Ομιλία του Τάκη Φωτόπουλου στην καταληφθείσα Νομική Σχολή Παν. Αθηνών (21/12/2008)
Η ανάγκη για μια Συνομοσπονδιακή Περιεκτική Δημοκρατία
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Τι είναι η κρίση που αντιμετωπίζουμε;
Αρχικά θα ήθελα να επαναλάβω και σε εσάς όπως προχθές στους καταληψίες του Δήμου Χαλανδρίου ότι η κατάληψη σας σήμερα αποτελεί όχι μόνο την έκφραση της συσσωρεμένης οργής, σπίθα για την οποία ήταν η κρατική εν ψυχρώ δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, αλλά και την ελπίδα για μια άλλη απελευθερωμένη κοινωνία. Όχι μόνο στην χώρα μας αλλά και διεθνώς. Όμως, τι είναι η κρίση που αντιμετωπίζουμε;
Κατ’ αρχήν, η κρίση ΔΕΝ είναι απλώς ένα ξέσπασμα οργής που προκάλεσε ένα «μεμονωμένο περιστατικό» όπως υποστηρίζουν οι ελίτ και τα ΜΜΕ «ξεχνώντας» ότι δεν είναι παρά άλλος ένας κρίκος μιας μακράς αλυσίδας δολοφονιών και αστυνομικών βιαιοπραγιών που χαρακτήριζε όλη την μετεμφυλιακή περίοδο, συμπεριλαμβανομένης της «μεταπολίτευσης».
Ούτε όμως είναι, όπως υποστηρίζει η ρεφορμιστική Αριστερά στην αντιπολίτευση το ξέσπασμα της οργής των νέων των οποίων το μέλλον υποθηκεύεται από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που επιβάλλει η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Γι’ αυτούς, το ξεπέρασμα της κρίσης είναι απλώς θέμα αλλαγής πολιτικής με βάση τον μύθο ότι ο νεοφιλελευθερισμός και η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση μπορούν ν’ ανατραπούν μέσα στο υπάρχον σύστημα της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς και αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» ―έκφραση της οποίας στον χώρο μας είναι η Ε.Ε.― αρκεί η κοινωνία των πολιτών και τα ρεφορμιστικά κόμματα (που παίρνουν δεδομένη την Ε.Ε. αλλά μιλούν για ένα άλλο κόσμο που είναι εφικτός (ΣΥ.ΡΙΖ.Α. κ.λπ.)) να το απαιτήσουν! Έτσι, οι πολίτες που διαβλέπουν μεν την απατηλή παγίδα του σοσιαλφιλελεύθερου ΠΑ.ΣΟ.Κ. ―ότι δήθεν μπορεί κάπως να συνδυάσει την κοινωνική δικαιοσύνη με τις ανοικτές και απελευθερωμένες αγορές και τις πολυεθνικές εταιρείες― και, συνακόλουθα, μετακομίζουν από αυτό, πέφτουν στη συνέχεια στην ακόμη μεγαλύτερη απατηλή παγίδα της ρεφορμιστικής Αριστεράς και Οικολογίας. Δηλαδή στην παγίδα ότι δήθεν μπορεί να ξαναγυρίσουμε ακόμη και σε ένα κοινωνικό κράτος σαν αυτό που γνωρίσαμε μέχρι πριν 20 χρόνια, το οποίο θα μπορούσε ν’ αποτρέψει ακόμη και την οικολογική κρίση, αρκεί να θεμελιωνόταν η νέα αυτή σοσιαλδημοκρατική Αριστερά και Οικολογία σε διεθνή βάση αντί για την σημερινή εθνική. Και αυτό, «ξεχνώντας» ότι η τεράστια ανισότητα μεταξύ και ανάμεσα στους λαούς που έχει δημιουργήσει το σημερινό σύστημα κάνει αδύνατο οποιαδήποτε τέτοιο εγχείρημα σε διεθνές επίπεδο
Η κρίση στην Ελλαδα σημερα δεν είναι μόνο οικονομική που αφορά το πελώριο και συνεχώς διογκούμενο άνοιγμα μεταξύ αφενος των ελίτ και των προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων που δρέπουν τα οφέλη της καπιταλιστικής νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, και αφετερου του υπόλοιπου πληθυσμού το οποίο εισπράττει την ανασφάλεια της εργασίας, την ανεργία ―ιδιαίτερα ενδημική ανάμεσα στους νέους― και την φτώχεια στην οποία καταδικάζεται πάνω από το 20% του πληθυσμού. Ούτε είναι μόνο πολιτική που αφορά την απαξίωση των κομμάτων εξουσίας (Ν.Δ. και ΠΑ.ΣΟ.Κ.) που διακρίνονται για την διαφθορά τους και την καλλιέργεια σχέσεων εξάρτησης στους πολίτες για να εξασφαλίζουν οι επαγγελματίες πολιτικοί την επανεκλογή τους, με τα συνακόλουθα οικονομικά και κοινωνικά ωφέλη. Tο κυριότερο ίσως χαρακτηριστικό της σημερινής κοινωνικής έκρηξης είναι το γεγονός ότι επιβεβαίωσε πως ένα σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού έγινε πια ανεξέλεγκτο από τους κομματικούς μηχανισμούς, όχι μόνο των κομμάτων εξουσίας άλλα και των κομμάτων της παραδοσιακής Αριστεράς και Οικολογίας, που απεγνωσμένα ελίσσονται (και ανταγωνίζονται!) για να επανακτήσουν τον έλεγχο του. Kαι αυτο δεν ειναι καινουριο στοιχειο. Η διαχρονική εξέλιξη της αποχής/άκυρου/λευκού δείχνει μια σταθερή ανοδική τάση τα τελευταία 10 περίπου χρόνια, που μόνον ως ένδειξη βαθειάς και εντεινόμενης κρίσης αυτού που περνά για «πολιτική» σήμερα μπορεί να ερμηνευθεί. Το γεγονός είναι ιδιαίτερα σημαντικό διότι στον βαθμό που εκφράζει απογοήτευση, ή έστω συνειδητή αδιαφορία, σε σχέση με την σημερινή «δημοκρατική» διαδικασία, αυτό σημαίνει άμεση ή έμμεση άρνηση συμμετοχής στην «πολιτική» που καθιερώνει η αντιπροσωπευτική «δημοκρατία», η οποία βέβαια δεν έχει καμιά σχέση με την κλασική έννοια της πολιτικής ως της διαδικασίας αυτοκαθορισμού. Ενός αυτοκαθορισμού, ο οποίος μόνο σε μια άμεση δημοκρατία, που επεκτείνεται και σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, είναι εφικτός. Και φυσικά οι δημοσκοπήσεις μετά τα γεγονότα δείχνουν ακόμη μεγαλύτερη αποξένωση των πολιτών από αυτό που περνά για πολιτική.
Η κρίση όμως είναι και κοινωνική, πολιτιστική και φυσικά οικολογική. Είναι δηλαδή μια ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ κρίση.
Στη πραγματικότητα, είναι μια παγκόσμια κρίση με την έννοια ότι καλύπτει όλα τα μέρη του κόσμου τα οποία έχουν ενσωματωθεί στην Νέα Διεθνή Τάξη που θεσπίστηκε από την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και το πολιτικό της συμπλήρωμα την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία». Και είναι ακριβώς ο καθολικός χαρακτήρας της κρίσης που την διαφοροποιεί από άλλες κρίσεις στο παρελθόν. Η σημερινή κρίση θέτει σε αμφισβήτηση σχεδόν κάθε δομή και ιδέα που στηρίζει ετερόνομες σύγχρονες κοινωνίες σε Ανατολή και Δύση, Βορρά και Νότο. Ως εκ τούτου, θέτει σε αμφισβήτηση όχι μόνο τις πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και οικολογικές δομές, που αναδύθηκαν με την άνοδο του συστήματος της οικονομίας της αγοράς, αλλά και τις πραγματικές αξίες που έχουν συντηρήσει αυτές τις δομές και ιδιαίτερα την μετά τον Διαφωτισμό έννοια της Προόδου και την μερική ταύτισή της με την ανάπτυξη.
Ποιες είναι οι αιτίες της πολυδιάστατης κρίσης;
Οι αιτίες αυτής της πολυδιάστατης κρίσης μπορεί να αποδοθούν ασφαλώς στους ίδιους θεσμούς της νεωτερικότητας, οι οποίοι σήμερα έχουν διεθνοποιηθεί. Με άλλα λόγια, είναι η δυναμική της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας», που έχει οδηγήσει στην σημερινή συγκέντρωση εξουσίας σε όλα τα επίπεδα η οποία με τη σειρά της είναι η απώτερη αιτία κάθε διάστασης της σημερινής κρίσης.
Έτσι, όσον αφορά στην οικονομική διάσταση της κρίσης, μπορεί εύκολα να αποδειχθεί ότι είναι η συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης/εξουσίας, ως αποτέλεσμα των εμπορευματικών σχέσεων και της δυναμικής «ανάπτυξη-ή-θάνατος» της οικονομίας της αγοράς, η οποία έχει οδηγήσει σε μια χρόνια οικονομική κρίση. Ως εκ τούτου, η έκβαση της παρούσας διεθνοποίησης της οικονομίας αγοράς/ανάπτυξης με τη σημερινή νεοφιλελεύθερη μορφή της ―που επιβάλλεται από το άνοιγμα των αγορών, λόγω της μαζικής επέκτασης των πολυεθνικών επιχειρήσεων τα τελευταία 25 περίπου χρόνια― είναι η δημιουργία ενός διπολικού κόσμου που αποτελείται από ένα κόσμο ο οποίος περιλαμβάνει τις προνομιούχες κοινωνικές ομάδες που επωφελούνται από την παγκοσμιοποίηση, είτε στον Βορρά είτε τον Νότο (αυτό που ονομάζουμε «ο νέος Βορράς») και έναν άλλο κόσμο που έχει αποκλειστεί από τα δήθεν «καθολικά» οφέλη της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και ο οποίος περιλαμβάνει την περιθωριοποιημένη πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού, είτε στο Βορρά είτε στο Νότο («ο νέος Νότος»). Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση έχει οδηγήσει σε μια πρωτοφανή αύξηση της παγκόσμιας ανισότητας, όπως επιβεβαιώνεται και από την τελευταία έκθεση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι από τις αρχές του 1990, δηλαδή, την εποχή που η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση άρχισε να ανθεί σε όλο τον πλανήτη, η εισοδηματική ανισότητα αυξήθηκε δραματικά στις περισσότερες περιοχές του κόσμου.
Όπως θα περίμενε κανείς, και η ίδια η έκθεση έδειξε, αυτή η τεράστια και αυξανόμενη συγκέντρωση εισοδήματος συνοδεύτηκε από την επιδείνωση μιας παράλληλης κοινωνικής κρίσης που φάνηκε, για παράδειγμα, από τα υψηλότερα ποσοστά εγκληματικότητας. Έτσι, πήρε στις Ηνωμένες Πολιτείες 200 χρόνια για να αυξήσουν τον πληθυσμό των φυλακών τους σε ένα εκατ., αλλά μόνο τα τελευταία 10 χρόνια για να τον αυξήσουν σε περίπου δύο εκατ., με 680 άτομα στη φυλακή για κάθε 100.000 ―το ένα τέταρτο του παγκόσμιου συνολικού πληθυσμού των φυλακών !
Μια παρόμοια διαδικασία συγκέντρωσης πολιτικής εξουσίας στα χέρια των πολιτικών ελίτ έλαβε χώρα κατά την περίοδο που αρχίζει με το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα, όταν οι «Ιδρυτές Πατέρες» του Αμερικανικού Συντάγματος, που επινόησαν στην κυριολεξία την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» ―μια ιδέα χωρίς κανένα ιστορικό προηγούμενο στον αρχαίο κόσμο, δεδομένου ότι, μέχρι τότε, η δημοκρατία είχε την κλασική Αθηναϊκή έννοια της κυριαρχίας του δήμου, με την έννοια της άμεσης άσκησης της εξουσίας από όλους τους πολίτες. Ήταν η δυναμική της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» που οδήγησε σε μια αντίστοιχη συγκέντρωση της πολιτικής εξουσίας. Έτσι, η συγκέντρωση της πολιτικής εξουσίας στα χέρια των βουλευτών στην φιλελεύθερη νεωτερικότητα, οδήγησε σε ένα ακόμη υψηλότερο βαθμό συγκέντρωσης στα χέρια των κυβερνήσεων και της ηγεσίας των «μαζικών» κομμάτων στην κρατικιστική νεωτερικότητα, σε βάρος των κοινοβουλίων. Στην παρούσα νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα, το συνδυασμένο αποτέλεσμα της δυναμικής της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας έχει οδηγήσει στη μετατροπή της πολιτικής σε τέχνη της κρατικής διαχείρισης, με δεξαμενές σκέψης που σχεδιάζουν και εφαρμόζουν πολιτικές. Έτσι, μια μικρή κλίκα γύρω από τον πρωθυπουργό (ή τον Πρόεδρο) συγκεντρώνει όλη την ουσιαστική πολιτική δύναμη στα χέρια της, ιδιαίτερα στις μεγάλες οικονομίες της αγοράς που είναι σημαντικά τμήματα της υπερεθνικής ελίτ και ακόμα περισσότερο σε εκείνες που κυβερνώνται από ένα δικομματικό πολιτικό σύστημα (ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, Αυστραλία κ.λπ.). Επιπλέον, η συνεχής μείωση της κρατικής οικονομικής κυριαρχίας συνοδεύεται από την παράλληλη μετατροπή του δημοσίου τομέα σε καθαρή διοίκηση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ή η Τράπεζα της Αγγλίας, οι οποίες έχουν αναλάβει τον έλεγχο του ευρώ και της στερλίνας, αντίστοιχα, και λαμβάνουν κρίσιμες αποφάσεις σχετικά με την οικονομική ζωή εκατομμυρίων πολιτών, ανεξάρτητα από πολιτικό έλεγχο. Έτσι, μια «κρίση στην πολιτική» έχει αναπτυχθεί στην παρούσα νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα που υπονομεύει τα θεμέλια της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» και εκφράζεται από διάφορα συμπτώματα, τα οποία, συχνά, παίρνουν την μορφή μιας έμμεσης ή ρητής αμφισβήτησης των θεμελιωδών πολιτικών θεσμών (κόμματα, εκλογικές αναμετρήσεις, κ.λπ.). Τέτοια συμπτώματα είναι τα σημαντικά και συνήθως αυξανόμενα ποσοστά αποχής στις εκλογικές αναμετρήσεις, κυρίως σε ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο, την έκρηξη της δυσαρέσκειας με τη μορφή συχνών βίαιων εξεγέρσεων, η μείωση του αριθμού των μελών κομμάτων, το γεγονός ότι ο σεβασμός για τους επαγγελματίες πολιτικούς δεν υπήρξε ποτέ σε τόσο χαμηλό επίπεδο κ.λπ.
Έτσι, στο πλαίσιο της σημερινής νεοφιλελεύθερης συναίνεσης, οι παλαιές ιδεολογικές διαφορές μεταξύ της Αριστεράς και της Δεξιάς έχουν εξαφανιστεί. Ταυτοχρόνως, η κατάρρευση του «σοσιαλιστικού» κρατισμού στην Ανατολή, αντί να λειτουργήσει ως καταλύτης για την οικοδόμηση ενός νέου μη αυταρχικού τύπου πολιτικής που θα ανέπτυσσε περαιτέρω τις ιδέες του Μαΐου του 1968, οδήγησε απλώς σε μια γενική τάση ―ιδιαίτερα αισθητή μεταξύ φοιτητών, νέων ακαδημαϊκών και άλλων― προς ένα μεταμοντέρνο κομφορμισμό και την απόρριψη κάθε «καθολικού» αντισυστημικού προτάγματος. Οι υπόλοιποι, συμπεριλαμβανομένων των περισσοτέρων από την υπό-τάξη, που είναι τα κύρια θύματα της νεοφιλελεύθερης διεθνοποιημένης οικονομίας, έχουν πέσει σε πολιτική απάθεια και σε μια ασυνείδητη απόρριψη της καθιερωμένης κοινωνίας ―μια απόρριψη που συνήθως παίρνει τη μορφή έκρηξης της εγκληματικότητας και της κατάχρησης ναρκωτικών, και μερικές φορές βίαιων εξεγέρσεων.
Εντούτοις, το Σιάτλ, η Γένοβα, καθώς και το Παρίσι χθες και η Αθήνα σήμερα, αποτελούν σαφείς ενδείξεις για το γεγονός ότι η σημερινή νεολαία δεν είναι απαθής προς την πολιτική (θεωρούμενη με την κλασική έννοια του όρου, ως αυτο-διαχείριση), αλλά μόνο ως προς ότι περνά για πολιτική σήμερα, δηλαδή, το σύστημα που επιτρέπει μια κοινωνική μειοψηφία (επαγγελματίες πολιτικοί) να καθορίζουν την ποιότητα ζωής του κάθε πολίτη. Με άλλα λόγια, αυτό που έχει μετατρέψει την πολιτική σε τέχνη διαχείρισης του κράτους και έχει απομακρύνει πολλούς ανθρώπους από αυτό το είδος «πολιτικής» είναι η αυξανόμενη συνειδητοποίηση της συγκέντρωσης πολιτικής εξουσίας στα χέρια των επαγγελματιών πολιτικών και των διαφόρων «εμπειρογνωμόνων» (ως αποτέλεσμα της δυναμικής της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας»). Το ίδιο ισχύει και για τα ριζοσπαστικά λαϊκά κινήματα στην Βενεζουέλα, Βολιβία, Αργεντινή, Βραζιλία και τα οποία ασκούν σημαντική πίεση από κάτω για νέες άμεσες δημοκρατικές μορφές οργάνωσης.
Επιπλέον, η παρούσα κρίση είναι, επίσης, μια πολιτισμική κρίση εφόσον η εγκαθίδρυση της οικονομίας της αγοράς είχε ως επακόλουθο την απόρριψη παραδοσιακών πολιτισμών και αξιών. Η διαδικασία αυτή επιταχύνθηκε κατά τον εικοστό αιώνα με την εξάπλωση σε όλο τον κόσμο της οικονομίας της αγοράς και του γόνου της, της οικονομίας ανάπτυξης. Ως συνέπεια, έχει ενεργοποιηθεί, σήμερα, μια εντατική διαδικασία πολιτιστικής ομογενοποίησης, η οποία όχι μόνο αποκλείει κάθε κατευθυντικότητα προς μεγαλύτερη πολυπλοκότητα, αλλά, στην πραγματικότητα, απλοποιεί τον πολιτισμό, με πόλεις να γίνονται όλο και περισσότερο όμοιες, με ανθρώπους σε όλο τον κόσμο να ακούν την ίδια μουσική, να βλέπουν τις ίδιες σαπουνόπερες στην τηλεόραση, να αγοράζουν τα ίδια εμπορικά σήματα των καταναλωτικών αγαθών, κ.λπ. Η άνοδος της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης τα τελευταία περίπου 25 χρόνια έχει ενισχύσει περαιτέρω αυτή τη διαδικασία πολιτιστικής ομογενοποίησης. Αυτό είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της απελευθέρωσης και της απορύθμισης των αγορών, και της συνακόλουθης εντατικοποίησης της εμπορευματοποίησης του πολιτισμού. Η συνέπεια είναι ότι παραδοσιακές κοινότητες και οι πολιτισμοί τους εξαφανίζονται σε όλο τον κόσμο και οι άνθρωποι μετατρέπονται σε καταναλωτές μιας μαζικής κουλτούρας που παράγεται στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες και ιδιαιτέρως στις Η.Π.Α.
Ακόμη, υπάρχει και η ιδεολογική διάσταση της πολιτιστικής κρίσης. Οι αλλαγές στις διαρθρωτικές παραμέτρους που σηματοδοτούν την μετάβαση στην νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα συνοδεύτηκαν από μια παράλληλη σοβαρή ιδεολογική κρίση, η οποία έθεσε σε αμφισβήτηση όχι μόνο τις πολιτικές ιδεολογίες, (αυτό που οι μεταμοντερνιστές (postmodernists) αποκαλούν «μετα-αφηγήσεις»), ή ακόμη τον «αντικειμενικό» λόγο γενικά, αλλά τον ίδιο τον λόγο. Αυτό αποδεικνύεται από τη σημερινή άνθηση του ανορθολογισμού σε όλες του τις μορφές: από την αναβίωση παλαιών θρησκειών όπως του Χριστιανισμού, του Ιουδαϊσμού και του Ισλάμ, κ.λπ. μέχρι και την επέκταση διαφόρων ανορθόδοξων τάσεων, π.χ. μυστικισμός, πνευματισμός, αστρολογία, εσωτερισμός, νέο-παγανισμός και η «Νέα Εποχή», η απόρριψη της επιστημονικής ιατρικής υπέρ των διαφόρων μορφών εναλλακτικής θεραπείας, οι οποίες χρησιμοποιούν μεθόδους που συνήθως δεν έχουν καμία σχέση με λογική και δοκιμαστικές υποθέσεις, κ.λπ. Η άνοδος του ανορθολογισμού, συγκεκριμένα, είναι άμεσο αποτέλεσμα της κρίσης της οικονομίας ανάπτυξης και στις δύο εκδοχές της, τόσο της καπιταλιστικής όσο και της «σοσιαλιστικής». Η κατάρρευση των δύο κύριων προταγμάτων της νεωτερικότητας, δηλαδή το σοσιαλιστικό και αυτό της ανάπτυξης, σε συνδυασμό με την παράλληλη «κρίση αξιοπιστίας» της επιστήμης που αναπτύχθηκε τα τελευταία 25 περίπου χρόνια, ήταν αποφασιστικής σημασίας για την ανάπτυξη του σημερινού ανορθολογισμού.
Τέλος, η κρίση είναι βέβαια οικολογική και ορισμένες όψεις της απειλούν άμεσα την ίδια την ζωή στον πλανήτη, ενώ άλλες ήδη έχουν καταστρέψει σημαντικά στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος και της ίδιας της ζωής.
Υπάρχει διέξοδος που να εγγυάται και την ικανοποίηση του αιτήματος γι’ αυτονομία;
Αν δεχθούμε ότι η βασική αιτία της κρίσης είναι η συγκέντρωση δύναμης σε όλους τους τομείς, η διέξοδος από αυτήν την χρόνια και συνεχώς επιδεινούμενη κρίση είναι αυτονόητη: η δημιουργία νέων θεσμών ισοκατανομής κάθε μορφής δύναμης, δηλαδή η κατάργηση των εξουσιαστικών σχέσεων και δομών που θεμελιώνονται στους θεσμούς που αναπαράγουν την συγκέντρωση δύναμης. Όμως η δημιουργία μιας τέτοιας κοινωνίας δεν αποτελεί απλώς τον μοναδικό τρόπο εξόδου από την κρίση αλλά και την εκπλήρωση του αιτήματος της ιστορικής παράδοσης της αυτονομίας, ατομικής και συλλογικής. Και η θέσμιση μιας τέτοιας κοινωνίας δεν μπορεί παρά να βασίζεται στην μόνη μορφή ισοκατανομής δύναμης που ανέπτυξε η ιστορική αυτή παράδοση ενάντια στην εναλλακτική ιστορική παράδοση της ετερονομίας που οδήγησε στην σημερινή πολυδιάστατη κρίση: την δημοκρατία. Και με αυτό δεν εννοώ βέβαια την παρωδία ολιγαρχίας σήμερα που οι ελίτ βαφτίζουν δημοκρατία αλλά την πραγματική δημοκρατικά που από τον καιρό της σύλληψης της έννοιας αυτής στην κλασική Αθήνα θεμελιωνόταν στην άμεση δημοκρατία. Όμως η άμεση δημοκρατία, αν αφορά μόνο την πολιτική οργάνωση της κοινωνίας, είναι παραλογισμός με τη σημερινή συγκέντρωση οικονομικής δύναμης στην οποία οδηγεί το καπιταλιστικό σύστημα της οικονομίας της αγοράς. Πρέπει επομένως η άμεση δημοκρατία να επεκτείνεται και στο οικονομικό επίπεδο, με την ισοκατανομή της οικονομικής δύναμης που μπορεί να φέρει η συλλογική ιδιοκτησία και έλεγχος των μέσων παραγωγής από τις συνελεύσεις των πολιτών (οικονομική δημοκρατία), στο κοινωνικό επίπεδο, με την αυτοδιαχείριση των τόπων δουλειάς και εκπαίδευσης (δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο) και φυσικά στο οικολογικό επίπεδο, με την επανενσωμάτωση της Κοινωνίας στη Φύση (οικολογική δημοκρατία). Αυτή τη σύνθεση της πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής και οικολογικής δημοκρατίας ονομάζουμε Περιεκτική Δημοκρατία.
Μια Νέα Διεθνής Τάξη, που θα στηρίζεται στην Περιεκτική Δημοκρατία, είναι μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης που επανενσωματώνει την οικονομία, την πολιτεία και την Φύση στην κοινωνία μέσα σε ένα θεσμικό πλαίσιο που διασφαλίζει τις αναγκαίες συνθήκες για την ισοκατανομή όλων των μορφών εξουσίας. Αυτό συνεπάγεται την δημιουργία θεσμών:
πολιτικής δημοκρατίας (άμεσης δημοκρατίας), που βασίζονται σε διαδικασίες οι οποίες διασφαλίζουν ότι όλες οι πολιτικές αποφάσεις (συμπεριλαμβανομένων όσων σχετίζονται με την διαμόρφωση και εκτέλεση των νόμων) λαμβάνονται συλλογικά και χωρίς αντιπροσώπευση από το σώμα των πολιτών (τον δήμο), καθώς και σε δομές που θεσμοποιούν την ισοκατανομή της πολιτικής δύναμης.
οικονομικής δημοκρατίας, όπου οι δήμοι ελέγχουν την οικονομική διαδικασία σε ένα θεσμικό πλαίσιο δημοτικής ιδιοκτησίας και ελέγχου των μέσων παραγωγής και διανομής, πέρα από την οικονομία της αγοράς και τον κεντρικό σχεδιασμό.
δημοκρατίας στο κοινωνικό πεδίο, όπου όλοι οι θεσμοί στον δημόσιο χώρο στους οποίους μπορούν να ληφθούν συλλογικές αποφάσεις (για παράδειγμα οι τόποι εργασίας, οι τόποι εκπαίδευσης, οι θεσμοί κουλτούρας κ.λπ.) είναι αυτοδιαχειριζόμενοι και κάτω από τον γενικό έλεγχο των δήμων, ενώ οι προσωπικές σχέσεις βασίζονται σε ένα σύστημα αξιών που είναι συμβατό με τους δημοκρατικούς θεσμούς της κοινωνίας, δηλαδή ένα σύστημα αξιών που βασίζεται στις αρχές της ατομικής και κοινωνικής αυτονομίας και αλληλεγγύης και που αποκλείει κάθε μορφή κυριαρχίας με βάση το φύλο, την φυλή, την εθνότητα, τις πολιτισμικές διαφορές κ.ο.κ..
οικολογικής δημοκρατίας, όπου το θεσμικό πλαίσιο της Περιεκτικής Δημοκρατίας και το συμβατό με αυτό σύστημα αξιών διασφαλίζουν τις αναγκαίες συνθήκες για την επανενσωμάτωση της κοινωνίας στη Φύση.
Επομένως, η μετάβαση σε μια Περιεκτική Δημοκρατία θα πρέπει να περιλαμβάνει βήματα για την μετάβαση της κοινωνίας προς κάθε μία από τις παραπάνω συνιστώσες της. Οι τοπικές ομάδες/οργάνωση Περιεκτικής Δημοκρατίας θα πρέπει να διαμορφώσουν ένα περιεκτικό πρόγραμμα για την κοινωνική αλλαγή, το οποίο θα επεξεργάζεται για την περιοχή τους τον απώτερο στόχο της δημιουργίας μιας διαφορετικής μορφής κοινωνικής οργάνωσης, που θα στηρίζεται στην Περιεκτική Δημοκρατία. Με άλλα λόγια, το πρόγραμμα θα πρέπει να ξεκαθαρίζει απόλυτα ότι ο υπέρτατος στόχος των διαφόρων προτάσεων που περιλαμβάνονται σε αυτό, είναι η αντικατάσταση της σημερινής ολιγαρχικής δομής με μια Περιεκτική Δημοκρατία, όπως αυτή ορίσθηκε παραπάνω. Αυτό συνεπάγεται ότι ο αγώνας για ένα τέτοιο πρόγραμμα δεν αποτελεί απλώς μια νέα πολιτική, αλλά την ίδια την πολιτική δομή που οδηγεί σε μια Περιεκτική Δημοκρατία.
Πως πάμε από το σήμερα στο αύριο;
Το πρόγραμμα για την μετάβαση σε μια περιεκτική δημοκρατία, το οποίο θα διαμορφώσουν οι τοπικές ομάδες/οργάνωση Περιεκτικής Δημοκρατίας, θα μπορούσε, ξεκινώντας από αιτήματα που κινητοποιούν τους ανθρώπους γύρω από τα άμεσα προβλήματά τους, να έχει τους ακόλουθους βασικούς στόχους:
• την ανάπτυξη μιας «εναλλακτικής συνειδητοποίησης» όσον αφορά στις μεθόδους επίλυσης των πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών και οικολογικών προβλημάτων με δημοκρατικό τρόπο. Θα πρέπει, επομένως, να συνδέει την σημερινή πολυδιάστατη κρίση με το σημερινό κοινωνικο-οικονομικό σύστημα και την ανάγκη της αντικατάστασής του από μία συνομοσπονδιακή Περιεκτική Δημοκρατία, και
• την κατάθεση προτάσεων πάνω στο πώς μπορεί να αρχίσει το χτίσιμο των ίδιων των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών θεσμών που θα οδηγήσουν σε μια Περιεκτική Δημοκρατία. Θα πρέπει, επομένως, να προτείνει μέτρα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν τόσο στην μεγαλύτερη πολιτική και οικονομική αυτοδυναμία, όσο και σε δημοκρατικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων που επηρεάζουν την ζωή των πολιτών
• την άμεση δράση για την προάσπιση κατακτήσεων του λαϊκού κινήματος
Όσον αφορά στις προτάσεις για εναλλακτικούς πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς ειδικότερα, που αποτελούν τον κορμό της μεταβατικής στρατηγικής της Περιεκτικής Δημοκρατίας, οι ομάδες/οργάνωση της Περιεκτικής Δημοκρατίας πρέπει, ακόμα και πριν την κατάληψη της εξουσίας και την εγκαθίδρυση ενός δήμου στην περιοχή τους, αλλά αφού έχει γίνει ευρέως γνωστή σε τοπικό επίπεδο (κάτι που προϋποθέτει ότι θα έχει ήδη ξεκινήσει η διαδικασία συμμετοχής στις τοπικές εκλογές), να αναλαμβάνει διάφορες πρωτοβουλίες για την εγκαθίδρυση μιας πολιτικής (άμεσης) δημοκρατίας.
Μετάβαση στην πολιτική δημοκρατία
Τέτοιες πρωτοβουλίες είναι:
• η οργάνωση δημοτικών συνελεύσεων, όπου θα συζητούνται σημαντικά τοπικά ζητήματα. Στις μεγάλες πόλεις οι συνελεύσεις αυτές μπορούν να πάρουν την μορφή συνελεύσεων γειτονιάς που θα συνομοσπονδιοποιούνται και θα σχηματίζουν την «συνομοσπονδιακή συνέλευση της πόλης», την οποία θα απαρτίζουν οι εντολοδόχοι των συνελεύσεων γειτονιάς. Η συνομοσπονδιακή συνέλευση θα φέρνει απλώς εις πέρας τις αποφάσεις των συνελεύσεων γειτονιάς και θα λαμβάνει συμπληρωματικές αποφάσεις για την υλοποίηση των αποφάσεων αυτών. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να καθιερωθεί η θεμελιώδης αρχή ότι, στην πραγματικότητα, οι δημοτικές συνελεύσεις είναι εκείνες που λαμβάνουν τις αποφάσεις και ότι στις συνομοσπονδιακές συνελεύσεις οι εντολοδόχοι που τις απαρτίζουν δεν «αντιπροσωπεύουν» τους πολίτες ούτε διαμορφώνουν πολιτικές «εξ ονόματός τους». Οι εντολοδόχοι στις συνομοσπονδιακές συνελεύσεις της πόλης μπορεί να εκλέγονται εκ περιτροπής αλλά θα πρέπει να είναι άμεσα ανακλητοί από τις συνελεύσεις γειτονιάς μέσω των δημοκρατικών διαδικασιών που εκείνες θα έχουν καθιερώσει. Σε αυτό το στάδιο, οι ομάδες/οργάνωση Περιεκτικής Δημοκρατίας θα μπορούσαν επίσης να απαιτήσουν την επίσημη αναγνώριση των συνελεύσεων γειτονιάς από το δημοτικό συμβούλιο, καθώς και την παραχώρηση συγκεκριμένων εξουσιών σε αυτές.
• η εκλογή ενός «σκιώδους δημοτικού συμβουλίου», δηλαδή ενός συμβουλίου το οποίο θα είναι η «σκιά» του επίσημου δημοτικού συμβουλίου και θα κάνει εναλλακτικές προτάσεις πάνω στην ατζέντα του επίσημου. Το σκιώδες συμβούλιο θα αποτελείται από εντολοδόχους των δημοτικών συνελεύσεων και θα κάνει προτάσεις στην βάση των γενικών αρχών που αποφασίζουν οι συνελεύσεις. Οι ίδιες αρχές που θα ισχύουν στην εκλογή/ανάκληση των εντολοδόχων στην συνομοσπονδιακή συνέλευση θα πρέπει να ισχύουν και εδώ.
• το αίτημα για την μεγαλύτερη δυνατή αποκέντρωση της πολιτικής εξουσίας, καθώς και της οικονομικής εξουσίας (φορολογική εξουσία/εξουσία στον καθορισμό των δαπανών) στο τοπικό επίπεδο, με δεδομένο ότι η αποκέντρωση είναι η βάση της οργάνωσης μιας Περιεκτικής Δημοκρατίας. Ωστόσο, θα πρέπει να τονιστεί ότι όλα αυτά τα βήματα, καθώς και εκείνα που θα περιγραφούν παρακάτω, δεν στοχεύουν στην επίτευξη κάποιας μορφής μεταρρυθμίσεων των υπαρχόντων θεσμών πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, δηλαδή του συστήματος της οικονομίας της αγοράς και της κοινοβουλευτικής «δημοκρατίας». Γι’ αυτό άλλωστε κάθε «μεταβατικό» αίτημα (π.χ. αυτό για μεγαλύτερη αποκέντρωση), θα πρέπει να συνδέεται με τον μακροπρόθεσμο στόχο της Περιεκτικής Δημοκρατίας. Το κίνημα Περιεκτικής Δημοκρατίας είναι «αντισυστημικό» και όχι ρεφορμιστικό, και θα προσπαθήσει να πετύχει όλους τους στόχους του με ειρηνικά μέσα, μολονότι σε κάποιο στάδιο μπορεί να δεχτεί την βίαια επίθεση από τις άρχουσες ελίτ, οπότε βέβαια θα πρέπει να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Ωστόσο, όσο περισσότερο «ηγεμονικό» γίνεται το κοινωνικό παράδειγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας, τόσο πιο δύσκολο θα είναι για τις άρχουσες ελίτ να επιβάλουν την θέλησή τους με την βία.
Μετάβαση σε μια οικονομική δημοκρατία
Όσον αφορά στον στόχο της οικοδόμησης εναλλακτικών οικονομικών θεσμών που θα οδηγήσουν σε μια οικονομική δημοκρατία, το πρόγραμμα θα πρέπει να καθιστά σαφές το γιατί η κατάληψη από μέρους του κινήματος της Περιεκτικής Δημοκρατίας πολλών δημοτικών συμβουλίων θα μπορούσε να δημιουργήσει συνθήκες για:
Α) την δραστική αύξηση της οικονομικής αυτοδυναμίας των δήμων (οι δήμοι εννοούνται εδώ όχι βέβαια όπως οι σημερινοί δήμοι αλλά ως οι εκκλησίες του δήμου, δηλ. οι συνελεύσεις των πολιτών),
Β) την δημιουργία ενός δημοτικού οικονομικού τομέα, δηλαδή ενός τομέα που ανήκει στον δήμο, και
Γ) την δημιουργία ενός δημοκρατικού μηχανισμού για την συνομοσπονδιακή κατανομή των πόρων.
Α) Βήματα προς την οικονομική αυτοδυναμία θα μπορούσαν να είναι η ενδυνάμωση της:
• τοπικής χρηματοπιστωτικής εξουσίας που σταδιακά θα έκανε άχρηστο το επίσημο νόμισμα. Σε πρώτο στάδιο θα μπορούσαν να εισαχθούν σχήματα LETS ―που ήδη λειτουργούν επιτυχώς σε χώρες όπως η Βρετανία― για την άμεση ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών μεταξύ μελών του δήμου, ως ένα πρώτο βήμα για την εγκαθίδρυση δημοτικών συστημάτων για την κάλυψη των αναγκών των πολιτών χωρίς την χρήση χρήματος, Σε ένα δεύτερο στάδιο θα μπορούσαν να δημιουργηθούν Δημοτικές Πιστωτικές Ενώσεις (δηλ. χρηματοπιστωτικοί συνεταιρισμοί που υποστηρίζονται από τον δήμο) για την παροχή δανείων «σε είδος» στα μέλη για τις προσωπικές και επενδυτικές ανάγκες τους, ως ένα πρώτο βήμα για την δημιουργία ενός δικτύου δημοτικών τραπεζών. Τα δάνεια δηλαδή αυτά θα επιτρέπουν στους δανειολήπτες να «αγοράζουν» (με την χρήση των δημοτικών πιστωτικών καρτών που θα τους χορηγούνται) αγαθά και υπηρεσίες που παράγουν ή προμηθεύονται από αλλού οι δημοτικές επιχειρήσεις. Οι δημοτικές πιστωτικές κάρτες θα μπορούσαν επίσης να χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των βασικών αναγκών όλων των πολιτών, μέσω της χρήσης τοπικά παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών, ως ένα πρώτο βήμα για την ίδρυση ενός συστήματος διατακτικών ή πιστωτικών καρτών για την κατανομή των παραγωγικών πόρων που θα έκανε άχρηστο το επίσημο νόμισμα στην τοπική περιεκτική δημοκρατία.
• τοπικής φορολογικής εξουσίας, μέσω της φορολογικής αποκέντρωσης, δηλαδή της μεταβίβασης της φορολογικής εξουσίας από το εθνικό στο τοπικό επίπεδο, για όσο διάστημα το επίσημο νόμισμα θα συμβιώνει με τα εναλλακτικά μέσα κατανομής των πόρων στην τοπική Περιεκτική Δημοκρατία που δημιουργούνται παράλληλα. Αρχικά, οι νέοι τοπικοί φόροι θα είναι συμπληρωματικοί ως προς τους κρατικούς φόρους, αλλά το κίνημα Περιεκτικής Δημοκρατίας θα πρέπει να αγωνιστεί για την φορολογική αποκέντρωση και την παράλληλη εισαγωγή ενός νέου δημοτικού συστήματος φορολόγησης (δηλ. ενός φορολογικού συστήματος που ελέγχεται από τους δήμους), το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για:
α) την χρηματοδότηση ενός προγράμματος δημοτικοποίησης των τοπικών παραγωγικών πόρων, που θα παρείχε και δυνατότητες απασχόλησης στους πολίτες του δήμου,
β) την χρηματοδότηση ενός περιεκτικού προγράμματος κοινωνικών δαπανών που θα κάλυπτε τις βασικές ανάγκες όλων των πολιτών,
γ) την χρηματοδότηση διαφόρων θεσμικών αλλαγών που θα έκαναν εφικτή την δημοκρατία στο νοικοκυριό (π.χ. πληρωμή της οικιακής εργασίας, της φροντίδας των παιδιών και των ηλικιωμένων κ.λπ.),
δ) την χρηματοδότηση προγραμμάτων για την αντικατάσταση των παραδοσιακών πηγών ενέργειας με τοπικούς ενεργειακούς πόρους, ιδιαίτερα με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ηλιακή, αιολική κ.λπ.),
ε) την επιβολή οικονομικών κυρώσεων στις θυγατρικές και στα τμήματα μεγάλων επιχειρήσεων που έχουν την βάση τους στην περιοχή για τις οποιεσδήποτε αντιοικολογικές ή αντεργατικές δραστηριότητές τους.
Έτσι, η συνισταμένη των παραπάνω μέτρων θα είναι η αναδιανομή της οικονομικής δύναμης στο εσωτερικό του δήμου, με την έννοια της μεγαλύτερης ισότητας στην κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου. Αυτό, σε συνδυασμό με την εισαγωγή ενός δημοκρατικού πλάνου, θα δημιουργούσε μια γερή βάση για την μετάβαση προς την πλήρη οικονομική δημοκρατία.
• εξουσίας για τον καθορισμό της τοπικής παραγωγής, μέσω, αρχικά, της παροχής οικονομικών κινήτρων προς τους τοπικούς παραγωγούς/καταστήματα/πολίτες, προκειμένου να παρακινηθούν ώστε να παράγουν/πωλούν/αγοράζουν τοπικά παραγόμενα προϊόντα, με στόχο το σπάσιμο των αλυσίδων των μεγάλων εταιρειών παραγωγής και διανομής. Στη συνέχεια, η δημιουργία δημοτικών επιχειρήσεων (δηλ. επιχειρήσεων που ανήκουν στους δήμους και ελέγχονται από τις δημοτικές συνελεύσεις), θα έδινε την εξουσία στους δήμους να αναλάβουν όλο και περισσότερο την παραγωγή (βλ. παρακάτω).
• της εξουσίας για την κάλυψη των αναγκών πρόνοιας των τοπικών πολιτών, μέσω της δημιουργίας ενός δημοτικού συστήματος πρόνοιας, δηλαδή ενός συστήματος πρόνοιας που θα ελέγχεται από τον δήμο και θα παρέχει σημαντικές κοινωνικές υπηρεσίες (εκπαίδευση, υγεία, στέγαση, κ.λπ.) τοπικά, ή περιφερειακά σε συνεργασία με άλλους δήμους της περιοχής. Ένα τέτοιο σύστημα, όχι μόνο θα μεγιστοποιούσε την χρήση των τοπικών παραγωγικών πόρων αλλά, επίσης, θα μείωνε δραστικά την εξωτερική εξάρτηση.
B) Ερχόμενοι στην συνέχεια στην δημιουργία ενός δημοτικοποιημένου οικονομικού τομέα, αυτό αποτελεί ένα κρίσιμο βήμα για την μετάβαση σε μία Περιεκτική Δημοκρατία, όχι μόνο λόγω της σημασίας που έχει όσον αφορά στην ίδια την οικονομική δημοκρατία, αλλά, επίσης, και λόγω του ότι η εγκαθίδρυση αυτοδιαχειριζόμενων παραγωγικών μονάδων συνιστά το θεμέλιο της δημοκρατίας στους τόπους εργασίας. Ένας δημοτικοποιημένος τομέας θα ενείχε νέες συλλογικές μορφές ιδιοκτησίας οι οποίες θα διασφάλιζαν τον έλεγχο της παραγωγής, όχι μόνο από τους εργαζόμενους στις παραγωγικές μονάδες, αλλά, επίσης, από τον δήμο. Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω της δημιουργίας:
• Δημοτικών Επιχειρήσεων, δηλαδή παραγωγικών μονάδων που θα μπορούσαν να ανήκουν στον δήμο και να διευθύνονται από τους εργαζόμενους στις μονάδες αυτές, ενώ η τεχνική διαχείριση (μάρκετινγκ, σχεδιασμός κ.λπ.) θα μπορούσε να ανατίθεται σε εξειδικευμένο προσωπικό. Εντούτοις, ο συνολικός έλεγχος των δημοτικών επιχειρήσεων θα πρέπει να ανήκει στις δημοτικές συνελεύσεις, οι οποίες θα επιβλέπουν την παραγωγή και τις πολιτικές απασχόλησης και περιβάλλοντος που ακολουθούν, διασφαλίζοντας ότι θα επιδιώκεται το «γενικό κοινωνικό συμφέρον» αντί για τα «μερικά» συμφέροντα των μελών της κάθε δημοτικής επιχείρησης. Παρόμοιες επιχειρήσεις θα μπορούσαν να ιδρυθούν ακόμα και πριν την κατάληψη του δημοτικού συμβουλίου από τους υποστηρικτές του προτάγματος της Περιεκτικής Δημοκρατίας μέσω της χρήσης, για παράδειγμα, Δημοτικών Κτηματικών Εταιρειών (Land Τrusts), μολονότι οι επιχειρήσεις αυτές θα μπορέσουν να ανθίσουν πραγματικά μόνο μετά την κατάκτηση της τοπικής εξουσίας.
Στόχος αυτής της διαδικασίας είναι η βαθμιαία μετατόπιση ολοένα και περισσότερων ανθρώπινων και μη πόρων από την οικονομία της αγοράς στον νέο «δημοτικό» τομέα της οικονομίας, ο οποίος θα αποτελέσει την βάση μιας Περιεκτικής Δημοκρατίας. Στο τέλος της διαδικασίας αυτής, οι δημοτικές επιχειρήσεις θα ελέγχουν την τοπική οικονομία και θα μπορούσαν να ενσωματωθούν στην συνομοσπονδία των δήμων, που θα ήταν πλέον σε θέση να αγοράζει, ή να απαλλοτριώνει, μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις.
• ενός δικτύου δημοτικών τραπεζικών συνεταιρισμών, παρόμοιου, για παράδειγμα, με το δίκτυο των Βάσκων της Caja Laboral Popular στην Ισπανία, που υποστηρίζει τους συνεταιρισμούς Mondragon, και το οποίο θα μπορούσε να ιδρυθεί πριν την κατάκτηση της τοπικής εξουσίας. Όταν, όμως, θα έχουν επικρατήσει οι υποστηρικτές της Περιεκτικής Δημοκρατίας σε έναν αριθμό πόλεων/δήμων στις τοπικές εκλογές, τότε θα υπάρχει η δυνατότητα δημιουργίας ενός δικτύου δημοτικών τραπεζών κάτω από την ιδιοκτησία και τον έλεγχο του δήμου. Έτσι, κάθε πόλη/δήμος θα μπορούσε να διαθέτει την δική της δημοτική τράπεζα, η οποία θα μπορούσε αρχικά να ενσωματωθεί σε ένα περιφερειακό και, στην συνέχεια, σε ένα συνομοσπονδιακό δίκτυο. Η δημοτική τράπεζα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί:
α) για την απορρόφηση των τοπικών αποταμιεύσεων προκειμένου να χρηματοδοτηθούν τοπικά, φιλικά προς το περιβάλλον, επενδυτικά προγράμματα που μεγιστοποιούν την τοπική εργασία,
β) για την προσφορά άλλων εξειδικευμένων υπηρεσιών που θα επέτρεπαν την δημιουργία και λειτουργία δημοτικών επιχειρήσεων από κάθε ενδιαφερόμενη κοινωνική ομάδα της περιοχής, η οποία δεν είναι απαραίτητο να διαθέτει και την απαιτούμενη εξειδικευμένη γνώση (π.χ. εργαζόμενοι χρεωκοπημένων εταιρειών, άνεργοι, χαμηλόμισθοι κ.λπ.),
γ) για την διεξαγωγή έρευνας σχετικά με τον τύπο παραγωγικών μονάδων που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν στην περιοχή, βάσει κριτηρίων που θα στόχευαν στην μεγιστοποίηση της τοπικής απασχόλησης, της τοπικής (και συνεπώς της συνομοσπονδιακής) οικονομικής αυτοδυναμίας και παραγωγικότητας, καθώς και την ελαχιστοποίηση των συνεπειών στο περιβάλλον,
δ) για την παροχή εξειδικευμένων υπηρεσιών πάνω στον σχεδιασμό της οργάνωσης παραγωγής
Γ) Τέλος, όσον αφορά στην μετάβαση σε μια Συνομοσπονδιακή Κατανομή Πόρων, το θεμελιώδες πρόβλημα που αντιμετωπίζει μια στρατηγική που οδηγεί σε ένα σύστημα συνομοσπονδιακής κατανομής των πόρων είναι το πώς θα εισαχθούν οι κατάλληλες θεσμικές αλλαγές για την οικονομική δημοκρατία, οι οποίες θα είναι συμβατές με το θεσμικό πλαίσιο που, στο μεταβατικό στάδιο, θα εξακολουθεί να είναι η οικονομία της αγοράς. Όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, η συνομοσπονδιακή κατανομή των πόρων περιλαμβάνει δύο βασικούς μηχανισμούς κατανομής των πόρων, δηλαδή, έναν μηχανισμό δημοκρατικού σχεδιασμού για τις περισσότερες από τις μακροοικονομικές αποφάσεις (στοιχείο κοινωνικής αυτονομίας) και ένα σύστημα διατακτικών ή πιστωτικών καρτών για τις περισσότερες από τις μικροοικονομικές αποφάσεις, οι οποίες, με την αντικατάσταση της πραγματικής αγοράς με μια τεχνητή αγορά, θα δημιουργούσαν συνθήκες ελευθερίας επιλογής (στοιχείο ατομικής αυτονομίας).
Είναι σαφές ότι το ένα πλήρες σύστημα συνομοσπονδιακής κατανομής των πόρων δεν μπορεί να εισαχθεί πριν την ανάδυση μιας πλήρους οικονομικής δημοκρατίας με την μορφή μιας συνομοσπονδίας δήμων ―μολονότι βήματα προς την κατεύθυνση αυτήν θα μπορούσαν να γίνουν και νωρίτερα (π.χ. το σχήμα δημοτικής πιστωτικής κάρτας που αναφέρθηκε παραπάνω). Εντούτοις, ένα σύστημα δημοκρατικού σχεδιασμού είναι εφικτό ακόμα και στην μεταβατική περίοδο μολονότι, προφανώς, η εμβέλειά του για την λήψη αποφάσεων θα είναι σημαντικά περιορισμένη από την οικονομία της αγοράς. Παρ’ όλα αυτά, ένα τέτοιο σύστημα θα μπορούσε να παίξει έναν χρήσιμο ρόλο στην εκπαίδευση των ανθρώπων στην οικονομική δημοκρατία και, ταυτόχρονα, στην δημιουργία των προϋποθέσεων για ατομική και κοινωνική αυτονομία.
Όμως, για να έχει νόημα οποιοσδήποτε δημοκρατικός μηχανισμός και να καταφέρει να ελκύσει τους πολίτες να μετέχουν στην διαδικασία λήψης αποφάσεων, προϋποτίθεται ότι οι ίδιες οι λαμβανόμενες αποφάσεις είναι σημαντικές. Είναι, επομένως, κρίσιμο κατά την διάρκεια της μετάβασης σε μια Περιεκτική Δημοκρατία ο δήμος να έχει ενισχυθεί με σημαντικές εξουσίες που θα τον έχουν μετατρέψει σε ένα συνεκτικό τοπικό φορολογικό και οικονομικό σύστημα. Τότε, οι δημοτικές συνελεύσεις θα μπορούσαν να εξουσιοδοτηθούν να παίρνουν αποφάσεις που επηρεάζουν την οικονομική ζωή της τοπικής κοινωνίας, οι οποίες θα μπορούσαν να εκτελεστούν από το δημοτικό συμβούλιο ή κάποιο άλλο σχετικό σώμα, αφού αυτό έχει μετατραπεί, τυπικά η άτυπα, ανάλογα με το υπάρχον νομικό πλαίσιο, σε ένα σώμα ανακλητών εντολοδόχων.
Έτσι, η μετατόπιση της φορολογικής εξουσίας προς τις πόλεις/δήμους, που θα πρέπει να αποτελεί βασικό αίτημα ενός κινήματος Περιεκτικής Δημοκρατίας, θα επέτρεπε στις δημοτικές συνελεύσεις να καθορίζουν το ύψος των τοπικών φόρων και τον τρόπο με τον οποίο οι φόροι θα επιβάλλονται πάνω στο εισόδημα, τον πλούτο, την χρήση γης και ενέργειας, καθώς και πάνω στην κατανάλωση. Οι δημοτικές συνελεύσεις θα μπορούσαν να συνέρχονται σε ετήσια βάση και να συζητούν διάφορες προτάσεις πάνω στο ύψος της φορολόγησης για το επερχόμενο έτος, σε σχέση με τον τρόπο που θα ξοδευτούν τα χρήματα που συλλέγονται από τον δήμο. Με τον τρόπο αυτό, οι δημοτικές συνελεύσεις θα άρχιζαν να παίρνουν στα χέρια τους τις δημοσιονομικές εξουσίες του κράτους, σε ότι αφορά τους δήμους τους, παρ’ όλο που κατά την μεταβατική περίοδο, μέχρις ότου η συνομοσπονδιοποίηση των δήμων αντικαταστήσει το κράτος, θα εξακολουθούν να υπόκεινται στη δημοσιονομική εξουσία του κράτους.
Παρόμοια μέτρα μπορούν να ληφθούν και όσον αφορά στις σημερινές κρατικές εξουσίες που σχετίζονται με την κατανομή των χρηματοπιστωτικών πόρων. Η εισαγωγή ενός συστήματος δημοτικών τραπεζών, σε συνδυασμό με τις δημοτικές πιστωτικές κάρτες, θα δώσει σημαντική δύναμη στις δημοτικές συνελεύσεις ώστε να καθορίζουν την κατανομή των χρηματοπιστωτικών πόρων κατά την υλοποίηση των στόχων του δήμου (την δημιουργία νέων επιχειρήσεων, την ικανοποίηση οικολογικών στόχων κ.λπ.).
Τέλος, οι συνελεύσεις θα διέθεταν σημαντικές εξουσίες στον καθορισμό της κατανομής των πόρων στον δημοτικοποιημένο τομέα, δηλαδή, τις δημοτικές επιχειρήσεις και το δημοτικό σύστημα πρόνοιας. Ως ένα πρώτο βήμα, οι δημοτικές συνελεύσεις θα μπορούσαν να εισαγάγουν ένα σχήμα ειδικών πιστωτικών καρτών σε σχέση με τις κοινωνικές υπηρεσίες, όπου όλοι οι δικαιούχοι θα «επιστώνοντο» με ένα αριθμό ωρών παροχής κοινωνικών υπηρεσιών για την κάλυψη των σχετικών αναγκών τους. Σε μεταγενέστερο στάδιο, όταν ένας σημαντικός αριθμός δήμων συμμετέχει στην συνομοσπονδία περιεκτικών δημοκρατιών, οι δημοτικές συνελεύσεις θα μπορούσαν να επεκτείνουν το σύστημα αυτό για να καλύψουν τις βασικές ανάγκες όλων των πολιτών, αρχικά, παράλληλα με την οικονομία της αγοράς –μέχρι την σταδιακή κατάργησή της.
Μετάβαση σε μια δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο
Όπως ανέφερα και παραπάνω, η μεταβατική στρατηγική θα πρέπει να περιλαμβάνει βήματα για την ανάπτυξη θεσμών που δημιουργούν μια «δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο» (θεσμοί αυτοδιαχείρισης στους τόπους εργασίας, το νοικοκυριό, τους τόπους εκπαίδευσης κ.λπ.), καθώς και των αξιών που ανταποκρίνονται σε αυτήν. Αυτό συνεπάγεται ότι οι ομάδες Περιεκτικής Δημοκρατίας, πέρα από την συμμετοχή σε αγώνες για την εργατική δημοκρατία, την δημοκρατία στα νοικοκυριά, την δημοκρατία στους εκπαιδευτικούς θεσμούς κ.ο.κ., θα πρέπει να θέσουν σε κίνηση διαδικασίες για την εγκαθίδρυση εναλλακτικών θεσμών –όπως είναι οι δημοτικές επιχειρήσεις, οι δημοτικές κλινικές, σχολεία κ.λπ.– οι οποίοι θα είναι αυτοδιαχειριζομενοι, όπως περιγράφηκε παραπάνω. Επιπροσθέτως, οι ομάδες Περιεκτικής Δημοκρατίας θα πρέπει να πραγματοποιήσουν βήματα για την ενδυνάμωση της αυτοδιαχείρισης στους υπάρχοντες θεσμούς
Η δημιουργία μιας εναλλακτικής κουλτούρας παίζει κρίσιμο ρόλο στην διαδικασία της δημιουργίας μιας δημοκρατικής Παιδείας, δηλαδή ενός συστήματος καθολικής εκπαίδευσης που μορφοποιεί τον χαρακτήρα του δημοκρατικού πολίτη και, ταυτόχρονα, προωθεί το σύστημα αξιών που είναι συνεπές με μια Περιεκτική Δημοκρατία, ώστε αυτό να καταλάβει ηγεμονική θέση στην κοινωνία. Αυτό είναι ένα εντελώς διαφορετικό σύστημα από το σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο αποτελεί βασικό τμήμα της διαδικασίας κοινωνικοποίησης, η οποία παράγει πειθαρχημένα άτομα αντί για ελεύθερους πολίτες. Παρόμοια, θα πρέπει να ενισχύεται με κάθε τρόπο η ελεύθερη έκφραση των καλλιτεχνών η οποία, ελεύθερη από καπιταλιστικούς ή γραφειοκρατικούς περιορισμούς, θα αντικαταστήσει τις σημερινές ελεγχόμενες από τις ελίτ καλλιτεχνικές δραστηριότητες.
Στο πλαίσιο αυτό, αναγκαία είναι η εγκαθίδρυση ενός συστήματος εναλλακτικών αυτοδιαχειριζόμενων ΜΜΕ, ακόμα και πριν την κατάληψη της τοπικής εξουσίας, με στόχο την παρουσίαση των ειδήσεων από την λαϊκή σκοπιά παρά από την σκοπιά των ελίτ. Τα εναλλακτικά ΜΜΕ που ιδρύονται ως μέρος του προγράμματος Περιεκτικής Δημοκρατίας θα διαδραματίσουν έναν κρίσιμο ρόλο στην ανάπτυξη μιας «εναλλακτικής συνειδητοποίησης», όσον αφορά στις μεθόδους επίλυσης των οικονομικών και οικολογικών προβλημάτων με δημοκρατικό τρόπο. Τα εναλλακτικά ΜΜΕ θα πρέπει να τονίζουν την συστημική φύση της σημερινής οικονομικής και οικολογικής κρίσης και να κάνουν προτάσεις για το πώς μπορεί να ξεκινήσει το χτίσιμο της νέας κοινωνίας. Μόλις κατακτηθεί η τοπική εξουσία, αυτά τα εναλλακτικά ΜΜΕ θα πρέπει να μετατραπούν σε δημοτικά ΜΜΕ, τα οποία θα βρίσκονται υπό τον συνολικό έλεγχο των δημοτικών συνελεύσεων.
Συνοψίζοντας, θα πρέπει να προωθήσουμε μια νέα κουλτούρα για μια δημοκρατική κοινωνία, η οποία θα χαρακτηρίζεται από πολύ διαφορετικές αξίες από αυτές της οικονομίας της αγοράς. Οι αξίες της ετερονομίας, του ανταγωνισμού, του ατομικισμού και του καταναλωτισμού, οι οποίες είναι κυρίαρχες σήμερα, θα πρέπει να αντικατασταθούν σε μια δημοκρατική κοινωνία από τις αξίες της ατομικής και συλλογικής αυτονομίας, της συνεργασίας, της αμοιβαίας βοήθειας, της αλληλεγγύης και της διανομής.
Μετάβαση σε μια οικολογική δημοκρατία
Τέλος, η μεταβατική στρατηγική θα πρέπει να περιλαμβάνει βήματα για την ανάπτυξη θεσμών και αξιών που θα έχουν ως στόχο την επανενσωμάτωση της κοινωνίας στην Φύση και την εξάλειψη κάθε ανθρώπινης προσπάθειας κυριαρχίας του φυσικού κόσμου. Αυτό συνεπάγεται, εκτός από την συμμετοχή σε αγώνες ενάντια στις δραστηριότητες των πολιτικών και οικονομικών ελίτ που έχουν ως αποτέλεσμα την σημερινή οικολογική κρίση, το ξεκίνημα διαδικασιών για την ίδρυση εναλλακτικών, «φιλικών προς το περιβάλλον» θεσμών και ανανεώσιμων μορφών ενέργειας. Στην πραγματικότητα, όπως ήδη είδαμε, η εγκαθίδρυση νέων πολιτικών και οικονομικών θεσμών από μόνη της, και ειδικότερα η δραστική αποκέντρωση την οποία συνεπάγονται οι νέοι θεσμοί, αποτελεί ένα κρίσιμο βήμα προς την κατεύθυνση αυτήν, καθώς επιτρέπει την ανάπτυξη νέων τρόπων ζωής, νέων μορφών εργασίας, παραγωγής, χρήσης της ενέργειας και κατανάλωσης, οι οποίες είναι απόλυτα συμβατές με τον στόχο μιας οικολογικής δημοκρατίας.
Συμπερασματικά, κανείς δεν θα πρέπει να τρέφει ψευδαισθήσεις ότι η εγκαθίδρυση της δημοκρατίας θα είναι μια σύντομη διαδικασία, ή ότι η υλοποίηση ενός προγράμματος μεταβατικής στρατηγικής δεν θα αντιμετωπίσει τον πόλεμο των ελίτ που ελέγχουν την κρατική μηχανή και την οικονομία της αγοράς. Η διαδικασία αυτή θα είναι αναγκαστικά μακρόχρονη, θα εκτείνεται δηλαδή σε μια ολόκληρη ιστορική περίοδο και θα εμπλέκει ένα τεράστιο λαϊκό κίνημα. Ωστόσο, χωρίς να υποτιμώ τις δυσκολίες που εμπεριέχονται στο πλαίσιο των σημερινών τελειοποιημένων μεθόδων ελέγχου της σκέψης και οικονομικής βίας, οι οποίες, στην πράξη, μπορεί να αποδειχτούν περισσότερο αποδοτικές μέθοδοι για την καταστολή ενός κινήματος για μια Περιεκτική Δημοκρατία από την καθαρή κρατική βία, θεωρώ ότι η προτεινόμενη στρατηγική είναι ρεαλιστική στην πορεία για μια νέα, πραγματικά δημοκρατική, κοινωνία.