ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ - ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ:
Η ΓΕΝΙΚΕΥΜΕΝΗ ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
Κεφάλαιο 4:
Η Γενικευμένη Κρίση της Καπιταλιστικής Οικονομίας Ανάπτυξης
Σήμερα, είναι γενικά παραδεκτό ότι η σύγχρονη κοινωνία, που παίρνει παντού τη μορφή της οικονομίας της αγοράς/ανάπτυξης, υποφέρει από μια βαθιά και εκτεταμένη κρίση. Είναι ακριβώς ο καθολικός χαρακτήρας της κρίσης αυτής που τη διαφοροποιεί από άλλες κρίσεις του παρελθόντος, ενώ, ταυτόχρονα, θέτει σε αμφισβήτηση ουσιαστικά κάθε δομή και «σημασία» που στηρίζει τις σημερινές ιεραρχικές κοινωνίες στην Ανατολή και στη Δύση, στο Βορρά και στο Νότο. Έτσι, η σημερινή κρίση θέτει σε αμφισβήτηση όχι μόνο τις πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και οικολογικές δομές που εγκαθιδρύθηκαν με την ανάδυση της οικονομίας της αγοράς, αλλά και τις ίδιες τις αξίες που στήριξαν τις δομές αυτές και ιδιαίτερα την έννοια που πήρε η Πρόοδος μετά το Διαφωτισμό, όταν ταυτίστηκε μερικώς με την οικονομική ανάπτυξη.
Στο πρώτο μέρος αυτού του κεφαλαίου, εξετάζονται οι διάφορες διαστάσεις της σημερινής γενικευμένης κρίσης (οικονομική, πολιτική, κοινωνική, ιδεολογική). Το δεύτερο μέρος επικεντρώνεται στην οικολογική κρίση και στις προσεγγίσεις που αναπτύχθηκαν για την ερμηνεία της, οι οποίες, στην πραγματικότητα, αντιπροσωπεύουν μια σύνθεση των κλασικών παραδόσεων που αναδύθηκαν μαζί με την οικονομία της αγοράς (φιλελευθερισμός, σοσιαλισμός) και του οικολογικού παραδείγματος. Εξετάζονται επίσης οι παραδοχές τριών άλλων προσεγγίσεων, οι οποίες, σε διάφορους βαθμούς, δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι ανήκουν σ’ αυτή τη κατηγορία των συνθετικών θεωριών (βαθιά οικολογία, προσέγγιση της «αυτοσυντηρούμενης» ανάπτυξης και προσέγγιση της «κατάλληλης» ανάπτυξης).
Στο τελευταίο μέρος, εξετάζονται οι προτάσεις της Δεξιάς και της Αριστεράς για την αντιμετώπιση της κρίσης και υποστηρίζεται ότι η πρόταση της πρώτης για περαιτέρω αγοραιοποίηση θα επιδεινώσει αναπόφευκτα την κρίση, ενώ η πρόταση της δεύτερης για ενίσχυση της «κοινωνίας των πολιτών» είναι εξίσου ανιστορική και ουτοπική με την αρνητική έννοια του όρου. Το συμπέρασμα είναι ότι η ανάγκη για ένα νέο όραμα, που θα υπερβαίνει τόσο τη νεοφιλελεύθερη οικονομία της αγοράς όσο και τον σοσιαλιστικό κρατισμό, είναι, στο πλαίσιο της σημερινής γενικευμένης κρίσης, περισσότερο πιεστική παρά ποτέ.
4.1. Μια πολυδιάστατη κρίση
Η οικονομική διάσταση
Όσον αφορά πρώτον στην οικονομική κρίση, ο Βορράς δεν έχει ακόμη συνέλθει από την οικονομική κρίση που σημειώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1970, ως αποτέλεσμα της βασικής αντίφασης που δημιουργούσε, όπως είδαμε στο Κεφάλαιο 1, η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς και η παράλληλη επέκταση του κρατισμού, με την έννοια του ενεργού κρατικού ελέγχου που στόχευε στον καθορισμό του επιπέδου της οικονομικής δραστηριότητας. Σε μια προσπάθεια να ξεπεραστεί η αντίφαση αυτή, οι νεοφιλελεύθεροι και οι σοσιαλφιλελεύθεροι έθεσαν σε κίνηση μια διαδικασία συρρίκνωσης του οικονομικού ρόλου του κράτους και παράλληλης απελευθέρωσης και απορύθμισης των αγορών , η οποία έχει ήδη ολέθριες συνέπειες για την πλειονότητα του πληθυσμού στο Βορρά.
Έτσι, η τεράστια επέκταση της ανοιχτής ανεργίας οφείλεται, τουλάχιστον εν μέρει, στον δραστικό περιορισμό του κρατισμού. Ωστόσο, φαίνεται ότι η σημερινή περίοδος μαζικής ανεργίας στο Βορρά είναι μια μεταβατική περίοδος που σηματοδοτεί τη μετάβαση της οικονομίας της αγοράς από την περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, όπου επικρατούσαν συνθήκες σχετικά πλήρους απασχόλησης, σε μια νέα περίοδο μαζικής χαμηλόμισθης εργασίας και υποαπασχόλησης. Η εξέλιξη αυτή θα είναι το αποτέλεσμα τόσο της απελευθέρωσης των αγορών εργασίας όσο και μιας συστηματικής προσπάθειας από τις πολιτικές ελίτ να μειώσουν την ανοιχτή ανεργία, η οποία επιφέρει ένα υψηλό πολιτικό κόστος και εκθέτει από κάθε άποψη την οικονομία της αγοράς/ανάπτυξης. Μια πρόσφατη ανάλυση των στοιχείων του Υπουργείου Εργασίας των Η.Π.Α. είναι αποκαλυπτική των σημερινών τάσεων. Μεταξύ 1979 και 1995, χάθηκαν περισσότερες από 43 εκατομμύρια θέσεις εργασίας στις Η.Π.Α. και, παρόλο που, όπως επισημαίνει η ανάλυση, οι περισσότερες από αυτές τις θέσεις εργασίας αντικαταστάθηκαν,
το πρόβλημα βρίσκεται στη φύση των νέων θέσεων εργασίας που αντικατέστησαν τις παλιές. Ενώ πριν από 25 χρόνια η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων που απολύονταν έβρισκε δουλειά με αποδοχές εξίσου υψηλές όσο και οι αποδοχές της προηγούμενης δουλειάς τους, τα στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας δείχνουν ότι σήμερα μόνο το 35% των απολυόμενων από θέσεις πλήρους απασχόλησης καταλήγει σε εξίσου ή καλύτερα αμειβόμενες δουλειές… το αποτέλεσμα είναι ότι υπάρχει η μεγαλύτερη εργασιακή ανασφάλεια από την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης της δεκαετίας του 1930.[1]
Επιπλέον, η απελευθέρωση των αγορών στις Η.Π.Α. είχε ως αποτέλεσμα τη δραστική επιδείνωση της κατανομής εισοδήματος. Οι πραγματικοί μισθοί των δύο τρίτων των αμερικανών εργατών έχουν υποστεί σημαντική μείωση (οι εβδομαδιαίες αποδοχές μειώθηκαν κατά 18% μεταξύ 1973 και 1990), με συνέπεια τη σημαντική διεύρυνση της ανισότητας.[2] Έτσι, παρόλο που το μέσο εισόδημα νοικοκυριού αυξήθηκε κατά 10% μεταξύ 1979 και 1994, το 97% αυτής της αύξησης το καρπώθηκε το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού.[3]
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι τάσεις που επικρατούν στις Η.Π.Α. θα αναπαραχθούν σύντομα σ’ ολόκληρο το Βορρά, ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση του εναλλακτικού ‘μοντέλου του Ρήνου’, του καπιταλισμού της «κοινωνικής αγοράς». Μπορεί να προβλεφθεί με σιγουριά ότι ο σκληρός ανταγωνισμός μεταξύ των χωρών της Τριάδας θα δημιουργήσει συνθήκες, όχι τόσο μαζικής ανοιχτής ανεργίας, αλλά χαμηλόμισθης εργασίας στο πλαίσιο «ελαστικών» αγορών εργασίας. Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΟΣΑ ήταν σαφής σε σχέση με αυτό στη συνδιάσκεψη κορυφής για την απασχόληση της «Ομάδας των 7» που έγινε στη Lille τον Απρίλιο του 1996: «Στο μέλλον, ο τρίτος δρόμος μεταξύ της ανεργίας και της ανασφάλειας θα βρίσκεται πιο κοντά στο Αγγλοσαξονικό παρά στο «Ευρωπαϊκό» μοντέλο… είναι οι αγγλοσαξονικές χώρες που, χάρη στη μεγαλύτερη ελαστικότητα των οικονομιών τους, μπορούν να δημιουργούν περισσότερες θέσεις εργασίας».[4]
Εντούτοις, κατά την άποψή μου, το αποφασιστικό στοιχείο της οικονομικής κρίσης δεν είναι η κρίση της οικονομίας της αγοράς/ανάπτυξης στο Βορρά. Στο βαθμό που η κοινωνία «του 40%» αναπαράγεται με οποιονδήποτε τρόπο, το σύστημα μπορεί να σταθεροποιηθεί όταν φτάσει σε μια νέα ισορροπία που θα στηρίζεται στην εκμετάλλευση των τεχνολογικών πλεονεκτημάτων του Βορρά και στο χαμηλό κόστος παραγωγής του Νότου. Κατά την άποψή μου, το αποφασιστικό στοιχείο στην οικονομική κρίση συνίσταται στο γεγονός ότι το σύστημα της οικονομίας της αγοράς δεν είναι εγγενώς σε θέση να μετασχηματίσει την οικονομία της αγοράς στο Νότο σε μια οικονομία αυτοσυντηρούμενης ανάπτυξης, παρόμοια με αυτή που έχει ήδη εγκαθιδρυθεί στο Βορρά. Αυτό καταδεικνύεται από το γεγονός ότι το άνοιγμα μεταξύ Βορρά και Νότου έχει διευρυνθεί δραματικά από τη στιγμή που ξεκίνησε η διαδικασία αγοραιοποίησης στην περιφέρεια –δηλαδή από τη στιγμή που η οικονομία της αγοράς του πρώτου άρχισε να διαβρώνει τις παραδοσιακές οικονομίες του δεύτερου– και εξακολουθεί να διευρύνεται με γοργούς ρυθμούς.
Το αποτέλεσμα της καθολίκευσης της οικονομίας της αγοράς/ανάπτυξης είναι η περιθωριοποίηση ενός πολύ σημαντικού τμήματος του παγκόσμιου πληθυσμού. Έτσι, σύμφωνα με την ILO, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, 120 εκατομμύρια άνθρωποι ήταν άνεργοι και 700 εκατομμύρια ήταν υποαπασχολούμενοι που ζούσαν κάτω από το επίπεδο στοιχειώδους συντήρησης.[5] Με άλλα λόγια, περίπου το 30% του παγκόσμιου πληθυσμού που είναι σε θέση να εργάζεται δεν έχει ικανοποιητική απασχόληση για να επιβιώσει-- μια κρίση που σωστά χαρακτηρίζεται ως χειρότερη από την κρίση της δεκαετίας του 1930. Ακόμα, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη (1998) Έκθεση των Ηνωμένων Εθνών για την Ανθρώπινη Ανάπτυξη, ο πλούτος των 225 πλουσιότερων ανθρώπων στο κόσμο ισοδυναμεί με το συνολικό εισόδημα 2,5 δισεκατομμυρίων ανθρώπων, σχεδόν δηλαδή το μισό του παγκόσμιου πληθυσμού. Τα γεγονότα αυτά θέτουν από μόνα τους σε αμφισβήτηση ολόκληρη την οικονομική και κοινωνική βάση της οικονομίας της αγοράς. Η εγγενής αδυναμία του Βορρά να δημιουργήσει αυτοσυντηρούμενες καταναλωτικές κοινωνίες στο Νότο απορρέει από το γεγονός ότι η συγκέντρωση οικονομικής δύναμης και η παράλληλη αύξηση στην ανισότητα σ’ ολόκληρο τον κόσμο δεν είναι απλώς συνέπειες αλλά και, όπως δειχτικέ στο δεύτερο κεφαλαίο, προϋποθέσεις για την αναπαραγωγή της οικονομίας της αγοράς/ανάπτυξης. Οι φυσικοί πόροι της γης απλώς δεν επαρκούν για την παγκοσμιοποίηση του βιοτικού επιπέδου που απολαμβάνουν σήμερα οι προνομιούχοι στο Βορρά. Με άλλα λόγια, υπάρχει ένα απόλυτο φυσικό εμπόδιο που καθιστά αδύνατη την παγκοσμιοποίηση της καπιταλιστικής οικονομίας ανάπτυξης του Βορρά.
Έτσι, ακόμα κι αν υποθέταμε ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός θα παρέμενε στα σημερινά επίπεδα και στον επόμενο αιώνα, η καθολίκευση της οικονομίας ανάπτυξης του Βορρά θα προϋπόθετε τον τετραπλασιασμό της ετήσιας παγκόσμιας παραγωγής ενέργειας για να απολαμβάνουν όλοι τα επίπεδα κατά κεφαλήν κατανάλωσης ενέργειας που ισχύουν σήμερα στις χώρες υψηλού εισοδήματος (ή να εξαπλασιαστούν προκειμένου να απολαμβάνουν τα αμερικανικά επίπεδα κατανάλωσης). Όμως, είναι αναπόφευκτη η σημαντική αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού στον επόμενο αιώνα. Αν υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξηθεί κάποια στιγμή τον επόμενο αιώνα σε 11 δισεκατομμύρια –μια λογική εκτίμηση με βάση τα διαθέσιμα σήμερα στοιχεία– τότε, προκειμένου οι κάτοικοι του πλανήτη να φτάσουν τους δείκτες κατά κεφαλήν χρήσης ενέργειας που ισχύουν σήμερα στις πλούσιες χώρες, η παγκόσμια παραγωγή ενέργειας θα πρέπει να οκταπλασιαστεί (ή να δωδεκαπλασιαστεί, προκειμένου να καθολικευθούν τα καταναλωτικά επίπεδα των Η.Π.Α.)[6]. Ωστόσο, με βάση τις υπάρχουσες εκτιμήσεις για τα αποθέματα ορυκτών και ενεργειακών πόρων (συμπεριλαμβανομένων και των πιθανών αποθεμάτων που δεν έχουν ακόμη εντοπιστεί), «δεν υπάρχει καμιά πιθανότητα ότι ο πληθυσμός της γης στο σύνολο του θα μπορούσε να πλησιάσει την κατά κεφαλήν χρήση ενέργειας που απολαμβάνουν σήμερα οι λίγοι στις πλούσιες χώρες… ούτε υπάρχει οποιοσδήποτε ορατός τρόπος άντλησης των απαιτούμενων τεράστιων ποσοτήτων ενέργειας από εναλλακτικές πηγές όπως ο ήλιος, οι άνεμοι ή τα κύματα».[7] Εάν, εναλλακτικά, προσπαθούσαμε να παγκοσμιοποιήσουμε τα σημερινά δυτικά επίπεδα κατανάλωσης ενέργειας χρησιμοποιώντας πυρηνική ενέργεια, τότε, όπως τονίζει η ίδια μελέτη, με βάση την υπόθεση ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός θα φτάσει τα 11 δισεκατομμύρια στον επόμενο αιώνα, θα χρειαζόταν να χτίσουμε 200.000 γιγαντιαίους πυρηνικούς αντιδραστήρες, δηλαδή θα χρειαζόταν να χιλιαπλασιαστεί η σημερινή ικανότητα παραγωγής πυρηνικής ενέργειας στον κόσμο.
Παρ’ όλα αυτά, παρά δηλαδή, την πελώρια «αντικειμενική» κρίση του σημερινού οικονομικού συστήματος, που σημαίνει ότι το σύστημα αυτό δεν μπορεί να ικανοποιήσει ούτε τις βασικές ανάγκες του ενός πέμπτου τουλάχιστον του παγκόσμιου πληθυσμού,[8] η παγκόσμια οικονομία της αγοράς δεν αμφισβητείται ευρέως. Είναι προφανές ότι η πρόσφατη κατάρρευση της «σοσιαλιστικής» οικονομίας ανάπτυξης και η συνακόλουθη ενσωμάτωση της «Αριστεράς» στον σοσιαλφιλελευθερισμό έχει λειτουργήσει ως αποφασιστικός κατασταλτικός παράγοντας στο υποκειμενικό επίπεδο. Το γεγονός αυτό καθιστά την ανάγκη για ένα νέο απελευθερωτικό πρόταγμα, που θα υπερβαίνει τόσο την οικονομία της αγοράς όσο και τον σοσιαλιστικό κρατισμό, ακόμα πιο επιτακτική.
Η πολιτική διάσταση
Το φαινόμενο που είναι γνωστό ως η «κρίση της πολιτικής», το οποίο υποσκάπτει σήμερα τα θεμέλια της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, αποτελεί μια χαρακτηριστική ένδειξη της πολιτικής διάστασης της κρίσης. Η εντεινόμενη κρίση της παραδοσιακής πολιτικής εκφράζεται σήμερα από ορισμένα συμπτώματα τα οποία παίρνουν συχνά τη μορφή μιας υπόρρητης ή και ρητής αμφισβήτησης θεμελιακών θεσμών της φιλελεύθερης δημοκρατίας (κόμματα, εκλογές κ.τ.λ.). Τέτοια συμπτώματα είναι τα σημαντικά και μερικές φορές αυξανόμενα ποσοστά αποχής στις εκλογές, η μείωση των μελών των κομμάτων, το γεγονός ότι ο σεβασμός προς τους επαγγελματίες πολιτικούς δεν ήταν ποτέ σε τόσο χαμηλό επίπεδο (τα πολύ συχνά πρόσφατα οικονομικά σκάνδαλα στην Ιταλία, τη Γαλλία, την Ισπανία, την Ελλάδα και αλλού επιβεβαίωσαν απλώς για άλλη μια φορά την πεποίθηση ότι η πολιτική, για τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτικών ―φιλελεύθερων και σοσιαλφιλελεύθερων― είναι απλώς ένα επάγγελμα, δηλαδή ένας τρόπος να βγάζουν λεφτά) κτλ. Στο πλαίσιο μιας γενικής κρίσης της παραδοσιακής πολιτικής, δεν φαίνεται παράξενο, όπως θα δούμε παρακάτω, ότι η Αριστερά βρίσκεται σε ιδιαίτερα άσχημη θέση.
Όσον αφορά στη γενική κρίση της παραδοσιακής πολιτικής, μια ιστορική αιτία για τη σημερινή μαζική απάθεια είναι το γεγονός ότι «οι δυο τελευταίοι αιώνες απέδειξαν τη θεμελιακή ασυμβατότητα τόσο της φιλελεύθερης δημοκρατίας, όσο και του μαρξιστικο-λενινιστικού ‘σοσιαλισμού’, με το πρόταγμα της αυτονομίας».[9] Εντούτοις, παραμένει το ερώτημα γιατί η κρίση έχει γίνει ιδιαίτερα έντονη στην τελευταία περίπου δεκαετία. Κατά την άποψή μου, η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί στο σωρευτικό αποτέλεσμα των δομικών αλλαγών που σημειώθηκαν στην οικονομία της αγοράς από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και εφεξής:
την εντεινόμενη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, η οποία έχει υπονομεύσει αποτελεσματικά όχι μόνο τη δύναμη του κράτους να ελέγχει την οικονομική δραστηριότητα, αλλά, κατά συνέπεια, και την πίστη στην αποτελεσματικότητα της παραδοσιακής πολιτικής.
την ένταση του ανταγωνισμού μεταξύ των χωρών της Τριάδας (Ε.Ε., Η.Π.Α., Ιαπωνία) που είχε ως αποτέλεσμα την κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας, την εγκαθίδρυση της «νεοφιλελεύθερης συναίνεσης» και τη συνακόλουθη ουσιαστική εξάλειψη των ιδεολογικών διαφορών μεταξύ των κομμάτων.
τις τεχνολογικές αλλαγές που οδήγησαν στη σημερινή μεταβιομηχανική κοινωνία και στις αντίστοιχες αλλαγές στη διάρθρωση της απασχόλησης και του εκλογικού σώματος, οι οποίες, σε συνδυασμό με τη μαζική ανεργία και υποαπασχόληση, οδήγησαν στην εξουθένωση της παραδοσιακής εργατικής τάξης.
Το αποτέλεσμα των σημερινών εκλογικών αναμετρήσεων καθορίζεται στην πράξη από την «ικανοποιημένη εκλογική πλειοψηφία» του «40%», ενώ το μεγαλύτερο μέρος της «υποτάξης», η οποία δημιουργήθηκε από το νεοφιλελευθερισμό και τον αυτοματισμό, συνήθως δεν συμμετέχει στις εκλογές. Η αυξανόμενη απάθεια προς την πολιτική δεν εκφράζει βασικά μια γενική αδιαφορία σε σχέση με τα κοινωνικά ζητήματα, ως αποτέλεσμα του καταναλωτισμού, αλλά μια αυξανόμενη έλλειψη εμπιστοσύνης, ιδιαίτερα από την πλευρά των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων, προς τα πολιτικά κόμματα και την ικανότητά τους να επιλύουν τα κοινωνικά προβλήματα. Δεν είναι τυχαίο το ότι τα υψηλότερα ποσοστά αποχής συναντώνται κυρίως μεταξύ των χαμηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων, τα οποία δεν μπορούν πια να διακρίνουν οποιαδήποτε σημαντική διαφορά μεταξύ των φιλελεύθερων και των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Ένας ακόμη λόγος για την αυξανόμενη αδιαφορία προς την παραδοσιακή πολιτική, ιδιαίτερα μεταξύ των νέων, είναι η αυξανόμενη απογοήτευση από τον σοσιαλισμό, η οποία έχει οδηγήσει στο μύθο «του τέλους της πολιτικής» και έχει ενισχύσει περαιτέρω την κουλτούρα του ατομικισμού που προωθείται από το νεοφιλελευθερισμό.
Εντούτοις, εάν η επιδείνωση της κρίσης της πολιτικής μπορεί να αποδοθεί στους παραπάνω παράγοντες, η ίδια η κρίση είναι χρόνια και αφορά όλους τους πολίτες (πέρα από μια πολύ μικρή μειονότητα) που αισθάνονται αποξενωμένοι από μια διαδικασία την οποία στην πραγματικότητα δεν ελέγχουν. Το γεγονός αυτό θέτει με τη σειρά του σε αμφισβήτηση τη φιλελεύθερη δημοκρατία, ένα σύστημα που επιτρέπει σε μια κοινωνική μειονότητα (τους επαγγελματίες πολιτικούς) να καθορίζουν την ποιότητα ζωής κάθε πολίτη.
Η γενική κρίση της παραδοσιακής πολιτικής είχε ιδιαίτερες επιπτώσεις στην Αριστερά. Η συνήθης εξήγηση για την κρίση της Αριστεράς ανατρέχει στα τέλη της δεκαετίας του 1960 όταν, μετά την κατάρρευση της Νέας Αριστεράς που είχε θέσει το σύστημα σε σοβαρή αμφισβήτηση, αναπόφευκτα, ακολούθησε η αντεπίθεση της κυρίαρχης ελίτ η οποία και οδήγησε σε μια γενική μετατόπιση προς τα Δεξιά. Αλλά, κατά τη γνώμη μου, οι δομικές αλλαγές που αναφέρθηκαν παραπάνω θα είχαν αναπόφευκτα μια ιδιαίτερη επίδραση στην πολιτική της Αριστεράς, είτε γινόταν η αντεπίθεση της ελίτ είτε όχι. Η κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας δεν ήταν μόνο το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της δραστικής μείωσης της οικονομικής δύναμης του κράτους, και ιδιαίτερα της δύναμής του να εξασφαλίζει υψηλά επίπεδα απασχόλησης σε μια διεθνοποιημένη οικονομία, αλλά επίσης το αποτέλεσμα του γεγονότος ότι οι κεϋνσιανές πολιτικές υπονόμευαν τα κέρδη και την ανταγωνιστικότητα του κεφαλαίου, αφού ωθούσαν τους πραγματικούς μισθούς ν’ αυξάνουν ταχύτερα από την παραγωγικότητα.
Η εγκατάλειψη της δέσμευσης για πλήρη απασχόληση, σε συνδυασμό με το σταδιακό ξήλωμα του κράτους-πρόνοιας (προκειμένου να δημιουργηθούν καλύτερες συνθήκες ανταγωνιστικότητας μέσω της δραστικής μείωσης του «κοινωνικού μισθού» που επιβάρυνε σημαντικά το κόστος παραγωγής), μοιραία υπονόμευσε τη πολιτική έλξη της σοσιαλδημοκρατίας και οδήγησε στη σημερινή κρίση της. Παρ’ όλα αυτά, οι σοσιαλδημοκράτες προσποιούνται ότι δεν υπάρχει καμιά «νεοφιλελεύθερη συναίνεση» και ότι οι πολιτικές τους διαφέρουν σημαντικά από αυτές των νεοφιλελεύθερων. Και αυτό,, παρά το γεγονός ότι η θεμελιώδης νεοφιλελεύθερη αρχή, δηλαδή, η μεγιστοποίηση του ρόλου της αγοράς στην οικονομία και την κοινωνία, έχει ήδη ενσωματωθεί στα κυβερνητικά ή πολιτικά τους προγράμματα. Εντούτοις, η νεοφιλελεύθερη συναίνεση, η οποία στην Ευρώπη έχει ήδη θεσμοποιηθεί με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, δεν είναι απλώς ένα προσωρινό φαινόμενο, αλλά, όπως έχουμε δει παραπάνω, αντιπροσωπεύει την πολιτική συνέπεια των δομικών αλλαγών στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς που οδηγούν στην ολοκλήρωση της αγοράς –μια ιστορική διαδικασία την οποία απλώς διέκοψε προσωρινά η κρατικιστική φάση.
Τέλος, η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» έπαιξε έναν κρίσιμο ρόλο σε σχέση με την παρακμή της Αριστεράς, αφού συνέβαλε σημαντικά στην περαιτέρω απομυθοποίηση του σοσιαλιστικού προτάγματος και παρέσχε την ηθική κάλυψη, σε όσους τη χρειάζονταν, για την υιοθέτηση των ατομικιστικών αξιών. Αυτό φανερώνεται και από τη μαζική μετατόπιση πολλών πρώην σοσιαλιστών διανοούμενων προς το φιλελευθερισμό. Το γεγονός ότι τα καθεστώτα στην Ανατολή δεν ήταν ούτως ή άλλως αυθεντικά σοσιαλιστικά δεν ανέκοψε τον γενικό πεσιμισμό που προκλήθηκε από την κατάρρευσή τους. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί είτε με βάση την υπόθεση ότι ο μέσος υποστηρικτής της Αριστεράς στη Δύση δεν ήταν σε θέση να αξιολογήσει την πραγματική φύση αυτών των καθεστώτων, είτε με βάση την υπόθεση ότι η ίδια η αποτυχία του πειράματος για ριζοσπαστική αλλαγή με μια έννοια «απέδειξε» το ανεφάρμοστο των σοσιαλιστικών ιδεωδών. Έτσι, η κατάρρευση του σοσιαλιστικού κρατισμού στην Ανατολή, αντί να λειτουργήσει ως καταλύτης για την ανάπτυξη μιας νέας αντι-εξουσιαστικής αντίληψης για την πολιτική –με άλλα λόγια, για μια γενική μετατόπιση προς μια γνήσια Αριστερά– οδήγησε απλώς σε μια γενική μετατόπιση προς τη Δεξιά. Αυτή η μετατόπιση προς τη Δεξιά αφορά όχι μόνο την προνομιούχο μειονότητα του «40%» που ωφελείται από τη νεοφιλελεύθερη συναίνεση αλλά επίσης και ένα σημαντικό μέρος των μεσαίων κοινωνικών ομάδων μεταξύ της μειονότητας αυτής και της υποτάξης, οι οποίες ελπίζουν ότι θα ωφεληθούν από τη νεοφιλελεύθερη συναίνεση. Οι υπόλοιποι, συμπεριλαμβανομένου και του μεγαλύτερου μέρους της υποτάξης, στην οποία ανήκουν κυρίως τα θύματα της νεοφιλελεύθερης διεθνοποιημένης οικονομίας, έχουν περιπέσει σε πολιτική απάθεια και σε μια υποσυνείδητη άρνηση της καθεστηκυίας κοινωνίας, η οποία εκδηλώνεται συνήθως με μια έκρηξη της εγκληματικότητας και κάποτε με βίαιες εκδηλώσεις ή και εξεγέρσεις. Και αυτό μας φέρνει στην κοινωνική διάσταση της κρίσης.
Η κοινωνική διάσταση
Η σημερινή κοινωνική κρίση αποτελεί στην πραγματικότητα συνέχεια της κρίσης που άρχισε στην δεκαετία του 1960, όταν τέθηκαν υπό αμφισβήτηση οι ιεραρχικές σχέσεις μεταξύ των κοινωνικών ατόμων στη σύγχρονη κοινωνία (μεταξύ αφεντικών και εργατών, ανδρών και γυναικών, γονέων και παιδιών, δασκάλων και μαθητών και ούτω καθεξής). Θεμελιώδεις παραδοσιακοί θεσμοί, όπως ο γάμος, η οικογένεια κτλ., που ρύθμιζαν για πολλά χρόνια ορισμένες από αυτές τις σχέσεις, από τότε παραπαίουν, παρά τη συντηρητική αντεπίθεση που συνόδευσε την ανάδυση της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης. Αυτή η κρίση στις κοινωνικές σχέσεις εκφράζει επίσης μια κρίση ταυτότητας, με την έννοια ότι οι άνθρωποι δεν έχουν πια σαφείς κοινωνικά προκαθορισμένους ρόλους με τους οποίους να ταυτιστούν. Τέτοιοι προκαθορισμένοι ρόλοι καταρρέουν καθημερινά, δημιουργώντας σύγχυση στις κοινωνικές σχέσεις και κλονίζοντας την κοινωνική συνοχή. Ταυτόχρονα, η κρίση ταυτότητας εκδηλώνεται, τελευταία, και στο πολιτισμικό επίπεδο, με αποτέλεσμα τις γνωστές εθνοτικές συγκρούσεις (π.χ. στην πρώην Γιουγκοσλαβία).
Η κοινωνική κρίση επιδεινώθηκε με την επέκταση της οικονομίας της αγοράς σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, στο πλαίσιο της σημερινής διεθνοποιημένης μορφής της. Είναι φυσικά πασίγνωστο ότι η αγορά είναι ο μεγαλύτερος εχθρός των παραδοσιακών αξιών. Δεν είναι επομένως περίεργο ότι η κοινωνική κρίση είναι ιδιαίτερα έντονη στις χώρες ακριβώς εκείνες όπου η αγοραιοποίηση έχει προχωρήσει αρκετά. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι ούτε εκστρατείες του τύπου «επιστροφή στις βασικές αξίες» (Βρετανία) ούτε η άνθιση των θρησκευτικών, μυστικιστικών και άλλων παρόμοιων τάσεων (Η.Π.Α.) είχαν οποιοδήποτε περιοριστικό αποτέλεσμα στο πιο φανερό σύμπτωμα της κοινωνικής κρίσης: την έκρηξη της εγκληματικότητας.
Στη Βρετανία για παράδειγμα, χρειάστηκαν 30 χρόνια για να διπλασιαστεί ο δείκτης εγκληματικότητας, από 1 εκατομμύριο περιστατικά το 1950 σε 2,2 εκατομμύρια το 1979. Από τότε, ο δείκτης εγκληματικότητας έχει υπερδιπλασιαστεί και έφτασε τα 5 εκατομμύρια περιστατικά στη δεκαετία του 1990. Οι κυρίαρχες ελίτ αντιδρούν στην έκρηξη της εγκληματικότητας χτίζοντας περισσότερες φυλακές, παρά το γεγονός ότι, όπως έχει δείξει και μια μελέτη του Υπ. Εσωτερικών στη Βρετανία (αντανακλώντας παρόμοιες έρευνες από τις Η.Π.Α. και τη Γερμανία), για να μειωθεί το ετήσιο ποσοστό εγκληματικότητας κατά 1%, ο αριθμός των φυλακισμένων θα πρέπει να αυξηθεί κατά 25%![10] Έτσι, στις Η.Π.Α., ο αριθμός των φυλακισμένων έχει τριπλασιαστεί μέσα στα τελευταία 15 χρόνια (από 330.000 το 1980 σε 1,5 εκατομμύριο το 1995), με τον μαύρο πληθυσμό να υπερ-εκπροσωπείται στους καταδιωκόμενους (ένας στους τρεις άνδρες ηλικίας 20-30 είναι είτε στη φυλακή είτε ελεύθερος με αναστολή). Αντίστοιχα, στη Βρετανία ο αριθμός των φυλακισμένων αυξήθηκε κατά 30% μέσα σε τρία χρόνια στη δεκαετία του ‘90.[11] Στην πραγματικότητα, η έκρηξη της εγκληματικότητας, όπως επισημαίνει ο Martin Woolacott, τείνει να πάρει τη μορφή εξέγερσης στα μεγάλα αστικά κέντρα σ’ ολόκληρο τον κόσμο και ως τέτοια αντιμετωπίζεται από τις κυρίαρχες ελίτ.[12]
Έτσι, η αγοραιοποίηση της οικονομίας δεν έχει αυξήσει μόνο τα οικονομικά προνόμια της προνομιούχου μειονότητας× έχει αυξήσει επίσης την ανασφάλειά της. Για το λόγο αυτό, η νέα υπερτάξη απομονώνεται ολοένα και περισσότερο σε γκέτο πολυτελείας. Ταυτόχρονα, η αγοραιοποίηση, και ιδιαίτερα η ελαστική αγορά εργασίας, έχει αυξήσει την εργασιακή ανασφάλεια –ένα φαινόμενο που αγγίζει σήμερα τους πάντες με εξαίρεση τα ελάχιστα μέλη της ανώτερης τάξης. Στη Βρετανία για παράδειγμα, «πέντε εκατομμύρια άνθρωποι απολύθηκαν στη δεκαετία του 1990 και παρόλο που οι περισσότεροι από αυτούς βρήκαν σύντομα άλλη δουλειά, η εργασιακή τους εμπειρία είχε αλλάξει».[13] Δεν είναι παράξενο το ότι μια πρόσφατη δημοσκόπηση έδειξε ότι μόνο ένας στους έξη θεωρεί ότι είναι ευκολότερο σήμερα να σχεδιάσει κανείς το μέλλον του με αυτοπεποίθηση απ’ ό,τι ήταν πριν από λίγα χρόνια ενώ περίπου τρεις φορές περισσότεροι, το 45%, θεωρούν ότι είναι δυσκολότερο.[14] Παρόμοια, στις Η.Π.Α., τα τρία τέταρτα του συνόλου των νοικοκυριών έχουν αντιμετωπίσει κάποιο είδος απόλυσης από το 1980, σύμφωνα με μια δημοσκόπηση των New York Times, και αντίστροφα με ο,τι συνέβαινε στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η πλειονότητα των θέσεων εργασίας που εξαλείφονται αφορούν εργαζόμενους με τουλάχιστον ανώτερη εκπαίδευση, ενώ το ποσοστό των χαμένων θέσεων εργασίας με καλές αποδοχές είναι διπλάσιο απ’ ό,τι ήταν στη δεκαετία του 1980.[15] Το ίδιο το γεγονός ότι, τα τελευταία είκοσι χρόνια, οι θέσεις πλήρους απασχόλησης εξαφανίζονται ταχύτατα συμβάλλει σημαντικά στο αίσθημα της ανασφάλειας. Στη Βρετανία, πάλι, η αναλογία του ενήλικου πληθυσμού σε θέσεις πλήρους απασχόλησης μειώθηκε από περίπου 55% το 1975 σε 35% το 1993.[16]
Παρ’ όλα αυτά, η οικονομία ανάπτυξης έχει ήδη δημιουργήσει μια κοινωνία ανάπτυξης, της οποίας τα κύρια χαρακτηριστικά είναι ο καταναλωτισμός, η ιδιώτευση και η συνακόλουθη αποσύνθεση της κοινωνικής συνοχής, καθώς οι πολίτες μετατρέπονται σε καταναλωτές. Με αυτήν την έννοια, η κοινωνία ανάπτυξης προαναγγέλλει τη «μη-κοινωνία», δηλαδή την αντικατάσταση της κοινωνίας από εξατομικευμένες οικογένειες και άτομα. Είναι δε ακριβώς ο αυξανόμενα εξατομικευτικός χαρακτήρας της κοινωνίας ανάπτυξης που, στο υποκειμενικό επίπεδο, επιτρέπει την αναπαραγωγή της, παρά το γεγονός ότι, δεδομένων των σημερινών δυνατοτήτων, πρόκειται για μια πελώρια αποτυχία.
Η ιδεολογική διάσταση
Η γενικευμένη κρίση εκδηλώνεται επίσης και στο ιδεολογικό επίπεδο, με την πρωτοφανή αμφισβήτηση της ίδιας της ιδεολογίας ανάπτυξης. Σημαντικό ρόλο στη κρίση αυτή έπαιξε η κρίση της αξιοπιστίας της επιστήμης που ήρθε στην επιφάνεια πριν από 25 περίπου χρόνια. Η κρίση αυτή έχει συστηματικά καταρρίψει πολλές «αλήθειες»[17] και ιδιαίτερα εκείνες που χρησιμοποιούσαμε ως βάση για την θεμελίωση της «βεβαιότητάς» μας σε σχέση με την «επιστημονική» ερμηνεία των κοινωνικών και οικονομικών φαινομένων.
Η κρίση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική εφόσον η επιστήμη παίζει έναν διπλό ρόλο σε σχέση με την αναπαραγωγή της οικονομίας ανάπτυξης. Έτσι,
πρώτον, η επιστήμη παίζει έναν λειτουργικό ρόλο στην υλική αναπαραγωγή της οικονομίας ανάπτυξης, μέσω της αποφασιστικής συμβολής της στην προσπάθεια να κυριαρχηθεί ο φυσικός κόσμος και να μεγιστοποιηθεί η οικονομική ανάπτυξη.
δεύτερον, η επιστήμη παίζει έναν εξίσου σημαντικό ιδεολογικό ρόλο νομιμοποιώντας «αντικειμενικά» την οικονομία ανάπτυξης. Ακριβώς όπως η θρησκεία έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο στην ανορθολογική νομιμοποίηση της φεουδαλικής ιεραρχίας, έτσι και η επιστήμη, ιδιαίτερα η κοινωνική «επιστήμη», παίζει σήμερα έναν κρίσιμο ρόλο στην ορθολογική νομιμοποίηση της σύγχρονης ιεραρχικής κοινωνίας. Στην πραγματικότητα, από τη στιγμή που η επιστήμη αντικατέστησε τη θρησκεία ως κυρίαρχη κοσμοθεωρία, νομιμοποίησε «αντικειμενικά» την οικονομία ανάπτυξης και στις δυο εκδοχές της, δηλαδή τόσο την καπιταλιστική όσο και τη σοσιαλιστική εκδοχή της
Εντούτοις, η συνειδητοποίηση των συνεπειών της οικονομικής ανάπτυξης πάνω στη Φύση και, συνακόλουθα, στην ποιότητα ζωής, έθεσε σε αμφισβήτηση το λειτουργικό ρόλο της επιστήμης στην προώθηση της Προόδου. Όταν, πέρα από αυτό, αμφισβητήθηκε η αξιοπιστία των ίδιων των επιστημονικών αληθειών, είτε εκείνων που κατάγονταν από την ορθόδοξη κοινωνική επιστήμη[18] ή από την εναλλακτική «επιστήμη» του σοσιαλισμού, το μαρξισμό,[19] τότε, είχε φτάσει η στιγμή της αλήθειας για την ιδεολογία της ανάπτυξης. Σήμερα, η κεντρική φαντασιακή σημασία της οικονομίας ανάπτυξης, δηλαδή η ταύτιση της Προόδου με την οικονομική ανάπτυξη και η συνακόλουθη ιδέα της κυριαρχίας του ανθρώπου επί της Φύσης, δέχεται, για πρώτη φορά μετά το Διαφωτισμό, μαζικά πυρά.
Ταυτόχρονα, η κατάρρευση του σοσιαλιστικού κρατισμού και η ανάδυση του νεοφιλελευθερισμού είχαν ως αποτέλεσμα ότι η ριζοσπαστική κριτική του «επιστημονικού» σοσιαλισμού, του κρατισμού και της εξουσιαστικής πολιτικής δεν λειτούργησε ως καταλύτης για την περαιτέρω ανάπτυξη της αντι-εξουσιαστικής αριστερής σκέψης. Αντίθετα, οι μεταμοντέρνοι θεωρητικοί ιδιοποιήθηκαν την κριτική του επιστημονισμού και την μετεξέλιξαν σ’ ένα γενικό σχετικισμό, ο οποίος οδήγησε αναπόφευκτα στην εγκατάλειψη οποιασδήποτε αποτελεσματικής κριτικής του status quo και στη θεωρητικοποίηση του κομφορμισμού.[20]
Αλλά, όπως θα τονιστεί στο Κεφάλαιο 8, η ευθύνη για τη σημερινή πολυδιάστατη κρίση δεν μπορεί να αποδοθεί στην ίδια την επιστήμη και τον ορθολογισμό γενικά, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν συνήθως οι ιρασιοναλιστές διάφορων ειδών. Όπως συμβαίνει και με την τεχνολογία, η εφαρμοσμένη επιστήμη δεν είναι «ουδέτερη» σε σχέση με τη λογική και την δυναμική της οικονομίας της αγοράς. Παράλληλα, όμως, η επιστήμη ανήκει στην παράδοση της αυτονομίας από την άποψη των μεθόδων που χρησιμοποιεί για να φτάσει στις αλήθειες της και, ορισμένες φορές, ακόμη και από την άποψη του περιεχομένου της (π.χ. απομυθοποίηση των θρησκευτικών πεποιθήσεων). Επομένως, αυτό που χρειάζεται σήμερα δεν είναι να εγκαταλείψουμε συνολικά τον ορθολογισμό στην ερμηνεία των κοινωνικών φαινομένων, όπως προτείνουν για παράδειγμα σήμερα στην Ελλάδα οι Ελληνο-ορθόδοξοι,[21] νεορθόδοξοι κ.λπ., φιλοδοξώντας την επιστροφή μας στον Βυζαντινό σκοταδισμό. Αντίθετα αυτό που απαιτείται είναι να υπερβούμε τον «αντικειμενικό» ορθολογισμό (δηλαδή τον ορθολογισμό που στηρίζεται σε «αντικειμενικούς νόμους» της φυσικής ή της κοινωνικής εξέλιξης) και να αναπτύξουμε ένα νέο είδος δημοκρατικού ορθολογισμού.
4.2. Η οικονομία της ανάπτυξης και η οικολογική κρίση
Ένα κύριο συστατικό της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης είναι η οικολογική κρίση, η οποία αφορά κυρίως όχι τις σχέσεις μεταξύ των κοινωνικών ατόμων, όπως οι άλλες διαστάσεις της κρίσης, αλλά την αλληλεπίδρασή μας, ως κοινωνικών ατόμων, με το περιβάλλον. Η αναστάτωση των οικολογικών συστημάτων, η εκτεταμένη μόλυνση, η βαθμιαία εξάντληση των φυσικών πόρων και, γενικά, η ραγδαία υποβάθμιση του περιβάλλοντος και της ποιότητας ζωής έχουν κάνει ξεκάθαρα τα όρια της οικονομικής μεγέθυνσης στα 30 τελευταία χρόνια.
Παρά τις προσπάθειες των «οικο-ρεαλιστών»[22] να δώσουν μια ρόδινη εικόνα για την οικονομία ανάπτυξης, δεν μπορεί ν’ αμφισβητηθεί ότι οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (η κυρία αιτία του φαινομένου του θερμοκηπίου), οι οποίες είχαν παραμείνει σχεδόν σταθερές για μια ολόκληρη χιλιετία, ως την ανάδυση της οικονομίας της αγοράς, έχουν από τότε εκτιναχθεί, σημειώνοντας αύξηση της τάξης περίπου του 30%.[23] Ως αποτέλεσμα, στην περίοδο από τις αρχές του αιώνα μας, έχει επιβεβαιωθεί η ύπαρξη μιας μακροπρόθεσμης τάσης θέρμανσης του χαμηλότερου στρώματος της ατμόσφαιρας[24] και όλα τα πρόσφατα στοιχεία επισημαίνουν μια σημαντική αύξηση της θερμοκρασίας κατά την τελευταία περίπου δεκαετία.[25] Ακόμα, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί το γεγονός ότι τα μισά από τα τροπικά δάση της γης, όπου ζει το ένα τρίτο του συνόλου των φυτών και των ζώων της γης, έχουν εξαφανιστεί στην διάρκεια του αιώνα μας μόνο και ότι πρόσφατα η διαδικασία αυτή επιταχύνθηκε. Έτσι, την προηγούμενη δεκαετία (1980-90), ο ετήσιος ρυθμός εξαφάνισης τροπικών δασών αυξήθηκε κατά 36% και, σήμερα, κάθε χρόνο εξαφανίζεται μια δασική περιοχή με το μέγεθος της Αυστρίας![26] Τέλος, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί το γεγονός ότι, ως αποτέλεσμα της εντατικής γεωργικής καλλιέργειας, ―άλλο ένα άμεσο αποτέλεσμα της ανάδυσης της οικονομίας ανάπτυξης― και των συνεπειών της στα αγροτοοικοσυστήματα, στην εκτροφή ζώων κ.τ.λ., ο φυσικός κόσμος, συμπεριλαμβανομένης της ανθρώπινης υγείας, έχει υποστεί σοβαρές βλάβες.
Η περίπτωση της «ασθένειας των τρελών αγελάδων» (Βοοειδής Σπογγώδης Εγγεφαλοπάθεια –ΒΣΕ) είναι ενδεικτική επειδή έχει άμεση σχέση και με τα δυο κεντρικά στοιχεία της οικονομίας της αγοράς: την αγοραιοποίηση και την οικονομική ανάπτυξη. Η ΒΣΕ πήρε μαζικές διαστάσεις στη Βρετανία κατά τη δεκαετία του 1990 και εξαιτίας της πιθανής σύνδεσής της με την ασθένεια Creutzfedt-Jacob (CID), σήμερα, εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπινες ζωές μπορεί να βρίσκονται σε κίνδυνο. Το ίδιο το γεγονός ότι η μαζική αυτή κρίση σημειώθηκε στη Βρετανία δεν είναι φυσικά τυχαίο. Όπως είδαμε στο Κεφάλαιο 1, η Βρετανία είχε κεντρικό ρόλο στην εγκαθίδρυση της σημερινής νεοφιλελεύθερης φάσης της αγοραιοποίησης. Έτσι, στο πλαίσιο των απορυθμίσεων και της άρσης των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές που ακολούθησαν την άνοδο των νεοφιλελεύθερων στην εξουσία το 1979, οι διαδικασίες υγιεινής εκτροφής των ζώων χαλάρωσαν κατά μοιραίο τρόπο.[27] Οι βρετανοί κτηνοτρόφοι, στον αγώνα τους να ελαχιστοποιήσουν το κόστος –σύμφωνα με τις επιταγές της οικονομίας της αγοράς– στράφηκαν προς λιγότερο ασφαλείς διαδικασίες εκτροφής βοοειδών, προκαλώντας έτσι τη σημερινή κρίση. Αυτό δεν συνέβη επειδή οι βρετανοί κτηνοτρόφοι ήταν πιο άπληστοι από τους αγρότες άλλων χωρών, αλλά επειδή ήταν περισσότερο εκτεθειμένοι στις δυνάμεις της αγοράς. Παντού, οι γεωργοί, προκειμένου να επιβιώσουν σε μια οικονομία της αγοράς/ανάπτυξης, πρέπει να ελαχιστοποιούν διαρκώς το κόστος παραγωγής, εντατικοποιώντας την παραγωγή και αυξάνοντας το μέγεθος της καλλιεργούμενης γης. Έτσι, καθώς οι αγρότες εξαρτώνται ολοένα και περισσότερο από προϊόντα (χημικά, σπόροι κ.τ.λ.) που τους πουλά η αγροχημική βιομηχανία, είναι αναγκασμένοι να επεκτείνουν συνεχώς τη παραγωγή προκειμένου να επιβιώσουν. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, ένας κτηνοτρόφος στη δεκαετία του 1950 μπορούσε να εξασφαλίσει τα απαραίτητα για να ζήσει με 15 αγελάδες× Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 χρειαζόταν 75 αγελάδες για να έχει το ίδιο πραγματικό εισόδημα.[28] Συγχρόνως, καθώς οι μικρο-αγρότες αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τη γη τους, μη μπορώντας να επιβιώσουν στον ανταγωνισμό με τις μεγάλες ‘αγρο-μπίζνες’, η συγκέντρωση αυξάνεται: ο αριθμός των αγροκτημάτων στη Βρετανία μειώθηκε από 454.000 το 1953 σε 242.300 το 1981[29]
Η συνειδητοποίηση των οικολογικών επιπτώσεων της οικονομίας ανάπτυξης οδήγησε, ιδιαίτερα στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα, στην ανάπτυξη διάφορων «οικολογικών» προσεγγίσεων. Δεν θα ασχοληθώ εδώ με τις διαφορές μεταξύ περιβαλλοντισμού και οικολογίας[30] και, γενικά, με τις διχογνωμίες μεταξύ πράσινων στοχαστών σχετικά με το τι συνιστά «οικολογική» σκέψη. Όσον αφορά το βιβλίο αυτό, οποιαδήποτε προσέγγιση που ασχολείται με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις του αναπτυξιακού συστατικού της οικονομίας της αγοράς μπορεί να καταταχθεί σ’ αυτό που ονομάζουμε «οικολογικό παράδειγμα». Είναι επομένως φανερό ότι περιλαμβάνω στο οικολογικό παράδειγμα τις προσεγγίσεις που στοχεύουν στο «πρασίνισμα» της οικονομίας της αγοράς, καθώς και εκείνες που στοχεύουν στην ανατροπή της. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν, για παράδειγμα, η προσέγγιση της «αυτοσυντηρούμενης ανάπτυξης» (βλ. επόμενο τμήμα του κεφαλαίου) και ο φιλελεύθερος περιβαλλοντισμός[31]
Στη δεύτερη ανήκουν η προσέγγιση της κοινωνικής οικολογίας[32], η οποία θεωρεί ότι οι αιτίες της σημερινής οικολογικής κρίσης βρίσκονται στις ιεραρχικές δομές κυριαρχίας και εκμετάλλευσης που χαρακτηρίζουν την καπιταλιστική κοινωνία, ο οικοσοσιαλισμός[33], ο οποίος τονίζει τη σημασία των σχέσεων παραγωγής, καθώς και οι προσεγγίσεις της «κατάλληλης ανάπτυξης» και της βαθιάς οικολογίας που θα εξετάσουμε στη συνέχεια.
Ορισμένες από τις παραπάνω προσεγγίσεις επιχειρούν ρητά μια σύνθεση μεταξύ μιας ανάλυσης των οικολογικών επιπτώσεων της οικονομικής ανάπτυξης και της μιας η της άλλης από τις κλασικές παραδόσεις για την αγοραιοποίηση (φιλελευθερισμός και σοσιαλισμός). Άλλες δεν στοχεύουν, τουλάχιστον ρητά, σε μια τέτοια σύνθεση. Όσον αφορά στις πρώτες, μπορεί κανείς να κατατάξει στην κατηγορία της «σύνθεσης» το φιλελεύθερο περιβαλλοντισμό, τον οικοσοσιαλισμό και την κοινωνική οικολογία, που αντιπροσωπεύουν μια ρητή προσπάθεια σύνθεσης με το φιλελευθερισμό, τον κρατικιστικό σοσιαλισμό (συνήθως το μαρξισμό) και τον ελευθεριακό σοσιαλισμό αντίστοιχα. Όσον αφορά στις δεύτερες, η κατεξοχήν περίπτωση είναι φυσικά η «βαθιά οικολογία», η οποία εστιάζει την προσοχή της σχεδόν αποκλειστικά στις οικολογικές επιπτώσεις της οικονομίας ανάπτυξης. Ωστόσο, οι προσεγγίσεις της «κατάλληλης ανάπτυξης» και της «αυτοσυντηρούμενης ανάπτυξης» μπορούν, επίσης, να ταξινομηθούν σ’ αυτήν την κατηγορία, επειδή, παρόλο που ασχολούνται και με τα δυο συστατικά της οικονομίας της αγοράς, δηλ. την αγοραιοποίηση και την οικονομική ανάπτυξη, θα ήταν ανακριβές να τις χαρακτηρίσουμε ως μια προσπάθεια για μια ρητή σύνθεση με τις παλιές παραδόσεις.
Στις σελίδες που ακολουθούν, θα εξετάσουμε πιο συγκεκριμένα τις τρεις αυτές προσεγγίσεις.
Η προσέγγιση της αυτοσυντηρούμενης ανάπτυξης
Η προσέγγιση της «αυτοσυντηρούμενης ανάπτυξης», την οποία προώθησε η Έκθεση Brundtland[34] και υιοθετούν οι πράσινοι ρεαλιστές σ’ ολόκληρο τον κόσμο, στοχεύει στην επίτευξη μιας αυτοσυντηρούμενης ανάπτυξης, η οποία ορίζεται ως «ανάπτυξη που ικανοποιεί τις ανάγκες του παρόντος χωρίς να υπονομεύει τη δυνατότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιούν τις δικές τους ανάγκες».[35]
Η Έκθεση στηρίζεται σε τρεις θεμελιώδεις αρχές, σύμφωνα με τις οποίες η οικονομική ανάπτυξη:
(α) είναι το κλειδί για την κοινωνική δικαιοσύνη, αφού μπορεί να οδηγήσει στην εξάλειψη της φτώχειας[36]
(β) είναι το κλειδί για την προστασία του περιβάλλοντος [37]
(γ) «μπορεί να είναι περιβαλλοντικά αυτοσυντηρούμενη, εάν τα βιομηχανικά έθνη συνεχίσουν τις πρόσφατες αλλαγές στο περιεχόμενο της οικονομικής τους ανάπτυξης προς δραστηριότητες με μικρότερες απαιτήσεις σε πρώτες ύλες και σε ενέργεια και, παράλληλα, συνεχίσουν να βελτιώνουν την αποτελεσματικότητά τους στη χρήση των πρώτων υλών και της ενέργειας».[38]
Όσον αφορά στο (α), μπορεί κανείς να επισημάνει ότι υπάρχουν δύο βασικοί τρόποι με τους οποίους η οικονομική ανάπτυξη μπορεί να μειώσει τη φτώχεια: είτε μέσω της διάχυσης προς τα κάτω (trickle-down effect) (όπως υποστηρίζουν οι νεοφιλελεύθεροι), είτε μέσω κάποιου είδους ανακατανομής του εισοδήματος με κρατική παρέμβαση (όπως υποστηρίζουν οι κρατιστές). Αφήνοντας κατά μέρος την διάχυση προς κάτω που, όπως επισημάναμε παραπάνω, είναι ασήμαντη, είναι προφανές ότι μια αποτελεσματική κρατική παρέμβαση με στόχο την ανακατανομή προς όφελος της υποτάξης αποκλείεται εξ ορισμού στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, το οποίο θεωρείται δεδομένο από την Έκθεση. Στην πραγματικότητα, όπως είδαμε στο Κεφάλαιο 1, η ανακατανομή του εισοδήματος που σημειώνεται στο πλαίσιο αυτό είναι σε βάρος της υποτάξης και όχι υπέρ της!
Όσον αφορά στο (β), αυτό που υπαινίσσεται η Έκθεση είναι η δυνατότητα για έναν «πράσινο καπιταλισμό». Αλλά αυτή η υποτιθέμενη δυνατότητα αγνοεί τη θεμελιακή αντίφαση που υπάρχει μεταξύ της λογικής και της δυναμικής της οικονομίας ανάπτυξης από τη μια μεριά, και της προσπάθειας να περισταλεί η δυναμική αυτή με ποιοτικά κριτήρια από την άλλη. Έτσι, η αντίφαση που αναδύθηκε στο παρελθόν, όταν ο σοσιαλιστικός κρατισμός αποπειράθηκε να εισάγει ποιοτικά κριτήρια στη διαδικασία οικονομικής ανάπτυξης, (δηλαδή τα σοσιαλιστικά κριτήρια της ισότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης) είναι βέβαιο ότι θα αναδυθεί και πάλι σήμερα, εάν γίνει μια παρόμοια προσπάθεια εισαγωγής οικολογικών κριτηρίων (π.χ. αυτοσυντήρηση και ενδυνάμωση των πλουτοπαραγωγικών πηγών) στην ίδια διαδικασία.
Τέλος, όσον αφορά στο (γ), παρόλο που θα συμφωνούσε κανείς ότι έχουν πράγματι επιτευχθεί ορισμένα κέρδη στον έλεγχο της μόλυνσης και στην αποτελεσματική χρήση της ενέργειας και των πόρων, δεν υπάρχει καμιά ένδειξη ότι, ως αποτέλεσμα, τα οικολογικά προβλήματα έχουν γίνει λιγότερο σοβαρά ή απειλητικά. Αντίθετα, φαίνεται να ισχύει το αντίθετο σε σχέση με όλα τα κύρια οικολογικά προβλήματα, δηλαδή, το φαινόμενο του θερμοκηπίου, την όξινη βροχή, την αύξηση της αλμυρότητας (salinity), τη τρυπά του όζοντος, την εξαφάνιση δασών, την απερήμωση, και ούτω καθεξής.[39]
Θα μπορούσε επομένως να καταλήξει κανείς ότι το γεγονός ότι η προσέγγιση αυτή παραβλέπει το φαινόμενο της συγκέντρωσης της δύναμης, ως βασική συνέπεια και προϋπόθεση της οικονομικής ανάπτυξης, δεν είναι άσχετο με τις ουσιαστικές λύσεις που προτείνονται από αυτή: περισσότερη ανάπτυξη, καλύτεροι νόμοι, θεσμοί και πολιτικές, καθώς και πιο αποτελεσματικότερη χρήση της ενέργειας και των πρώτων υλών. Είναι κατά συνέπεια φανερό ότι ο πραγματικός στόχος της προσέγγισης αυτής δεν είναι να προτείνει τρόπους για την επίτευξη μιας αυτοσυντηρούμενης ανάπτυξης, αλλά, αντίθετα, τρόπους για τη δημιουργία μιας «φιλικής προς το περιβάλλον» οικονομίας της αγοράς/ανάπτυξης –πράγμα που αποτελεί κατάφωρη αντίφαση.
Η προσέγγιση της βαθιάς οικολογίας
Οι υποστηρικτές της προσέγγισης της αυτοσυντηρούμενης ανάπτυξης δεν είναι οι μόνοι που βλέπουν τη διέξοδο από την οικολογική κρίση με αντιφατικούς όρους, δηλαδή, με όρους μιας οικονομίας ανάπτυξης υποκείμενης σε ποιοτικές προδιαγραφές αυτοσυντήρησης. Οι βαθείς οικολόγοι πέφτουν σε μια παρόμοια παγίδα. Η βαθιά οικολογία αποδίδει ίση αξία σε όλες τις μορφές ζωής («βιοκεντρική ισότητα») και υποστηρίζει ότι, για ν’ αλλάξουν οι κοινωνικές σχέσεις, θα πρέπει πρώτα να αλλάξουν οι σχέσεις με τον φυσικό κόσμο και όχι το αντίθετο. Έτσι, οι υποστηρικτές αυτής της προσέγγισης υποστηρίζουν ότι η βασική αιτία της οικολογικής κρίσης θα πρέπει να αναζητηθεί στην ιστορική ταύτιση, από την εποχή του Διαφωτισμού, της προόδου με την οικονομική ανάπτυξη. Συνακόλουθα, η διέξοδος από την κρίση συνίσταται στην εγκατάλειψη της έννοιας της προόδου έτσι ώστε να αντικατασταθεί η σημερινή οικονομία ανάπτυξης από μια «οικονομία στασιμότητας» ή ακόμα και από μια «φθίνουσα οικονομία».[40] Παρόμοια, άλλοι βλέπουν την αυτοσυντηρούμενη ανάπτυξη ως «ένα αναπτυξιακό μονοπάτι προς μια κατάσταση στασιμότητας», το οποίο προϋποθέτει έναν «σταθερό πληθυσμό»[41] ―πράγμα που αποτελεί μια ξεκάθαρη ένδειξη ότι η προσέγγιση της βαθιάς οικολογίας υιοθετεί πλήρως το μύθο του υπερπληθυσμού που εξετάσαμε παραπάνω.
Είναι προφανές ότι η βαθιά οικολογία θεωρεί τις αιτίες της οικολογικής κρίσης ως το άμεσο αποτέλεσμα της υιοθέτησης μιας ανθρωποκεντρικής προσέγγισης για τον φυσικό κόσμο, δηλαδή, μιας προσέγγισης που βλέπει τις ανθρώπινες αξίες ως την πηγή κάθε αξίας και στοχεύει στη χρήση της φύσης ως εργαλείου για την ικανοποίηση των ανθρώπινων επιθυμιών. Είναι επίσης ξεκάθαρο ότι η προσέγγιση της βαθιάς οικολογίας θεωρεί τη σημερινή μη-αυτοσυντηρούμενη ανάπτυξη περισσότερο ως πολιτισμικό παρά ως θεσμικό ζήτημα, ως ένα ζήτημα αξιών και όχι ως το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της ανάδυσης της οικονομίας της αγοράς, η οποία, με τη δυναμική της ανάπτυξη-ή-θάνατος, έχει οδηγήσει στη σημερινή οικονομία ανάπτυξης.
Εντούτοις, η απόδοση στον ανθρωποκεντρισμό της ευθύνης για τη σημερινή παγκόσμια οικολογική κρίση είναι αβάσιμη. Ο ανθρωποκεντρισμός, άλλωστε, υπήρχε, ιδιαίτερα στη Δύση, πολύ πριν αρχίσει η διαδικασία μαζικής οικολογικής καταστροφής πριν από δυο περίπου αιώνες. Θα μπορούσε επομένως να υποστηρίξει κανείς ότι δεν είναι ο ανθρωποκεντρισμός καθαυτός που οδήγησε στη σημερινή κρίση, αλλά το γεγονός ότι η οικονομία της αγοράς και η συνακόλουθη οικονομία ανάπτυξης έπρεπε να στηριχθούν σε μια ιδεολογία που νομιμοποιούσε την ανθρώπινη κυριαρχία πάνω στη φύση σε μαζική κλίμακα. Αν είναι έτσι τα πράγματα, τότε, η διέξοδος από την οικολογική κρίση δεν είναι απλώς ένα ζήτημα αλλαγής των αξιών μας για να θέσουμε τη φύση σε ίση θέση με τις πολύτιμες ανθρώπινες αξίες. Κανείς δεν θα μπορούσε να περιμένει σοβαρά ότι μια νέα κουλτούρα, που θα προσέγγιζε μη-κυριαρχικά τη φύση, θα μπορούσε να ασκήσει οποιαδήποτε έλξη στη συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού της γης, όσο αυτή είναι αντιμέτωπη με το δίλημμα ‘απασχόληση ή περιβάλλον’. Είναι επομένως φανερό ότι το δίλημμα «οικονομία ανάπτυξης» ή «οικονομία σταθερότητα» δεν είναι αληθινό και τίθεται συνήθως από ανθρώπους που δεν αντιμετωπίζουν, λόγω της κοινωνικής τους θέσης, το παραπάνω αυθεντικό δίλημμα.
Επιπλέον, η αλλαγή των αξιών μας όσον αφορά τη σχέση μας με τη φύση, από μόνη της, δεν πρόκειται βέβαια να οδηγήσει στην εξαφάνιση της οικονομίας της αγοράς ή του κράτους. Είναι επομένως αφελές να υποστηρίζει κανείς, όπως κάνουν οι βαθείς οικολόγοι, ότι «εάν ο καθένας καταναλώνει πολύ λιγότερο, η παγκόσμια οικονομία της αγοράς πιθανότατα θα καταρρεύσει».[42] Δεν χρειάζεται βαθιά γνώση της ιστορίας ή της οικονομικής θεωρίας για να συνειδητοποιήσει κανείς ότι μια σημαντική μείωση των πωλήσεων, αντί να οδηγήσει σε μια κατάρρευση της οικονομίας της αγοράς, μπορεί απλώς να προκαλέσει μια οικονομική κρίση που θα οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερη ανεργία στο οικονομικό επίπεδο, η οποία μπορεί εύκολα να συνοδευτεί από την ανάδυση ολοκληρωτικών καθεστώτων στο πολιτικό επίπεδο (ίσως οικοφασιστικού τύπου αυτή τη φορά).
Ανάλογοι συλλογισμοί μπορούν να εκφραστούν σε σχέση με μια άλλη εκδοχή της βαθιάς οικολογίας, η οποία δίνει έμφαση στον «ευρωκεντρικό» χαρακτήρα της οικονομίας ανάπτυξης και στην ανάγκη για αυτοσυντηρούμενη ανάπτυξη που θα στηρίζεται σε «γνώση και τεχνολογίες που θα απορρέουν από μια βαθιά κατανόηση του φυσικού κόσμου και… την αναβίωση μιας πολύ παλιάς γαιοκεντρικής πολιτισμικής παράδοσης που θεωρεί τη γη ως θεότητα και μητέρα όλων των μορφών ζωής».[43] Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, η αγροτική μεταρρύθμιση, μια επιστροφή σε παραδοσιακές κουλτούρες και η εγκατάλειψη από την πλευρά των βιομηχανικών χωρών της μοιραίας έλξης τους από τις τεχνολογίες και την κουλτούρα των ορυκτών καυσίμων αποτελεί τη λύση στο πρόβλημα της μη-αυτοσυντηρούμενης ανάπτυξης ―ένα πρόβλημα που δημιουργείται από τον καπιταλισμό, ο οποίος ορίζεται ως «κυρίως η πολιτική της απόκτησης και διατήρησης πλούτου από μια μικρή κυρίαρχη τάξη».[44]
Αλλά ο καπιταλισμός, ή καλύτερα η οικονομία της αγοράς/ανάπτυξης, δεν είναι απλώς ζήτημα πολιτικής ή ιδεολογίας. Είναι μια ιστορική δομή, μια μορφή κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης. Επομένως, η περίφραξη της γης στο Νότο, όπως επίσης οι τεχνολογίες που αναπτύσσονται στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς, δεν είναι απλώς ζητήματα πολιτικής ή «μίμησης της λευκής κουλτούρας», αλλά ουσιώδες μέρος του ίδιου του συστήματος της οικονομίας της αγοράς. Παρόμοια, ο ανταγωνισμός και η ενσωμάτωση στην παγκόσμια οικονομία δεν είναι απλώς ζητήματα κουλτούρας αλλά αναπόφευκτα προϊόντα του θεσμικού πλαισίου που ορίζεται από την οικονομία της αγοράς. Γι’ αυτό, η ρίζα του προβλήματος δεν είναι ότι «η καπιταλιστική κουλτούρα είναι στο σύνολό της … οικολογικά αστοιχείωτη και, επομένως, επικίνδυνη και μη-αυτοσυντηρούμενη».[45] Η καπιταλιστική κουλτούρα είναι μια κουλτούρα που έχει αναπτυχθεί σε συνέπεια προς τις θεμελιώδεις οργανωτικές αρχές της οικονομίας της αγοράς και της οικονομίας ανάπτυξης, δηλαδή την αποτελεσματικότητα και τον ανταγωνισμό. Είναι η εγκαθίδρυση της οικονομίας της αγοράς που απαιτούσε τη δική της κουλτούρα και όχι το αντίθετο. Οι άνθρωποι (δεν εννοώ αυτούς που ελέγχουν τα μέσα παραγωγής) δεν ξύπνησαν ένα ωραίο πρωί και αποφάσισαν να είναι αποτελεσματικοί και ανταγωνιστικοί. Ήταν η καταστροφή των πόρων για την επιβίωσή τους, για παράδειγμα από το κίνημα περίφραξης των κοινοτικών γαιών στη Βρετανία ή από την αποικιοκρατία στις αποικίες, που τους ανάγκασε –στον αγώνα τους να επιβιώσουν– να ενσωματωθούν στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς και να υιοθετήσουν τις αρχές της ανταγωνιστικότητας και της αποτελεσματικότητας.
Αυτός είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο η αυτοσυντηρούμενη ανάπτυξη δεν είναι απλώς ζήτημα κουλτούρας ή αλλαγής πολιτικής, αλλά ζήτημα αλλαγής του θεσμικού πλαισίου στο σύνολό του και αντικατάστασής του από θεσμούς που θα αίρουν τη συγκέντρωση δύναμης, δηλαδή, από μια οικονομία χωρίς αγορά και χρήμα που στηρίζεται σε μια περιεκτική δημοκρατία. Τότε και μόνο τότε μπορεί κανείς να ελπίζει σοβαρά ότι η κουλτούρα που στηρίζεται στην ιδεολογία της ανάπτυξης και στη συνακόλουθη ιδέα της κυριαρχίας πάνω στη φύση θα εξαλειφθεί. Με άλλα λόγια, η συγκέντρωση δύναμης στο πλαίσιο της οικονομίας ανάπτυξης είναι η αναγκαία συνθήκη για το σημερινό σύνολο πολιτισμικών αξιών που ενέχουν μια ιδεολογία κυριαρχίας πάνω στη φύση. Παρά το γεγονός, επομένως, ότι η άρση της συγκέντρωσης δύναμης δεν είναι επαρκής συνθήκη για την ανάπτυξη ενός νέου συνόλου αξιών όσον αφορά στη σχέση μας με τη φύση, είναι οπωσδήποτε αναγκαία συνθήκη για μια ριζοσπαστική αλλαγή των πολιτισμικών αξιών.
Τέλος, δεν είναι η ίδια η βιομηχανική κοινωνία, ή η τεχνολογία αυτή καθαυτή που πρέπει να κατηγορηθούν για τη σημερινή οικολογική κρίση, όπως υποθέτουν συνήθως οι βαθείς οικολόγοι. Η τεχνολογία δεν υπήρξε ποτέ «ουδέτερη» σε σχέση με τη λογική και τη δυναμική της οικονομίας της αγοράς. Παρ’ όλα αυτά, οι περιβαλλοντιστές και οι οπαδοί του κρατικιστικού σοσιαλισμού υποθέτουν ρητά, ή συνήθως υπόρρητα, ότι η τεχνολογία είναι κοινωνικά ουδέτερη και το μόνο που πρέπει να κάνουμε για να επιλύσουμε όχι μόνο το οικολογικό αλλά και το κοινωνικό πρόβλημα γενικά είναι να τη χρησιμοποιούμε για τους σωστούς σκοπούς. Είναι φανερό ότι η προσέγγιση αυτή αγνοεί την κοινωνική θέσμιση της επιστήμης (βλ. Κεφάλαιο 8) και της τεχνολογίας καθώς επίσης και το γεγονός ότι ο σχεδιασμός και ιδιαίτερα η εφαρμογή νέων τεχνικών έχουν άμεση σχέση με την κοινωνική οργάνωση γενικά και την οργάνωση της παραγωγής συγκεκριμένα.[46] Σε μια οικονομία της αγοράς, όπως σε κάθε κοινωνία, η τεχνολογία ενσωματώνει συγκεκριμένες σχέσεις παραγωγής, την ιεραρχική της οργάνωση και , φυσικά, τον πρωταρχικό στόχο της, ο οποίος, στην περίπτωση μιας οικονομίας της αγοράς, αναφέρεται στη μεγιστοποίηση της οικονομικής ανάπτυξης και της αποτελεσματικότητας (όπως αυτή ορίζεται στη βάση στενών τεχνοοικονομικών κριτηρίων) με στόχο το κέρδος. Έτσι, η τεχνολογία σχεδιάζεται πάντοτε, ή τουλάχιστον εκείνα τα σχέδια υιοθετούνται που υπηρετούν καλύτερα τους στόχους της οικονομίας της αγοράς/ανάπτυξης.
Αντίστοιχα, δεν είναι η εκβιομηχάνιση γενικά που δημιούργησε τη σημερινή οικοκαταστροφική μορφή οικονομικής οργάνωσης, αλλά ο συγκεκριμένος τύπος βιομηχανικής κοινωνίας που αναπτύχθηκε στους δυο τελευταίους αιώνες, στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς/ανάπτυξης. Επομένως, οι βασικές αιτίες της οικολογικής κρίσης είναι η οικονομία της αγοράς και ο βλαστός της, η οικονομία ανάπτυξης και όχι τα συμπτώματά της, δηλαδή ο σημερινός τύπος τεχνολογίας και βιομηχανικής κοινωνίας.
Η προσέγγιση της «κατάλληλης ανάπτυξης»
Η προσέγγιση αυτή, παρόλο που ξεκινά από μια βάσιμη κριτική της οικονομίας της αγοράς/ανάπτυξης, καταλήγει σε συμπεράσματα που δεν διαφέρουν και πολύ από αυτά των βαθιών οικολόγων. Το κεντρικό επιχείρημα αυτής της προσέγγισης συνοψίζεται ως εξής από τον κύριο υποστηρικτή της:
Έχει σημειωθεί μεγάλη ανάπτυξη. Το πρόβλημα είναι ότι η ανάπτυξη αυτή ήταν σε μεγάλο βαθμό ακατάλληλη. Ήταν ανάπτυξη προς τα συμφέροντα των πλούσιων –των ανώτερων τάξεων του Τρίτου Κόσμου, των πολυεθνικών επιχειρήσεων και των πλούσιων χωρών… οι δυνάμεις της αγοράς έχουν μια ισχυρή τάση να παράγουν ακατάλληλη ανάπτυξη.[47]
Ο τύπος της «κατάλληλης» ανάπτυξης που προτείνεται από την προσέγγιση αυτή προϋποθέτει τη δημιουργία μιας «βιώσιμης» κοινωνίας που θα ενέχει «μη σπάταλους τρόπους ζωής, υψηλά επίπεδα τοπικής αυτοδυναμίας και συνεργασίας, μικρή κλίμακα παραγωγής, αποκέντρωση και μηδενική οικονομική ανάπτυξη».[48] Όμως,, η προσέγγιση αυτή, αντιφάσκοντας με την ίδια τη ρητή κριτική που ασκεί στα θεμέλια της οικονομίας της αγοράς, υποστηρίζει ότι η κατάλληλη ανάπτυξη θα ενέχει μια οικονομία στην οποία «θα διατηρείται σημαντική ελεύθερη επιχειρηματική δραστηριότητα με τη μορφή μικρών εταιριών και συνεταιρισμών».[49] Ακόμα, ο τοπικιστικός χαρακτήρας αυτής της προσέγγισης, που θεωρεί δεδομένες τις υπάρχουσες ολιγαρχικές πολιτικές και οικονομικές δομές, γίνεται φανερός από τις προτάσεις για «μεταβίβαση πολλών λειτουργιών από το κράτος σε επίπεδο γειτονιάς, που θα μειώσει την ανάγκη ύπαρξης γραφειοκρατίας».[50]
Είναι φανερό ότι η προσέγγιση αυτή, από τη στιγμή που δεν θέτει τις σχέσεις εξουσίας στο επίκεντρο της ανάλυσής της, καταλήγει με έναν «τρίτο δρόμο», (πέρα από τον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό), ο οποίος δεν φαίνεται να βρίσκεται σε θεμελιακή αντίφαση ούτε με την οικονομία της αγοράς ούτε με τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Η εντύπωση αυτή ενισχύεται από την πρόταση που διατυπώνει η προσέγγιση αυτή για ρύθμιση της αγοράς με στόχο την αντιστροφή της σημερινής συγκέντρωσης οικονομικής δύναμης.[51] Είναι ξεκάθαρο ότι μια τέτοια πρόταση αγνοεί το γεγονός ότι οποιαδήποτε σοβαρή προσπάθεια ρύθμισης της αγοράς προκειμένου να αποκεντρωθεί η οικονομική δύναμη είναι σήμερα εξίσου ανιστορική και ουτοπική. Είναι ανιστορική, επειδή δεν βλέπει ότι η σημερινή «μανία» απορύθμισης είναι στην πραγματικότητα αναπόσπαστο μέρος της σημερινής φάσης της διαδικασίας «αγοραιοποίησης», δηλαδή, της διεθνοποιημένης φάσης της οικονομίας της αγοράς× και είναι ουτοπική, επειδή παραβλέπει τη δυναμική ανάπτυξη—ή--θάνατος της οικονομίας της αγοράς.
Αλλά ο ουτοπισμός (με την αρνητική έννοια της λέξης) δεν είναι η μόνη παγίδα στην οποία πέφτει η προσέγγιση της κατάλληλης ανάπτυξης –ένας ουτοπισμός που είναι εγγενής σε οποιαδήποτε αντίληψη συμβατότητας μεταξύ «κατάλληλης ανάπτυξης» και του σημερινού θεσμικού πλαισίου. Το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για την παγίδα του τοπικισμού, που υπαινίσσεται η έννοια της «τοπικής αυτοδυναμίας», καθώς και για την παγίδα του αντικειμενισμού, που είναι εγγενής σε οποιαδήποτε αντίληψη περί «βασικών αναγκών» που δεν ορίζονται δημοκρατικά.
Έτσι, η προσέγγιση αυτή, προσπαθώντας «να κρατήσει ανοιχτή τη δυνατότητα για μια μάλλον μη-μαρξιστική μετάβαση που αντιμετωπίζει το πολιτισμικό πρόβλημα (αλλαγή των αξιών) τώρα παρά μετά την ‘επανάσταση’»[52] τελικά προτείνει λύσεις ταυτόσημες με αυτές που προτείνει η βαθιά οικολογία, ότι δηλαδή ο καπιταλισμός θα πεθάνει εάν αρκετοί άνθρωποι αλλάξουν τις αξίες και τον τρόπο ζωής τους.[53]Αυτό δεν είναι παράξενο, εάν πάρουμε υπόψη το γεγονός ότι ούτε η προσέγγιση αυτή ούτε η προσέγγιση της βαθιάς οικολογίας μπορούν να δουν ότι οι κυρίαρχες αξίες που καθορίζουν τη μαζική συνείδηση δεν μπορούν να αλλάξουν εάν δεν αλλάξουν οι σημερινές πολιτικές και οικονομικές δομές. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να περιμένουμε την «επανάσταση» για να αλλάξουν οι αξίες. Όπως θα προσπαθήσω να δείξω αργότερα, αυτό που χρειάζεται είναι η ανάπτυξη ενός ισχυρού πολιτικού και κοινωνικού κινήματος που θα στοχεύει ρητά στην αντικατάσταση των σημερινών ολιγαρχικών πολιτικών και οικονομικών δομών, που δημιουργήθηκαν από τη φιλελεύθερη δημοκρατία και την οικονομία της αγοράς αντίστοιχα, από θεσμούς πολιτικής και οικονομικής δημοκρατίας. Μόνο μέσα από μια διαδικασία εγκαθίδρυσης τέτοιων δημοκρατικών δομών θα μπορούσε κανείς να ελπίζει σοβαρά ότι οι σημερινές πολιτισμικές αξίες κυριαρχίας πάνω στη φύση, που αναδύθηκαν ως υποπροϊόν της συγκέντρωσης δύναμης που προκαλεί η οικονομία ανάπτυξης, θα εξαλειφθούν.
4. 3 Υπάρχει διέξοδος;
Αρκετές, αν όχι όλες, από τις παραπάνω διαστάσεις της σημερινής κρίσης αναγνωρίζονται τόσο από τη Δεξιά όσο και από την Αριστερά. Δεν είναι παράξενο, με βάση την παραπάνω ανάλυση, το ότι οι προτάσεις που γίνονται και από τα δυο άκρα του πολιτικού φάσματος, παρά τις επιφανειακές διαφορές, δεν διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους, καθώς τόσο η Δεξιά όσο και η Αριστερά θεωρούν δεδομένο το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς και της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αλλά ας εξετάσουμε πιο προσεκτικά τις σχετικές προτάσεις και ας τις αντιπαραβάλουμε προς τις απαιτήσεις ενός νέου απελευθερωτικού προτάγματος.
Η πρόταση της Δεξιάς: περαιτέρω αγοραιοποίηση
Από την πλευρά της Δεξιάς, η λύση που προτείνει η Νέα Δεξιά[54] για την υπέρβαση της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης είναι περαιτέρω αγοραιοποίηση. Αλλά, αν αναλογιστούμε τις πιθανές συνέπειες της περαιτέρω αγοραιοποίησης της οικονομίας, γίνεται φανερό ότι καμιά από τις πλευρές της πολυδιάστατης κρίσης που εξετάσαμε δεν επιδέχεται λύσεις μέσα στο πλαίσιο της αγοράς. Επομένως, οι προτάσεις της Δεξιάς για πλήρη απελευθέρωση των δυνάμεων της αγοράς, ιδιωτικοποιήσεις και ένα ελάχιστο κράτος δεν σημαίνουν παρά την ορθολογική οργάνωση της ανισότητας.
Έτσι, όσον αφορά πρώτον στην οικονομική κρίση, με την έννοια που την ορίσαμε παραπάνω, μπορεί κανείς να περιμένει με βεβαιότητα ότι η ενδυνάμωση της διαδικασίας αγοραιοποίησης θα επιδεινώσει την κρίση, αφού θα αυξήσει αναπόφευκτα τη συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης, τόσο με την έννοια της περαιτέρω διεύρυνσης του ανοίγματος Βορρά-Νότου όσο και με την έννοια της διεύρυνσης του ανοίγματος μεταξύ του «νέου» Βορρά και του «νέου» Νότου.
Όσον αφορά, πρώτα, το άνοιγμα μεταξύ Βορρά-Νότου, εύκολα μπορεί να δειχτεί ότι δεν είναι ο ανταγωνισμός που, ιστορικά, οδήγησε σε ορισμένες βελτιώσεις στην αποτελεσματικότητα της παραγωγής και στο διεθνή ανταγωνισμό ορισμένων χωρών, αλλά προστατευτικές/παρεμβατικές πολιτικές.[55] Η σημαντική διεύρυνση του ανοίγματος μεταξύ Βορρά-Νότου στα τελευταία 15 χρόνια, που σημάδεψε την απελευθέρωση των αγορών σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι μια σαφής ένδειξη για το μέλλον. Αυτό σημαίνει ότι η εντατικοποίηση της αγοραιοποίησης, αντί να οδηγεί στην καθολίκευση της οικονομίας ανάπτυξης, είναι στην πραγματικότητα ένας κρίσιμος παράγοντας για την περαιτέρω συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης στις χώρες της Τριάδας.
Όσον αφορά το άνοιγμα μεταξύ «νέου» Βορρά-«νέου»Νότου, δηλαδή στην κατανομή του εισοδήματος, υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για τις αρνητικές συνέπειες της περαιτέρω αγοραιοποίησης. Έτσι, σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ, στη δεκαετία του 1980, όταν άρχιζε να ανθίζει η νεοφιλελεύθερη οικονομία της αγοράς, η ψαλίδα ανάμεσα στα εισοδήματα διευρύνθηκε σε πολλά από τα 25 κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ, ιδιαίτερα στις χώρες μοντέλα του νεοφιλελευθερισμού, τις Η.Π.Α. και τη Βρετανία.[56]Ακόμα, σύμφωνα με στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών, στη δεκαετία του 1980, το άνοιγμα μεταξύ του πλουσιότερου και του φτωχότερου 20% του παγκόσμιου πληθυσμού αυξήθηκε κατά οκτώ φορές, με βάση το κατά κεφαλήν εισόδημα.[57] Δεν είναι επομένως περίεργο το ότι η παγκόσμια κατανομή εισοδήματος παρουσιάζει ένα πρότυπο όπου το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού λαμβάνει το 85% του παγκόσμιου εισοδήματος και το 20% στη βάση λαμβάνει μόνο το 1,4%.[58] Έτσι, ο ισχυρισμός της Νέας Δεξιάς ότι η απελευθέρωση των αγορών επιφέρει μια αποκέντρωση της οικονομικής δύναμης είναι προφανώς ψευδής. Στην πραγματικότητα, ισχύει το αντίθετο: όσο πιο απελευθερωμένες είναι οι αγορές τόσο μεγαλύτερη είναι η συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης σε σχέση με το εισόδημα και τον πλούτο. Το γεγονός ότι οι Η.Π.Α. ήταν πάντοτε το πρότυπο οικονομίας της αγοράς δεν είναι άσχετο με το γεγονός ότι είναι επίσης «η πιο άνιση βιομηχανική χώρα όσον αφορά στο εισόδημα και τον πλούτο»[59]–ένα γεγονός που επιβεβαιώνεται από στοιχεία της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας για το 1989 (τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα) τα οποία δείχνουν ότι το πλουσιότερο 1% των νοικοκυριών κατέχει σχεδόν το 40% του εθνικού πλούτου! Ακόμα, δεν είναι περίεργο ότι μια συγκριτική μελέτη των τάσεων στην κατανομή του εισοδήματος σε χώρες που χαρακτηρίζονται από διαφορετικούς βαθμούς αγοραιοποίησης βρήκε ότι όσο πιο «φιλελεύθερη» είναι μια οικονομία τόσο μεγαλύτερη είναι η αύξηση στην ανισοκατανομή του εισοδήματος.[60]
Τέλος, όσον αφορά στην οικολογική και στην κοινωνική κρίση, η απελευθέρωση των αγορών, που υποστηρίζεται από τη Νέα Δεξιά, οδηγεί αναπόφευκτα στην επιδείνωση και των δυο κρίσεων. Όπως έχει δείξει η ιστορική εμπειρία των τελευταίων 200 χρόνων, στη διάρκεια των οποίων η ανάδυση της οικονομίας της αγοράς και της συνακόλουθης οικονομίας ανάπτυξης οδήγησαν στη μεγαλύτερη οικολογική καταστροφή στην ιστορία του ανθρώπου, η οικονομία της αγοράς δεν διέθετε ποτέ κάποιον εγγενή μηχανισμό για την αποτροπή της οικολογικής βλάβης, ενώ οποιοσδήποτε αποτελεσματικός κοινωνικός έλεγχος πάνω στη λειτουργία της ήταν ασύμβατος με τη λογική και τη δυναμική της. Ακόμα, όσον αφορά την κοινωνική κρίση, είναι αναπόφευκτο ότι η αγοραιοποίηση της κοινωνίας θα υπονομεύσει περαιτέρω τις παραδοσιακές και κοινοτικές αξίες επιδεινώνοντας έτσι την κρίση. Παρόμοια, η αγοραιοποίηση της κουλτούρας σημαίνει την αναπόφευκτη υπονόμευση της. Και αυτό, διότι η αγοραιοποίηση οδηγεί στην ομογενοποιηση της πολιτισμικής δραστηριότητας και τον εκχυδαϊσμό της καλλιτεχνικής δραστηριότητας, η οποία, αναγκασμένη να επιβιώνει ως επικερδής δραστηριότητα, εμποδίζεται από το να παίζει τον πρωτοποριακό ρόλο της.
Η πρόταση της Αριστεράς: η προσέγγιση της «κοινωνίας των πολιτών»
Από την πλευρά της Αριστεράς, προτείνεται η διέξοδος από την κρίση μέσω της ενίσχυσης της «κοινωνίας των πολιτών», δηλαδή, της ενδυνάμωσης των διάφορων δικτύων που είναι αυτόνομα από τον κρατικό έλεγχο (σωματεία, εκκλησίες, κινήσεις πολιτών, συνεταιρισμοί, γειτονιές, σχολές σκέψης κ.τ.λ.). Η τάση αυτή ξεκίνησε την προηγούμενη δεκαετία, ως αντίδραση στην ιδεολογία της Τρίτης Διεθνούς, στον πρώην Δεύτερο Κόσμο όπου άνθισαν διάφορα αντιγραφειοκρατικά κινήματα –από την Πολωνική Αλληλεγγύη ως τα κινήματα για «έναν κομμουνισμό με ανθρώπινο πρόσωπο». Αργότερα, χάρη στη θεωρητική δουλειά σύγχρονων σοσιαλδημοκρατών της Σχολής του Habermas[61], η νέα αυτή τάση εξαπλώθηκε στον Πρώτο Κόσμο και σήμερα ασκεί σημαντική επιρροή μεταξύ σοσιαλδημοκρατών, οικοσοσιαλιστών και άλλων. Δεδομένου ότι σήμερα ολόκληρη σχεδόν η προβληματική της Αριστεράς και των προσεγγίσεων υπό τη νέα ταμπέλα της λεγόμενης «ριζοσπαστικής» δημοκρατίας στηρίζονται στην προσέγγιση της κοινωνίας πολιτών, νομίζω ότι θα ήταν ωφέλιμο να εξετάσουμε την προσέγγιση αυτή ιδιαίτερα προσεκτικά.
Η πιο ξεκάθαρη ίσως διατύπωση της προσέγγισης της «κοινωνίας των πολιτών» δίδεται από τον Michael Walzer.[62] Παρόλο που η χαμπερμασιανή περιγραφή της προσέγγισης αυτής φαίνεται πιο «εκλεπτυσμένη» από αυτήν του Walzer, στην πραγματικότητα, μεγάλο μέρος της εκλέπτυνσης της πρώτης οφείλεται στη δύσκολη γλώσσα και ορολογία που χρησιμοποιεί ο Habermas, ο οποίος (όπως ο Αlthusser πριν από αυτόν) γνωρίζει πολύ καλά ότι για πολλούς «διανοούμενους», ιδιαίτερα στη μη-αγγλοσαξονική παράδοση, το πόσο «σοβαρή» είναι μια θέση κρίνεται από την προσπάθεια που απαιτείται για την κατανόησή της! Θα συμφωνούσα επομένως απόλυτα με τον Νoam Chomsky, ο οποίος, αναφερόμενος στην γλώσσα του μεταμοντερνισμού, αποκάλεσε αυτού του είδους τη θεωρητικοποίηση «ψευτοεπιστημονική πόζα».[63]
Ο Walzer, ξεκινώντας από έναν ορισμό της κοινωνίας των πολιτών ως «ο χώρος της αβίαστης ανθρώπινης συναναστροφής, καθώς και του συνόλου των ορθολογικών δικτύων που έχουν σχηματιστεί στο χώρο αυτό για χάρη της οικογένειας, της πίστης, του συμφέροντος και της ιδεολογίας»,[64] ρωτά για ποιο θεσμικό πλαίσιο θα πρέπει να δουλέψουμε, εάν στόχος μας είναι η καλή ζωή. Για να δώσει μιαν απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, ο Walzer αναφέρεται σε τέσσερις βασικές ιδεολογίες.
Η πρώτη, «η δημοκρατική ιδεολογία», υποστηρίζει ότι το προτιμότερο πλαίσιο για την καλή ζωή είναι «η πολιτική κοινότητα, το δημοκρατικό κράτος, μέσα στο οποίο μπορούμε να είμαστε πολίτες».[65] Ο συγγραφέας, αφού πρώτα συγχέει την α-κρατική δημοκρατία που βασίζεται στο δήμο με τις σημερινές μορφές κρατικιστικής δημοκρατίας, απορρίπτει τη θεωρία αυτή με βάση τον ισχυρισμό ότι «η πολιτική σπάνια τραβά την πλήρη προσοχή των πολιτών οι οποίοι υποτίθεται ότι είναι οι κατεξοχήν πρωταγωνιστές της. Έχουν πολλά άλλα πράγματα για να ανησυχούν. Πάνω απ’ όλα πρέπει να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα για την επιβίωσή τους».[[66] Έτσι, ο Walzer, ενώ σωστά ασκεί κριτική σε οπαδούς του δημοκρατικού προταγματος όπως η Arendt που θέτουν την οικονομική δραστηριότητα εκτός του δημόσιου χώρου, του χώρου της ελευθερίας, καταλήγει σε τελείως εσφαλμένα συμπεράσματά . Αντί να προτάσσει μια περιεκτική α-κρατική δημοκρατία ισχυρών πολιτών, η οποία θα προϋπόθετε δημοκρατία σ’ όλους τους χώρους, στον πολιτικό, τον οικονομικό και τον κοινωνικό, εκφράζει την προτίμησή του για μια «περιεκτική κοινωνία των πολιτών»[67] με ανίσχυρους πολίτες-μέλη δικτύων, οι οποίοι αφήνουν ανενόχλητους τους προνομιούχους στη σημερινή κοινωνία να απολαμβάνουν τα προνόμιά τους!
Σύμφωνα με τον Walzer, η δεύτερη ιδεολογία –«η σοσιαλιστική ιδεολογία»– ενέχει μια απομάκρυνση από τη δημοκρατική πολιτική και επικεντρώνεται αντίθετα στην οικονομική δραστηριότητα. Το προτιμώμενο (από τους σοσιαλιστές) πλαίσιο, υποστηρίζει ο Walzer, είναι η συνεταιριστική οικονομία, όπου η πολιτική θα εξαφανιζόταν σ’ ένα μη πολιτικό κράτος, το οποίο θα χαρακτηριζόταν από την έλλειψη συγκρούσεων και όπου η ρύθμιση, ή «διαχείριση των πραγμάτων» θα ήταν αρκετή. Εδώ, πάλι, ο συγγραφέας εκμεταλλεύεται τον μερικό χαρακτήρα του σοσιαλιστικού οράματος (όπως ακριβώς έκανε και με το ρεπουμπλικανικό όραμα) και προετοιμάζει το έδαφος για να σπείρει το σπόρο μιας «περιεκτικής» κοινωνίας των πολιτών.
Ο Walzer στρέφεται στη συνέχεια στην τρίτη ιδεολογία, «στην καπιταλιστική ιδεολογία», στην οποία ως καλύτερο πλαίσιο για την καλή ζωή θεωρείται η αγορά. Η ιδεολογία αυτή τονίζει τη σημασία της καταναλωτικής επιλογής ενώ, όπως και στη σοσιαλιστική ιδεολογία, ο ρόλος του κράτους και της πολιτικής ελαχιστοποιούνται. Η κύρια ένσταση που διατυπώνει ο Walzer ενάντια στην ιδεολογία αυτή είναι ότι «η αυτονομία της αγοράς δεν παρέχει καμιά υποστήριξη για την κοινωνική αλληλεγγύη. Παρά τις επιτυχίες της καπιταλιστικής παραγωγής, η καλή ζωή που στηρίζεται στην καταναλωτική επιλογή δεν έχει καθολικότητα.»[68]
Στη προβληματική αυτή,, δεν είναι παράξενο το ότι οι υποστηρικτές της κοινωνίας των πολιτών αποδέχονται πλήρως την οικονομία της αγοράς και το κράτος, όπως άλλωστε κάνει σαφές ο Walzer:
Η αγορά, όταν εντάσσεται στο δίκτυο των εκούσιων ενώσεων και όταν οι μορφές ιδιοκτησίας είναι πλουραλιστικές, είναι χωρίς αμφιβολία ο τύπος οικονομικού σχηματισμού που είναι περισσότερο συμβατός με τη θέση για την κοινωνία των πολιτών. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο θα νομιμοποιούταν και ένα είδος κράτους που θα ήταν περισσότερο φιλελεύθερο και πλουραλιστικό παρά δημοκρατικό (που δεν θα εξαρτιόταν δηλαδή σε τόσο αποφασιστικό βαθμό από την αρετή των πολιτών του). Ένα τέτοιου είδους κράτος είναι πράγματι απαραίτητο προκειμένου να ανθίσουν οι ενώσεις.[69]
Τέλος, στην τέταρτη ιδεολογία, «την εθνικιστική ιδεολογία», το προτιμώμενο (για τους εθνικιστές) πλαίσιο είναι το έθνος όπου μας ενώνουν δεσμοί αίματος και ιστορικοί δεσμοί. Σ’ αυτό το πλαίσιο η καλή ζωή είναι περισσότερο ζήτημα ταυτότητας παρά δραστηριότητας, πίστης και όχι εργασίας. Η ιδεολογία αυτή τίθεται από τον Walzer «στο ίδιο τσουβάλι» με τις άλλες τρεις και απορρίπτεται για τον ίδιο λόγο: «Όλες αυτές οι ιδεολογίες στρέφονται προς λάθος κατευθύνσεις εξαιτίας της μερικότητάς τους. Δεν αντιλαμβάνονται την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης κοινωνίας, τις αναπόφευκτες συγκρούσεις μεταξύ δέσμευσης και πίστης».[70]
Έτσι, στο πλαίσιο της ψευδοπλουραλιστικής κοινωνίας που προωθούν οι υποστηρικτές της κοινωνίας των πολιτών, η σημαντική αρένα εντοπίζεται «στα αλληλοσυνδεόμενα δίκτυα της κοινωνίας των πολιτών, τα συνδικάτα, τα κόμματα, τα κινήματα, τις ομάδες πίεσης και ούτω καθεξής όπου οι ίδιοι άνθρωποι παίρνουν πολλές μικρο-αποφάσεις οι οποίες καθορίζουν σε κάποιο βαθμό τις μακρο- αποφάσεις για το κράτος και την οικονομία».[71]Φυσικά, για τον Walzer, οι μεγαλύτερες αποφάσεις, οι οποίες επηρεάζουν τις ζωές των ίδιων ανθρώπων κατά πολύ σημαντικότερο τρόπο απ’ ό,τι οι μικρές, αφήνονται στις πολιτικές και οικονομικές ελίτ οι οποίες υποτίθεται ότι γνωρίζουν καλύτερα!
Συμπερασματικά, η διέξοδος από την πολυδιάστατη κρίση που προτείνουν οι οπαδοί της κοινωνίας των πολιτών φαίνεται ότι διαφέρει ριζικά από τη διέξοδο που προτείνει η Δεξιά. Αντί για περαιτέρω αγοραιοποίηση, υποστηρίζουν την επιβολή ορίων (δηλαδή κοινωνικών ελέγχων) στις αγορές και στο κράτος από τα δίκτυα της κοινωνίας των πολιτών. Έτσι, ο Walzer, αναγνωρίζοντας ότι «η αγορά δημιουργεί ανισότητα» και ότι το κύριο πρόβλημα με την ανισότητα είναι ότι «μεταφράζεται πολύ συχνά σε κυριαρχία και μεγάλη στέρηση» καταλήγει ότι «εάν η αγορά ενταχθεί σταθερά μέσα στην κοινωνία των πολιτών, περιοριστεί πολιτικά, και ανοιχτεί σε κοινοτικές και ιδιωτικές πρωτοβουλίες, τότε, θα μπορούσαν να τεθούν όρια στις άνισες συνέπειές της».[72] Ακόμα, αντί για ιδιωτικοποιήσεις προτείνει ένα είδος «πλουραλισμού της αγοράς», τον οποίο περιγράφει ως εξής: «Η κοινωνία των πολιτών περικλείει ή μπορεί να περικλείει μια ποικιλία παραγόντων της αγοράς: οικογενειακές επιχειρήσεις, δημόσιες ή δημοτικές επιχειρήσεις, εργατικές κομούνες, συναιτερισμούς καταναλωτών, μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς διαφόρων ειδών.»[73] Τέλος, αναγνωρίζοντας το γεγονός ότι «η κοινωνία των πολιτών, από μόνη της δεν αποτρέπει τη δημιουργία σχέσεων άνισης δύναμης που μόνο το κράτος μπορεί να αμφισβητήσει» καταλήγει ότι «μόνο ένα δημοκρατικό κράτος μπορεί να δημιουργήσει μια δημοκρατική κοινωνία των πολιτών και μόνο μια δημοκρατική κοινωνία των πολιτών μπορεί να διαφυλάξει ένα δημοκρατικό κράτος».[74]
Είναι λοιπόν φανερό ότι η προσέγγιση της κοινωνίας των πολιτών ενέχει υψηλό βαθμό κρατισμού. Επιπλέον, στην πράξη, υποθέτει την ύπαρξη μιας κλειστής οικονομίας της αγοράς. Στην πραγματικότητα, ελάχιστες εκδοχές της προσέγγισης της κοινωνίας των πολιτών προυποθέτουν το σημερινό βαθμό διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς. Μια τέτοια διεθνιστική εκδοχή της προσέγγισης της κοινωνίας των πολιτών (πέρα από το «κοσμοπολίτικο μοντέλο δημοκρατίας» του David Held το οποίο θα εξετάσουμε αργότερα) είναι η πρόσφατη μελέτη των Hirst και Thompson[75], που προσπαθεί να ελαχιστοποιήσει τη σημασία της διεθνοποίησης. Εντούτοις, όπως είδαμε νωρίτερα, οι μόνοι περιορισμοί στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς που η προσέγγιση αυτή θεωρεί εφικτούς είναι διάφοροι «ρυθμιστικοί έλεγχοι» οι οποίοι ελάχιστη σχέση έχουν βέβαια με τους σαρωτικούς κοινωνικούς ελέγχους που έχουν κατά νου οι υποστηρικτές της κοινωνίας των πολιτών όταν συζητούν, κάνοντας μια αφαίρεση από τη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, για τους περιορισμούς που θα πρέπει να επιβάλλουν τα δίκτυα της κοινωνίας των πολιτών στις αγορές (δραστική μείωση των ανισοτήτων, μαζική δημιουργία θέσεων εργασίας κ.τ.λ.).
Είναι επομένως ξεκάθαρο ότι οι υποστηρικτές της κοινωνίας των πολιτών, που επικρίνουν τους ριζοσπάστες σοσιαλιστές και τους υποστηρικτές του δημοκρατικού προτάγματος ως ουτοπιστές, είναι στην πραγματικότητα πολύ λιγότερο ρεαλιστές από αυτούς όταν υποστηρίζουν ότι μπορεί το ρολόι να γυρίσει πίσω στην περίοδο του κρατισμού, δηλαδή σε μια περίοδο κατά την οποία η οικονομία της αγοράς χαρακτηριζόταν από σημαντικά μικρότερο βαθμό διεθνοποίησης απ’ ό,τι σήμερα. Η προσέγγιση, επομένως, της κοινωνίας των πολιτών είναι εξίσου ουτοπική, με την αρνητική έννοια του όρου, και ανιστορική.
Είναι ουτοπική, ιδιαίτερα σήμερα, επειδή, στην πράξη, βρίσκεται σ’ αντίθεση τόσο με το κράτος όσο και με τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Όσον αφορά στην αντίθεση με το κράτος, ο νεοφιλελευθερισμός έχει δείξει πόσο εύκολο είναι για το κράτος να υπονομεύσει αποτελεσματικά τους θεσμούς της κοινωνίας των πολιτών. Ακόμα, όσον αφορά την αντίθεση με τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, είναι γνωστό ότι υπάρχει μια αντίστρoφη συσχέτιση μεταξύ του βαθμού ανταγωνιστικότητας και του επιπέδου ανάπτυξης των θεσμών της κοινωνίας των πολιτών: όσο περισσότερο αναπτυγμένοι είναι οι θεσμοί αυτοί (π.χ. τα συνδικάτα) τόσο χαμηλότερος είναι ο βαθμός της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, όπως έχει δείξει η περίπτωση της Σουηδίας. Έτσι, δεδομένου ότι ούτε οι σοσιαλδημοκράτες, ούτε οι συνοδοιπόροι τους στο Πράσινο κίνημα, βλέπουν ότι η αναπόφευκτη αντίθεση μεταξύ, από τη μια μεριά, της κοινωνίας των πολιτών και, από την άλλη, του κράτους και της οικονομίας της αγοράς, θέτει θέμα αντικατάστασης τους από τη κοινωνία πολιτών, δεν είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς ότι οποιαδήποτε ενίσχυση της κοινωνίας των πολιτών θα πρέπει, στο πλαίσιο της προβληματικής τους, να είναι συμβατή με τη διαδικασία περαιτέρω διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς και του συνακόλουθου ρόλου του κράτους. Με άλλα λόγια, η «ενίσχυση» της κοινωνίας των πολιτών κάτω από τις σημερινές συνθήκες θα σήμαινε απλώς ότι οι κυρίαρχες πολιτικές και οικονομικές ελίτ θα αφήνονταν ανενόχλητες να συνεχίσουν να κυριαρχούν στην κοινωνία, ενώ, από καιρό σε καιρό, θα πρέπει να προσπαθούν τα ικανοποιούν τα αιτήματα της κοινωνίας των πολιτών --με την προϋπόθεση βέβαια ότι τα αιτήματα αυτά δεν θα βρίσκονται σε άμεση σύγκρουση με τα δικά τους συμφέροντα και τις απαιτήσεις της ανταγωνιστικής παραγωγής. Με αυτή την έννοια, η προσέγγιση της κοινωνίας των πολιτών παίζει σήμερα έναν κρίσιμο ιδεολογικό ρόλο, «νομιμοποιώντας», από την οπτική της Αριστεράς, την σημερινή τάξη πραγμάτων.
Ακόμα, η προσέγγιση της κοινωνίας των πολιτών είναι θεμελιωδώς ανιστορική, αφού αγνοεί τις δομικές αλλαγές που έχουν οδηγήσει στη σημερινή νεοφιλελεύθερη συναίνεση και στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Με άλλα λόγια, αγνοεί το γεγονός ότι η τάση ελαχιστοποίησης των κοινωνικών ελέγχων πάνω στην αγορά, μια τάση που σήμερα είναι παντού κυρίαρχη, δεν είναι απλώς ζήτημα πολιτικής, αλλά αντανακλά θεμελιώδεις αλλαγές στη μορφή της οικονομίας της αγοράς. Πράγμα που συνεπάγεται ότι οποιαδήποτε προσπάθεια για αποτελεσματικό κοινωνικό έλεγχο της αγοράς έρχεται αναγκαστικά σε σύγκρουση με τους όρους ανταγωνιστικότητας οι οποίοι πρέπει να ικανοποιούνται για την αναπαραγωγή της σημερινής οικονομίας ανάπτυξης.
Στη προβληματική αυτή, η τάση για την ενίσχυση της κοινωνίας των πολιτών είναι περισσότερο ουτοπική και από την κρατικιστική τάση. Όταν ακόμα και η κατάληψη της παντοδύναμης κρατικής μηχανής από ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα μπορεί εντέλει να οδηγήσει στο σοσιαλφιλελευθερισμό (όπως έγινε στη Γαλλία στη δεκαετία του 1980), εύκολα μπορεί κανείς να εκτιμήσει τις πιθανότητες που υπάρχουν για την ενίσχυση των κοινωνικών ελέγχων «από τα κάτω». Φυσικά, το πρόβλημα της προσέγγισης της κοινωνίας των πολιτών δεν είναι ότι βασίζει τη στρατηγική της σε μια προσπάθεια κοινωνικού μετασχηματισμού “από τα κάτω”, αντί για την παραδοσιακή κρατικιστική τακτική της απόπειρας κατάκτησης της κρατικής εξουσίας.[76] Το πρόβλημα βρίσκεται στο γεγονός ότι η προσέγγισή αυτή θεωρεί δεδομένο το συνολικό θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς, της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και του έθνους-κράτους και είναι κατά συνέπεια τόσο αναποτελεσματική, όσο και η προσέγγιση της Δεξιάς, στην αντιμετώπιση της πολυδιάστατης κρίσης.
‘Ετσι, η υιοθέτηση, πρώτον, της οικονομίας της αγοράς σημαίνει ότι οποιαδήποτε προσπάθεια από την πλευρά αυτόνομων θεσμών (για παράδειγμα, συνδικάτων, οικολογικών κινημάτων κ.τ.λ.) να ασκήσουν αποτελεσματικό έλεγχο στην αγορά –προκειμένου να επιτύχουν κοινωνικούς, οικολογικούς και άλλους στόχους– βρίσκεται σε άμεση αντίφαση με τη λογική και τη δυναμική της διεθνοποιημένης οικονομίας. Αναπόφευκτα, οποιαδήποτε προσπάθεια άσκησης πίεσης για παρόμοιους ελέγχους θα οδηγήσει στην υιοθέτηση ασήμαντων ημιμέτρων, τα οποία πρέπει να είναι συμβατά με το θεσμικό πλαίσιο (βλέπε για παράδειγμα το φιάσκο της Συνδιάσκεψης του Ρίο και του Κιότο για το Περιβάλλον).
Η υιοθέτηση, δεύτερον, της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας σημαίνει ότι οι «ενέσεις» άμεσης δημοκρατίας που προτείνονται από τους υποστηρικτές αυτής της τάσης λειτουργούν, στην πραγματικότητα, σαν «εμβολιασμοί» κατά της άμεσης δημοκρατίας. Η βασική προϋπόθεση για τη δημιουργία μιας ενεργούς συνείδησης του πολίτη είναι ότι η πολιτική διαδικασία θα πρέπει να καθορίζεται από τους ίδιους τους πολίτες (και όχι από κάποιους άλλους «εκ μέρους τους»). Οι προτεινόμενες επομένως «δημοκρατικές» προτάσεις ενισχύουν απλώς την παθητικότητα των πολιτών, δημιουργώντας τους την ψευδαίσθηση ότι ασκούν πολιτική εξουσία, όταν, στην πραγματικότητα, αυτή παραμένει σταθερά το προνόμιο των λίγων και οι πολλοί αρκούνται στο ρόλο των «ομάδων πίεσης» –οι οποίες τώρα βαφτίζονται ως «αντι-εξουσίες»!
Τέλος, η υιοθέτηση του κρατικού πλαισίου σημαίνει ότι η αποτελεσματική ύπαρξη αυτόνομων θεσμών είναι δυνατή μόνο στο βαθμό που αυτοί είναι συμβατοί με τους στόχους του κράτους. Από τη στιγμή που η συνθήκη αυτή δεν ικανοποιείται, η κρατική εξουσία θα υπονομεύσει τη δύναμη των αυτόνομων θεσμών (βλ. για παράδειγμα τη συντριβή των βρετανικών συνδικάτων από το θατσερισμό) ή θα κινηθεί ακόμα και για τη διάλυσή τους (βλ. για παράδειγμα τη κατάργηση του Δήμου μείζονος Λονδίνου ―Greater London Council— και την αντικατάσταση του από μικρο-δήμους όταν άρχισε να δημιουργεί προβλήματα στις θατσερικές νεοφιλελεύθερες πολιτικές). Επομένως, ανεξάρτητα από το εάν αποδέχεται κανείς τη θεωρία που προτείνεται σήμερα από ορισμένους σύγχρονους αναρχικούς[77]ότι όχι μόνο το κράτος δεν είναι ένα ταξικό όργανο άλλα ότι έχει και τα δικά του συμφέροντα και τους δικούς του πρωταγωνιστές, μπορεί να υποστηριχθεί η θέση, θεωρητικά και ιστορικά, ότι οποιαδήποτε προσπάθεια «συναίρεσης» της κρατικής εξουσίας με αυτόνομους θεσμούς (όπως, για παράδειγμα, προτείνει ο James O’ Connor[[78]) είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Για παράδειγμα, θα μπορούσε κανείς να δείξει ότι, εάν η προσπάθεια ενίσχυσης της κοινωνίας των πολιτών ήταν επιτυχής, αυτό θα οδηγούσε σε μια μείωση του οικονομικού πλεονάσματος (μέρος του οποίου χρησιμοποιείται για την αναπαραγωγή του κρατικού μηχανισμού) και, κατά συνέπεια, θα προκαλούσε μια αντεπίθεση του κράτους για την υπονόμευσή της. Επομένως, η διαλεκτική της έντασης μεταξύ κράτους και αυτόνομων θεσμών καθιστά αυτήν την «συναίρεση» αδύνατη, αφού οδηγεί αναγκαστικά είτε σ’ έναν διακοσμητικό ρόλο των «αυτόνομων» θεσμών, είτε στη διάλυσή τους από το κράτος.
Καταλήγοντας, η ανάπτυξη των θεσμών της κοινωνίας των πολιτών δεν έχει καμιά πιθανότητα είτε να θέσει ένα τέλος στη συγκέντρωση της δύναμης είτε να υπερβεί τη σημερινή πολυδιάστατη κρίση. Το συμπέρασμα αυτό μπορεί να εξαχθεί από το γεγονός ότι ο απώτατος στόχος των υποστηρικτών της κοινωνίας των πολιτών είναι η βελτίωση της λειτουργίας των υπάρχοντων θεσμών (του κράτους, των κομμάτων, της αγοράς) προκειμένου να ανταποκρίνονται καλύτερα σε πιέσεις που ασκούνται από τα κάτω, όταν, στην πραγματικότητα, η κρίση βρίσκεται στους ίδιους τους θεσμούς και όχι στην κακή λειτουργία τους! Με άλλα λόγια, στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, η ανάγκη ελαχιστοποίησης του κοινωνικο-οικονομικού ρόλου του κράτους δεν είναι πια ζήτημα επιλογής γι’ αυτούς που ελέγχουν την παραγωγή. Είναι αναγκαία συνθήκη για την επιβίωσή τους. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για το ευρωπαϊκό κεφάλαιο το οποίο έχει ως οικονομικούς αντιπάλους οικονομικά μπλοκ που λειτουργούν από έδρες όπου η σοσιαλδημοκρατική παράδοση του κρατισμού δεν υπήρξε ποτέ ισχυρή (Η.Π.Α., Άπω Ανατολή).
Αλλά, ακόμα και σε πλανητικό επίπεδο, θα μπορούσε κανείς να έχει σοβαρές αμφιβολίες για το κατά πόσο είναι ακόμα δυνατή η ενίσχυση των θεσμών της κοινωνίας των πολιτών μέσα στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς. Με δεδομένο ότι οι πρωταρχικοί στόχοι της παραγωγής σε μια οικονομία της αγοράς είναι το ατομικό κέρδος, η οικονομική αποτελεσματικότητα και η οικονομική ανάπτυξη, οποιαδήποτε προσπάθεια συμφιλίωσης αυτών των στόχων με έναν αποτελεσματικό «κοινωνικό έλεγχο» από την πλευρά της κοινωνίας των πολιτών είναι καταδικασμένη να αποτύχει, αφού, όπως έχει δείξει η ιστορική εμπειρία με την κρατικιστική φάση, ο κοινωνικός έλεγχος και η αποτελεσματικότητα της αγοράς είναι ασυμβίβαστοι στόχοι[79] (διαφορετικό ζήτημα είναι το ότι ορισμένοι κοινωνικοί έλεγχοι, π.χ. ο προστατευτισμός, μπορεί να είναι χρήσιμοι για την προώθηση της ανάπτυξης σε πρώιμα στάδια). Κατά τον ίδιο τρόπο, θα μπορούσε κανείς εύλογα να υποστηρίξει ότι η κεντρική αντίφαση της οικονομίας της αγοράς σήμερα είναι αυτή που προκύπτει από το γεγονός ότι οποιοσδήποτε αποτελεσματικός έλεγχος των οικολογικών επιπτώσεων της οικονομικής ανάπτυξης είναι ασύμβατος με τις απαιτήσεις της ανταγωνιστικότητας, που επιβάλλει η σημερινή φάση της διαδικασίας αγοραιοποίησης.
Το ίδιο το γεγονός ότι ακόμα και οι νεοφιλελεύθεροι μιλούν σήμερα για την ανάγκη συνδυασμού της κοινωνίας των πολιτών με την ελεύθερη αγορά είναι ενδεικτικό για το πόσο ριζοσπαστικό είναι το αίτημα για την ενίσχυση της κοινωνίας των πολιτών. Έτσι, μετά τις ακρότητες του θατσερισμού και της οικονομικής πολιτικής του Ρέηγκαν, οι οποίες οδήγησαν σε μια έκρηξη της ανεργίας και της φτώχειας σε κοινωνικά μη ανεκτά επίπεδα, φαίνεται ότι οι νεοφιλελεύθεροι υιοθετούν το υποτιθέμενο «ριζοσπαστικό» αίτημα για την ενίσχυση της κοινωνίας των πολιτών. Δεν είναι επομένως περίεργο ότι ακόμα και το Βρετανικό Οικονομικό Ινστιτούτο, μια νεοφιλελεύθερη δεξαμενή σκέψης από την οποία παρήχθησαν πολλές θατσερικές ιδέες, τάσσεται υπέρ του «καπιταλισμού των πολιτών» που βασίζεται σε ιδέες περί ελεύθερης αγοράς, με έμφαση στην αλληλεγγύη και στον αμοιβαίο σεβασμό [80]
Προς μια νέα απελευθερωτική προσέγγιση
Το κρίσιμο ερώτημα σήμερα είναι εάν η προστασία της ανθρώπινης ζωής (η οποία προϋποθέτει την ικανοποίηση όλων των βασικών, τουλάχιστον, ανθρώπινων αναγκών) καθώς και η αποτελεσματική προστασία του περιβάλλοντος είναι συμβατές με τη διαδικασία αγοραιοποίησης ή, εάν, αντίθετα, πρέπει να εγκαταλειφθεί το όλο σύστημα της αγοράς. Αν δεχτούμε τη θέση της ασυμβατότητας που προσπάθησα να υποστηρίξω στις προηγούμενες σελίδες, θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι ο στόχος της δημιουργίας αποτελεσματικών μηχανισμών αυτοπροστασίας της κοινωνίας, μέσω της ενίσχυσης της κοινωνίας των πολιτών, είναι ακόμα πιο ουτοπικός από την προηγούμενη προσπάθεια να επιτευχθεί ο ίδιος στόχος μέσω της ενίσχυσης του κράτους. Οποιαδήποτε προσπάθεια ενίσχυσης των αυτόνομων κοινωνικών θεσμών (συνδικάτων, δήμων και κοινοτήτων κ.τ.λ.) μέσα στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς είναι μάταιη, στο βαθμό που δεν επιδιώκει να υπερβεί την ίδια την οικονομία της αγοράς. Ο λόγος είναι ότι οποιαδήποτε τέτοια προσπάθεια θα ήταν αναπόφευκτα ασύμβατη με τις απαιτήσεις της ανταγωνιστικότητας (της αντίστοιχης χώρας ή του αντίστοιχου οικονομικού μπλοκ).
Επομένως, αποτελεί σήμερα επιτακτική ανάγκη η ανάπτυξη μιας νέας απελευθερωτικής προσέγγισης που να αντιμετωπίζει τις αιτίες της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης ως πρόβλημα συγκέντρωσης δύναμης που απορρέει από οποιοδήποτε μη-δημοκρατικό θεσμικό πλαίσιο, είτε αυτό είναι το πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς είτε του σοσιαλιστικού κρατισμού. Αυτό που χρειάζεται λοιπόν για τη διάνοιξη του δρόμου προς νέες μορφές κοινωνικής οργάνωσης είναι η ανάπτυξη μιας μαζικής συνειδητοποίησης σχετικά με την αποτυχία του «υπαρκτού καπιταλισμού» παρόμοιας με αυτή που οδήγησε στην κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Σήμερα, υπάρχει μια πιεστική ανάγκη να υπερβούμε τόσο τη νεοφιλελεύθερη οικονομία της αγοράς όσο και τον σοσιαλιστικό κρατισμό προκειμένου να θέσουμε ένα τέλος στην οικονομική εξαθλίωση, που καταπιέζει την πλειονότητα του παγκόσμιου πληθυσμού, και να εμποδίσουμε την οικολογική καταστροφή που μας απειλεί όλους. Η αποτυχία δημιουργίας εναλλακτικών δημοκρατικών μορφών κοινωνικής οργάνωσης σημαίνει ότι, καθώς η σημερινή κρίση εντείνεται, οι «λύσεις» που θα δοθούν στα κοινωνικά και οικολογικά προβλήματα από τον «υπαρκτό καπιταλισμό» στο μέλλον θα έχουν αναπόφευκτα ολοένα και πιο ολοκληρωτικό χαρακτήρα.
‘Eτσι, 100 περίπου χρόνια μετά την επικράτηση στο διεθνές σοσιαλιστικό κίνημα των οπαδών του κρατικιστικού σοσιαλισμού, ο οποίος κατέρρευσε πριν καν προλάβει το σοβιετικό καθεστώς να γιορτάσει τα εβδομηκοστά πέμπτα γενέθλιά του, γίνεται ολοένα και πιο φανερό ότι η ατομική και συλλογική αυτονομία μπορεί να επιτευχθεί μόνο στο πλαίσιο μιας περιεκτικής δημοκρατίας. Με άλλα λόγια, στο πλαίσιο μας δομής και μιας διαδικασίας οι οποίες, μέσω της άμεσης συμμετοχής των πολιτών στη διαδικασία λήψης και εφαρμογής των αποφάσεων, εξασφαλίζουν την ίση κατανομή της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής δύναμης. Στο επόμενο μέρος αυτού του βιβλίου, θα σκιαγραφήσουμε την πρόταση για μια περιεκτική δημοκρατία.
[1] Louis Uchitelle και N.R. Kleinfield, International Herald Tribune (6 Mαρτίου1996).
[2] L. Thurow, Head to Head: The Coming Economic Battle Among Japan, Europe and America (Brealy, 1992).
[3] Louis Uchitelle και N.R. Kleinfield, International Herald Tribune.
[4] Associated Press/ Ελευθεροτυπία, 2 Απριλίου1996.
[5] International Labor Organization (ILO), Yearbook of Labor Statistics, (Geneva: ILO 1994).
[6] Όλοι οι υπολογισμοί βασίζονται στο World Development Report 1995, Παγκόσμια Τράπεζα, πίνακες 1 και 5.
[7] Ted Trainer, Developed to Death (London: Greenprint, 1989), σελ. 120.[8] Σύμφωνα με το International Labour Office, το 1993, 1.1 δισεκατομμύριο άνθρωποι ζούσαν σε συνθήκες φτώχειας, ενώ μια προγενέστερη έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας χαρακτήριζε ως φτωχό το ένα τρίτο του πληθυσμού του Νότου· World Development Report 1990, σελ. 28.
[9] Κορνήλιος Καστοριάδης, «Η Εποχή του Γενικευμένου Κονφορμισμού», διάλεξη που δόθηκε στο πανεπιστήμιο της Βοστώνης στις 19 Σεπτεμβρίου1989, σ’ ένα συμπόσιο υπό το γενικό τίτλο «A Metaphor for Our Times» (δημοσιευμένο στο Ο Θρυμματισμένος Κόσμος (Αθήνα: Ύψιλον, 1992), σελ. 25.
[10] The Guardian (15 Οκτωβρίου 1993).[11] John Gray, The Guardian, 20 Νοεμβρίου1995
[12] Martin Woolacott, «The March of a Martial Law», The Guardian (20 Ιανουαρίου 1996).
[13] Geoff Mulgan, «A High-Stake Society”, The Guardian (30 Ιανουαρίου 1996).
[14] Peter Kellner. «Jobs and homes worries haunting British voters», The Observer, (5 Μαϊου1996)
[15] Louis Uchitelle και N.R. Kleinfield, International Herald Tribune.
[16] Will Hutton, The State We’re In (London: Jonathan Cape, 1995), σελ. 108.
[17] Βλ., για παράδειγμα, Thomas S. Kuhn, The Structure of Scientific Revolutions (Chicago: University of Chicago Press, 1970)· Imre Lakatos, Criticism and the Growth of Knowledge (Cambridge: Cambridge University Press, 1970)· Paul Feyerabend, Against Method (London: Verso, 1975)· και Derek Phillips, Abandoning Method (London: Jossey-Bass, 1973).
[18] Σε σχέση ειδικότερα με την κρίση στην οικονομολογική μεθοδολογία βλ., για παράδειγμα, Daniel Bell and Irving Kristol, The Crisis in Economic Theory (New York: Basic Books, 1981)· Ken Kole et al., Why Economists Disagree (London & New York: Longman, 1983)· Homa Katouzian, Ideology and Method in Economics (London: Macmillan, 1980)· T. W. Hutchinson, Knowledge and Ignorance in Economics (Oxford: Blackwell, 1977).
[19] Για μια εκτεταμένη βιβλιογραφία σε σχέση με το θέμα αυτό, βλ. Κεφ. 8.2.2.
[20] Κορνήλιος Καστοριάδης, «Η εποχή του Γενικευμένου Κονφορμισμού».
[21] Βλ. για παραδειγμα, το τευχος του περιοδικού Αρδην ( περιοδικο το οποιο προβάλλεται ιδιαιτερα απο σημαντικο μερος των ΜΜΕ) που ειναι αφιερωμενο στο Αγιο Ορος και την οικουμενικοτητα του Ελληνισμου, με άρθρα που εκφραζουν την αντιορθολογικη Ελληνοορθοδοξη προσεγγιση απο τους Γ. Καραμπελιά, Χ. Γιανναρα, Κ. Ζουραρι κ.α. (Αρδην, τ. 11, Δεκέμβριος ’97)[22] Βλ., για παράδειγμα, Greg Easterbrook, A Moment of the Earth (New York, 1995).
[23] Οι συγκεντρώσεις διοξειδίου του άνθρακα, μετρουμενες σε ογκο (μερη ανα εκατομμυριο) ειχαν φθασει στο υψος περιπου 280 την περιοδο 1,000-1,750 αλλα το 1996, στο τελος της χιλιετιας, εχουν ανεβει στο 361 · Paul Brown, The Guardian (13 Ιουλίου1996).
[24] John Gribbin, «Climate and Ozone», The Ecologist, Vol. 21, No. 3 (Μαϊου/Ιουνίου1991).[25] Βλ., για παράδειγμα, Guardian/Greenpeace, «A Report into the Environmental Forces Shaping Our Future», The Guardian (2 Ιουνίου1994).
[26] Polly Ghazi, The Observer, (11 Απριλίου1993).
[27] The Observer, (24 Μαρτίου1996).
[28] Tracey Clunies-Ross and Nicholas Hildyard, «The politics of industrial agriculture», The Ecologist , vol 22, no 2 Μάρτιος-Απρίλιος 1992, σελ. 67
[29] Tracey Clunies-Ross and Nicholas Hildyard, σελ.67[30] Για μια συζήτηση γύρω από τα θέματα αυτά, βλ., για παράδειγμα, Andrew Dobson, Green Political Thought (London: Routledge, 1990 & 1995).
[31] Για ένα παράδειγμα εφαρμογης της φιλελεύθερης νεοκλασικής οικονομικής θεωρίας στην ανάλυση των περιβαλλοντικών προβλημάτων, βλ. Michael Common, Environmental and Resource Economics (London: Longman, 1988).
[32] . Βλ., για παράδειγμα, τα έργα του Murray Bookchin, Remaking Society (Montreal: Black Rose, 1989), The Philosophy of Social Ecology (Montreal: Black Rose, 1995), From Urbanization to Cities: Toward a New Politics of Citizenship (London: Cassell, 1995
[33] Για μια χρήσιμη περιγραφή του οικοσοσιαλισμού και των διαφορών του από τον οικοαναρχισμό και από άλλες πράσινες τάσεις βλ., David Pepper, Eco-Socialism: From Deep Ecology to Social Justice (London: Routledge, 1993), και Modern Environmentalism (London: Routledge, 1996).
[34] World Commission on Environment and Development, Our Common Future (United Nations, 1987).
[35] World Commission on Environment and Development, Our Common Future, σελ. 87.
[36] Η Έκθεση, για παράδειγμα, δηλώνει ότι ο στόχος θα πρέπει να είναι «μια οικονομία προσανατολισμένη στην οικονομική αναπτυξη και στην εξάλειψη της φτώχειας σε παγκόσμιο επίπεδο»· World Commission on Environment and Development, Our Common Future, σελ. 18. Παρόμοια, δηλώνεται ότι η αυτοσυντηρούμενη ανάπτυξη «προϋποθέτει… ότι θα εξασφαλιστεί ότι οι φτωχοί αυτοί θα έχουν ένα δίκαιο μερίδιο των πόρων»· σελ. 8.
[37] Η Έκθεση κάνει έκκληση για οικονομική αναπτυξη, θεωρωντας ως δεδομένο ότι ο στοχος αυτος είναι συμβατός με το στόχο της «ενίσχυσης» και «επέκτασης της βάσης των περιβαλλοντικών πόρων»· World Commission on Environment and Development, Our Common Future, σελ. 1 & 364.
[38] World Commission on Environment and Development, Our Common Future, σελ. 51.[39] Ted Trainer, «A Rejection of the Brundtland Report», σελ. 74.
[40]Βλ. Για παραδειγμα, John M.Gowdy, «Progress and Environmental Sustainability», Environmental Ethics, Vol. 16, No. 1 (Άνοιξη1994).
[41] Richard Douthwaite, The Growth Illusion, (Devon: Resurgence, 1992) κεφ. 15.[42] John M. Gowdy, «Progress and Environmental Sustainability», σελ. 52.
[43] Ε. Γ. Βαλλιανάτος, «Ανατρεπτική θεωρία, οικολογία, γεωκεντρική αυτοσυντηρούμενη ανάπτυξη και Τρίτος Κόσμος», Κοινωνία και Φύση, τομ. 3, τευχ. 1 (1995), σελ. 99-116.[44] Ε. Γ. Βαλλιανάτος, «Ανατρεπτική θεωρία», σελ. 113.
[45] Ε. Γ. Βαλλιανάτος, «Ανατρεπτική θεωρία», σελ. 113.
[46] Για μια κριτική της θέσης περί ουδετερότητας της τεχνολογίας, βλ., Cornelius Castoriadis, Philosophy, Politics, Autonomy, σελ. 192. Βλ. ακόμα τη μελέτη της Frances Stewart η οποία δείχνει ότι ο τρόπος με τον οποίο γίνονται οι τεχνολογικές επιλογές στην πράξη μόνο «ουδέτερος» δεν είναι· Frances Stewart, Technology and Underdevelopment (London: Macmillan, 1978), κεφ. 1.
[47] Ted Trainer, Developed to Death (London: Greenprint, 1989), σελ. 3.
[48] Ted Trainer, The Conserver Society (London: Zed Books, 1995), σελ. 9.
[49] Ted Trainer, The Conserver Society, σελ. 12.
[50] Ted Trainer, The Conserver Society, σελ. 13.
[51] Ted Trainer, «Τί είναι ανάπτυξη;», Κοινωνία και Φύση, τομ.3 τευχ.1 (1995), σελ. 35-65.[52] . Ted Trainer, Developed to Death, σελ. 204.
[53] Ted Trainer, The Conserver Society, σελ. 220.
[54] Βλ., π.χ., Henri Lepage, Tomorrow, Capitalism, The Economics of Economic Freedom (London: Open Court, 1982)· Nick Bousanquet, After the New Right (London: Heinemann, 1983), Mark Hayes, The New Right in Britain (London: Pluto Press, 1994).
[55] Βλ. Takis Fotopoulos, «Economic Restructuring and the Debt Problem: The Greek Case», International Review of Applied Economics, Vol. 6, No. 1 (1992), σελ. 38-64 (βλ. αναδημοσιευση στην Ελληνικη έκδοση της Μηνιαιας Επιθεωρησης με τιτλο, «Η κριση της Ελληνικης Οικονομιας» 1/2/92 –Εκδοσεις Γορδιος).
[56] A. Atkinson et al., Income distribution in OECD Countries, (Paris: OECD, 1995), σελ. 47.[57] UN Development Program, Human Development Report, 1992 (New York: Oxford University Press, 1992).
[58] UN Development Program, Human Development Report, 1996 (New York: Oxford University Press, 1996)· βλ., ακόμα, Duncan Smith, In Search of Social Justice (London: The New Economics Foundation, 1995).[59] Edward Wolff, «How the Pie Is Sliced: America’s Growing Concentration of Wealth», The American Prospect (καλοκαίρι1995).
[60] Francis Green et al., «Income Inequality in Corporatist and Liberal Economies: A Comparison of Trends Within OECD Countries», International Review of Applied Econopmics, Vol. 8, No. 3 (1994).
[61] John Ely, «Ελευθεριακή Οικολογία και η Κοινωνία των Πολιτών»· και Κωνσταντίνος Καβουλάκος, «Η σχέση Ρεαλισμού-Ουτοπισμού στις Θεωρίες περί δημοκρατίας του J. Habermas και του Κ. Καστοριάδη», Κοινωνία και Φύση, τομ. 2, τευχ. 3 (1994).
[62] Michael Walzer, «The Civil Society Argument» στο Dimensions of Radical Democracy, Chantal Mouffe, επιμ. (London: Verso, 1995 & 1992), σελ. 89-107.
[63] «Τώρα, ο Ντεριντά, ο Λακάν, ο Λυοτάρ, η Kristeva κ.α. γράφουν πράγματα τα οποία δεν καταλαβαίνω ούτε εγώ.... κανείς από αυτούς που λένε ότι τα καταλαβαίνουν δεν μπορεί να μου τα εξηγησεί και δεν έχω ιδεα πώς να ξεπεράσω την αδυναμια μου αυτη», Noam Chomsky «On ‘Theory’ and ‘Post-Modern Cults», Upstream Issues (1996).[64] Michael Walzer, «The Civil Society Argument», σελ. 89.
[65] Michael Walzer, «The Civil Society Argument”, σελ. 91.
[66] Michael Walzer, «The Civil Society Argument», σελ. 92.
[67] Michael Walzer, «The Civil Society Argument», σελ. 105.
[68] Michael Walzer, «The Civil Society Argument», σελ. 95.
[69] Michael Walzer, «The Civil Society Argument», σελ. 98.
[70] Michael Walzer, «The Civil Society Argument», σελ. 97.
[71] Michael Walzer, «The Civil Society Argument», σελ. 99.
[72] Michael Walzer, «The Civil Society Argument», σελ. 100.
[73] Michael Walzer, «The Civil Society Argument”, σελ. 100.
[74] Michael Walzer, «The Civil Society Argument», σελ. 104.
[75] Paul Hirst & Grahame Thompson, Globalization in Question (Cambridge: Polity Press, 1996).
[76] Βλ., για παράδειγμα, Hilary Wainwright, Arguments for a New Left, Answering the Free Market Right (Oxford: Blackwell, 1994), κεφ. 3.
[77] Βλ. April Carter, Marx: A Radical Critique (Brighton: Wheatsheaf, 1988), και «Outline of an Anarchist Theory of History» στο For Anarchism: History, Theory and Practice, D. Goodway, επιμ. (London: Routledge, 1989), σελ. 176-97.
[78] James O'Connor, «Σοσιαλισμός και Οικολογία», Κοινωνία και Φύση, τομ. 1, τευχ. 1 (1992), σελ. 143-155.[79] Βλ., επίσης, M. Olson, The Rise and Decline of Nations (New Haven, Connecticut: Yale University Press, 1988).