(Θεσσαλονίκη, Σεπτέμβρης 1999)
Παγκοσμιοποίηση και Νέα Τάξη
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Σημερα όλοι μιλουν για την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας η όπως σωστότερα θα ονόμαζα, για λόγους που θ αναφερθώ στη συνεχεια, τη ‘διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς’, και τη σχεση της με την Νέα Τάξη. Δεδομένου ότι πολλή σύγχυση υπάρχει και καλλιεργείται για τα δυο αυτά φαινόμενα νομίζω ότι θα ήταν χρήσιμο να προσπαθήσουμε να ξεκαθαρίσουμε τις έννοιες αυτές, πράγμα που θα είχε μεγάλη σημασία στον καθορισμό μιας στρατηγικής εναντίον της παγκοσμιοποίησης και της Νέας Ταξης που ταυτίζεται με αυτη, καθως και εναντιον του συστηματος της οικονομίας της αγοράς που αποτελεί την γενεσιουργό αιτια και για τα δυο.
Αγοραιοποίηση και ανάπτυξη
Αρχικά θα πρέπει να ξακαθαρίσουμε ότι η οικονομία της αγοράς, με την έννοια που της δώσαμε, είναι ευρύτερος όρος από τον καπιταλισμό. Η οικονομία της αγοράς ειναι το αυτορυθμιζόμενο σύστημα στο οποίο τα βασικά οικονομικά προβλήματα (τι, πώς και για ποιόν παράγεται) επιλύονται «αυτόματα», μέσω του μηχανισμού των τιμών, και όχι μέσω συνειδητών κοινωνικών αποφάσεων. Η οικονομια της αγορας δηλαδη αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο κατανέμονται τα αγαθά και οι υπηρεσίες, ενώ ο καπιταλισμός αναφέρεται στις σχέσεις ιδιοκτησίας. Ετσι, αν και ιστορικά η οικονομία της αγοράς συνδέθηκε με τον καπιταλισμό, δηλαδή με την ατομική ιδιοκτησία και έλεγχο των μέσων παραγωγής, η κατανομή των αγαθών και των υπηρεσιών μέσω της αγοράς ειναι δυνατη και μέσα σ’ ένα σύστημα κοινωνικής ιδιοκτησίας και ελέγχου των πλουτοπαραγωγικών πηγών. Η διάκριση μεταξύ του καπιταλισμού και της οικονομίας της αγοράς είναι ιδιαίτερα χρήσιμη σήμερα, όταν πολλοί, μετά την αποτυχία της σοσιαλιστικής οικονομίας του κεντρικού πλάνου, ανακαλύπτουν εκ νέου τις αρετές μιας «σοσιαλιστικής» οικονομίας της αγοράς[1]. Την ίδια στιγμή, διάφορα «κομμουνιστικά» κόμματα στο Νότο (Κίνα, Βιετνάμ κτλ) έχουν θέσει σ’ εφαρμογή μια στρατηγική οικοδόμησης της «σοσιαλιστικής» οικονομίας της αγοράς και ήδη βρίσκονται στο δρόμο που θα τις οδηγήσει σε μια σύνθεση των χειρότερων στοιχείων της οικονομίας της αγοράς (ανεργία, ανισότητα, φτώχεια) και του σοσιαλιστικού κρατισμού (απολυταρχισμός, έλλειψη πολιτικών ελευθεριών κτλ).
Η διαδικασία της αγοραιοποίησης είναι μια διαδικασία η οποία, μέσω της σταδιακής άρσης των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές, τείνει να μετατρέπει όλα τα αγαθά και τις υπηρεσίες σ’ εμπορεύματα και τους πολίτες σ’ απλούς καταναλωτές. Μολονότι ομως η αγορά σήμερα διαπερνά κάθε πλευρά της ζωής, από την οικογενειακή ζωή ως την κουλτούρα, την εκπαίδευση, τη θρησκεία και ούτω καθεξής, εύκολα μπορεί να δειχθεί ότι, παρά το γεγονός ότι αγορές υπήρχαν για πάρα πολύ καιρό, η αγοραιοποίηση της οικονομίας είναι ένα πρόσφατο φαινόμενο που αναδύθηκε μόλις στους δυο τελευταίους αιώνες. Ηταν μόνο στην αρχή του περασμένου αιώνα που δημιουργήθηκε μια αυτορυθμιζόμενη αγορά, η οποία, για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, καθιέρωσε το θεσμικό διαχωρισμό της κοινωνίας σε οικονομική και πολιτική σφαίρα. Παρόμοιος διαχωρισμός δεν υπήρχε ούτε στην κοινωνία που βασιζόταν σε φυλές, ούτε στη φεουδαρχική η την μερκαντιλιστική κοινωνία..[2] Παρόλα’ αυτά, ο οικονομικός φιλελευθερισμός ερμήνευσε ολόκληρη την ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού με βάση τις αρχές που χαρακτηρίζουν μια αυτορυθμιζόμενη αγορά , διαστρεβλώνοντας, στην πορεία, τον πραγματικό χαρακτήρα και τις καταβολές του εμπορίου, των αγορών και του χρήματος, καθώς επίσης και της αστικής ζωής.
Το κρίσιμο στοιχείο που διαφοροποιεί την οικονομία της αγοράς από όλες τις προηγούμενες οικονομίες (στις οποίες οι αγορές ήταν επίσης αυτορυθμιζόμενες, μιας και όλες οι αγορές τείνουν να παράγουν τιμές που να εξισώνουν την προσφορά και τη ζήτηση) είναι το γεγονός ότι, για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, αναδύθηκε ένα αυτορυθμιζόμενο σύστημα αγοράς –ένα σύστημα στο οποίο αναπτύχθηκαν αγορές ακόμα και για τα μέσα παραγωγής, δηλαδή, την εργασία, τη γη και το χρήμα. Ο έλεγχος του οικονομικού συστήματος από την αγορά «σημαίνει στη πραγματικότητα ότι η κοινωνία λειτουργεί ως εξάρτημα της αγοράς: αντί η οικονομία να έχει τις ρίζες της στις κοινωνικές σχέσεις (όπως στο παρελθόν), οι κοινωνικές σχέσεις έχουν τις ρίζες τους στο οικονομικό σύστημα».[3] Ο ανταγωνισμός που ήταν η κινητήρια δύναμη του καινούργιου συστήματος, διασφάλιζε ότι η δυναμική του χαρακτηριζόταν από την αρχή «ανάπτυξη ή θάνατος». Αυτή η ίδια δυναμική συνεπάγεται ότι η οικονομία της αγοράς, από τη στιγμή που εγκαθιδρυθεί, θα καταλήξει αναπόφευκτα σε μια διεθνοποιημένη οικονομία.
Ετσι, η εισαγωγή νέων συστημάτων παραγωγής κατά τη Βιομηχανική Επανάσταση σε μια εμπορική κοινωνία, όπου τα μέσα παραγωγής βρίσκονταν υπό ατομική ιδιοκτησία και έλεγχο, οδήγησε αναπόφευκτα (με τη ζωτικής σημασίας υποστήριξη του έθνους-κράτους) στο μετασχηματισμό των κοινωνικά ελεγχόμενων οικονομιών του παρελθόντος, στις οποίες η αγορά έπαιζε έναν περιθωριακό ρόλο στην οικονομική διαδικασία, στις σημερινές οικονομίες της αγοράς. Ο ιδιωτικός έλεγχος της παραγωγής απαιτούσε ότι αυτοί που έλεγχαν τα μέσα παραγωγής θα έπρεπε να είναι οικονομικά «αποτελεσματικοί» προκειμένου να επιβιώσουν του ανταγωνισμού, έπρεπε δηλαδή να διασφαλίζουν:
την ελεύθερη ροή εργασίας και γης με ελάχιστο κόστος. Όμως, σε συνθήκες ιδιωτικού ελέγχου της παραγωγής, αυτή η ροή βρίσκεται σε μια αντίστροφη συναρτησιακή σχέση προς τους κοινωνικούς ελέγχους (με τη στενή έννοια) πάνω στην αγορά. Ετσι, όσο πιο αποτελεσματικοί κοινωνικοί έλεγχοι ασκούνται στην αγορά, και ιδιαίτερα στις αγορές των μέσων παραγωγής (εργασία, κεφάλαιο, γη) τόσο πιο δύσκολο είναι να διασφαλιστεί η ελεύθερη ροή τους με ελάχιστο κόστος. Για παράδειγμα, η νομοθεσία για την προστασία της εργασίας έκανε την αγορά εργασίας λιγότερο ελαστική και, συνακόλουθα, τη ροή εργασίας λιγότερο ομαλή, ή πιο ακριβή. Γιαυτό και, ιστορικά, αυτοί που είχαν ιδιωτικό έλεγχο πάνω στα μέσα παραγωγής κατεύθυναν πάντοτε τις προσπάθειές τους προς την περαιτέρω αγοραιοποίηση της οικονομίας, δηλαδή, προς την ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων πάνω στην αγορά.
τη συνεχή ροή επενδύσεων σε νέες τεχνικές, μεθόδους παραγωγής και προϊόντα, σε μια προσπάθεια να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα και τους δείκτες πωλήσεων (μια λογική που εκφράζεται προσφυώς από το μότο «ανάπτυξη ή θάνατος»).[4] Το αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής είναι η οικονομική ανάπτυξη. Κατά συνέπεια, δεν αποτελεί σύμπτωση το ότι «η σύγχρονη ιδέα της ανάπτυξης διαμορφώθηκε πριν από τέσσερις περίπου αιώνες στην Ευρώπη, όταν η οικονομία και η κοινωνία άρχισαν να διαχωρίζονται»[5] ―αν και η ίδια η οικονομία ανάπτυξης εμφανίστηκε πολύ αργότερα, μετά την ανάδυση της οικονομίας της αγοράς στην αρχή του δέκατου ένατου αιώνα, και άνθισε μόνο κατά την περίοδο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η διαδικασία αγοραιοποιησης οδήγησε στην ιστορική σύγκρουση μεταξύ φιλελευθερισμού και σοσιαλισμού όπου οι μεν φιλελεύθεροι υποστήριζαν τη θέση της ελαχιστοποίησης των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές για χάρη της μεγαλύτερης οικονομικής ‘αποτελεσματικότητας’, ενώ οι σοσιαλιστές υποστήριζαν τη θέση της μεγιστοποίησης των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές μέσω του κράτους που υποτίθεται εξέφραζε το γενικό συμφέρον. Από την άλλη μεριά, η αναπτυξιακή διαδικασία και οι συνακόλουθες περιβαλλοντικές επιπτώσεις της οδήγησαν τα τελευταία περίπου 30 χρονια στη δημιουργία του οικολογικού κινήματος.
Οι ιστορικές φάσεις της αγοραιοποίησης
Όσον αφορά τη διαδικασία αγοραιοποίησης ειδικότερα μπορούμε να διακρίνουμε τρεις κύριες ιστορικές φάσεις:
1. τη φιλελεύθερη φάση, στα μέσα του περασμένου αιώνα, η οποία, μετά από μια μεταβατική περίοδο προστατευτισμού οδήγησε
2. στην κρατικιστική φάση (μέσα δεκαετίας 1930-μεσα δεκαετίας 1970) και, τέλος,
3. στη σημερινή νεοφιλελεύθερη φάση.
Αναλυτικότερα, ο στόχος για την απελευθέρωση των αγορών κατά την πρώτη φάση της διαδικασίας αγοραιοποίησης είχε το παράδοξο αποτέλεσμα να οδηγήσει σε μεγαλύτερη προστασία: είτε εξαιτίας πίεσης από την πλευρά αυτών που έλεγχαν την παραγωγή για την λήψη μέτρων που θα τους προστάτευαν από τον ξένο ανταγωνισμό, είτε εξαιτίας πίεσης από την πλευρά της υπόλοιπης κοινωνίας για τη λήψη μέτρων που θα την προστάτευαν από τον ίδιο τον μηχανισμό της αγοράς. Όμως, ο προστατευτισμός, και στις δυο μορφές του, υπονόμευσε την οικονομία της αγοράς που είχε εγκαθιδρυθεί τον δέκατο ένατο αιώνα και, στην πραγματικότητα, οδήγησε σχεδόν στην κατάρρευσή της τον εικοστό αιώνα με τη Μεγάλη Κρίση του μεσοπόλεμου.[6]
Το αποτέλεσμα της αποσύνθεσης της παγκόσμιας οικονομίας και της κατάρρευσης του Κανόνα Χρυσού ήταν ότι όλες οι μεγάλες χώρες εισήλθαν σε μια περίοδο κρατικού παρεμβατισμού για τον έλεγχο της οικονομίας. Με άλλα λόγια, εισήλθαν στην περίοδο του κρατισμού. Αυτό ήταν ένα γεγονός που σηματοδοτούσε μια νέα φάση στη διαδικασία αγοραιοποίησης. Μια φάση, που, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς, αποτελούσε τη λογική κατάληξη του προστατευτισμού ο οποίος άνθισε κατά τη διάρκεια και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο[7] και έφτασε στο απόγειο του τη δεκαετία του 1930 με την υιοθέτηση πολλών άμεσων περιορισμών στο εμπόριο ( ποσοστώσεις, συναλλαγματικοί έλεγχοι κ.λπ.).
Η μεταπολεμική περίοδος κρατισμού συνδέθηκε με το φαινόμενο που ονομάστηκε η ‘σοσιαλδημοκρατική συναίνεση’ η οποία δεν ήταν απλώς ένα συγκυριακό φαινόμενο, όπως υποστηρίζεται συνήθως, αλλά μια δομική αλλαγή με σημαντικές επιπτώσεις στο οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό, ιδεολογικό/θεωρητικό καθώς επίσης και στο πολιτισμικό επίπεδο. Στο οικονομικό επίπεδο, συγκεκριμένα, η σοσιαλδημοκρατική συναίνεση είχε τα θεμέλιά της στη σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία, η οποία, στο μεταπολεμικό απόγειό της, χαρακτηριζόταν από τη μαζική παραγωγή, τις μεγάλες παραγωγικές μονάδες, τη γραφειοκρατική οργάνωση και τη μαζική κατανάλωση. Ο οικονομικός ρόλος του κράτους είχε ιδιαίτερη σημασία σε μια διαδικασία εντατικής συσσώρευσης που βασιζόταν κυρίως στη διεύρυνση της εγχώριας αγοράς. Ο ρόλος αυτός στόχευε στη διαμόρφωση του επιπέδου της οικονομικής δραστηριότητας, όχι μόνο έμμεσα, μέσω της δημοσιονομικής πολιτικής και του κράτους-πρόνοιας, αλλά και άμεσα, μέσω των εθνικοποιημένων επιχειρήσεων και των δημόσιων επενδύσεων. Καθώς ο βαθμός διεθνοποίησης της οικονομίας κατά την περίοδο αυτή ήταν σχετικά χαμηλός και κατά συνέπεια οι «βαθμοί ελευθερίας» που είχε το κράτος για την εφαρμογή μιας εθνικής οικονομικής πολιτικής ήταν πολύ πιο σημαντικοί απ’ ό,τι σήμερα, ο νέος οικονομικός ρόλος του κράτους ήταν τόσο εφικτός όσο και επιθυμητός. Στο βαθμό συνεπώς που το μεταπολεμικό επενδυτικό μπουμ συνεχιζόταν, τα ελλείμματα στον προϋπολογισμό, που αναπόφευκτα δημιουργήθηκαν, δεν προκαλούσαν περαιτέρω προβλήματα στη διαδικασία συσσώρευσης. Στην πραγματικότητα, η περίοδος της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης συνδέθηκε με ένα πρωτοφανές οικονομικό μπουμ.
Διεθνοποίηση και νεοφιλελευθερισμός
Παρά την επέκταση όμως του κρατισμού στο εθνικό οικονομικό επίπεδο, η διαδικασία αγοραιοποίήσης στο διεθνές επίπεδο (με την έννοια της σταδιακής άρσης των ελέγχων στην κίνηση των εμπορευμάτων και αργότερα του κεφαλαίου), η οποία είχε διακοπεί μετά τη Μεγάλη Ύφεση και την έκρηξη του προστατευτισμού που ακολούθησε, μεταπολεμικά ξανατέθηκε σε κίνηση. Ετσι, οι εμπορικές αντιπαλότητες μεταξύ των κορυφαίων καπιταλιστικών χωρών και οι συνακόλουθες παλιές εθνικιστικές αντιπαλότητες, που σημάδεψαν το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα και οδήγησαν σε δυο παγκόσμιους πολέμους, σταδιακά ξεπεράστηκαν και αντικαταστάθηκαν από μια γοργή επέκταση του εμπορίου (κυρίως μεταξύ των χωρών αυτών). Η μεταπολεμική διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς ενθαρρύνθηκε ενεργά από τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, ιδιαίτερα ενόψει της επέκτασης του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στον Τρίτο Κόσμο. Παρόλα’ αυτά, η διεθνοποίηση αποτελούσε κατά βάση προϊόν «αντικειμενικών» παραγόντων που αναφερόντουσαν στη δυναμική της οικονομίας της αγοράς και, συγκεκριμένα, στην επέκταση της δραστηριότητας των πολυεθνικών επιχειρήσεων και την παράλληλη ανάπτυξη της αγοράς του Ευρωδολαρίου.
Κατά συνέπεια, οι θεσμικές διευθετήσεις που υιοθετήθηκαν στη μεταπολεμική περίοδο για την απελευθέρωση των αγορών εμπορευμάτων και κεφαλαίου περισσότερο θεσμοποίησαν μια υφιστάμενη κατάσταση παρά δημιούργησαν τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Ήταν, δηλαδή, η δυναμική «ανάπτυξη ή θάνατος» της οικονομίας της αγοράς που οδήγησε στη σημερινή διεθνοποίηση, η οποία στη συνέχεια θεσμοποιήθηκε:
σε πλανητικό επίπεδο (γύροι της GATT για τη μείωση των δασμών),
σε περιφερειακό διεθνικό επίπεδο (Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελευθερών Συναλλαγών (EΖΕΣ) και
σε εθνικό επίπεδο (κατάργηση των ελέγχων συναλλάγματος και κεφαλαίου στις Η.Π.Α. και τη Βρετανία στη δεκαετία του 1970 κτλ)
Η αυξανόμενη διεθνοποίηση συνεπαγόταν ότι η ανάπτυξη της οικονομίας της αγοράς στηριζόταν, με εντεινόμενο ρυθμό, στη διεύρυνση της παγκόσμιας αγοράς παρά στη διεύρυνση της εγχώριας αγοράς, όπως συνέβαινε πριν – γεγονός που είχε πολύ σημαντικές επιπτώσεις σε σχέση με τον οικονομικό ρόλο του κράτους. Κατά την περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, η οικονομική ανάπτυξη στηριζόταν κυρίως στην αύξηση της εγχώριας ζήτησης, που αναλογούσε περίπου στο 90% της συνολικής ζήτησης των προηγμένων καπιταλιστικών χωρών. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο κρατικός τομέας έπαιζε έναν σημαντικό ρόλο στον έλεγχο του μεγέθους της αγοράς μέσω της ρύθμισης της συνολικής ενεργού ζήτησης. Τα μέσα που χρησιμοποιούντο γι’ αυτό το σκοπό ήταν οι δημόσιες καταναλωτικές δαπάνες και οι δημόσιες επενδύσεις, καθώς και η οικονομική δραστηριότητα των εθνικοποιημένων επιχειρήσεων. Η αναγκαία όμως συνθήκη για την αποτελεσματική λειτουργία του οικονομικού συστήματος ήταν ένας σχετικά χαμηλός βαθμός διεθνοποίησης, δηλαδή ένας βαθμός συμβατός με το θεσμικό πλαίσιο που ήταν βασικά προστατευτικό σε σχέση με την εγχώρια αγορά εμπορευμάτων, κεφαλαίου και εργασίας. Ηταν ακριβώς η βαθμιαία αναίρεση αυτής της συνθήκης, στο βαθμό που εντεινόταν η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, που έκανε αδύνατη τη συνέχιση της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης.
Σε συνθήκες εντεινόμενης διεθνοποίησης, το μέγεθος της οικονομίας της αγοράς αυξανόμενα εξαρτάται από τις συνθήκες προσφοράς, (οι οποίες με τη σειρά τους καθορίζουν τις εξαγωγικές και εισαγωγικές επιδόσεις), παρά από την άμεση διεύρυνση της εγχώριας αγοράς. Οι συνθήκες προσφοράς γίνονται σημαντικότερες σε σχέση με τη συσσώρευση και την οικονομική ανάπτυξη, από τη στιγμή που είναι το διεθνές εμπόριο που καθορίζει το μέγεθος κάθε επιμέρους εθνικής οικονομίας ανάπτυξης, είτε θετικά (μέσω μιας ανάπτυξης που στηρίζεται στις εξαγωγές) είτε αρνητικά (μέσω μιας αποβιομηχάνισης που οφείλεται στην εισαγωγική διείσδυση). Με άλλα λόγια, σε συνθήκες ελεύθερου εμπορίου, η ανταγωνιστικότητα, αποκτά πολύ πιο αποφασιστική σημασία, όχι μόνο σε σχέση με την ανάπτυξη που στηρίζεται όλο και περισσότερο στις εξαγωγές, αλλά και σε σχέση με τη διείσδυση εισαγωγών που οδηγεί τελικά στο κλείσιμο πολλών εγχώριων επιχειρήσεων και στην ανεργία. Για να το θέσουμε σχηματικά, η οικονομία της αγοράς, καθώς εντείνεται η διεθνοποίηση, μετατρέπεται από μια οικονομία ανάπτυξης «στηριζόμενη στην εγχώρια αγορά» σε μια οικονομία ανάπτυξης «στηριζόμενη στο εμπόριο». Στο πλαίσιο μιας ανάπτυξης που στηρίζεται στο εμπόριο, οι συνθήκες που επικρατούν στην παραγωγική πλευρά της οικονομίας, συγκεκριμένα αυτές που αφορούν στο κόστος παραγωγής, αποκτούν αποφασιστική σημασία: η συμπίεση του κόστους παραγωγής, (κόστος εργασίας, φόροι και ασφαλιστικές εισφορές των εργοδοτών) γίνεται πολύ σημαντική. Όμως, η συμπίεση του κόστους παραγωγής απαιτεί μια δραστική μείωση του κρατισμού, αφού ο κρατισμός είναι υπεύθυνος για τη σημαντική αύξηση του κόστους παραγωγής κατά την περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, τόσο άμεσα όσο και έμμεσα.
Άμεσα, επειδή η διόγκωση του κράτους-πρόνοιας σημαίνει μια αυξανόμενη επιβάρυνση των εργοδοτών όσον αφορά τις ασφαλιστικές εισφορές και τους φόρους τους. Έμμεσα, επειδή, στις συνθήκες σχεδόν πλήρους απασχόλησης που επικρατούν κατά την κρατικιστική φάση της διαδικασίας αγοραιοποίησης, η οργανωμένη εργασία μπορεί να ασκήσει επιτυχημένα πιέσεις για αυξήσεις στους μισθούς που υπερβαίνουν σημαντικά την αύξηση στην παραγωγικότητα. Αυτό έγινε ένα ιδιαίτερα οδυνηρό πρόβλημα (γι’ αυτούς που έλεγχαν την οικονομία ανάπτυξης) την περίοδο 1968-73, όταν ένα μαζικό απεργιακό κίνημα, ουσιαστικά αυτονομημένο από τη γραφειοκρατική συνδικαλιστική ηγεσία, οδήγησε σε γοργή αύξηση των μισθών και σε μια αντίστοιχη μείωση των κερδών.
Το σωρευτικό αποτέλεσμα του γεγονότος ότι ο κρατικός παρεμβατισμός δεν άφηνε ελεύθερη την αγορά εργασίας να καθορίζει τα επίπεδα των μισθών και της απασχόλησης, όπως απαιτεί μια οικονομία της αγοράς, ήταν η κρίση των αρχών της δεκαετίας του 1970. Με άλλα λόγια, η κρίση, σ’ αντίθεση με την αντίληψη που υποστηρίζεται συνήθως, δεν οφειλόταν κυρίως στην πετρελαϊκή κρίση, αλλά στο γεγονός ότι ο βαθμός διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς που είχε ήδη επιτευχθεί δεν ήταν πια συμβατός με τον κρατισμό. Και αυτό, διότι:
1) ο αποτελεσματικός έλεγχος που ασκούσε το έθνος-κράτος στην αγορά είχε καταστεί σχεδόν αδύνατος στο πλαίσιο της αυξανόμενης διασυνοριακής κίνησης εμπορευμάτων και κεφαλαίου. Στο βαθμό όμως που το εντεινόμενο άνοιγμα της μεταπολεμικής οικονομίας της αγοράς στο εμπόριο δεν συνοδευόταν από ένα αντίστοιχο άνοιγμα σε σχέση με την κίνηση κεφαλαίου, οι κυβερνήσεις μπορούσαν να ακολουθούν ανεξάρτητες οικονομικές πολιτικές. Μόλις. όμως, η ανάπτυξη των αγορών των Ευρω-νομισμάτων μείωσε σημαντικά την αποτελεσματικότητα των ελέγχων που ασκούνταν στις χρηματοπιστωτικές αγορές, οι υπερεθνικές επιχειρήσεις απέκτησαν μεγαλύτερη ικανότητα να υποσκάπτουν εκείνες από τις εθνικές οικονομικές πολιτικές που ήταν ασύμβατες με τους δικούς τους στόχους .
2) η επέκταση του ίδιου του κρατισμού είχε ορισμένα εγγενή στοιχεία που οδηγούσαν σε υψηλότερο πληθωρισμό και/ή σε μια συμπίεση των κερδών, στοιχεία που ήταν ιδιαίτερα οχληρά στο ανταγωνιστικό πλαίσιο που είχε δημιουργήσει η διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Ενα τέτοιο στοιχείο ήταν η γοργή αύξηση των δημόσιων δαπανών –για τη χρηματοδότηση της διεύρυνσης του κοινωνικού και οικονομικού ρόλου του κράτους– η οποία σε μερικές περιπτώσεις ήταν ταχύτερη από την αύξηση των δημοσίων εσόδων, γεγονός που οδήγησε σε μια πληθωριστική κάλυψη των ελλειμμάτων που προέκυπταν στον προϋπολογισμό.[8] Ενα ακόμα πιο σημαντικό στοιχείο ήταν το γεγονός ότι οι εργοδότες, προκειμένου να ελαχιστοποιήσουν τον αντίκτυπο που είχαν στα κέρδη οι «υπερβολικές» αυξήσεις στους μισθούς (δηλαδή οι αυξήσεις που ξεπερνούσαν τις αυξήσεις στην παραγωγικότητα), μετακυλούσαν με επιτυχία ένα σημαντικό μέρος του αυξημένου κόστους εργασίας στους καταναλωτές, χρησιμοποιώντας το πρόσχημα της πετρελαϊκής κρίσης. Όμως, η εντεινόμενη διεθνοποίηση της οικονομίας και ο συνακόλουθος ισχυρότερος ανταγωνισμός έκανε αυξανόμενα δύσκολη τη μετακύληση των «υπερβολικών» αυξήσεων των μισθών στις τιμές. Το αποτέλεσμα ήταν η συμπίεση των κερδών που αναφέρθηκε πιο πάνω να γίνει ακόμα εντονότερη στα τέλη της δεκαετίας του 1970.
Το αποτέλεσμα αυτών των τάσεων ήταν η κρίση «στασιμοπληθωρισμού» στη δεκαετία του 1970, η οποία έγινε αναπόφευκτη από τη στιγμή που οι κυβερνήσεις, για να μειώσουν τις πληθωριστικές πιέσεις που δημιουργήθηκαν από τις παραπάνω τάσεις και την πετρελαϊκή κρίση, κατέφυγαν σε παραδοσιακές αντιπληθωριστικές πολιτικές. Ετσι, όχι μόνο δεν επιβραδύνθηκε ο πληθωρισμός, αλλά και η ανεργία άρχισε να αυξάνεται σημαντικά, καθώς οι αντιπληθωριστικές πολιτικές ενίσχυαν τη βραχυπρόθεσμη ανεργία, πέρα από τη μακροπρόθεσμη ανεργία που αυξανόταν παράλληλα, ως αποτέλεσμα της αναδυόμενης επανάστασης στην πληροφορική.
Συνοψίζοντας, η κατάρρευση του κρατισμού και η άνοδος του νεοφιλελευθερισμού, που θα συζητήσουμε στη συνέχεια, πρέπει να ειδωθούν μέσα στο πλαίσιο της εντεινόμενης διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς, η οποία κατέστησε τον κρατισμό αυξανόμενα ασύμβατο με αυτήν.
Ο στόχος του νεοφιλελεύθερου κινήματος που αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1970 ήταν οι κοινωνικοί έλεγχοι επί της αγοράς που είχαν εισαχθεί κατά τη διάρκεια της κρατικιστικής φάσης της διαδικασίας αγοραιοποίησης. Οι οικονομικές ελίτ θεωρούσαν πάντοτε ότι ο σοσιαλδημοκρατικός κρατισμός, με την μορφή των εθνικοποιήσεων, των πολιτικών πλήρους απασχόλησης και του κράτους-πρόνοιας, δημιουργούσε ένα τριμερές σύστημα οικονομικής δύναμης (κράτος, συνδικάτα, κεφάλαιο), το οποίο υπονόμευε την ηγεμονία του ιδιωτικού κεφαλαίου. Ετσι, μόλις το επέτρεψε ένας συνδυασμός οικονομικών και πολιτικών παραγόντων, η επίθεση ενάντια στη σοσιαλδημοκρατική συναίνεση έγινε αναπόφευκτη. Ο κύριος οικονομικός παράγοντας ήταν, όπως είδαμε, η διεθνοποίηση της οικονομίας που έγινε ασύμβατη με τον σοσιαλδημοκρατικό κρατισμό. Οι πολιτικοί παράγοντες αναφέρονται στην παρακμή της Αριστεράς, ως αποτέλεσμα της επέκτασης των μεσαίων τάξεων σε βάρος της χειρονακτικής εργατικής τάξης, καθώς και της παράλληλης κατάρρευσης του «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Ο απώτατος, επομένως, στόχος του νεοφιλελευθερισμού ήταν η ενίσχυση της δύναμης αυτών που ελέγχουν την οικονομία, μέσω της δραστικής συρρίκνωσης των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές. Οι κύριες πολιτικές που προτάθηκαν από τους νεοφιλελεύθερους και εφαρμόστηκαν εν συνεχεία πρώτα από τις κυβερνήσεις Θάτσερ/Ρέηγκαν και αργότερα από κυβερνήσεις σ’ ολόκληρο τον κόσμο ήταν :
Η Απελευθέρωση των αγορών και κυρίως της αγοράς εργασίας με στόχο να γίνει περισσότερο «ελαστική», δηλαδή περισσότερο πειθήνια στις συνθήκες της αγοράς Η αποδυνάμωση αυτών των ελέγχων, σε συνδυασμό με την εγκατάλειψη της κρατικής δέσμευσης για πλήρη απασχόληση και την αντισυνδικαλιστική νομοθεσία, σήμαινε ότι οι συνέπειες των τεχνολογικών αλλαγών, που είχαν ήδη οδηγήσει σε δομική ανεργία, δεν αντισταθμίστηκαν με αποτελεσματική κρατική δράση. Αντίθετα, αφέθηκε στις δυνάμεις της αγοράς να λύσουν το πρόβλημα της ανεργίας.. Ως αποτέλεσμα, η ανεργία έχει σήμερα αποκτήσει μαζικές διαστάσεις, ενώ η φτώχεια και η ανισότητα έχουν και αυτές αυξηθεί σε βαθμό ανάλογο με την απορύθμιση της αγοράς εργασίας. Παράλληλα, απελευθερώθηκαν οι αγορές κεφαλαίου έχουν επίσης απελελευθερωθεί, ιδιαίτερα οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές με αποτέλεσμα τη τεραστία σημερινή διασυνοριακή κίνηση κεφαλαίων σ’αναζήτηση κερδοσκοπικών ευκαιριών. Πράγμα που περιορίζει αποφασιστικά τη δυνατότητα των κυβερνήσεων να ακολουθούν μακροοικονομικές πολιτικές που να αποκλίνουν σημαντικά από αυτές των ανταγωνιστών τους. Τέλος, οι αγορές εμπορευμάτων έχουν και αυτές απελευθερωθεί, κυρίως ως αποτέλεσμα της τελευταίας συμφωνίας της GATT, με αποτέλεσμα την αποβιομηχάνιση πολλών περιοχών και τη καταστροφή του αγροτικού τομέα που συνεπάγεται τη συνεχή συγκέντρωση πληθυσμών στα αστικά κέντρα με τα γνωστά επακόλουθα.
Η ιδιωτικοποίηση των κρατικών επιχειρήσεων που διαφημίζεται μάλιστα ως ένα είδος «λαϊκού καπιταλισμού», παρά το γεγονός ότι, όπως έχει δείξει η βρετανική εμπειρία, οι ιδιωτικοποιήσεις ενισχύουν ακόμη περισσότερο την συγκέντρωση του κεφαλαίου.
Η συρρίκνωση του κράτους-πρόνοιας σ’ ένα ασφαλιστικό δίκτυο και παράλληλη ενθάρρυνση της επέκτασης του ιδιωτικού τομέα στις κοινωνικές υπηρεσίες (υγεία, εκπαίδευση, συνταξιοδοτικά σχήματα κτλ). που, μεταξύ άλλων, αυξάνει ακόμη περισσότερο την ‘ελαστικότητα’ της εργασίας.
Η ανακατανομή του φορολογικού βάρους προς όφελος των ομάδων υψηλού εισοδήματος για χάρη της δημιουργίας ‘κίνητρων’ κλπ.
Ως αποτέλεσμα των πολιτικών αυτών, η κερδοφορία, που είχε κατρακυλήσει στα τέλη της κρατικιστικής περιόδου, έχει σχεδόν αποκατασταθεί στα επίπεδα του μεταπολεμικού μπουμ.
Η διεθνοποίηση της οικονομίας και οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές συνέπεσαν με σημαντικές τεχνολογικές αλλαγές (επανάσταση στην πληροφορική) που σηματοδότησαν τη μετάβαση της οικονομίας της αγοράς σε μια μεταβιομηχανική φάση. Το αποτέλεσμα που προέκυψε από τη συνδυαστικοί δράση των παραγόντων αυτών ήταν μια δραστική αλλαγή στη διάρθρωση της απασχόλησης που εκφράστηκε με τη σημαντικότατη μείωση του μεγέθους της χειρωνακτικής εργατικής τάξης. Ετσι, μια νέα ταξική διάρθρωση αναδείχθηκε στη μεταβιομηχανική διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς που άλλαξε τη σύνθεση του εκλογικού σώματος με συνέπεια τη γοργή παρακμή των παραδοσιακών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και τη προσπάθειά τους να αποσπάσουν ένα σημαντικό μέρος των ψήφων της προνομιούχου μειονότητας μέσω του «εκσυγχρονισμού» τους, (δηλαδή της προσαρμογής τους στις προσταγές της νεοφιλελεύθερης ατζέντας). Γι αυτό και τα τελευταία 20 περίπου χρόνια, όλα τα μεγάλα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, είτε στην εξουσία είτε στην αντιπολίτευση (Γαλλία, Σουηδία, Βρετανία, Γερμανία), έχουν εγκαταλείψει τις παραδοσιακές σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές, όπως η δέσμευση για πλήρη απασχόληση και το κράτος-πρόνοιας, και έχουν υιοθετήσει, με μικρές διαφοροποιήσεις, την ουσία του νεοφιλελεύθερου προγράμματος (ιδιωτικοποιήσεις, απελευθέρωση των αγορών κτλ) στο όνομα της απελευθέρωσης της «κοινωνίας των πολιτών» από το κράτος
Η νέα συναίνεση δεν συνεπάγεται ότι το κράτος δεν έχει πια κανένα οικονομικό ρόλο να παίξει. Δεν θα πρέπει κανείς να συγχέει το φιλελευθερισμό/νεοφιλελευθερισμό με το laisser-faire. Όπως ανέφερα προηγουμένως, ήταν το ίδιο το κράτος που δημιούργησε το σύστημα των αυτορυθμιζόμενων αγορών. Επιπλέον, κάποια μορφή κρατικής παρέμβασης ήταν πάντοτε αναγκαία για την ομαλή λειτουργία του συστήματος της οικονομίας της αγοράς. Το κράτος καλείται σήμερα να παίξει έναν κρίσιμο ρόλο σε σχέση με την πλευρά της προσφοράς στην οικονομία και συγκεκριμένα καλείται να πάρει μέτρα για να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα, να εκπαιδεύσει το εργατικό δυναμικό στις απαιτήσεις της νέας τεχνολογίας, ακόμη και να επιχορηγήσει , άμεσα ή έμμεσα, τις εξαγωγικές βιομηχανίες. Κατά συνέπεια, ο τύπος κρατικού παρεμβατισμού που είναι συμβατός με τη διαδικασία αγοραιοποίησης όχι μόνο δεν αποθαρρύνεται, αλλά, αντίθετα, προωθείται ενεργά από τη νεοφιλελεύθερη συναίνεση, ιδιαίτερα από τα «προοδευτικά» στοιχεία της (κυβέρνηση Κλίντον, ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα). Ετσι, δεν αληθεύει ο ισχυρισμός που συνήθως υποστηρίζεται ότι η νεοφιλελεύθερη συναίνεση θανάτωσε το γέννημα-θρέμμα της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, δηλαδή τη μεικτή οικονομία. Στην πραγματικότητα, έκανε κάτι χειρότερο. Αναπροσδιόρισε το περιεχόμενο της μεικτής οικονομίας ώστε να εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντα της οικονομικής ελίτ και να αναπαράγει, στο κατώφλι του 21ου αιώνα, συνθήκες ανισότητας και κοινωνικής αδικίας που επικρατούσαν στις αρχές του 19ου!
Το συνδυαστικό αποτέλεσμα των «αντικειμενικών» (οικονομικών και τεχνολογικών) παραγόντων που οδηγούσαν σε περαιτέρω διεθνοποίηση και των νεοφιλελεύθερων πολιτικών για την απελευθέρωση των αγορών ήταν ότι, από τη δεκαετία του 1970 και μετά, η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς έχει επιταχυνθεί με έντονους ρυθμούς.
Συνοψίζοντας, είναι προφανές ότι ήταν εσφαλμένη η εκτίμηση του Polanyi ότι η άνοδος του κρατισμού, στη δεκαετία του 1930, ήταν ένδειξη του ουτοπικού χαρακτήρα της αυτορυθμιζόμενης αγοράς και της ύπαρξης μιας «υπόγειας κοινωνικής διαδικασίας»[9] που οδηγεί στον κοινωνικό έλεγχο της οικονομίας της αγοράς. Στην πραγματικότητα, αποδείχτηκε ότι ο κρατισμός αποτέλεσε ένα σχετικά σύντομο διάλειμμα στη διαδικασία αγοραιοποίησης. Μ’ αυτήν την έννοια, ο κρατισμός ήταν ένα μεταβατικό φαινόμενο που οφειλόταν στην αποτυχία της πρώτης απόπειρας για τη δημιουργία ενός συστήματος βασισμένου σε μια διεθνοποιημένη και αυτο-ρυθμιζόμενη οικονομία της αγοράς. Η αποτυχία αυτή είχε αιτία το γεγονός ότι στη πρώτη φάση αγοραιοποίησης, τον 19ο αιώνα, δεν είχαν ακόμη δημιουργηθεί, οι αντικειμενικές συνθήκες για την ολοκλήρωση της διαδικασίας αυτής.
Αντίθετα, σήμερα, αποκαθίστανται οι τέσσερις θεσμοί στους οποίους στηρίχτηκε η πρώτη απόπειρα εγκαθίδρυσης ενός κοινωνικού συστήματος βασισμένου σε μια διεθνοποιημένη και αυτορυθμιζόμενη οικονομία της αγοράς. Ετσι:
η αυτορυθμιζόμενη αγορά, η οποία κατέρρευσε στις αρχές του αιώνα έχει σήμερα προωθηθεί περισσότερο παρά ποτέ άλλοτε στην ιστορία. Αυτό οφείλεται στο σημερινό βαθμό ελευθερίας που έχουν οι αγορές κεφαλαίου και εμπορευμάτων, στην οπισθοχώρηση του κρατισμού σε κάθε σημείο της γης και στην παγκόσμια προώθηση ‘ελαστικών’ αγορών εμπορευμάτων, εργασίας και κεφαλαίου, σαν αποτέλεσμα της συστηματικής προσπάθειας των οικονομικών ελίτ να εξαλείψουν όλους εκείνους τους κοινωνικούς έλεγχους πάνω στις αγορές που δεν είναι συμβατοί με τα συμφέροντα τους×
το σύστημα ισορροπίας δυνάμεων, το οποίο κατέρρευσε κατά την κρατικιστική φάση, επαναγκαθιδρύεται σήμερα, στο πλαίσιο ενός αμερικανοκρατούμενου ΟΗΕ, ως αποτέλεσμα της λατινοαμερικανοποίησης της Ρωσίας που κατέστησε τις Η.Π.Α. αποκλειστική υπερδύναμη×
το φιλελεύθερο κράτος, το οποίο είναι άρρηκτα δεμένο με την αυτορυθμιζόμενη αγορά και το οποίο στην κρατικιστική φάση είχε επίσης καταρρεύσει σε πολλά μέρη του κόσμου, τόσο στο Βορρά όσο και στο Νότο, είναι σήμερα πανταχού παρόν× και, τέλος
ο διεθνής Κανόνας Χρυσού, ο οποίος ήταν αδύνατο να επιβιώσει σε μια κατάσταση κρατικιστικής υπονόμευσης της αυτορυθμιζόμενης αγοράς, βρίσκεται σήμερα σε διαδικασία αποκατάστασης και είναι λογικό να περιμένει κανείς ότι κάποια εκδοχή του θα βρίσκεται σε ισχύ στις αρχές του καινούργιου αιώνα . Ετσι, η σχεδιαζόμενη εγκαθίδρυση, μέσα στα δέκα επόμενα χρόνια, μιας Ευρωπαϊκής εκδοχής του Κανόνα Χρυσού, με τη μορφή ενός κοινού νομίσματος, είναι πολύ πιθανό να προκαλέσει, αρχικά, κινήσεις για την καθιέρωση κάποιου είδους σταθερών ισοτιμιών μεταξύ των τριών ισχυρότερων διεθνών νομισμάτων (Ευρώ, Αμερικανικό δολάριο και γεν). Σε απώτερο στάδιο, οι κινήσεις αυτές θα πρέπει να καταλήξουν λογικά σε κάποια διεθνή εκδοχή του συστήματος του Κανόνα Χρυσού, δηλαδή σ’ ένα νέο παγκόσμιο νομισματικό σύστημα και πιθανόν σ’ ένα κοινό νόμισμα που, μέσα σε ένα νέο αλληλοσυνδεδεμένο οικονομικό χώρο, θα ένωνε τα πλουσιότερα μέρη του κόσμου.
Νέα Τάξη και διεθνοποίηση
Το νέο θεσμικό πλαίσιο που ορίζουν αυτά τα στοιχεία είναι αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε Νέα Τάξη. Η Νέα Τάξη δηλαδή στο οικονομικό επίπεδο ορίζεται από την διεθνοποίηση και καθολίκευση της οικονομίας της αγοράς και τη συνακόλουθη απελευθέρωση των αγορών. Αντίστοιχα, το πολιτικό περιεχόμενο της Νέας Τάξης ορίζεται από την καθολίκευση του φιλελευθέρου κράτους, το νέο σύστημα ισορροπίας δυνάμεων που επέφερε η κατάρρευση του ‘υπαρκτού’ σοσιαλισμού και ο συνακόλουθος νέος ρόλος του ΝΑΤΟ όπως ορίστηκε στην διάσκεψη κορυφής της Ουάσινγκτον για τα 50 χρονια του Οργανισμού και εφαρμόστηκε στην πράξη με τους Νατοϊκούς βομβαρδισμούς. . Έτσι, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές υποστηρίζονται σήμερα εξίσου από τα συντηρητικά και τα ‘νεα’ σοσιαλδημοκρατικά (δηλ.σοσιαλφιλελευθερα) κόμματα, στην κυβέρνηση η την αντιπολίτευση, και τα βασικά στοιχεία του νεοφιλελεύθερου προταγματος έχουν ενσωματωθεί στις στρατηγικές των διεθνών οργανισμών που ελέγχουν την παγκόσμια οικονομία (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα), καθώς και στις συνθήκες που αναδιαμόρφωσαν πρόσφατα την ΕΕ (Πράξη για την Ενιαία Αγορά, Συνθήκη του Μάαστριχ). Η Νέα Τάξη δηλαδή εκφράζει τη νεοφιλελεύθερη φάση της αγοραιοποίησης και υλοποιείται με τη νέα (νεοφιλελεύθερη/ σοσιαλφιλελευθερη) συναίνεση που έχει αντικαταστήσει τη εκλιπούσα σοσιαλδημοκρατική συναίνεση και αντανακλά τις ριζικές δομικές αλλαγές που επέφερε η ανάπτυξη της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς.
Μια τάση που πρόσφατα έχει αναπτυχθεί, ιδιαίτερα ανάμεσα στους σοσιαλδημοκράτες οικονομολόγους, αρνείται την διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς και υποστηρίζει τη θέση ότι το κράτος μπορεί ακόμα να παίξει έναν σημαντικό ρόλο στον έλεγχο της οικονομίας. Η θέση όμως αυτή είναι βάσιμη μόνο όσον αφορά την υποτιθέμενη παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και όχι στην διεθνοποίηση, με την έννοια της διεθνοποίησης των αγορών κεφαλαίου και εμπορευμάτων που συνεπάγεται ότι οι οικονομικές πολιτικές των εθνικών κυβερνήσεων, καθώς και η αναπαραγωγή της ίδιας της οικονομίας ανάπτυξης, καθορίζονται από την διασυνοριακή κίνηση των εμπορευμάτων και του κεφαλαίου. Από την άλλη μεριά, ο όρος παγκοσμιοποίηση αναφέρεται στην κατάσταση όπου διεθνοποιείται η ίδια η παραγωγή, με την έννοια ότι οι μονάδες παραγωγής μετατρέπονται σε ακρατικό σώματα που λειτουργούν σ’έναν χώρο χωρίς σύνορα, όπου οι δραστηριότητές τους δεν έχουν ως πρωταρχικό στόχο τη χώρα που αποτελεί την εθνική τους βάση αλλά αποτελούν τμήμα ενός ενοποιημένου καταμερισμού εργασίας ο οποίος εξαπλώνεται σε πολλές χώρες. Η παγκοσμιοποίηση με την έννοια αυτή είναι πράγματι περιορισμένη. Όμως, αυτό δεν αναιρεί το επιχείρημα ότι η επιταχυνόμενη διεθνοποίηση, σε συνδυασμό με το τέλος του κρατισμού, αποτελεί όντως μια δομική αλλαγή και όχι απλώς ένα συγκυριακό φαινόμενο.
Ο κύριος στόχος των ελίτ που ελέγχουν τη σημερινή οικονομία της αγοράς είναι, όπως ήταν πάντοτε, η μεγιστοποίηση του ρόλου της αγοράς και η ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων πάνω σ’ αυτή, έτσι ώστε να μπορούν να εξασφαλιστούν η μέγιστη «αποτελεσματικότητα» και ανάπτυξη. Κατά συνέπεια, οι κοινωνικοί έλεγχοι με τη στενή έννοια ελαχιστοποιούνται σε παγκόσμιο επίπεδο. Το ίδιο ισχύει και για ορισμένους σημαντικούς κοινωνικούς ελέγχους με την ευρεία έννοια, όπως οι έλεγχοι των εισαγωγών, οι δασμοί κτλ., οι οποίοι εξαλείφονται και αυτοί, ως στοιχεία που παρακωλύουν την επέκταση της σημερινής διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι εξαλείφονται όλοι οι έλεγχοι πάνω στις αγορές. Όχι μόνο οι «ρυθμιστικοί» έλεγχοι εξακολουθούν να υφίστανται και σε μερικές περιπτώσεις να επεκτείνονται, αλλά ακόμα και ορισμένοι κοινωνικοί έλεγχοι δεν εξαλείφονται. Παραδείγματα κοινωνικών ελέγχων (με την ευρεία έννοια) πάνω στις σημερινές αγορές αποτελούν τα διάφορα ‘νέα (μη δασμολογικά) προστατευτικά εμπόδια’ , όπως οι περιορισμοί στις εξαγωγές και οι ‘διευθετήσεις εύτακτης αγοράς’ (orderly marketing arrangements), που εφαρμόζονται σε πολλούς βιομηχανικούς τομείς των προηγμένων καπιταλιστικών χωρών, ιδιαίτερα στο χάλυβα, στα υφάσματα και στα αυτοκίνητα[10]. Ακόμα, όσον αφορά στους κοινωνικούς ελέγχους με τη στενή έννοια, παρόλο που το κράτος-πρόνοιας βρίσκεται κατά βάση σε αποσύνθεση, στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες διατηρούνται διάφορα «ασφαλιστικά δίκτυα» για την αποτροπή μιας μαζικής αναταραχής. Όμως, τα ασφαλιστικά δίκτυα, που στοχεύουν σε συγκεκριμένες κατηγορίες ανθρώπων (στους πολύ φτωχούς κ.τ.λ.), συνεπάγονται όχι μόνο την εξάλειψη του βασικού χαρακτηριστικού του κράτους-πρόνοιας, της καθολικότητάς του, αλλά και τη θεσμοποίηση της φτώχειας.
Η σημερινή νεοφιλελεύθερη μορφή της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί ότι ολοκληρώνει τον κύκλο που ξεκίνησε τον προηγούμενο αιώνα με την απόπειρα εγκαθίδρυσης μιας φιλελεύθερης εκδοχής της. Έτσι, μετά την κατάρρευση της πρώτης απόπειρας εισαγωγής ενός διεθνοποιημένου αυτορυθμιζόμενου οικονομικού συστήματος, μια νέα σύνθεση επιχειρείται σήμερα. Στόχος της νέας σύνθεσης είναι να αποφευχθούν οι ακραίες συνέπειες του καθαρού φιλελευθερισμού, μέσω του συνδυασμού ουσιαστικά αυτορυθμιζόμενων αγορών με διάφορους τύπους ασφαλιστικών δικτύων και ελέγχων. Ο συνδυασμός αυτός, επιδιώκει την εξασφάλιση της προνομιούχας θέσης, της «υπερτάξης» και των στρωμάτων που απαρτίζουν την «κοινωνία του 40%», καθώς και την επιβίωση της «υποτάξης», χωρίς να θίγονται τα ουσιαστικά στοιχεία της διαδικασίας αυτορύθμισης. Κατά συνέπεια, το έθνος-κράτος εξακολουθεί να έχει έναν σημαντικό ρόλο να παίξει όχι μόνο στη διασφάλιση, με το μονοπώλιο της βίας που κατέχει, του θεσμικού πλαισίου της οικονομίας της αγοράς,αλλά και στη συντήρηση της υποδομής για την ομαλή λειτουργία της νεοφιλελεύθερης οικονομίας.
Είναι δυνατή η αντίσταση κατά της Νέας Τάξης στο σημερινό θεσμικό πλαίσιο;
Το ερώτημα που γεννά η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς είναι το εξής: Υπάρχει η δυνατότητα, στο θεσμικό πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, για την ανάπτυξη αποτελεσματικών κοινωνικών ελέγχων με την ευρεία έννοια, με στόχο την προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος που συνθλίβονται από τις απελευθερωμένες και απορυθμιζομενες αγορές; Η απάντηση που δίνουν οι σοσιαλδημοκράτες είναι ότι μέσω της ενίσχυσης της κοινωνίας των πολιτών είναι δυνατή η άσκηση πίεσης για την υιοθέτηση παρομοίων ελέγχων. Όμως τα μοντέλα ‘ριζοσπαστικής’ δημοκρατίας που έχουν αναπτυχθεί πρόσφατα με βάση αυτή τη προσέγγιση είναι τόσο ανιστόρητα όσο και ουτοπικά. Είναι ανιστόρητα διότι δεν βλέπουν τη διεθνοποίηση της οικονομίας ως μια φάση της διαδικασίας αγοραιοποιησης . Και είναι ουτοπικά διότι προϋποθέτουν ένα κρατισμό που είναι σήμερα εντελώς ασύμβατος με την διεθνοποιημένη οικονομία.
Κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει καμία δυνατότητα στο σημερινό θεσμικό πλαίσιο για αποτελεσματικούς έλεγχους πάνω στην αγορά με στόχο την αποτελεσματική προστασία της εργασίας η του περιβάλλοντος, ακόμη και αν η προστασία αυτή δεν ξεπερνά την προστασία που παρεχόταν στη διάρκεια της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης. Στο εθνικό επίπεδο, η ακόμη και στο επίπεδο οικονομικών μπλοκ όπως η ΕΕ, τέτοιοι έλεγχοι αποκλείονται από τις ανάγκες του ανταγωνισμού που επιβάλλουν οι ανοικτές αγορές. Σε παγκόσμιο επίπεδο, ένας διεθνής Κευνσιανισμος θα ήταν αντίθετος με τη λογική και τη δυναμική της διεθνοποίησης και ως τέτοιος θα αποτελούσε στόχο των πολυεθνικών που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς σήμερα μέχρι σημείου που θα τον εξουδετέρωναν. Η δε διεθνοποίηση δεν είναι ανατρέψιμη εφόσον όπως είδαμε αποτελεί δομική αλλαγή του συστήματος της οικονομίας της αγοράς.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι όλοι οι διεθνείς οργανισμοί (το ΔΝΤ, ο Διεθνής Οργανισμός Εμπορίου, η Διεθνής Τράπεζα κλπ αλλά και η «Ομάδα των 7»,) καθώς και το νέο ΝΑΤΟ και ο ελεγχόμενος από τις αναπτυγμένες οικονομίες της αγοράς ΟΗΕ προσπαθούν να επιβάλλουν με κάθε τρόπο την απελευθέρωση των αγορών. Χαρακτηριστικά, σε μια πρόσφατη σειρά άρθρων στους Ταιμς της Ν. Υόρκης αναφερόταν ρητά ότι σήμερα αποτελεί τμήμα της δραστηριότητας του Στεητ Ντιπάρτμεντ (και έμμεσα του ΝΑΤΟ) η προώθηση της απορύθμισης των αγορών και της κατάργησης όλων των εμποδίων στη κίνηση των εμπορευμάτων και του κεφαλαίου.[11] Ο Νατοϊκός πόλεμος , ανεξάρτητα από τους συγκεκριμένους στόχους του που απέβλεπαν στην ενσωμάτωση της Γιουγκοσλαβίας στη Νέα Τάξη (μέσω της ολοκλήρωσης της αποσύνθεσης της), είχε ακριβώς ως γενικό στόχο την σταθεροποίηση της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς στην κρίσιμη αυτή περιοχή της Ευρώπης.[12] Ακόμη, έδωσε την ευκαιρία να εφαρμοστεί στη πράξη η ‘νεα στρατηγική αντίληψη’ του ΝΑΤΟ που σηματοδότησε την επίσημη μετατροπή του σε επιθετικό οργανισμό για την επιβολή της Νέας Τάξης στον κρίσιμο Ευρω-ατλαντικό χώρο. Τέλος, το ιδεολογικό περιεχόμενο της Νέας Τάξης, που αποτυπώθηκε στον καθορισμό των περιπτώσεων που δίνουν στο ΝΑΤΟ δικαίωμα επέμβασης ακόμη και όταν παραβιάζεται η εθνική κυριαρχία, έχει ήδη οριστεί από τους ιδεολόγους της Νέας Τάξης. Σύμφωνα με την ιδεολογία αυτή, που διατυπώθηκε καθαρά από ένα βασικό υπερασπιστή της, το κλασικό παράδειγμα οπορτουνιστή επαγγελματία πολιτικού, τον Κόν Μπεντιτ[13], η ‘ηθική κυριαρχία’ υπερτερεί της εθνικής κυριαρχίας, πράγμα που δικαιώνει την αρχή της περιορισμένης εθνικής κυριαρχίας την οποία ήδη εφάρμοσε το ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία. Ανάλογες θέσεις υποστηρίζουν και οι άλλοι υποστηρικτές του πόλεμου μέσα στην ‘αριστερά’ που συνεταγησαν με την Νέα Τάξη (Anthony Giddens, Alain Tourain,’ Edgar Morin, Habermas, Alain Lipietz κ.α.) οι οποίοι, όχι τυχαία, έχουν από καιρό υιοθετήσει το οικονομικό περιεχόμενο της Νέας Τάξης.
Είναι επομένως φανερό από τα παραπάνω ότι η Νέα Τάξη έχει καθαρό ‘συστημικό’ χαρακτήρα, αναφέρεται δηλαδή στο ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και των πολιτικών εκφράσεων της. Αυτό είναι κάτι που ήδη έχουν αντιληφθεί οι ακτιβιστές σε άλλες χώρες οι οποίοι, όπως έδειξαν με τη μεγάλη αντί-συστημικη διαδήλωση στο Σίτι του Λονδίνου τον Ιούνη, εγκατέλειψαν τους αγώνες για συγκεκριμένα αιτήματα (απόπειρες να σταματήσουν την κατασκευή αυτοκινητόδρομων κλπ), συνειδητοποιώντας το μάταιο των αγώνων αυτών, και εγκαινίασαν εκδηλώσεις με καθαρά αντισυστημικό χαρακτήρα.[14] Η διαπίστωση αυτή για τον συστημικό χαρακτήρα της Νέας Τάξης έχει μια σειρά πολιτικές συνέπειες σε μερικές από τις οποίες θ’ αναφερθώ στη συνέχεια.
Πρώτον, η πολιτική που ακολουθούν σήμερα οι κεντρο-’αριστερες’ κυβερνήσεις δεν οφείλεται όπως υποστηρίζουν οι σοσιαλδημοκράτες[15] σε ‘εξαχρείωση και πολιτικό εκφυλισμό’ αλλά στο γεγονός ότι στο θεσμικό πλαίσιο της Νέας Τάξης που εγκολπώνονται δεν έχουν άλλη επιλογή. Με αυτή την έννοια οι σοσιαλφιλελευθεροι πράγματι αντιμετωπίζουν ‘μονόδρομο’. Κατά την άποψή μου, η δημιουργία μιας ‘κοινωνικής οικονομίας’ δηλ. μιας κοινωνίας που θα μπορεί να επιβάλλει αποτελεσματικούς έλεγχους πάνω στην αγορά για την προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος είναι αδύνατη στο σημερινό θεσμικό πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Τα ουτοπικά όνειρα ορισμένων τμημάτων της «αριστεράς» για τον εκδημοκρατισμό της κοινωνίας των πολιτών δεν έχουν καμιά πιθανότητα επιτυχίας. Η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς ακολουθείται αναπόφευκτα από τη διεθνοποίηση της κοινωνίας των πολιτών. Με άλλα λόγια, ο ανταγωνισμός επιβάλλει τα ‘στανταρς’ του ελάχιστου κοινού παρανομαστή’ όσον αφορά τους κοινωνικούς και οικολογικούς ελέγχους πάνω στις αγορές. Επομένως, η μορφή κοινωνίας των πολιτών που αναπόφευκτα θα επικρατήσει είναι εκείνη που είναι συμβατή με το βαθμό αγοραιοποίησης που χαρακτηρίζει τα πιο ανταγωνιστικά τμήματα της παγκόσμιας οικονομίας
Δεύτερον, τα ίδια ισχύουν για τους άθλιους Ευρωπαίους Πράσινους οι οποίοι συμμετέχουν στις σοσιαλφιλελευθερες Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις (για την νίκη των οποίων στις Ευρω-εκλογές πανηγύριζε προ ημερών και η δική μας δήθεν αντί-καπιταλιστική ‘Πράσινη Πολιτική’ καθώς και υποτιθέμενοι οπαδοί της αυτονομίας![16]). Η ‘Τρίτη Αριστερά’ που αναγγέλλουν οι ‘ριζοσπάστες’ Κόν Μπεντιτ και Λιπιετζ[17] δεν αποτελεί παρά τον τελικό ευτελισμό της έννοιας της ‘αριστεράς’ στα χέρια εκκολαπτόμενων «Πράσινων» επαγγελματιών πολιτικών που φιλοδοξούν ν' αντικαταστήσουν τους σοσιαλφιλελεύθερους στο ρόλο της διαχειριστικής ‘αριστεράς’ του κατεστημένου.
Τρίτον, με βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις, το μέτωπο κατά της Νέας Τάξης ή θα έχει συστημικο περιεχόμενο η δεν έχει λόγο ύπαρξης. Αυτό σημαίνει ότι σε ένα τέτοιο μέτωπο δεν έχουν θέση άτομα και οργανώσεις που δηλώνουν αριστερή ταυτότητα (συνήθως με βάση κάποιες παλιές περγαμηνές) αλλά υιοθετούν το οικονομικό και πολιτικό (αν όχι και το ιδεολογικό) περιεχόμενο της Νέας Τάξης μιλώντας για ριζική αναμόρφωση της ΕΕ (η του ΝΑΤΟ ) ‘από μέσα’, και ‘ξεχνώντας’ βολικότατα ότι η διεθνοποίηση δεν είναι αναστρέψιμη στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο. Το ίδιο δεν έχουν θέση σε ένα τέτοιο μέτωπο οι διάφοροι ‘πατριώτες’ και ελληνορθοξοι για τους οποίους η Νέα Τάξη ορίζεται όχι με θεσμικά αλλά πολιτιστικά κριτήρια (εθνικότητα, θρησκεία, δυτικός πολιτισμός κλπ. Τα ‘πατριωτικά’ μέτωπα, όπως αυτά που καταστρώνει το ΚΚΕ όχι μόνο αποπροσανατολίζουν τα λαϊκά στρώματα --που αποτελούν τα θύματα της Νέας Τάξης-- για το πραγματικό νόημα της, αλλά και ‘νομιμοποιούν’ από τ’ αριστερά εκείνες ακριβώς τις τάσεις στις οποίες αναθέτει η ελίτ τον ρόλο της ανώδυνης εξωκοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης.
Κατά την άποψή μου, με δεδομένο ότι η απώτερη αιτία της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης στο οικονομικό, το πολιτικό, το κοινωνικό, το οικολογικό και το πολιτισμικό επίπεδο είναι η τεραστία συγκέντρωση εξουσίας στην οποία αναπόφευκτα οδηγεί η δυναμική της οικονομίας της αγοράς και η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, η διέξοδος από τη κρίση βρίσκεται μόνο στη ριζική αποκέντρωση της εξουσίας, στη δημιουργία ενός θεσμικού πλαισίου που εξασφαλίζει την ισοκατανομή εξουσίας σε όλα τα επίπεδα, αυτό που ονομάζουμε περιεκτική δημοκρατία.
Συνοπτικά, μπορούμε να διακρίνουμε μεταξύ τεσσάρων κύριων τύπων δημοκρατίας που συνιστούν τα θεμελιώδη στοιχεία μιας περιεκτικής δημοκρατίας: την πολιτική, οικονομική, οικολογική δημοκρατία και τη «δημοκρατία στον κοινωνικό χώρο». Η πολιτική, η οικονομική και η δημοκρατία στον κοινωνικό χώρο μπορούν να οριστούν, εν συντομία, ως το θεσμικό πλαίσιο που στοχεύει στην ίση κατανομή της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής δύναμης. Αντίστοιχα, μπορούμε να ορίσουμε την οικολογική δημοκρατία ως το θεσμικό πλαίσιο που στοχεύει στην εξάλειψη οποιασδήποτε ανθρώπινης προσπάθειας για κυριαρχία πάνω στον φυσικό κόσμο, δηλαδή, ως το σύστημα που στοχεύει στην επανένωση ανθρώπου και φύσης.
Έχω σκιαγραφήσει αλλού[18] τη δομή και τον τρόπο που θα μπορούσε να λειτουργεί ένα μοντέλο περιεκτικής δημοκρατίας που θα εξασφάλιζε την ισοκατανομή δύναμης σε ένα οικονομικό σύστημα που θ αποτελούσε υπέρβαση τόσο του αποτυχημένου κεντρικού σχεδιασμού στον τ. υπαρκτό σοσιαλισμό όσο και της οικονομίας της αγοράς στον νυν υπαρκτό καπιταλισμό. Το μοντέλο αυτό εκφράζει ένα νέο προταγμα , αυτό της περιεκτικής δημοκρατίας, που με τη σειρά του αποτελεί τη σύνθεση αλλά και την υπέρβαση του σοσιαλιστικού αλλά και του δημοκρατικού προταγματος της αυτονομίας καθώς και των ριζοσπαστικών ρευμάτων στα νέα κινήματα (φεμινιστικό, οικολογικό κλπ)
Πολύ περιληπτικά, στην πολιτική ή άμεση δημοκρατία, η πολιτική δύναμη ισοκατανέμεται μεταξύ όλων των πολιτών, η κοινωνία αυτοθεσμιζεται. Αυτό σημαίνει ότι η δημοκρατία θεμελιώνεται στη συνειδητή επιλογή της ατομικής και συλλογικής αυτονομίας από τους πολίτες και επομένως είναι ασύμβατη η θεμελίωση της σε θεϊκά ή μυστικιστικά δόγματα και προκαταλήψεις ή σε κλειστά θεωρητικά συστήματα. Ακόμη συνεπάγεται τέτοιες δομές ώστε όλες οι πολιτικές αποφάσεις (συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αναφέρονται στη διαμόρφωση και την εφαρμογή των νόμων) λαμβάνονται από το σώμα των πολιτών συλλογικά και χωρίς αντιπροσώπευση η όπου αυτό δεν είναι δυνατό με εξουσιοδότηση σε ανακλητούς εντολοδόχους .
Όμως, το να μιλάμε σήμερα για ίση κατανομή της πολιτικής δύναμης χωρίς να την εξαρτάμε από την ίση κατανομή της οικονομικής δύναμης είναι, στην καλύτερη περίπτωση, χωρίς νόημα και στη χειρότερη απατηλό. Δεν είναι επομένως τυχαίο ότι η σημερινή παρακμή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας έχει οδηγήσει πολλούς φιλελεύθερους, σοσιαλδημοκράτες και άλλους να μιλούν για άμεση δημοκρατία, χωρίς όμως να αναφέρονται στο απαραίτητο συμπλήρωμά της: την οικονομική δημοκρατία. Και οικονομική δημοκρατία είναι αδιανόητη χωρίς την απουσία δομών και σχέσεων που ενσωματώνουν την ανισοκατανομη της οικονομικής δύναμης. Αυτό σημαίνει ότι σε μια οικονομική δημοκρατία όλες οι «μακρό»-οικονομικές αποφάσεις, δηλαδή οι αποφάσεις που αφορούν τη γενική διεύθυνση της οικονομίας (συνολικό επίπεδο παραγωγής, κατανάλωσης και επενδύσεων και συνακόλουθες ποσότητες εργάσιμου και ελεύθερου χρόνου, χρησιμοποιούμενες τεχνολογίες κτλ) λαμβάνονται από το σώμα των πολιτών συλλογικά και χωρίς αντιπροσώπευση, μολονότι οι «μικρό»-οικονομικές αποφάσεις στο επίπεδο του χώρου εργασίας και του νοικοκυριού λαμβάνονται από τον επιμέρους παραγωγό η καταναλωτή. Προϋπόθεση επομένως της οικονομικής δημοκρατίας είναι η ‘δημοτικοποιηση’ των μέσων παραγωγής και κατανομής, δηλ. ότι θα πρέπει να περιέλθουν στην συλλογική ιδιοκτησία και έλεγχο του δήμου, του σώματος των πολιτών.
Αλλά, η πολιτική και οικονομική δύναμη δεν είναι οι μόνες μορφές δύναμης και επομένως η πολιτική και η οικονομική δημοκρατία δεν εξασφαλίζουν από μόνες τους μια περιεκτική δημοκρατία. Με άλλα λόγια, μια περιεκτική δημοκρατία είναι αδιανόητη εάν δεν επεκτείνεται στο ευρύτερο κοινωνικό πεδίο για να συμπεριλάβει το χώρο εργασίας, το νοικοκυριό, τον εκπαιδευτικό χώρο και στην πραγματικότητα κάθε οικονομικό ή πολιτισμικό θεσμό που αποτελεί στοιχείο του χώρου αυτού.
Τέλος, η οικολογική δημοκρατία, η κοινωνία δηλαδή που στοχεύει στην εξάλειψη οποιασδήποτε ανθρώπινης προσπάθειας για κυριαρχία πάνω στον φυσικό κόσμο προϋποθέτει ένα θεσμικό πλαίσιο που δημιουργεί τις συνθήκες για μια αρμονική σχέση μεταξύ του φυσικού και του κοινωνικού κόσμου. Με άλλα λόγια, μια δημοκρατική οικολογική προοπτική δεν μπορεί να προχωρήσει πέρα από τις θεσμικές προϋποθέσεις που προσφέρουν τις μεγαλύτερες ελπίδες για μια καλύτερη σχέση του ανθρώπου με τη Φύση.. Επομένως, η αντικατάσταση του σημερινού θεσμικού πλαισίου από ένα νέο θεσμικό πλαίσιο περιεκτικής δημοκρατίας συνιστά μόνο την αναγκαία συνθήκη για την οικολογική δημοκρατία. Η επαρκής συνθήκη αναφέρεται στο επίπεδο οικολογικής συνείδησης των πολιτών. Παρόλα’ αυτά, θα μπορούσε κανείς εύλογα να περιμένει ότι η ριζοσπαστική αλλαγή στο κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα που θα ακολουθήσει τη θέσμιση μιας περιεκτικής δημοκρατίας, σε συνδυασμό με τον αποφασιστικό ρόλο που θα παίζει η παιδεία σ’ ένα φιλικό προς το περιβάλλον θεσμικό πλαίσιο, θα οδηγήσουν σε μια ριζική αλλαγή της ανθρώπινης συμπεριφοράς προς τη Φύση. Υπάρχουν δηλαδή ισχυροί λόγοι, που αναφέρονται σε όλες τις συνιστώσες της περιεκτικής δημοκρατίας, οι οποίοι μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η σχέση μεταξύ της περιεκτικής δημοκρατίας και της Φύσης θα είναι πολύ πιο αρμονική από τη σχέση που θα μπορούσε ποτέ να επιτευχθεί στην οικονομία της αγοράς, ή στο σοσιαλιστικό κρατισμό.
Τελειώνοντας, με βάση τη προβληματική αυτή, η μόνη ρεαλιστική προσέγγιση σήμερα είναι η δημιουργία ενός μαζικού διεθνούς κινήματος για τη δημιουργία μιας νέας κοινωνίας πέρα από την οικονομία της αγοράς και το έθνος-κράτος, καθώς και τις νέες διεθνικές μορφές κρατικιστικης οργάνωσης που αναδύονται τώρα. Βασική πολιτική στρατηγική του κινήματος αυτού θα ήταν η βαθμιαία ανάμιξη ενός ολοένα και μεγαλύτερου αριθμού πολιτών σ’ ένα νέο είδος πραγματικά δημοκρατικής πολιτικής (με την κλασική έννοια της πολιτικής) και η παράλληλη μετατόπιση των οικονομικών πόρων/μεσων παραγωγής (εργασία, κεφάλαιο, γη) από την οικονομία της αγοράς σε μια συλλογικά και δημοκρατικά ελεγχόμενη οικονομία. Ο στόχος μιας τέτοιας μεταβατικής στρατηγικής θα πρέπει να είναι η δημιουργία ενός νέου θεσμικού πλαισίου και συστήματος αξιών που, μετά από μια περίοδο έντασης μεταξύ των νέων θεσμών και των παλιών, θα αντικαταστήσει, σε κάποιο σημείο, τόσο την οικονομία της αγοράς και την κρατικιστική δημοκρατία, όσο και το κοινωνικό παράδειγμα που τις «νομιμοποιεί», με μια περιεκτική δημοκρατία και ένα νέο δημοκρατικό παράδειγμα αντίστοιχα.
Με αλλά λόγια, η Νέα Τάξη δεν μπορεί ν αντιμετωπιστεί με απόπειρες μεταρρύθμισης ‘εκ των έσω’ , ούτε με την οργάνωση ‘αντίστασης’ εναντίον της. Η Νέα Τάξη εκφράζει μια συστημικη αλλαγή και εναντίον ενός συστήματος δεν οργανώνεις αντίσταση αλλά οργανώνεις την ανατροπή του. Κατά τη γνώμη μου, οποιαδήποτε πράξη αντίστασης που δεν αποτελεί ενιαίο τμήμα ενός περιεκτικού πολιτικού προγράμματος με στόχο την συστημικη αλλαγή είναι καταδικασμένη σε περιθωριοποίηση.
[1] βλ. πχ Robert Pollin, «Financial Structures and Egalitarian Economic Policy», New Left Review, No. 214 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1995).
[2] Karl Polanyi, The Great Transformation, the Political and Economic Origins of Our Time (Boston: Beacon Press, 1944/1957, σελ 71
[3] Polanyi, The Great Transformation, σελ. 57.
[4] H λογική της οικονομικής ανάπτυξης έχει επαρκώς αναλυθεί τόσο από τη
φιλελεύθερη όσο και από τη μαρξιστική προοπτική. Για περαιτερω ανάλυση από την οικολογική σκοπιά, βλ., π.χ., Michael Jacobs, The Green Economy (London: Pluto Press, 1991), σελ. 3-49. Επίσης, το κεφάλαιο με τίτλο «Why Capitalism Needs Growth» [Γιατί ο καπιταλισμός χρειάζεται την οικονομική ανάπτυξη] στο βιβλίο του Richard Douthwaite είναι χρήσιμο, παρά τα γενικότερα μειονεκτήματα του βιβλίου, που οφείλονται κυρίως στην προσέγγιση της βαθιάς οικολογίας που υιοθετεί, Richard Douthwaite, The Growth Illusion (Devon, UK: Resurgence, 1992), σελ. 18-32.
[5] Henry Teune, Growth (London: Sage Publications, 1988), σελ. 13.
[6] Βλ Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτικη Δημοκρατία, Καστανιώτης, 1999, κεφ 1
[7] Kenwood and Lougheed, The Growth of the International Economy, σελ. 185-86.
[8] Στη Βρετανία για παράδειγμα, τα συνολικά δημοσια έσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκαν κατα 9% μεταξύ 1951 και 1975, ενώ οι συνολικές δημοσιες δαπάνες αυξήθηκαν κατά 29% την ίδια περίοδο, Ian Gough, The Political Economy of the Welfare State, πίνακας 5.1, σελ. 77.
[9] Polanyi, The Great Transformation, σελ. 29
[10] Richard Stubbs and Geoffrey R. D. Underhill, «Global Issues in Historical Perspective» στο Political Economy and the Changing Global Order (London: Macmillan, 1994), σελ. 156.
[11] Nicholas Kristof, International Herald Tribune, 16-19 Φεβρ. 1999
[12] βλ για παραπέρα ανάλυση, T. Fotopoulos, ‘The First War of the Internationalised Market Economy, Democracy & Nature, Ιούλης 1999
[13] Liberation, 5/6/99
[14] βλ Ομπσερβερ, 20/6/99
[15] βλ πχ Κ. Βεργοπουλος, Ελευθεροτυπία, 20/6/99
[16] βλ. πχ Τετα Παπαδοπουλου, ‘Ε’, 24/6/99
[17] Liberation, 18/6/99