ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ - ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ: ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΗ ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Κεφάλαιο 7: Η Μετάβαση στην Περιεκτική Δημοκρατία
Το άμεσο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι υποστηρικτές μιας περιεκτικής δημοκρατίας είναι ο σχεδιασμός της μεταβατικής στρατηγικής που θα οδηγούσε σε μια κατάσταση στην οποία το δημοκρατικό πρόταγμα θα ήταν το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα. Στο κεφάλαιο αυτό, διατυπώνεται μια πρόταση για μια μεταβατική (πολιτική και οικονομική) στρατηγική που θα δημιουργήσει το θεσμικό πλαίσιο για την περιεκτική δημοκρατία. Η στρατηγική αυτή ενέχει ένα νέο είδος πολιτικής, καθώς και την παράλληλη σταδιακή μετατόπιση των οικονομικών πόρων/μέσων παραγωγής (εργασία, κεφάλαιο, γη) από την οικονομία της αγοράς.
Στο πρώτο μέρος του κεφαλαίου, εξετάζονται δύο ριζοσπαστικές στρατηγικές κοινωνικής αλλαγής: η στρατηγική του τρόπου ζωής (lifestyle) και μια παραλλαγή της, η οποία επιχειρεί μια σύνθεση των προσεγγίσεων της βαθιάς οικολογίας και της κοινωνίας των πολιτών. Στη συνέχεια, προτείνεται μια μεταβατική στρατηγική προς μια συνομοσπονδιακή δημοκρατία, η οποία ενέχει την άμεση συμμετοχή στην πολιτική και κοινωνική αρένα με τρόπο που δεν δημιουργεί ασυμβατότητα μεταξύ του στόχου της περιεκτικής δημοκρατίας και των μέσων για την επίτευξή της. Στο επόμενο τμήμα, προτείνεται ένα νέο είδος πολιτικής οργάνωσης, η οποία, και πάλι, στοχεύει στην ικανοποίηση του κριτηρίου της συμβατότητας μεταξύ στόχου και μέσων. Τέλος, στο τελευταίο τμήμα, προτείνεται ένα περιεκτικό πρόγραμμα κοινωνικού μετασχηματισμού.
Στο δεύτερο μέρος, διερευνάται η οικονομική στρατηγική για τη μετάβαση σε μια οικονομική δημοκρατία. Με βάση τη συζήτηση που έγινε στο προηγούμενο κεφάλαιο, το τμήμα αυτό δομείται γύρω από τα μεταβατικά βήματα που απαιτούνται για τη δημιουργία των προϋποθέσεων της οικονομικής δημοκρατίας. Έτσι, η συζήτηση για τα βήματα που μπορεί να γίνουν για την ενδυνάμωση της αυτοδυναμίας ακολουθείται από προτάσεις για τη μετάβαση σε μια «δημοτική» οικονομία και μια συνομοσπονδιακή κατανομή των οικονομικών πόρων.
Το σημείο που ιδιαίτερα τονίζεται στο κεφάλαιο αυτό είναι ότι όλες οι προτεινόμενες στρατηγικές πολιτικής και οικονομικής αλλαγής και τα σχετικά μεταβατικά προστάγματα είναι άχρηστα, εάν δεν αποτελούν μέρος ενός περιεκτικού προγράμματος κοινωνικού μετασχηματισμού που στοχεύει ρητά στην αντικατάσταση της οικονομίας της αγοράς και της κρατικιστικής δημοκρατίας από μια περιεκτική δημοκρατία.
7.1. Ένα νέο είδος πολιτικής
Ο σημερινός τύπος πολιτικής είναι καταδικασμένος, καθώς η επιταχυνόμενη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς συνοδεύεται από τη συνεχή παρακμή της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας». Η αδυναμία του κράτους να ελέγξει αποτελεσματικά τις δυνάμεις της αγοράς για να αντιμετωπίσει τα θεμελιακά προβλήματα της μαζικής ανεργίας, φτώχειας, αυξανόμενης συγκέντρωσης του εισοδήματος και του πλούτου, καθώς και η συνεχιζόμενη καταστροφή του περιβάλλοντος έχουν οδηγήσει σε μαζική πολιτική απάθεια και κυνισμό, ιδιαίτερα μεταξύ της υποτάξης και των περιθωριοποιημένων. Ως αποτέλεσμα, σήμερα, όλα τα κόμματα συναγωνίζονται για την ψήφο της μεσαίας τάξης (της «κοινωνίας του 40%»), η οποία είναι η τάξη που ουσιαστικά καθορίζει την πολιτική διαδικασία.
Ταυτόχρονα, τα ουτοπικά όνειρα ορισμένων τμημάτων της «αριστεράς» για τον εκδημοκρατισμό της κοινωνίας των πολιτών δεν έχουν καμιά πιθανότητα επιτυχίας. Η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς ακολουθείται αναπόφευκτα από τη διεθνοποίηση της κοινωνίας των πολιτών. Με άλλα λόγια, ο ανταγωνισμός επιβάλλει τα «στανταρς του ελάχιστου κοινού παρανομαστή» όσον αφορά τους κοινωνικούς και οικολογικούς ελέγχους πάνω στις αγορές. Επομένως, η μορφή κοινωνίας των πολιτών που αναπόφευκτα θα επικρατήσει είναι εκείνη που είναι συμβατή με το βαθμό αγοραιοποίησης που χαρακτηρίζει τα πιο ανταγωνιστικά τμήματα της παγκόσμιας οικονομίας.
Το αδιέξοδο των στρατηγικών του ‘τρόπου ζωής’
Αφήνοντας κατά μέρος τις προσεγγίσεις κοινωνικής αλλαγής που θεωρούν δεδομένο το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς και της φιλελεύθερης δημοκρατίας, όπως οι διάφορες εκδοχές της «προσέγγισης της κοινωνίας των πολιτών», οι κύριες προσεγγίσεις που στοχεύουν σήμερα σε μια ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή είναι η στρατηγική του τρόπου ζωής (lifestyle) και η μεταβατική στρατηγική του προταγματος της περιεκτικής δημοκρατίας που έχει σημείο εκκίνησης τον συνομοσπονδιακό κοινοτισμό.
Υπάρχουν διάφορες εκδοχές της στρατηγικής του τρόπου ζωής. Εντούτοις, υπάρχει ένα κοινό στοιχείο που χαρακτηρίζει όλες αυτές τις προσεγγίσεις. Καμιά τους δεν ενέχει οποιαδήποτε παρέμβαση στην πολιτική αρένα και συνήθως ούτε καν στη γενικότερη κοινωνική αρένα, με τη μορφή συμμετοχής στους συλλογικούς αγώνες των εργατών, των ανέργων και άλλων κοινωνικών ομάδων. Οι μόνες εξαιρέσεις είναι η συμμετοχή σε αγώνες για συγκεκριμένα οικολογικά θέματα, (όπως οι εκστρατείες για την ματαίωση της διάνοιξης νέων αυτοκινητόδρομων, τα δικαιώματα των ζώων κ.τ.λ.)
Έτσι, υπάρχει, πρώτον, η προσέγγιση που υιοθετείται συνήθως από τους υποστηρικτές της βαθιάς οικολογίας, καθώς και από όσους ελευθεριακούς επιχειρούν να αναπτύξουν ένα νέο υβρίδιο μεταξύ της βαθιάς και της κοινωνικής οικολογίας, όπως η «ελευθεριακή οικολογία» του Peter Marshall[1] στη Βρετανία ή ο «οικοκομμουνιταριανισμός» του John Clark στις Η.Π.Α. (βλ. κεφ. 5). Η προσέγγιση αυτή δεν ενέχει καμιά άμεση ανάμειξη στην πολιτική και οικονομική αρένα. Αντίθετα, αναφέρεται σε μια διαδικασία, η οποία, ξεκινώντας από το άτομο και τις «ομάδες συνάφειας» (affinity groups), στοχεύει στη δημιουργία ενός παραδείγματος υγιών και προτιμητέων τρόπων ζωής στο ατομικό και κοινωνικό επίπεδο όπως:
σχέδια Κοινοτικής Οικονομικής Ανάπτυξης (ΚΕΑ),
«ελεύθερες ζώνες» που περιλαμβάνουν κομμούνες, αυτοδιαχειριζόμενες φάρμες κ.λπ.,
εναλλακτικούς θεσμούς, όπως ελεύθερα σχολεία, αυτοδιαχειριζόμενα εργοστάσια, στεγαστικοί συνεταιρισμοί, σχήματα LETS (τοπικές ανταλλαγές χωρίς τη μεσολάβηση χρήματος).
Ωστόσο, μια τέτοια προσέγγιση, που έχει ήδη επικριθεί για τον ατομικιστικό χαρακτήρα της[2], δεν μπορεί φυσικά να επιφέρει, από μόνη της, οποιαδήποτε ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή. Μολονότι χρήσιμη για τη δημιουργία μιας εναλλακτικής κουλτούρας μεταξύ μικρών τμημάτων του πληθυσμού και ταυτόχρονα για την ανύψωση του ηθικού των ακτιβιστών οι οποίοι θέλουν να δουν μια άμεση αλλαγή στη ζωή τους, είναι προφανές ότι η προσέγγιση αυτή δεν έχει κάποια πιθανότητα επιτυχίας —στο πλαίσιο της σημερινής τεράστιας συγκέντρωσης εξουσίας— στην οικοδόμηση της δημοκρατικής πλειονότητας που απαιτείται για τη ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή.
Έτσι, τα σχέδια που προτείνονται από τη στρατηγική αυτή μπορούν πολύ εύκολα να περιθωριοποιηθούν ή να απορροφηθούν από την υπάρχουσα εξουσιαστική διάρθρωση (όπως έχει συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν), ενώ ο αντίκτυπος που έχουν στη διαδικασία κοινωνικοποίησης είναι ελάχιστος –εάν όχι μηδενικός. Επιπλέον, οι στρατηγικές του τρόπου ζωής, επικεντρώνοντας την προσοχή τους σε «μονοθεματικούς» αγώνες (εκστρατείες για τα δικαιώματα των ζώων κ.λπ.), που δεν αποτελούν μέρος ενός περιεκτικού πολιτικού προγράμματος κοινωνικού μετασχηματισμού, παρέχουν μια χρυσή ευκαιρία στις κυρίαρχες ελίτ να χρησιμοποιήσουν τις παραδοσιακές τακτικές τους του τύπου «διαίρει και βασίλευε». Για παράδειγμα, η βρετανική κυβέρνηση προτιμά να στηρίζεται σε ιδιωτικές εταιρείες ασφάλειας (security) και μόνο σε ακραίες περιπτώσεις να καταφεύγει στην αστυνομία, στρατολογώντας ανθρώπους από την υποτάξη για την αντιμετώπιση των κινημάτων διαμαρτυρίας των Πράσινων ακτιβιστών. Το αποτέλεσμα είναι ότι η κατασταλτική φύση της κρατικής εξουσίας συγκαλύπτεται ενώ οι πράσινοι ακτιβιστές καταλήγουν να δίνουν μάχες με τους άνεργους και τους περιθωριοποιημένους που τους έχουν μεταμφιέσει σε σεκιουριταδες![3]
Μια εναλλακτική προσέγγιση του τρόπου ζωής, η οποία φαίνεται εκ πρώτης όψεως να είναι κριτική απέναντι στις παραπάνω στρατηγικές, αλλά, στην ουσία, στηρίζεται και η ίδια στην ατομική και όχι την πολιτική δράση, είναι η προσέγγιση που προτείνεται από τον Ted Trainer.[4] Η προσέγγιση αυτή στηρίζεται στην υπόθεση ότι, εάν αρκετοί άνθρωποι εκπαιδευτούν και πειστούν να αλλάξουν ατομικά τον τρόπο ζωής τότε «ο καπιταλισμός θα μαραθεί και θα πεθάνει»:
Εάν ένας αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων μετακινηθεί στην ‘αργή λουρίδα’, όπου μπορεί να ζει ικανοποιητικά χωρίς να καταναλώνει πολύ, τότε ο καπιταλισμός είναι καταδικασμένος. (Το σύστημα αυτό) δεν φοβάται τίποτα περισσότερο από την πτώση στους δείκτες πωλήσεων. Καμιά επιχείρηση δεν θα μπορέσει να μου πουλήσει ποτέ ρούχα της μόδας ή σπορ αυτοκίνητα. Εάν κάνουμε άνετη και ελκυστική τη μετάβαση σε βιώσιμους (conserver) τρόπους ζωής, για ολοένα και περισσότερους ανθρώπους, ο καπιταλισμός θα μαραθεί και θα πεθάνει.[5]
Όμως, η ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή δεν μπορεί ποτέ να επιτευχθεί έξω από τον κύριο πολιτικό και κοινωνικό στίβο. Η εξάλειψη των σημερινών εξουσιαστικών δομών και σχέσεων δεν μπορεί να επιτευχθεί ούτε «δια του παραδείγματος», ούτε μέσω της εκπαίδευσης και της πειθούς. Χρειάζεται μια βάση εξουσίας για να καταστρέψει την εξουσία. Κατά τη γνώμη μου, ο μόνος τρόπος που μια προσέγγιση, η οποία στοχεύει στη δημιουργία βάσεων εξουσίας, θα ήταν συμβατή με τους στόχους του δημοκρατικού προτάγματος είναι η ανάπτυξη ενός περιεκτικού προγράμματος ριζοσπαστικού μετασχηματισμού των τοπικών πολιτικών και οικονομικών δομών.
Η στρατηγική του συνομοσπονδιακού κοινοτισμού, από την οποία ξεκινά η μεταβατική στρατηγική του προτάγματος της περιεκτικής δημοκρατίας, προσφέρει μια ριζοσπαστική εναλλακτική πρόταση προς τις στρατηγικές του τρόπου ζωής και είναι απολύτως συμβατή με το δημοκρατικό πρόταγμα. Η προσέγγιση αυτή στοχεύει «στο μετασχηματισμό και εκδημοκρατισμό των τοπικών κυβερνήσεων, τη στήριξή τους σε λαϊκές συνελεύσεις, τη σύνδεσή τους σε συνομοσπονδίες, την οικειοποίηση της περιφερειακής οικονομίας από τις συνομοσπονδιακές και δημοτικές αρχές».[6] Με άλλα λόγια, ο στόχος είναι η ανάπτυξη «ενός δημόσιου χώρου και μιας πολιτικής —με την αθηναϊκή έννοια του όρου— που θα αναπτύσσεται σε αντίθεση και, τελικά, σε αποφασιστική σύγκρουση με το κράτος».[7]
Μολονότι κάποια από τα βήματα που προτείνονται από τη στρατηγική του τρόπου ζωής δεν είναι ασύμβατα με τη λογική του συνομοσπονδιακού κοινοτισμού (για παράδειγμα, οι συνεταιρισμοί, τα τοπικά νομίσματα κλπ), εντούτοις, υπάρχει μια κρίσιμη διαφορά μεταξύ των δύο στρατηγικών. Έτσι, όπως εύστοχα επισημαίνει ο Μάρρεϊ Μπούκτσιν:
Τα διάφορα προγράμματα για αποκέντρωση, κοινότητες μικρής κλίμακας, τοπική αυτονομία, αλληλοβοήθεια και κομουναλισμό… δεν είναι εγγενώς οικολογικά ή απελευθερωτικά. Η απελευθερωτική ή οικολογική έκβαση παρομοίων προγραμμάτων εξαρτάται σε τελική ανάλυση από το κοινωνικό και φιλοσοφικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται.[8]
Κατά τη γνώμη μου, η βασική διαφορά μεταξύ των δύο προσεγγίσεων όσον αφορά το «πλαίσιο» αναφέρεται στο ρόλο του ατόμου σε σχέση με την κοινωνική αλλαγή. Οι στρατηγικές του τρόπου ζωής θεωρούν ότι η κοινωνική αλλαγή αρχίζει από τον τρόπο ζωής του ατόμου και, αντί να στοχεύσουν στην αμφισβήτηση του κράτους και της οικονομίας της αγοράς και στην αντικατάσταση τους με νέους κοινωνικούς θεσμούς, απλώς προσπερνούν τους θεσμούς αυτούς. Από την άλλη μεριά, η στρατηγική του συνομοσπονδιακού κοινοτισμού δίνει έμφαση στο ρόλο του κοινωνικού ατόμου, δηλαδή του ατόμου που συμμετέχει στους πολιτικούς αγώνες στο τοπικό επίπεδο και στους κοινωνικούς αγώνες γενικότερα, με στόχο να προκαλέσει κοινωνική αλλαγή, όχι «δια του παραδείγματος», αλλά μέσω της δημιουργίας μιας συνομοσπονδίας δήμων και κοινοτήτων που θα βρίσκεται σε αντίθεση με το κράτος, έως ότου η πρώτη αντικαταστήσει το δεύτερο.[9]
Έτσι, η στρατηγική αυτή, πρώτον, αποφεύγει την κοινωνική περιθωριοποίηση στην οποία αναπόφευκτα οδηγεί η στρατηγική του τρόπου ζωής, όπως έχει δείξει ο σχεδόν ανύπαρκτος κοινωνικός αντίκτυπος που είχαν κινήματα τα οποία εμπνέονται από τη στρατηγική αυτή τα τελευταία 25 χρόνια. Και, δεύτερον, αποφεύγει επίσης την παγίδα να «κλίνει τόσο πολύ προς την ιδέα της μεταρρύθμισης των ατομικών αξιών και του τρόπου ζωής, ως πρωταρχικού πολιτικού δρόμου για τη ριζοσπαστική αλλαγή, ώστε να καταλήγει να φαίνεται αντιθετική προς ίδια την έννοια του συλλογικού»[10] —όπως για παράδειγμα σαφώς συμβαίνει με το κίνημα της Νέας Εποχής .
Ο εκβιομηχανισμός και η μετάβαση σε μια οικολογική «δημοκρατία»
Μια πρόσφατη απόπειρα να οριστεί η «οικολογική δημοκρατία» με όρους μιας κοινωνίας βασισμένης στην κοινότητα και τη συνομοσπονδία δημιούργησε την εντύπωση ότι μπορεί να σχετίζεται με το πρόταγμα για μια περιεκτική δημοκρατία ή τον συνομοσπονδιακό κοινοτισμό. Η εντύπωση αυτή είναι εντελώς ψευδής. Όπως θα προσπαθήσω να δείξω σ’ αυτό το τμήμα του κεφαλαίου, η προσέγγιση αυτή δεν έχει τίποτα να κάνει ούτε με τη δημοκρατία ούτε με τον συνομοσπονδιακό κοινοτισμό. Στην ουσία, αντιπροσωπεύει μια διασταύρωση της βαθιάς οικολογίας και της προσέγγισης του τρόπου ζωής, από τη μια μεριά, και της προσέγγισης της κοινωνίας των πολιτών, που εξετάσαμε νωρίτερα, από την άλλη.
Η στενή σχέση της προσέγγισης αυτής με τη βαθιά οικολογία γίνεται φανερή από το γεγονός ότι προτιμά να χαρακτηρίζει το σημερινό κοινωνικο-οικονομικό σύστημα ως «εκβιομηχανισμό» παρά ως οικονομία της αγοράς ή καπιταλισμό. Ο εκβιομηχανισμός, για τον Roy Morrison, «δεν είναι απλώς» καπιταλισμός. Αντίθετα, ο εκβιομηχανισμός ορίζεται ως «ένα σύστημα για τη μεγιστοποίηση της παραγωγής και της κατανάλωσης, αλλά είναι επίσης και κάτι περισσότερο: ο εκβιομηχανισμός είναι ένας πολιτισμός».[11] Στη συνέχεια μαθαίνουμε ότι ο εκβιομηχανισμός χαρακτηρίζεται παντού από «δύο κεντρικούς στόχους: τη μεγιστοποίηση της παραγωγής και της κατανάλωσης αφενός και τη μεγιστοποίηση του κέρδους και/ή της δύναμης αφετέρου… η ιεραρχία, η πρόοδος και η τεχνολογία ενώνονται για να σχηματίσουν το χαλύβδινο τρίγωνο του εκβιομηχανισμού».[12]
Ο παραπάνω ορισμός ξεκαθαρίζει αμέσως ότι ο συγγραφέας δεν μιλά στην ουσία για το θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς και της συνακόλουθης οικονομίας ανάπτυξης, αλλά για έναν «πολιτισμό», με άλλα λόγια, μιλά για ένα πολιτισμικό φαινόμενο και όχι για ένα κοινωνικο-οικονομικό σύστημα και την ιδεολογία του. Δεν είναι περίεργο λοιπόν ότι ο Morrison θεωρεί τη μεγιστοποίηση της παραγωγής και της κατανάλωσης, καθώς και τη μεγιστοποίηση του κέρδους, ως τους δυο βασικούς στόχους που χαρακτηρίζουν το βιομηχανικό πολιτισμό και όχι ως στόχους που απορρέουν από τη δυναμική της οικονομίας της αγοράς και τις καπιταλιστικές ιδιοκτησιακές σχέσεις αντίστοιχα. Ακόμη, ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει την ιεραρχία επιβεβαιώνει την υποψία ότι ο συγγραφέας δεν μιλά για ένα κοινωνικό-οικονομικό σύστημα:
H ιεραρχία είναι η βασική οργανωτική αρχή του εκβιομηχανισμού. Οι βιομηχανικές ιεραρχίες δεν στηρίζονται στην κάστα ή στην τάξη, αλλά στην επιτυχία επίτευξης των βιομηχανικών στόχων.[13]
Έτσι, το γεγονός ότι οι βιομηχανικές ιεραρχίες, οι οποίες ελέγχουν τα μέσα παραγωγής, επιδιώκουν κατά βάση τους ίδιους στόχους με τις ελίτ που έχουν την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής αγνοείται από τον συγγραφέα, ο οποίος φαίνεται να υιοθετεί το μύθο (που σήμερα έχει σχεδόν εξαλειφθεί) του διαχωρισμού της ιδιοκτησίας από τον έλεγχο στη βιομηχανία.
Τέλος, ο συγγραφέας, συγχέοντας την οικονομία ανάπτυξης με την ιδεολογία της ανάπτυξης, βάζει στο ίδιο τσουβάλι του «εκβιομηχανισμού» τόσο τις οικονομίες της αγοράς όσο και τα καθεστώτα του πρώην «υπαρκτού σοσιαλισμού», μολονότι οι εξουσιαστικές δομές στα δεύτερα πήραν πολύ διαφορετικές μορφές απ’ ό,τι στις πρώτες.
Φυσικά, η προβληματική αυτή δεν είναι καθόλου πρωτότυπη. Φαίνεται ότι οι βαθείς οικολόγοι φτάνουν σήμερα στα λογικά συμπεράσματα της προσέγγισής τους, η οποία, στην ερμηνεία της για την οικολογική κρίση, έδινε πάντοτε έμφαση στη σημασία των συστημάτων αξιών παρά των θεσμών, και της επιστήμης και της τεχνολογίας παρά του συστήματος της αγοράς. Δεν είναι επομένως περίεργο ότι σήμερα αγνοούν εντελώς την ίδια την οικονομία της αγοράς. Έτσι, όπως επισημαίνει η Janet Biehl σε μια κριτική ενός πρόσφατου βιβλίου για τη Βιομηχανική Επανάσταση:
Ο Kirkpatrick Sale ορίζει ρητά τον εκβιομηχανισμό ως «το ήθος που ενσωματώνει τις αξίες και τις τεχνολογίες του δυτικού πολιτισμού». Αυτή η υποκειμενικοποίηση του «εκβιομηχανισμού» ως «ήθους» αποκλείει την καπιταλιστική συνιστώσα από τον εκβιομηχανισμό του Sale.[14]
Είναι φανερό ότι οι βαθείς οικολόγοι, καθώς και ο Morrison, χρησιμοποιώντας μια απλουστευτική «ιστορική» ανάλυση, η οποία δεν μπορεί να διακρίνει μεταξύ βασικών εννοιών όπως καπιταλιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας, οικονομία της αγοράς και οικονομία ανάπτυξης, από τη μια μεριά και ιδεολογία ανάπτυξης, από την άλλη, καταλήγουν να κατατάσσουν τα πάντα κάτω από την ταμπέλα του «εκβιομηχανισμού», ο οποίος υποτίθεται ότι είναι η αιτία για όλα μας τα δείνα! Έτσι, η προσέγγιση αυτή αγνοεί απλώς το γεγονός ότι, όπως προσπάθησα να δείξω νωρίτερα, η Βιομηχανική Επανάσταση συνέβη σε μια κοινωνία όπου τα μέσα παραγωγής βρίσκονταν κάτω από ατομική ιδιοκτησία και έλεγχο.
Εξίσου αγνοεί το γεγονός ότι τα καθεστώτα του πρώην «υπαρκτού σοσιαλισμού» είχαν, στην πραγματικότητα, τη δυνατότητα να μην υιοθετήσουν μια οικονομία ανάπτυξης, αλλά δεν επεδίωξαν κάτι τέτοιο. Όχι επειδή στόχευαν να γίνουν βιομηχανικές κοινωνίες και έπρεπε κατά συνέπεια να υιοθετήσουν το περιεκτικό σύστημα των κοινωνικών σχέσεων που διαμορφώνεται από τη βιομηχανική πραγματικότητα, όπως φαίνεται να υποστηρίζει ο Morrison. Ούτε εξαιτίας των «αντικειμενικών» συνθηκών οι οποίες απαιτούσαν προφανώς έναν ορισμένο βαθμό οικονομικής ανάπτυξης για την ικανοποίηση των αναγκών των λαών τους. Μολονότι οι παράγοντες αυτοί έπαιξαν πράγματι κάποιο ρόλο, ο κύριος λόγος για τον οποίο υιοθέτησαν την οικονομία ανάπτυξης συνίστατο σ’ έναν «υποκειμενικό» παράγοντα, δηλαδή, στο γεγονός ότι η ταύτιση της Προόδου με την οικονομική ανάπτυξη αποτελούσε ουσιώδες μέρος της ιδεολογίας τους. (βλ. δεύτερο κεφάλαιο).
Ακόμα, η σχέση της προσέγγισης αυτής με την προσέγγιση της κοινωνίας των πολιτών και το γεγονός ότι ο Morrison, όπως οι υποστηρικτές της κοινωνίας των πολιτών, δεν κατανοούν πραγματικά τη δημοκρατία ως μια διαφορετική μορφή κοινωνίας γίνεται φανερό από την έννοια που προσδίδει στην πολιτική και οικονομική δημοκρατία, καθώς και στη μετάβαση προς αυτήν. Έτσι, ο οικολογικός πολιτισμός, σύμφωνα με τον Morrison, «στηρίζεται στην ικανότητα της κοινωνίας των πολιτών να δημιουργήσει μια ευρεία κλίμακα εκούσιων κοινωνικών μορφών που θα έκαναν δυνατές τις δημοκρατικές επιλογές, οι οποίες θα επιδίωκαν να περιορίσουν δημιουργικά και να μετασχηματίσουν τον εκβιομηχανισμό».[15] Ο Morrison, όπως οι υποστηρικτές της κοινωνίας των πολιτών, θεωρεί δεδομένο το θεσμικό πλαίσιο που ορίζεται από την οικονομία της αγοράς και την «κρατικιστική» δημοκρατία. Όπως τονίζει στην περιγραφή της μετάβασης σε μια οικολογική δημοκρατία:
η κοινωνία των πολιτών και τα δημιουργήματά της δεν μάχονται για την εξουσία, αλλά δουλεύουν για την κοινότητα και την ελευθερία… στόχος τους είναι όχι να καταλάβουν ή να καταργήσουν την κρατική εξουσία, ή να αντικαταστήσουν τους μηχανισμούς της αγοράς με το σχεδιασμό, αλλά να μετασχηματίσουν τόσο το κράτος όσο και την αγορά.[16]
Είναι επομένως φανερό ότι η προσέγγιση αυτή, αγνοώντας εντελώς τη δυναμική της οικονομίας της αγοράς και του κρατισμού, υποθέτει ότι μια νέα οικολογική δημοκρατία θα μπορούσε κατά κάποιο τρόπο να αναδυθεί μέσα από τη σημερινό θεσμικό πλαίσιο, όχι αμφισβητώντας, αλλά παρακάμπτοντάς το!
Σ’ αυτή την προβληματική, δεν είναι περίεργο ότι η οικονομική δημοκρατία δεν ορίζεται με όρους μιας κοινωνίας χωρίς αγορά, χωρίς χρήμα και χωρίς κράτος. Έτσι, όπως το θέτει ο Morrison: «Μια οικολογική ή "πράσινη" οικονομία ενέχει μια εκούσια ανταλλακτική αγορά που βασίζεται στην κοινότητα και η οποία συνοδεύεται από μια αποκεντρωμένη δημοκρατική πολιτική διαμεσολάβηση και ένα σχεδιασμό "από τα κάτω".» Και για να διαλύσει κάθε αμφιβολία σε σχέση με την έννοια αυτής της οικονομικής δημοκρατίας ο συγγραφέας περιγράφει το Mondragon στην Ισπανία, το Seikatsu στην Ιαπωνία και την Co-op Atlantic στον Καναδά ως αντιπροσωπευτικά παραδείγματα της «οικολογικής δημοκρατίας σε δράση».[17]
Παρόμοια, το γεγονός ότι ο συγγραφέας δεν έχει πραγματική κατανόηση της έννοιας της δημοκρατίας γίνεται φανερό όταν αδυνατεί να αντιληφθεί την ποιοτική διαφορά ανάμεσα στην κλασική έννοια της δημοκρατίας και σ’ ό,τι περνάει σήμερα για «δημοκρατία»: «Η ιστορία της δημοκρατίας ποικίλλει από το πολύ ατελές αθηναϊκό σύστημα πριν από 2.500 χρόνια, και την ακόμα αρκετά ατελή δημοκρατία των Η.Π.Α. ... ως τα δεκάδες εύθραυστα νέα συστήματα σ’ ολόκληρο τον κόσμο που μπορεί να εκφράζουν ένα νέο ξεκίνημα της δημοκρατίας. Τα νέα αυτά ξεκινήματα επιβεβαιώνουν την κοινωνία των πολιτών ως ένα δημιουργικό χώρο για την αλλαγή, όπως έγινε με την Αλληλεγγύη στην Πολωνία.[18]
Σε συνέπεια με την έννοια της «δημοκρατίας» που υιοθετεί η προσέγγιση αυτή, η μετάβαση στην οικολογική δημοκρατία δεν θα επιτευχθεί μέσω ενός προγράμματος που θα αμφισβητήσει το σημερινό θεσμικό πλαίσιο, αλλά, αντίθετα, μέσω «ενός προγράμματος για την αποκέντρωση της εξουσίας που θα προωθείται από τα κάτω, από το στίβο της κοινωνίας των πολιτών».[19] Αυτό σημαίνει μια στρατηγική ενδυνάμωσης της κοινότητας που θα περιλαμβάνει κοινοτικούς συνεταιρισμούς, οργανισμούς, θεσμούς και κοινοτικές επιχειρήσεις, και η οποία, χωρίς οποιαδήποτε βάση εξουσίας, θα οδηγήσει , ως δια μαγείας, στο μαρασμό του κράτους και της οικονομίας της αγοράς!
Σ’ αυτό το πλαίσιο, έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς η προσέγγιση αυτή διαστρεβλώνει ακόμα και την έννοια της συνομοσπονδίας. Έτσι, συνομοσπονδία δεν σημαίνει πια την ενοποίηση των κοινοτικών δημοκρατιών σε μια νέα μορφή κοινωνικής οργάνωσης που θ’ αντικαταστήσει το κράτος και την οικονομία της αγοράς. Αντίθετα, μαθαίνουμε ότι:
μια οικολογική δημοκρατία οργανώνεται στη βάση της συνομοσπονδίας, το τρίτο μεγάλο θέμα σε σχέση με το μετασχηματισμό της κοινωνίας. Η συνομοσπονδία δεν είναι απλώς ζήτημα τυπικών σχέσεων μεταξύ κυβερνήσεων. Εμπεριέχει έναν περιορισμένο βαθμό κυριαρχίας και ένωσης… Η συνομοσπονδία είναι το ευρύ μείγμα των κοινωνικών δεσμών που διαμορφώνουν το δυναμικό πλαίσιο μιας οικολογικής κοινωνίας και περιλαμβάνει κάθε είδους ομάδες σ’ όλα τα επίπεδα. Για παράδειγμα, οι συνομοσπονδίες παιδιών θα περιλαμβάνουν τις σχέσεις μεταξύ σχολείων, ομάδων γονέων, νοσοκομείων, παιδικών σταθμών και συνεταιριστικών οικονομικών ομάδων. Συνομοσπονδία σημαίνει πολλαπλές συμμαχίες.[20]
Είναι επομένως φανερό από τα παραπάνω ότι ούτε η μεταβατική στρατηγική που περιγράφεται από την προσέγγιση αυτή, ούτε η έννοια που αποδίδει στην ίδια τη δημοκρατία, έχουν καμιά σχέση με το πρόταγμα για μια περιεκτική δημοκρατία.
Στρατηγική για τη μετάβαση σε μια συνομοσπονδιακή περιεκτική δημοκρατία
Κατά την άποψή μου, η μόνη ρεαλιστική προσέγγιση για τη δημιουργία μιας νέας κοινωνίας πέρα από την οικονομία της αγοράς και το έθνος-κράτος, καθώς και τις νέες διεθνικές μορφές κρατικιστικής οργάνωσης που αναδύονται τώρα, είναι μια πολιτική στρατηγική που περιλαμβάνει τη βαθμιαία ανάμιξη ενός ολοένα και μεγαλύτερου αριθμού ανθρώπων σ’ ένα νέο είδος πολιτικής και την παράλληλη μετατόπιση των οικονομικών πόρων/μέσων παραγωγής (εργασία, κεφάλαιο, γη) από την οικονομία της αγοράς. Ο στόχος μιας τέτοιας μεταβατικής στρατηγικής θα πρέπει να είναι η δημιουργία ενός νέου θεσμικού πλαισίου και συστήματος αξιών που, μετά από μια περίοδο έντασης μεταξύ των νέων θεσμών και των παλιών, θα αντικαταστήσει, σε κάποιο σημείο, τόσο την οικονομία της αγοράς και την κρατικιστική δημοκρατία, όσο και το κοινωνικό παράδειγμα που τις «νομιμοποιεί», με μια περιεκτική δημοκρατία και ένα νέο δημοκρατικό παράδειγμα αντίστοιχα.
Είναι σαφές ότι το μεταβατικό στάδιο περιέχει στοιχεία που δεν θα υφίστανται στην τελική κοινωνία. Για παράδειγμα, πολλά από τα στοιχεία που συνιστούν μια μεταβατική οικονομική δημοκρατία προφανώς δεν θα αποτελούν συστατικά στοιχεία της μελλοντικής κοινωνίας. Η περιεκτική δημοκρατία, όπως περιγράφηκε στα δύο προηγούμενα κεφάλαια, είναι μια κοινωνία χωρίς κράτος, χρήμα και αγορά. Από την άλλη μεριά, η μεταβατική στρατηγική, θεωρώντας δεδομένες την κρατικιστική «δημοκρατία» και την οικονομία της αγοράς, στοχεύει στη δημιουργία εναλλακτικών θεσμών και αξιών που θα οδηγήσουν στην εξάλειψη των σημερινών ιεραρχικών θεσμών και αξιών. Σ’ αυτό το πλαίσιο, οι επικρίσεις που διατυπώθηκαν από γνωστό οικο-σοσιαλιστική σε σχέση με προηγούμενη εκδοχή[21] των προτάσεων που γίνονται στο κεφάλαιο αυτό είναι προφανώς άτοπες. Έτσι, ο David Pepper, συγχέοντας τα οικονομικά χαρακτηριστικά μιας μεταβατικής στρατηγικής προς την οικονομική δημοκρατία με την πρόταση για την ίδια την οικονομική δημοκρατία, συμπεραίνει ότι «ο Φωτόπουλος σαφώς προτείνει μια χρηματική οικονομία: τα οικονομικά χαρακτηριστικά (που περιγράφει) βρίσκονται και στην ορθόδοξη πράσινη καπιταλιστική οικονομική θεωρία»![22]
Επομένως, το ερώτημα που προκύπτει εδώ είναι τι είδους στρατηγική μπορεί να εξασφαλίσει τη μετάβαση προς μια περιεκτική δημοκρατία; Συγκεκριμένα, τι είδους δράση και πολιτική οργάνωση μπορεί να αποτελεί μέρος του δημοκρατικού προτάγματος; Σ’ αυτή την προβληματική έχουμε να αντιμετωπίσουμε ερωτήματα για τη σημασία των αγώνων και των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με κάθε συστατικό της περιεκτικής δημοκρατίας: το οικονομικό, το πολιτικό, το κοινωνικό και το οικολογικό. Μια γενική κατευθυντήρια αρχή στην επιλογή μιας κατάλληλης μεταβατικής στρατηγικής είναι η συνέπεια μεταξύ στόχων και μέσων. Πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι μια στρατηγική που στοχεύει σε μια περιεκτική δημοκρατία δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω της χρήσης ολιγαρχικών πολιτικών πρακτικών ή ατομικιστικών δραστηριοτήτων. Έτσι, όσον αφορά, πρώτον, τη σημασία της συλλογικής δράσης με τη μορφή ταξικών συγκρούσεων ανάμεσα στα θύματα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και της κυρίαρχης ελίτ, νομίζω ότι δεν πρέπει να υπάρχει κανένας δισταγμός στην υποστήριξη όλων αυτών των αγώνων, οι οποίοι μπορούν να βοηθήσουν στο να γίνει φανερή η καταπιεστική φύση της κρατικιστικής δημοκρατίας και της οικονομίας της αγοράς. Πρέπει όμως να καταδεικνύεται πάντοτε η συστημική φύση των αιτίων αυτών των συγκρούσεων και το έργο αυτό δεν μπορεί προφανώς να αφεθεί στις γραφειοκρατικές ηγεσίες των συνδικάτων και άλλων παραδοσιακών οργανώσεων. Αυτό είναι έργο των συνελεύσεων στους χώρους εργασίας, οι οποίες θα μπορούσαν να συνομοσπονδιοποιηθούν και να πάρουν μέρος σε τέτοιους αγώνες, ως μέρος ενός ευρύτερου δημοκρατικού κινήματος που βασίζεται στις κοινότητες και τις συνομοσπονδιακές δομές τους.
Στη συνέχεια τίθεται το ζήτημα της σημασίας της δράσης στη βάση, με τη μορφή της εκπαίδευσης ή, εναλλακτικά, της άμεσης δράσης, καθώς και δραστηριοτήτων όπως η Κοινοτική Οικονομική Ανάπτυξη, τα αυτοδιαχειριζόμενα εργοστάσια, οι στεγαστικοί συνεταιρισμοί, τα σχήματα LETS (τοπικές ανταλλαγές χωρίς τη μεσολάβηση χρήματος), οι κομμούνες, οι αυτοδιαχειριζόμενες φάρμες και ούτω καθεξής. Είναι φανερό ότι τέτοιες δραστηριότητες δεν μπορούν να οδηγήσουν από μόνες τους σε ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή. Από την άλλη μεριά, όμως, οι δραστηριότητες αυτές αποτελούν αναγκαία και επιθυμητά μέρη μιας περιεκτικής πολιτικής στρατηγικής, στην οποία η συμμετοχή στις τοπικές εκλογές εκφράζει την κλιμάκωση της δράσης στη βάση. Και αυτό, επειδή η συμμετοχή στις τοπικές εκλογές παρέχει όχι μόνο το πιο αποτελεσματικό μέσο για τη μαζική δημοσιοποίηση ενός προγράμματος για την περιεκτική δημοκρατία, αλλά και την ευκαιρία για να αρχίσει η άμεση εφαρμογή του σε σημαντική κοινωνική κλίμακα.
Με άλλα λόγια, η συμμετοχή στις τοπικές εκλογές δεν είναι μόνο μια εκπαιδευτική άσκηση αλλά και μια έκφραση της πεποίθησης ότι μόνο σε τοπικό επίπεδο, στο επίπεδο της κοινότητας, μπορεί να εγκαθιδρυθεί σήμερα η άμεση και οικονομική δημοκρατία. Επομένως, η συμμετοχή στις τοπικές εκλογές είναι επίσης μια στρατηγική για να αποκτηθεί εξουσία, με στόχο την άμεση κατάλυσή της, μέσω της μεταβίβασης –από την επόμενη μέρα της νίκης στις εκλογές– της διαδικασίας λήψης των αποφάσεων από τις τοπικές αρχές στις συνελεύσεις. Η συμμετοχή στις τοπικές εκλογές δίνει την ευκαιρία να ξεκινήσει η αλλαγή της κοινωνίας από τα κάτω, που είναι η μόνη δημοκρατική στρατηγική, αντίθετα από τις κρατικιστικές προσεγγίσεις που σκοπεύουν να αλλάξουν την κοινωνία από τα πάνω. Ακριβώς δηλαδή επειδή η κοινότητα αποτελεί τη θεμελιώδη κοινωνική και οικονομική μονάδα μιας μελλοντικής δημοκρατικής κοινωνίας, θα πρέπει να ξεκινήσουμε από εκεί για να αλλάξουμε την κοινωνία. Αντίθετα, οι κρατιστές, σε συνέπεια με την κρατικιστική τους αντίληψη για τη δημοκρατία, πιστεύουν ότι πρέπει να ξεκινήσουν από την κορυφή, από το κράτος, προκειμένου να το «εκδημοκρατίσουν».
Οι κρατιστές επομένως είναι απόλυτα συνεπείς με τους στόχους τους, όταν συμμετέχουν στις βουλευτικές εκλογές, στις ομοσπονδιακές εκλογές ή στις ευρωεκλογές, ενώ οι υποστηρικτές μιας περιεκτικής δημοκρατίας θα ήταν απολύτως ασυνεπείς με τους δεδηλωμένους στόχους τους εάν έκαναν το ίδιο. Εν συντομία, η θεμελιώδης διαφορά μεταξύ των τοπικών εκλογών από τη μια μεριά και των βουλευτικών εκλογών από την άλλη (για το εθνικό ή το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο) είναι ότι, ενώ η συμμετοχή στις πρώτες είναι συμβατή με το στόχο μιας περιεκτικής δημοκρατίας και είναι ικανή να οδηγήσει, από μόνη της, στη διάλυση των εξουσιαστικών σχέσεων, η συμμετοχή στις βουλευτικές εκλογές ούτε είναι συμβατή με τη περιεκτική δημοκρατία, ούτε μπορεί να οδηγήσει, στη δυναμική της, στη διάλυση των εξουσιαστικών σχέσεων.
Από τη σκοπιά αυτή, η διάκριση που κάνει ο Howard Hawkins[23] μεταξύ της συμμετοχής στις βουλευτικές εκλογές (μόνο για εκπαιδευτικούς λόγους) και της συμμετοχής στις τοπικές εκλογές (για εκπαιδευτικούς λόγους, αλλά και με σκοπό τη νίκη ώστε να εφαρμοστεί το πρόγραμμα του συνομοσπονδιακού κοινοτισμού) εισάγει μια διπλή ασυμβατότητα: πρώτον, ασυμβατότητα μεταξύ του στόχου της οικολογικής δημοκρατίας και των μέσων για την επίτευξή της, η οποία θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα, τουλάχιστον, τη δημιουργία σύγχυσης γύρω από την πραγματική φύση του κινήματος, δεύτερον, ασυμβατότητα μεταξύ της πραγματικής φύσης της διεκδίκησης ενός κρατικού αξιώματος, η οποία ενσωματώνει τη λογική ενός διαφορετικού κοινωνικού συστήματος («διεκδικώ το αξίωμα αυτό προκειμένου να το χρησιμοποιήσω για να λύσω τα προβλήματά σας») και της εκπαιδευτικής φύσης που αποδίδει σ’ αυτή τη διεκδίκηση ο Hawkins («συμμετέχω στις εκλογές για να μην κερδίσω το αξίωμα»), μια ασυμβατότητα που εύκολα θα μπορούσε να περιθωριοποιήσει τους υποψήφιους ως άσχετους με την εκλογική διαδικασία.
Ο άμεσος στόχος θα πρέπει επομένως να είναι η δημιουργία, από τα κάτω, «λαϊκών βάσεων πολιτικής και οικονομικής δύναμης», δηλαδή, η εγκαθίδρυση τοπικών δημόσιων χώρων άμεσης και οικονομικής δημοκρατίας, οι οποίοι, σε κάποιο σημείο, θα συνομοσπονδιοποιηθούν για να δημιουργήσουν τις συνθήκες για την εγκαθίδρυση της νέας κοινωνίας. Κατά τη γνώμη μου, η προσέγγιση αυτή προσφέρει σήμερα την πιο ρεαλιστική στρατηγική για την εδώ και τώρα αντιμετώπιση των θεμελιακών κοινωνικών, οικονομικών και οικολογικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε και ταυτόχρονα για τη διάλυση των υπαρχουσών εξουσιαστικών δομών.
Έτσι, ένα πολιτικό πρόγραμμα με βάση τη δέσμευση για τη δημιουργία θεσμών περιεκτικής δημοκρατίας θα κεντρίσει εντέλει τη φαντασία της πλειονότητας του πληθυσμού, η οποία σήμερα υποφέρει από τις συνέπειες της συγκέντρωσης της πολιτικής και οικονομικής δύναμης εξαιτίας:
του αποκλεισμού της από τον σημερινό «δημόσιο» χώρο, ο οποίος μονοπωλείται από τους επαγγελματίες πολιτικούς.
της αποστέρησής της από τη δυνατότητα να ελέγχει τον τρόπο με τον οποίο ικανοποιούνται οι ανάγκες της, που αφήνεται σήμερα στις δυνάμεις τις αγορές.
της καθημερινής επιδείνωσης της ποιότητας ζωής, που επιβάλλει η δυναμική της αγοράς και η συνακόλουθη υποβάθμιση του περιβάλλοντος,
Από τη στιγμή που οι θεσμοί της περιεκτικής δημοκρατίας αρχίζουν να εγκαθιδρύονται και οι άνθρωποι, για πρώτη φορά στη ζωή τους, αρχίζουν να έχουν πραγματική δύναμη να καθορίσουν οι ίδιοι τη μοίρα τους, θα τεθεί σε κίνηση η σταδιακή διάβρωση του κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος και του σημερινού θεσμικού πλαισίου. Μια νέα λαϊκή βάση θα έχει δημιουργηθεί. Η μια πόλη μετά την άλλη, η μια περιοχή μετά την άλλη θα απομακρύνονται από τον αποτελεσματικό έλεγχο της οικονομίας της αγοράς και του έθνους-κράτους, καθώς οι πολιτικές και οικονομικές δομές τους θα αντικαθίστανται από τις συνομοσπονδίες των δημοκρατικά διευθυνόμενων κοινοτήτων. Μια δυαδική εξουσία σ’ αντίθεση και ένταση με το κράτος θ ‘αναδυθεί. Φυσικά, σε κάποιο στάδιο, οι κυρίαρχες ελίτ και οι υποστηρικτές τους (που δεν θα συμφωνούν ασφαλώς με την ιδέα της σταδιακής διάβρωσης των προνομίων τους), αφού θα έχουν εξαντλήσει διακριτικότερα μέσα ελέγχου (ΜΜΕ, οικονομική βία κ.λπ.), είναι πιθανό να καταφύγουν στη φυσική βία για να προστατέψουν τα προνόμιά τους, όπως έκαναν πάντοτε στο παρελθόν. Αλλά, ως τότε, ένα νέο εναλλακτικό παράδειγμα θα έχει γίνει ηγεμονικό και θα έχει ήδη επέλθει η ρήξη στη διαδικασία κοινωνικοποίησης –ρήξη που αποτελεί την προϋπόθεση για να επέλθει μια αλλαγή στη θεσμισμένη κοινωνία. Η νομιμοποίηση της σημερινής «δημοκρατίας» θα έχει χαθεί. Σ’ αυτό το στάδιο, η πλειονότητα των ανθρώπων θα είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν την κρατική βία προκειμένου να υπερασπίσουν τις νέες πολιτικές και οικονομικές δομές. Από τη στιγμή που οι πολίτες θα έχουν γευτεί μια πραγματική δημοκρατία, κανένα είδος φυσικής ή οικονομικής βίας δεν θα είναι αρκετό για να τους «πείσει» να επιστρέψουν στις ψευδο-δημοκρατικές μορφές οργάνωσης.
Το σημείο που πρέπει να τονιστεί σχετικά είναι ότι ο κύριος στόχος τόσο της άμεσης δράσης όσο και της συμμετοχής στις τοπικές εκλογές δεν είναι η κατάκτηση της εξουσίας ως αυτοσκοπός αλλά η δημιουργία μιας ρήξης στη διαδικασία κοινωνικοποίησης και συνακόλουθα μιας δημοκρατικής πλειοψηφίας ‘από τα κάτω’ που θα νομιμοποιεί τις νέες δομές της περιεκτικής δημοκρατίας. Με βάση αυτό το στόχο είναι φανερό ότι η συμμετοχή σε εθνικές εκλογές είναι εντελώς απρόσφορο μέσο για την επίτευξη του εφόσον, ακόμη και εάν το κίνημα για την περιεκτική δημοκρατία επιτύχει την πλειοψηφία, δεν θα έχει δοθεί σε αυτό προηγούμενα καμία ευκαιρία για την πρακτική εφαρμογή των νέων θεσμών. Όμως η ρήξη στη διαδικασία κοινωνικοποίησης μπορεί να είναι μόνο βαθμιαία και σε συνάρτηση με την σταδιακή εφαρμογή του προτάγματος της περιεκτικής δημοκρατίας. Αντίθετα, η απόπειρα εφαρμογής του νέου προτάγματος μέσω της κατάκτησης της εξουσίας σε εθνικό επίπεδο δεν δίνει καμία ευκαιρία για την διαλεκτική αλληλεπίδραση θεωρίας και πράξης και τη μεγαλύτερη ομογενοποίηση του συνειδησιακού επιπέδου για τη ριζική κοινωνική αλλαγή. Αυτό διδάσκει η πικρή ιστορική εμπειρία εφόσον το βασικό πρόβλημα της αποτυχίας προηγούμενων, επαναστατικών η μη, προσπαθειών για «συστημική» κοινωνική αλλαγή ήταν ακριβώς η σημαντική ανομοιογένεια στο συνειδησιακό επίπεδο που έδινε την ευκαιρία στις διάφορες ελίτ να στρέφουν τμήματα του λαού το ένα εναντίον του άλλου (π.χ. Χιλή) η οδηγούσε στη δημιουργία αυταρχικών δομών «από πάνω» για την προστασία της επανάστασης (π.χ. Γαλλική ή Ρωσική επανάσταση), ματαιώνοντας κάθε προσπάθεια για τη δημιουργία δομών ισοκατανομής δύναμης.[24]
Ένα νέο είδος πολιτικής οργάνωσης
Η υλοποίηση μιας στρατηγικής σαν κι αυτή που σκιαγραφείται παραπάνω απαιτεί ένα νέο είδος πολιτικής οργάνωσης που θα αντικατοπτρίζει την επιθυμητή διάρθρωση της κοινωνίας. Η οργάνωση αυτή δεν μπορεί βέβαια να είναι το συνηθισμένο πολιτικό κόμμα, αλλά μια μορφή «δημοκρατίας εν δράσει», η οποία θα αναλαμβάνει διάφορες συλλογικές μορφές παρέμβασης, που θα πρέπει να αποτελούν μέρος ενός περιεκτικού προγράμματος κοινωνικού μετασχηματισμού, με στόχο τον μετασχηματισμό κάθε δήμου σε μια περιεκτική δημοκρατία. Τέτοιες μορφές παρέμβασης θα μπορούσαν να είναι:
- στο πολιτικό επίπεδο, η δημιουργία «σκιωδών» πολιτικών θεσμών που βασίζονται στην άμεση δημοκρατία, (συνελεύσεις γειτονιάς κ.λπ.)
- στο οικονομικό επίπεδο, η εγκαθίδρυση δημοτικών μονάδων στο επίπεδο της παραγωγής και της διανομής, των οποίων η ιδιοκτησία και ο έλεγχος είναι συλλογικός (συνεταιρισμοί, πιστωτικές ενώσεις κ.λπ. —βλ. επόμενο τμήμα)
- στο κοινωνικό επίπεδο, η πάλη για τον εκδημοκρατισμό του χώρου εργασίας, του νοικοκυριού κ.λπ.
- στο πολιτισμικό επίπεδο η δημιουργία συλλογικά ελεγχόμενων καλλιτεχνικών και επικοινωνιακών δραστηριοτήτων, οι οποίες, τουλάχιστον για τη μεταβατική περίοδο, θα μπορούσαν να έχουν πανεθνική εμβέλεια.
Η νέα πολιτική οργάνωση θα μπορούσε, για παράδειγμα, να πάρει τη μορφή μιας συνομοσπονδίας αυτόνομων ομάδων (στο περιφερειακό, εθνικό, ηπειρωτικό και παγκόσμιο επίπεδο) που στοχεύουν στο δημοκρατικό μετασχηματισμό των αντίστοιχων κοινοτήτων τους. Τα μέλη της οργάνωσης αυτής δεν δεσμεύονται σε κανένα κλειστό φιλοσοφικό σύστημα, αλλά μόνο στο πρόγραμμα για μια περιεκτική δημοκρατία που θα βασίζεται στη συνομοσπονδία κοινοτήτων. Οι ακτιβιστές του κινήματος αυτού δεν δρουν ως «κομματικά στελέχη», αλλά ως καταλύτες για την εγκαθίδρυση των νέων θεσμών. Η πολιτική τους δέσμευση αναφέρεται στους ίδιους τους δημοκρατικούς θεσμούς και όχι στην πολιτική οργάνωση ή, όπως το θέτει ο Μάρρεϊ Μπούκτσιν, «στις κοινωνικές και όχι στις πολιτικές μορφές».[25]
Η εγκαθίδρυση της δημοκρατίας αναγκαστικά θα είναι μια μακρά διαδικασία που απαιτεί τη δημιουργία ενός τεράστιου λαϊκού κινήματος. Όπως επισημαίνει σχετικά ο Καστοριάδης, η εγκαθίδρυση της δημοκρατίας μπορεί να επιτευχθεί μόνο:
από ένα πελώριο παγκόσμιο κίνημα και μπορεί να γίνει νοητή μόνο μέσα σε μια ολόκληρη ιστορική περίοδο. Κι αυτό γιατί ένα τέτοιο κίνημα —που πηγαίνει πολύ μακρύτερα απ’ ό,τι συνήθως αντιλαμβανόμαστε ως «πολιτικό κίνημα»— δεν πρόκειται να γεννηθεί εάν δεν αμφισβητεί όλες τις θεσμικές σημασίες, τις νόρμες και τις αξίες που κυριαρχούν στο σημερινό σύστημα… ως ένας βαθύς ψυχικός και ανθρωπολογικός μετασχηματισμός που συνοδεύεται με την παράλληλη δημιουργία νέων μορφών ζωής και νέων σημασιών σε όλα τα πεδία.[26]
Είναι επομένως αναγκαίο η νέα πολιτική οργάνωση να θεμελιώνεται στην ευρύτερη δυνατή πολιτική βάση. Κατά τη γνώμη μου, αυτό σημαίνει ένα ευρύ φάσμα ριζοσπαστικών κινημάτων που περιλαμβάνει άνδρες και γυναίκες που δρουν στα κινήματα για την ατομική και κοινωνική αυτονομία, καθώς και τα κινήματα ριζοσπαστικής οικολογίας, ελευθεριακού σοσιαλισμού, ριζοσπαστικού φεμινισμού, τους αριστερούς ελευθεριακούς και κάθε άλλο ρεύμα που υιοθετεί το πρόταγμα για την περιεκτική δημοκρατία.
Δεδομένης της ευρείας προοπτικής του προτάγματος για μια περιεκτική δημοκρατία, το νέο κίνημα θα πρέπει να ασκεί έλξη σ’ όλα σχεδόν τα τμήματα του πληθυσμού, με εξαίρεση την υπερτάξη και τις κυρίαρχες ελίτ. Έτσι, το στοιχείο της οικονομικής δημοκρατίας του προτάγματος θα πρέπει να έλκει πρωταρχικά τα κυρίως θύματα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, δηλαδή «την πλειονότητα του 60% των μη προνομιούχων», η οποία, όπως είδαμε νωρίτερα, περιλαμβάνει την υποτάξη και τους περιθωριοποιημένους, δηλαδή, τους άνεργους, τους χειρωνακτικούς εργάτες, τους χαμηλόμισθους υπαλλήλους, τους μερικά απασχολούμενους (part-timers), τους περιστασιακούς εργάτες, τους αγρότες που εξαφανίζονται εξαιτίας της επέκτασης των μεγάλων αγροτικών επιχειρήσεων, καθώς και τα μελλοντικά μέλη των μεσαίων τάξεων, τους φοιτητές, που κυρίως επανδρώνουν τους κλάδους των υπηρεσιών, οι οποίοι βλέπουν επίσης τα όνειρά τους για εργασιακή ασφάλεια να εξαφανίζονται ραγδαία στις «ελαστικές» αγορές εργασίας που χτίζονται. Θα πρέπει επίσης να έλκει ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας του «40%», το οποίο, μην μπορώντας να ανέλθει στην «υπερτάξη», ζει σε συνθήκες μόνιμης ανασφάλειας.
Αλλά, πέρα από τα ταξικά προβλήματα που μια οικονομική δημοκρατία υπόσχεται να επιλύσει, υπάρχουν επίσης τα διαταξικά προβλήματα της καταπίεσης με βάση το φύλο, την ηλικία, την εθνότητα και την ιεραρχία[27] καθώς επίσης το μείζον οικολογικό πρόβλημα. Έτσι, μια περιεκτική δημοκρατία, και συγκεκριμένα οι συνιστώσες της που αφορούν την άμεση δημοκρατία, και τη δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο, θα πρέπει να έλκουν όχι μόνο τα θύματα της οικονομίας της αγοράς, αλλά και όλους όσους αλλοτριώνονται από τη σημερινή διαχείριση της εξουσίας από τους επαγγελματίες πολιτικούς, η οποία περνάει για «πολιτική». Τέλος, η συνιστώσα της περιεκτικής δημοκρατίας που αφορά την οικολογική δημοκρατία θα πρέπει να έλκει κάθε τμήμα της κοινωνίας που ανησυχεί για την καταστροφή του φυσικού κόσμου γενικά και την επιταχυνόμενη υποβάθμιση της ποιότητας ζωής ειδικότερα.
Συνοψίζοντας, οι διάφορες συνιστώσες της περιεκτικής δημοκρατίας είναι φυσικό ν’ αποτελούν σημείο έλξης για:
- Τα θύματα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς (άνεργοι, χαμηλόμισθοι, αγρότες, περιστασιακά απασχολούμενοι κ.λπ.)
- τους εργάτες που αλλοτριώνονται από τις ιεραρχικές δομές στο χώρο εργασίας,
- τις γυναίκες που αλλοτριώνονται από τις ιεραρχικές δομές τόσο στο σπίτι όσο και στο χώρο εργασίας,
- τις εθνοτικές ή φυλετικές μειονότητες που αλλοτριώνονται από τις διακρίσεις μιας κρατικιστικής «δημοκρατίας» και τελικά
- τους πολίτες γενικά που αλλοτριώνονται από τον τρόπο λήψης αποφάσεων για τα κοινά που έχουν άμεσες επιδράσεις στη ζωή τους και ιδιαίτερα για την ποιότητα ζωής σε σχέση με τη σημερινή συντελούμενη οικολογική καταστροφή.
Η ανάπτυξη ενός νέου και πλάγιου ριζοσπαστικού δημοκρατικού κινήματος σήμερα θα εξέφραζε τη σύνθεση, καθώς και την υπέρβαση, των κορυφαίων κινημάτων για την κοινωνική αλλαγή του αιώνα που τελειώνει, και θα άνοιγε τον δρόμο για μια πραγματικά δημοκρατική κοινωνία στον αιώνα που αρχίζει. Πιστεύω ότι η μόνη ρεαλιστική διέξοδος από τη σημερινή πολυδιάστατη κρίση είναι η δημιουργία ενός τέτοιου ριζοσπαστικού κινήματος, το οποίο, χωρίς ιδεολογικές προκαταλήψεις, πέρα από τη δέσμευσή του σε μια περιεκτική δημοκρατία, θα παλέψει για να θέσει ένα τέλος στη συνεχιζόμενη –και πρόσφατα επιταχυνόμενη– καταστροφή της ανθρώπινης ζωής και των φυσικών πόρων: για την εδώ και τώρα εγκαθίδρυση του Βασιλείου της ελευθερίας.
Ένα περιεκτικό πρόγραμμα κοινωνικού μετασχηματισμού
Ένα περιεκτικό πρόγραμμα κοινωνικής αλλαγής θα πρέπει να κάνει απόλυτα σαφή τον στόχο της δημιουργίας μιας διαφορετικής μορφής κοινωνικής οργάνωσης, που θα βασίζεται στην περιεκτική δημοκρατία. Με άλλα λόγια, το πρόγραμμα θα πρέπει να κάνει εντελώς ξεκάθαρο ότι ο απώτατος στόχος των διάφορων προτάσεων που περιλαμβάνονται σ’ αυτό είναι η αντικατάσταση της σημερινής ολιγαρχικής κοινωνικής δομής από μια περιεκτική δημοκρατία. Αυτό σημαίνει ότι η υλοποίηση ενός τέτοιου προγράμματος δεν εκφράζει απλώς ένα νέο είδος πολιτικής αλλά και την ίδια την πολιτική διάρθρωση που οδηγεί σε μια περιεκτική δημοκρατία. Γι’ αυτό, όπως τονίστηκε παραπάνω, το τοπικό επίπεδο είναι το μόνο πολιτικό επίπεδο στο οποίο οι υποστηρικτές ενός τέτοιου προγράμματος θα πρέπει να αναπτύξουν την πολιτική τους δραστηριότητα. Από τη στιγμή που θα έχει δημιουργηθεί μια νέα πολιτική διάρθρωση σ’ έναν αριθμό δημων/κοινοτήτων, τότε η εντεινόμενη αλλαγή στον συσχετισμό δυνάμεων σε βάρος του κρατισμού και της οικονομίας της αγοράς θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την αλλαγή και της οικονομικής διάρθρωσης.
Έτσι, το οικονομικό πρόγραμμα για τη μετάβαση σε μια περιεκτική δημοκρατία, ξεκινώντας από αιτήματα που κινητοποιούν τους ανθρώπους σε σχέση με τα άμεσα προβλήματα τους, θα πρέπει να έχει τους ακόλουθους βασικούς στόχους:
1) να αναπτύξει μια εναλλακτική συνείδηση στη θέση της σημερινής όσον αφορά τις μεθόδους επίλυσης των οικονομικών και οικολογικών κινημάτων με δημοκρατικό τρόπο. Θα πρέπει επομένως να συνδέει την σημερινή οικονομική και οικολογική κρίση με το υπάρχον κοινωνικό-οικονομικό σύστημα και με την ανάγκη αντικατάστασής του από μια περιεκτική δημοκρατία που θα βασίζεται σε συνομοσπονδιοποιημένες αυτοδύναμες κοινότητες, και
2) να κάνει προτάσεις σε σχέση με το πώς μπορεί να ξεκινήσει η οικοδόμηση των ίδιων των νέων οικονομικών θεσμών που θα οδηγήσουν σε μια περιεκτική δημοκρατία. Θα πρέπει επομένως να προτείνει μέτρα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη οικονομική αυτοδυναμία και σε πραγματικά δημοκρατικές διαδικασίες στη λήψη των αποφάσεων που αφορούν την οικονομική ζωή των ανθρώπων που ζουν στην κοινότητα.
Όσον αφορά τον πρώτο στόχο της δημιουργίας μιας εναλλακτικής συνείδησης, το πρόγραμμα θα πρέπει να δείχνει ξεκάθαρα ότι προβλήματα όπως η ανεργία, η φτώχεια, η εργασιακή αλλοτρίωση, καθώς και η χαμηλή ποιότητα ζωής, η μόλυνση και η περιβαλλοντική καταστροφή συνδέονται όλα μ’ ένα οικονομικό σύστημα το οποίο βασίζεται στη συγκέντρωση της πολιτικής και οικονομικής δύναμης στα χέρια διαφόρων ελίτ που αντιπροσωπεύουν ένα πολύ μικρό τμήμα του πληθυσμού. Ιδιαίτερα θα πρέπει να τονίζεται και με συγκεκριμένο τρόπο η σχέση του καθενός ξεχωριστά από τους κύριους θεσμούς της κοινωνίας προς τα προβλήματα αυτά. Έτσι, θα πρέπει να δείχνεται ότι:
- Η κατανομή των οικονομικών πόρων μέσω της αγοράς οδηγεί σε δυσανάπτυξη, ανεργία και φτώχεια.
- Η ατομική ιδιοκτησία των πλουτοπαραγωγικών πηγών είναι ασύμβατη με την οικονομική δημοκρατία και οδηγεί στην οικονομική και πολιτική ολιγαρχία, την αποξένωση της συντριπτικής πλειονότητας των ανθρώπων από τις δουλειές τους, καθώς και στη διαιώνιση της ανισότητας.
- Η ιεραρχική οργάνωση της κοινωνίας, τόσο στο «μάκρο» επίπεδο (κράτος) όσο και στο «μίκρο» επίπεδο (ιεραρχικές σχέσεις στη δουλειά, στην οικογένεια, στο σχολείο κ.λπ.) είναι ασύμβατη με τη δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο, με την αυτονομία και την ελευθερία.
Όσον αφορά τον δεύτερο στόχο της οικοδόμησης εναλλακτικών οικονομικών θεσμών που οδηγούν στην οικονομική δημοκρατία, το πρόγραμμα θα πρέπει να κάνει σαφείς τους λόγους για τους οποίους η ανάληψη δήμων/κοινοτήτων από ένα ριζοσπαστικό δημοκρατικό κίνημα θα μπορούσε να δημιουργήσει τις συνθήκες για:
τη δραστική αύξηση της οικονομικής αυτοδυναμίας της κοινότητας,
την εγκαθίδρυση ενός δημοτικού οικονομικού τομέα, δηλαδή ενός τομέα του οποίου η ιδιοκτησία ανήκει στους νέους δήμους
τη δημιουργία ενός δημοκρατικού μηχανισμού για τη λήψη των οικονομικών αποφάσεων που αφορούν τον νέο δημοτικό τομέα, καθώς και των αποφάσεων που αφορούν τη ζωή της κοινότητας ως συνόλου (τοπική παραγωγή, τοπικές δαπάνες, τοπικοί φόροι κ.λπ.).
Έτσι, ένα περιεκτικό πρόγραμμα κοινωνικής αλλαγής θα πρέπει να καθιστά σαφές ότι οι πολίτες, για πρώτη φορά στη ζωή τους, θα έχουν πραγματική δύναμη, (μολονότι μερική στην αρχή) να διαφεντεύουν τα οικονομικά πράγματα της κοινότητάς τους. Όλα αυτά, σ’ αντίθεση με τη σημερινή κατάσταση όπου οι πολίτες υποτίθεται ότι έχουν την εξουσία, κάθε τέσσερα περίπου χρόνια, να αλλάξουν το κόμμα που κυβερνά και τις φορολογικές του πολιτικές, αλλά, στην πραγματικότητα, δεν τους δίνεται ούτε μια πραγματική επιλογή, ούτε οποιοσδήποτε τρόπος να επιβάλλουν τη βούλησή τους στους επαγγελματίες πολιτικούς. Αυτό, για παράδειγμα, γίνεται φανερό εάν ρίξει κανείς μια ματιά στα οικονομικά προγράμματα των κομμάτων τα οποία εκφράζονται με τόσο γενικούς και ασαφείς όρους που δεν δεσμεύουν τους πολιτικούς σε τίποτα συγκεκριμένο. Επιπλέον, όσον αφορά τη δαπάνη των εσόδων από τη φορολογία είναι φανερό ότι οι πολίτες δεν έχουν καμιά απολύτως εξουσία να αποφασίζουν για την κατανομή τους ανάμεσα σε εναλλακτικές χρήσεις.
7.2. Η μετάβαση στην οικονομική δημοκρατία
Αλλά, ας εξετάσουμε τα βήματα που μπορούν να γίνουν στη μεταβατική περίοδο σε σχέση με την ικανοποίηση των προϋποθέσεων της οικονομικής δημοκρατίας. Οι προϋποθέσεις αυτές προσδιορίστηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια ως δημοτική αυτοδυναμία, δημοτική ιδιοκτησία των πλουτοπαραγωγικών πηγών και συνομοσπονδιακή κατανομή των πόρων.
Αυτοδυναμία στη μεταβατική περίοδο
Το ζήτημα που ανακύπτει εδώ είναι πώς μπορούμε να δημιουργήσουμε σήμερα τις συνθήκες για αυτοδυναμία, δηλαδή, πώς μπορούμε να βοηθήσουμε τη μετάβαση από το «εδώ» στο «εκεί», από εξαρτημένες σε αυτοδύναμες κοινότητες. Υπάρχει σημαντική βιβλιογραφία για την τοπική οικονομική αυτοδυναμία[28] που μπορεί να μας δώσει πολύτιμα στοιχεία για τα βήματα που πρέπει να γίνουν σε μια μεταβατική φάση προς την περιεκτική δημοκρατία. Ακόμα, τελευταία, όλο και περισσότερες τοπικές κοινότητες, που υποφέρουν από τις συνέπειες της εξαρτημένης αποκέντρωσης, αρχίζουν να ενθαρρύνουν την τοπική αυτοδυναμία μέσω τοπικών πρωτοβουλιών που στοχεύουν στην ικανοποίηση των τοπικών αναγκών από τους τοπικούς πόρους.[29] Εντούτοις, όλη αυτή η βιβλιογραφία όπως και οι αντίστοιχες τοπικές προσπάθειες αποσκοπούν στην αύξηση της αυτοδυναμίας παίρνοντας ως δεδομένη την οικονομία της αγοράς και τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Από την άλλη μεριά, ένα κίνημα για την περιεκτική δημοκρατία πρέπει να αναπτύξει μια μεταβατική στρατηγική για τη ριζοσπαστική αποκέντρωση της εξουσίας στους νέους δήμους με ρητό στόχο την αντικατάσταση του υπάρχοντος πολιτικού και οικονομικού θεσμικού πλαισίου. Οι ακόλουθες προτάσεις μπορεί να θεωρηθούν ως συμβολή σ’ αυτήν την προσπάθεια.
Οι βασικές προϋποθέσεις για την αύξηση της τοπικής οικονομικής αυτοδυναμίας αναφέρονται στη δημιουργία τοπικής οικονομικής δύναμης με τη μορφή:
- οικονομικής εξουσίας,
- φορολογικής εξουσίας, και, πάνω απ’ όλα,
- εξουσίας στον καθορισμό της παραγωγής.
Όσον αφορά την οικονομική εξουσία, η δημιουργία ενός δημοτικού τραπεζικού δικτύου είναι απαραίτητη σ’ αυτή τη διαδικασία. Εντούτοις, η δημιουργία ενός τέτοιου δικτύου προϋποθέτει ότι το κίνημα για την περιεκτική δημοκρατία έχει ήδη αναλάβει την εξουσία σ’ έναν αριθμό δήμων/κοινοτήτων. Ωστόσο, ακόμα και πριν συμβεί αυτό, υπάρχει ένας αριθμός βημάτων που μπορεί να γίνουν προς αυτήν την κατεύθυνση, ακόμα και στο επίπεδο επιμέρους δήμων/κοινοτήτων. Τέτοια βήματα είναι:
- Οι δημοτικές πιστωτικές ενώσεις που είναι οικονομικοί συνεταιρισμοί οι οποίοι υποστηρίζονται από τον νέο δήμο και παρέχουν δάνεια στα μέλη τους για τις προσωπικές και τις επενδυτικές τους ανάγκες. Θα μπορούσαμε ακόμα να φανταστούμε την επέκταση του συνηθισμένου ρόλου των πιστωτικών ενώσεων, έτσι ώστε οι καταθέσεις των μελών να χρησιμοποιούνται για τοπική ανάπτυξη και κοινωνικές επενδύσεις, με άλλα λόγια, για επενδύσεις σε μέλη της τοπικής κοινότητας ώστε να είναι σε θέση να αποκτήσουν βιώσιμη απασχόληση. Μ’ αυτόν τον τρόπο, οι δημοτικές πιστωτικές ενώσεις θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση πάνω στην οποία, σ’ ένα μεταγενέστερο στάδιο, θα κτιζόταν ένα δημοτικό τραπεζικό δίκτυο.
- Το δημοτικό νόμισμα που αποτελεί τοπικό νόμισμα το οποίο ελέγχεται από την κοινότητα. Το νόμισμα αυτό θα μπορούσε να παίξει αποφασιστικό ρόλο στην ενίσχυση της τοπικής αυτοδυναμίας διότι θα έκανε δυνατό τον έλεγχο της οικονομικής δραστηριότητας από τον νέο δήμο ενώ, συγχρόνως, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μέσο για την εισοδηματική ενίσχυση των μελών της κοινότητας. Το δημοτικό νόμισμα δεν αντικαθιστά το εθνικό νόμισμα, αλλά το συμπληρώνει. Ως πρώτο βήμα, τα υπάρχοντα σχήματα LETS[30] θα μπορούσαν να δημοτικοποιηθούν.
- Η δημοτική πιστωτική κάρτα που αποτελεί ένα δημοτικό πιστωτικό σχήμα, το οποίο στοχεύει στην κάλυψη των βασικών αναγκών όλων των πολιτών. Έτσι, θα μπορούσαν να διανεμηθούν στους πολίτες δωρεάν δημοτικές «πιστωτικές κάρτες», στις οποίες το όριο της πίστωσης θα καθοριζόταν σε αντίστροφη συνάρτηση με το εισόδημα και την περιουσία του πολίτη (δηλαδή όσο μεγαλύτερο το επίπεδο εισοδήματος και περιουσίας, τόσο χαμηλότερο το όριο της πίστωσης). Αυτές οι πιστωτικές κάρτες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την αγορά τοπικά παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών. Ένα τέτοιο σχήμα θα μπορούσε επομένως να παίξει χρήσιμο ρόλο στη μετάβαση προς ένα σύστημα διατακτικών, το οποίο θα αντικαθιστούσε όλα τα νομίσματα στην οικονομική δημοκρατία.
Όσον αφορά τη φορολογική εξουσία, το μεταβατικό πρόγραμμα για μια περιεκτική δημοκρατία θα πρέπει να περιέχει βήματα για τη μετατόπιση της φορολογικής εξουσίας από το εθνικό στο τοπικό επίπεδο, ως ένα βασικό βήμα για τη δημιουργία συνθηκών οικονομικής αυτοδυναμίας. Έτσι, θα μπορούσε να εισαχθεί ένα νέο δημοτικό φορολογικό σύστημα (δηλαδή ένα φορολογικό σύστημα το οποίο θα ελέγχεται από τον νέο δήμο), το οποίο θα προσπαθήσει να ανταποκριθεί, (όσο είναι δυνατό κάτω από τους περιορισμούς της οικονομίας της αγοράς η οποία θα εξακολουθεί να υπάρχει στη μεταβατική περίοδο), στις βασικές αρχές της περιεκτικής δημοκρατίας. Με αυτό το στόχο το δημοτικό φορολογικό σύστημα θα έπρεπε να επιχειρήσει την μετατόπιση του φορολογικού βάρους, από τη φορολόγηση του εισοδήματος στη φορολόγηση της περιουσίας, της κατοχής γης, της χρήσης των πλουτοπαραγωγικών πηγών, καθώς και δραστηριοτήτων που δημιουργούν περιβαλλοντικό και κοινωνικό κόστος για την κοινότητα. Όσον αφορά τη διάθεση των φορολογικών εσόδων, οι σχετικοί στόχοι ενός δημοτικού φορολογικού συστήματος θα έπρεπε να είναι:
- Η χρηματοδότηση ενός προγράμματος για την δημοτικοποίηση των τοπικών πλουτοπαραγωγικών πηγών, που θα παρείχε ευκαιρίες εργασίας σ’ όλους τους πολίτες της κοινότητας.
- Η χρηματοδότηση ενός προγράμματος κοινωνικών δαπανών που θα κάλυπτε τις βασικές ανάγκες όλων των πολιτών, με τη μορφή ενός βασικού εισοδήματος (το μέγεθός του θα εξαρτάται από το εισόδημα και την περιουσία του πολίτη) που θα είναι εξασφαλισμένο για κάθε πολίτη, ανεξάρτητα από την ικανότητά του για εργασία. Το βασικό αυτό εισόδημα θα μπορούσε να πληρώνεται μέσω της δημοτικής πιστωτικής κάρτας που αναφέραμε παραπάνω.
- Η χρηματοδότηση θεσμικών διευθετήσεων που θα έκαναν τη δημοκρατία στα νοικοκυριά αποτελεσματική (π.χ. αμοιβή της εργασίας στο σπίτι, της φροντίδας για τα παιδία και τους ηλικιωμένους από μέλη της οικογένειας κ.λπ.)
- Η χρηματοδότηση προγραμμάτων για την αντικατάσταση των παραδοσιακών ενεργειακών πλουτοπαραγωγικών πηγών με τοπικούς ενεργειακούς πόρους, και κυρίως με φυσική ενέργεια (ηλιακή, αιολική κ.λπ.) που θα ελαχιστοποιούσε την εξάρτηση των τοπικών οικονομιών από εξωτερικά κέντρα καθώς και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της ενέργειας.
- Η παράλληλη οικονομική ποινικοποίηση των αντιοικολογικών δραστηριοτήτων των παραρτημάτων και των θυγατρικών μεγάλων εταιριών στο έδαφος της κοινότητας.
Έτσι, η συνισταμένη των παραπάνω μέτρων θα ήταν η αναδιανομή της οικονομικής δύναμης μέσα στην κοινότητα, με την έννοια της μεγαλύτερης ισότητας στη κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου. Αυτό, σε συνδυασμό με την εισαγωγή ενός δημοκρατικού Πλάνου, θα δημιουργούσε μια γερή βάση για τη μετάβαση προς μια πλήρη οικονομική δημοκρατία.
Τέλος, όσον αφορά την πολύ σημαντική εξουσία του καθορισμού της παραγωγής, θα πρέπει να σχεδιαστούν περιεκτικά προγράμματα που θα περιλαμβάνουν συγκεκριμένες προτάσεις για τις αλλαγές που είναι απαραίτητες στην οικονομική δομή κάθε δήμου, έτσι ώστε να μπορούν να επιτευχθούν οι στόχοι μιας περιεκτικής δημοκρατίας. Μια μεταβατική στρατηγική προς μεγαλύτερη αυτοδυναμία θα σήμαινε ότι οι πολίτες θα έπρεπε να παράγουν περισσότερα για τους εαυτούς τους και ο ένας για τον άλλο και ότι θα αντικαθιστούσαν προϊόντα που παράγονται έξω από τον δήμο με τοπικά παραγόμενα αγαθά και υπηρεσίες. Θα μπορούσαν σχετικά να δοθούν οικονομικά κίνητρα τόσο στους ιδιοκτήτες τοπικών καταστημάτων για να τους παρακινήσουν να εφοδιάζονται με τοπικά παραγόμενα προϊόντα, όσο και στους πολίτες για να τα αγοράζουν. Αυτό, με τη σειρά του, θα ενθάρρυνε τους τοπικούς παραγωγούς (αγρότες, τεχνίτες κ.λπ.) να παράγουν για/και να πωλούν στην τοπική αγορά, σπάζοντας τις αλυσίδες των μεγάλων δικτύων παραγωγής και διανομής.
Εντούτοις, η δημιουργία δημοτικών επιχειρήσεων, δηλαδή επιχειρήσεων που θα ανήκουν στον νέο δήμο και θα έχουν στόχο την παραγωγή ή τη διανομή, θα είχε πολιτική σημασία, σ’ αυτό το μεταβατικό στάδιο προς τη περιεκτική δημοκρατία, μόνο εφόσον οι επιχειρήσεις αυτές θ’ αποτελούσαν μέρος ενός περιεκτικού πολιτικού προγράμματος προς έναν ριζοσπαστικό κοινωνικό μετασχηματισμό. Όπως θέτει το θέμα ο Μάρρεϊ Μπούκτσιν σε σχέση με το πρόγραμμά του για τον Συνομοσπονδιακό Κοινοτισμό:
Οι συνεταιρισμοί τροφίμων κ.λπ., εάν δεν εντάσσονται σ’ ένα ελευθεριακό κοινοτιστικό πλαίσιο και σ’ ένα πολιτικό κίνημα που επικεντρώνεται στην επίτευξη των επαναστατικών ελευθεριακών στόχων, ως μια δυαδική εξουσία ενάντια στις επιχειρήσεις και το κράτος, δεν είναι τίποτα περισσότερο από καλοήθεις επιχειρήσεις τις οποίες ο καπιταλισμός και το κράτος εύκολα μπορούν να ανεχθούν, χωρίς κανένα φόβο ότι θ’ αμφισβητήσουν την εξουσία τους.[31]
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αναβίωση της τοπικής οικονομίας, στο πλαίσιο ευρύτερων εθνικών και υπερεθνικών οντοτήτων, θα μπορούσε να παίξει αποφασιστικό ρόλο όχι μόνο στη θεμελίωση της οικονομικής δημοκρατίας, αλλά και στην αναδιάρθρωση των οικονομικά ασθενέστερων περιφερειών. Μόνο η μείωση του βαθμού εξάρτησης αυτών των περιφερειών από τα μητροπολιτικά κέντρα θα επέτρεπε τη δημιουργία ενός νέου μοντέλου παραγωγής και κατανάλωσης, συμβατού με το οικονομικό δυναμικό της κάθε περιφέρειας. Για παράδειγμα, σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, η αναβίωση των τοπικών οικονομιών αποτελεί σήμερα τη μόνη διέξοδο από τη χρόνια οικονομική κρίση που δημιουργήθηκε από την ιστορική αποτυχία τόσο του κρατισμού όσο και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας να δημιουργήσουν μια σύγχρονη παραγωγική δομή που θα ήταν σε θέση να ικανοποιεί τις βασικές ανάγκες της χώρας χωρίς να καταδικάζεται ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, κυρίως οι νέοι, στην ανεργία και την αναγκαστική μετανάστευση.[32]
Τέλος, μια μεταβατική στρατηγική προς μεγαλύτερη αυτοδυναμία θα πρέπει να περιλαμβάνει τη δημιουργία ενός δημοτικού συστήματος πρόνοιας, δηλαδή ενός συστήματος παροχής κοινωνικών υπηρεσιών που θα ελέγχεται από τον νέο δήμο. Η μεταβίβαση σημαντικών κοινωνικών υπηρεσιών (εκπαίδευση, υγεία, στέγαση κ.λπ.) στους νέους δήμους είναι ιδιαίτερα σημαντική σήμερα που το κράτος-πρόνοιας βρίσκεται υπό διάλυση και αντικαθίσταται σταδιακά από ασφαλιστικά δίκτυα για τους πολύ φτωχούς και από την παράλληλη ενίσχυση της ιδιωτικής κάλυψης των βασικών αναγκών. Η χρήση των τοπικών πλουτοπαραγωγικών πηγών για την παροχή των σχετικών υπηρεσιών θα πρέπει να μεγιστοποιηθεί, με στόχο τόσο τη δημιουργία τοπικής απασχόλησης και τοπικού εισοδήματος, όσο και τη δραστική μείωση της εξωτερικής εξάρτησης. Εντούτοις, ένα περιεκτικό δημοτικό πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιας που ενέχει την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών σε υψηλότερα επίπεδα (τριτοβάθμια εκπαίδευση, μεγάλα νοσοκομεία κ.λπ.) θα μπορούσε να εγκαθιδρυθεί μόνο με τη συνεργασία ενός αριθμού νέων δήμων και θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για ένα συνομοσπονδιακό σύστημα πρόνοιας.
Το δημοτικό σύστημα πρόνοιας όχι μόνο θα ήταν λιγότερο επιρρεπές στη γραφειοκρατικοποίηση, αλλά θα παρείχε έναν πολύ πιο αποτελεσματικό μηχανισμό από το κρατικό σύστημα πρόνοιας, λόγω του μικρότερου μεγέθους του και της ευκολότερης διαχείρισής του από πολίτες με πλήρη γνώση των τοπικών προβλημάτων. Επιπλέον, καθώς η δημοτικοποίηση των κοινωνικών υπηρεσιών θα ήταν μέρος ενός προγράμματος για την ενίσχυση της ατομικής και κοινωνικής αυτονομίας, θ’ αποφευγόταν η δημιουργία μιας νέας κουλτούρας εξάρτησης.
Η μετάβαση σε μια ‘δημοτική’ οικονομία
Η δημιουργία ενός δημοτικοποιημένου οικονομικού τομέα είναι ένα αποφασιστικό βήμα στη μετάβαση προς την περιεκτική δημοκρατία, όχι μόνο λόγω της σημασίας που έχει σε σχέση με την οικονομική δημοκρατία, αλλά και επειδή η εγκαθίδρυση αυτοδιαχειριζόμενων παραγωγικών μονάδων αποτελεί το θεμέλιο για τη δημοκρατία στο χώρο εργασίας. Ένας δημοτικοποιημένος οικονομικός τομέας θα ενείχε νέες συλλογικές μορφές ιδιοκτησίας που θα εξασφάλιζαν τον έλεγχο της παραγωγής, όχι μόνο από αυτούς που εργάζονται στις παραγωγικές μονάδες αλλά και από το δήμο . Οι παραγωγικές μονάδες θα μπορούσαν να ανήκουν στο δήμο και να διευθύνονται από τους εργαζόμενους στις μονάδες αυτές, ενώ η τεχνική διαχείριση (μάρκετινγκ, σχεδιασμός κ.λπ.) θα μπορούσε να ανατίθεται σε εξειδικευμένο προσωπικό. Εντούτοις, ο συνολικός έλεγχος των δημοτικών επιχειρήσεων θα πρέπει να ανήκει στις δημοτικές συνελεύσεις, οι οποίες θα επιβλέπουν την παραγωγή, τις πολιτικές απασχόλησης και τις περιβαλλοντικές πολιτικές τους. Για παράδειγμα, ως ένα βήμα στη μετάβαση προς μια οικονομική δημοκρατία, οι δημοτικές συνελεύσεις θα μπορούσαν να μειώσουν δραστικά τις μισθολογικές διαφορές των εργαζομένων στις δημοτικές επιχειρήσεις.
Έτσι, οι νέες μορφές οργάνωσης της παραγωγής και της συλλογικής ιδιοκτησίας όχι μόνο θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για μια οικονομική δημοκρατία, αλλά και θα ενισχύσουν το «γενικό κοινωνικό συμφέρον». Και αυτό, σε αντίθεση με τα ιεραρχικά οργανωμένα κοινωνικά συστήματα όπου οι άρχουσες κοινωνικές τάξεις και ομάδες αναπόφευκτα επιδιώκουν το μερικό συμφέρον. Επομένως, η απάντηση στην οικονομική αποτυχία των σοσιαλιστικών επιχειρήσεων δεν είναι η νεοφιλελεύθερη (με τη σοσιαλδημοκρατική συνενοχή) ιδιωτικοποίηση τους, αλλά η δημοτικοποίηση τους. Η θεμελίωση μια σειράς δημοτικών επιχειρήσεων που ανήκουν και ελέγχονται από τον δήμο (μέσω των δημοτικών συνελεύσεων) σε συνεργασία με τους εργαζόμενους σ’ αυτές (μέσω των συνελεύσεων στους χώρους εργασίας) θα δημιουργούσε ευκαιρίες τοπικής απασχόλησης και θα τόνωνε το τοπικό εισόδημα, σε συνθήκες που θα εξασφάλιζαν:
οικονομική δημοκρατία, με την έννοια της δημοκρατικής συμμετοχής στη διαχείριση αυτών των επιχειρήσεων,
δημοκρατία στους χώρους εργασίας χωρίς θεσμοθετημένες ιεραρχικές δομές,
εργασιακή ασφάλεια
οικολογική ισορροπία.
Τα δυο σημαντικά ερωτήματα που ανακύπτουν εδώ σε σχέση με την δημοτικοποίηση της οικονομίας στη μεταβατική περίοδο είναι, πρώτον, πώς θα εγκαθιδρυθούν τέτοιες δημοτικές επιχειρήσεις και, δεύτερον, πώς θα διευθύνονται έως ότου γίνουν μέρη μιας πλήρους οικονομικής δημοκρατίας.
Όσον αφορά το ζήτημα της εγκαθίδρυσης δημοτικών επιχειρήσεων, αυτή θα μπορούσε να επιτευχθεί μ’ ένα συνδυασμό μεθόδων. Ορισμένες από αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν ακόμα και πριν οι υποστηρικτές μιας περιεκτικής δημοκρατίας αναλάβουν έναν δήμο/κοινότητα. Για παράδειγμα, η σύσταση Δημοτικών Κτηματικών Εταιριών (Land Trusts) είναι ένας χρήσιμος τρόπος για την χρηματοδότηση της αγοράς γης προς συλλογική ιδιοκτησία, χρησιμοποιώντας ως εγγύηση την ίδια την αξία της γης. Τέτοιες εταιρίες έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί σε διάφορα μέρη για την κοινοτική ανάπτυξη.[33]
Άλλα μέτρα μπορούν να υιοθετηθούν αποτελεσματικά μόνο μετά την επιτυχή συμμετοχή στις τοπικές εκλογές. Έτσι, ένα σημαντικό βήμα για την εγκαθίδρυση ενός δημοτικού οικονομικού τομέα είναι η δημιουργία ενός δικτύου δημοτικών τραπεζικών συνεταιρισμών, παρόμοιων, για παράδειγμα, με το πολύ επιτυχημένο δίκτυο της Caja Laboral Popular των Βάσκων στην Ισπανία[34], το οποίο υποστηρίζει τους συνεταιρισμούς του Mondragon. Στην Ισπανία, το δίκτυο αυτό δεν είναι δημοτικοποιημένο και στήθηκε από αυτούς που είχαν αναμειχθεί στη δημιουργία του συνεταιριστικού κινήματος. Η διαδικασία όμως αυτή εγείρει σοβαρές αμφιβολίες για το κατά πόσο ένα τέτοιο σχήμα είναι όχι μόνο επιθυμητό αλλά ακόμη και εφικτό έξω από τα πλαίσια της ισχυρά εθνικιστικής Βασκικής κοινότητας του Mondragon.
Ένας πιο εφικτός και επιθυμητός τρόπος για τους δήμους που ελέγχονται από το κίνημα της Περιεκτικής Δημοκρατίας ίσως ήταν η εγκατάσταση τραπεζικού δικτύου δημοτικής ιδιοκτησίας και ελέγχου. Έτσι, κάθε δήμος θα μπορούσε να έχει τη δική του δημοτική τράπεζα που θα μπορούσε αρχικά να ενσωματωθεί σ’ ένα περιφερειακό, και στη συνέχεια σ’ ένα συνομοσπονδιακό, δίκτυο. Ένα τέτοιο δίκτυο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για:
την απορρόφηση της τοπικής αποταμίευσης που θα προσελκυόταν στο δίκτυο από το γεγονός ότι οι αποταμιευτές θα είχαν τη δυνατότητα να ελέγχουν το χαρακτήρα των επενδυτικών του δραστηριοτήτων. Ο έλεγχος αυτός θα μπορούσε να ασκείται από τις δημοτικές συνελεύσεις σε συνεργασία με τις συνελεύσεις των υπαλλήλων της τράπεζας και θα διασφάλιζε τη διοχέτευση των αποταμιεύσεων σε έργα που αποσκοπούν στην τοπική ανάπτυξη, στη μεγιστοποίηση της τοπικής απασχόλησης, στον περιορισμό των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της παραγωγής κλπ.
την χρηματοδότηση επενδύσεων σε σύγχρονες παραγωγικές μονάδες που έχουν ως στόχο τους την τοπική δημιουργία κοινωνικού πλούτου και την επακόλουθη μείωση της εξάρτησης της τοπικής οικονομίας από εξωτερικά κέντρα. Έτσι, τα έσοδα από την τοπική φορολογία θα μπορούσαν να χρησιμοποιούνται όχι μόνο για τη χρηματοδότηση των τοπικών έργων υποδομής και κοινωνικών υπηρεσιών αλλά και για τη χρηματοδότηση –μέσω του δικτύου των δημοτικών τραπεζών– επενδύσεων σε νέες παραγωγικές μονάδες (ή για την αγορά παλαιών) που θα εντάσσονταν στο δημοτικοποιημένο τομέα της οικονομίας. Επομένως το μεγαλύτερο μέρος του αρχικού κεφαλαίου που απαιτείται για τη σύσταση των δημοτικοποιημένων επιχειρήσεων θα πρέπει να προέλθει από τα δημοτικά έσοδα, τα οποία, μέσω του δημοτικού τραπεζικού δικτύου, θα μπορούσαν να διοχετευθούν, με τη μορφή δανείου, προς ομάδες πολιτών που επιθυμούν να συστήσουν δημοτικούς συνεταιρισμούς κ.λπ.
την προσφορά άλλων εξειδικευμένων υπηρεσιών που θα μπορούσαν να επιτρέψουν την δημιουργία και λειτουργία δημοτικών επιχειρήσεων από κάθε ενδιαφερόμενη κοινωνική ομάδα στην κοινότητα, η οποία δεν κατέχει κατ’ ανάγκη και την απαιτούμενη εξειδικευμένη γνώση (π.χ. εργάτες χρεοκοπημένων επιχειρήσεων, άνεργοι, χαμηλόμισθοι κ.λπ.). Σήμερα, η αποκέντρωση της πληροφόρησης επεκτείνεται γοργά. Για παράδειγμα, στην Emilia-Romana της Ιταλίας, έχει αναπτυχθεί ένα ολόκληρο δίκτυο κέντρων παροχής εξειδικευμένων υπηρεσιών σε μικρές επιχειρήσεις (από μάρκετινγκ ως βιομηχανική έρευνα κ.λπ.), ενώ στην Ιαπωνία, με το σύστημα Kohsetsushi, κάθε πόλη έχει το δικό της κέντρο έρευνας και εφαρμοσμένης τεχνολογίας για μικρές επιχειρήσεις.[35]
Η δημοτική τράπεζα θα μπορούσε να αναλάβει τη διεξαγωγή έρευνας για τον τύπο των παραγωγικών μονάδων που χρειάζεται η τοπική κοινότητα. Είναι φανερό ότι η ιδιωτική πρωτοβουλία δεν θα μπορούσε να αναλάβει ούτε το συντονισμό των επενδυτικών προγραμμάτων ούτε την έρευνα για τους τομείς στους οποίους θα πρέπει να αναπτυχθούν οι νέες μονάδες, εφόσον το έργο αυτό απαιτεί μια γενική γνώση των οικονομικών δεδομένων και αναγκών. Ο αποσπασματικός χαρακτήρας των ιδιωτικών επενδύσεων είναι ούτως ή άλλως η βασική αιτία του ανισoμερούς χαρακτήρα της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η έρευνα επομένως σχετικά με τις συγκεκριμένες μονάδες στις οποίες θα πρέπει να κατευθυνθούν οι τοπικές επενδύσεις καθώς και σχετικά με τη γεωγραφική κατανομή των μονάδων αυτών (δηλαδή, σχετικά με τη δυνατότητα των τοπικών οικονομιών να αναλάβουν την υλοποίησή τους) θα πρέπει να αναληφθεί, σε πρώτη φάση, από τα ερευνητικά κέντρα του δικτύου δημοτικών τραπεζών και, σ’ ένα μεταγενέστερο στάδιο, από τη συνομοσπονδία των δήμων. Τα κριτήρια όμως που θα χρησιμοποιούνται στο ερευνητικό αυτό πρόγραμμα δεν θα πρέπει να είναι τα στενά τεχνοκρατικά οικονομικά κριτήρια της αποτελεσματικότητας (όπως ορίζεται σήμερα), αλλά εναλλακτικά κριτήρια που θα στοχεύουν στη μεγιστοποίηση της τοπικής απασχόλησης και της τοπικής (και συνακόλουθα της συνομοσπονδιακής) αυτοδυναμίας και παραγωγικότητας, καθώς και στην ελαχιστοποίηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Επομένως, θα πρέπει να εισαχθεί κάποιο είδος αξιολόγησης των κοινωνικών επενδύσεων και κοινωνικής λογιστικής για την εκτίμηση των συγκεκριμένων προτάσεων, την παρακολούθηση της πορείας πραγματοποίησής τους και γενικά την αξιολόγηση της δημιουργίας κοινωνικού πλούτου. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αναπτυχθούν νέοι οικονομικοί δείκτες, (η σχετική έρευνα έχει ήδη προχωρήσει[36]), στη θέση των σημερινών δεικτών μέτρησης της ευημερίας. Τέλος, η δημοτική τράπεζα θα πρέπει να παρέχει εξειδικευμένες υπηρεσίες για το χωροταξικό σχεδιασμό της παραγωγής, το σχεδιασμό του εργοστασίου, την εκπαίδευση του προσωπικού, τα λογιστικά συστήματα κ.λπ.
Όσον αφορά το ζήτημα της διεύθυνσης των δημοτικοποιημένων αυτών επιχειρήσεων κατά τη μεταβατική περίοδο, νομίζω ότι θα πρέπει να αποκλειστούν μορφές αυτοδιαχείρισης, όπως οι Γιουγκοσλαβικές κοοπερατίβες και οι ‘μετοχικές επιχειρήσεις των εργαζόμενων’ (Employee Stock Ownership Plan, ESOP). Και αυτό, διότι οι μεν πρώτες τείνουν προς το σοσιαλιστικό κρατισμό και οι δεύτερες προς την οικονομία της αγοράς. Έτσι, στο γιουγκοσλαβικό σύστημα αυτοδιαχείρισης, όλος ο κεφαλαιουχικός εξοπλισμός ανήκε στο κράτος και όχι στην ίδια την επιχείρηση. Οι εργάτες επομένως δεν είχαν κανένα απολύτως κίνητρο να επενδύσουν στην κεφαλαιουχική βάση του εργοστασίου, με αποτέλεσμα η παραγωγικότητα να χωλαίνει. Από την άλλη μεριά, στα σχήματα ESOP έχουμε ένα έμμεσο σύστημα εργατικής ιδιοκτησίας που βασίζεται σ’ ένα συνταξιοδοτικό σχήμα των εργαζομένων και όχι σ’ ένα σχήμα εργατικής δημοκρατίας. Για παράδειγμα, το σύστημα ψηφοφορίας θεμελιώνεται στην κατοχή μετοχών από τους εργαζόμενους και όχι στη δημοκρατική αρχή ένα-πρόσωπο-μία ψήφος. Επομένως, το όλο σύστημα καταλήγει σε μια τέλεια καπιταλιστική μετοχική εταιρία και η μόνη διαφορά με τις συνήθεις μετοχικές εταιρίες είναι ότι το σύστημα αυτό μετατρέπει τους εργαζόμενους σε μετόχους-καπιταλιστές.
Οι δημοτικές επιχειρήσεις δεν θα πρέπει να αναπαράγουν τη γραφειοκρατική δομή των σοσιαλιστικών συνεταιρισμών και θα πρέπει να διακρίνονται σαφώς από τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Έτσι, εκτός από την ιδιοκτησία (η οποία ανήκει στον νέο δήμο και όχι σε καπιταλιστές ή στο κράτος), η όλη διάρθρωση και λειτουργία των επιχειρήσεων θα πρέπει να είναι διαφορετική από τις αντίστοιχες των καπιταλιστικών και κρατικοσοσιαλιστικών επιχειρήσεων. Χρειάζεται επομένως η μεγαλύτερη δυνατή αποκέντρωση για να αποφύγουμε τη γραφειοκρατικοποίησή τους αλλά και για διασφαλίσουμε τη μέγιστη δυνατή αυτονομία σ’ όσους εργάζονται σ’ αυτές, στα όρια φυσικά που θέτουν οι στόχοι του δήμου.
Η αποκέντρωση της λήψης των αποφάσεων, στο πλαίσιο συνεταιρισμών των οποίων η ιδιοκτησία θα ανήκει στο νέο δήμο αλλά η ανεξάρτητη διαχείριση θα ανήκει στους εργαζόμενους, είναι ίσως η καλύτερη λύση. Μ’ άλλα λόγια, η δημοτική συνέλευση θα μπορούσε να προσδιορίζει τους κοινωνικούς και οικολογικούς στόχους που θα πρέπει να επιτύχει η δημοτική επιχείρηση (π.χ. το ποσοστό των δημοτικών εσόδων που θα διατεθεί για την επίτευξη των κοινωνικών και οικολογικών στόχων της κοινότητας, τα οικολογικά στανταρς που θα πρέπει να επιτευχθούν, την ασφάλεια της απασχόλησης κ.λπ.), ενώ η ίδια η επιχείρηση θα μπορούσε να διευθύνεται κατά τον τρόπο που διευθύνεται, για παράδειγμα, ένας συνεταιρισμός του Mondragon —με σημαντικές προσαρμογές που θα έκαναν τη δομή της δημοκρατική. Ένας πιθανός τρόπος για την επίτευξη του προτεινομένου υψηλού βαθμού αποκέντρωσης στη λήψη των αποφάσεων θα ήταν, για παράδειγμα, οι δημοτικές συνελεύσεις να παρέχουν τις δημοτικοποιημένες επιχειρήσεις στις κολεκτίβες των εργαζομένων, με βάση συμβάσεων μακρόχρονης μίσθωσης (lease).
Όσον αφορά ιδιαίτερα τη διευθυντική δομή, το πρόβλημα τίθεται συνήθως ως θέμα σύγκρουσης μεταξύ ιεραρχικής αποτελεσματικότητας και εργατικής δημοκρατίας. Στον τύπο συνεταιρισμού του Mondragon, η έμφαση δίνεται στην αποτελεσματικότητα παρά στη δημοκρατία. Έτσι, η Γενική Συνέλευση παίζει περιορισμένο ρόλο, εφόσον εκλέγει μόνο το 1/3 των μελών του Εποπτικού Συμβουλίου το οποίο εκλέγει τους μάνατζερ. Στην ουσία, η κοοπερατίβα διευθύνεται από τους μάνατζερ και η Γενική Συνέλευση των εργατών συνέρχεται μόνο μία ή δύο φορές το χρόνο.
Στη βελτιωμένη εκδοχή που προτείνουμε εδώ, η Γενική Συνέλευση, εκφράζοντας το μερικό συμφέρον των εργαζομένων στην επιχείρηση, θα μπορούσε να εκλέγει τα μισά μέλη του Εποπτικού Συμβουλίου, ενώ η Δημοτική Συνέλευση, εκφράζοντας το γενικό συμφέρον της κοινότητας, θα μπορούσε να εκλέγει τα άλλα μισά. Τα μέλη του Εποπτικού Συμβουλίου θα πρέπει να είναι άτομα με εξειδικευμένες γνώσεις πάνω στον τύπο της συγκεκριμένης παραγωγικής δραστηριότητας (για να μπορούν να ασκούν πραγματική εποπτεία στους μάνατζερ) και θα πρέπει να είναι ανακλητά από τις αντίστοιχες συνελεύσεις. Το Εποπτικό Συμβούλιο θα εκλέγει με τη σειρά του το διευθυντικό προσωπικό, το οποίο θα αποτελείται από άτομα με εξειδικευμένες γνώσεις στο αντικείμενο της δραστηριότητάς τους. Επομένως, το κύρος του διευθυντικού προσωπικού θα εκπηγάζει από τη γνώση τους και μόνο, πράγμα που σημαίνει ότι καμιά ιεραρχική εξουσία δεν θα είναι ανεκτή έναντι των απλών εργαζόμενων. Τέλος, η συνέλευση του χώρου εργασίας, η οποία θα πρέπει να συνέρχεται πολύ πιο συχνά απ’ ό,τι η Γενική Συνέλευση στο Mondragon, θα καθορίζει ποιες αποφάσεις θα παίρνονται από την ίδια και ποιες θα μεταβιβάζονται στο Εποπτικό Συμβούλιο και τους μάνατζερ, έτσι ώστε να υπάρχει ισορροπία μεταξύ αποτελεσματικότητας και δημοκρατίας.
Εντούτοις, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτός ο τύπος δημοτικής επιχείρησης είναι χρήσιμος μόνο στη μεταβατική περίοδο, έως ότου η οικονομία δημοτικοποιηθεί πλήρως. Κι αυτό, επειδή έχει ένα βασικό μειονέκτημα: παρά τις προτεινόμενες τροποποιήσεις για να ικανοποιείται το γενικό συμφέρον, το ίδιο το γεγονός ότι, σ’ ένα σύστημα οικονομίας της αγοράς, οι μονάδες αυτές θα βρίσκονται κάτω από τη σταθερή ανταγωνιστική πίεση των καπιταλιστικών επιχειρήσεων σημαίνει ότι το μερικό συμφέρον των υπαλλήλων θα τείνει να υπερβαίνει το γενικό συμφέρον της κοινότητας. Γι’ αυτό, η κυριαρχία του ‘κοινοτικού πνεύματος’ αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη δημιουργία και κοινωνική λειτουργία τέτοιων συνεταιρισμών: τα μέλη, επομένως, των κοινοτικών επιχειρήσεων θα πρέπει να είναι φορείς ενός τέτοιου κοινοτικού πνεύματος. Ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα σε σχέση με τις δημοτικές επιχειρήσεις είναι ότι οι επιχειρήσεις αυτές μπορεί να μην είναι σε θέση να επιβιώσουν τον ανταγωνισμό με τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις που έχουν το πλεονέκτημα των οικονομιών κλίμακας και σημαντικών διαφορών στην παραγωγικότητα. Νομίζω, όμως, ότι το πρόβλημα αυτό θα έχει πολύ μικρότερη σημασία σε μια αυτοδύναμη οικονομία, όπου οι δημοτικές επιχειρήσεις κατευθύνουν την παραγωγική τους δραστηριότητα κυρίως στην τοπική αγορά. Και αυτό, διότι η κοινωνική υπευθυνότητα και ικανοποίηση, που ενδυναμώνονται από την αυτοδυναμία και το δημοκρατικό έλεγχο, αποτελούν εγγύηση για την ποιότητα των προϊόντων. Επιπλέον, θα μπορούσε κανείς να περιμένει ότι οι νέοι πολιτικοί και οικονομικοί θεσμοί θα δημιουργήσουν μια νέα συνείδηση που θα κάνει τον πολίτη να αντιστέκεται περισσότερο στα καθαρά οικονομικά κίνητρα. Το γεγονός άλλωστε ότι οι δημοτικές επιχειρήσεις είναι τμήμα ενός περιεκτικού πολιτικού προγράμματος για συστημική αλλαγή (σε αντίθεση με τις ανάλογες προσπάθειες στο πλαίσιο της στρατηγικής τρόπου ζωής) συμβάλλει αποφασιστικά στη δημιουργία αυτής της συνείδησης.
Τέλος, μια σημαντική διαφορά μεταξύ των δημοτικών επιχειρήσεων και των συνεταιρισμών τύπου Mondragon, που κάνει τις πρώτες πραγματικές μεταβατικές παραγωγικές μονάδες στην πορεία προς μια περιεκτική δημοκρατία, είναι ότι θα παράγουν αποκλειστικά για την τοπική αγορά, με τη χρήση τοπικών πλουτοπαραγωγικών πηγών. Αν αντίθετα αρχίσουν να παράγουν για την ευρεία αγορά έξω από την κοινότητα, όπως για παράδειγμα κάνουν αυτή τη στιγμή οι συνεταιρισμοί του Mondragon, τότε θα άρχιζε μια διαδικασία που θα τελείωνε με την απορρόφησή τους από την οικονομία της αγοράς, έστω και αν τυπικά ονομάζονταν ακόμα συνεταιρισμοί. Έτσι, στην περίπτωση Mondragon, όπως παρατηρεί ακόμα και ένας ενθουσιώδης υποστηρικτής τους, οι ανταγωνιστικές πιέσεις που δημιουργήθηκαν από την ενσωμάτωση της Ισπανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση οδήγησαν :
στην εντατικοποίηση της ενσωμάτωσης των συνεργατικών ομάδων ώστε να γίνουν πιο ανταγωνιστικές απέναντι στους υπερεθνικούς ανταγωνιστές, στην επέκταση του ιδιαιτέρως επιτυχημένου συνεργατικού συστήματος λιανικής πώλησης πέρα από τη Βασκική περιφέρεια σε κοινές επιχειρήσεις με άλλους συνεταιρισμούς και με μη κερδοσκοπικές επιχειρήσεις οι οποίες δεν επιτρέπουν στους εργάτες να γίνουν μέλη αμέσως, στην αύξηση των διαφορών στους μισθούς για να προσελκυσθούν ειδικευμένοι τεχνικοί και μάνατζερ κ.λπ.[37]
Είναι επομένως φανερό ότι η επιτυχία των δημοτικών επιχειρήσεων εξαρτάται από το εάν είναι αναπόσπαστο τμήμα ενός περιεκτικού προγράμματος δημοτικοποίησης της οικονομίας, με άλλα λόγια, ενός προγράμματος τα συστατικά στοιχεία του οποίου είναι αυτοδυναμία, δημοτικοποιημένη ιδιοκτησία και δημοτική κατανομή των οικονομικών πόρων. Ο στόχος της διαδικασίας αυτής είναι η βαθμιαία μετατόπιση όλο και περισσότερων ανθρώπινων και μη ανθρώπινων πόρων από την οικονομία της αγοράς προς τη νέα δημοτικοποιημένη οικονομία, η οποία θα αποτελέσει τη βάση μιας περιεκτικής δημοκρατίας. Στο τέλος αυτής της διαδικασίας, οι δημοτικές επιχειρήσεις θα ελέγχουν την δημοτική οικονομία και θα ενσωματωθούν στον δημοτικοποιημένο τομέα της συνομοσπονδίας, που θα μπορούσε κατόπιν να αγοράσει ή να απαλλοτριώσει τις μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Η μετάβαση σε μια συνομοσπονδιακή κατανομή των αγαθών και υπηρεσιών
Ένα βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει μια στρατηγική προς τη συνομοσπονδιακή κατανομή των οικονομικών πόρων είναι πώς θα δημιουργηθούν οι απαιτούμενες θεσμικές διευθετήσεις για την οικονομική δημοκρατία στη μεταβατική περίοδο, όταν το θεσμικό πλαίσιο θα εξακολουθεί να είναι μια οικονομία της αγοράς. Η συνομοσπονδιακή κατανομή των οικονομικών πόρων, όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ενέχει δυο βασικούς μηχανισμούς:
ένα δημοκρατικό μηχανισμό σχεδιασμού για τις περισσότερες μακροοικονομικές αποφάσεις, και
ένα σύστημα διατακτικών για τις περισσότερες μικροοικονομικές αποφάσεις που δημιουργεί συνθήκες ελευθερίας επιλογής, αντικαθιστώντας την πραγματική αγορά με μια τεχνητή.
Είναι φανερό ότι το σύστημα διατακτικών δεν μπορεί να εισαχθεί πριν από τη δημιουργία μιας πλήρους οικονομικής δημοκρατίας με τη μορφή συνομοσπονδιοποιημένων δήμων, παρόλο που βήματα προς αυτή την κατεύθυνση θα μπορούσαν να έχουν γίνει νωρίτερα, όπως είδαμε παραπάνω. Εντούτοις, ένα σύστημα δημοκρατικού σχεδιασμού θα μπορούσε να εισαχθεί ακόμα και στη μεταβατική περίοδο, παρόλο που, όπως είναι φανερό, το εύρος των αποφάσεων θα περιορίζεται σοβαρά από την οικονομία της αγοράς. Ωστόσο, ένα τέτοιο σύστημα θα μπορούσε να παίξει χρήσιμο ρόλο στην εκπαίδευση των πολιτών στην οικονομική δημοκρατία και ταυτόχρονα στη δημιουργία των προϋποθέσεων για ατομική και κοινωνική αυτονομία.
Αλλά, για να είναι ένας δημοκρατικός μηχανισμός σημαντικός και να προσελκύει πολίτες στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, προϋποτίθεται ότι οι ίδιες οι αποφάσεις είναι σημαντικές. Η περίπτωση της κλασικής Αθήνας δείχνει ότι, στο βαθμό που ικανοποιείται ο όρος αυτός, είναι απόλυτα εφικτή η κινητοποίηση χιλιάδων ανθρώπων για την άσκηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων. Έτσι, όπως παρατηρεί ο Hansen:
το επίπεδο της πολιτικής δραστηριότητας που επέδειξαν οι αθηναίοι πολίτες δεν έχει ανάλογο στην παγκόσμια ιστορία, από την άποψη αριθμών, συχνότητας και επιπέδου συμμετοχής… η Συνέλευση είχε συνήθως συμμετοχή 6.000 πολιτών (από τους 30.000 άνδρες πολίτες ηλικίας άνω των δεκαοκτώ), σε μια κανονική δικάσιμο 2.000 πολίτες διαλέγονταν με κλήρο και εκτός των 500 μελών του Συμβουλίου, υπήρχαν 700 επιπλέον δικαστές.[38]
Είναι επομένως σημαντικό ότι, στη μεταβατική περίοδο προς μια περιεκτική δημοκρατία, ο δήμος πρέπει να ενδυναμωθεί με σημαντικές εξουσίες, που θα τον μετατρέψουν σ’ ένα περιεκτικό σύστημα τοπικής φορολογίας, δαπανών και χρηματοδότησης. Στη συνέχεια, οι δημοτικές συνελεύσεις (ή οι συνελεύσεις γειτονιάς σε μεγάλες πόλεις, συνομοσπονδιοποιημένες σε δημοτικές συνελεύσεις) μπορούν να ενδυναμωθούν για να παίρνουν αποφάσεις που αφορούν την οικονομική ζωή της κοινότητας, οι οποίες στη συνέχεια θα εκτελούνται από το δημοτικό συμβούλιο ή κάποιο άλλο αντίστοιχο σώμα, αφού προηγουμένως το σώμα αυτό θα έχει μετατραπεί σε σώμα ανακλητών εντολοδόχων.
Έτσι, η μετατόπιση της φορολογικής εξουσίας στους δήμους, που πρέπει να αποτελεί βασικό αίτημα ενός νέου δημοκρατικού κινήματος, θα επέτρεπε στις δημοτικές συνελεύσεις να καθορίζουν το ύψος των φόρων καθώς και τον τρόπο με τον οποίο οι φόροι θα επιβάλλονταν πάνω στο εισόδημα, τον πλούτο, τη γη, τη χρήση ενέργειας και την κατανάλωση. Οι δημοτικές συνελεύσεις θα μπορούσαν κατά τακτά ετήσια διαστήματα να συνέρχονται και να συζητούν διάφορες προτάσεις σχετικά με το επίπεδο της φορολογίας για την επόμενη χρονιά σε σχέση με τον τρόπο που πρέπει να ξοδευτούν τα δημοτικά έσοδα. Με τον τρόπο αυτό, οι δημοτικές συνελεύσεις, στην πραγματικότητα, θα άρχιζαν να αναλαμβάνουν τις δημοσιονομικές εξουσίες του κράτους, τουλάχιστον όσον αφορά τις κοινότητες τους, μολονότι βέβαια στη μεταβατική περίοδο (μέχρι η συνομοσπονδία των δήμων να αντικαταστήσει το κράτος), θα υπόκειντο επίσης στην κρατική δημοσιονομική εξουσία.
Παρόμοια μέτρα μπορούν να ληφθούν σε σχέση με τις υπάρχουσες κρατικές εξουσίες, όσον αφορά την κατανομή των χρηματοοικονομικών πόρων. Η εισαγωγή ενός δημοτικού τραπεζικού συστήματος, σε συνδυασμό με το δημοτικό νόμισμα, θα έδινε σημαντική εξουσία στις δημοτικές συνελεύσεις για τον καθορισμό του τρόπου κατανομής των πόρων αυτών σε σχέση με την υλοποίηση των στόχων της κοινότητας (δημιουργία νέων επιχειρήσεων, οικολογικοί στόχοι κ.λπ.).
Τέλος, οι συνελεύσεις θα έχουν σημαντικές εξουσίες στον καθορισμό της κατανομής των οικονομικών πόρων στον δημοτικοποιημένο τομέα της κοινότητας, δηλαδή στις δημοτικοποιημένες επιχειρήσεις και κοινωνικές υπηρεσίες. Ως πρώτο βήμα, οι δημοτικές συνελεύσεις θα μπορούσαν να εισάγουν ένα σύστημα διατακτικών σε σχέση με τις κοινωνικές υπηρεσίες. Σ’ ένα μεταγενέστερο στάδιο, όταν ένας σημαντικός αριθμός κοινοτήτων θα έχει προσχωρήσει στη συνομοσπονδία περιεκτικών δημοκρατιών, οι δημοτικές συνελεύσεις θα μπορούσαν να επεκτείνουν το σύστημα διατακτικών ώστε να καλύπτονται οι βασικές ανάγκες όλων των πολιτών, στην αρχή, παράλληλα με την οικονομία της αγοράς —μέχρις ότου η τελευταία εξαφανιστεί σταδιακά.
Καταλήγοντας στο κεφάλαιο αυτό, κανείς δεν πρέπει να έχει αυταπάτες ότι η εφαρμογή της μεταβατικής στρατηγικής προς μια οικονομική δημοκρατία δεν θα αντιμετωπίσει λυσσώδη επίθεση από τις ελίτ που ελέγχουν την κρατική μηχανή και την οικονομία της αγοράς. Παρόλα’ αυτά, στο βαθμό που το επίπεδο συνειδητοποίησης της πλειονότητας του πληθυσμού θα έχει ανυψωθεί στο σημείο που να υιοθετεί τις αρχές που περιλαμβάνονται σ’ ένα πρόγραμμα για την περιεκτική δημοκρατία —και η πλειονότητα του πληθυσμού έχει κάθε συμφέρον να υποστηρίξει ένα τέτοιο πρόγραμμα σήμερα—, νομίζω ότι οι παραπάνω προτάσεις είναι απολύτως εφικτές, μολονότι μπορεί φυσικά να υπάρξουν σημαντικές τοπικές διαφοροποιήσεις από χώρα σε χώρα και από περιοχή σε περιοχή, ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες. Χωρίς να υποτιμούμε τις δυσκολίες που υπάρχουν στο πλαίσιο των σημερινών παντοδύναμων μεθόδων πλύσης εγκεφάλου και οικονομικής βίας, οι οποίες μπορεί στην πραγματικότητα να αποδειχθούν πιο αποτελεσματικές από την καθαρή κρατική βία στην καταστολή ενός κινήματος για την περιεκτική δημοκρατία, νομίζω ότι η προτεινόμενη στρατηγική είναι μια ρεαλιστική στρατηγική στην πορεία προς μια νέα κοινωνία.
[1] Peter Marshall, Nature's Web, an Exploration of Ecological Thinking (London: Simon & Schuster, 1992). Βλ ακόμη Walter and Dorothy Schwarz, Living Lightly: Travels in the Post-Consumer Society (London: Jon Carpenter, 1999
[2] Βλ., για παράδειγμα, David Pepper, Eco-Socialism: From Deep Ecology to Social Justice (London: Routledge, 1993), σελ. 199.
[3] Για μια γραφική περιγραφή της στρατολόγησης σεκιουριταδων από την υποτάξη για την «αντιμετώπιση» των πράσινων ακτιβιστών που διαδήλωναν ενάντια στη μερική καταστροφή ενός δάσους που γινόταν στο πλαίσιο κατασκευής οδικής αρτηρίας στο Newbury της Βρετανίας, βλ. John Vidal, The Guardian (25 Ιανουαρίου1996).
[4] Βλ. Ted Trainer, The Conserver Society: Alternatives for Sustainability (London: Zed Press, 1995).
[5] Ted Trainer, The Conserver Society, σελ. 220.
[6] Murray Bookchin, «Ελευθεριακή Τοπική Αυτοδιεύθυνση», Κοινωνία και Φύση, τομ. 1, τευχ. 1,(1992) σελ. 125.
[7] Murray Bookchin, «Κομουναλισμός: η δημοκρατική διάσταση του αναρχισμού», Δημοκρατία και Φύση (πρώην Κοινωνία και Φύση) τευχ. 1 (1996).
[8] Murray Bookchin & Dave Foreman, Defending the Earth, A Debate Between Murray Bookchin and Dave Foreman (Montreal: Black Rose, 1991), σελ. 61-62.
[9] Murray Bookchin , «Ελευθεριακή Τοπική Αυτοδιεύθυνση», σελ. 125.
[10] David Pepper, Eco-socialism, σελ. 200.
[11] Roy Morrison, Ecological Democracy (Boston: South End Press, 1995), σελ. 25.
[12] Roy Morrison, Ecological Democracy, σελ. 8-9.
[13] Roy Morrison, Ecological Democracy, σελ. 9.
[14] Βλ. την κριτική της Janet Biehl για το βιβλίο του Kirkpatrick Sale, Rebels Against the Future: The Luddites and Their War on the Industrial Revolution, Lessons for the Computer Age (Reading, Mass.: Addison-Wesley, 1995) στο Green Perspectives, No. 36 (Φεβρουάριος 1996), σελ. 8.
[15] Roy Morrison, Ecological Democracy, σελ. 12.
[16] Roy Morrison, Ecological Democracy, σελ. 138-40.
[17] Roy Morrison, Ecological Democracy, σελ. 14-15.
[18] Roy Morrison, Ecological Democracy, σελ. 22.
[19] Roy Morrison, Ecological Democracy, σελ. 144. Ένα παρόμοιο πρόγραμμα για την αποκέντρωση της εξουσίας από τα κάτω, σε διεθνές επίπεδο, προτείνεται από τους Brecher και Costello, σε μια κάπως απλοϊκή εκδοχή του κοσμοπολίτικου μοντέλου δημοκρατίας του David Held,Jeremy Brecher and Tim Costello, Global Village or Global Pillage, Economic Restructuring from the Bottom Up, (Boston, MA, South End Press, 1994).
[20] Roy Morrison, Ecological Democracy, σελ. 161.
[21] Τάκης Φωτόπουλος, «Οι οικονομικές βάσεις της οικολογικής κοινωνίας», Κοινωνία και Φύση, τομ.1 , τευχ. 3 (1993).
[22] David Pepper, Modern Environmentalism (London: Routledge, 1996), σελ. 321.
[23] Howard Hawkins, The Greens Bulletin (April 1992), σελ. 27-30.
[24] Βλ. Τ. Fotopoulos, «Mass media, Culture, and Democracy», Democracy & Nature, vol 5 no 1 (issue 13), 1999.
[25] Murray Bookchin, Post-Scarcity Anarchism (London: Wildwood House, 1971), σελ. 217.
[26] Cornelius Castoriadis, Philosophy, Politics, Autonomy (Oxford: Oxford University Press, 1991), σελ. 204.
[27] Βλ. Murray Bookchin , «The Ghost of Anarcho-Syndicalism», Anarchist Studies, Vol. 1, No. 1 (Άνοιξη1993).
[28] Θα ανέφερα ενδεικτικά τα σημαντικά έργα πάνω σ’ αυτό το ζήτημα του James Robertson, βλ, π.χ., το άρθρο του «Η αναβίωση της τοπικής οικονομίας» στο Κοινωνία και Φύση, τομ. 1, τευχ. 1 (1992) και το βιβλίο του Future Wealth (Cassell, 1990, κεφ. 5) Βλ. ακόμα, Paul Ekins, Trade for Mutual Self-reliance, (London: TOES publication, 1989), και Local Economic Self-reliance (London: TOES publication, 1988)· τη συμβολή του Johan Galtung στο The Living Economy, Paul Ekins, επιμ. (NY: Routledge & Kegan Paul, 1986), σελ. 97-109· και C. George Benello et al. Building Sustainable Communities (NY: Bootstrap, 1989), κεφ. 18-20.
[29] Βλ., για παράδειγμα, το Homegrown Economy Project στην πόλη Saint Paul της Minnesota, που αναφέρεται από τον James Robertson και το οποίο χρησιμοποιεί διάφορα περιεκτικά κριτήρια για την ενίσχυση της τοπικής οικονομίας στη διαδικασία ίδρυσης νέων επιχειρήσεων και υποστήριξης των παλιών· J. Robertson, Future Wealth (London: Cassell, 1989), σελ. 43) και παρόμοια πειράματα στην Μπολώνια, στη Βρέμη κλπ, στα οποία έχω αναφερθεί αλλού, για παράδειγμα, Ελευθεροτυπία (22 Σεπτεμβρίου1990) και στο βιβλίο μου Η Νεοφιλελεύθερη Συναίνεση, Γόρδιος, 1993, σ. 243.
[30] Για μια περιγραφή του συστήματος LETS, βλ. Ross V.G. Dobson, Bringing the Economy Home from the Market (Montreal: Black Rose, 1993).
[31] Murray Bookchin , «Σχόλια για τη Συνάντηση του Διεθνούς Δικτύου Κοινωνικής Οικολογίας και τη ‘Βαθιά Κοινωνική Οικολογία’ του John Clark”, Δημοκρατία και Φύση, Νο 2, σελ. 159 (1996).
[32] Τάκης Φωτόπουλος, Εξαρτημένη Ανάπτυξη: η ελληνική περίπτωση (Αθήνα: Εξάντας, 1985 & 1987).
[33] Για παράδειγμα, σε κοινότητες αυστραλών ιθαγενών, αλλά και στη Βρετανία όπου αναπτύχθηκε ένας αυτοσχεδιασμένος, αυτοοικοδομημενος οικισμός στο Shropshire. Για περισσότερα σε σχέση με τις Κοινοτικές Κτηματικές Εταιρίες, βλ. C. George Benello et al., Building Sustainable Communities, Part I.
[34] Βλ. M. A. Lutz & K. Lux, Humanistic Economics (New York: Bootstrap, 1988), σελ. 263-68.
[35] Βλ. Will Hutton, The Guardian (1 Ιουνίου 1992).
[36] Βλ., π.χ., V. Anderson's Alternative Economic Indicators (NY: Routledge & Kegan Paul, 1991).
[37] Roy Morrison, Ecological Democracy (Boston: South End Press, 1995), σελ. 154.
[38] Mogens Herman Hansen, The Athenian Democracy in the age of Demosthenes, (Oxford: Blackwell, 1991), σελ. 313.