αγοράς είναι, όπως ήταν πάντοτε, η μεγιστοποίηση του ρόλου της αγοράς και η ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων πάνω σ’ αυτή, έτσι ώστε να μπορούν να εξασφαλιστούν η μέγιστη «αποτελεσματικότητα» και  ανάπτυξη. Κατά συνέπεια, οι κοινωνικοί έλεγχοι με τη στενή έννοια ελαχιστοποιούνται σε παγκόσμιο επίπεδο. Το ίδιο ισχύει και για ορισμένους σημαντικούς κοινωνικούς ελέγχους με την ευρεία έννοια, όπως οι έλεγχοι των εισαγωγών, οι δασμοί κτλ., οι οποίοι εξαλείφονται και αυτοί, ως στοιχεία που παρακωλύουν την επέκταση της σημερινής διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς.

 

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι εξαλείφονται όλοι οι έλεγχοι πάνω στις αγορές. Όχι μόνο οι «ρυθμιστικοί» έλεγχοι εξακολουθούν να υφίστανται και σε μερικές περιπτώσεις να επεκτείνονται, αλλά ακόμα και ορισμένοι κοινωνικοί έλεγχοι δεν εξαλείφονται. Παραδείγματα κοινωνικών ελέγχων (με την ευρεία έννοια) πάνω στις σημερινές αγορές αποτελούν τα διάφορα «νέα (μη δασμολογικά) προστατευτικά εμπόδια», όπως οι περιορισμοί στις εξαγωγές και οι «διευθετήσεις εύτακτης αγοράς» (orderly marketing arrangements), που εφαρμόζονται σε πολλούς βιομηχανικούς τομείς των προηγμένων καπιταλιστικών χωρών, ιδιαίτερα στο χάλυβα, στα υφάσματα και στα αυτοκίνητα[109]. Η συνέπεια των διάφορων οικονομικών μέτρων που παίρνουν οι προηγμένες καπιταλιστικές χώρες (συνήθως για να επιδοτήσουν τις εξαγωγές τους) είναι ότι ο Νότος στερείται, σύμφωνα με στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών, μισό τρισεκατομμύριο δολάρια το χρόνο[110]. Ακόμα, όσον αφορά στους κοινωνικούς ελέγχους με τη στενή έννοια, παρόλο που το κράτος-πρόνοιας βρίσκεται κατά βάση σε αποσύνθεση, στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες διατηρούνται διάφορα «ασφαλιστικά δίκτυα» για την αποτροπή μιας μαζικής αναταραχής. Όμως, τα ασφαλιστικά δίκτυα, που στοχεύουν σε συγκεκριμένες κατηγορίες ανθρώπων (στους πολύ φτωχούς κτλ), συνεπάγονται όχι μόνο την εξάλειψη του βασικού χαρακτηριστικού του κράτους-πρόνοιας, της καθολικότητάς του, αλλά και τη θεσμοποίηση της φτώχειας.

 

Η σημερινή νεοφιλελεύθερη μορφή της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί ότι ολοκληρώνει τον κύκλο που ξεκίνησε τον προηγούμενο αιώνα με την απόπειρα εγκαθίδρυσης μιας φιλελεύθερης εκδοχής της. Έτσι, μετά την κατάρρευση της πρώτης απόπειρας εισαγωγής ενός διεθνοποιημένου αυτορυθμιζόμενου οικονομικού συστήματος, μια νέα σύνθεση επιχειρείται σήμερα. Στόχος της νέας σύνθεσης είναι να αποφευχθούν οι ακραίες συνέπειες του καθαρού φιλελευθερισμού, μέσω του συνδυασμού ουσιαστικά αυτορυθμιζόμενων αγορών με διάφορους τύπους ασφαλιστικών δίκτυων και ελέγχων. Ο συνδυασμός αυτός, επιδιώκει την εξασφάλιση της προνομιούχας θέσης, της «υπερτάξης» και των στρωμάτων που απαρτίζουν την «κοινωνία του 40%», καθως και την  επιβίωση της «υποτάξης», χωρίς να θίγονται τα ουσιαστικά στοιχεία της διαδικασίας αυτορύθμισης. Κατά συνέπεια, το έθνος-κράτος εξακολουθεί να έχει έναν σημαντικό ρόλο να παίξει όχι μόνο στη  διασφάλιση, με το μονοπώλιο της βίας που κατέχει, του θεσμικού πλαισίου της οικονομίας της αγοράς, αλλά και στη συντήρηση της υποδομής για την ομαλή λειτουργία της νεοφιλελεύθερης οικονομίας.

 

Οι υποστηρικτές όμως του σοσιαλφιλελευθερισμού αποδίδουν στο έθνος-κράτος έναν πολύ σημαντικότερο (εν δυνάμει) ρόλο.  Πολύ πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η μελέτη των Paul Hirst και Grahame Thompson[111] η οποία υποστηρίζει τη θέση της σπουδαιότητας του έθνους-κράτους ακόμη και στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Μολονότι  ρητός στόχος των συγγραφέων είναι να επιτεθούν στη θέση της παγκοσμιοποίησης, την οποία προωθεί συνήθως η εθνικιστική Δεξιά, η μελέτη τους, ουσιαστικά, στηρίζει το είδος στρατηγικής και πολιτικής που προτείνονται σήμερα από την «Αριστερά της κοινωνίας των πολιτών». Τα επιχειρήματά τους μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

 

1) Ο σημερινός βαθμός διεθνοποίησης της οικονομίας δεν είναι πρωτοφανής και κατά μια έννοια η σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία είναι λιγότερο ανοιχτή και ενοποιημένη από το καθεστώς που επικράτησε την περίοδο 1870-1914.

 

2)    Οι καθαρά υπερεθνικές επιχειρήσεις είναι σχετικά σπάνιες μιας και οι περισσότερες επιχειρήσεις έχουν κάποια εθνική έδρα.

 

3)    Η παγκόσμια οικονομία σήμερα δεν είναι πραγματικά παγκόσμια εφόσον το εμπόριο, οι ξένες άμεσες επενδύσεις και οι χρηματοπιστωτικές ροές συγκεντρώνονται στις «Χώρες της Τριάδας», δηλαδή στις χώρες των τριών κύριων οικονομικών περιφερειών (Βόρεια Αμερική, Ευρωπαϊκή Ένωση και Ιαπωνία).

 

4)    Κατά συνέπεια, οι μεγάλες οικονομικές δυνάμεις «έχουν την ικανότητα να ασκούν ισχυρές καθοδηγητικές πιέσεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές και σε άλλες οικονομικές τάσεις. Οπωσδήποτε, οι παγκόσμιες αγορές δεν είναι  πέραν απο ρύθμιση και έλεγχο.»[112]

 

Είναι προφανές ότι κανένα από τα παραπάνω επιχειρήματα, με εξαίρεση ίσως το πρώτο, δεν αμφισβητεί τη θέση που υποστηρίζεται στο βιβλίο αυτό σχετικά με τη σημερινή νεοφιλελεύθερη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς. Είναι ξεκάθαρο ότι η θέση περί διεθνοποίησης που αναπτύσσεται σ’ αυτό το βιβλίο δεν στηρίζεται σε μια ακρατική και υπερεθνική επιχείρηση, όπως υποθέτουν οι υποστηρικτές της θέσης της παγκοσμιοποίησης. Όπως υποστηρίχτηκε παραπάνω, η εθνική έδρα εξακολουθεί να είναι πολύ χρήσιμη για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις, εφόσον τους προσπορίζει διάφορα πλεονεκτήματα έναντι των ανταγωνιστών τους, και το γεγονός αυτό είναι απόλυτα συμβατό με την επιτάχυνση της αγοραιοποίησης της οικονομίας. Στην  πραγματικότητα, η θέση που υποστηρίζεται εδώ, όσον αφορά στη σημασία που έχουν οι πολυεθνικές επιχειρήσεις σε σχέση με τη διεθνοποίηση, έχει πολλά κοινά στοιχεία με το επιχείρημα που διατυπώνεται από τη Susan Strange ότι «δεν είναι το φαινόμενο της πολυεθνικής επιχείρησης που είναι καινούριο, αλλά η αλλαγή του συσχετισμού μεταξύ, από τη μια μεριά των εταιριών που απευθύνονται αποκλειστικά στην τοπική ή εγχώρια αγορά και, από την άλλη, αυτών που απευθύνονται στην παγκόσμια αγορά και εν μέρει παράγουν σε χώρες άλλες από την αρχική τους έδρα».[113]

 

Η θέση περί αγοραιοποίησης στο βιβλίο αυτό δεν συνεπάγεται την εξάλειψη του ρυθμιστικού ρόλου του κράτους, ούτε βέβαια τη φυσική του εξαφάνιση στο πολιτικό επίπεδο. Αυτό που πράγματι συνεπάγεται είναι ότι το κράτος, τα τελευταία 25 περίπου χρόνια, χάνει βαθμιαία την οικονομική του κυριαρχία. Στην πραγματικότητα, οι ίδιοι οι συγγραφείς της μελέτης το παραδέχονται αυτό, όταν χαρακτηρίζουν «ριζοσπαστικό» ακόμα και το στόχο για πλήρη απασχόληση στις προηγμένες χώρες,[114] παρά το γεγονός ότι η πλήρης απασχόληση ήταν ο κύριος στόχος της σοσιαλδημοκρατίας σ’ ολόκληρη την περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης. Είναι συνεπώς ξεκάθαρο ότι, όταν οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι «οι διαδικασίες της διεθνοποίησης, όχι μόνο δεν υποβαθμίζουν το έθνος-κράτος, αλλά ενδυναμώνουν τη σημασία του με πολλούς τρόπους»[115], αυτό που έχουν κατά νου δεν είναι οι κοινωνικοί έλεγχοι με τη στενή έννοια, ούτε καν οι κοινωνικοί έλεγχοι με την ευρεία έννοια, αλλά, κυρίως, οι έλεγχοι που ονομάσαμε ρυθμιστικούς.[116] Η σιωπηρή τους παραδοχή είναι προφανής: η αναπαραγωγή και η σταθερότητα της οικονομίας της αγοράς και της συνακόλουθης οικονομίας ανάπτυξης θα βοηθήσει, μέσω του «φαινομένου της διάχυσης προς τα κάτω»(trickle-down effect), τις φτωχότερες κοινωνικές ομάδες.

 

Είναι αξιοσημείωτο ότι ακόμα και όταν οι συγγραφείς αναφέρονται στην πιθανότητα μιας «νέας πολυκεντρικής εκδοχής της μεικτής οικονομίας» για την επίτευξη «φιλόδοξων» στόχων (όπως η «ενίσχυση της απασχόλησης»), η μόνη προϋπόθεση  στην οποία ρητά αναφέρονται  είναι «μια πολιτική με μεγάλο βαθμό κοινού συντονισμού από την πλευρά των μελών της Τριάδας».[117] Αυτό όμως που δεν εξηγούν οι συγγραφείς είναι το γιατί οι ελίτ που ελέγχουν την Τριάδα θα υιοθετήσουν πολιτικές για τη δημιουργία μιας νέας μεικτής οικονομίας σε παγκόσμια κλίμακα. Στην πραγματικότητα, το μόνο επιχείρημα που προτάσσουν οι συγγραφείς για να υποστηρίξουν αυτήν την θέση είναι η παλιά θεωρία της υποκατανάλωσης, ότι δηλαδή η αναπαραγωγή της οικονομίας ανάπτυξης δεν είναι βιώσιμη σ’ ένα πλαίσιο μεγάλης ανισότητας, που οδηγεί αναπόφευκτα σε χαμηλή ζήτηση[118]. Είναι φανερό επομένως ότι οι συγγραφείς παραβλέπουν το γεγονός ότι, στο βαθμό που τα στρώματα που απαρτίζουν τη «κοινωνία του 40%» επεκτείνουν την κατανάλωσή της, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα για την αναπαραγωγή της οικονομίας ανάπτυξης. Ακόμα,  το κρίσιμο ερώτημα εάν μια μεικτή οικονομία είναι κατ’ αρχήν δυνατή σήμερα αγνοείται από τους συγγραφείς, οι οποίοι φαίνεται να πιστεύουν ότι το όλο θέμα είναι να πειστούν οι ελίτ της Τριάδας (μέσω κάποιας μορφής πίεσης «από τα κάτω») να υιοθετήσουν μια τέτοια οικονομία!

 

Θα πρέπει συνεπώς να είναι σαφές ότι η διεθνοποίηση, όπως ερμηνεύεται εδώ, δεν προϋποθέτει μια «αυθεντική» παγκόσμια οικονομία, ούτε την απουσία της Τριάδας. Αντίθετα, η οικονομική σπουδαιότητα της Τριάδας αναγνωρίζεται ρητά, όπως επίσης επισημαίνεται το γεγονός ότι ο σημερινός βαθμός ανοίγματος της οικονομίας της αγοράς (openness) συνεπάγεται την τελική ομογενοποίηση και των κοινωνικών ελέγχων στις ίδιες τις οικονομίες  της Τριάδας. Αν πάρουμε όμως υπόψη ότι η ομογενοποίηση αυτή, κάτω απο συνθήκες σκληρού ανταγωνισμού, αναγκαστικά θα βασίζεται στην αρχή του «ελάχιστου κοινού παρανομαστή», τότε, με δεδομένη τη σημερινή διαφορά στους κοινωνικούς ελέγχους των χωρών της Τριάδας, η ιδέα ότι είναι ακόμα εφικτή η εισαγωγή αποτελεσματικών κοινωνικών ελέγχων (που θα προκληθεί με πρωτοβουλία του κράτους ή της «κοινωνίας των πολιτών) καθίσταται κενή νοήματος.

 

Η μελέτη των Hirst και Tompson, ξεκινώντας από μια ανιστορική ανάλυση της σημερινής παγκόσμιας οικονομίας και υποθέτοντας ότι η  νεοφιλελεύθερη διεθνοποιημένη οικονομία αποτελεί ένα συγκυριακό φαινόμενο και όχι μια δομική αλλαγή[119], επιχειρεί να καταρρίψει τη θέση των υποστηρικτών της «παγκοσμιοποίησης» ότι η οικονομία της αγοράς σήμερα είναι ανεξέλεγκτη. Το γεγονός όμως ότι η οικονομία της αγοράς είναι ελέγξιμη, με τη στενή έννοια της ρύθμισης, είναι προφανές σε όλους, εκτός ίσως από ορισμένους ακραίους υποστηρικτές της παγκοσμιοποίησης. Το πραγματικό επομένως ζήτημα είναι εάν τα έθνη-κράτη είναι ακόμα ικανά, σε μια διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, να επιβάλλουν αποτελεσματικούς κοινωνικούς ελέγχους για την προστασία του ανθρώπου και της φύσης, ή αν αντίθετα τέτοιοι έλεγχοι δεν είναι πια εφικτοί, κάτω απο συνθήκες ανταγωνισμού, ούτε στο επίπεδο του έθνους-κράτους, αλλά ούτε ακόμα και στο επίπεδο του οικονομικού μπλοκ (Ε.Ε. ή NAFTA). Αν δεχτεί κανείς τη θέση ότι τέτοιοι έλεγχοι δεν είναι εφικτοί, τότε οι μόνοι κοινωνικοί έλεγχοι που είναι εφικτοί σήμερα είναι οι παγκόσμιοι. Όμως, η πιθανότητα επιβολής αποτελεσματικών παγκόσμιων κοινωνικών ελέγχων είναι απλώς θεωρητική και παραβλέπει την ιστορική δυναμική της οικονομίας της αγοράς και τις συνακόλουθες δομές πολιτικής και οικονομικής δύναμης.

 

Όσον αφορά στο επιχείρημα των συγγραφέων ότι ο σημερινός βαθμός ανοίγματος της οικονομίας της αγοράς δεν αποτελεί καινούρια εξέλιξη, είναι σαφές ότι εάν η σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς ειδωθεί στην ιστορική της προοπτική, όπως επιχειρεί να κάνει το βιβλίο αυτό, τότε, ο σημερινός βαθμός ανοίγματος της σίγουρα δεν αποτελεί νέο φαινόμενο, αλλά απλώς το τελευταίο στάδιο σε μια ιστορική διαδικασία που άρχισε πριν από δυο αιώνες. Συνεπώς, το ζήτημα δεν είναι εάν η νεοφιλελεύθερη διεθνοποιημένη  οικονομία είναι περισσότερο ή λιγότερο ανοικτή  και ενοποιημένη από τη φιλελεύθερη, αλλά εάν η σημερινή νεοφιλελεύθερη οικονομία της αγοράς έχει μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας για τη δημιουργία μιας αυτορυθμιζόμενης διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς από την πρώτη ανεπιτυχή προσπάθεια

 

Πίνακας 1.3 Δείκτης ανοίγματος της οικονομίας της αγοράς όσον αφορά το εμπόριο1        (προηγμένες καπιταλιστικές χώρες)

 

 

1913

1950

1973

1979

1989

1993

1995

Γαλλία

  35.4

21.2

29.0

35.9

38.0

32.7

36.6

Γερμανία

  35.1

20.1

35.2

43.0

51.2

38.2

40.9

Ιαπωνία

  31.4

16.9

18.3

21.9

17.1

14.3

15.2

Ολλανδία

103.6

70.2

80.1

87.9

95.5

86.1

94.0

Βρετανία

  44.7

36.0

39.3

48.3

48.7

47.3

45.7

Η.Π.Α.

  11.2

 7.0

10.5

15.7

16.3

17.1

19.5

 

1. Λόγος του εμπορίου (εξαγωγές και εισαγωγές) προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν σε τρέχουσες τιμές.

 

Πηγή: Paul Hirst and Grahame Thompson, Globalisation in Question, Πίνακας 2.5 (για τις χρονιές 1913, 1950 και 1973) και εκτιμήσεις με βάση την World Development Report της παγκόσμιας Τράπεζας (διάφορες χρονολογίες) για τις χρονιές 1979, 1989, 1993 και 1995.

 

 

Ακόμα, μολονότι, ο σημερινός βαθμός ανοίγματος της οικονομίας της αγοράς   πράγματι δεν αποτελεί νέο φαινόμενο, τα στοιχεία που παρέχουν οι Hirst και Tompson, για να υποστηρίξουν τη θέση ότι ο βαθμός αυτός  είναι σήμερα μικρότερος απ’ ό,τι ήταν στις αρχές του αιώνα, είναι αμφισβητήσιμα. Οι συγγραφείς στηρίζονται σε δύο κυρίως οικονομικούς δείκτες: στο βαθμό ανοίγματος της οικονομίας της αγοράς όσον αφορά το εμπόριο και στον βαθμό ανοίγματος όσον αφορά την κίνηση κεφαλαίου.

 

Όμως, μόνο σε σχέση με τον πρώτο δείκτη μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αξιόπιστα στατιστικά στοιχεία για τον υπολογισμό του. Και τα στοιχεία αυτά δείχνουν, σ’ αντίθεση με τα στοιχεία που παρατίθενται στη μελέτη, σημαντική αύξηση του βαθμού ανοίγματος στο εμπόριο κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Έτσι, ο βαθμός αυτός έχει αυξηθεί σ’ όλες τις χώρες που παρατίθενται στον Πίνακα 1.3 (με εξαίρεση την Ιαπωνία) κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου –με μια μικρή κάμψη στη δεκαετία του 1990 που προέκυψε ως αποτέλεσμα της ύφεσης στις μεγάλες καπιταλιστικές χώρες. Επιπλέον, ο δείκτης αυτός το 1995 ήταν σημαντικά υψηλότερος στις τέσσερις μεγάλες εμπορικές χώρες (Η.Π.Α., Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο και Γαλλία) σε σύγκριση με το 1913. Δεδομένου ότι στις τέσσερις αυτές χώρες αναλογούν τα τρία τέταρτα περίπου του συνολικού εμπορίου των έξι χωρών του πίνακα, είναι προφανές ότι ο ισχυρισμός των Hirst και Tompson ότι το άνοιγμα της οικονομίας της αγοράς στο εμπόριο ήταν μεγαλύτερο το 1913 απ’ ό,τι σήμερα[120] (ένας ισχυρισμός που κατά περίεργο τρόπο βασίζεται σε δεδομένα μέχρι το 1973!) δεν μπορεί να υποστηριχθεί  από τα υπάρχοντα στοιχεία.

 

Από την άλλη μεριά, όσον αφορά το άνοιγμα της οικονομίας της αγοράς στο κεφάλαιο, το οποίο, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρατίθενται στη μελέτη, έχει μειωθεί σήμερα σε σύγκριση με το 1913, μπορεί κανείς να διατυπώσει σοβαρές αμφιβολίες για τα στατιστικά στοιχεία που χρησιμοποιηθήκαν γι’ αυτήν την εκτίμηση, τα οποία, στη περίπτωση ιδιαίτερα της χώρας με το κυριότερο αποθεματικό νόμισμα, τις Η.Π.Α., οδηγούν σε  αποτελέσματα που δεν έχουν κανένα νόημα.[121]

 

Παρακμάζει το έθνος-κράτος;

 

Όπως υποστηρίχθηκε παραπάνω, το έθνος-κράτος, σ’ αντίθεση με τους ισχυρισμούς των υποστηρικτών της παγκοσμιοποίησης, έχει ακόμα έναν σημαντικό ρόλο να παίξει στη νεοφιλελεύθερη διεθνοποιημένη οικονομία. Ο ρόλος όμως αυτός δεν περιλαμβάνει πια την επιβολή κοινωνικών ελέγχων για την αποτελεσματική προστασία της κοινωνίας από την αγορά. Ο ρόλος του κράτους σήμερα περιορίζεται στη διασφάλιση της αναπαραγωγής της οικονομίας της αγοράς, μέσω του μονοπωλίου του στη βία, και στη δημιουργία ενός σταθερού πλαισίου για την αποτελεσματική λειτουργία των αγορών. Έτσι, σε αντιστοιχία με την πρώτη φάση της αγοραιοποίησης, όταν η οικονομία της αγοράς ήταν κατά βάση εθνική και η επιβολή των κανόνων της αγοράς είχε ανατεθεί αποκλειστικά στο έθνος-κράτος, στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, ο ρόλος αυτός ανατίθεται τόσο στο κράτος όσο και σε διεθνείς οργανισμούς όπως το ΝΑΤΟ, τον αμερικανοκρατούμενο ΟΗΕ κτλ. Μια σαφής ένδειξη της νέας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων και των μέσων που αυτή χρησιμοποιεί για να επιβάλλει τους κανόνες της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς δόθηκε από τον Πόλεμο στον Περσικό Κόλπο.[122]

 

Στη νεοφιλελεύθερη διεθνοποιημένη οικονομία, επομένως, το παλιό Βεστφαλιανό σύστημα των κυρίαρχων εθνών-κρατών αντικαθίσταται από ένα πολυεπίπεδο σύστημα πολιτικο-οικονομικών οντοτήτων: μικροπεριφέρειες, παραδοσιακά κράτη και μακροπεριφέρειες, με θεσμούς μεγαλύτερης ή υποδεέστερης λειτουργικής προοπτικής και  τυπικής εξουσίας, συνυπάρχουν με πόλεις-παγκόσμια μητροπολιτικά κέντρα που γίνονται τα κλειδιά της παγκόσμιας οικονομίας.[123] Κατά συνέπεια, σήμερα, η κρίσιμη επιλογή δεν είναι, όπως συνέβαινε στο παρελθόν, διεθνισμός εναντίον εθνικισμού. Ο διεθνισμός υπάρχει ντε φάκτο και αυξανόμενα γίνεται ντε γιουρε. Το πραγματικό ερώτημα είναι ποια μορφή κοινωνικής οργάνωσης  εγγυάται το θεσμικό πλαίσιο για την πολιτική, οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική αυτονομία. Η περίπτωση της Ευρώπης παρέχει ένα πολύ ενδιαφέρον παράδειγμα των τάσεων που αναδύονται στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς.

 

Έτσι, στην Ανατολική Ευρώπη και ιδιαίτερα στη Ρωσία, όπου η διαδικασία αγοραιοποίησης διακόπηκε βίαια από την άνοδο  του «υπαρκτού σοσιαλισμού», το κράτος παίζει σήμερα τον ίδιο ρόλο που έπαιξε στη Δυτική Ευρώπη τον περασμένο αιώνα, όταν είχε εμπλακεί στη διαδικασία εγκαθίδρυσης του συστήματος των ελεύθερων αγορών. Στις συνθήκες αυτές, ο ρόλος του έθνους-κράτους είναι κρίσιμος και το γεγονός αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντικό παράγοντα στην ερμηνεία της πολύ ισχυρότερης επιρροής του εθνικισμού σε χώρες όπως η Ρωσία και η τέως Γιουγκοσλαβία.

 

Αντίθετα, στη Δυτική Ευρώπη, υπάρχει μια κίνηση προς ένα ομοσπονδιακό υπερεθνικό κράτος, η οποία κάνει φανερό το γεγονός ότι οι χώρες που αποτελούν τον πυρήνα της Ε.Ε. έχουν ήδη εισέλθει στην πιο προωθημένη φάση της διαδικασίας αγοραιοποίησης. Στην πραγματικότητα, η Δυτική Ευρώπη βρίσκεται σε μια μεταβατική περίοδο, η οποία όμως διαφέρει ποιοτικά από αυτήν στην Ανατολική Ευρώπη. Οι σημερινές πολιτικές συγκρούσεις σε σχέση με τη μελλοντική οργάνωση της Ευρωπαϊκής ενοποίησης προκύπτουν από τη θεμελιώδη αντίφαση που προκύπτει απο το γεγονός ότι η οικονομική δομή κάθε επιμέρους έθνους-κράτους έχει ήδη διεθνοποιηθεί, ενώ η πολιτική δομή, τυπικά τουλάχιστον, εξακολουθεί να διατηρεί τα χαρακτηριστικά του έθνους-κράτους. Οι κύριες προτάσεις για την Ευρωπαϊκή ενοποίηση, πέρα απο  απλές διαφοροποιήσεις των προτάσεων αυτών (π.χ. η πρόταση των ορθόδοξων Πρασίνων για μια «Ευρώπη των περιφερειών»), μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

 

(α) Η πρόταση για μια κοινοπολιτεία εθνών-κρατών. Η πρόταση αυτή υποστηρίζεται από την ευρωπαϊκή δεξιά, δηλαδή από τους ακραίους εθνικιστές του Λεπέν στη Γαλλία ως τους θατσερικούς εθνικιστές στη Βρετανία. Στόχος τους είναι η διατήρηση του έθνους-κράτους στο πλαίσιο μιας μεγαλύτερης «εγχώριας» αγοράς. Οι υποστηρικτές αυτής της πρότασης είναι προφανώς ανίκανοι να αντιληφθούν ότι η σημερινή μετάβαση σε μια νέα φάση της διαδικασίας αγοραιοποίησης έχει δημιουργήσει μία θεμελιακή ασυμβατότητα μεταξύ της πολιτικής δομής του έθνους-κράτους, που χαρακτήριζε πρωιμότερες φάσεις της διαδικασίας αγοραιοποίησης, και της σημερινής διεθνοποιημένης οικονομικής δομής

 

(β) Η πρόταση για μια συνομοσπονδία σοσιαλιστικών κρατών. Η πρόταση αυτή υποστηρίζεται από σοσιαλιστές που έχουν παραμείνει εκτός της «εκσυγχρονιστικής» Αριστεράς και εξακολουθούν να βλέπουν ότι το παλιό σοσιαλιστικό ιδεώδες της κοινωνικής δικαιοσύνης είναι απολύτως ασύμβατο με το θεσμικό πλαίσιο της νεοαναδυόμενης Ευρώπης.[124] Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, στις σημερινές συνθήκες διεθνοποίησης, μια συνομοσπονδία κρατών, δηλαδή η  συγκέντρωση εξουσιας βασικά στο εθνικό επίπεδο και η χαλαρή συγκέντρωση στο υπερεθνικό, είναι η μόνη μορφή ένωσης που επιτρέπει, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τη διατήρηση του κράτους-πρόνοιας και της δέσμευσης για πλήρη απασχόληση, χωρίς απώλεια της εθνικής αυτονομίας. Αυτή όμως η πρόταση δεν λαμβάνει υπόψη της την Ιστορική εμπειρία, που δείχνει αδιαμφισβήτητα ότι η προσπάθεια συγκέντρωσης της πολιτικής δύναμης, με στόχο είτε την μείωση  της συγκέντρωσης οικονομικής δύναμης στα χέρια των ελίτ που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς (σοσιαλδημοκρατία στη Δύση), είτε και την ολοσχερή της εξάλειψη (υπαρκτός σοσιαλισμός στην Ανατολή), έχει αποδειχθεί, στην πρώτη περίπτωση, μάταιη και, στη δεύτερη, ολοκληρωτική. Με άλλα λόγια, αυτοί που διατυπώνουν αυτήν την πρόταση δεν μπορούν να δουν ότι η  συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης δεν αντισταθμίζεται με την συγκέντρωση της πολιτικής δύναμης και ότι, επομένως, το κράτος δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν αποτελεσματικό μέσο κατα της αγοραιοποίησης (όπως για παράδειγμα υποστηρίζει σήμερα ο Τσόμσκι) αλλά ότι απαιτείται μια ριζοσπαστική αποκέντρωση και των δύο, στα χέρια των ίδιων των πολιτών. Ακόμα, καθώς η πρόταση αυτή ταυτίζει την Πρόοδο με την ανάπτυξη, είναι φανερό ότι δεν λαμβάνει υπόψη της την αλληλεξάρτηση μεταξύ της συγκέντρωσης της οικονομικής δύναμης και της ανάπτυξης, η οποία έχει οδηγήσει στη σημερινή ρήξη μεταξύ κοινωνίας και Φύσης.

 

(γ) Η πρόταση για μια ευρωπαϊκή ομοσπονδία. Η πρόταση αυτή υποστηρίζεται από τους πολιτικούς αντιπροσώπους της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης, δηλαδή, από τα φιλελεύθερα και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Στόχος τους είναι η ομοσπονδιοποίηση των σημερινών κρατών και η συγκέντρωση της πολιτικής και οικονομικής δύναμης στα χέρια των ομοσπονδιακών οργάνων (την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Ευρωκοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ούτω καθεξής). Αν και η πρόταση αυτή είναι περισσότερη ρεαλιστική από την πρόταση για την κοινοπολιτεία, θα πρέπει να τονιστεί ότι υιοθετεί πλήρως τη δυναμική «ανάπτυξη ή θάνατος» της οικονομίας της αγοράς. Στην πραγματικότητα, ο μόνος στόχος των φιλελεύθερων που υποστηρίζουν αυτήν την πρόταση είναι η δημιουργία μιας πολιτικής δομής που να είναι συμβατή με τη διεθνοποιημένη οικονομική δομή –με άλλα λόγια, η δημιουργία των καλύτερων δυνατών συνθηκών για τον εξοντωτικό ανταγωνισμό με τα άλλα οικονομικά μπλοκ. Από την άλλη μεριά, οι σοσιαλδημοκράτες (και οι ορθόδοξοι Πράσινοι που υποστηρίζουν αυτήν την πρόταση) βλέπουν στην ομοσπονδία την ανάπτυξη ενός είδους διεθνούς κρατισμού, μιας ευρωπαϊκής κοινωνίας των πολιτών που θα προστατέψει την κοινωνία από την αγορά. Οι ίδιοι όμως λόγοι που οδήγησαν στην κατάρρευση του κρατισμού είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσουν στην αποτυχία και του προτεινόμενου διεθνούς κρατισμού. Το θεσμικό πλαίσιο που εγκαθιδρύεται από τη Πράξη για την Ενιαία Αγορά και από τις Συνθήκες του Μάαστριχτ και του Άμστερνταμ ενσωματώνει ξεκάθαρα όλες τις θεμελιώδεις αρχές της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης.[125] Κατά συνέπεια, η δυναμική της αγοράς προσδίδει έναν προφανή ουτοπικό χαρακτήρα στη σοσιαλδημοκρατική ρητορική περί κοινωνίας των πολιτών.

 

Εάν λάβουμε υπόψη την αντίδραση που ήδη έχει αναπτυχθεί  εναντίον της  πρότασης για μια ομοσπονδιακή Ευρώπη  δεν είναι απίθανο τελικά τα μέλη της Ε.Ε. να μην προχωρήσουν σε μια πλήρη ομοσπονδιοποίηση και να προτιμήσουν αντίθετα έναν συμβιβασμό μεταξύ των παραπάνω προτάσεων (α) και (γ). Είναι, επομένως, πιθανό ότι, τουλάχιστον σε ένα βραχυπρόθεσμο προς μεσοπρόθεσμο στάδιο, θα υιοθετηθεί ένα θεσμικό πλαίσιο το οποίο θα ημι-διεθνοποιήσει την πολιτική δομή της Ευρώπης για να την κάνει περισσότερο συμβατή με την ήδη διεθνοποιημένη οικονομική  δομή της.

 

 

Πρόκειται για το τέλος της πολιτικής (όπως την ξέραμε);

 

Η τάση προς την επιτάχυνση της διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς έχει ήδη οδηγήσει σε μια έντονη διαμάχη σχετικά με το μέλλον της πολιτικής και της δημοκρατίας. Οι αναλυτές που παίρνουν ως δεδομένο το σημερινό θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς και της φιλελεύθερης «δημοκρατίας» είναι μοιρασμένοι όσον αφορά  τις ερμηνείες τους για το μέλλον. Από τη μια μεριά, βρίσκονται αυτοί που υποστηρίζουν την άποψη ότι οι σημερινές τάσεις οδηγούν, μακροπρόθεσμα, στο τέλος όχι μόνο του έθνους-κράτους αλλά και της «πολιτικής» και της «δημοκρατίας», όπως οι όροι αυτοί ορίζονται στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο.[126] Από την άλλη μεριά, βρίσκονται τα μέλη εκείνα της «Αριστεράς» που, όπως είδαμε παραπάνω, επιχειρούν να περάσουν την άποψη ότι το έθνος-κράτος εξακολουθεί να είναι το πιο κατάλληλο μέσο για την αναπαραγωγή της οικονομίας ανάπτυξης και ότι η θέση της παγκοσμιοποίησης είναι παραφουσκωμένη.[127]

 

Οι υποστηρικτές της θέσης του «τέλους της πολιτικής» τονίζουν ότι ο φυσικός χώρος  για την έκφραση του  γενικού συμφέροντος,, δηλαδή η πολιτική σφαίρα στην οποία στηρίχτηκε η φιλελεύθερη δημοκρατία, εξαφανίζεται στη σημερινή εποχή  των δικτύων. Γι’ αυτούς, η πολιτική όχι μόνο δεν αποτελεί την οργανωτική αρχή της ζωής, αλλά αντίθετα παρουσιάζεται ως «δευτερεύουσα δραστηριότητα, αν όχι ως τεχνητό κατασκεύασμα, που ελάχιστα προσφέρεται στην επίλυση των πρακτικών προβλημάτων του σύγχρονου κόσμου»[128]. Και αυτό, διότι ήδη έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο όπου «το χάσμα μεταξύ του έθνους ως βάση  ταυτότητας και του έθνους ως βάση δύναμης είναι τεράστιο».[129] Έτσι, η σημερινή περίοδος οδηγεί σε μια «αυτοκρατορική εποχή», με την  αμφίσημη σημασία, πρώτον,  ενός κόσμου που είναι συγχρόνως ενοποιημένος και χωρίς κέντρο και, δεύτερον,  με την έννοια ότι η νέα εποχή, όπως τονίζει ο Guehenno,

διαδέχεται το έθνος-κράτος, όπως η ρωμαϊκή αυτοκρατορία διαδέχτηκε τη ρωμαϊκή δημοκρατία: η ανθρώπινη κοινωνία  έχει αποκτήσει υπερβολικά μεγάλες διαστάσεις για να μπορέσει να σχηματίσει μια πολιτική οντότητα. Οι πολίτες της συνιστούν ολοένα και λιγότερο μια οντότητα ικανή να εκφράσει μια συλλογική κυριαρχία, είναι απλώς νομικά υποκείμενα, κάτοχοι δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, σ’ έναν αφηρημένο χώρο τα όρια του οποίου έχουν γίνει ιδιαίτερα ασαφή.[130]

Δεν θα είχα κανένα πρόβλημα να συμφωνήσω με την παραπάνω θέση σχετικά με το επικείμενο τέλος της «πολιτικής» και της «δημοκρατίας», με την προϋπόθεση  όμως ότι στους όρους αυτούς θα δίναμε τους επικρατούντες σήμερα ορισμούς. Δηλαδή, ότι θα ορίζαμε την πολιτική ως τη διαχείριση της κρατικής εξουσίας και τη δημοκρατία ως τη σημερινή φιλελεύθερη ολιγαρχία. Όπως, όμως, υποστηρίζω στο Κεφάλαιο 5, η σημερινή «πολιτική» και η σημερινή «δημοκρατία» αποτελούν  κατάφωρες διαστρεβλώσεις της πραγματικής σημασίας των όρων αυτών και βρίσκονται πράγματι σε διαδικασία εξαφάνισης, αν όχι τυπικά, τουλάχιστον ουσιαστικά. Ακριβώς όπως στο παρελθόν η «εθνικοποίηση» της αγοράς οδήγησε στο θάνατο των κοινοτήτων, των ελεύθερων πόλεων και των ομοσπονδιών τους, μπορεί κανείς εύλογα να υποθέσει ότι η σημερινή διεθνοποίηση της αγοράς θα οδηγήσει στο θάνατο των εθνών-κρατών και της εθνικής πολιτικής. Στην πραγματικότητα, ακόμα κι αν οι σημερινοί πολιτικοί θεσμοί επιβιώσουν, στο μέλλον, θα στερούνται οποιουδήποτε πραγματικού νοήματος, θα είναι υπολείμματα του παρελθόντος,  παρόμοια με τις μοναρχίες που εξακολουθούν να υφίστανται σε κάποιες σκανδιναβικές χώρες.

 

Όμως, ακόμη και εάν  κανείς  συμφωνήσει με την υπόθεση για το τέλος του έθνους-κράτους και το συνακόλουθο τέλος της πολιτικής και της δημοκρατίας (με την τρέχουσα σημασία των όρων), αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να συμφωνήσει και με τα συμπεράσματα των υποστηρικτών αυτής της υπόθεσης. Με άλλα λόγια, μολονότι  είναι προφανές ότι στο σημερινό θεσμικό πλαίσιο , η πολιτική και η δημοκρατία δεν έχουν κανένα ουσιαστικό νόημα, αυτό δεν σημαίνει ότι  είναι και οι ίδιες περιττές. Αυτό που είναι προφανώς περιττό είναι το ίδιο το θεσμικό πλαίσιο, το οποίο όμως τόσο οι υποστηρικτές του έθνους-κράτους, όσο και αυτοί που υποθέτουν το τέλος του, θεωρούν δεδομένο!

 

Έτσι, ο Jean-Marie Guehenno, αφού πρώτα επικρίνει  οποιαδήποτε μορφή πολιτικής δομής που υπακούει  σε κάποια εδαφική αρχή, συμπεριλαμβανομένης και της ομοσπονδιακής μορφής, προτείνει την «οικοδόμηση ‘εικονικών κοινοτήτων’ οι οποίες θα μας απελευθερώσουν από τους περιορισμούς της γεωγραφίας και από τις παραδοσιακές πολιτικές δομές που έχουν για τόσο καιρό περιχαρακώσει τις δραστηριότητές μας».[131] Θα μπορούσε όμως κανείς να αντι-παρατηρήσει ότι ούτε η πραγματική πολιτική, ούτε η περιεκτική δημοκρατία  είναι δυνατές παρά μόνο εάν ορίζονται σε σχέση με συγκεκριμένη εδαφική περιοχή, η οποία, όπως θα δείξουμε στο Κεφάλαιο 6, πρέπει να είναι η περιοχή που ορίζεται από τη συνομοσπονδία γεωγραφικά καθορισμένων κοινοτήτων. Αυτό δεν σημαίνει τοπικισμό και επιστροφή σε πρωτόγονες μορφές ζωής. Αυτό που πράγματι σημαίνει είναι η δημιουργία συνομοσπονδιών αυτόνομων περιφερειών, στο εθνικό, ηπειρωτικό και πλανητικό επίπεδο. Η πρόταση αυτή ξεκινά από την πίστη ότι ο μόνος τρόπος διασφάλισης της κοινωνικής και ατομικής αυτονομίας, στο πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο, είναι η επανένωση της κοινωνίας και της οικονομίας, με άλλα λόγια η δημιουργία θεσμών που θα στηρίζουν μια περιεκτική δημοκρατία (βλ. Κεφάλαια 6 και 7).

 

Η παραπάνω πρόταση για μια συνομοσπονδία περιφερειών διαφέρει ριζικά τόσο από τη συνήθη  πρόταση των ορθόδοξων Πράσινων για μια «Ευρώπη των περιφερειών», όσο και από την οικοσοσιαλιστική πρόταση για «αυτόνομες περιφέρειες σε μια ενωμένη ευρωπαϊκή ήπειρο»[132]. Και αυτό, διότι η πρόταση αυτή υποθέτει όχι μόνο την εξάλειψη του έθνους-κράτους αλλά και την εξαφάνιση του ίδιου του θεσμικού πλαισίου που οδηγεί αναπόφευκτα στο διαχωρισμό της πολιτικής από την οικονομία και τη συνακόλουθη συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια διάφορων ελίτ. Προϋποθέτει, δηλαδή, την εξάλειψη της οικονομίας της αγοράς και της φιλελεύθερης δημοκρατίας.

 

Το ίδιο το γεγονός ότι, σήμερα, ορισμένες παραλλαγές της συνομοσπονδιακής λύσης προσελκύουν κάποια «κινήματα ταυτότητας» στη Δυτική Ευρώπη (από τους Φλαμανδούς ως τους Λομβάρδους και από τους Σκώτους ως τους Καταλανούς) δεν είναι φυσικά συμπτωματικό. Παρά το γεγονός ότι τα κινήματα αυτά βλέπουν τη συνομοσπονδιακή λύση ως το καλύτερο μέσο για να διατηρήσουν την πολιτισμική τους ταυτότητα, ταυτόχρονα, εκφράζουν,  με στρεβλό τρόπο βέβαια, το αίτημα για ατομική και κοινωνική αυτονομία. Η στρέβλωση αυτή προκύπτει από το γεγονός ότι η αγοραιοποίηση της κοινωνίας έχει υποβαθμίσει τις κοινοτικές αξίες που σημάδεψαν ιστορικά την ουσία των κοινοτήτων (αμοιβαιότητα, αλληλεγγύη, συνεργασία) προς όφελος των αξιών της αγοράς (ανταγωνισμός, ατομικισμός). Το αποτέλεσμα είναι ότι σήμερα το αίτημα για πολιτισμική αυτονομία δεν θεμελιώνεται στις κοινοτικές αξίες, αλλά, αντίθετα, στις αξίες της αγοράς, δηλαδή σε αξίες που ενθαρρύνουν εντάσεις και συγκρούσεις με άλλες πολιτισμικές κοινότητες. Σ’ αυτή την προβληματική, η σημερινή νεορατσιστική έκρηξη στην Ευρώπη σχετίζεται άμεσα με την αποτελεσματική υπονόμευση των κοινοτικών αξιών από το νεοφιλελευθερισμό, καθώς και με την αυξανόμενη ανισότητα και φτώχεια που ακολουθεί την εμφάνιση της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης.

 

Η εγκαθίδρυση μιας περιεκτικής δημοκρατίας δεν συνεπάγεται την αυτόματη εξαφάνιση των πολιτισμικών εντάσεων, οι οποίες θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι θα εξακολουθήσουν να υφίστανται για αρκετό καιρό μετά την εγκαθίδρυση μιας τέτοιας κοινωνίας. Παρόλ’ αυτά, θα μπορούσε κανείς εύλογα να υποθέσει ότι μια κοινωνία που θα στόχευε στην εξάλειψη της συγκέντρωσης της εξουσίας θα ενείχε μια σημαντική ποιοτική αλλαγή στις σχέσεις μεταξύ των κοινοτήτων, ανάλογη με την αναμενόμενη αλλαγή στις σχέσεις μεταξύ των ατόμων –μια αλλαγή που θα συνέβαλε αποφασιστικά  στην ελαχιστοποίηση των πολιτισμικών εντάσεων.

 

Συνοψίζοντας, θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι η εγκαθίδρυση της οικονομίας της αγοράς και της κρατικιστικής μορφής «δημοκρατίας» έχει οδηγήσει στην απογύμνωση από κάθε νόημα τόσο της πολιτικής όσο και της δημοκρατίας και τις έχει καταστήσει, με τη σημερινή μορφή τους, περιττές. Επιπλέον, η εγκαθίδρυση της οικονομίας της αγοράς έχει οδηγήσει στην ανάδυση μιας οικονομίας ανάπτυξης που, όπως θα δούμε στα τρία επόμενα κεφάλαια, βρίσκεται σε κατάσταση κρίσης, τόσο στο Βορρά, όσο και στο Νότο.

 

 

 

 

 


 

[1] Βλ. για παράδειγμα, Immanuel Wallerstein, The Capitalist World Economy (Cambridge, Massachusetts: Cambridge University Press, 1979), Κεφάλαιο I.

[2] Για ένα πρόσφατο παράδειγμα, βλ. Robert Pollin, «Financial Structures and Egalitarian Economic Policy», New Left Review, No. 214 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1995).

[3] Karl Polanyi, The Great Transformation, the Political and Economic Origins of Our Time, (Boston: Beacon Press, 1944/1957), σελ. 43-44.

[4] Polanyi, The Great Transformation, σελ. 55-56.

[5] Pëtr Kropotkin, Selected Writings on Anarchism and Revolution (Cambridge and London: Massachusetts Institute of Technology, 1970), σελ. 231.

[6] Polanyi, The Great Transformation, σελ. 71.

[7] R. H. Lowie, παρατίθεται στο Polanyi, The Great Transformation, σελ. 270.

[8] Για ανθρωπολογικά στοιχεία, βλ. Polanyi, The Great Transformation, σελ. 274-76.

[9] Henri Pirenne, Medieval Cities, παρατίθεται στο Polanyi, The Great Transformation, σελ. 275.

[10] Karl Marx & Frederich Engels, Selected Works (Moscow: Progress Publishers, 1968), σελ. 293.

[11] Murray Bookchin , Urbanization Without Cities (Montréal: Black Rose Press, 1992), σελ. 156.

[12] Bookchin , Urbanization Without Cities, σελ. 131-32.

[13] Ernest Barker, παρατίθεται στο April Carter, The Political Theory of Anarchism (London: Routledge, 1971), σελ. 30.

[14] Polanyi, The Great Transformation, σελ. 57.

[15] Bookchin , Urbanization Without Cities, σελ. 201.

[16] Bookchin , Urbanization Without Cities, σελ. 146.

[17] Polanyi, The Great Transformation, σελ. 63-65.

[18] Kropotkin, Selected Writings, σελ. 245-47.

[19] Kropotkin, Selected Writings, σελ. 246-53.

[20] Polanyi, The Great Transformation, σελ. 75 και σελ. 41-42.

[21] Polanyi, The Great Transformation, σελ. 163.

[22] K. Smith, Free is cheaper, (Gloucester: The John Ball Press, 1988) [παρατίθεται στο David Pepper, Modern Environmentalism, (London: Routledge, 1996) σελ. 302].

[23] Η λογική της οικονομικής ανάπτυξης έχει επαρκώς αναλυθεί τόσο από τη φιλελεύθερη όσο και από τη μαρξιστική προοπτική. Για περαιτερω ανάλυση από την οικολογική σκοπιά, βλ., π.χ., Michael Jacobs, The Green Economy (London: Pluto Press, 1991), σελ. 3-49. Επίσης, το κεφάλαιο με τίτλο «Why Capitalism Needs Growth» [Γιατί ο καπιταλισμός χρειάζεται την οικονομική ανάπτυξη] στο βιβλίο του Richard Douthwaite είναι χρήσιμο, παρά τα γενικότερα μειονεκτήματα του βιβλίου, που οφείλονται κυρίως στην προσέγγιση της βαθιάς οικολογίας που υιοθετεί,  Richard Douthwaite, The Growth Illusion (Devon, UK: Resurgence, 1992), σελ. 18-32.

[24] Henry Teune, Growth (London: Sage Publications, 1988), σελ. 13.

[25] Polanyi, The Great Transformation, σελ. 71.

[26] Karl Marx, A Contribution to the Critique of Political Economy (London: Lawrence & Wishart, 1971), σελ.21.

[27] A. G. Kenwood and A. L. Lougheed, The Growth of the International Economy, 1820-1980 (London:George Allen & Unwin, 1983), σελ. 74.

[28] Kenwood and Lougheed, The Growth of the International Economy, σελ.79-80.

[29] Kenwood and Lougheed, The Growth of the International Economy, σελ. 40.

[30] Kenwood and Lougheed, The Growth of the International Economy, πίνακας 6.

[31] Kenwood and Lougheed, The Growth of the International Economy, σελ. 143.

[32] Kenwood and Lougheed, The Growth of the International Economy, σελ. 91.

[33] Will Hutton, The State We’re In (London:Jonathan Cape, 1995), σελ. 174.

[34] Βλ. Nicholas Barr, The Economics of the Welfare State (London: Weidenfeld & Nicolson, 1987), κεφ. 2.

[35] Frederick Engels, The Role of Force in History (New York: International Publishers, 1968), σελ. 34-35.

[36] E. Gellner, Nations and Nationalism (London: Oxford Press, 1983), παρατίθεται στο άρθρο του Νίκου Μουζέλη «Εθνικισμός», στο ΒΗΜΑ (16 Μαϊου 1993).

[37] Polanyi, The Great Transformation, σελ. 218.

[38] Polanyi, The Great Transformation. Βλ. κυρίως σελ. 233-34.

[39] Polanyi, The Great Transformation, κεφ. 1.

[40] Παρατίθεται στο Victor Argy, The Postwar International Money Crisis (London: Allen & Unwin, 1981), σελ. 17.

[41] W. L. Goldfrank, «Fascism and the Great Transformation», στο  Kari Polanyi-Levitt, επιμ., The Life and Work of Karl Polanyi (Montréal: Black Rose Press, 1990), σελ. 90.

[42] Kenwood and Lougheed, The Growth of the International Economy, σελ. 185-86.

[43] Michael Bleaney, The Rise and Fall of Keynesian Economics (London: Macmillan, 1985), σελ. 66.

[44] Bleaney, The Rise and Fall of Keynesian Economics, σελ. 41-52.

[45] Bleaney, The Rise and Fall of Keynesian Economics, σελ. 75.

[46] Polanyi, The Great Transformation, σελ. 245.

[47] UK, Social Insurance and Allied Services (The Beveridge Report), Cmd. 6404 (London: HMSO, 1942).

[48] A. Maddison, Phases of Capitalist Development (London: Oxford University Press, 1982), σελ. 91.

[49] Για μια συζήτηση των σχετικών στοιχείων, βλ. Bleaney, The Rise and Fall of Keynesian Economics, κεφ. 4.

[50] Andrew Glynn, «Social Democracy and Full Employment», New Left Review, No. 211 (Μάιος/Ιούνιος 1995), πίνακας 1.

[51] Βλ. R. Matthews, «Why Has Britain Full Employment Since the War?» Economic Journal, Vol. 78, No. 3 (1968).

[52] Michael Bleany, The Rise and Fall of Keynesian Economics (London: Macmillan, 1985), σελ. 92.

[53] Ian Gough, The Political Economy of the Welfare State (London: Macmillan, 1979), πίνακας 5.2, σελ. 79.

[54] Ian Gough, The Political Economy of the Welfare State, πίνακας 5.1, σελ. 77.

[55] David Greenaway, International Trade Policy: From Tariffs to the New Protectionsim (London:Macmillan, 1983), σελ.153.

[56] Philip Armstrong et al., Capitalism Since World War II (London: Fontana, 1984), πίνακας 10.3, σελ. 215.

[57] Andrew Glynn, «Social Democracy and Full Employment», πίνακας 2.

[58] Για μια εξαιρετική περιγραφή της σταδιακής άρσης, υπό την πίεση της αγοράς, των ελέγχων πανω στο κεφάλαιο στη Βρετανία, βλ. Will Hutton, The State We’re In,  κεφ. 3.

[59] Βλ., A.P. Thirlwall, Balance of Payments Theory (London: Macmillan, 1980), κεφ. 11.

[60] Andrew Glyn & Bob Sutcliffe, British Capitalism, Workers and the Profits Squeeze (London: Penguin, 1972), πίνακας F.1, σελ. 260.

[61] Philip Armstrong et al., Capitalism Since World War II, πίνακας 11.10, σελ. 260.

[62] Philip Armstrong et al., Capitalism Since World War II, σελ. 246.

[63] Στη Βρετανία για παράδειγμα, τα συνολικά δημοσια έσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκαν κατα 9% μεταξύ 1951 και 1975, ενώ οι συνολικές δημοσιες δαπάνες αυξήθηκαν κατά 29% την ίδια περίοδο, Ian Gough, The Political Economy of the Welfare State, πίνακας 5.1, σελ. 77.

[64] Andrew Glynn, «Social Democracy and Full Employment», πίνακας 1.

[65] Bosanquet, After the New Right (London: Heinemann, 1983), σελ. 126.

[66] Βλ. Γιάννης Βούλγαρης, Φιλελευθερισμός, Συντηρητισμός και το Κράτος Πρόνοιας, 1973-1990 (Θεμέλιο: Αθήνα, 1994).

[67] M. J. Crozier, S.P. Huntingdon and J. Watanuki, The Crisis of Democracy: Report on the Governability of Democracies to the Trilateral Commission (New York: New York University Press, 1975).

[68] Will Hutton, The State We’re In, σελ. 103.

[69] Philip Armstrong et al., Capitalism Since World War II, πίνακας 14.1.

[70] OECD, Economic Outlook, No. 57, 1995 & European Commission, European Economy, No. 59, 1995.

[71] European Commission, Eurostatistics, Νοέμβριος 1995, OECD, Economic Outlook, no 58, Δεκέμβριος 1995.

[72] Hazel Henderson, Resurgence, (Μάιος-Ιούνιος 1993), σελ. 10-14

[73] Eric Helleiner, «From Bretton Woods to Global finance: a world turned upside down» στο Richard Stubbs and Geoffrey R.D. Underhill, Political Economy and the Changing Global Order, (London: Macmillan, 1994).

[74] Christopher Johnson, The Economy Under Mrs. Thatcher, 1979-1990 (London, Penguin, 1991) σελ. 168.

[75] Johnson, The Economy Under Mrs. Thatcher; Οι υπολογισμοί βασίζονται σε στοιχεία του πίνακα 27.

[76] Andrew Glynn, «Social Democracy and Full Employment», πίνακας 1.

[77] International Labor Organization (ILO), Yearbook of Labor Statistics (Geneva: ILO, διάφορες χρονολογίες)· και Frank Blackaby (επιμ.) De-Industrialisation (London: Heinemann, 1979), πίνακας 10.2.

[78] Western, «Union Decline in 18 Advanced Capitalist Countries,» παρατίθεται στο άρθρο της Frances Fox Piven «Is It Global Economics or Neo-Laissez-faire?» New Left Review, No. 213 (Σεπτέμβριος-Oκτώβριος. 1995).

[79] Will Hutton, The State We’re In, σελ.92.

[80] Nick Bosanquet, After the New Right, σελ. 126.

[81] Bob Jessop et al., «Popular Capitalism, Flexible Accumulation and Left Strategy», New Left Review (Σεπτέμβριος.-Οκτώβριος. 1987).

[82] Will Hutton, The State We’re In, σελ. 106.

[83] Alissa Goodman and Steven Webb, For Richer, For Poorer (London: Institute of Fiscal Studies, 1994) fig. 2.3.

[84] Πέντε εκατομμύρια αμερικάνοι ζουν σε περιφραγμένες περιοχές που έχουν τη δική τους ιδιωτική αστυνομία και τα δικά τους μέτρα ασφαλείας (BBC, Panorama 29 Ιανουαρίου 1996).

[85] John Kenneth Galbraith, The Culture of Contentment (London: Penguin, 1993), σελ. 15.

[86] Will Hutton, The State We’re In, σελ. 108.

[87] Galbraith, The Culture of Contentment, σελ. 15.

[88] World Bank, World Development Report 1995, Πίνακας 30, IFS, For Richer, For Poorer.

[89] Τα στοιχεία για τη κινηματογραφική βιομηχανία προέρχονται από το Film and Television Handbook 1993 (London: British Film Institute, 1993), Πίνακες 14, 16 &  38.

[90] Όπως τονίζει ο K. Γουλιάμος, καθηγητής σε θέματα που αφορούν στα ΜΜΕ στον Καναδά, ΤΟ ΒΗΜΑ (9 Φεβρουαρίου. 1992).

[91] World Bank, World Development Report 1995, πίνακες 2 & 13 (βλ. πίνακα 1.1)

[92] World Bank, World Development Report 1997, πίνακας 13.

[93] World Development Report 1995 (New York: World Bank), πίνακας 13.

[94] Η διείσδυση εισαγωγών στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Ιταλία, στη Βρετανία και στη Σουηδία έχει αυξηθεί από 16% στις αρχές της δεκαετίας του 1970 σε 25.7% την περίοδο 1985-90, Andrew Glynn,  «Social Democracy and Full employment», πίνακας 2.

[95] Paul Hirst and Grahame Thompson, Globalisation in Question (Cambridge: Polity Press, 1996), σελ. 54-55.

[96] UN-TCMD, World Investment Report, 1993.

[97] The Guardian (7 Μαρτίου 1995).

[98] Noam Chomsky, «Rollback IV,» Z magazine (Μάιος 1995).

[99] Hirst and Thompson, Globalization in Question, σελ. 51.

[100] Ο διεθνής δανεισμός αυξήθηκε κατά δέκα φορές μεταξύ της δεκαετίας του 1970 και της δεκαετίας του 1980: από περίπου 96 δισεκατομμύρια δολάρια την περίοδο 1976-80 σε 819 δισεκατομμύρια δολάρια το 1993, Hirst and Thompson, Globalization in Question, πίνακας 2.9.

[101] Η ξένη διείσδυση στις εθνικές αγορές κρατικών ομολόγων των προηγμένων καπιταλιστικων χωρων αυξήθηκε κατά 50% την προηγούμενη δεκαετία (από 10% το 1983 σε 15% το 1989)· Hirst and Thompson, Globalization in Question, πίνακας 2.11.

[102] Andrew Glynn, «Social Democracy and Full Employment», σελ. 41.

[103] Will Hutton, The State We’re In, σελ. 61.

[104] Eurostat, A Social Portrait of Europe (Luxembourg: Statistical Office of the European Communities, 1991), πίνακας 6.13, σελ. 72. Βλ. και Eurostat, Basic Statistics of the European Union, (Luxembourg: Statistical Office of the European Communities, 1996) Πιν. 3.40

[105] Μια πολύ πρόσφατη σύγκριση του κόστους εργασίας για την παραγωγή ενός τυποποιημένου καλαθιού αγαθών αξίας 100 δολαρίων δείχνει ότι το κόστος εργασίας στις χώρες της περιφέρειας όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία είναι 50 δολάρια έναντι 85 δολαρίων στη Γερμανία και στη Δανία· OECD/ The Observer (10/9/95).

[106] Eurostat, Basic Statistics of the Community (Luxembourg: Statistical Office of the European Communities, 1992), πίνακες 2.12-2.19, σελ. 56-65.

[107] Βλ., για παράδειγμα,  Mica Panic, European Monetary Union (London: St. Martin's Press, 1993).

[108] Polanyi, The Great Transformation, σελ. 29.

[109] Richard Stubbs and Geoffrey R. D. Underhill, «Global Issues in Historical Perspective» στο Political Economy and the Changing Global Order (London: Macmillan, 1994),  σελ. 156.

[110] UN, Development Report, 1992.

[111] Hirst and Thompson, Globalisation in Question.

[112] Hirst and Thompson, Globalisation in Question, σελ. 3.

[113] Suzan Srange «Rethinking Structural Change in the International Political Economy: States, Firms and Diplomacy», στο Stubbs and Underhill, Political Economy and the Changing Global Order, σελ. 104.

[114] Hirst and Thompson, Globalisation in Question, σελ. 6.

[115] Hirst and Thompson, Globalisation in Question , σελ. 17.

[116] Αυτό γίνεται φανερό από αποσπασματα σαν το ακόλουθο: «Οι εθνικές κυβερνήσεις δεν έχουν αποδειχτεί ανίσχυρες απέναντι σε μια τεράστια «παγκοσμιοποίηση» του διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Αντίθετα, έχουν ενώσει τις δυνάμεις τους για να οργανώσουν μια αποτελεσματική εποπτεία της νέας κατάστασης. Η εποπτεία όμως αυτή παραμένει η περιορισμένη εποπτεία μιας καθοδηγούμενης από την αγορά διεθνούς οικονομίας. Η ρύθμιση δεν προσπαθεί να επηρεάσει τον καθορισμό των τιμών απο τις αγορές σύμφωνα με τη κατεύθυνση των  χρηματοπιστωτικών ροών» Hirst and Thompson, Globalisation in Question, σελ. 134-35.

[117] Hirst and Thompson, Globalisation in Question, σελ. 152.

[118] Hirst and Thompson, Globalisation in Question, σελ. 163.

[119] Hirst and Thompson, Globalisation in Question σελ. 15.

[120] Hirst and Thompson, Globalisation in Question, σελ. 27.

[121] Ο στατιστικός δείκτης που χρησιμοποιούν οι Hirst and Thompson (Ισοζύγιο Τρέχουσων Συναλλαγων προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) αποδεικνύεται προφανώς ακατάλληλος, τουλάχιστον όσον αφορά την περίπτωση των Η.Π.Α, στη μέτρηση του βαθμού ανοίγματος μιας οικονομίας σε σχέση με την κίνηση χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.  Το πλεόνασμα των τρέχουσων συναλλαγών των Η.Π.Α. μειώθηκε δραστικά από 32.3 δισεκατομμύρια δολάρια την περίοδο 1960-67 σε λιγότερο από 5 δισεκατομμύρια δολάρια την περίοδο1968-81 [Phillip Armstrong et al Capitalism Since World War II (London:Fontana, 1984), Πίνακες 10.7, 12.2 & 16.6.] Αυτό θα έπρεπε να σημαίνει μια αντίστοιχη μείωση στην εκροή κεφαλαίου και στο βαθμό  ανοίγματος των Η.Π.Α στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Όμως, η εκροή άμεσων επενδύσεων από τις Η.Π.Α. προς άλλες προηγμένες καπιταλιστικές χώρες αυξήθηκε από 3,4% των συνολικών επενδύσεων των Η.Π.Α. για την περίοδο 1960-69 σε 4,4% την περίοδο 1970-79 (Grazia letto-Gillies, «Some Indicators of Multinational Domination of National Economies», International Review of Applied Economics, Vol. 3, No. 1, 1989, Πίνακας 1) πράγμα που δείχνει ακριβώς το αντίθετο! Ο λόγος είναι προφανής. Οι Η.Π.Α., ως χώρα της οποίας το εθνικό νόμισμα χρησιμοποιείται και ως διεθνές αποθεματικό νόμισμα, δεν εξαρτώνται από τα πλεονάσματα των τρεχουσών συναλλαγών για να χρηματοδοτήσουν τις επενδύσεις τους στο εξωτερικό—όπως συμβαίνει με τις χώρες των οποίων το νόμισμα δεν παίζει παρόμοιο ρόλο. Επομένως, ο λόγος του ισοζυγίου των τρέχουσων συναλλαγών προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως δείκτης του  ανοίγματος αυτού, στην περίπτωση χωρών με μεγάλα χρηματικά αποθέματα όπως οι Η.Π.Α., οι οποίες όμως τυχαίνει να είναι και οι χώρες με τη μεγαλύτερη χρηματοπιστωτική σημασία.

[122] Βλ. Τάκης Φωτόπουλος, Ο Πόλεμος στον Κόλπο: η πρώτη μάχη στη σύγκρουση Βορρά-Νότου (Αθήνα: Εξάντας, 1991).

[123] Robert W. Cox «Global Restructuring: Making Sense of the Changing International Political Economy,» στο Richard Stubbs and Geoffrey R.D. Underhill, Political Economy and the Changing Global Order, σελ. 53.

[124] Βλ., π.χ., Eric Heffer, «A Rallying Call for Eurosocialists», The Guardian (1 Νοεμβρίου 1990).

[125] Βλ. επίσης Τάκης Φωτόπουλος, Η Νεοφιλελεύθερη Συναίνεση και η κρίση της Οικονομίας Ανάπτυξης, (Αθήνα: Γόρδιος 1993), κεφ. 12.

[126] Jean-Marie Guehenno, The End of the Nation-State (Minneapolis: University of Minnesota Press,1995).

[127] Βλ. για παράδειγμα, Robert Wade Globalisation and Its Limits: The Continuing Economic Importance of Nations and Regions (University of Sussex: Institute of Development Studies, 1994)· Linda Weiss and John Hobson, States and Economic Development: A Comparative Historical Analysis (Cambridge: Cambridge University Press, 1995)· καθώς επίσης τη μελέτη των Hirst and Thompson, Globalisation in Question (βλ. 1.5.1).

[128] Jean-Marie Guehenno, The End of the Nation-State, σελ. 19.

[129] Jean-Marie Guehenno, The End of the Nation-State, σελ. 138.

[130] Jean-Marie Guehenno, The End of the Nation-State, σελ. xii.

[131] Jean-Marie Guehenno, The End of the Nation-State, σελ. 141.

[132] Penny Kemp et al., Europe's Green Alternative: A Manifesto for a New World (London: Greenprint, 1992), σελ. 42.