printable version

 

(Το παρακάτω άρθρο δημοσιεύθηκε στην εβδομαδιαία εφημερίδα «Η Εποχή» την Κυριακή 2 Ιουλίου 2000)

Η Ουτοπία ως Πολιτική Τύφλωση

Του Περικλή Κοροβέση

 

Αρχής γενομένης από τον Πλάτωνα, η ουτοπία, χώρος που δεν υπάρχει πουθενά, αυτό λέει και η λέξη εξάλλου (ου-τοπος) ουδέποτε έπαψε να απασχολεί τους ανθρώπους. Από τη μυθική Ατλαντίδα, την πρώτη ουτοπία που ξέρουμε, μέχρι τον πρόσφατο κομμουνιστικό παράδεισο, πριν εφαρμοστεί βέβαια και γίνει «υπαρκτός», μεγάλοι στοχαστές καταπιάστηκαν να επεξεργάζονται μοντέλα ευτυχισμένων κοινωνιών. Οι περισσότερες από αυτές τις ουτοπίες περιγράφονται' με κάθε δυνατή λεπτομέρεια, από την αρχιτεκτονική της πόλης, συνήθως γεωμετρικής, τη σχέση με την ύπαιθρο και τον τρόπο καλλιέργειας της γης, τον τρόπο διοίκησης, την κοινή ζωή και συχνά και το σωστό τρόπο που οι άνθρωποι θα πρέπει να καθορίζουν τις σχέσεις τους φτάνοντας ακόμα να υπαγορεύουν την ορθή σεξουαλική συμπεριφορά ή ακόμα και τον τρόπο αναπαραγωγής του ανθρώπινου είδους.

Η πολιτική σημασία αυτών των ουτοπιών ήταν τεράστια, γιατί έδειχναν σε θεωρητικά τουλάχιστον επίπεδο πως η ιστορία δεν ήταν ο μονόδρομος που χάραζε η εκάστοτε εξουσία, αλλά θα μπορούσε να είχε πάρει άλλες, τελείως διαφορετικές κατευθύνσεις. Εξέφραζαν τη βαθύτερη επιθυμία τον ανθρώπου να βρεθεί σ' έναν ιδανικό κόσμο, όπου θα κυριαρχούσε ο μαγευτικός κόσμος του παραμυθιού και το όνειρο μιας καλύτερης ζωής. Θα βίωνε μία ευτυχία, έτσι όπως θα μπορούσε να εκφραστεί, μέσα από την τέχνη και τη δημιουργία. Στην ουσία της η ουτοπία είναι ένα μη εφαρμόσιμο παραμύθι, που μας έχει δοθεί με τη μορφή μυθιστορημάτων.

Τον περασμένο αιώνα που ήταν η εποχή των εφαρμοσμένων ουτοπιών, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική, αλλά και αλλού, κατέληξαν ―αν όχι πάντοτε― σε τραγωδίες, τουλάχιστον σε πλήρεις αποτυχίες. Ο λόγος αυτών των καταστροφών ήταν σχετικά απλός και ως εκ τούτου ήταν πολύ δύσκολο να εντοπιστεί. Οι άνθρωποί είναι προγραμματισμένοι από τη φύση τους να ζήσουν κάτι σχετικό, όσο και αν η επίτευξη αυτού του σχετικού, απαιτεί να σκεφτούμε και να πράξουμε απίθανα πράγματα, όπως, π.χ. κάποια επαναστατική θεωρία ή πράξη. Αλλά αυτό δεν είναι η εφαρμογή μιας απόλυτης ιδέας, αλλά μια κίνηση της Ιστορίας. Μια επανάσταση ή μια κοινωνική αλλαγή κινείται στον ιστορικό τόπο και χρόνο και όχι στο πουθενά που ευδοκιμεί η ουτοπία.

Ουτοπία και Επανάσταση είναι δυο έννοιες που έχουν μπλέξει τα μπούτια τους για πολλούς από μας. Το όραμα της σοσιαλιστικής ή κομμουνιστικής κοινωνίας, ως απόλυτης έννοιας που μας ξεχωρίζει από τους ρεφορμιστές ή τους συμβιβαστικούς; γίνεται μια ουτοπία που δεν μπορεί να απαγορεύσει πολιτική. Είναι το γνωστό φαινόμενο της σέχτας. Στην πραγματικότητα είναι το κείμενο ενός ανθρώπου, που παρουσιάζεται ως συλλογική άποψη της ομάδας και που καθορίζει και την ίδια την εσωτερική ζωή της. Γίνεται μια μίνι ουτοπία σε κάποιο άγνωστο μακρινό νησί, άσχετα αν τα γραφεία της βρίσκονται στα Εξάρχεια. Ακόμα και άνθρωποί με θαυμάσιες αναλυτικές ικανότητες για τη σημερινή κοινωνία όπως ο Τάκης Φωτόπουλος, που έχει ήδη από τώρα βρει πως θα είναι η μελλοντική κοινωνία με το βιβλίο του η «Περιεκτική Δημοκρατία» μιας κοινωνίας που θα προκύψει εκτός της Ιστορίας και της συμμετοχής των ανθρώπων.

Γιατί, σε τελική ανάλυση, είναι αυτοί οι άνθρωποι που ζουν μαζί μας με τα ελαττώματα και τα προτερήματά τους, τις αρετές και τις κακίες τους, τις φιλοδοξίες τους ή την ταπεινότητα τους, τον εγωισμό τους ή τον αλτρουισμό τους, όλα αυτά αποτελούν αναπόσπαστα στοιχεία αυτού τον κόσμου που δεν μας κάνει και θέλουμε να αλλάξουμε. Αυτά όμως θα τα μεταφέρουν οι άνθρωποι και στο επόμενο ιστορικό τους βήμα. Και είναι φυσικό γιατί αν δεν υπήρχαν διαφορές και συγκρούσεις θα σταμάταγε και η Ιστορία. Γι’ αυτό και o Χάξλεϊ, στο βιβλίο τον, «Στον καλύτερο των κόσμων» (Le Meilleur des Mondes) περιγράφει τη δικιά του εκδοχή της ουτοπίας, σαν τον απόλυτο εφιάλτη. Η ουτοπία, ως απόλυτη αξία είναι ολοκληρωτισμός που εξαφανίζει την ψυχολογία και τη, φυσιολογία των ανθρώπων, στο όνομα της συλλογικής ευτυχίας.

Η πραγματική επαναστατική επανάσταση θα πραγματοποιηθεί, όχι στον εξωτερικό κόσμο, αλλά στην ψυχή και στη σάρκα των ανθρώπων υποστήριζε ο συγγραφέας. Και εμείς με τη σειρά μας θα προσθέταμε και σε συνθήκες που καθημερινά καλυτερεύουν μέσα από την πάλη, τη συμμετοχή και τον έλεγχο, στο κοινωνικό γίγνεσθαι.


(Το παρακάτω άρθρο δημοσιεύθηκε στην εβδομαδιαία εφημερίδα «Η Εποχή» την Κυριακή 16 Ιουλίου 2000)

Περί Ουτοπίας και της Ανανήψασας Επαναστατικής Αριστεράς

Του Τάκη Φωτόπουλου

 

Είναι χαρακτηριστικό της μετατόπισης του όλου πολιτικού φάσματος προς τα δεξιά σήμερα, όπως έγραφα και αλλού (Ελευθεροτυπία, 17/6/2000), ότι τέως Μαρξιστές, ακόμη και επαναστάτες Μαοϊκοι κ.λπ., υποστηρίζουν σήμερα τις θέσεις μιας παλαιολιθικής σοσιαλδημοκρατίας (άλλοι το γύρισαν και στην...ορθοδοξία) ―η οποία στις σημερινές συνθήκες της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς είναι η μεγαλύτερη ουτοπία που θα μπορούσε να συλλάβει κανείς―, ενώ οι παλιοί σοσιαλδημοκράτες, ρεαλιστικότεροι, προσπαθούν να προσαρμοστούν στη σημερινή πραγματικότητα με το είδος σοσιαλφιλελευθερισμού που προωθούν. Έτσι, η ανανήψασα τ. Επαναστατική Αριστερά, όχι μόνο δεν αποπειράται πια να προβληματιστεί πάνω σε νέα προτάγματα για ριζική κοινωνική αλλαγή ―κάτι που μετά τη κατάρρευση του «υπαρκτού» έγινε περισσότερο επείγον παρά ποτέ― αλλά παίρνοντας δεδομένο (αν όχι καθορισμένο από την ανθρώπινη φύση!) το σημερινό θεσμικό πλαίσιο (διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και κοινοβουλευτική «δημοκρατία») ―παρόλο που έχει ιστορία μόλις δυο-τριών αιώνων― προσπαθεί να δυσφημήσει, υποτίθεται από τ’ «Αριστερά», κάθε απόπειρα έκφρασης ενός εναλλακτικού ριζοσπαστικού λόγου, με τη γνωστή κατηγορία του «ουτοπικού» και τη παράλληλη προσφυγή στην «ανθρώπινη φύση» που δήθεν «εξηγεί» το στατους κβο. Το γεγονός βέβαια ότι τα ίδια ακριβώς επιχειρήματα χρησιμοποιούσαν πάντα οι ελίτ για να καταδικάσουν κάθε απόπειρα θεωρητικής ή πρακτικής αμφισβήτησης των θεσμών που διαιώνιζαν την εξουσία τους δεν απασχολεί τους ανανήψαντες επαναστάτες που σήμερα το παίζουν «ρεαλιστές».

Τις σκέψεις αυτές μου έφερε στο νου η χοντροειδής διαστρέβλωση του προτάγματος της Περιεκτικής Δημοκρατίας από τον Περικλή Κοροβέση (Εποχή, 2/7/2000). Έτσι ο συγγραφέας, αρχίζοντας με μια «διατριβή» κατά των ουτοπιών που βρίθει από κάθε αντιδραστική κοινοτοπία για τα αίτια της ιστορικής ανάδυσης τους και της κατάπνιξης τους, καταλήγει ταυτίζοντας το προτάγμα της περιεκτικής δημοκρατίας με μια παρόμοια ουτοπία: «ακόμα και άνθρωποί με θαυμάσιες αναλυτικές ικανότητες για τη σημερινή κοινωνία όπως ο Τάκης Φωτόπουλος, που έχει ήδη από τώρα βρει πως θα είναι η μελλοντική κοινωνία με το βιβλίο του η «Περιεκτική Δημοκρατία» μιας κοινωνίας που θα προκύψει εκτός της Ιστορίας και της συμμετοχής των ανθρώπων.» Ο πραγματικός στόχος όμως όλης αυτής της διατριβής είναι η κριτική που ασκώ όλα αυτά τα χρόνια κατά της ρεφορμιστικής Αριστεράς (στην οποία τώρα ανήκει και ο ίδιος ο ΠΚ), όπως άλλωστε κάνει σαφές: «Το όραμα της σοσιαλιστικής ή κομμουνιστικής κοινωνίας, ως απόλυτης έννοιας που μας ξεχωρίζει από τους ρεφορμιστές ή τους συμβιβαστικούς γίνεται μια ουτοπία που δεν μπορεί να απαγορεύσει πολιτική».

Όμως, όποιος έχει διαβάσει το βιβλίο «Περιεκτική Δημοκρατία» (που δεν είναι απλώς ιδέα που ανέκυψε εν μια νυκτι αλλά το προϊόν ενός θεωρητικού προβληματισμού που έχει αναπτυχθεί για μια σχεδόν δεκαετία στο διεθνές περιοδικό Society and Nature/Democracy & Nature) ξέρει πολύ καλά ότι όχι μόνο η Περιεκτική Δημοκρατία δεν προτείνεται σαν άλλη μια ουτοπία, αλλά ότι το βιβλίο ασκεί και έντονη κριτική στην ελευθεριακή αριστερά που ακόμη βλέπει την μελλοντική κοινωνία σαν μια ουτοπία. Έτσι, αφού στο βιβλίο γίνεται κριτική για την Μαρξιστική απόπειρα «επιστημονικοποίησης» του κομμουνιστικού οράματος (η «ουτοπίας» κατά τον ΠΚ) σε τμήμα του κεφ. 8 με υπότιτλο «Πέρα από τον “επιστημονισμό” και τον “ουτοπισμό”» συνάγεται το ακόλουθο συμπέρασμα: «Το γεγονός ότι το απελευθερωτικό πρόταγμα δεν μπορεί να “επιστημονικοποιηθεί” ή να “αντικειμενικοποιηθεί” δεν σημαίνει ότι είναι απλώς μια ουτοπία με την αρνητική έννοια του όρου. Ένα απελευθερωτικό πρόταγμα δεν αποτελεί μια ουτοπία εάν βασίζεται στη σημερινή πραγματικότητα. Και η σημερινή πραγματικότητα συνοψίζεται σε μια άνευ προηγουμένου κρίση της “οικονομίας ανάπτυξης”, μια κρίση που περικλείει όλα τα κοινωνικά πεδία (πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, πολιτισμικό) καθώς και τη σχέση Κοινωνίας-Φύσης. Επιπλέον, ένα απελευθερωτικό πρόταγμα δεν αποτελεί μια ουτοπία, εάν εκφράζει τη δυσαρέσκεια σημαντικών κοινωνικών τμημάτων και την, ρητή ή ύπορρητη, από μέρους τους αμφισβήτηση της υπάρχουσας κοινωνίας. Σήμερα, οι κύριοι πολιτικοί, οικονομικοί και κοινωνικοί θεσμοί στους οποίους βασίζεται η συγκέντρωση της δύναμης αμφισβητούνται ολοένα και περισσότερο» (σελ. 611).

Το συμπέρασμα αυτό είναι απόρροια μιας λεπτομερούς ανάλυσης της κρίσης αυτής στα προηγούμενα κεφάλαια, που ανάγεται στη συγκέντρωση εξουσίας στην οποία αναπόφευκτα οδηγεί το θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς και της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ―πράγμα που οδηγεί στην ανάγκη για μια περιεκτική δημοκρατία― καθώς και των λόγων για τους οποίους οι ρεφορμιστικές προτάσεις των παλαιολιθικών σοσιαλδημοκρατών και των οπαδών της «κοινωνίας των πολιτών» είναι εντελώς ουτοπικές (με την αρνητική έννοια) στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Ακόμη, στο κεφ. 7 αναλύεται μια ολόκληρη στρατηγική για τη μετάβαση σε μια περιεκτική δημοκρατία, μέσω μιας ειρηνικής επανάστασης που θα οδηγήσει στη βαθμιαία αλλαγή των θεσμών που εξασφαλίζουν τη σημερινή συγκέντρωση εξουσίας στα χέρια των ελίτ (χωρίς βέβαια αυτό ν’ αποκλείει ότι η επανάσταση αυτή θα πάψει να είναι ειρηνική εάν σε κάποιο στάδιο η ελίτ αποφασίσει να υπερασπιστεί με τη βία την εξουσία και τα προνόμια της ). Τέλος, για όποιον έχει έλθει σε επαφή με το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκράτης είναι φανερό ότι δεν αποτελεί κάποια νέα ουτοπία από αυτές που διακωμωδεί ο ΠΚ εφόσον, όπως τονίζεται στο βιβλίο, αποτελεί μια απόπειρα σύνθεσης της ριζοσπαστικής σοσιαλιστικής και δημοκρατικής παράδοσης με τις ριζοσπαστικές τάσεις στα «νέα κοινωνικά κινήματα» (φεμινιστικό, οικολογικό κ.λπ.) ―εκτός βέβαια αν χαρακτηρίσουμε και όλες αυτές τις παραδόσεις και κινήματα για μια εναλλακτική κοινωνία ουτοπικά. Εάν όλα αυτά σημαίνουν μια «κοινωνία που θα προκύψει εκτός της Ιστορίας και της συμμετοχής των ανθρώπων», όπως την χαρακτηρίζει ο ΠΚ, τότε η μιλούμε για πλήρη άγνοια του προτάγματος της Περιεκτικής Δημοκρατίας, ή για εσκεμμένη διαστρέβλωση. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν ο συγγραφέας για να δυσφημήσει παραπέρα το πρόταγμα αυτό το συνδέει με την «ανακάλυψη» του (που είχαν κάνει βέβαια προηγούμενα όλοι οι φιλελεύθεροι ιδεολόγοι και τέτοια λουλούδια της «προοδευτικής» διανόησης όπως οι Χαγεκ, Φρηντμαν κ.α.) ότι «αν δεν υπήρχαν διαφορές και συγκρούσεις θα σταμάταγε και η Ιστορία» Και αυτό πότε; Τη στιγμή που η ίδια η έννοια της περιεκτικής δημοκρατίας και της δημοκρατίας γενικότερα ΠΡΟΥΠΟΘΕΤΕΙ τις διαφορές και τις συγκρούσεις!

Αλλά ας έλθουμε και στη «διατριβή» περί ουτοπίας του ΠΚ. Όπως μας πληροφορεί ο ίδιος, οι ουτοπίες πάντα «εξέφραζαν τη βαθύτερη επιθυμία του ανθρώπου να βρεθεί σ’ έναν ιδανικό κόσμο, όπου θα κυριαρχούσε ο μαγευτικός κόσμος του παραμυθιού και το όνειρο μιας καλύτερης ζωής». Έτσι, το έργο των Μαρξ και Μπουκτσιν και πολλών άλλων που προσπάθησαν να επιστημονικοποιήσουν το κομμουνιστικό όραμα, ή του Καστοριάδη που το δικαιολόγησε χωρίς αναφορά σε «αντικειμενικές αλήθειες» και επιστημονικούς νόμους, το έργο όλων αυτών, που συνοδευόταν, ιδιαίτερα στη περίπτωση των δυο τελευταίων, με σημαντικές λεπτομέρειες για τον τρόπο οργάνωσης μιας άλλης κοινωνίας, δεν εκφράζει για τον ΠΚ παρά «ένα μη εφαρμόσιμο παραμύθι»! Και όταν το πρόταγμα της ΠΔ περιγράφει τις βασικές αρχές οργάνωσης μιας άλλης πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης, με μοναδικό στόχο, όπως τονίζεται στο βιβλίο, να δειχθεί το εφικτό μιας εναλλακτικής κοινωνικής οργάνωσης, αυτό αποτελεί άλλο ένα «μη εφαρμόσιμο παραμύθι». Με βάση αυτή τη προβληματική, δεν είναι βέβαια περίεργο ότι οι ανανήψαντες επαναστάτες, παίρνοντας δεδομένο όλο το σημερινό θεσμικό πλαίσιο, συμπεραίνουν ότι η διατύπωση τέτοιων παραμυθιών μας αποτρέπει από τη πραγματική επανάσταση που για τον ΠΚ είναι ο αγώνας «σε συνθήκες που καθημερινά καλυτερεύουν μέσα από την πάλη, τη συμμετοχή και τον έλεγχο στο κοινωνικό γίγνεσθαι». Όμως, ανεξάρτητα από το πως ακριβώς καλυτερεύουν οι συνθήκες μέσα από τους ρεφορμιστικούς αγώνες, όταν ακόμη και η σοσιαλδημοκρατία κατέρρευσε, πράγμα που κάνει φανερό το ίδιο το γεγονός ότι τα αιτήματα των ανανηψάντων επαναστατών είναι αυτά που πριν 40-50 χρόνια ήταν πολιτική των μεγάλων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, θα διερωτάτο κανένας τι σχέση έχει άραγε αυτός ο αγώνας που περιγράφει ο ΠΚ, που αποτελεί τον κύριο αρθρογράφο της εφημερίδας αυτής, με την προμετωπίδα της «Για την κομμουνιστική ανανέωση και τον σοσιαλισμό».

Είναι όμως ενδιαφέρων ο τρόπος με τον οποίο οι ανανήψαντες επαναστάτες σβήνουν με μια μονοκονδυλιά τα πολιτικά επιτεύγματα της Αθηναϊκής δημοκρατίας και τις μορφές πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης, πέρα από την οικονομία της αγοράς και τη κοινοβουλευτική δημοκρατία, που αναδύθηκαν σε κάθε εξέγερση τους τελευταίους δυο αιώνες, με τελευταίο παράδειγμα τον Ισπανικό εμφύλιο. Έτσι, κατά τον ΠΚ ο λόγος για την αποτυχία κάθε παρόμοιας απόπειρας είναι απλός και τον ανακάλυψε ο ίδιος (αν και βέβαια προηγήθηκαν δεκάδες κομισάριοι της εξουσίας πριν από αυτόν): «οι άνθρωποι είναι προγραμματισμένοι από τη φύση τους να ζήσουν κάτι σχετικό, όσο και αν η επίτευξη αυτού του σχετικού, απαιτεί να σκεφτούμε και να πράξουμε απίθανα πράγματα, όπως, π.χ. κάποια επαναστατική θεωρία ή πράξη». Ο εγωισμός, μας λέει τώρα, ακόμη και το θρησκευτικό συναίσθημα έλεγε παλιότερα σε διατριβές του υπέρ του θείου, της θρησκείας ως «αντικαπιταλιστικής δύναμης» (Ελευθεροτυπία, 17/4/2000) και της ορθόδοξης αντίληψης της ελευθερίας (!) (Ελευθεροτυπία, 14/8/1995) ―διατριβές που εξασφάλισαν την εκτίμηση του αγώνα του για «καλύτερες συνθήκες» ακόμη και από Ελληνορθόδοξους και εθνικοπατριώτες τύπου Ζουράρι, Τριάντη κ.λπ.― είναι «έμφυτα στον άνθρωπο». Έτσι, επανερχόμαστε στην «προοδευτική» θεωρία της ανθρώπινης φύσης που μας κάνει θρησκευόμενους, εγωιστές και υπηκόους των ελίτ, καταδικασμένους από τη φύση μας να ζούμε ετερόνομοι, «ξεχνώντας» και τον Μαρξισμό μας και όλη την προοδευτική σκέψη πάνω στο θέμα. Ακόμη, ξεχνούμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες απέτυχαν, συνήθως πνιγμένες στο αίμα, οι αγώνες των ανθρώπων τα τελευταία διακόσια χρόνια για τη δημιουργία «ουτοπικών κοινωνιών» και καταλήγουμε στην ανθρώπινη φύση που μας εμποδίζει να αγωνιστούμε για να ξεπεράσουμε την οικονομία της αγοράς και την κοινοβουλευτική δημοκρατία, για μια πραγματικά περιεκτική δημοκρατία! Εάν όμως η περιεκτική δημοκρατία αποτελεί «πολιτική τύφλωση» (όπως την χαρακτηρίζει έμμεσα ο τίτλος του άρθρου του ΠΚ) τότε, προσωπικά, θα προτιμούσα την τύφλωση για να μην βλέπω το σημερινό κατάντημα της ανανήψασας επαναστατικής Αριστεράς.

 


(Το παρακάτω «άρθρο» δημοσιεύθηκε στην εβδομαδιαία εφημερίδα «Η Εποχή» την Κυριακή 23 Ιουλίου 2000)

Του Περικλή Κοροβέση

Υ.Γ. ΠΡΟΣ ΤΑΚΗ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟ, Λονδίνο

Παλιέ μου φίλε Τάκη, συμφωνείς με κανέναν άλλο εκτός από τον εαυτό σου; Αν ναι, όνομα, διεύθυνση και τηλέφωνο να τον γνωρίσουμε και μείς. Δεν θα απαντήσω στο διαφημιστικό κείμενο για το βιβλίο σου. Αυτά που μου προσάπτεις δεν με αφορούν. Οι αναγνώστες της εφημερίδας έχουν πολιτικό κριτήριο και δεν χρειάζονται τα δικά μου Φώτα για να βγάλουν τα συμπεράσματα τους. Εσύ, όμως αν θέλεις, μπορείς να συνεχίσεις να τους φωτίζεις.

 


(Το παρακάτω άρθρο δεν δημοσιεύθηκε στην εβδομαδιαία εφημερίδα «Η Εποχή» την Κυριακή 30 Ιουλίου 2000 όπως είχε ζητήσει ο συγγραφέας του αλλά ...μετά ένα μήνα, την Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου ―πράγμα που προκάλεσε την ακόλουθη αντίδραση του συγγραφέα του που δημοσιεύθηκε στην Εποχή της ίδιας ημέρας μαζί με την απάντηση της «Εποχής»)

 

Προς τη Συντακτική Ομάδα

Του Τάκη Φωτόπουλου

 

Μόλις έμαθα ότι η απάντηση μου στον Κοροβέση που έστειλα τη Δευτέρα και για την οποία ο Πάνος με διαβεβαίωσε ότι δεν υπήρχε λόγος να μην δημοσιευθεί στο σημερινό φύλλο τελικά δεν μπήκε! Βρίσκω τη συμπεριφορά αυτή απαράδεκτη, ιδιαίτερα μάλιστα όταν όχι μόνο δεν υπάρχει μια ανακοίνωση στο σημερινό φύλλο ότι πήρατε το κείμενο μου και π.χ. λόγω...πληθώρας ύλης δεν το δημοσιεύσατε, αλλά ούτε καν με ειδοποιήσατε γι’ αυτό. Δεδομένου ότι η «απάντηση» Κοροβέση ήταν προσβλητική για τη δουλειά μου και ξέροντας ότι αυτό είναι το τελευταίο τεύχος σας πριν τις διακοπές ανταποκρίθηκα αμέσως στη πρόκληση του ν’ αναφέρω ανθρώπους πέρα από τον εαυτό μου με τους οποίους συνομιλώ, προσπαθώντας συγχρόνως να διατηρήσω τον διάλογο σε θεωρητικό επίπεδο, όπως πάντα κάνω, αντί για προσωπικό ―παρά την αντίθετη προσπάθεια του Κοροβέση. Θέλω λοιπόν να πιστεύω ότι αυτό που έγινε δεν αποτελεί ένδειξη μιας άλλης πρακτικής, που μας πάει πίσω σε Σταλινικές λογοκρισίες για να προστατέψουμε τον κύριο αρθρογράφο μας και στο πρώτο φύλλο μετά τις διακοπές θα το δημοσιεύσετε αυτούσιο. Εν πάση περιπτώσει θα ήθελα να έχω άμεση διαβεβαίωση σας γι’ αυτό διότι σε περίπτωση που δεν σκοπεύετε να το δημοσιεύσετε θα το δημοσιεύσω αλλού, συνοδευόμενο βέβαια με σχετική καταγγελία. Το κείμενο πάντως έχει ήδη δημοσιευθεί στην website του περιοδικού μας, όπου θα δημοσιευθεί και αυτή η επιστολή.


Η απάντηση της «Εποχής»

Βιάστηκε ο αγαπητός Τάκης Φωτόπουλος να διαβλέψει κινδύνους επιστροφής σε σταλινικές πρακτικές λογοκρισίας. Είναι σαφές, από την ιστορία της «Εποχής», ότι δημοσιεύουμε το κείμενο που μας έστειλε όχι για να μην καταγγελθούμε. αλλά γιατί κάθε ένας που θεώρει τον εαυτό του θιγόμενο από κείμενα που εμφανίζονται στις σελίδες της «Εποχής», δικαιούται να μιλήσει από τις στήλες της. Κι αυτό ισχύει ακόμη κι όταν δεν συμφωνούμε είτε με το ύφος, είτε με διατυπώσεις, είτε με την υπερβολική επιθετικότητα που χαρακτηρίζει συχνά τέτοιου είδους απαντητικά κείμενα. Μερικές φορές, όταν τα κείμενα αυτά ή σημεία των κειμένων, αγγίζουν τα όρια της απλής εξύβρισης, μας γεννιούνται ορισμένες αμφιβολίες, βέβαια. Αμφιβολίες όχι ως προς τη χρησιμότητα και ορθότητα της αρχής που ακολουθούμε, αλλά για το αν η ανεπιφύλακτη εφαρμογή της μπορεί να συμβάλει στην καθιέρωση, ενός πιο ουσιαστικού και λιγότερου επιθετικού ή φανατισμένου τρόπου διεξαγωγής κάθε είδους συζήτησης.


Η Βολική Αποσιώπηση της μη Ρεφορμιστικής Αριστεράς

Του Τάκη Φωτόπουλου

 

Η μέθοδος της μη απάντησης σε κρίσιμα ερωτήματα που θέτει ο πολιτικός αντίπαλος και η προσωποποίηση των διαφορών είναι τόσο παλιά όσο και δοκιμασμένη και έχουν διαπρέψει σε αυτή οι κάθε είδους τέως δογματικοί που σήμερα, έχοντας εγκαταλείψει τις παλιές επαναστατικές «αλήθειες» τους που δεν είναι πια της μόδας, κινούνται πάλι με το ρεύμα, που σήμερα είναι κυριαρχικά ρεφορμιστικό. Τη μέθοδο αυτή ακολούθησε και ο κύριος αρθρογράφος της εφημερίδας αυτής στην «απάντηση» του υπό μορφή...υστερόγραφου (Π. Κοροβέσης, Εποχή 23/7/2000) σε εμπεριστατωμένη δική μου απόπειρα να υπερασπιστεί το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας από τη συκοφαντική του δυσφήμιση ως «ουτοπίας». Και ήταν συκοφαντική η δυσφήμιση αυτή γιατί τώρα πια δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ΠΚ δεν έχει διαβάσει καν το σχετικό βιβλίο, πράγμα που δεν τον εμπόδισε να το επικρίνει με ανεύθυνο τρόπο. Όταν δε προσπάθησα να εξηγήσω καλόπιστα τι ακριβώς είναι η Περιεκτική Δημοκρατία ώστε όσοι από τους αναγνώστες της Εποχής δεν έχουν έλθει σε επαφή με το πρόταγμα αυτό να μην σχηματίσουν εσφαλμένη αντίληψη από την «παρουσίαση» του ΠΚ, τότε ο ίδιος επανέρχεται για να χαρακτηρίσει την απόπειρα μου αυτή, προσπερνώντας όλα τα επιχειρήματα που ανέπτυξα σχετικά, ως διαφήμιση για το βιβλίο! Διερωτώμαι, εάν αυτό δεν αποτελεί πράξη πολιτικής αγυρτείας τότε τι είναι. Αλλά όταν ο ΠΚ αναφέρει ότι αυτά που του προσάπτω δεν τον αφορούν τότε προφανώς υποτιμά την νοημοσύνη των αναγνωστών της εφημερίδας αυτής (την οποία λαϊκίστικα επικαλείται) οι οποίοι θα πρόσεξαν βέβαια ότι όσα ανέφερα στην κριτική μου ήταν στοιχειοθετημένα με αποσπάσματα από το άρθρο του καθώς και τη παλιότερα αρθρογραφία του. Εκτός βέβαια εάν δεχθούμε ότι ο συγγραφέας τους δεν έχει πλήρη συνείδηση αυτών που υπογράφει, εκδοχή που δεν δέχομαι.

Όμως, η μη απάντηση στη κριτική μου, η οποία αφορούσε και ολόκληρη την ρεφορμιστική Αριστερά που επάξια εκπροσωπεί σήμερα ο ΠΚ, έχει άλλο στόχο. Ο πραγματικός στόχος είναι η αποσιώπηση της ύπαρξης μιας άλλης αντι-συστημικής Αριστεράς που σήμερα αναδύεται, και της οποίας το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας αποτελεί μια (όχι τη μοναδική) έκφραση. Η νέα αυτή αντι-συστημική Αριστερά δεν αποτελεί εύκολο στόχο για την σημερινή ρεφορμιστική Αριστερά, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με τα υπολείμματα της παλαιομαρξιστικής Αριστεράς (Τροτσκιστές κ.λπ.) και τα τμήματα της ελευθεριακής Αριστεράς που ακόμη πιστεύουν στην «κατάληψη των χειμερινών ανακτόρων» χωρίς να παίρνουν υπόψη τις κοσμοϊστορικές αλλαγές που έχουν οδηγήσει στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς (κατάρρευση του «υπαρκτού», παράλληλη κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας, ριζικές αλλαγές στη ταξική δομή κ.λπ.). Όταν λοιπόν οι σημερινοί ρεφορμιστές και τέως επαναστάτες αριστεριστές βλέπουν την ανάδυση ενός νέου ριζοσπαστικού λόγου που προσπαθεί να ανοίξει δρόμο πέρα από τον ρεφορμισμό αλλά και την ουτοπία τότε δεν έχουν άλλη απάντηση από τη συκοφαντική δυσφήμιση και την προσωποποίηση των πολιτικών διαφορών.

Η αντίδραση αυτή δεν είναι περίεργη. Διότι πράγματι είναι αδύνατη η άρθρωση πειστικής απάντησης που θα στηρίζεται στα ανοητολογήματα της σημερινής ρεφορμιστικής Αριστεράς ότι δήθεν είναι δυνατή η «αντίσταση» κατά της παγκοσμιοποίησης «από τα μέσα», χωρίς να τίθεται θέμα αλλαγής του ίδιου του κοινωνικό-οικονομικού συστήματος που οδήγησε στη σημερινή πολυδιάστατη κρίση. Όμως, ποια αντίσταση για παράδειγμα μπορεί να προβληθεί μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση που υποστηρίζει η ρεφορμιστική Αριστερά του ΠΚ κατά του νεοφιλελευθερισμού, όταν οι ίδιες οι συνθήκες του Μάαστριχ και Άμστερνταμ που θεμελιώνουν την ΕΕ εκφράζουν την πεμπτουσία της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης; Είναι άραγε τυχαίο ότι ακόμη και ρεφορμιστικές φωνές που αποπειρώνται να αρθρώσουν ένα παλαιοσοσιαλδημοκρατικό λόγο στη συναίνεση αυτή όπως του Λαφοντεν εκπαραθυρώνονται; Είναι μήπως οι Σημίτης, Παπαντωνίου κ.λπ. που «προδίδουν» τον σοσιαλισμό αυτοί που πράγματι ευθύνονται για τη σημερινή επίθεση κατά των τελευταίων εργατικών κατακτήσεων (πράγμα που έχει γίνει από καιρό σε άλλες χώρες της ΕΕ με πρωτοστάτιδα τη Βρετανία) ή μήπως είναι το ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς, η δυναμική του οποίου επέβαλλε τις ανοικτές αγορές κεφαλαίου και εμπορευμάτων, τις «ευέλικτες» αγορές εργασίας και ο,τι αυτά συνεπάγονται (μερική απασχόληση, ιδιωτικοποίηση των πάντων, πετσόκομμα του κοινωνικού κράτους, ανασφάλεια και πελώρια συγκέντρωση εισοδήματος και πλούτου) ;

Όμως, ο ΠΚ όχι μόνο δεν απαντά στην κριτική που άσκησα για την από μέρους της ρεφορμιστικής αριστεράς και του ίδιου απόρριψη κάθε εναλλακτικού ριζοσπαστικού λόγου που θέτει θέμα συστημικής αλλαγής ως «ουτοπίας», αλλά προχωρά και σε άλλη μια πράξη πολιτικής αγυρτείας, ερωτώντας εάν συμφωνώ με κανέναν άλλο εκτός από τον εαυτό μου. Φυσικά, είναι πολύ εύκολο να πηγαίνεις με το ρεύμα (επαναστάτης αριστεριστής τις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70, όταν τυχαίνει να φυσά προς τα εκεί ο αριστερός άνεμος, και ρεαλιστής ρεφορμιστής σήμερα, όταν ο αριστερός άνεμος αλλάζει κατεύθυνση προς ρεφορμιστικά πολιτικά σκηνικά). Έτσι απολαμβάνεις και την ευρεία κοινωνική αναγνώριση που δεν είχες παλιά, συμπλέεις με τους παράγοντες της δημόσιας ζωής οι οποίοι σε προβάλλουν αντίστοιχα στα ηλεκτρονικά κανάλια που αποτελούν τη μοναδική πηγή πληροφόρησης για τους πολλούς ―πράγμα όχι εκπληκτικό όταν γνωρίζουν καλά πόσο βολική είναι η περιχαράκωση του αριστερού λόγου σε προβληματισμούς που δεν πρόκειται ν’ απειλήσουν ποτέ την προνομιακή θέση τους στη κοινωνία― ενώ συγχρόνως διατηρείς και την απήχηση σου στους τ. ριζοσπάστες αριστερούς και νυν βολεμένους που δεν βλέπουν πια το σύστημα και «τόσο κακό», αρκεί να γίνουν κάποια μερεμέτια. Αντίστροφα, είναι πολύ πιο δύσκολο και απαιτεί μεγάλο προσωπικό κόστος να προσπαθήσεις να αρθρώσεις έναν εναλλακτικό ριζοσπαστικό λόγο στις σημερινές συνθήκες, αντιμετωπίζοντας όχι μόνο την συστηματική προσπάθεια των ελίτ να αποσιωπήσουν κάθε αντισυστημικό λόγο, αλλά και την συκοφαντία από αυτούς που κάποτε μιλούσαν και αυτοί για αντι-συστημική αλλαγή ως τη μόνη διέξοδο, αλλά σήμερα έχουν βολικά υιοθετήσει τα συνθήματα των σοσιαλδημοκρατών της δεκαετίας του ‘50!

Δυστυχώς, όμως, για την ρεφορμιστική Αριστερά ο ριζοσπαστικός αυτός λόγος δεν καταπνίγεται έτσι εύκολα όσο νομίζει, και ήδη έχει σημαντική απήχηση. Δεν θ’ αναφερθώ σε άλλες παρόμοιες τάσεις έκφρασης ενός νέου αντισυστημικού λόγου πέρα από τα παλιά καλούπια, που ήδη αναπτύσσονται στην Αμερική και την Ευρώπη, αλλά στο ίδιο το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας για το οποίο έχω προσωπική γνώση (παρόλο που ο ΠΚ είναι ικανός να επικρίνει την απάντηση μου αυτή στη σχετική του πρόκληση ως άλλη μια διαφημιστική προσπάθεια!). Το εάν συμφωνώ με κανένα άλλο εκτός από τον εαυτό μου το αποδεικνύουν οι χιλιάδες αναγνώστες του διεθνούς περιοδικού Democracy & Nature, The Journal of Inclusive Democracy που είναι αφοσιωμένο στην προώθηση του προτάγματος της Περιεκτικής Δημοκρατίας και το οποίο τιμούν με την υποστήριξη τους συνδρομητές από 26 χώρες σε όλα τα μήκη και πλάτη. Το αποδεικνύουν ακόμη οι χιλιάδες αναγνώστες του σχετικού βιβλίου που κυκλοφορεί ήδη σε τρεις γλώσσες (Αγγλική, Ελληνική, Ιταλική), ενώ στους προσεχείς 12 μήνες θα κυκλοφορήσει στη Γερμανική και την Ισπανική, και σχεδιάζεται η έκδοση του στη Γαλλική. Το αποδεικνύουν οι οργανώσεις ομιλιών, σεμιναρίων κ.λπ. σχετικά με το νέο αυτό πρόταγμα σε σειρά χωρών στην Ευρώπη, την Αμερική και αλλού και τέλος το αποδεικνύουν τα γράμματα συμπαράστασης και ενδιαφέροντος που καταφθάνουν στο περιοδικό και τον υπογράφοντα (μια επίσκεψη στην ιστοσελίδα του περιοδικού θα ήταν κατατοπιστική για τη δουλειά που γίνεται: www.geocities.com/democracy_nature/).

Εάν το νέο αυτό πρόταγμα, μέσα σε ένα τόσο μικρό χρονικό διάστημα από τότε που εκφράστηκε ολοκληρωμένο, που δεν ξεπερνά τα δυο-τρία χρόνια, και μέσα στις σημερινές συνθήκες γενικής υποχώρησης της Αριστεράς προς τον ρεφορμιστικό λόγο που σήμερα υιοθετεί και η ανανήψασα επαναστατική αριστερά, και παρά τον πόλεμο αποσιώπησης ή διαστρέβλωσης του ριζοσπαστικού αυτού λόγου τόσο από την ρεφορμιστική αριστερά όσο και από το καταστημένο, έχει ήδη επιτύχει τον βαθμό αυτό απήχησης, τότε μόνο κακοήθη θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει τον ισχυρισμό ότι όσοι προσπαθούν να μην είναι ρινόκεροι σήμερα μιλούν μόνο με τον εαυτό τους.

 


(Το παρακάτω «άρθρο» δημοσιεύθηκε στην εβδομαδιαία εφημερίδα «Η Εποχή» την Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2000)

Από Την RAF στους Νεοναζί

Του Περικλή Κοροβέση

 

Από την ημέρα που οι δυο Γερμανίες επανενώθηκαν έχουν σημειωθεί πάνω από εκατό δολοφονίες μεταναστών από τους νεοναζί. Κατά κύριο λόγο τα εγκλήματα αυτά έγιναν στο χώρο της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, όπου το φαινόμενο του ναζισμού βρίσκεται σε πλήρη άνθιση. Η αντιμετώπιση αυτών των εγκληματιών μέχρι τώρα ήταν σκανδαλώδης. Οι εγκληματίες έχαιραν κατά κανόνα μιας περίεργης ασυλίας και δεν οδηγήθηκαν στη δικαιοσύνη, παρέμειναν άγνωστοί δηλαδή. Και όταν τύχαινε να φτάσουν οι υποθέσεις τους στo δικαστήριο, οι ποινές τους ήταν συμβολικές. Αλλά κάτι φαίνεται να αλλάζει ύστερα από την κατακραυγή της κοινής γνώμης και τις πιέσεις των διεθνών οργανισμών για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Στις 30 Αυγούστου τρεις νεοναζί καταδικάστηκαν σε βαριές ποινές για τον φόνο ενός Αφρικανού μετανάστη που τον συνάντησαν τυχαία σ’ ένα πάρκο και τον σκότωσαν κτηνωδώς.

Και αν αυτές οι πράξεις προξενούν αποτροπιασμό και οργή υπάρχουν κάποιοι που προέρχονται από το χώρο της άκρας αριστεράς που ανακάλυψαν στον εθνικισμό και το ναζισμό τη φυσική συνέχεια του Μάη του ‘68. Πρόκειται για το δικηγόρο Horst Mahler που μαζί με δυο άλλους συντρόφους του από τα παλιά, προσχώρησαν στο νεοναζιστικό κόμμα του NPD. Ο Μάλερ ήταν μέλος της φράξιας Κόκκινος Στρατός (RAF), πρώην μαοϊκός και ένα από τα πιο γνωστά αστέρια της γερμανικής άκρας αριστεράς. Το φαινόμενοo δεν είναι καινούργιο. Κάποια μυστηριώδης έλξη προσελκύει πρώην αγωνιστές της άκρας αριστεράς στον εθνικισμό, και βρίσκουν κοινή πλατφόρμα με την ακροδεξιά και κυρίως με κείνο το τμήμα της που διαθέτει τους διανοούμενους και επεξεργάζονται ένα νέο πρόταγμα, πέρα της δεξιάς και της αριστεράς και που στηρίζεται στην ιδέα του 'Έθνους σαν σημείο αναφοράς και αντίστασης.

Οι διαβαθμίσεις αυτών των απόψεων είναι πολλές και οι παραλλαγές τους πιάνουν μια ολόκληρη γκάμα. Σε αυτές αν προστεθεί και ένας θρησκευτικός φονταμενταλισμός είτε ισλαμικός είτε ορθόδοξος καθολικός ή προτεσταντικός, έχουμε την παρουσία ενός επικίνδυνου φαινόμενου που απλώνεται επιθετικά σ’ όλη την Ευρώπη. Ο εθνικισμός δεν πρέπει να συγχέεται ούτε με τη συλλογική μνήμη, ούτε με τις παραδόσεις ενός λαού και πολύ περισσότερο με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις. Δεν υπάρχει εθνική θρησκεία, όπως δεν υπάρχει συλλογική μνήμη που να συμπεριλαμβάνει τους αρχαίους. Η ζωντανή συλλογική μνήμη δεv ξεπερνάει τις τρεις γενιές, μέχρι τον παππού, άντε έστω και μέχρι τον προπάππου αν τον προλάβαμε. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία που επιδέχεται πλήθος χειρισμών και ερμηνειών. Μ’ άλλα λόγια τα γνωρίσματα και τις ιδιομορφίες που έχει ο κάθε λαός, δεν είναι εθνικισμός, αλλά εθνική ταυτότητα. Στο σημείο τώρα που αυτή η ταυτότητα γίνεται σημάδι ανώτερου πολιτισμού και καθαρόαιμης ανώτερης φυλής, τότε περνάμε στον εθνικισμό.

Κατά την άποψη μου, οι άνθρωποι δεν αλλάζουν στρατόπεδα επειδή εξαγοράζονται. Σίγουρα και αυτό συμβαίνει αλλά δεν το θεωρώ πρωταρχικό. Απλά ψάχνουν να βρουν την ιδεολογία που τους εκφράζει. Ο Μαλερ δεν είναι περισσότερο φασίστας τώρα από ότι ήταν στη περίοδο που ήταν στην RAF. Την απόλυτη εξουσία που ήθελε τότε ως εκπρόσωπος της εργατικής τάξης, τη θέλει τώρα ως εκπρόσωπος του γερμανικού έθνους. 'Όταν οι επαναστατικές ιδέες είναι απόλυτες, τότε έχουμε μια εκδήλωση ολοκληρωτισμού που δεν αλλάζει σε τίποτα αν αναφέρεται στο 'Έθνος, στον Στάλιν ή στο μαοϊσμό-λενινισμό ή όπου αλλού. Ο εξουσιαστής με τον εγωκεντρισμό του γίνεται ο προφήτης που επιζητά τη θέση τον αρχιεπισκόπου. Αν δεν υπάρχει δημοκρατία, διάλογος, συγκρούσεις και συνθέσεις, τότε δεν μπορούμε να μιλάμε για κανένα επαναστατικό κίνημα. Και αυτό βρίσκεται πάντα στη θέση του σχετικού.

Υ. Γ. Για να γίνει διάλογος πρέπει και τα δυο συμβαλλόμενα μέρη να έχουν κάποιο κοινό κώδικα επικοινωνίας και κάποιες κοινές αναφορές. Όταν ο Τ. Φωτόπουλος, μ’ αφορμή μια φράση μου, που αναφερόταν στην ουτοπία της «Περιεκτικής Δημοκρατίας» του, αντιδρά καταλαμβάνοντας δυο διαδοχικά ολοσέλιδα της «Εποχής» με βρισιές όπως «πολιτική αγυρτεία» και προσωπικές συκοφαντίες όπως «ρεφορμισμός», «σοσιαλδημοκρατία» κ.λπ. που μου προσάπτει, αυτός δεν είναι διάλογος αλλά προβοκάτσια ακριβώς για να μη γίνει διάλογος. Και ειλικρινά λυπάμαι. Όταν βρίζεις κάποιον τότε πρέπει να περιμένεις να σε βρίσει και ο άλλος. Αν αυτό ήθελε από μένα, δεν είμαι αυτού του επιπέδου. Είμαι μάλλον της τάσης να τον κατανοήσω για τις φαντασιώσεις του, αλλά δεν είναι της αρμοδιότητας μου να απαντήσω. (17/9)

 


(Το παρακάτω άρθρο στάλθηκε προς δημοσίευση στην ΕΠΟΧΗ για το φύλλο της Κυριακής 1 Οκτωβρίου, αλλά η ΕΠΟΧΗ αρνήθηκε να το δημοσιεύσει)

Το νέο πρόσωπο του Ρεφορμισμού ― Με αφορμή τον «Διάλογο» με τον Π. Κοροβέση

Του Τάκη Φωτόπουλου


Ο Π. Κοροβεσης με την τελευταία του απόπειρα λασπολογίας κατά του προτάγματος της Περιεκτικής Δημοκρατίας (Εποχή,17/9) απέδειξε τον πραγματικό στόχο των παρεμβάσεων του: να κατασυκοφαντήσει την απόπειρα διατύπωσης ενός νέου αντισυστημικού Λόγου της Αριστεράς που ταράζει τα θολά και στάσιμα νερά της ρεφορμιστικής αριστεράς την οποία επάξια σήμερα εκπροσωπεί. Η Σταλινική μέθοδος που προσφέρεται για το σκοπό αυτό είναι γνωστή και χιλιοδοκιμασμένη. Ξεκινάμε με μια «αθώα» διατριβή εναντίον της ουτοπίας γενικά, η οποία, αφού διακωμωδήσει την έννοια, προχωρά να την περιγράψει ως ολοκληρωτισμό και να καταλήξει κατατάσσοντας, αυθαίρετα και ατεκμηρίωτα, το πρόταγμα της ΠΔ στις ουτοπίες (ΠΚ, «Η ουτοπία ως πολιτική τύφλωση», Εποχή, 2/7/2000). Όταν δε στη συνέχεια ο κατηγορούμενος ως «ουτοπικός», «απόλυτος» κ.λπ. προσπαθεί να δείξει με εμπεριστατωμένη ανάλυση γιατί το πρόταγμα της ΠΔ δεν αποτελεί ουτοπία αλλά ότι αντίθετα αυτό που αποτελεί σήμερα έσχατη ουτοπία είναι οι τωρινές ρεφορμιστικές θέσεις των ανανηψάντων τ. επαναστατών (ΤΦ. «Περί ουτοπίας και της ανανήψασας επαναστατικής Αριστεράς», Εποχή 16/7) τότε εμείς δεν προσπαθούμε καν να απαντήσουμε στα επιχειρήματα αυτά αλλά δηλώνουμε ότι δεν μας ενδιαφέρει η συνέχεια του «διάλογου» συκοφαντώντας συγχρόνως τον συνομιλητή μας ότι κάνει διαφήμιση στο βιβλίο του επειδή προσπαθεί να δείξει γιατί το πρόταγμα της ΠΔ δεν είναι ουτοπία! Τέλος, όταν ο συνομιλητής μας χαρακτηρίζει την συγκεκριμένη αυτή πράξη ως «πράξη πολιτικής αγυρτείας» (πράγμα εντελώς διαφορετικό από τις «βρισιές» που κατά τον ΠΚ δήθεν χρησιμοποίησα ― οι βρισιές πάντα αναφέρονται συνολικά στον χαρακτήρα ενός ατόμου και δεν τις συνηθίζω) και αποπειράται πάλι να δείξει τον ρεφορμιστικό χαρακτήρα των θέσεων μας και της Αριστεράς που εκπροσωπούμε τότε εισπράττει μια αντίδραση που πολύ επιεικώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «πολιτική αγυρτεία» εφόσον επαναφέρει κατευθείαν στις γνωστές Σταλινικές μεθόδους

Έτσι, στη τελευταία λασπολογική επίθεση κατά του προτάγματος της ΠΔ ο ΠΚ (που κουτοπόνηρα διαμαρτύρεται για την αντίδραση μου στην δήθεν «απλή αναφορά» του στην ΠΔ) όχι μόνο δεν αποπειράται ν’ αντιμετωπίσει τα επιχειρήματα μου για τον μη ουτοπικό χαρακτήρα του προτάγματος της ΠΔ αλλά και επαναλαμβάνει την αστήρικτη συκοφαντία της «ουτοπίας» (προσθέτοντας και τον όρο φαντασίωση), χρησιμοποιώντας, με επιμέλεια καλού μαθητού του Γκαιμπελς, τη τακτική της συνεχούς επανάληψης μιας αστήρικτης συκοφαντίας με την ελπίδα ότι στο τέλος «κάτι θα μείνει» από αυτή. Όμως αυτή τη φορά προχωρά παραπέρα. Αφιερώνει ένα ολόκληρο άρθρο που υποτίθεται στοχεύει στα συγκοινωνούντα δοχεία μεταξύ τρομοκρατικής αριστεράς και νεοναζισμού ενώ στη πραγματικότητα έχει προφανή στόχο να καταδείξει τα αντίστοιχα συγκοινωνούντα δοχεία μεταξύ της «απολυτότητας» του προτάγματος της ΠΔ και του ολοκληρωτισμού (ΠΚ, «Από την RAF στους νεοναζί», Εποχή, 17/9). Έτσι, συνεχίζοντας το μονότονο τροπάρι της «απολυτότητας» γράφει ότι «όταν οι επαναστατικές ιδέες είναι απόλυτες, τότε έχουμε μια εκδήλωση ολοκληρωτισμού που δεν αλλάζει σε τίποτα αν αναφέρεται στο Έθνος, στον Στάλιν ή στον μαρξισμό-λενινισμό ή όπου αλλού. Ο εξουσιαστής με τον εγωκεντρισμο του γίνεται ο προφήτης που επιζητά τη θέση τον αρχιεπισκόπου». Για να μην αφήσει μάλιστα και καμία αμφιβολία για το ποιον φωτογραφίζει, σε άλλο άρθρο του, που απευθύνεται στο άσχετο πάνω στο θέμα κοινό της Ελευθεροτυπίας, με ταυτίζει ρητά με τον Χριστόδουλο ―πάλι βέβαια χωρίς καμία θεμελίωση των συκοφαντιών του. Και συνεχίζει δίνοντας μαθήματα περί δημοκρατίας, διαλόγου κ.λπ. για να καταλήξει με το θρασύτητο συμπέρασμα ότι εγώ προβοκάρισα τον διάλογο χρησιμοποιώντας «βρισιές» (όπως πολιτική αγυρτεία), και «συκοφαντίες» (όπως ρεφορμισμός, σοσιαλδημοκρατία κ.λπ.). Και αυτό, τη στιγμή που ο ίδιος είχε δηλώσει από την αρχή ότι δεν τον ενδιέφερε ο διάλογος αυτός («οι αναγνώστες της εφημερίδας έχουν πολιτικό κριτήριο και δεν χρειάζονται τα δικά μου Φώτα για να βγάλουν τα συμπεράσματα τους. Εσύ, όμως αν θέλεις, μπορείς να συνεχίσεις να τους φωτίζεις» ― Εποχή, 23/7)

Θα είχε όμως μικρό ενδιαφέρον για τους αναγνώστες της εφημερίδας αυτής η παραπέρα τεκμηρίωση των παραπάνω Σταλινικών μεθόδων σε σχέση με το σημαντικότερο θέμα του φαινομένου του νέου ρεφορμισμού, όπως αυτός εκδηλώνεται στις σημερινές συνθήκες της γενικής καθίζησης της παραδοσιακής Αριστεράς. Έτσι, σήμερα, υπάρχει μια ολόκληρη σχολή τέως Μαρξιστών διανοούμενων κ.λπ. οι οποίοι αυτοχαρακτηρίζονται αντικαπιταλιστές (προφανώς για να διατηρήσουν και την παλιά τους «πελατεία») ενώ οι θέσεις τους κάθε άλλο παρά αντικαπιταλιστικές είναι. Ενδεικτικά:

― αντί να ανάγουν την σημερινή πολυδιάστατη κρίση στο ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας που εξασφαλίζει την σημερινή πελώρια και συνεχώς διογκούμενη συγκέντρωση εξουσίας/δύναμης επιτίθενται κατά του νεοφιλελευθερισμού, ωσάν ο νεοφιλελευθερισμός να είναι κάτι άσχετο από τη δυναμική της οικονομίας της αγοράς, κάτι δηλαδή που θα μπορούσαμε να το πολεμήσουμε αποτελεσματικά μέσα στα πλαίσια του ίδιου του συστήματος ― ακριβώς όπως κάνουν οι σοσιαλδημοκράτες.

― αντί να ανάγουν τη σημερινή παγκοσμιοποίηση στην ίδια δυναμική προσποιούνται είτε ότι η παγκοσμιοποίηση είναι «χίμαιρα» είτε ότι είναι ένα «ιδεολόγημα» των νεοφιλελεύθερων και μιλούν γι’ «αντίσταση» κατά των συμπτωμάτων της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και όχι γι’ ανατροπή της οικονομίας της αγοράς ―πράγμα που συνεπάγεται το κτίσιμο ενός κινήματος με καθαρά αντισυστημικά αιτήματα και στόχο τη δημιουργία μιας άλλης διεθνούς οικονομικής τάξης που θα θεμελιώνεται στη οικονομική δημοκρατία, δηλ την ισοκατανομή δύναμης/εξουσίας, όπως υποστηρίζει και το πρόταγμα της ΠΔ. Όμως, ένα τέτοιο κίνημα αντίστασης δεν μπορεί ποτέ να δημιουργήσει την αντισυστημική συνειδητοποίηση που απαιτείται για συστημική αλλαγή εφόσον, από τη φύση του, θεμελιώνεται σε μια συναινετική πλατφόρμα, η οποία, σε ένα πολιτικά ανομοιογενές κίνημα όπως αυτό εναντίον της παγκοσμιοποίησης, αναγκαστικά θα εκφράζει τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή των αιτημάτων των συστατικών μερών του που είναι βέβαια καταφανώς ρεφορμιστικός. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι οι υποστηρικτές παρομοίων απόψεων και ο ίδιος ο ΠΚ έχουν επανειλημμένα ταχθεί υπέρ μιας «πλατιάς Αριστεράς» (κάτι πολύ χαλαρότερο ακόμη και από το αντιμονοπωλιακό μέτωπο του ΚΚΕ) που θα συνενώσει όλους τους αυτό-αποκαλούμενους αριστερούς, ακόμη και εάν δεν θέτουν θέμα συστημικής αλλαγής.

― αντί να υποστηρίξουν κάθε προσπάθεια για την διατύπωση ενός νέου ριζοσπαστικού Λόγου της Αριστεράς, που μετά την κατάρρευση του σοσιαλιστικού κινήματος είναι περισσότερο επιτακτικό καθήκον παρά ποτέ, συκοφαντούν τις προσπάθειες αυτές ως «ουτοπικές», που δήθεν εκφράζουν «απόλυτες» και επομένως «ολοκληρωτικές» αξίες ενώ παράλληλα δοξάζουν την επικράτηση του «σχετικού», εφόσον, κατά τον ανανήψαντα ΠΚ, οι επαναστατικές ιδέες δεν μπορεί να είναι απόλυτες και το επαναστατικό κίνημα «βρίσκεται πάντα στη θέση του σχετικού». Έτσι, με την δικαιολογία ότι ο αντισυστημικός Λόγος που εξέφραζε το κομμουνιστικό κίνημα οδήγησε στον ολοκληρωτισμό καταλήγουν στην βολική απόρριψη κάθε αντισυστημικού Λόγου ως εν δυνάμει ολοκληρωτικού!

Η σύγχρονη, επομένως, ρεφορμιστική Αριστερά υιοθετώντας την μεταμοντέρνα θέση της σχετικότητας καταλήγει στον κομφορμισμό, όπως εύστοχα είχε καταγγείλει ο Καστοριάδης. Διότι βέβαια κανένα επαναστατικό κίνημα δεν μπορεί να θεμελιωθεί σε «σχετικότητες». Ή η Αριστερά είναι αντισυστημική ή δεν είναι και αυτό αποτελεί το διαφοροποιητικό στοιχείο μεταξύ ριζοσπαστικής και ρεφορμιστικής αριστεράς. Αντίστοιχα, ή αγωνίζεται για την έξοδο της χώρας από το θεσμικό πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς που εκφράζει η ΕΕ και για την δημιουργία μιας άλλης Ευρώπης των λαών, ή αγωνίζεται για τη βελτίωση του θεσμικού αυτού πλαισίου, όπως ο ΠΚ, που όχι μόνο δεν το αμφισβητεί αλλά επικρίνει και το ΚΚΕ για τη σχετική του θέση ―και παρόλα αυτά δεν θεωρεί τον εαυτό του ρεφορμιστή! Τέλος, ή παλεύει για την ανατροπή της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης που προϋποθέτει την ανατροπή της οικονομίας της αγοράς, ή απλώς «αντιστέκεται» στις «υπερβολές» της για χάρη μιας καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης με ανθρώπινο πρόσωπο. Στα θεμελιακά αυτά θέματα προφανώς δεν χωρούν οι «σχετικότητες» τις οποίες υπερασπίζεται ο ΠΚ που πολύ θυμίζουν την γυναίκα που είναι «λίγο έγκυος».

Όλα αυτά βέβαια τα ξέρει ο ΠΚ και η ρεφορμιστική Αριστερά που υποστηρίζει αλλά, μην τολμώντας ν’ αντικρούσει το πρόταγμα της ΠΔ, προσπαθεί να το σπιλώσει με αστήρικτες συκοφαντίες και λασπολογία αντί να βοηθήσει με εποικοδομητική κριτική την προσπάθεια για τη διατύπωση ενός νέου αντισυστημικού Λόγου. Προφανώς είναι «βολικότερο» και συνάδει με το «που φυσά ο άνεμος» σήμερα να προσαρμόζεται κανείς στην «σχετικότητα» της έμμεσης αποδοχής του συστήματος κάτω από μια αντικαπιταλιστική ταμπέλα και μια κούφια ρητορική που μόνο στόχο έχει την διαμαρτυρία και τη βελτίωση (δηλ. τον ρεφορμισμό), αλλά όχι την ανατροπή, και να παίζει, συνειδητά ή μη, τον ρόλο της ανώδυνης για το σύστημα αντιπολίτευσης. Αυτή την ρεφορμιστική Αριστερά του την χαρίζουμε, όχι γιατί προτιμούμε την «καθαρότητα», αλλά γιατί χωρίς συγκεκριμένους αντισυστημικούς στόχους και αιτήματα δεν μιλάμε για ριζοσπαστική αριστερά αλλά για μια εναλλακτική μορφή εξουσίας. Εάν είναι «απόλυτη ιδέα» η ιδέα μιας πραγματικής δημοκρατίας που εξασφαλίζει την ισοκατανομή της πολιτικής και οικονομικής δύναμης/εξουσίας μεταξύ όλων των πολιτών, όπως υποστηρίζει το πρόταγμα της ΠΔ, τότε, ναι, προτιμούμε αυτήν την «απολυτότητα» και αυτόν τον «ολοκληρωτισμό» από την «Αριστερά-σούπα» την οποία υποστηρίζει ο ΠΚ και οι ομοϊδεάτες του στην ρεφορμιστική Αριστερά που απλώς βοηθούν στη διαιώνιση της σημερινής «δημοκρατίας» ―μιας δημοκρατίας που συνθλίβει τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού της γης.

 


(Το παρακάτω κείμενο στάλθηκε στη συντακτική ομάδα της «Εποχής» στις 3 Οκτώβρη 2000)

Προς τη Συντακτική Ομάδα της «Εποχής»

Στην απάντηση της «Εποχής» στο σχετικό γράμμα μου που δημοσιεύσατε στις 3 Σεπτέμβρη γράφατε ότι «βιάστηκα» να διαβλέψω κίνδυνους επιστροφής σε σταλινικές πρακτικές λογοκρισίας. Όταν δε στη συνέχεια ο κύριος αρθρογράφος σας έγραψε ένα λίβελο εναντίον μου στον οποίο έμμεσα με παρομοιάζει με τους Γερμανούς τ. αριστεριστές και νυν νεοναζί και σας έστειλα μια απάντηση όπου αποκάλυπτα τον στόχο τής επίθεσης του ΠΚ κατά του προτάγματος της ΠΔ και εμένα προσωπικά, τότε, ρίχνοντας προφανώς τα δημοκρατικά προσχήματα, αποφασίσατε, όπως έμαθα σήμερα στη τηλεφωνική επικοινωνία μας, ότι «το θέμα έληξε» και δεν δέχεστε να δημοσιεύσετε το κείμενο μου (μολονότι τη περασμένη εβδομάδα είχατε μηνύσει ότι θα δημοσιευθεί και εάν υπάρξει πρόβλημα θα με ειδοποιούσατε). Υπάρχει μόνο μία διέξοδος για εσάς για να αποδείξετε ότι οι υποψίες μου είναι άδικες και οφείλονται πάλι στη «βιασύνη μου»: να δημοσιεύσετε αυτούσιο το κείμενο μου την επόμενη Κυριακή. Όσο με αφορά, λειτουργώντας πάλι καλόπιστα και για να αποφύγω τυχόν βεβιασμένες καταγγελίες, θα κρατήσω κάθε σχετική καταγγελία μου μέχρι αύριο το απόγευμα. Εάν όμως μέχρι τότε δεν έχω σχετική ειδοποίηση σας ότι το κείμενο θα δημοσιευθεί την Κυριακή, τότε θα επιβεβαιωθούν όλες οι υποψίες μου ότι πρόκειται για οργανωμένη εκστρατεία λασπολογίας κατά του προτάγματος της ΠΔ και φυσικά θα χρησιμοποιήσω κάθε μέσο στη διάθεση μου για να αποκαλύψω τον κρυφό-σταλινισμό που χαρακτηρίζει την ΕΠΟΧΗ και τον κύριο αρθρογράφο της.

Τάκης Φωτόπουλος
Λονδίνο, 3 Οκτωβρίου 2000

 


(Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύθηκε στην αριστερή εφημερίδα «ΠΡΙΝ» στις 15 Οκτωβρίου 2000)

Το νέο πρόσωπο του (Σταλινο)- Ρεφορμισμού

Του Τάκη Φωτόπουλου

 

Η «ΕΠΟΧΗ» θέλει να διακηρύσσει ότι αγωνίζεται για «την κομμουνιστική ανανέωση» που υποτίθεται σημαίνει και το ξεπέρασμα των σταλινικών πρακτικών του παρελθόντος. Είναι όμως ενδιαφέρον ότι ενώ, όπως θα προσπαθήσω να δείξω στη συνέχεια, οι μέθοδοι που χρησιμοποιούν τα στελέχη της εφημερίδας αυτής είναι σταλινικές, οι θέσεις που υποστηρίζουν είναι καθαρά ρεφορμιστικές, παρά το ότι τις βαφτίζουν «αντικαπιταλιστικές». Πριν όμως δούμε το πρόσωπο του νέου αυτού ρεφορμισμού θα έπρεπε για χάρη των αναγνωστών του ΠΡΙΝ να δούμε σύντομα τη σταλινική μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε για να δυσφημηθεί η απόπειρα διατύπωσης ενός νέου αντί-συστημικού Λόγου της Αριστεράς που αντιπροσωπεύει το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας        

Όλα άρχισαν όταν σε άρθρο μου στην Ελευθεροτυπία (17/6/2000) για την παγκοσμιοποίηση έγραφα, με προφανή αναφορά και στην Εποχή, ότι η παγκοσμιοποίηση, σύμφωνα με την «παλαιολιθική σοσιαλδημοκρατική άποψη» που υποστηρίζουν τ. Μαρξιστές και νυν ρεφορμιστές, υπήρχε ήδη από τις αρχές του αιώνα και αυτό που περνά για νέο φαινόμενο σήμερα αποτελεί μια μυθοποιημένη σύλληψη ― «άποψη που (όχι τυχαία) στην Ελλάδα προβάλλεται μαζικά από τα MME και αγκαλιάζεται, λόγω της «βολικότητάς» της, από όλο το «αριστερό» κατεστημένο: από εκσυγχρονιστές υπουργούς του ΠAΣΟK, μέχρι εφημερίδες που αγωνίζονται «για την κομμουνιστική ανανέωση και το σοσιαλισμό», και από «εικονοκλάστες» που την χαρακτηρίζουν παραμύθι, μέχρι ...Eλληνορθόδοξους». Η θέση αυτή αντιπαρατίθετο στη θέση του προτάγματος της ΠΔ για την παγκοσμιοποίηση, σύμφωνα με την οποία μολονότι αυτή αποτελεί το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της δυναμικής της οικονομίας της αγοράς που άρχισε να θεσμοποιείται δυο αιώνες πριν, διαφέρει ριζικά, τόσο στη ποιοτική όσο και στη ποσοτική διάσταση της, από τη διεθνοποίηση του περασμένου αιώνα. Ακόμη, η παγκοσμιοποίηση, στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς, είναι πράγματι μονόδρομος, πράγμα που σημαίνει ότι στόχος μας δεν μπορεί παρά να είναι το ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και όχι τα παρεπόμενα του (νεοφιλελευθερισμός, άνισο εμπόριο, ΔΝΤ κ.λπ.).

H «απάντηση» της Εποχής και του Κοροβέση ήλθε δυο εβδομάδες κατόπιν όταν ο ΠΚ, αφού επιδόθηκε σε ένα λίβελο κατά της έννοιας της ουτοπίας καταφεύγοντας σε γνωστά αντιδραστικά επιχειρήματα του τύπου «οι άνθρωποι είναι προγραμματισμένοι από τη φύση τους να ζήσουν κάτι σχετικό», κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «το όραμα της σοσιαλιστικής ή κομμουνιστικής κοινωνίας, ως απόλυτης έννοιας που μας ξεχωρίζει από τους ρεφορμιστές ή τους συμβιβαστικούς γίνεται μια ουτοπία που δεν μπορεί να υπαγορεύσει πολιτική» και ότι «η ουτοπία, ως απόλυτη αξία είναι ολοκληρωτισμός». Πριν όμως καταλήξει στα ...επαναστατικά αυτά συμπεράσματα έκανε φανερό τον στόχο όλης αυτής της διατριβής του χαρακτηρίζοντας, εντελώς αυθαίρετα και ατεκμηρίωτα, ως τέτοια ουτοπία και το πρόταγμα της ΠΔ. Όταν δε στη συνέχεια σε άρθρο μου στην Εποχή (16/7/2000) έδειξα με εμπεριστατωμένη ανάλυση γιατί το πρόταγμα της ΠΔ δεν είναι ουτοπία με την αρνητική έννοια, επισημαίνοντας και τους λόγους για τους οποίους οι ανανήψαντες τ. επαναστάτες και νυν ρεφορμιστές επιτίθενται κατά αυτού, ο ΠΚ, αποφεύγοντας πάλι τον διάλογο «απαντά» με ένα...υστερόγραφο (Εποχή, 23/7/2000) όπου χαρακτηρίζει τη προσπάθεια μου ν’ αποδείξω τον μη ουτοπικό χαρακτήρα της ΠΔ ως διαφήμιση του σχετικού βιβλίου μου! Στην ανταπάντηση μου προσπάθησα να στηλιτεύσω την βολική αποσιώπηση από μέρους των σημερινών ρεφορμιστών του νέου αντισυστημικού λόγου που εκκολάπτεται και του οποίου το πρόταγμα της ΠΔ αποτελεί μια έκφραση.

 

Από τη στιγμή αυτή ο ΠΚ ξεκινά μια λυσσώδη δυσφημιστική εκστρατεία εναντίον του προτάγματος της ΠΔ και εμένα προσωπικά σε οποιοδήποτε έντυπο είχε πρόσβαση (Ελευθεροτυπία, Εποχή) όπου (χωρίς φυσικά κανένα επιχείρημα ή στοιχείο) με παρομοίαζε με τον Μαλερ, τον Γερμανό τ. Αριστεριστή και νυν νεοναζί, μέχρι τον ...Χριστόδουλο, λόγω της «απολυτότητας» μου — ενώ, για τον ΠΚ, η αλήθεια για ένα πραγματικό επαναστατικό κίνημα βρίσκεται πάντα «στη θέση του σχετικού»! Το Σταλινικό αποκορύφωμα όμως έφθασε προ ημερών όταν η ΕΠΟΧΗ αρνήθηκε να δημοσιεύσει τελικό κείμενο μου όπου προσπαθούσα να δείξω το στόχο της λασπολογικής αυτής επίθεσης κατά του προτάγματος της ΠΔ και εμένα προσωπικά. Ας δούμε όμως αποσπάσματα από το κείμενο μου που η κρυφοσταλινική ΕΠΟΧΗ θέλησε να λογοκρίνει.

 

“Σήμερα, υπάρχει μια ολόκληρη σχολή τέως Μαρξιστών διανοούμενων κλπ οι οποίοι αυτοχαρακτηρίζονται αντικαπιταλιστές (προφανώς για να διατηρήσουν και την παλιά τους «πελατεία») ενώ οι θέσεις τους κάθε άλλο παρά αντικαπιταλιστικές είναι. Ενδεικτικά:

― αντί να ανάγουν την σημερινή πολυδιάστατη κρίση στο ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας που εξασφαλίζει την σημερινή πελώρια και συνεχώς διογκούμενη συγκέντρωση εξουσίας/δύναμης επιτίθενται κατά του νεοφιλελευθερισμού, ωσάν ο νεοφιλελευθερισμός να είναι κάτι άσχετο από τη δυναμική της οικονομίας της αγοράς, κάτι δηλαδή που θα μπορούσαμε να το πολεμήσουμε αποτελεσματικά μέσα στα πλαίσια του ίδιου του συστήματος —ακριβώς όπως υποστηρίζουν οι σοσιαλδημοκράτες.

― αντί να ανάγουν τη σημερινή παγκοσμιοποίηση στην ίδια δυναμική προσποιούνται είτε ότι η παγκοσμιοποίηση είναι «χίμαιρα» είτε ότι είναι ένα «ιδεολόγημα» των νεοφιλελεύθερων και μιλούν γι’ «αντίσταση» κατά των συμπτωμάτων της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και όχι γι ανατροπή της οικονομίας της αγοράς ―πράγμα που συνεπάγεται το κτίσιμο ενός κινήματος με καθαρά αντισυστημικά αιτήματα και στόχο τη δημιουργία μιας άλλης διεθνούς οικονομικής τάξης που θα θεμελιώνεται στη οικονομική δημοκρατία, δηλ την ισοκατανομή δύναμης/εξουσίας, όπως υποστηρίζει και το πρόταγμα της ΠΔ. Όμως, ένα τέτοιο κίνημα αντίστασης δεν μπορεί ποτέ να δημιουργήσει την αντισυστημική συνειδητοποίηση που απαιτείται για συστημική αλλαγή εφόσον, από τη φύση του, θεμελιώνεται σε μια συναινετική πλατφόρμα, η οποία, σε ένα πολιτικά ανομοιογενές κίνημα όπως αυτό εναντίον της παγκοσμιοποίησης, αναγκαστικά θα εκφράζει τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή των αιτημάτων των συστατικών μερών του που είναι βέβαια καταφανώς ρεφορμιστικός. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι οι υποστηρικτές παρομοίων απόψεων και ο ίδιος ο ΠΚ έχουν επανειλημμένα ταχθεί υπέρ μιας «πλατιάς Αριστεράς» (κάτι πολύ χαλαρότερο ακόμη και από το αντιμονοπωλιακό μέτωπο του ΚΚΕ) που θα συνενώσει όλους τους αυτό-αποκαλούμενους αριστερούς, ακόμη και εάν δεν θέτουν θέμα συστημικής αλλαγής.

― αντί να υποστηρίξουν κάθε προσπάθεια για την διατύπωση ενός νέου ριζοσπαστικού Λόγου της Αριστεράς, που μετά την κατάρρευση του σοσιαλιστικού κινήματος είναι περισσότερο επιτακτικό καθήκον παρά ποτέ, συκοφαντούν τις προσπάθειες αυτές ως «ουτοπικές», που δήθεν εκφράζουν «απόλυτες» και επομένως «ολοκληρωτικές» αξίες ενώ παράλληλα δοξάζουν την επικράτηση του «σχετικού», εφόσον, κατά τον ανανήψαντα ΠΚ, οι επαναστατικές ιδέες δεν μπορεί να είναι απόλυτες και το επαναστατικό κίνημα «βρίσκεται πάντα στη θέση του σχετικού». Έτσι, με την δικαιολογία ότι ο αντισυστημικός Λόγος που εξέφραζε το κομμουνιστικό κίνημα οδήγησε στον ολοκληρωτισμό καταλήγουν στην βολική απόρριψη κάθε αντισυστημικού Λόγου ως εν δυνάμει ολοκληρωτικού!

Η σύγχρονη, επομένως, ρεφορμιστική Αριστερά υιοθετώντας την μεταμοντέρνα θέση της σχετικότητας καταλήγει στον κομφορμισμό, όπως εύστοχα είχε καταγγείλει ο Καστοριάδης. Διότι βέβαια κανένα επαναστατικό κίνημα δεν μπορεί να θεμελιωθεί σε «σχετικότητες». Ή η Αριστερά είναι αντισυστημική ή δεν είναι και αυτό αποτελεί το διαφοροποιητικό στοιχείο μεταξύ ριζοσπαστικής και ρεφορμιστικής αριστεράς. Αντίστοιχα, ή αγωνίζεται για την έξοδο της χώρας από το θεσμικό πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς που εκφράζει η ΕΕ και για την δημιουργία μιας άλλης Ευρώπης των λαών, ή αγωνίζεται για τη βελτίωση του θεσμικού αυτού πλαισίου, όπως ο ΠΚ, που όχι μόνο δεν το αμφισβητεί αλλά επικρίνει και το ΚΚΕ για τη σχετική του θέση ―και παρόλα αυτά δεν θεωρεί τον εαυτό του ρεφορμιστή! Τέλος, ή παλεύει για την ανατροπή της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης που προϋποθέτει την ανατροπή της οικονομίας της αγοράς, ή απλώς «αντιστέκεται» στις «υπερβολές» της για χάρη μιας καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης με ανθρώπινο πρόσωπο. Στα θεμελιακά αυτά θέματα προφανώς δεν χωρούν οι «σχετικότητες» τις οποίες υπερασπίζεται ο ΠΚ που πολύ θυμίζουν την γυναίκα που είναι «λίγο έγκυος».

Προφανώς όμως είναι «βολικότερο» σήμερα και συνάδει με το «που φυσά ο άνεμος» να προσαρμόζεται κανείς στην «σχετικότητα» της έμμεσης αποδοχής του συστήματος κάτω από μια αντικαπιταλιστική ταμπέλα και μια κούφια ρητορική που μόνο στόχο έχει την διαμαρτυρία και τη βελτίωση (δηλ. τον ρεφορμισμό), αλλά όχι την ανατροπή, και να παίζει, συνειδητά η μη, τον ρόλο της ανώδυνης για το σύστημα αντιπολίτευσης. Αυτή την ρεφορμιστική Αριστερά την χαρίζουμε, όχι γιατί προτιμούμε την «καθαρότητα», αλλά γιατί χωρίς συγκεκριμένους αντισυστημικούς στόχους και αιτήματα δεν μιλάμε για ριζοσπαστική αριστερά αλλά για μια εναλλακτική μορφή εξουσίας. Εάν είναι «απόλυτη ιδέα» η ιδέα μιας πραγματικής δημοκρατίας που εξασφαλίζει την ισοκατανομή της πολιτικής και οικονομικής δύναμης/εξουσίας μεταξύ όλων των πολιτών, όπως υποστηρίζει το πρόταγμα της ΠΔ, τότε, ναι, προτιμούμε αυτήν την «απολυτότητα» και αυτόν τον «ολοκληρωτισμό» από την «Αριστερά-σούπα» την οποία υποστηρίζει ο ΠΚ και οι ομοϊδεάτες του στην ρεφορμιστική Αριστερά που απλώς βοηθούν στη διαιώνιση της σημερινής «δημοκρατίας» ―μιας δημοκρατίας που συνθλίβει τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού της γης”.