Ο παρακάτω διάλογος μεταξύ Γ. Μαύρου (σε απάντηση άρθρου του Τ. Φωτόπουλου για την σχέση κρίσης και ανισότητας που δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία της 22/11/2008) και Τ. Φωτοπούλου  δεν δημοσιεύτηκε τελικά στην Ελευθεροτυπία, ίσως λόγω πληθώρας ύλης. Δεδομένου όμως ότι, όπως μόλις διαπιστώσαμε, το κείμενο του Γ. Μαύρου προφανώς δόθηκε στην παρακάτω ιστοσελίδα όπου δημοσιεύτηκε, θεωρούμε αναγκαίο να δώσουμε στη δημοσιότητα, για χάρη της πληρότητας του διάλογου,  και την απάντηση του Τ. Φωτόπουλου στο κείμενο αυτό που εστάλη στην εφημερίδα μόλις πληροφορήθηκε από την διεύθυνση για την ύπαρξη του στις 25/11/2008.

 


 

(24/11/2008)

 

Μπροστά στην παγκόσμια καπιταλιστική κρίση

Με αφορμή σκέψεις  του Τάκη Φωτόπουλου

 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΥΡΟΣ

 

Είναι κατ' αρχήν πολύ θετικό ότι παρέχεται βήμα στον ημερήσιο τύπο για αναλύσεις που επιδιώκουν να αναζητήσουν πίσω από τα φαινόμενα της σημερινής οικονομικής κρίσης τις βαθύτερες «συστημικές» της αιτίες. Ο Τάκης Φωτόπουλος, στο άρθρο του της 22/11/2008, αφού (ορθά) παρατηρεί ότι η σημερινή καπιταλιστική κρίση «δεν συνίσταται απλώς στη χρηματοπιστωτική κρίση» αλλά «αποτελεί (...) έκφραση της χρόνιας οικονομικής κρίσης στην οποία οδήγησε η εγκαθίδρυση της οικονομίας της αγοράς», διατυπώνει τη θέση ότι «είναι η συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης/εξουσίας...που έχει οδηγήσει στη χρόνια αυτή κρίση» και παραθέτει αξιόπιστα στατιστικά στοιχεία κατανομής του εισοδήματος στις ΗΠΑ και παγκοσμίως, που δείχνουν ότι η ανισοκατανομή του εισοδήματος αυξήθηκε δραματικά κατά την περίοδο της επικράτησης του νεοφιλελευθερισμού την τελευταία εικοσιπενταετία, για να υποστηρίξει τη θέση του.

 

Χωρίς αμφιβολία, το γεγονός αυτό συμβάλλει καίρια στην κρίση που διανύουμε, στη σοβαρότητα της και στην ενδεχόμενη διάρκεια της, καθώς επηρεάζει καθοριστικά τη ζήτηση καταναλωτικών αγαθών γιατί, ως γνωστόν, οι «υψηλότερες» εισοδηματικές «τάξεις» δαπανούν χαμηλότερο ποσοστό του εισοδήματος τους σε καταναλωτικά αγαθά «αποταμιεύοντας» το υπόλοιπο. Η «αποταμίευση» αυτή συνέβαλλε ιστορικά στην υπερβολική διόγκωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος (έφτασε η αξία των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών προϊόντων να υπερβαίνει το δεκαπλάσιο του παγκόσμιου ακαθάριστου προϊόντος ενώ στην αρχή της εν λόγω περιόδου ήταν περίπου ισόποσα τα μεγέθη) με τις γνωστές σε όλους μας συνέπειες.

 

Αν θέσουμε όμως το εύλογο ερώτημα γιατί συνέβησαν τα παραπάνω, πρέπει να εμβαθύνουμε τον προβληματισμό από την λεγόμενη «οικονομία της αγοράς» (που αποτελεί ορολογία της αστικής οικονομίας και προπαγάνδας) στην καπιταλιστική οικονομία, η ανάλυση της οποίας εδράζεται στην πραγματικότητα των κοινωνικών ..... τάξεων, και να εξετάσουμε καταρχήν τη σχέση μισθών και «κερδών» (υπό την ευρεία έννοια -που συμπεριλαβάνει τόκους, γαιοπροσόδους κ.λπ.) καθώς και την κατανομή του πλούτου ή, με μαρξιστικούς όρους, την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Έτσι θα διαπιστώσουμε αφενός τη συγκέντρωση του παγκόσμιου πλούτου σε ολοένα λιγότερα χέρια (πράγμα που ισοδυναμεί με την προλεταριοποίηση και εξαθλίωση σε γιγάντια κλίμακα, φαινόμενο που ο Μαρξ αποκάλεσε «πρωταρχική συσσώρευση» και ο Προυντόν πιο λαϊκά κλοπή] και, αφ ετέρου, τη συμπίεση των μισθών και την αντίστοιχη διόγκωση των κερδών που έχουν αναγκαστικά ανταγωνιστική μεταξύ τους σχέση. Θα διαπιστώσουμε επίσης ότι το μερίδιο των καθεαυτό κερδών (αυτών που προκύπτουν από παραγωγικές δραστηριότητες*) μειώνεται συνεχώς εν σχέσει με αυτό των «κερδών» που φαινομενικά προέρχονται (στην πραγματικότητα ιδιοποιούνται) από μη παραγωγικές δραστηριότητες όπως το εμπόριο, το χρηματοπιστωτικά σύστημα κ.λπ.

 

Υπό αυτό το πρίσμα, η κρίση στον καπιταλισμό είναι πάντα κρίση συσσώρευσης του κεφαλαίου, αδυναμία του συστήματος κατ' αρχήν να «πραγματοποιεί» απρόσκοπτα την υπεραξία που παράγει μέσα από την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, και τελικά αδυναμία του ακόμα και να ...εκμεταλλευτεί την εργατική τάξη, οδηγώντας στην ύφεση και την ανεργία.

 

Στην  εποχή μας και στο βαθμό που μιλάμε για παγκόσμια κρίση όπως η σημερινή η ανάλυση δεν μπορεί παρά να εκκινεί από τον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας και εδώ η διάκριση του Τ.Φ. σε «νέο Βορρά» και «νέο Νότο», δηλαδή σε έναν νέο «διπολισμό» είναι ιδιαίτερα εύστοχη. Η «επέκταση του ανοίγματος μεταξύ του νέου Βορρά” και του νέου Νότου» ως αναπόφευκτη συνέπεια της καπιταλιστικής συσσώρευσης σε παγκόσμια κλίμακα («διεθνοποίηση» την αποκαλεί ο Τ.Φ.) ασφαλώς αποτελεί γεννεσιουργό αιτία της κρίσης όπως υποστηρίζει ο Τ.Φ. και ασφαλώς κάτω από αυτές τις συνθήκες αδυνατεί το κράτος-έθνος «να επέμβει αποτελεσματικά για τον περιορισμό (του ανοίγματος)», αυτό όμως δεν σημαίνει κατ' ανάγκην ότι δεν μπορεί να υπάρξει θεσμική ρύθμιση υπερ-κρατική, σε περιφερειακό ή και σε πλανητικά επίπεδο, όπως υποστηρίζει ο Τ.Φ.. Φαντάζει ίσως «ουτοπικό» σήμερα ένα «παγκόσμιο κράτος» ή «αυστηρές παγκόσμιες ρυθμίσεις όλων των αγορών» αλλά η «ανομοιογένεια που η ίδια η οικονομία της αγοράς δημιουργεί μεταξύ των διαφόρων περιοχών» δεν αποκλείει ―ίσα ίσα επιβάλει τη ρύθμιση αυτή. Όσο για «την ίδια τη λογική και τη δυναμική μιας διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, που βασίζεται σε αγορές, που πρέπει να είναι όσο το δυνατόν απελευθερωμένες για να μεγιστοποιούνται τα κέρδη», αυτό ισχύει στη θεωρία αλλά αν η πράξη δείχνει ότι αντί έτσι να μεγιστοποιούνται αντιθέτως κάμπτονται τα κέρδη και απειλείται ακόμη, λόγω των κρίσεων (οικονομικών, πολεμικών, οικολογικών) που παράγει, η ίδια η ύπαρξη του καπιταλιστικού συστήματος, δεν θα έχει κανένα πρόβλημα η διεθνής άρχουσα τάξη και οι ελίτ της να καταφύγουν σε κινήσεις προσαρμογής και υιοθέτησης Σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου σε παγκόσμια κλίμακα, πράγμα που εμμέσως δέχεται ο Τ.Φ. αποκαλώντας το «σoσιαλφιλελεύθερο».

 

Σε τελευταία ανάλυση, το τι θα προκύψει θα εξαρτηθεί από την ταξική πάλη, όχι όμως με τη έννοια της αντιπαράθεσης της εργατικής τάξης στο κεφάλαιο γενικά και αφηρημένα αλλά από το συσχετισμό δυνάμεων και τις συγκεκριμένα εσωτερικές αντιθέσεις μέσα στην εργατική τάξη και στο κεφάλαιο σε παγκόσμιο, σε περιφερειακά και σε εθνικό και τοπικό επίπεδο. Υπό αυτό το πρίσμα, το σύστημα είναι πολύπλοκο και δεν μπορούμε να το εννοήσουμε με απλούς οικονομικούς ντετερμινισμούς.

 

Πρέπει να λάβουμε υπ' όψιν την σχετική αυτονομία της πολιτικής σφαίρας καθώς και εκείνη της ιδεολογίας (υπό την ευρεία έννοια), τη μεσολάβηση της ανθρώπινης συνείδησης στην αντίληψη του συμφέροντος και τη σημασία της ιδεολογικής πάλης σε αυτό το επίπεδο καθώς και την πρακτική σημασία των συστημάτων αξιών που περιέχονται σε διάφορους πολιτισμούς, θρησκείες και κοσμοθεωρίες για τη συμπεριφορά ατόμων και συλλογικοτήτων.

 

Ζούμε αναντίρρητα σε ενδιαφέροντες καιρούς. Το δίλημμα του Καστοριάδη, «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» προβάλλει πιο επίκαιρο από ποτέ.              

                         

 

* Είναι απαραίτητη η διάκριση «παραγωγικής» κάι μη «παραγωγικής» εργασίας, που ανάγεται στους κλασικούς οικονομολόγους (Σμίθ και Ρικάρντο) αλλά βρήκε την πιο ολοκληρωμένη έκφραση στον Μαρξ, ο οποίος θεωρεί «παραγωγική» την εργασία που παράγει υπεραξία κατά την καπιταλιστικη παραγωγή εμπορευμάτων (αγαθών ή υπηρεσιών) και «μη παραγωγική» είτε αυτή που απαιτείται για την «πραγματοποίηση» της υπεραξίας αυτής ως εισόδημα μέσω της αγοράς (υπό μορφήν εμπορικών κερδών, τοκομεριδίων κ.λπ.) είτε εκείνη που χρησιμοποιείται στη μη καπιταλιστική παραγωγή.

 


 

 (25/11/2008)

Απάντηση του Τάκη Φωτόπουλου

 

Ευχαριστώ τον κ. Μαύρο για τις σκέψεις του, σχετικά με το τελευταίο άρθρο μου για την κρίση, που επιβάλουν όμως μερικές διευκρινήσεις, αλλά και σημαντικές διαφοροποιήσεις. Αρχικά, ο όρος «οικονομία της αγοράς» δεν αποτελεί «ορολογία της αστικής οικονομίας και προπαγάνδας» σε αντίθεση με τον όρο «καπιταλιστική οικονομία». Τα δυο είναι εντελώς διαφορετικά πράγματα. Η οικονομία της αγοράς αναφέρεται στον τρόπο κατανομής των σπάνιων οικονομικών πόρων, ενώ η καπιταλιστική οικονομία στις σχέσεις ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής που καθορίζουν τις γενικότερες παραγωγικές σχέσεις. Ο πρώτος όρος είναι  με μια έννοια ευρύτερος από τον δεύτερο και ιδιαίτερα χρήσιμος σήμερα όπου έχουμε οικονομίες όπως της Κίνας, του Βιετνάμ κ.λπ. που διατηρούν ακόμη κάποιες φθίνουσες σοσιαλιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας σε μερικούς παραγωγικούς τομείς αλλά έχουν υιοθετήσει σχεδόν παντού την οικονομία της αγοράς! Και φυσικά, η από μεριά μου υιοθέτηση της κρίσιμης αυτής διάκρισης δεν είναι ασύμβατη με την ταξική ανάλυση που θα στηρίζεται όμως σε μια νέα ανάλυση η οποία υποθέτει ότι οι ταξικές διακρίσεις σήμερα δεν αφορούν μόνο την κατανομή της οικονομικής δύναμης/εξουσίας αλλά και άλλες μορφές δύναμης/εξουσίας (πολιτική, πολιτιστική, ευρύτερα κοινωνική κ.λπ.) που δεν μπορούν απλά να «αναχθούν» στην οικονομική σφαίρα (βλ. περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατία  αρ. 8 & 9).

 

Όσον αφορά την κύρια θέση της κριτικής του κ. Μαύρου ότι η κρίση οφείλεται στην υπέρ-συσσώρευση κεφαλαίου, λόγω της ανισοκατανομής εισοδήματος η οποία αναγκάζει το κεφάλαιο που οικειοποιείται το πλεόνασμα να μην βρίσκει διεξόδους στην υλική παραγωγή και να καταφεύγει στην χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία, η θέση αυτή ―που ήταν βάσιμη στο παρελθόν― δεν έχει σχεδόν καμία σχέση με την σημερινή πραγματικότητα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Όπως έδειξα αλλού (βλ. International Journal of Inclusive Democracy, Οκτώβρης 2008 και το υπό έκδοση περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατία, αρ. 18), μολονότι είναι πάντα βάσιμη η θέση ότι στην ρίζα της οικονομικής κρίσης που χαρακτηρίζει μια οικονομία της αγοράς βρίσκεται η άνιση κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου, η αιτία της σημερινής κρίσης δεν είναι ότι η πελώρια ανισότητα δημιουργεί μια κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου  και αντίστοιχα υποκατανάλωσης. Όπως έδειξε η καταναλωτική έκρηξη στην Δύση των τελευταίων δεκαετιών, η υποκατανάλωση δεν είναι το πρόβλημα των καπιταλιστικών κοινωνιών σε μια διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Ούτε αληθεύει ότι τις χρηματοπιστωτικές φούσκες τις έθρεψε το πλεόνασμα στα καπιταλιστικά κέντρα. Στην πραγματικότητα, το μεγαλύτερο μέρος του πλεονάσματος που χρησιμοποιείται σήμερα για  χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία προέρχεται από τα «κυρίαρχα κεφάλαια» (sovereign funds) τέτοιων καπιταλιστικών  «θαυμάτων» όπως η Κίνα. Δηλαδή, από χώρες στις οποίες η ακραία ανισότητα στην κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου, σε συνδυασμό με την υπερεκμετάλλευση της εργατικής τους δύναμης από τις πολυεθνικές και την σημερινή παντελή απουσία κράτους πρόνοιας έχουν δημιουργήσει τεράστια πλεονάσματα, τα οποία οι ντόπιες ελίτ, αντί να τα επενδύουν στην εγχώρια οικονομία για την βελτίωση της παραγωγικής δομής και της κοινωνικής θέσης των  εργαζομένων, τα επενδύουν στις δυτικές χρηματοπιστωτικές αγορές ή, τελευταία,  και σε έργα υποδομής. Αυτός ήταν και ο λόγος που η «Ομάδα των 7» έσπευσε να προσκαλέσει στην Διάσκεψη της 15 Νοέμβρη και χώρες όπως η Κίνα που σήμερα παίζουν ρόλο δανειστού των καπιταλιστικών κέντρων και όχι βέβαια γιατί ενδιαφέρεται για την δημιουργία ενός πολυπολικού κόσμου, όπως ισχυρίζεται η ρεφορμιστική Αριστερά.

 

Εάν λοιπόν ο επικριτής μου πιστεύει ―και ελπίζει― ότι παρά την τεράστια ανομοιογένεια που έχει ήδη δημιουργήσει η διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς είναι δυνατή η συμφωνία πάνω στην υιοθέτηση ενός παγκόσμιου σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου (που βέβαια θα αναιρούσε τα συγκριτικά πλεονεκτήματα «θαυμάτων» όπως η Κίνα και η Ινδία) τότε θα μπορούσε κανείς να πιστέψει τα πάντα, ακόμη και την ανάσταση νεκρών!

 

Τέλος, ευχαριστώ τον επικριτή μου για την υπενθύμιση ότι «το σύστημα είναι πολύπλοκο και δεν μπορούμε να το εννοήσουμε με απλούς οικονομικούς ντετερμινισμούς» αλλά η υπενθύμιση ήταν περιττή. Όπως επανέλαβα για πολλοστή φορά σε άρθρο μου στο τελευταίο ΠΡΙΝ (23/11/2008), το κριτήριο με το οποίο διακρίνω τις διάφορες φάσεις της νεωτερικότητας είναι η εκάστοτε έκβαση της Κοινωνικής Πάλης, όπου άλλοτε επικρατούσε η ιστορική τάση για περαιτέρω αγοραιοποίηση της οικονομίας που ευνοούσαν οι ελίτ και την οποία το λαϊκό κίνημα ήταν ανίσχυρο ν’ αντιστρέψει (φιλελεύθερη και νεοφιλελεύθερη φάση) και άλλοτε η αντίστροφη τάση για την προστασία της κοινωνίας από την αγορά (κρατικιστική φάση). Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι φάσεις αυτές είναι εξίσου αντιστρέψιμες «από μέσα» στο σύστημα. Σήμερα, όπως, σημείωνα στο ίδιο άρθρο, μόνο μια επαναστατική αλλαγή του συστήματος μπορεί ν’ ανατρέψει τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση που τώρα, με την αρωγή των τέως σοσιαλδημοκρατών και την ανοχή της ρεφορμιστικής Αριστεράς, μετατρέπεται σε σοσιαλ-φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση ―δηλαδή μια ηπιότερη εκδοχή νεοφιλελευθερισμού. Ο λόγος είναι ότι ο καπιταλισμός έχει δημιουργήσει σήμερα τις αντικειμενικές συνθήκες που καθιστούν οποιαδήποτε ανατροπή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης «από μέσα» σχεδόν αδύνατη. Και αυτό, διότι «οι ανοικτές και απελευθερωμένες αγορές είναι αναγκαία συνθήκη για την ίδια την λειτουργία μιας διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς που βασίζεται σε πολυεθνικές εταιρείες». Μόνο επομένως εάν τα κράτη ήταν διατεθειμένα να προχωρήσουν στην κατάργηση των  ίδιων των πολυεθνικών  επιχειρήσεων που ελέγχουν την παγκόσμια παραγωγή και το εμπόριο για να βάλουν τις αγορές κάτω από άμεσο κοινωνικό έλεγχο θα μπορούσε να θεμελιωθεί μια τέτοια αναστροφή. Άλλα τότε μιλάμε για επαναστατική αλλαγή του συστήματος...