(Παρακάτω ακολουθεί ο διάλογος περί Αριστεράς και Ρεφορμισμού που πραγματοποιήθηκε μέσα από την Αυγή μεταξύ Τ. Φωτόπουλου και Χρ. Λάσκου τον Ιούνιο του 2004)


 

printable version

 

ΕΝΘΕΜΑΤΑ

Η κυριακάτικη Αυγή · 6 Ιουνίου 2004

 

Η Αλέκα Παπαρήγα, ο Τάκης Φωτόπουλος και η Ρεφορμιστική Αριστερά

ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΙΑΣΚΟΣ

 

Επειδή κάποιους θα ξένισε ο τίτλος, εξηγούμαι αμέσως. Μεταξύ του ΚΚΕ και του Τ. Φωτόπουλου υπάρχει μια χαρακτηριστική ομοιότητα. Κάνουν πληθωρικότατη, σχεδόν τελετουργική, χρήση χαρακτηρισμών ―επιθετικών και ονομαστικών― όταν αναφέρονται σ' όσους στο πλαίσιο της Αριστεράς αντιλαμβάνονται ως διαφορετικούς (ή, μήπως εχθρούς;). Στην περίπτωση του ΚΚΕ ο όρος που εμφανίζεται χιλιάδες ―κυριολεκτικά― φορές στα κείμενα που αναλύουν την κατάσταση της χώρας, τον ιμπεριαλισμό, τα πάντα εν τέλει, είναι ο οπορτουνισμός. Στα άρθρα και τις παρεμβάσεις του Τ. Φωτόπουλου κυριαρχεί το επίθετο ρεφορμιστική κάθε φορά που αναφέρεται σ’ ένα τμήμα της Αριστεράς. Μάλιστα σ' ένα τελευταίο του κείμενο («Ελευθεροτυπία», 14/5) προσδιορίζονται κάποιοι από τους φορείς που στη χώρα μας ανήκουν στη ρεφορμιστική Αριστερά. Πρόκειται βεβαία για τον Συνασπισμό, αλλά και την ΑΚΟΑ, το Δίκτυο για τα Πολιτικά και Κοινωνικά δικαιώματα, τους Οικολόγους-Πράσινους κ.λπ. Υποψιάζομαι πως αυτό το κ.λπ. περιλαμβάνει όλους τους πολιτικούς οργανισμούς εκτός των οπαδών της Περιεκτικής δημοκρατίας, αλλά επιφυλάσσομαι για την επιβεβαίωση αυτής της υποψίας. Αυτό που είναι βέβαιο πάντως είναι πως οι δυνάμεις του Κοινωνικού Φόρουμ είναι οπορτουνιστικές για τον πρώτο και ρεφορμιστικές για τον δεύτερο σχεδόν συλλήβδην. Και είναι τέτοιες ανεξάρτητα οπό τις εκφρασμένες προθέσεις τους ή τις διακηρύξεις, αντικειμενικά που λένε. Για να δούμε...

 

Ο Τάκης Φωτόπουλος και οι ρεφορμιστές

 

Η πολιτική ανάλυση του Φωτόπουλου και, μαζί, η ταξινόμηση των πολιτικών δυνάμεων σε κατηγορίες στηρίζεται σε μια ορισμένη προσέγγιση της σημερινής κατάστασης του κόσμου. Κατά την άποψη του, η μεταστροφή των καπιταλιστικών εξουσιών στον νεοφιλελευθερισμό δεν είναι μια πολιτικού τύπου επιλογή, μια αναστρέψιμη και προσωρινή έκβαση της ταξικής πάλης, αλλά αντανακλά δομικές επιταγές του συστήματος της οικονομίας της αγοράς (προτιμά αυτόν τον όρο αντί του όρου καπιταλιστικό σύστημα) τόσο έντονες που —στο πλαίσιο αυτό του συστήματος― είναι αδύνατη οποιαδήποτε άλλη εκδοχή. Όπως κατ’ επανάληψη τονίζει στα βιβλία και τα άρθρα του π.χ. η ιδέα της επιστροφής σε μια κεϋνσιανή πολιτική, σε εθνικό, περιφερειακό ή και παγκόσμιο επίπεδο, είναι εντελώς ανόητη, εφόσον δεν αντιλαμβάνεται ακριβώς τις δομικές προϋποθέσεις που επέτρεψαν την άσκηση της στην αμέσως μεταπολεμική περίοδο και οι οποίες έχουν εκλείψει ολοκληρωτικά σήμερα. Συνεπώς, αυτό που ονομάζει ο ίδιος νεοφιλελεύθερη συναίνεση ―κατ' αντιδιαστολή με την προηγουμένη σοσιαλδημοκρατική— συνιστά συστημική εξέλιξη και μόνο μια τέτοια αντιμετώπιση της επιτρέπει την άσκηση πολιτικής με απελευθερωτικό ορίζοντα. Με τα δικά του λόγια, «οι φιλελεύθεροι, νεοφιλελεύθεροι και σοσιαλφιλελεύθεροι οικονομολόγοι είχαν πάντοτε δίκιο: κάθε αποτελεσματικός κοινωνικός έλεγχος πάνω στις αγορές για την προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος θα είχε αναγκαστικά αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική αποτελεσματικότητα (όπως ορίζεται σήμερα) και, συνεπώς, στην κερδοφορία, τα εισοδήματα και τον πλούτο ίων οικονομικών ελίτ». Κάθε αποτελεσματικός κοινωνικός έλεγχος, λοιπόν, θα σήμαινε στις σημερινές συνθήκες εντεινόμενης διεθνοποίησης μια τέτοια καταστροφή για την ανταγωνιστικότητα του κράτους ή του ευρύτερου μπλοκ που θα τον επέβαλλε, ώστε πολύ γρήγορα θα αναγκαζόταν να τον αναιρέσει επί ποινή οικονομικής εξαφάνισης. Όσοι, στο πλαίσιο της Αριστεράς, θεωρούν πως είναι δυνατές βελτιώσεις της ζωής μας, ακόμη και στο πλαίσιο του συστήματος που κυριαρχεί στον πλανήτη, κατά τον Φ. πλανώνται πλάνην οικτράν. Διότι, «δεν έχει νόημα η πάλη κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης εάν δεν έχει ως στόχο το ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς». Εξ αυτού συνάγεται πως το κίνημα ενάντια στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι «κίνημα», κίνημα μέσα σε εισαγωγικά, ψευδοκίνημα. Στην πραγματικότητα το Κοινωνικό Φόρουμ, κατά τον Φ., αποτελεί μια καρικατούρα λαΐκοκομετωπικής πολιτικής εκ μέρους της ρεφορμιστικής Αριστεράς, που όχι μόνο δεν αμφισβητεί έστω εμμέσως το σύστημα αλλά, από ορισμένες απόψεις, το στηρίζει. Ο Φ., λοιπόν, όπως γίνεται αντιληπτό, ονομάζει ρεφορμιστικές όλες τις πολιτικές δυνάμεις που θεωρούν πως μεταβολές που βελτιώνουν ουσιαστικά τη ζωή των ανθρώπων είναι δυνατές ακόμη και στις τωρινές συνθήκες και που αγωνίζονται γι’ αυτές.

 

Νομίζω πως κάνει λάθος στον ορισμό του ρεφορμισμού κι έτσι σε μύρια άλλα που έπονται επί των πολιτικών προτάσεων. Θα πει κάποιος: και τι μας ενδιαφέρει τι κάνει αυτός ο εμπαθής; Μας ενδιαφέρει γιατί, μ' όλες τις διαφωνίες, οι εργασίες του Φωτόπουλου περιέχουν ενδιαφέρουσες ιδέες, έχουν μεγάλο πληροφοριακό περιεχόμενο, με δυο λόγια είναι χρήσιμες για τους αριστερούς. Η κρι­τική του στην οικονομία της αγοράς ―αν και θα προτιμούσα τον όρο καπιταλισμός— καθώς και στην φιλελεύθερη μορφή της δημοκρατίας είναι επαρκώς πληροφορημένη κι έχει βάθος. Μόνο που, παρ’ όλα αυτά, δεν είναι, όλοι οι άλλοι ρεφορμιστές, ούτε το αντιπαγκοσμιοποιητικό είναι «κίνημα». Γιατί δεν είναι ορθό να εντάσσονται στην πορεία του ρεφορμισμού πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες όλο και σαφέστερα δηλώνουν την πεποίθηση τους για την αναγκαιότερα της κατάργησης των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων και αναζητούν δρόμους για να φέρουν κοντύτερα αυτόν τον στόχο. Αν ο Φ. έλεγε πως κάθε αγώνας, ακόμη και ο μικρότερος, θα έπρεπε να δίνεται από τους αριστερούς με την προοπτική του σοσιαλισμού, θα συμφωνούσα. Και το νόημα της στρατηγικής συζήτησης είναι ακριβώς να βρεθεί ο τρόπος να γίνεται επαρκώς αυτό. Δεν είναι αυτό, όμως, που λέει. Αντίθετα, υποστηρίζει πως «...όσο αναπαράγεται το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής “δημοκρατίας”, το μόνο που μπορούν να πετύχουν οι μεταρρυθμίσεις... σήμερα είναι προσωρινές νίκες και αντιστρέψιμες κοινωνικές κατακτήσεις παρόμοιες μ’ εκείνες που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, οι οποίες τώρα κατεδαφίζονται συστηματικά...». Μόνο που, χωρίς να είναι κανείς ρεφορμιστής, είναι υποχρεωμένος ν’ αγωνίζεται γι’ αυτές τις προσωρινές νίκες. Τις θέλουμε πολύ αυτές τις νίκες, μ’ όλη την πιθανή προσωρινότητα τους. Και γιατί βελτιώνουν τη ζωή αληθινών ανθρώπων σε αληθινό χρόνο και γιατί δεν μπορούμε να φαντασθούμε την υπέρβαση του καπιταλισμού παρά ως αποτέλεσμα σειράς μικρών και μεγάλων νικών που οδηγούν σ' αυτήν. Η στρατηγική του δημοκρατικού δρόμου, όπως συγκροτήθηκε από τον Γκράμσι μέχρι τον Πουλαντζά, στο κέντρο της έχει ακριβώς μια τέτοια ιδέα. Και ―όσο κι αν θα φαινόταν παράξενο στον Φ.— το τμήμα των προτάσεων του που αφορά το «δημοτικό» δρόμο προς τη Συνομοσπονδία που οραματίζεται μπορεί να ιδωθεί ως συμβατό με μια στρατηγική δημοκρατικού δρόμου και μόνο. Νίκες, λοιπόν, χρειαζόμαστε και οι νίκες είναι εφικτές ακόμη και στις σημερινές συνθήκες. Κανένας σιδερένιος νόμος δεν μας αναγκάζει να δεχόμαστε μια συνεχή επιδείνωση των όρων ζωής για τη μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων του κόσμου μας. Μπορούμε να πετύχουμε στην υπεράσπιση της δημόσιας εκπαίδευσης και υγείας, μπορούμε να αποτρέψουμε την ακραία ελαστικοποίηση των όρων εργασίας, μπορούμε να βάλουμε φραγμό στην προϊούσα ιδιωτικοποίηση και εμπορευματοποίηση των πάντων, μπορούμε να εμποδίσουμε τα μεταλλαγμένα να απλωθούν στην περιοχή μας, μπορούμε να σταματήσουμε πολέμους και ανθρωποσφαγές, μπορούμε να πετύχουμε αύξηση των κοινωνικών δικαιωμάτων. Μπορούμε να τα κάνουμε όλα αυτά πριν από τον σοσιαλισμό και μόνο αν τα κάνουμε είναι πιθανός ο σοσιαλισμός, ο αναγκαίος και επίκαιρος σοσιαλισμός ή όπως θέλει ο καθένας να το πει. Πολιτική, άλλωστε, είναι να επιδιώκουμε τέτοιες νίκες μαζί με όσο το δυνατόν περισσότερους άλλους. Δεν υπάρχει τίποτε αναπόφευκτο στη σημερινή αθλιότητα και ούτε μπορούμε να περιμένουμε την «ολική ανατροπή» προκειμένου να κάνουμε κάτι γι' αυτούς που περισσότερο πλήττονται, καταπιέζονται και εξευτελίζονται στον πλανήτη σήμερα. Και κυρίως δεν πρέπει άθελα μας να δίνουμε άλλοθι στις ίδιες μας τις κυβερνήσεις, δείχνοντας πόσο τάχα αδύναμες είναι μπροστά στον οδοστρωτήρα των δομικών μετασχηματισμών που επισυμβαίνουν. Γιατί αλλιώς κινδυνεύουμε να επαναλάβουμε εκτιμήσεις που μας εκθέτουν, όπως η παρακάτω: «αν ένα μπλοκ, όπως η Ε.Ε., αποπειραθεί να εισαγάγει το είδος των πολιτικών που ήταν δημοφιλείς στη διάρκεια της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης... αντιμετωπίζει τον άμεσο κίνδυνο φυγής κεφαλαίου προς τα άλλα μπλοκ... Ο κίνδυνος μάλιστα είναι ιδιαίτερα σημαντικός στην περίπτωση της Ε.Ε. όπου η χρόνια αδυναμία του ευρώ έναντι του δολαρίου φαίνεται να αντανακλά το γεγονός ότι τα υπολείμματα του κράτους / πρόνοιας στην Ευρώπη είναι ακόμη πιο σημαντικά από αυτά των ΗΠΑ». Αλήθεια, η σημερινή παρατεταμένη αδυναμία του δολαρίου έναντι του ευρώ τι αντανακλά;

 

Δεν θα συνεχίσω. Η ενασχόληση με το έργο και τις απόψεις του Τ.Φ. απαιτεί πολύ περισσότερο χώρο και πολύ σημαντικότερη έκθεση, που δεν διαθέτω εδώ. Ο σεβασμός μου είναι μεγάλος, όπως και οι αντιρρήσεις. Σ’ ότι αφορά, όμως, την τόσο διασταλτική χρήση του χαρακτηρισμού ρεφορμισμός, χρειάζονται προφανώς καλύτερα επιχειρήματα εκ μέρους του.

 

Το ΚΚΕ και οι οπορτουνιστές

 

Τους ίδιους που ο Φ. ονομάζει ρεφορμιστές το ΚΚΕ τους εντάσσει στον οπορτουνισμό. Όπως γράφει ο Θ. Παφίλης «ανεξάρτητα από τις ιδιομορφίες σε κάθε χώρα, σε γενικές γραμμές, μορφοποιείται ένα μπλοκ της ενσωμάτωσης που περιλαμβάνει δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας, “ανανήψαντες” κομμουνιστές, διάφορα θολά “αριστερά” σχήματα, τροτσκιστικές ομάδες, “ανεξάρτητους” ―ονομαζόμενους ακτιβιστές— που δρουν στα πλαίσια των ονομαζόμενων μη κυβερνητικών οργανώσεων, “νέων” κινημάτων κ.λπ. Αυτοί παίζουν και τον καθοριστικό ρόλο στο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ...». Το γεγονός πως «αυτοί» είναι όλοι όσοι αντιστέκονται σήμερα στον κόσμο προφανώς είναι αμελητέο για το ΚΚΕ. Γιατί; Μα, δεν έχουν καθαρές αντιλήψεις. Λένε κάτι θολά περί άλλου εφικτού κόσμου, όπου οι άνθρωποι θα είναι πάνω από τα κέρδη κι άλλα τέτοια. Δεν έχουν σαφή πρόταση για το σοσιαλισμό, δηλαδή δεν αποτιμούν φόρο τιμής στoν Στάλιν και τον Μπρέζνιεφ. Δυσκολεύονται στη σύλληψη ως σοσιαλιστικής της Λ.Δ. της Βόρειας Κορέας του Κιμ Γιονγκ Ιλ και δεν τους αρέσουν καθόλου τα τάγματα εργασίας στην Κίνα. Και, εκτός όλων αυτών, είναι τόσο χύμα που στην αντίληψη τους «η εργατική τάξη, οι εργατικοί αγώνες φτάνουν στο σημείο να εξομοιώνονται, να μπαίνουν στην ίδια μοίρα π.χ. με τα κινήματα κατά των Σεξουαλικών διακρίσεων ―συμπεριλαμβανομένων κι εκείνων του σεξουαλικού προσανατολισμού και της ταυτότητας φύλου».

 

Δεν συνεχίζω και δεν επιχειρηματολογώ. Δεν θα υπερασπιστώ το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ. Ως προς τι άλλωστε; Με το ΚΚΕ, δυστυχώς για το ελληνικό κίνημα, είναι αδύνατος ο διάλογος: έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα. Αυτό που θέλω, απλώς, να σημειώσω είναι πως στη περίπτωση ΚΚΕ είναι λάθος να νομίσει κανείς πως έχουμε αριστερίστικη απόκλιση. Για να μιλήσουμε τη σωστή κομμουνιστική γλώσσα, η παρέκκλιση του ΚΚΕ είναι δεξιού τύπου. Αυτό εξηγεί την ευκολία με την οποία το κόμμα αυτό, ενώ αποκρούει κάθε έκκληση ενωτικής δράσης από τις υπόλοιπες αριστερές δυνάμεις, προσέρχεται πρόθυμα με μέτωπα και συμμαχίες με εθνικιστές και χριστιανορθόδοξους. Ο σεχταρισμός του δεν θα πρέπει να συγχέεται με τον αριστερισμό. Γιατί η πρόταση του για τον κοινωνικό μετασχηματισμό, το περίφημο Αντιιμπεριαλιστικό Αντιμονοπω­λιακό Δημοκρατικό Μέτωπο, δεν είναι παρά μια πολύ γνωστή —από τη δεκαετία του 30 ήδη στην Ελλάδα― εκδοχή της στρατηγικής των σταδίων, όπου το πέρασμα στο σοσιαλισμό ―ό,τι φρικα­λέο κι αν σημαίνει αυτό― έρχεται στο τέλος διαφόρων φάσεων λαϊκής οικονομίας, στη διάρκεια των οποίων η εργατική τάξη μαζί με τα «φτωχά μεσαία (! Χ.Λ.) στρώματα της πόλης» και η μι­κρομεσαία αγροτιά συγκρούονται και κατανικούν τα μονοπώλια και τον διεθνή ιμπεριαλισμό. Όπως σημειώνει η Α. Παπαρήγα, αποκαλύπτοντας τον οπορτουνιστικό Συνασπισμό, «ο ΣΥΝ, αν και αυτοαναγορεύεται σε κόμμα με στόχο το σοσιαλι­σμό, δεν κινείται ούτε καν στη γραμμή μονοπώ­λια ― ιμπεριαλισμός από τη μια και λαός από την άλλη». Η πιθανότητα να τοποθετείται κάποιος στη γραμμή καπιταλισμός από τη μια και σοσιαλισμός από την άλλη ούτε που περνάει από το μυαλό της συντρόφισσας. Εδώ, όμως, υπάρχει αντικειμενικά, που θα έλεγε κι η ίδια, δυσκολία. Διότι η γραμμή της «αντικειμενικά» δεν προβάλλει τον εκμεταλλευτικό χαρακτήρα των συμμάχων μη μονοπωλιακών αστικών στρωμάτων, που ειδικά στη χώρα μας είναι αυτά που απασχολούν το πολύ μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης και νέμονται την υπεραξία που παράγει. Και νομίζω πως εύλογα ένας μαρξιστής θα τα τοποθετούσε στην πλευρά του κεφαλαίου κι όχι της εργασίας. Το ΚΚΕ, όμως, στην προσπάθεια του να τα συσπειρώσει μαζί με την εργατική τάξη, βεβαιώνει πως δεν έχουν να φοβηθούν τίποτε. Για την ακρίβεια, όπως λέει η Α. Παπαρήγα, «[γ]ι' αυτό λέμε στα μικροαστικά στρώματα, τι. μας φοβάστε, ότι θα σας πάρουμε την περιουσία; ...εμείς αυτό που θα κάνουμε είναι να σας δώσουμε κίνητρα να συνε­ταιριστείτε... όσο αναπτύσσεται ο σοσιαλισμός και συ θα πρέπει να αισθάνεσαι αποδεσμευμένος από την ατομική σου ιδιοκτησία. Δεν εννοώ το σπίτι, το αυτοκίνητο, το εξοχικό (!: Χ.Λ.), τα ατομικά μέσα κατανάλωσης». Καταλάβατε, οπορτουνιστές;

 

 

Ο Χρήστος Λάσκος είναι εκπαιδευτικός, μέλος τον ΣΥΝ

 


 

 

Περί Αριστεράς και ρεφορμισμού ― Μια οφειλόμενη απάντηση

 

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

 

Σε δισέλιδο άρθρο («Α», 6/6/04) με τον τίτλο «Η Αλέκα Παπαρήγα, ο Τάκης Φωτόπουλος και η ρεφορμιστική Αριστερά» (προφανώς επιλεγέντα προς δημιουργία άσχετων εντυπώσεων) ο Χρ. Λασκος (Χρ.Λ.), από τη μια μεριά αναγνωρίζει την χρησιμότητα των αναλύσεων μου για τους αριστερούς αλλά από την άλλη χαρακτηρίζομαι, χωρίς ίχνος τεκμηρίωσης, ως «εμπαθής», ενώ υποστηρίζεται, πάλι ατεκμηρίωτα αλλά και ειρωνικά, η «υποψία» ότι κατατάσσω στην ρεφορμιστική Αριστερά «όλους τους πολιτικούς οργανισμούς εκτός των οπαδών της Περιεκτικής Δημοκρατίας»(sic!) . Προς επιβεβαίωση μάλιστα της υποψίας αυτής προβάλλεται ο (αναληθής όπως θα δείξω) ισχυρισμός ότι για εμένα οι δυνάμεις του Κοινωνικού Φόρουμ είναι ρεφορμιστικές, «σχεδόν συλλήβδην». Δεν θα σταθώ στους προσωπικούς χαρακτηρισμούς που πάντοτε χαρακτηρίζουν αυτούς που τους εκτοξεύουν αβασάνιστα, αλλά στα επιχειρήματα που προβάλλονται για τις θέσεις μου για την Περιεκτική Δημοκρατία (ΠΔ) που όπως θα προσπαθήσω να δείξω προδίδουν ελλιπέστατη γνώση, αν όχι βασική άγνοια, του προτάγματος αυτού ―υποθέτοντας βέβαια ότι η κριτική του Χρ.Λ. είναι καλοπροαίρετη, όπως θέλω να πιστεύω. Θα ήταν λοιπόν χρήσιμο ν’ ακούσουν οι αναγνώστες της «Α» και τον Αντίλογο, που θα προσπαθήσω να μην υπερβαίνει τον χώρο που παραχωρήθηκε από τις στήλες της για την κριτική των απόψεων μου, ώστε να μπορέσουν ν’ αποκτήσουν μια εμπεριστατωμένη σχετική άποψη πάνω στα κρίσιμα θέματα που θίχτηκαν.

 

Το βασικό θέμα από το οποίο απορρέουν και όλες οι σχετικές συγχύσεις αφορά τον ορισμό του ρεφορμισμού. Σύμφωνα με τον Χρ.Λ., ονομάζω ρεφορμιστικές «όλες τις πολιτικές δυνάμεις που θεωρούν πως μεταβολές που βελτιώνουν ουσιαστικά τη ζωή των ανθρώπων είναι δυνατές ακόμη και στις τωρινές συνθήκες και που αγωνίζονται γι αυτές». Όμως δεν έχω δώσει ποτέ στα κείμενα μου παρόμοιο ορισμό και αντίθετα προσπάθησα να ορίσω τον ρεφορμισμό αυστηρά και χωρίς ασάφειες του τύπου «τωρινές συνθήκες», αλλά με βάση το θεσμικό πλαίσιο και την παράδοση της Αριστεράς. Η ρεφορμιστική Αριστερά, όπως την όρισα στα βιβλία μου για την Παγκοσμιοποίηση και την πόλεμο κατά της «τρομοκρατίας», είναι η Αριστερά, «η οποία δεν θέτει θέμα αντικατάστασης του σημερινού θεσμικού πλαισίου (οικονομία της αγοράς και αντιπροσωπευτική “δημοκρατία”) για την έξοδο από την πολυδιάστατη κρίση (οικονομική, πολιτική, οικολογική, κοινωνική)...και η οποία στο κρίσιμο θέμα της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης δεν θέτει θέμα ανατροπής της για να δημιουργηθεί μια εναλλακτική παγκοσμιοποίηση των λαών, αλλά απλώς μιλά για μεταρρυθμίσεις μέσα στο σύστημα της αγοράς, με στόχο μια “ανθρώπινη” καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση». Με βάση τον ορισμό αυτόν, μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί η Αριστερά αυτή βλέπει τη σημερινή παγκοσμιοποίηση όχι ως αποτέλεσμα της εγγενούς δυναμικής του συστήματος της οικονομίας της αγοράς, η οποία τελικά καθόρισε και το περιεχόμενο και μορφή της Κοινωνικής Πάλης σήμερα, αλλά ως αποτέλεσμα συνωμοσιών του κεφαλαίου και της επικράτησης του νεοφιλελεύθερου «μοντέλου». Στη διαμόρφωση της Κοινωνικής Πάλης συνέβαλε βέβαια αποφασιστικά και η κατάρρευση του κρατικιστικού σοσιαλισμού (σε αντίθεση με τον ελευθεριακό, με τον οποίο βρίσκεται πιο κοντά το πρόταγμα της ΠΔ) και στις δυο εκδοχές του, δηλ. τον «υπαρκτό» και τη δυτική σοσιαλδημοκρατία, και η παράλληλη ηγεμόνευση της ρεφορμιστικής Αριστεράς στην οποία περιλαμβάνω την κεντροαριστερά.

 

Στην προβληματική της ρεφορμιστικής Αριστεράς, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι αντιστρέψιμη ακόμη και μέσα στο πλαίσιο της σημερινής διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, δηλαδή των ανοικτών και απελευθερωμένων αγορών κεφαλαίου και εμπορευμάτων και των ελαστικών αγορών εργασίας, δηλ. στο πλαίσιο που επιβάλλει το ξήλωμα του κράτους-πρόνοια, την αναδιανομή του εισοδήματος και πλούτου υπέρ των προνομιούχων στρωμάτων, τις μαζικές ιδιωτικοποιήσεις κ.λπ. Αντίθετα, στη προβληματική της ΠΔ, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι μη αντιστρέψιμη στο σημερινό θεσμικό πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και οποιεσδήποτε επομένως «μεταβολές που βελτιώνουν ουσιαστικά τη ζωή των ανθρώπων» είναι πράγματι αδύνατες ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ, όπως άλλωστε φάνηκε επανειλημμένα στο πρόσφατο παρελθόν με την κατάρρευση της σχετικής απόπειρας Μιτεράν το 1981, την εκπαραθύρωση του Όσκαρ Λαφοντεν κ.λπ. Ούτε φυσικά η αντίθετη πολιτική είναι δυνατή στο επίπεδο οικονομικών μπλοκ όπως η ΕΕ, όσο οι αγορές είναι ανοικτές και απελευθερωμένες, λόγω του άμεσου κίνδυνου εκροής κεφαλαίου από το μπλοκ που θα εφάρμοζε παρόμοια πολιτική, η οποία θα το έκανε λιγότερο ανταγωνιστικό έναντι του Αμερικανικού ή του Απωανατολιτικου κεφαλαίου. Όταν λοιπόν αναφερόμουν στη θέση ότι η «χρόνια» αδυναμία του Ευρώ έναντι του δολαρίου αντανακλούσε το γεγονός ότι τα υπολείμματα του κράτους πρόνοιας στην δυτική Ευρώπη είναι ακόμη και τώρα πιο σημαντικά από αυτά των ΗΠΑ (λόγω της ισχυρότερης σοσιαλδημοκρατικής παράδοσης στην Ευρώπη) αναφερόμουν φυσικά σε μια μακροχρόνια τάση, η οποία δεν αναιρείται από τη σημερινή παροδική «αδυναμία» του δολαρίου που βασικά είναι τεχνητή και έχει ενεργοποιηθεί από χειρισμούς του Αμερικανικού θησαυροφυλακίου με στόχο να πλήξει τις Ευρωπαϊκές εξαγωγές —πράγμα που ήδη επιτυγχάνει. Γι αυτό άλλωστε σήμερα καταρρέει και το Γερμανικό «κοινωνικό μοντέλο» κάτω από την πίεση της Γερμανικής οικονομικής ελίτ. Μάλλον λοιπόν οι αστήρικτες αντίθετες εκτιμήσεις του Χρ.Λ. «μας εκθέτουν» και όχι οι δικές μας!

 

Εάν λοιπόν δεχτούμε τον παραπάνω ορισμό της ρεφορμιστικής Αριστεράς είναι φανερό ότι οι οργανώσεις που ανάφερα (ΣΥΝ, ΑΚΟΑ, Οικολόγοι-Πράσινοι κλπ ―το «κλπ» αναφέρεται σε παρεμφερείς μικρότερες πολιτικές οργανώσεις με τον ίδιο προβληματισμό) ανήκουν σε αυτή, ιδιαίτερα μάλιστα όταν δεν διανοούνται να θέσουν καν θέμα εξόδου από την ΕΕ, η οποία αποτελεί το κύριο μέσο για την ενσωμάτωση της χώρας μας στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς των ανοικτών και απελευθερωμένων αγορών. Αντίθετα, πολιτικές οργανώσεις που θέτουν θέμα ανατροπής του συστήματος της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς και του πολιτικού της συμπληρώματος, της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» προφανώς ανήκουν στην αντισυστημική Αριστερά. Και αυτό αφορά και τις ελάχιστες παρόμοιες οργανώσεις που παρέμειναν στο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ και τα παρακλάδια του, παρά το γεγονός ότι αποτελούν την έσχατη μειοψηφία, όπως έδειξαν οι διακηρύξεις του Πόρτο Αλέγκρε καθώς και τα ρεφορμιστικά αιτήματα που προβάλλει.

 

Όσον αφορά τον χαρακτηρισμό μου του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος ως «κινήματος», ο λόγος για τον χαρακτηρισμό μου αυτό δεν οφείλεται στο γεγονός ότι το ΠΚΦ (που σήμερα το ελέγχει) δεν στρέφεται κατά του ίδιου του συστήματος παρά μόνο κατά του νεοφιλελεύθερου «μοντέλου», όπως ισχυρίζεται ο Χρ.Λ. Ο λόγος είναι, όπως τόνισα στο βιβλίο μου για την παγκοσμιοποίηση, ότι «η ετερογενής φύση των διαφόρων ομάδων που συμμετέχουν στις ενέργειες του αντιπαγκοσμιοποιητικου κινήματος κάνει ―τουλάχιστον― αμφίβολο το να θεωρηθεί πως όσοι συμμετέχουν σε αυτές τις δραστηριότητες συναποτελούν ένα είδος «κινήματος». Ένα κίνημα προϋποθέτει κοινή ανάλυση της παρούσας κατάστασης, ή, το λιγότερο, κοινούς στόχους και κοινά μέσα για να πραγματοποιηθούν οι κοινοί στόχοι. Όμως, οι ακτιβιστές που συμμετέχουν σε αυτές τις δραστηριότητες διαφέρουν σημαντικά όχι μόνο σε ότι αφορά τα μέσα που χρησιμοποιούν, τα οποία κυμαίνονται από τη βίαιη άμεση δράση μέχρι την παθητική αντίσταση και τις ειρηνικές διαδηλώσεις, αλλά και σε ότι αφορά τους ίδιους τους στόχους τους, για να μην αναφερθούμε στην ανάλυση της παρούσας κατάστασης» (σελ 92).

 

Τέλος, συνιστά παντελή άγνοια της στρατηγικής μετάβασης της ΠΔ (βλ περιγραφή της στο περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατία) ο ισχυρισμός του Χρ.Λ. ότι δεν ενδιαφερόμαστε για πραγματικές βελτιώσεις της ζωής των αληθινών ανθρώπων «εδώ και τώρα». Η στρατηγική της ΠΔ δεν συνίσταται απλώς στον αγώνα για την υπεράσπιση κεκτημένων, που σήμερα συστηματικά αναιρούνται, στην οποία εξαντλείται η στρατηγική της παραδοσιακής Αριστεράς. Το κυριότερο ίσως σκέλος της στρατηγικής της ΠΔ είναι η «προεικόνιση» των νέων θεσμών που προτείνει το πρόταγμα αυτό (το οποίο εκφράζει σημερινές ενυπάρχουσες τάσεις, όπως εκφράζονται αποσπασματικά από ανάλογες κινήσεις πολιτών «από κάτω»), με τη δημιουργία εναλλακτικών θεσμών μέσα στο ισχύον σύστημα σε σημαντική κοινωνική κλίμακα. Αναγκαία προϋπόθεση όμως που μετατρέπει τον αγώνα αυτόν σε αντισυστημικό και οδηγεί στη δημιουργία αντισυστημικής συνειδητοποίησης, σε αντίθεση με τους συνηθισμένους ρεφορμιστικούς αγώνες, είναι ότι το κτίσιμο των νέων θεσμών θα είναι αναπόσπαστο τμήμα ενός αντισυστημικού προτάγματος όπως αυτό της ΠΔ, ενός προτάγματος δηλ. με τη δική του ανάλυση της σημερινής πραγματικότητας και συγκεκριμένες προτάσεις (που δεν έχουν σχέση με τις ανώδυνες αοριστολογίες «για ένα καλύτερο κόσμο») για μια μελλοντική κοινωνία και τη μετάβαση σε αυτή. Μόνο νίκες στο πλαίσιο ενός αντισυστημικού αγώνα μπορούν να μας βγάλουν από την πολυδιάστατη κρίση που εντείνεται συνεχώς και όχι οι εύκολα αντιστρέψιμες «νίκες» στο πλαίσιο σισύφειων ρεφορμιστικών αγώνων. Το φιάσκο του μαζικού αντιπολεμικού κινήματος είναι πρόσφατο και ιδιαίτερα οδυνηρό…

 

 

 


 

Μερικές σύντομες διευκρινίσεις (ΑΥΓΗ, 27/6/04)

 

ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΙΑΣΚΟΣ

 

 

1. Στο άρθρο μου της 6ης Ιουνίου δεν υπάρχει η παραμικρή διάθεση ειρωνείας. Η αναφορά στη δεδομένη επιθετικότητα των γραπτών του Τ. Φωτόπουλου γίνεται ακριβώς για να μην αποτελέσει λόγο κακής εκτίμησης της χρησιμότητας τους, πράγμα νομίζω φανερό σ’ όποιον διάβασε το κείμενο. Η αριστερή ρητορική μαχητικότητα, όπως προσωπικά την αντιλαμβάνομαι, δεν χωρά ειρωνείες. Ο ισχυρισμός μου πως ο Τ. Φωτόπουλος θεωρεί τις δυνάμεις του Φόρουμ ρεφορμιστικές σχεδόν συλλήβδην υποστηρίζεται απολύτως από τον ίδιο στη σημερινή του απάντηση, όταν γράφει πως οι μη ρεφορμιστικές τέτοιες «αποτελούν την έσχατη μειοψηφία, όπως έδειξαν οι διακηρύξεις του Πόρτο Αλέγκρε[…]».

 

2. Το θέμα του άρθρου μου δεν ήταν η Περιεκτική Δημοκρατία, αλλά ο ρεφορμισμός. Το να μου αποδίδεται άγνοια, λοιπόν, για κάτι που δεν συζήτησα καν είναι λίγο σόλοικο. Σ' αυτό που συζήτησα ας μείνουμε. Γράφει ο Τ. Φωτόπουλος: «[…] [η] ρεφορμιστική Αρι­στερά […] δεν θέτει θέμα αντικατάστασης του σημερινού θεσμικού πλαισίου (οικονομία της αγοράς και αντιπροσωπευτική «δημο­κρατία») για την έξοδο από την πολυδιάστατη κρίση […] και […] στο κρίσιμο θέμα της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης δεν θέτει θέμα ανατροπής της […] αλλά απλώς μιλά για μεταρρυθμίσεις μέσα στο σύστημα της αγοράς, με στόχο μια «ανθρώπινη» καπιταλι­στική παγκοσμιοποίηση». Ακριβώς, βάσει αυτού του κριτηρίου υποστηρίξω πως ο Συνασπισμός, το Δίκτυο για τα Πολιτικά και Κοι­νωνικά Δικαιώματα, η ΑΚΟΑ κλπ. δεν είναι ρεφορμιστικές δυνάμεις εφόσον —με τον έναν ή τον άλλον τρόπο— αγωνίζονται για την υπέρβαση του καπιταλισμού και για την εγκαθίδρυση μιας σοσιαλιστικής κοινωνικής δομής.

 

3. Κατά τη γνώμη μου, ακριβώς επειδή με ενδιαφέρει κυρίως η υπόθεση του σοσιαλισμού, θα είχε ενδιαφέρον να ανοίξουμε τη συζήτηση σ’ αυτό το πεδίο. Παρακολουθώ, σε αντίθεση απ’ ό,τι θεωρεί ο Τ. Φωτόπουλος, με μεγάλη προσοχή κι ενδιαφέρον τη συζήτηση που πραγματοποιείται κυρίως σεις ΗΠΑ, για τα ζητήματα μιας πιθανής μετακαπιταλιστικής κοινωνίας, στην οποία εντάσσεται και η προβληματική της Περιεκτικής Δημοκρατίας. Είναι εξαιρετικά παραγωγική και χρήσιμη. Το έλλειμμα της, νομίζω, συνίσταται κυρίως στο ζήτημα της πραγμάτευσης του ζητήματος της ηγεμονίας. Ό,τι κι αν κάνουμε τελικά «μετά τον καπιταλισμό», το θέμα είναι πώς θα ωθήσουμε τα πράγματα σ’ αυτό το μετά. Υποστηρίξω πως η στρατηγική συζήτηση στο πλαίσιο της μαρξιστικής αριστεράς —του ρεύματος κυρίως από το Γκράμσι στσν Πουλαντζά— σε αυτό τον καίριο τομέα είναι ανεκτίμητη και μέχρι σήμερα ανυπέρβλητη από οτιδήποτε ακολούθησε. Η πρόταση του δημοκρατικού δρόμου για τον σοσιαλισμό, με όλες τις ελλείψεις της, είναι ό,τι πλουσιότερο έχουμε για να ξεκινήσουμε

 

4. Μια τελική, απολύτως ειλικρινής, διερώτηση. Αν «μεταβολές που βελτιώνουν ουσιαστικά τη ζωή των ανθρώπων είναι πράγματι αδύνατες στο σημερινο θεσμικο ΠλαΙσιο», τότε πώς είναι δυνατή η «δημιουργία εναλλακτικών θεσμών μέσα στο ισχύον σύστημα σε σημαντική κοινωνική κλίμακα»

 

Ο Χρ. Λάσκος είναι εκπαιδευτικός, στέλεχος του ΣΥΝ

 

 


 

Για τον ρεφορμισμό — Μερικές σύντομες απαντήσεις

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Δεδομένου ότι ο Χρ. Λάσκος έθεσε κάποια ερωτήματα σε σχέση με την απάντηση μου στη κριτική του («Α», 27/6) και επί πλέον δηλώνει ότι τον ενδιαφέρει η συζήτηση για την μετακαπιταλιστική κοινωνία, θα προσπαθήσω να δώσω μερικές πολύ σύντομες απαντήσεις που επιτρέπει ο χώρος.

 

1. Το γεγονός ότι, όπως έγραφα, οι αντισυστημικές τάσεις «αποτελούν την έσχατη μειοψηφία» στο ΠΚΦ δεν σημαίνει βέβαια ότι οι δυνάμεις του είναι «σχεδόν συλλήβδην» ρεφορμιστικές ―πράγμα που για τον επικριτή μου δικαιολογεί την «υποψία» του ότι όλοι οι πολιτικοί οργανισμοί εκτός των υποστηρικτών της Περιεκτικής Δημοκρατίας (ΠΔ) είναι ρεφορμιστικοί. Το ότι οι αντισυστημικές τάσεις στο ΠΚΦ είναι έσχατη μειοψηφία γίνεται φανερό τόσο από τις διακηρύξεις του Πόρτο Αλέγκρε όσο και από την ανάλυση της σύνθεσης του. Αντίθετα, ο ισχυρισμός ότι πας μη υποστηρικτής της ΠΔ είναι ρεφορμιστής αποτελεί απλώς παρωδία των σχετικών θέσεων μου.

 

2. Γράφει ο Χρ.Λ.: «το θέμα του άρθρου μου δεν ήταν η Περιεκτική Δημοκρατία, αλλά ο ρεφορμισμός. Το να μου αποδίδεται άγνοια, λοιπόν, για κάτι που δεν συζήτησα καν είναι λίγο σόλοικο». Όμως, οι απόψεις που εκφράζω για τον ρεφορμισμό και τη στρατηγική μετάβασης δεν είναι απλώς σκόρπιες σκέψεις αλλά οργανικό τμήμα μιας συνολικής θεώρησης, που περιλαμβάνει τη δική της ανάλυση της σημερινής πραγματικότητας, καθώς και τις δικές της προτάσεις για μια μετακαπιταλιστική κοινωνία και για την μετάβαση σε αυτή —τα συστατικά στοιχεία ενός πολιτικού προτάγματος. Το σόλοικο επομένως είναι ν’ ασκεί κάποιος κριτική για βασικά τμήματα ενός προτάγματος χωρίς να έχει την επαρκή γνώση γι αυτό. Ενώ λοιπόν χαίρομαι που ο Χρ.Λ. δέχεται τον ορισμό του ρεφορμισμού που έδωσα (παρά το γεγονός ότι στο πρώτο του άρθρο με κατηγορούσε ότι κάνω λάθος στον ορισμό του ρεφορμισμού), νομίζω ότι είναι εντελώς ανακόλουθο να συμπεράνουμε ότι ο ΣΥΝ, η AKOA κ.λπ. δεν ανήκουν, με βάση τον ορισμό αυτό, στις ρεφορμιστικές δυνάμεις, επειδή «με τον έναν ή τον άλλον τρόπο αγωνίζονται για την υπέρβαση του καπιταλισμού και για την εγκαθίδρυση μιας σοσιαλιστικής κοινωνικής δομής». Πως άραγε όμως οι δυνάμεις αυτές αγωνίζονται για την υπέρβαση του καπιταλισμού όταν στα προγράμματα και διακηρύξεις τους δεν θέτουν καν ως προϋπόθεση για την έξοδο από την πολυδιάστατη κρίση (και όχι απλώς σαν ευσεβή πόθο που παραπέμπει στις ελληνικές καλένδες) τον αγώνα για την υπέρβαση του καπιταλισμού και την αντικατάσταση της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και των θεσμών που την υλοποιούν (π.χ. Ευρωπαϊκή Ένωση) από νέους θεσμούς που θα τείνουν σε μια μετακαπιταλιστική κοινωνία και παγκοσμιοποίηση αλλά περιορίζονται σε προτάσεις για την βελτίωση των σημερινών θεσμών;

 

3. Η προφανής άγνοια του Χρ.Λ. για τις στρατηγικές προτάσεις του προτάγματος της ΠΔ τον οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το έλλειμμα των προτάσεων για μια μετακαπιταλιστική κοινωνία, στις οποίες εντάσσει και την ΠΔ, συνίσταται στην έλλειψη προτάσεων για τη στρατηγική μετάβασης, σε αντίθεση με την πρόταση του δημοκρατικού δρόμου για τον σοσιαλισμό (των Γκράμσι, Πουλαντζά κ.α.), η οποία, «με όλες τις ελλείψεις της, είναι ό,τι πλουσιότερο έχουμε για να ξεκινήσουμε». Δεν μας εξηγεί όμως πού και πότε η στρατηγική αυτή στέφθηκε με επιτυχία. Και, φυσικά, η ιστορική αποτυχία παρομοίων στρατηγικών να οδηγήσουν σε συστημική αλλαγή δεν μπορεί απλώς ν’ αποδοθεί στις «αντικειμενικές συνθήκες» εφόσον τμήμα της σχετικής ευθύνης φέρουν προφανώς και οι ίδιες οι στρατηγικές αυτές ―πράγμα που αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο της προβληματικής της ΠΔ για μια εναλλακτική στρατηγική μετάβασης που θα βρίσκεται σε πλήρη συνέπεια με τους στόχους και την ανάλυση της.

 

4. Η ίδια άγνοια οδηγεί τον Χρ.Λ. σε μια «τελική, απολύτως ειλικρινή, διερώτηση»: αν «μεταβολές που βελτιώνουν ουσιαστικά τη ζωή των ανθρώπων είναι πράγματι αδύνατες στο σημερινο θεσμικο ΠλαΙσιο», τότε πώς είναι δυνατή η «δημιουργία εναλλακτικών θεσμών μέσα στο ισχύον σύστημα σε σημαντική κοινωνική κλίμακα»; Όμως, το γεγονός ότι στο πλαίσιο της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης είναι αδύνατες παρόμοιες μεταβολές μπορεί να δειχτεί τόσο θεωρητικά (βλ. τα βιβλία του υπογράφοντος «Περιεκτική Δημοκρατία» και «Παγκοσμιοποίηση») όσο και από την εμπειρία του τελευταίου περίπου τέταρτου αιώνα. Μόνο επομένως η ανάπτυξη εναλλακτικών προς το σημερινό σύστημα θεσμών σε σημαντική κοινωνική κλίμακα, θεσμών δηλ που «προεικονίζουν» την μελλοντική κοινωνία, θα μπορούσε όχι μόνο να δημιουργήσει τη δυναμική για τη θεμελίωση των αντικειμενικών και υποκειμενικών προϋποθέσεων για μια εναλλακτική κοινωνία, αλλά και να βελτιώσει ουσιαστικά τη ζωή των πολιτών ακόμη και στη μεταβατική περίοδο. Παρόμοιοι εναλλακτικοί θεσμοί ―που άμεσα η έμμεσα εκφράζουν την ανάγκη για μια πραγματική πολιτική, οικονομική, κοινωνική και οικολογική δημοκρατία― ήδη κτίζονται «από κάτω» σε χώρες όπως η Βρετανία, οι ΗΠΑ, η Αυστραλία κ.λπ. Το πρόβλημα είναι ότι οι θεσμοί αυτοί κτίζονται σήμερα αποσπασματικά και με πρωτοβουλίες συνήθως μικρών ομάδων που δεν έχουν πάντα αντισυστημική συνειδητοποίηση. Το ζητούμενο είναι πως παρόμοιες ενέργειες θ αποτελέσουν οργανικό τμήμα ενός μαζικού αντισυστημικού κινήματος για μια πραγματική δημοκρατία. Από αυτό απορρέει και η επιτακτική ανάγκη για ένα νέο πολιτικό πρόταγμα που, αφομοιώνοντας τα μαθήματα της Ιστορίας, θ’ αποτελεί σύνθεση της σοσιαλιστικής και της δημοκρατικής παράδοσης καθώς και των ριζοσπαστικών ρευμάτων μέσα στα «νέα κοινωνικά κινήματα». Αυτή ακριβώς τη σύνθεση αποπειράται ο προβληματισμός γύρω από την Περιεκτική Δημοκρατία.