Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΠΡΙΝ» στις 5 Σεπτεμβρίου του 2004
Πάρεκον: Ήλθε η ώρα και για το μοντέλο του Κοινωνικού Φόρουμ;
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Μάικλ Άλμπερτ, που ήδη αναμένεται στην Ελλάδα στο πλαίσιο της διεθνούς περιοδείας του για την προώθηση του μοντέλου του για την μετακαπιταλιστική οικονομία με τον τίτλο «Συμμετοχική Οικονομική» (Πάρεκον, Παρατηρητής 2004), είναι βασικό στέλεχος του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ (ΠΚΦ) και στενός συνεργάτης του Τσόμσκι, καθώς και ιδρυτής του ΖNet, της ηλεκτρονικής αυτοκρατορίας που βασικά προβάλει τη διεθνή ρεφορμιστική Αριστερά. Εδώ και μια δεκαετία περίπου, ο Άλμπερτ (μαζί με τον Hahnel), κατέστρωσε το οικονομικό μοντέλο που, όπως υποστηρίζει σήμερα (προβάλλοντας το μαζικά μέσω του ΖNet, και με την υποστήριξη της τ. αντικαπιταλιστικής και νυν ρεφορμιστικής Αριστεράς ―όπως η New Left Review που εξέδωσε και το βιβλίο), θα μπορούσε να αποτελέσει το μοντέλο που θα συγκεκριμενοποιούσε το αφηρημένο όραμα του ΠΚΦ για ένα «εναλλακτικό» κόσμο. Όπως, όμως, θα προσπαθήσω να δείξω σύντομα στον χώρο αυτό, μολονότι ο προβληματισμός σχετικά με τη συγκεκριμένη μορφή που θα πάρει η μετακαπιταλιστική κοινωνία είναι περισσότερο επιτακτικός παρά ποτέ, μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού» και το πελώριο κενό που δημιούργησε το γεγονός αυτό για τη δυνατότητα οργάνωσης μιας μετακαπιταλιστικής κοινωνίας, στη πραγματικότητα, το Πάρεκον περισσότερο αποπροσανατολίζει παρά προβληματίζει. Και αυτό για τους εξής βασικούς λόγους:
Πρώτον, διότι δεν ανήκει σε καμία από τις ιστορικές παραδόσεις της Αριστεράς αλλά, αντίθετα, προσπαθεί να συγκεράσει ασύμβατες μεταξύ τους προτάσεις σε μια φανερή προσπάθεια κατασκευής μιας συναινετικής ιδεολογικής σούπας, όπως αυτή που χαρακτηρίζει την ιδεολογία του ΠΚΦ η οποία βγαίνει από τις διακηρύξεις του. Μολονότι ο Άλμπερτ δεν διστάζει να υποστηρίζει ότι το μοντέλο του ενσαρκώνει τις σοσιαλιστικές ηθικές αξίες και συγχρόνως να το χαρακτηρίζει «αναρχικό οικονομικό όραμα», αμεσοδημοκρατικό κ.λπ., στη πραγματικότητα, το Πάρεκον δεν ανήκει σε καμία ιστορική παράδοση της Αριστεράς και κατά τη γνώμη μου αποτελεί απλώς ένα, δήθεν πλουραλιστικό, υβρίδιο που προσπαθεί, όπως και το Φόρουμ, να ικανοποιήσει κάθε γούστο.
Έτσι, δεν μπορεί να καταταχτεί στην σοσιαλιστική παράδοση, παρά το ότι μιλά για συμβούλια εργαζόμενων, διότι αυτά δεν είναι η αποκλειστική πηγή δύναμης, όπως στα σοσιαλιστικά μοντέλα, αλλά απλώς μοιράζονται την εξουσία με τα συμβούλια καταναλωτών, χωρίς να είναι καν σαφή τα όρια της εξουσίας τους. Παρόμοια, η κομμουνιστική αρχή «από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητες του στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του» προσπερνάται (το Πάρεκον χαρακτηρίζει το πρόβλημα ως θέμα…συμπόνιας που επιλύεται με κάποιες δωρεάν κοινωνικές υπηρεσίες και ένα ελάχιστο εισόδημα) για χάρη της δήθεν «πιο προωθημένης» ηθικής αρχής ότι η αμοιβή γίνεται σύμφωνα με την προσπάθεια! Το ίδιο προσπερνάται το κρίσιμο θέμα της στρατηγικής μετάβασης και της επανάστασης, ενώ υιοθετείται η ρεφορμιστική στρατηγική του Φόρουμ όσον αφορά την αντι-παγκοσμιοποίηση. Και, φυσικά, το Πάρεκον δεν ανήκει στην Μαρξιστική παράδοση αφού μιλά για όραμα και δεν διαθέτει καμία ιστορική ανάλυση, ορίζει διαφορετικά τις τάξεις κλπ.
Αντίστοιχα, το Πάρεκον δεν μπορεί να καταταχτεί στην ελευθεριακή ή την αυτόνομη-δημοκρατική παράδοση, εφόσον τα κύρια συλλογικά όργανα αποφάσεων σε αυτό καθορίζονται καθαρά στο οικονομικό πεδίο. Έτσι, η έννοια του πολίτη απουσιάζει παντελώς και αντικαθίσταται από τις έννοιες του εργαζόμενου και του καταναλωτή —εισάγοντας έτσι και στην προτεινόμενη μετακαπιταλιστική κοινωνία τον αντίστοιχο οικονομικό δυϊσμό του σημερινού ανθρώπου που έχει καθιερώσει η καπιταλιστική και υιοθετώντας συγχρόνως τον σημερινό χωρισμό της κοινωνίας ανάμεσα σε οικονομική και πολιτική σφαίρα! Δεν είναι επομένως περίεργο ότι, όπως προσπάθησα να δείξω αλλού (βλ. Ο καπιταλισμός του Τσόμσκι, ο μετακαπιταλισμός του Άλμπερτ και η Περιεκτική Δημοκρατία, Γόρδιος 2004) το μοντέλο καταλήγει τελικά σε μία διαστρέβλωση της έννοιας της άμεσης δημοκρατίας, που όμως επικαλείται. Είναι φανερό ότι ο Άλμπερτ (όπως άλλωστε και οι υποστηρικτές της κοινωνίας πολιτών, ο Χάμπερμας, ο Μπόμπιο κ.λπ.), βλέπει την άμεση δημοκρατία όχι ως καθεστώς αλλά απλά ως μία διαδικασία που εύκολα μάλιστα αντικαθίσταται με το αντίθετό της, δηλαδή την αντιπροσώπευση, όποτε η άμεση δημοκρατία δεν είναι συμβατή με τις προδιαγραφές του Πάρεκον! Δεν είναι επομένως περίεργο ότι η ανυπαρξία του πολίτη στο μοντέλο αυτό οδηγεί τελικά περισσότερο σε συνελεύσεις «ενδιαφερόμενων» παρά αμεσοδημοκρατικές συνελεύσεις —ιδιαίτερα όταν είναι φανερό πως το Πάρεκον υιοθετεί μία «εργαλειακή» αντίληψη για την πολιτική, σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι παίρνουν μέρος στη διαδικασία των αποφάσεων μόνο στο βαθμό που τους επηρεάζουν, δηλαδή όχι ως αυτοσκοπό αλλά ως ένα μέσο για κάποιον σκοπό. Ούτε είναι βέβαια εκπληκτικό ότι το Πάρεκον συνεπάγεται μία ιδιαιτέρως γραφειοκρατική δομή, η οποία εύστοχα χαρακτηρίστηκε από τον ελευθεριακό ακαδημαϊκό John Crump ως «συμμετοχική γραφειοκρατία» στο έγκυρο θεωρητικό περιοδικό Anarchist Studies!
Δεύτερον, διότι αντίθετα για παράδειγμα με τις Μαρξιστικές προτάσεις για μια σοσιαλιστική κοινωνία, το πρόταγμα της αυτονομίας του Καστοριάδη, ή αυτό της Περιεκτικής Δημοκρατίας, το Πάρεκον δεν είναι ολοκληρωμένο πολιτικό πρόταγμα με τη δική του ιστορική ανάλυση της σημερινής πραγματικότητας αλλά αποτελεί απλώς ένα στενό οικονομικό μοντέλο για μια εναλλακτική οικονομία. Ένα μοντέλο, μάλιστα, που (προφανώς για ν' απολαύει και της εκτίμησης των ορθόδοξων οικονομολόγων) δεν διστάζει να χρησιμοποιεί τα θεωρητικά και μεθοδολογικά εργαλεία των ορθόδοξων οικονομικών που διδάχτηκε ο συγγραφέας του στο Harvard. Πράγμα που εξηγεί γιατί το μοντέλο αυτό, παρά το γεγονός ότι έχει ήδη μια δεκαετή ιστορία ανάπτυξης, αναφέρεται μόνο στους οικονομικούς θεσμούς και σιωπά για τους πολιτικούς, πολιτισμικούς και ευρύτερα κοινωνικούς θεσμούς, με την δικαιολογία ότι «τα μοντέλα γύρω από τέτοιους θεσμούς βρίσκονται ακόμα σε στάδιο ανάπτυξης». Εύλογα λοιπόν θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι είναι εσκεμμένη η εκκωφαντική σιωπή του συγγραφέα πάνω στα κρίσιμα θέματα που ιστορικά διαίρεσαν την Αριστερά, όπως το θέμα του Κράτους και το θέμα της μορφής που θα πάρει η κοινωνική ιδιοκτησία πάνω στα μέσα παραγωγής στην μελλοντική κοινωνία. Είναι φανερό ότι η φιλοδοξία του Άλμπερτ είναι να δημιουργήσει μια συναίνεση γύρω από το μοντέλο του που θα συνένωνε από τους οπαδούς του κρατικιστικού σοσιαλισμού μέχρι αναρχικούς και υποστηρικτές των νέων κοινωνικών κινημάτων (Πράσινοι, φεμινίστριες) κ.ο.κ.). Και η προσπάθεια φαίνεται να έχει ανταπόκριση τουλάχιστον στο μεταμοντέρνο τμήμα της αντισυστημικής Αριστεράς όπου αναρχικοί, (όπως το Αμερικανικό Ινστιτούτο Αναρχικών Σπουδών|Institute for Anarchist Studies), και μεταμαρξιστές στρέφονται σε μεταμοντέρνες ιδεολογικές σούπες, σαν αυτή που εκφράζει το Πάρεκον!
Τρίτον, διότι το Πάρεκον δεν στηρίζεται σε μια γενικότερη πολιτική, ιστορική και φιλοσοφική ανάλυση που θα το δικαίωνε αλλά απλώς στην απόρριψη κάποιων αρχών του σημερινού συστήματος και σε ορισμένες ηθικές αξίες που συνήγαγε ο συγγραφέας από την αγωνιστική πρακτική. Με άλλα λόγια, η ανάγκη για μια μετακαπιταλιστική κοινωνία δεν δικαιώνεται με βάση κάποια ανάλυση της διαλεκτικής της Ιστορίας (όπως κάνει ο διαλεκτικός υλισμός), ή της διαλεκτικής της Φύσης (όπως κάνει ο διαλεκτικός νατουραλισμός της Κοινωνικής Οικολογίας), ούτε καν με βάση την αξιωματική επιλογή μεταξύ της παράδοσης της αυτονομίας και της ετερονομίας (όπως κάνει το πρόταγμα της αυτονομίας και, με κάποιες σημαντικές παρεκκλίσεις, το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας). Όμως, μια σοβαρή πρόταση για την μορφή της μελλοντικής μετακαπιταλιστικής κοινωνίας δεν μπορεί βέβαια να είναι απλώς αντικείμενο σχεδιασμού επί Χάρτου, με βάση τα οράματα κάποιων διανοούμενων και τις ηθικές αξίες που συνάγουν από την αγωνιστική πρακτική. Μια παρόμοια πρόταση, για να είναι αξιόπιστη, πρέπει να αποτελεί ένα ολοκληρωμένο πολιτικό πρόταγμα που, εντεταγμένο σε μια από τις ιστορικές παραδόσεις της Αριστεράς και ερμηνεύοντας την σημερινή κοινωνία και τις τάσεις μέσα σε αυτήν, συνάγει τις απορρέουσες αρχές οργάνωσης της μελλοντικής κοινωνίας. Από τη σκοπιά αυτή, η αντισυστημική Αριστερά δεν χρειάζεται δήθεν πλουραλιστικά οράματα που συμβάλλουν στην σημερινή μεταμοντέρνα ιδεολογική σούπα, μολονότι παρόμοια οράματα θα ήταν ίσως χρήσιμα στο ΠΚΦ ως ιδεολογικά μοντέλα για τον «άλλο κόσμο που είναι εφικτός»…
ΠΡΙΝ (19/9/2004)
Αγαπητό «ΠΡΙΝ» ,
Διάβασα με ενδιαφέρον αλλά και απορία, τελικά, το άρθρο του Τ. Φωτόπουλου.για το ΠΑΡΕΚΟΝ-το βιβλίο του Μ. Άλμπερτ στο ΠΡΙΝ της 5/09
Ώστε έτσι, λοιπόν… πρώτον: «Η πραγματικότητα του ΠΑΡΕΚΟΝ δεν ανήκει σε καμία ιστορική παράδοση της Αριστεράς… και αποτελεί ένα πλουραλιστικό υβρίδιο…» μας λέει.
«Δεν ανήκει στη σοσιαλιστική παράδοση,…» «προσπερνάει κομμουνιστικές αρχές…» (άρα ούτε εκεί ανήκει…) …» «…δεν μπορεί να καταταχτεί στην ελευθεριακή-αυτόνομη–δημοκρατική παράδοση…»… άρα, ορφανό και νόθο, το ΠΑΡΕΚΟΝ δεν έχει πολιτικό μέλλον!...
Τι ωραία, που ένοιωσα, δεν σας κρύβω, με αυτό το, κατά Φωτόπουλο, «κουσούρι» του ΠΑΡΕΚΟΝ !… (σημείωση: ακόμη δεν έχω διαβάσει το βιβλίο…)
Που βρίσκονται σήμερα αυτά τα τρία βασικά μοντέλα σκέψης, και ―σε κάποιες περιόδους― πράξης της Αριστεράς (συν τη σοσιαλδημοκρατία): Εκεί ακριβώς που περιγράφεται: Στην ιστορία! Στο χρονοντούλαπο! Ο γραφειοκρατικός κομμουνισμός όπως τον γνωρίσαμε στην ΕΣΣΔ κλπ; Ερείπια! Τα σοσιαλιστικά καθεστώτα της Δύσης; Άφαντα, ηττημένα από Μπερλουσκόνι(δες)! Η σοσιαλδημοκρατική ιστορική παράδοση; Εικόνισμα για τοίχο (ας ρωτήσουμε τους Σρεντερ και Σία …) Ο Ντουρρούτι; Νεκρός από το 1937!
Δεν είναι σημάδι καινούργιων προσεγγίσεων ότι μια νέα πρόταση, πιθανόν με κομμάτια (και θρύψαλα) από ιστορικά ρεύματα της Αριστεράς επιδιώκει να υπερβεί τα ιστορικά ρεύματα και να δημιουργήσει μια καινούργια σύνθεση; Έτσι δεν έκαναν και αυτά τα ίδια ιστορικά ρεύματα της Αριστεράς (γεννοβολώντας τόνα τα άλλο), αναποδογυρίζοντας Χεγκελιανές προσεγγίσεις («με το κεφάλι κάτω…»), οικειοποιούμενα Αγγλικούς Εμπειρισμός, Γαλλικούς Διαφωτισμούς και Γερμανικές Ιδεολογίες για να φτιάξουν καινούργιες ιδεολογικές «σούπες» (και το Σύμπαν στην αρχή μια απέραντη σούπα ήταν ― στις «σούπες» υπάρχουν πάντα κρυμμένα τα αρχικά συστατικά της κάθε δημιουργίας…)
Πειράζει, τόσο, εξάλλου, που λείπει από το ΠΑΡΕΚΟΝ η ιδέα «πολίτης»; Λίγο έχει ταλαιπωρηθεί η Αριστερά από τις γενικόλογες, πονηρούλες έννοιες «πολίτης», « κοινωνία πολιτών» και άλλα παραμύθια, που συσκοτίζουν χάσματα μεταξύ «πολιτών» και κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν τι παθαίνουν οι «πολίτες-εργάτες» και οι «πολίτες–καταναλωτές» από τους «συμπολίτες τους καπιταλιστές»;
Αλλά μήπως ―δεύτερον― είναι τόσο κακή η έμφαση στην οικονομική διάσταση του μοντέλου ―αφού αν απέτυχαν κάπου τα προηγούμενα ιστορικά μοντέλα―, ακριβώς στο θέμα της οικονομίας απέτυχαν, (όπως άλλωστε αποτυγχάνει, δυστυχώς, και ο ίδιος ο Τ. Φωτόπουλος στο βιβλίο του «Περιεκτική Δημοκρατία» να εξηγήσει ποιες θα είναι οι οικονομικές λειτουργίες της Δημοκρατίας αυτής, και καταλήγει να προτείνει κάτι σαν …Δελτίο με τη μορφή …Βασικών Διατακτικών (ΒΔ) και Μη βασικών Διατακτικών (ΜΒΔ) ;
Μπράβο, λέω εγώ, του Αλμπερτ που προσπάθησε να δημιουργήσει συναίνεση μεταξύ κρατικιστών σοσιαλιστών, οικολόγων, φεμινιστριών, και αντισυστημικών αριστερών, με έμφαση στα θετικά στοιχεία κάθε στάσης.
Γιατί η Αριστερά πρέπει να τολμά να διαλύει εις τα εξ ων συνετέθησαν ―και με τα υλικά κατεδάφισης που δεν στερούνται αξίας, αλλά έξω από την προηγούμενη δομή-υπερσύνολο ―να δομεί νέα καλύτερα σπίτια ιδεολογικά και κοινωνικά, σαν το παιδί που με τους ίδιους κύβους φτιάχνει νέα ωραία παιγνίδια, και να μην κολλάει σε ιδεολογικές «επετηρίδες» και ιστορικές παραδόσεις, που έχουν πλέον «παραδοθεί» οριστικά (στον εχθρό…)
Και αν είναι, λοιπόν, έτσι ―τρίτο― καθόλου δεν φαίνεται να πειράζει που το ΠΑΡΕΚΟΝ δεν διαθέτει γενικότερη πολιτική, ιστορική και φιλοσοφική ανάλυση. Ο Παπαδιαμάντης έλεγε
«Όπου γενικότης, εκεί και επιπολαιότης!...» Δεν υπέφερε πολύ η Αριστερά από την έμμονη ιδέα των γενικών αναλύσεων που περιλαμβάνουν τα πάντα με ένα απολύτως ολοκληρωμένο ―τελικά όμως ολοκληρωτικό― τρόπο, μήπως την κατηγορήσει κανένας και για καμία αντίφαση;
Αυτός ο ψυχαναγκασμός για γενική ανάλυση που θα περιλαμβάνει ακάμπτως τα πάντα ―παγωμένα στη στιγμή μηδέν και ακίνητα― δεν είναι αντανάκλαση σε επίπεδο ιδεολογικής στάσης των συγκεντρωτικών και ολοκληρωτικών δομών, τρόπων σκέψης, αξιών, επομένως, της καπιταλιστικής κοινωνίας;
Μήπως ενόχλησε η προσπάθεια του Άλμπερτ να ανασυνθέσει και με παλιά υλικά, νέες προτάσεις και εφαρμόσιμες ιδέες για το (πολύ αδύναμο πάντως, έως τώρα) οικονομικό σκέλος των προταγμάτων και θεωριών (και του Τ. Φωτόπουλου) για τις βάσεις της «Περιεκτικής Δημοκρατίας» ;
Η Αριστερά του μέλλοντος μας, δεν θα έχει τίποτε ενθυμίζον συνολικά καμία από τις ιστορικές παραδόσεις του παρελθόντος της ―αλλά θα έχει σε νέα σύνθεση τα καλύτερα στοιχεία από κάθε μια τους, συν δυο ακόμη νέες ιδιότητες: να κυματίζει σαν θάλασσα και να ίπταται στον ουρανό αλλάζοντας κατεύθυνση όταν πρέπει, ως συνεκτικό αυτορρύθμιστο σμήνος μελισσών.
Α.ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
Απάντηση του Τάκη Φωτόπουλου
Μολονότι η απάντηση μου γίνεται μάλλον περιττή από την ομολογία του Α. Οικονόμου (Α.Ο.) ότι, παρά το γεγονός ότι δεν έχει διαβάσει καν το Πάρεκον δεν συμφωνεί με… την κριτική μου σ αυτό, θ ασχοληθώ πολύ σύντομα με τα γενικά σημεία που θέτει.
Αρχικά, όπως γίνεται αμέσως φανερό από τον τρόπο που υπερασπίζεται το Πάρεκον ―και μάλιστα σε αντιδιαστολή με την Περιεκτική Δημοκρατία (ΠΔ)― («επιδιώκει να υπερβεί τα ιστορικά ρεύματα και να δημιουργήσει μια καινούργια σύνθεση»), ούτε την ΠΔ έχει διαβάσει, αφού θεμελιακό στοιχείο της είναι ακριβώς ότι αποτελεί μια νέα σύνθεση και υπέρβαση. Η διαφορά όμως με το Πάρεκον είναι ότι, αντίθετα με αυτό, η ΠΔ ανήκει σε μια παράδοση της αντισυστημικής Αριστεράς, την αυτόνομη-δημοκρατική, την οποία προσπαθεί να συνεχίσει αλλά και ταυτόχρονα να υπερβεί, δημιουργώντας μια νέα σύνθεση με τις άλλες παραδόσεις της αντισυστημικής Αριστεράς (σοσιαλιστική, νέα κοινωνικά κινήματα κ.λπ.). Το γεγονός άλλωστε ότι το Πάρεκον δεν βάζει ως κέντρο της ανάλυσης του την εργατική τάξη (σοσιαλιστική παράδοση) αλλά ούτε και τον πολίτη (όπως ορίζεται βέβαια από την αμεσοδημοκρατική παράδοση και την υπέρβαση της από την ΠΔ σε μια κοινωνία ισοκατανομής κάθε μορφής εξουσίας που αποκλείει την ύπαρξη καπιταλιστών) αλλά αντίθετα υιοθετεί τον καπιταλιστικό δυϊσμό του σημερινού ανθρώπου σε εργαζόμενο και καταναλωτή, είναι ενδεικτικό.
Όμως, το ότι ο επικριτής μου δεν έχει κανένα πρόβλημα με τις μεταμοντέρνες σούπες όπως αυτή του Πάρεκον γίνεται φανερό και από την απέχθεια του για οποιαδήποτε φιλοσοφική ή ιστορική στήριξη ενός νέου κοινωνικού μοντέλου, η οποία συνοδεύεται από την έμμεση συλλήβδην καταδίκη ως ολοκληρωτικών όλων των άλλων απελευθερωτικών προταγμάτων (από το Μαρξιστικό, μέχρι τα σύγχρονα σαν αυτό της Κοινωνικής Οικολογίας κ.λπ., έστω και αν μερικά από αυτά —όπως αυτά της αυτονομίας και της ΠΔ― απορρίπτουν κάθε «αντικειμενική» στήριξη τους). Προφανώς, ο Α.Ο. ―όπως άλλωστε και ο Άλμπερτ και κάθε αστός διανοούμενος ―αδυνατεί να συλλάβει ότι μία μορφή κοινωνικής οργάνωσης δεν στηρίζεται απλώς σε κάποιες «ιδέες» για την καλύτερη οργάνωση της κοινωνίας, ή έστω κάποιες αξίες τις οποίες υιοθετεί, αλλά πάντα θεμελιώνεται, ρητά ή σιωπηρά, σε μια ολόκληρη κοσμοθεωρία. Και αυτή η κοσμοθεωρία είναι παντελώς απούσα από το Πάρεκον.
Τέλος, δεν θα ασχοληθώ με την καταδικαστική απόφαση που εκδίδει εναντίον της ΠΔ και υπέρ του Πάρεκον όσον αφορά την πρόταση για την οικονομική οργάνωση της κοινωνίας, (στηριζόμενος σε άσχετες γενικότητες), διότι είναι φανερό ότι ο δικαστής μου έχει τόσο εντρυφήσει στην ΠΔ όσο και στο Πάρεκον!
Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΑΝΤΙ» στις 5 Νοεμβρίου του 2004
ΠΑΡΕΚΟΝ
Παρουσίαση του βιβλίου του Μάικλ Άλμπερτ στην Αθήνα
ΝΙΚΟΣ ΡΑΠΤΗΣ
Ο Μάικλ Άλμπερτ έδωσε μια διάλεξη με θέμα τον τίτλο του τελευταίου του βιβλίου Πάρεκον: Η ζωή μετά τον καπιταλισμό (εκδ. «Παρατηρητής»), στις 22 Οκτωβρίου, κατά την παρουσίαση του στη Στοά του Βιβλίου υπό την αιγίδα του Αντί.
Ίσως ένα από τα πιο σημαντικά σημεία της διάλεξης ήταν η αναφορά του στο ακρωνύμιο ΤΙΝΑ (There is no alternative: Δεν υπάρχει εναλλακτική λύση) που εκστόμισε η «μεγάλη ηγέτιδα» της Δύσης, η Μάργκαρετ Θάτσερ. Δηλαδή, σύμφωνα με την ΤΙΝΑ, οι άνθρωποι πάνω στη γη δεν έχουν ελπίδα γιατί δεν υπάρχει «εναλλακτική λύση» στον καπιταλισμό. Είπε ο Άλμπερτ: «Όταν η Θάτσερ εκστόμισε τα περί ΤΙΝΑ. θα έπρεπε να κλαίει αντί να χαμογελάσει με ικανοποίηση γι' αυτό που είπε».
Το γιατί πρέπει να κλαίει το εξέφρασε ένας άλλος συμπατριώτης της Θάτσερ, ο νομπελίστας οικονομολόγος Τζων Μειναρντ Κέινς (1883-1946) οποίος είπε: «(Ο καπιταλισμός), δεν είναι πετυχημένος. Δεν είναι έξυπνος, δεν είναι ωραίος, δεν είναι δίκαιος, δεν είναι ενάρετος, και δεν κάνει αυτό που υπόσχεται. Με λίγα λόγια τον αντιπαθούμε, και αρχίζουμε να τον απεχθανόμαστε. Αλλά όταν αναρωτιόμαστε με τι να τον αντικαταστήσουμε, μπερδευόμαστε στο έπακρο» (σελ. 128 στην ελληνική μετάφραση του Πάρεκον).
Ο Άλμπερτ, και στο Πάρεκον (Parecon: PARticipatory ECONomics: συμμετοχική οικονομική) και στη διάλεξη στη Στοά του Βιβλίου, δήλωσε άτι προσπάθησε να δώσει ένα όραμα για να «μειώσει αυτό το μπέρδεμα» που ανέφερε ο Κέινς.
Το όραμα αυτό του Άλμπερτ βασίζεται σε έναν πυρήνα από (ηθικές) αξίες: την αλληλεγγύη, την ποικιλομορφία, τη δικαιοσύνη και την αυτοδιαχείριση. Αυτές οι αξίες ωθούνται από τον Άλμπερτ στα άκρα. Ίσως εκεί έγκειται η διαφορά της Πάρεκον από τα άλλα οράματα με ανθρωπιστικό υπόβαθρο, π.χ. το σοσιαλιστικό, το αναρχικό, το βιοτοπικιστικό κ.λπ. Με βάση αυτές τις αξίες ο 'Αλμπερτ προσπαθεί να βρει και να προτείνει λύσεις για τα καίρια οικονομικά προβλήματα της ανθρώπινης κοινωνίας: την αμοιβή της εργασίας, την κατανομή της εργασίας, τον καταμερισμό παραγωγής και κατανάλωσης, και τον τρόπο λήψης των αποφάσεων.
Οι βασικές (και εντυπωσιακές) καινοτομίες που κάνει ο Άλμπερτ στη λύση αυτών των οικονομικών προβλημάτων είναι κυρίως: η εισαγωγή της έννοιας του «ισορροπημένου πλέγματος απασχόλησης» (ένας μίγματος ευχάριστης και δυσάρεστης εργασίας για κάθε άτομο), η αμοιβή της εργασίας βάσει της «προσπάθειας και της θυσίας» και η λήψη των αποφάσεων βάσει της αρχής ότι «το δικαίωμα λόγου στη λήψη αποφάσεων είναι ανάλογο με την επιρροή που έχουν οι αποφάσεις πάνω στο άτομο που συμμετέχει στις αποφάσεις».
Η ιστορία του οράματος της Πάρεκον έχει γύρω στα 10 χρόνια. Ήδη έχει αρχίσει να συνειδητοποιείται η αξία της σε πολλά μέρη της γης όπου γίνεται και προσπάθεια εφαρμογής των αρχών της. Η πρόταση του Άλμπερτ για ένα όραμα εναλλακτικής λύσης μετά τον καπιταλισμό είναι ένα σπάνιο επίτευγμα. Το μόνο άλλο όραμα, ή πρόταση, που υπάρχει παγκοσμίως είναι αυτό του Τάκη Φωτόπουλου της «Περιεκτικής Δημοκρατίας», η οποία περιέχει πολλά κοινά σημεία με την πρόταση Άλμπερτ. (Παρένθεση: Δυστυχώς ο Άλμπερτ και ο Φωτόπουλος έχουν έρθει σε «προσωπική σύγκρουση «δι’ ασήμαντον αφορμήν» μετά από πρόταση του γράφοντος στον Άλμπερτ να γράψει ένα άρθρο για το περιοδικό Δημοκρατία και Φύση που επιμελείται ο Τάκης Φωτόπουλος. Παρά ταύτα ο Άλμπερτ είχε τότε εκφράσει στον γράφοντα την άποψη ότι η πρόταση του Φωτόπουλου «περιέχει πολλά θετικά στοιχεία».
ΑΝΤΙ (3/12/04)
Παρεκον και Περιεκτική Δημοκρατία
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Στην βιβλιοπαρουσίαση του Πάρεκον από τον Νίκο Ράπτη (Ν.Ρ.) στο ΑΝΤΙ, (αριθ. τεύχους 829, 5/11/2004, σελ 49), ο συγγραφέας της θεώρησε σκόπιμο να κλείσει την παρουσίαση για το «σπάνιο επίτευγμα» του Άλμπερτ με μια αναφορά στην Περιεκτική Δημοκρατία (Π.Δ.) και τη σχέση μου με τον Άλμπερτ, η οποία ελάχιστη έχει σχέση με την πραγματικότητα. Δεδομένου ότι, κατά τη γνώμη μου, τα θιγόμενα θέματα είναι γενικότερου πολιτικού ενδιαφέροντος και κάθε άλλο παρά έχουν σχέση με «προσωπικές συγκρούσεις», όπως ανέφερε στην παρουσίαση του ο Ν.Ρ., θα προσπαθήσω παρακάτω να εκθέσω συνοπτικά μια εντελώς διαφορετική άποψη για το θέμα.
Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες που δεν είναι του παρόντος για τον ισχυρισμό του Ν.Ρ. ότι δήθεν ήλθα σε «προσωπική» σύγκρουση «δ’ ασήμαντον αφορμήν» με τον Άλμπερτ, «μετά από πρόταση του (Ν.Ρ. στον ίδιο) να γράψει ένα άρθρο για το περιοδικό Δημοκρατία και Φύση». Στη πραγματικότητα, η σύγκρουση ήταν καθαρά πολιτικού χαρακτήρα (τον Άλμπερτ δεν τον γνωρίζω προσωπικά) και η αφορμή ήταν κάθε άλλο παρά ασήμαντη, όπως μπορούν να επιβεβαιώσουν τα άλλα μέλη της Συντακτικής Επιτροπής (εκτός βέβαια από τον προσωπικό του φίλο Ν.Ρ.) που παρακολουθήσαν την μακρά γραπτή ανταλλαγή μου με τον Άλμπερτ. Θ’ αναφερθώ μόνο στον ισχυρισμό του Ν.Ρ. ότι, σε προσωπική του επικοινωνία, ο Άλμπερτ είχε εκφράσει στον ίδιο την άποψη ότι η πρόταση μου για την ΠΔ «περιέχει πολλά θετικά στοιχεία». Στην αλληλογραφία του με εμένα, όμως, ο Άλμπερτ επαναλάμβανε συνεχώς ότι ποτέ δεν διάβασε το βιβλίο (προφανές φυσικά δικαίωμα του) αλλά παρόλα αυτά είχε κατορθώσει να διαπιστώσει ότι δεν βρήκε σε αυτό κάτι που έστω «προσέγγιζε ένα οικονομικό μοντέλο μετακαπιταλιστικής κοινωνίας» (με βάση την δική του έννοια μοντέλου)! Προσπερνώντας λοιπόν τα περί δήθεν «προσωπικής» σύγκρουσης, που δεν μπορούν να συζητηθούν σοβαρά παρά μόνο μετά από ανάγνωση της μακράς σχετικής ανταλλαγής, θα έλθω στις ανακρίβειες του Ν.Ρ. για το Πάρεκον σε σχέση με την Π.Δ.
Αρχικά, είναι βέβαια αναληθές, μολονότι κολακευτικό, ότι «το μόνο άλλο όραμα ή πρόταση που υπάρχει παγκοσμίως είναι αυτό του Τάκη Φωτόπουλου της «Περιεκτικής Δημοκρατίας». Στη πραγματικότητα, υπάρχει ένα τουλάχιστον ακόμα σημαντικό «όραμα ή πρόταση», αυτό του κομουναλισμού του Μάρει Μπούκτσιν, το οποίο μάλιστα διατυπώθηκε πολύ πιο πριν από το Πάρεκον, αλλά βέβαια δεν έτυχε (όπως και αυτό της Π.Δ.) της μαζικής προβολής από τα ΜΜΕ της κεντροαριστεράς και της ρεφορμιστικής αριστεράς της οποίας έτυχε αυτό, εδώ και στο εξωτερικό. Η αιτία φυσικά δεν είναι άσχετη με το γεγονός ότι τόσο ο Μπούκτσιν όσο και ο γράφων όχι μόνο ―σε αντίθεση με τον Άλμπερτ― δεν είναι βασικά στελέχη αυτής της αριστεράς, αλλά και προσπαθούν όλα αυτά τα χρόνια να συμβάλλουν στην ανάπτυξη μιας νέας αντισυστημικής αριστεράς στον γενικότερο ελευθεριακό χώρο (στον οποίο άνήκε και το πρόταγμα της αυτονομίας που διατύπωσε ο Καστοριάδης αλλά μόνο σε εντελώς αφηρημένη βάση), πράγμα που βλέπουν ως την μόνη διέξοδο από την σημερινή πολυδιάστατη και συνεχώς επιδεινούμενη κρίση στο πολιτικό, οικονομικό, οικολογικό, πολιτισμικό και γενικότερο κοινωνικό επίπεδο.
Εξίσου αναληθής είναι ο ισχυρισμός του Ν.Ρ. ότι η Π.Δ. «περιέχει πολλά κοινά σημεία με την πρόταση του Άλμπερτ». Όπως προσπάθησα να δείξω με πρόσφατα σχετικά άρθρα μου τόσο στην Ελευθεροτυπία («Ο προβληματισμός για την μετακαπιταλιστική κοινωνία», 4/9/2004) όσο και στο Πριν («Πάρεκον: ήλθε η ώρα για το μοντέλο του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ; — Μετακαπιταλισμός για κάθε γούστο», 5/9/2004), τα κοινά σημεία είναι ελάχιστα, ενώ οι διαφορές μεταξύ Πάρεκον και Π.Δ. είναι τεράστιες και θεμελιακές.
Οι θεμελιακές αυτές διαφορές ξεκινούν από το γεγονός ότι το Πάρεκον, αντίθετα, για παράδειγμα με τις μαρξιστικές προτάσεις για μια σοσιαλιστική κοινωνία, το πρόταγμα της αυτονομίας του Καστοριάδη, το κομμουναλιστικό πρόταγμα του Μπούκτσιν, ή αυτό της Περιεκτικής Δημοκρατίας, δεν αποτελεί ένα ολοκληρωμένο πολιτικό πρόταγμα για μια εναλλακτική κοινωνία, με τη δική του ιστορική ανάλυση της σημερινής κοινωνίας, ένα γενικότερο (πολιτικό και κοινωνικο-οικονομικό) όραμα της μελλοντικής κοινωνίας και τη στρατηγική και τακτική που θα μας οδηγούσε σε αυτήν. Με άλλα λόγια, το Πάρεκον δεν είναι ένα γενικότερο μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης αλλά απλώς ένα οικονομικό μοντέλο για μια εναλλακτική οικονομία —για το οποίο πολλοί, μεταξύ των οποίων και ο γράφων, έχουν αντιτάξει βασικές αντιρρήσεις. Έτσι, το μοντέλο αυτό, προϋποθέτοντας τον χωρισμό της κοινωνίας, όπως σήμερα, σε οικονομική και πολιτική σφαίρα, αναφέρεται μόνο στους οικονομικούς θεσμούς και σιωπά για τους πολιτικούς, πολιτισμικούς και ευρύτερα κοινωνικούς θεσμούς, με τη δικαιολογία ότι «τα μοντέλα γύρω από τέτοιους θεσμούς βρίσκονται ακόμα σε στάδιο ανάπτυξης» —παρά το γεγονός ότι το Πάρεκον έχει ήδη μία δεκαετή ιστορία ανάπτυξης!
Είναι όμως φανερό ότι μια αξιόπιστη πρόταση για τη μορφή της μελλοντικής μετακαπιταλιστικής κοινωνίας δεν μπορεί να είναι απλώς αντικείμενο σχεδιασμού επί χάρτου με βάση τα οράματα κάποιων διανοούμενων και τις ηθικές αξίες που οι ίδιοι συνάγουν από την αγωνιστική πρακτική. Αντίθετα, πρέπει να αποτελεί ένα ολοκληρωμένο πολιτικό πρόταγμα εντεταγμένο σε μια από τις ιστορικές παραδόσεις της Αριστεράς, το οποίο, ερμηνεύοντας τη σημερινή κοινωνία και τις τάσεις μέσα σε αυτήν, συνάγει τις απορρέουσες αρχές οργάνωσης της μελλοντικής, προσπαθώντας (με βάση τις ιστορικές εμπειρίες αλλά και τα σύγχρονα κοινωνικά ρεύματα) όχι απλώς να υπερβεί τις ιστορικές παραδόσεις, αλλά και να τις ανασυνθέσει —όπως άλλωστε προσπαθεί να επιτύχει το πρόταγμα της Π.Δ. Είναι φανερό, όμως, ότι ο Άλμπερτ αδυνατεί να συλλάβει πως μία πρόταση για μια άλλη μορφή κοινωνικής οργάνωσης δεν μπορεί να στηρίζεται απλώς σε κάποιες «ιδέες» για την καλύτερη οργάνωση της κοινωνίας, η έστω κάποιες αξίες τις οποίες υιοθετεί, αλλά πρέπει να θεμελιώνεται σε μια ολόκληρη κοσμοθεωρία. Και αυτή η κοσμοθεωρία είναι παντελώς απούσα από το Πάρεκον.