Επίλογος

στο βιβλίο Περιεκτική Δημοκρατία

 

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

Η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» οδήγησε την Αριστερά στο να εγκαταλείψει κάθε ιδέα μιας ελεύθερης κοινωνίας, η οποία, όπως προσπάθησα να δείξω στα προηγούμενα κεφάλαια, είναι ασύμβατη με την οικονομία της αγοράς και τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις διάφορες μορφές «ριζοσπαστικής» δημοκρατίας που προωθούνται από την Αριστερά και τα μη ριζοσπαστικά  Πράσινα ρεύματα, που προτείνουν διάφορους συνδυασμούς της οικονομίας της αγοράς με τη φιλελεύθερη «δημοκρατία», με στόχο την ενίσχυση της κοινωνίας των πολιτών. Έτσι, η μεν οικονομία της αγοράς υιοθετείται, επειδή υποτίθεται ότι έχει αποδείξει την «αποτελεσματικότητά» της σε σύγκριση με το σχεδιασμό,  η δε φιλελεύθερη δημοκρατία, επειδή υποτίθεται ότι εξασφαλίζει την ατομική αυτονομία.

 

Στην πραγματικότητα, όπως δείχθηκε στα προηγούμενα κεφάλαια, καμιά από αυτές τις υποθέσεις δεν είναι βάσιμη. Η οικονομία της αγοράς και η συνακόλουθη οικονομία ανάπτυξης κάθε άλλο παρά αποτελεσματικές είναι στην εξασφάλιση της ανθρώπινης ευημερίας, είτε όσον αφορά την ικανοποίηση ακόμα και των βασικών αναγκών της πλειονότητας του παγκόσμιου πληθυσμού, είτε όσον αφορά την διασφάλιση της καλής ποιότητας ζωής για όλους, εκτός ίσως από το περίπου 1% του παγκόσμιου πληθυσμού που συνιστά την «υπερτάξη». Ακόμα, η φιλελεύθερη δημοκρατία έχει οδηγήσει στη σημερινή συγκέντρωση  δύναμης στα χέρια των ελίτ που ελέγχουν την πολιτική εξουσία με τη βοήθεια των ΜΜΕ, τα οποία παίζουν έναν κρίσιμο ρόλο στην κατασκευή συναίνεσης και στη νομιμοποίηση των επιλογών των ελίτ.[1]

 

Επιπλέον, όπως προσπάθησε να δείξει το βιβλίο αυτό, οι προτάσεις της Αριστεράς για την ενίσχυση της κοινωνίας των πολιτών είναι εντελώς ουτοπικές στο υπάρχον πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Όσο η πολιτική και η οικονομική δύναμη εξακολουθεί να συγκεντρώνεται στα χέρια διαφόρων ελίτ,  μέσω ενός συστήματος που έχει εγγενείς μηχανισμούς για την περαιτέρω ενίσχυση της συγκέντρωσης αυτής, δεν υπάρχει κανένας τρόπος ‘από μέσα’ από το σύστημα, ο οποίος θα εξανάγκαζε μια ριζική αποκέντρωση δύναμης προς την κατεύθυνση που επιθυμούν οι υποστηρικτές της προσέγγισης της κοινωνίας των πολιτών. Και, όπως προσπάθησα να δείξω, η επιτάχυνση της διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς οδηγεί σε σημαντικές αλλαγές στις οικονομικές και πολιτικές δομές, οι οποίες  επιτείνουν ακόμη περισσότερο τη συγκέντρωση της οικονομικής και της πολιτικής δύναμης. Στην πραγματικότητα, ο σημερινός βαθμός διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς δεν συνεπάγεται απλώς ότι το μοντέλο της οικονομίας της αγοράς που έχει τις μεγαλύτερες πιθανότητες να γενικευθεί θα είναι το πιο ανταγωνιστικό, αλλά και ότι το είδος της κοινωνίας των πολιτών που τελικά θα επικρατήσει  θα είναι το πιο συμβατό με αυτό το μοντέλο. Όπως είδαμε στο προηγούμενα κεφάλαια, το μοντέλο αυτό είναι εκείνο που επιβάλλει τους λιγότερους κοινωνικούς ελέγχους πάνω στις αγορές, δηλαδή το πιο αγοραιοποιημένο.

 

Για να το θέσουμε απλά, με βάση τις σημερινές τάσεις, το είδος οικονομίας και κοινωνίας που θα γενικευθεί δεν είναι η «κοινωνική αγορά» και/ή τα κορπορατίστικα μοντέλα της Γερμανίας ή της Ιαπωνίας, στα οποία οι υποστηρικτές της κοινωνίας των πολιτών έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους μετά την κατάρρευση του σκανδιναβικού μοντέλου. Ο κόσμος φαίνεται να κινείται προς μια νέα, ακόμα πιο σκληρή από τη σημερινή,  παγκόσμια τάξη, η οποία ελάχιστη σχέση έχει με τους ευσεβείς πόθους της Αριστεράς της κοινωνίας των πολιτών για έναν πιο δημοκρατικό κόσμο, όπου οι διάφορες ελίτ θα είναι πολύ περισσότερο υπόλογες στην κοινωνία των πολιτών απ’ ό,τι σήμερα. Αυτή η νέα παγκόσμια τάξη συνεπάγεται ότι, στο κέντρο, το μοντέλο που έχει τη μεγαλύτερη πιθανότητα να γενικευθεί είναι το αγγλοσαξονικό μοντέλο της μαζικής χαμηλόμισθης απασχόλησης και υποαπασχόλησης, με τη φτώχεια να ‘αντιμετωπίζεται’ με τα ανεπαρκή ασφαλιστικά δίκτυα που η «κοινωνία του 40%» θα ανεχόταν να χρηματοδοτεί, σε αντάλλαγμα ενός ανεκτού βαθμού κοινωνικής ειρήνης που θα διασφαλίζεται κυρίως από τους τεράστιους μηχανισμούς ασφαλείας που δημιουργούνται από τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Όσον αφορά την περιφέρεια, κάποια μέρη της θα συνεχίσουν τη σημερινή «εκβιομηχάνιση», δημιουργώντας την ψευδαίσθηση της οικονομικής ανάπτυξης, ενώ στην πραγματικότητα θα παρέχουν απλώς το περιβάλλον για φτηνή (όσον αφορά το κόστος εργασίας) και βρώμικη (όσον αφορά το περιβαλλοντικό κόστος) παραγωγή, έτσι ώστε να γίνεται δυνατή η αναπαραγωγή της οικονομίας ανάπτυξης στο κέντρο και ενός κακέκτυπόυ της στην περιφέρεια.

 

Η ανάπτυξη αυτής της νέας παγκόσμιας τάξης δεν μπορεί να αποδοθεί στην «απληστία» των νεοφιλελεύθερων ή στην «προδοσία» των σοσιαλδημοκρατών. Στο σημερινό θεσμικό πλαίσιο, οι πολιτικές επιλογές των ελίτ (είτε νεοφιλελεύθερες είτε σοσιαλδημοκρατικές) είναι αυστηρά περιορισμένες. Σε μια διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, η εισαγωγή αποτελεσματικών κοινωνικών ελέγχων για την προστασία της υποτάξης και των περιθωριοποιημένων, ή για την προστασία του περιβάλλοντος, θα δημιουργούσε σοβαρά συγκριτικά μειονεκτήματα για το έθνος-κράτος ή το οικονομικό μπλοκ που θα κατάφευγε σε τέτοιες πολιτικές. Σ’ αυτό το πλαίσιο, με σκληρά διλήμματα, όπως είναι το δίλημμα «απασχόληση ή  περιβάλλον», να αναδύονται διαρκώς (παρά τα φληναφήματα των περιβαλλοντιστών οικολόγων, της Greenpeace κ.λπ.), όχι μόνο η προνομιούχος «κοινωνία του 40%», αλλά ακόμα και τμήματα της υποτάξης και των περιθωριοποιημένων, θα μπορούσαν εύκολα να πειστούν ότι οι μόνες ρεαλιστικές πολιτικές είναι αυτές που ακολουθούνται από τις ελίτ. Και με μια έννοια οι πολιτικές αυτές είναι πράγματι ρεαλιστικές. Με άλλα λόγια, μέσα στους περιορισμούς που επιβάλλει το θεσμικό πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, οι ελίτ έχουν δίκιο να τονίζουν ότι «δεν υπάρχει καμιά εναλλακτική λύση».

 

Αυτό σημαίνει ότι οι λίστες των ευχολογίων που προτείνει σήμερα η «Αριστερά» της κοινωνίας των πολιτών, ή ο ‘Τρίτος δρόμος’ της κεντρο-αριστεράς, αλλά και τα διάφορα κοκκινοπράσινα σχήματα που δεν θέτουν θέμα συστημικής αλλαγής για την διέξοδο από την πολυδιάστατη κρίση, αλλά αντίθετα ονειρεύονται την επιβολή (κάτω από την πίεση της κοινωνίας πολιτών) αποτελεσματικών κοινωνικών ελέγχων στις εθνικές ή διεθνείς αγορές, δεν εκφράζουν τίποτα περισσότερο από τους ευσεβείς πόθους  μιας εκφυλισμένης «Αριστεράς» που έχει εγκαταλείψει κάθε όραμα για έναν ριζοσπαστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Όπως υποστηρίχθηκε σ’ αυτό το βιβλίο, οι μόνοι εφικτοί έλεγχοι σήμερα είναι αυτοί  που έχουν απλώς ρυθμιστικό χαρακτήρα, κυρίως προς το συμφέρων εκείνων που ελέγχουν την οικονομία, ενώ οποιοιδήποτε αποτελεσματικοί κοινωνικοί έλεγχοι προς το συμφέρον της υπόλοιπης κοινωνίας και του περιβάλλοντος έχουν γίνει ανέφικτοι στο πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και των ελεύθερων αγορών κεφαλαίου. Για τον ίδιο λόγο, οι διάφορες εκδοχές «ριζοσπαστικής» δημοκρατίας είναι πολύ λιγότερο ρεαλιστικές από την πρόταση για μια περιεκτική δημοκρατία που διατυπώθηκε στα προηγούμενα κεφάλαια. 

 

Το βιβλίο αυτό έχει ένα στόχο και μία φιλοδοξία.

 

Ο στόχος είναι να δείξει ότι η διέξοδος από τη σημερινή πολυδιάστατη κρίση μπορεί να βρεθεί μόνο ‘απέξω’ και όχι μέσα στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο.

 

Η φιλοδοξία είναι να ξεκινήσει μια συζήτηση σε σχέση με την επιτακτική πια ανάγκη για ένα νέο απελευθερωτικό πρόταγμα και τις στρατηγικές εφαρμογής του.

   

 

[1] Βλ. Takis Fotopoulos, «Mass media, Culture, and Democracy» στο Democracy & Nature, Vol. 5 No. 1 (issue 13/1999) που έχει ειδικό θέμα  τα μαζικά μέσα επικοινωνίας (Μass media, culture and democracy). Βλ., ακόμη,  Edward S. Herman and Noam Chomsky, Manufacturing Consent, The Political Economy of the Mass Media (Νέα Υόρκη: Pantheon Books, 1988).