(Πολυτεχνείο, Ιούνης 1995)
Για Μια Νέα Αντίληψη Της Δημοκρατίας
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Πολύ λίγες λέξεις, εκτός ίσως από τον σοσιαλισμό, έχουν γίνει αντικείμενο τόσης κατάχρησης στον αιώνα που τελειώνει όσο η λέξη "δημοκρατία". Ο συνήθης τρόπος με τον οποίο διαστρεβλώνεται η έννοια της δημοκρατίας, κυρίως από φιλελεύθερους ακαδημαϊκούς και πολιτικούς αλλά και από μαρξιστές, σοσιαλδημοκράτες ακόμη και ελευθεριακούς στοχαστές είναι με το να συγχέεται το σημερινό ολιγαρχικό σύστημα της αντιπροσωπευτικής "δημοκρατίας" με την ίδια την δημοκρατία. Όμως, όπως θα προσπαθήσω ν αναπτύξω απόψε η δημοκρατία είναι ασυμβίβαστη με κάθε μορφή συγκέντρωσης εξουσίας, πολιτικής η οικονομικής.. Ούτε, επομένως, η φιλελεύθερη αντίληψη της δημοκρατίας, η οποία παίρνει δεδομένη την πολιτική και οικονομική συγκέντρωση που συνεπάγονται αντιστοίχως η αντιπροσωπευτική δημοκρατία και η οικονομία της αγοράς, ούτε η σοσιαλιστική αντίληψη της δημοκρατίας που προϋποθέτει ότι ο χωρισμός του κράτους από την κοινωνία θα συνεχίζεται μέχρι να φθάσουμε στη μυθική κομουνιστική φάση, έχουν σχέση με την δημοκρατία.
Ένας άλλος τρόπος με τον οποίο συνήθως διαστρεβλώνεται η έννοια της δημοκρατίας είναι η πρακτική της προσθήκης διαφόρων επιθετικών προσδιορισμών στον όρο δημοκρατία, πράγμα που προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση και δημιουργεί την εντύπωση της ύπαρξης πολλών μορφών δημοκρατίας. Έτσι, φιλελεύθεροι αναφέρονται στη "σύγχρονη", "αντιπροσωπευτική" η "κοινοβουλευτική" δημοκρατία, σοσιαλδημοκράτες μιλούν για την "κοινωνική", "οικονομική" η "βιομηχανική" δημοκρατία και, τέλος, οι Λενινιστές μιλούσαν για τη "σοβιετική" δημοκρατία και, αργότερα, για να περιγράψουν τις χώρες του "υπαρκτού σοσιαλισμού", μιλούσαν για "λαϊκές δημοκρατίες". Όπως, όμως, θα προσπαθήσω να δείξω υπάρχει μόνο μια μορφή δημοκρατίας στο πολιτικό επίπεδο, δηλαδή, η απευθείας άσκηση της κυριαρχίας από τον ίδιο τον λαό. Όλες οι άλλες, επομένως, μορφές δημοκρατίας δεν αποτελούν παρά διάφορες εκδοχές ολιγαρχίας, δηλαδή διακυβέρνησης από τους λίγους. Αυτό σημαίνει ότι ο μόνος επιθετικός προσδιορισμός ο οποίος θα μπορούσε να προστεθεί στον όρο δημοκρατία είναι "οικονομική", δεδομένου ότι η οικονομική δημοκρατία ήταν πράγματι άγνωστη στους Αθηναίους για τους οποίους η οικονομική δραστηριότητα, αντίθετα με τη πολιτική δραστηριότητα δεν φάνηκε στη πολιτική σφαίρα.
Τέλος, το ερώτημα που ανακύπτει σήμερα είναι πως θα μπορούσαμε να ορίσουμε μια σύγχρονη αντίληψη της δημοκρατίας, δηλαδή μια αντίληψη η οποία, χρησιμοποιώντας σαν σπόρο την κλασσική Αθηναϊκή έννοια της δημοκρατίας, θα προσδιόριζε τα στοιχεία που θα έκαναν εφαρμόσιμη τη δημοκρατία στον 21ο αιώνα.
Όσον αφορά πρώτα το ασυμβίβαστο της συγκέντρωσης εξουσίας η δύναμης με τη δημοκρατία, εύκολα μπορεί να δειχθεί ότι η συγκέντρωση δύναμης είναι ασύμβατη με κάθε έννοια της ελευθερίας, είτε δηλαδή με την αρνητική (φιλελεύθερη) αντίληψη της ελευθερίας (ελευθερία από) είτε με τη θετική (σοσιαλιστική) αντίληψη της ελευθερίας (ελευθερία για) και φυσικά με την αντίληψη της ελευθερίας ως ατομικής και συλλογικής αυτονομίας. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι σήμερα, όταν η οικονομία της αγοράς και η αντιπροσωπευτική δημοκρατία οδηγούν σε αυξανόμενη συγκέντρωση οικονομικής και πολιτικής δύναμης αντίστοιχα, η "ελευθεριακή" δεξιά και οι νεοφιλελεύθεροι προσπαθούν να διαχωρίσουν την δύναμη από την ελευθερία. Όμως, ο ολιγαρχικός χαρακτήρας των σημερινών καθεστώτων δεν είναι μόνο το αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η πραγματική δύναμη είναι στα χέρια μιας πολιτικής ελίτ, όπως υποστηρίζουν οι οπαδοί της θεωρίας του ελιτισμού, ή, εναλλακτικά, στα χέρια μιας οικονομικής τάξης για λογαριασμό της οποίας ενεργούν, άμεσα η έμμεσα, οι πολιτικοί, όπως υποστηρίζουν μερικές εκδοχές της μαρξιστικής θεωρίας. Ο ολιγαρχικός χαρακτήρας των σημερινών "δημοκρατιών", ο οποίος στη πραγματικότητα αναιρεί κάθε έννοια της ελευθερίας, είναι το άμεσο αποτέλεσμα του γεγονότος ότι το σημερινό θεσμικό πλαίσιο χωρίζει την κοινωνία από την οικονομία και την κοινωνία από το κράτος.
Έτσι, η μορφή «δημοκρατίας» που καθιερώθηκε από τον 16ο αιώνα στην Ευρώπη ελάχιστη έχει σχέση με την Αθηναϊκή δημοκρατία. Η Ευρωπαϊκή δημοκρατία προϋποθέτει τον χωρισμό του κράτους από τη κοινωνία και την άσκηση της κυριαρχίας από ένα χωριστό σώμα αντιπροσώπων, ενώ η Αθηναϊκή βασίζεται στην αρχή ότι η κυριαρχία ασκείται άμεσα από τους ίδιους τους ελεύθερους πολίτες. Είναι αληθές ότι οι εξουσιαστικές δομές και σχέσεις δεν εξαφανίστηκαν στην Πόλιν. Όχι μόνο στο οικονομικό επίπεδο, όπου οι ανισότητες ήταν φανερές, αλλά ακόμη και στο πολιτικό επίπεδο, όπου η ιεραρχική δομή της κοινωνίας ήταν σαφής: στη κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας, οι ελεύθεροι πολίτες που εδικαιούντο να παίρνουν μέρος στη δημοκρατική διαδικασία και ιδιαίτερα στις συνελεύσεις της εκκλησίας και στον πάτο οι γυναίκες, ακολουθούμενες από τους δούλους. Θα μπορούσαμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι, γενικά, η Αθήνα ήταν ένα μίγμα μη κρατικιστικής και κρατικιστικής δημοκρατίας. Ήταν μη κρατικιστική, όσον αφορά το σώμα των πολιτών, επάνω στο οποίο δεν ασκούσε κανένας κυβερνητική εξουσία, η οποία ισοκατανεμόταν μεταξύ των πολιτών, και κρατικιστική όσον αφορά τους υπόλοιπους κατοίκους των Αθηνών (γυναίκες, δούλοι, μέτοικοι), επάνω στους οποίους ο δήμος ασκούσε εξουσία.
Παρόλα αυτά, η Αθηναϊκή δημοκρατία ήταν το πρώτο ιστορικό παράδειγμα συνταυτισμού κυριάρχων με τους ασκούντες την κυριαρχία. Όπως τονίζει η Hannah Arendt «Η όλη αντίληψη του άρχειν και άρχεσθαι, της εξουσίας με την έννοια που καταλαβαίνουμε σήμερα, εθεωρείτο προ-πολιτική και ανήκουσα στην ιδιωτική και όχι στη δημόσια σφαίρα (…) η ισότητα, επομένως, αντί να συνδέεσαι με την δικαιοσύνη, όπως σήμερα, αποτελούσε την ίδια την ουσία της ελευθερίας: το να είναι κανείς ελεύθερος σήμαινε το να είναι ελεύθερος από την ανισότητα που ενυπάρχει στην εξουσία και το να προχωρήσει σε μια σφαίρα όπου δεν υπάρχει ούτε άρχειν ούτε άρχεσθαι». Δηλαδή οι Έλληνες, συνεπέραναν ότι "κανένας πολίτης δεν θα πρέπει να υπόκειται σε εξουσία (μη άρχεσθαι) και ότι εάν αυτό δεν είναι δυνατόν η εξουσία θα πρέπει να μοιράζεται εξίσου μεταξύ των πολιτών, όπως ρητά τονίζει ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του. Ένας λοιπόν πολύ απλός ορισμός της δημοκρατίας θα ήταν ότι η δημοκρατία σημαίνει την ισοκατανομή δύναμης.
Εάν λοιπόν δεχθούμε ότι οι δυο κύριες μορφές θεσμισμένης δύναμης σήμερα είναι η πολιτική και η οικονομική τότε εύκολα μπορεί να δειχθεί ότι ούτε η αντιπροσωπευτική δημοκρατία έχει σχέση με την ισοκατανομή πολιτική δύναμης ούτε η οικονομία της αγοράς έχει σχέση με την ισοκατανομή οικονομικής δύναμης. Και αυτό, διότι η μεν αντιπροσωπευτική δημοκρατία προϋποθέτει τον χωρισμό της κοινωνίας από το κράτος, η δε οικονομία της αγοράς θεμελιώνεται στον χωρισμό της κοινωνίας από την οικονομία.
Ειδικότερα, όσον αφορά τον χωρισμό της κοινωνίας από την οικονομία, που σηματοδότησε η εγκαθίδρυση του συστήματος της οικονομίας της αγοράς εδώ και δυο περίπου αιώνες, μπορεί να δειχθεί ότι η δυναμική του συστήματος αυτού οδήγησε στην οικονομία ανάπτυξης, δηλαδή την οικονομία όπου η Πρόοδος ταυτίζεται με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Η οικονομία ανάπτυξης, στον αιώνα μας, πήρε την μορφή είτε της καπιταλιστικής οικονομίας ανάπτυξης, είτε της σοσιαλιστικής οικονομίας ανάπτυξης, οι οποίες, και οι δύο, είναι εντελώς ασύμβατες με την έννοια της δημοκρατίας. Συνοπτικά, η οικονομία ανάπτυξης, και στις δυο εκδοχές της, συνεπαγόταν ένα υψηλό βαθμό συγκέντρωσης οικονομικής δύναμης. Δεδομένου όμως ότι ένας υψηλός βαθμός οικονομικής συγκέντρωσης είναι ασύμβατος με την διασπορά της πολιτικής δύναμης, δεν είναι εκπληκτικό ότι η αυξανόμενη συγκέντρωση οικονομικής δύναμης συνοδεύθηκε σε όλο αυτό τον αιώνα από αντίστοιχη συγκέντρωση πολιτικής δύναμης..
Έτσι, όσον αφορά πρώτα τη συμβατότητα της καπιταλιστικής οικονομίας ανάπτυξης με τη δημοκρατία, εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς τη θεμελιακή ασυμβατότητα μεταξύ δημοκρατίας και διαδικασίας αγοραιοποίησης ―δηλαδή, της διαδικασίας, η οποία περιλαμβάνει την σταδιακή άρση των κοινωνικών ελέγχων πάνω στην αγορά, ως αποτέλεσμα των πιέσεων αυτών που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς, στη προσπάθεια τους ν' αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα τους. Είναι φανερό ότι η διαδικασία αγοραιοποίησης θα ήταν αδύνατη στο πλαίσιο της δημοκρατίας, εφόσον, σε μια καπιταλιστική οικονομία ανάπτυξης, την μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού αποτελούν αυτοί που δεν ελέγχουν την οικονομική διαδικασία. Με άλλα λόγια, όσο πιο ολιγαρχική είναι η μορφή πολιτικής οργάνωσης, τόσο πιο επιδεκτική είναι η οικονομία στην διαδικασία αγοραιοποίησης.
Δεν είναι επομένως εκπληκτικό ότι η σημερινή διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, η οποία συνεπάγεται ακόμη μεγαλύτερη συγκέντρωση οικονομικής δύναμης, συνοδεύεται από μια παράλληλη συγκέντρωση πολιτικής δύναμης. Με αυτή τη λογική, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει τη θέση ότι η κρατική κυριαρχία αντικαθίσταται σήμερα από την κυριαρχία της αγοράς και μια μορφή υπερ-εθνικής κυριαρχίας. Η κυριαρχία της αγοράς σημαίνει ότι σήμερα είναι η αγορά αυτή που καθορίζει τα πραγματικά ανθρώπινα δικαιώματα, όχι απλώς τα οικονομικά δικαιώματα, αλλά ακόμη και το ποιος είναι σε θέση ν ασκεί αποτελεσματικά τα ανθρώπινα δικαιώματα γενικά. Η υπερ-εθνική κυριαρχία σημαίνει ότι σήμερα η πολιτική και οικονομική δύναμη συγκεντρώνεται στο υπερ-εθνικό επίπεδο των νέων υπερ-κρατικών οργανώσεων (όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή) και του αναδυόμενου δικτύου των αστικο-περιφερειακών (city-regional) κυβερνήσεων. Ακόμη, η συνεχής παρακμή της οικονομικής κυριαρχίας του κράτους, ως αποτέλεσμα της διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς, συνοδεύεται από την παράλληλη μετατροπή της δημόσιας σφαίρας σε απλή διαχείριση. Για παράδειγμα, διεθνείς κεντρικές τράπεζες είναι υπό ίδρυση, οι οποίες στο μέλλον, ανεξάρτητες από πολιτικό έλεγχο, θα παίρνουν κρίσιμες αποφάσεις για την οικονομική ζωή εκατομμυρίων πολιτών (βλ. πχ την Ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα η οποία σχεδιάζεται ν αναλάβει τον έλεγχο του νέου Ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος και του κοινού Ευρωπαϊκού νομίσματος).
Όλα αυτά σημαίνουν ότι η σύγχρονη καραμέλα της παραδοσιακής Αριστεράς για την ενδυνάμωση της κοινωνίας πολιτών δεν έχει καμιά σχέση με τη πραγματικότητα που διαμορφώνεται, ούτε βέβαια με την ιστορική διαδικασία. Η Χαμπερμασιανή αντίληψη της δημοκρατίας στην οποία στηρίζεται η άποψη δηλαδή αυτή όχι μόνο, όπως σωστά παρατηρεί ο Καστοριάδης μετατρέπει τη δημοκρατία σε ένα σύνολο διαδικασιών, αλλά και δεν έχει καμιά σχέση με τις σημερινές τάσεις στην οικονομία της αγοράς και τη γραφειοκρατικοποίηση της πολιτικής που περιέγραψα. Το γεγονός ότι η σημερινή παγκόσμια οικονομία αποκλείει τη πιθανότητα "αυτόνομων" δημοσίων σφαιρών στο οικονομικό επίπεδο (εκτός εάν δημιουργηθούν νέες μορφές οικονομικής οργάνωσης πέρα από την διεθνή οικονομία) προφανώς αγνοείται από τον Habermas. Εξίσου αγνοείται από αυτόν το γεγονός ότι ακόμη και στο πολιτικό επίπεδο η πιθανότητα ανάπτυξης αυτόνομων δημοσίων σφαιρών υποσκάπτεται σήμερα αποτελεσματικά από τη διαδικασία αγοραιοποίησης (απορύθμιση αγορών κ.λπ.) η οποία επιταχύνθηκε στη σημερινή διεθνοποιημένη φάση της οικονομίας της αγοράς (βλ. π.χ. τη παρούσα σταδιακή εξάλειψη των αυτόνομων συνδικάτων).
Όσον αφορά τώρα τη συμβατότητα της σοσιαλιστικής οικονομίας ανάπτυξης με τη δημοκρατία, δεν θα πρέπει να ξεχνούμε ότι το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα στις χώρες του "υπαρκτού" θεμελιωνόταν στην ιδέα ότι ο πρωταρχικός σκοπός της ανθρώπινης κοινωνίας ήταν, από τη μια μεριά, η μεγιστοποίηση της παραγωγής, και από την άλλη, η δημιουργία ενός δίκαιου συστήματος κατανομής. Δεν υπήρχε λοιπόν καμιά αμφιβολία στα μυαλά της σοβιετικής ελίτ ως προς το τι θα έπρεπε να θυσιαστεί σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ του κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος και της δημοκρατίας. Δεν είναι επομένως περίεργο ότι ήδη από το 1920 ο Λένιν διεκήρυσσε ότι "σε τελική ανάλυση, κάθε είδος δημοκρατίας, ως πολιτική υπερδομή, γενικά...εξυπηρετεί την παραγωγή", υπενθυμίζοντας στους ρομαντικούς που ήθελαν να επιστρέψουν στον εργατικό έλεγχο και τη βιομηχανική δημοκρατία ότι "η βιομηχανία είναι απαραίτητη, η δημοκρατία όχι". Και η θέση αυτή δεν υπαγορευόταν απλώς από τις αντικειμενικές συνθήκες (εμφύλιος πόλεμος, δυτικός αποκλεισμός κ.λπ.) αλλά και από το γεγονός ότι η ίδια η αντίληψη της δημοκρατίας που υιοθετούσαν οι Μαρξιστές-Λενινιστές ήταν κρατικιστική. Στην αντίληψη αυτή, η δημοκρατία δεν διαφοροποιείται από το κράτος για ολόκληρη την ιστορική περίοδο που χωρίζει τον καπιταλισμό από τον κομμουνισμό, δηλαδή για ολόκληρη την περίοδο που ονομάζεται "το βασίλειο της ανάγκης", όπου η σπάνις των αγαθών οδηγεί σε ταξικούς ανταγωνισμούς οι οποίοι κάνουν αναπόφευκτες τις ταξικές δικτατορίες του ενός η του άλλου είδους. Στην αντίληψη αυτή, ο σοσιαλισμός θ' αντικαταστήσει απλώς τη δικτατορία της μιας τάξης, της αστικής, από αυτήν μιας άλλης τάξης, του προλεταριάτου. Έτσι, στο βασίλειο της ανάγκης επιβάλλεται μια κρατικιστική μορφή δημοκρατίας, όπου η πολιτική και οικονομική εξουσία δεν μοιράζεται μεταξύ όλων των πολιτών, αλλά μόνο μεταξύ των μελών της εργατικής τάξης. Αλλά και όταν κάποτε φθάσουμε (αν φθάσουμε ποτέ) στο βασίλειο της ελευθερίας τότε η δημοκρατία θα είναι περιττή εφόσον εφόσον δεν θα υπάρχουν σημαντικές αποφάσεις που θα πρέπει να ληφθούν. Στο οικονομικό επίπεδο, η σπάνις των αγαθών και ο καταμερισμός εργασίας θα έχουν εξαφανιστεί και επομένως δεν θα υπάρχει ανάγκη να ληφθούν οποιεσδήποτε σημαντικές οικονομικές αποφάσεις σχετικά με την κατανομή των οικονομικών πόρων. Ακόμη, στο πολιτικό επίπεδο, η διαχείριση των πραγμάτων θα έχει αντικαταστήσει την διοίκηση των ανθρώπων και επομένως, πάλι, δεν θα υπάρχει ανάγκη για την λήψη οποιωνδήποτε σημαντικών αποφάσεων!
Όμως, η μαρξιστική εξάλειψη της σπάνεως εξαρτάται από έναν αντικειμενικό ορισμό των "αναγκών", ο οποίος δεν είναι ούτε δυνατός, ούτε ― από τη δημοκρατική σκοπιά― επιθυμητός. Δεν είναι δυνατός, διότι, μολονότι μερικές βασικές ανάγκες μπορεί να θεωρηθούν πεπερασμένες και ανεξάρτητες χρόνου και τόπου, δεν θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε το ίδιο και για "τα μέσα ικανοποίησης τους" (satisfiers), τους τρόπους δηλαδή με τους οποίους ικανοποιούνται οι ανάγκες, πολλώ δε μάλλον δεν θα μπορούσαμε να πούμε το 'ίδιο για τις μη βασικές ανάγκες. Δεν είναι επιθυμητός, διότι, σε μια δημοκρατική κοινωνία, αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της ελευθερίας η επιλογή όσον αφορά τους τρόπους με τους οποίους οι ανάγκες σχηματίζονται και ικανοποιούνται. Επομένως, το κομμουνιστικό στάδιο είναι, στη πραγματικότητα, μια μυθική κατάσταση και η αναφορά σε αυτό μπορεί να χρησιμοποιείται για να δικαιώνει την απεριόριστη διατήρηση της κρατικής εξουσίας, των εξουσιαστικών σχέσεων και δομών. Είναι λοιπόν φανερό ότι στην προβληματική του δημοκρατικού προτάγματος δεν έχει θέση η σύνδεση της μετα-σπάνεως (οριζόμενης "αντικειμενικά") με την ελευθερία. Η εξάλειψη της σπάνεως και, συνακόλουθα, του καταμερισμού εργασίας δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε επαρκής συνθήκη για τη δημοκρατία. Επομένως, η άνοδος του ανθρώπου από το βασίλειο της ανάγκης στο βασίλειο της ελευθερίας θα πρέπει ν αποκοπεί από την οικονομική διαδικασία. Ιστορικά, υπήρξαν αρκετές περιπτώσεις όπου διάφοροι βαθμοί ελευθερίας επέζησαν κάτω από συνθήκες που θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ότι ανήκουν στο "βασίλειο της ανάγκης". Επιπλέον, από τη στιγμή που παύσουμε να βλέπουμε τα δυο βασίλεια σαν αμοιβαίως αποκλειόμενα, εκλείπει η δικαίωση για κάθε απόπειρα να κυριαρχηθεί η Φύση ―σημαντικό στοιχείο της μαρξιστικής ιδεολογίας ανάπτυξης― με στόχο την μετάβαση στο βασίλειο της ελευθερίας.
Εν κατακλείδι, δεν υπάρχουν υλικές προϋποθέσεις για την ελευθερία. Η είσοδος στο βασίλειο της ελευθερίας δεν εξαρτάται από "αντικειμενικούς" παράγοντες, όπως η έλευση του μυθικού σταδίου της υλικής αφθονίας.. Το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων το οποίο απαιτείται ώστε να επιτευχθεί η υλική αφθονία για ολόκληρο τον πληθυσμό της γης κάνει τουλάχιστον αμφίβολο ότι ένα παρόμοιο στάδιο θα μπορούσε να επιτευχθεί ποτέ (ανεξάρτητα από οποιαδήποτε προβλέψιμα τεχνολογικά άλματα) χωρίς σοβαρές συνέπειες στο περιβάλλον. Ανάλογα, η είσοδος στο βασίλειο της ελευθερίας δεν εξαρτάται από καμιά μαζική αλλαγή στο επίπεδο συνειδητοποίησης, μέσω της υιοθέτησης κάποιου είδους σπιριτουαλιστικού δόγματος, όπως προτείνουν μερικοί βαθείς οικολόγοι και αλλά σπιριτουαλιστικά κινήματα. Επομένως, ούτε ο καπιταλισμός, ούτε ο σοσιαλισμός, από την "αντικειμενική" πλευρά, ούτε η υιοθέτηση κάποιου είδους σπιριτουαλιστικού δόγματος από την "υποκειμενική" πλευρά συνιστούν ιστορικές προϋποθέσεις για την είσοδο στο βασίλειο της ελευθερίας. Σήμερα, το βασίλειο της ελευθερίας είναι ακόμη περισσότερο κατορθωτό από ότι στο παρελθόν, σαν αποτέλεσμα πρόσφατων εξελίξεων τόσο στο υποκειμενικό όσο και στο αντικειμενικό επίπεδο που κάνουν ευκολότερη μια νέα σύνθεση μεταξύ των δύο.
Αλλά ας δούμε τώρα τα χαρακτηριστικά της δημοκρατίας και πως θα μπορούσαμε να ορίσουμε τις συνθήκες για μια σύγχρονη αντίληψη της δημοκρατίας. Όπως ανάφερα στην αρχή της ομιλίας μου δεν υπάρχουν διάφορα είδη δημοκρατίας, μεταξύ των οποίων μπορούμε να επιλέξουμε εκείνο που είναι συμβατό με το θεσμικό πλαίσιο της αρεσκείας μας, όπως κάνουν οι φιλελεύθεροι, οι σοσιαλιστές, ακόμη και μερικοί ελευθεριακοί στοχαστές., Στο πολιτικό επίπεδο, μπορεί να υπάρξει μόνο μια μορφή δημοκρατίας, αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε πολιτική η άμεση δημοκρατία, όπου η πολιτική εξουσία ισοκατανέμεται μεταξύ των πολιτών. Αυτό σημαίνει ότι η κοινοβουλευτική "δημοκρατία" (όπως λειτουργεί στη δύση), η σοβιετική "δημοκρατία" (όπως λειτουργούσε στην ανατολή) και τα διάφορα φονταμενταλιστικά η ημι-στρατιωτικά καθεστώτα στον Νότο είναι απλώς μορφές πολιτικής ολιγαρχίας, όπου η πολιτική εξουσία συγκεντρώνεται στα χέρια διαφόρων ελίτ (επαγγελματίες πολιτικοί, κομματικοί γραφειοκράτες, παπάδες, στρατιωτικοί κ.λπ.).
Στο παρελθόν έχουν γίνει αρκετές απόπειρες για να θεσμισθούν διάφορες μορφές δημοκρατίας, κυρίως στη διάρκεια επαναστατικών περιόδων (π.χ. οι συνελεύσεις της Γαλλικής κομμούνας, οι Ισπανικές συνελεύσεις στην αρχή του του εμφυλίου, τα Ουγγρικά εργατικά συμβούλια κ.λπ.). Εντούτοις, οι περισσότερες απόπειρες είναι βραχύβιες, ενώ σε άλλες περιπτώσεις οι δημοκρατικές διευθετήσεις εισάγονται απλώς σαν ένα σύνολο διαδικασιών και όχι σαν ένα νέο πολίτευμα που αντικαθιστά, και δεν συμπληρώνει απλώς, το κράτος. Το μόνο ιστορικό παράδειγμα θεσμισμένης άμεσης δημοκρατίας όπου, για περισσότερο από ένα αιώνα, το κράτος έχει "απορροφηθεί" από την δημοκρατική μορφή κοινωνικής οργάνωσης, είναι η Αθηναϊκή δημοκρατία.
Φυσικά, η Αθηναϊκή δημοκρατία, όπως είδαμε, δεν ήταν πλήρης πολιτική δημοκρατία. Όμως, ο μερικός χαρακτήρας της δημοκρατίας προέκυπτε όχι από τους ίδιους τους θεσμούς της αλλά από τον πολύ στενό ορισμό της πλήρους ιθαγένειας που είχαν υιοθετήσει οι Αθηναίοι. Ο ορισμός αυτός, ως γνωστόν, απέκλειε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού (γυναίκες, δούλοι, μέτοικοι) τα οποία, στη πραγματικότητα, αποτελούσαν την πλειοψηφία των κατοίκων της Αθήνας. Ακόμη, αναφέρθηκα στην Αθήνα ως παράδειγμα θεσμισμένης δημοκρατίας διότι ήθελα να κάνω σαφή την διάκριση μεταξύ δημοκρατικών θεσμών και δημοκρατικής πρακτικής. Η τελευταία, όπως μερικοί εχθροί της δημοκρατίας τονίζουν, θα μπορούσε, πράγματι, μερικές φορές να χαρακτηριστεί ως ντε φάκτο "ολιγαρχική", με την έννοια ότι η διαδικασία λήψης αποφάσεων συχνά ελεγχόταν από ένα ισχυρό ηγέτη (π.χ. Περικλής), ή ένα μικρό αριθμό δημαγωγών. Εντούτοις, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να ληφθεί ως σοβαρή κριτική των ίδιων των δημοκρατικών θεσμών. Αντίθετα,, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ήταν ακριβώς ο μερικός χαρακτήρας της πολιτικής δημοκρατίας, ο οποίος, σε συνδυασμό με τις επικρατούσες σημαντικές διαφορές στην κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου όχι μόνο δημιουργούσε σοβαρές αντιφάσεις στην δημοκρατική διαδικασία αλλά, επιπρόσθετα, εξασθενώντας την οικονομική βάση πάνω στην οποία στηριζόταν η διαδικασία αυτή, οδήγησε, τελικά, στην κατάρρευση των ίδιων των δημοκρατικών θεσμών.
Εντούτοις, δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι η άμεση δημοκρατία αναφέρεται μόνο στο θέμα της πολιτικής δύναμης. Στη κλασική Αθήνα, για παράδειγμα, το θέμα της οικονομικής δύναμης, δηλαδή το ποιος ελέγχει την οικονομία, δεν απετέλεσε ποτέ θέμα δημόσιας συζήτησης, παρά μόνο με την περιορισμένη έννοια της ανακατανομής του εισοδήματος και πλούτου. Η αιτία ήταν, φυσικά, ότι η συσσώρευση πλούτου δεν αποτελούσε δομικό χαρακτηριστικό της Αθηναϊκής δημοκρατίας και συνακόλουθα τμήμα του κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος. Επομένως το θέμα της κατανομής των οικονομικών πόρων δεν ανήκε στην δημόσια σφαίρα, παρά μόνο στο βαθμό που αφορούσε τη θεσμοθέτηση κοινωνικών ελέγχων για την ρύθμιση της περιορισμένης αγοράς και τη χρηματοδότηση των "δημοσίων" δαπανών. Το πρόβλημα του τρόπου λήψεως των σημαντικών οικονομικών αποφάσεων (τι, πως και για ποιον θα παραχθεί) και το συνδεδεμένο θέμα της οικονομικής δύναμης δεν ανέκυψε παρά μόνο όταν αναδύθηκε η οικονομία της αγοράς και η συνακόλουθη οικονομία ανάπτυξης, δυο αιώνες πριν.
Σήμερα, δεν είναι πια δυνατόν να μιλούμε για δημοκρατία, χωρίς αναφορά στο θέμα της οικονομικής δύναμης, διότι το να μιλούμε για την ισοκατανομή της πολιτικής δύναμης χωρίς να την εξαρτούμε από την ισοκατανομή της οικονομικής δύναμης είναι, στη καλύτερη περίπτωση, χωρίς νόημα και, στη χειρότερη, απατηλό. Από τη σκοπιά αυτή, δεν είναι περίεργο ότι η σημερινή παρακμή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας έχει οδηγήσει πολλούς φιλελεύθερους, σοσιαλδημοκράτες και άλλους να μιλούν για άμεση δημοκρατία, χωρίς όμως ν αναφέρονται και στο αναγκαίο συμπλήρωμα της, την οικονομική δημοκρατία. Ιστορικά, σε αντίθεση με την θέσμιση της πολιτικής δημοκρατίας, δεν υπήρξε ποτέ αντίστοιχο παράδειγμα θέσμισης της οικονομικής δημοκρατίας. Οι μορφές οικονομικής οργάνωσης που επεκράτησαν μετά την ανάδυση της οικονομίας αγοράς, δηλαδή ο καπιταλισμός και ο κρατικός σοσιαλισμός, δεν ήταν παρά μορφές οικονομικής ολιγαρχίας, όπου η οικονομική δύναμη συγκεντρωνόταν στα χέρια των καπιταλιστικών και των γραφειοκρατικών ελίτ.
Δεν θα επεκταθώ εδώ στο θέμα της έννοιας της οικονομικής δημοκρατίας Θα ήθελα μόνο να τονίσω ότι η έννοια αυτή δεν ταυτίζεται με την έννοια της ισότητας εισοδημάτων αλλά με αυτή της ισότητας οικονομικής δύναμης και αυτό προϋποθέτει την εξασφάλιση μιας κατανομής των οικονομικών πόρων που διασφαλίζει τόσο την ελευθερία της ατομικής επιλογής όσο και την ικανοποίηση των βασικών αναγκών όλων των πολιτών. Με άλλα λόγια, η οικονομική δημοκρατία δεν σημαίνει απλώς, όπως φαίνεται να προτείνει ο Καστοριάδης, εισοδηματική ισότητα στο πλαίσιο μιας οικονομίας όπου το χρήμα εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ως ένα απρόσωπο μέσον ανταλλαγής καθώς και ως μέτρον των αξιών (αλλά όχι και ως μέσο συσσώρευσης, παρόλο που δεν ξεκαθαρίζεται πως επιτυγχάνεται αυτό) και όπου μια "αληθινή" αγορά συνδυάζεται με κάποιο είδος δημοκρατικού σχεδιασμού. Ένα τέτοιο σύστημα βασίζεται σε μια κρίσιμη θεσμική διευθέτηση που ο Καστοριάδης την περιγράφει ως "την μη διαφοροποίηση μισθών, ημερομισθίων και εισοδημάτων". Μια παρόμοια όμως διευθέτηση όχι μόνο είναι εντελώς μη πρακτική και κάνει το σύστημα ουτοπικό με την αρνητική έννοια του όρου αλλά είναι κα ανεπιθύμητη διότι με δεδομένη την ανισότητα των διαφόρων τύπων εργασίας, ισότητα αμοιβής θα σήμαινε , στην ουσία, άνιση ικανοποίηση από την εργασία".
Σχετικά, θα έπρεπε να σημειωθεί εδώ ότι ένα σύνηθες σφάλμα στις συζητήσεις για την δημοκρατία είναι να χαρακτηρίζονται διάφοροι τύποι κοινωνιών, ως δημοκρατίες, απλώς και μόνο διότι χαρακτηριζόντουσαν από δημοκρατικές διαδικασίες όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων (λαϊκές συνελεύσεις) η οικονομική ισότητα. Όμως, η δημοκρατία δεν είναι απλώς μια δομή που θεσμίζει την ισοκατανομή εξουσίας. Η δημοκρατία είναι, επίσης, μια διαδικασία κοινωνικής αυτο-θέσμισης, στο πλαίσιο της οποίας η Πολιτική αποτελεί την έκφραση τόσο της συλλογικής, όσο και της ατομικής αυτονομίας. Η δημοκρατία, ως διαδικασία κοινωνικής αυτο-θέσμισης, συνεπάγεται μια κοινωνία που είναι ανοικτή ιδεολογικά, δηλαδή που δεν θεμελιώνεται σε κάποιο κλειστό σύστημα πεποιθήσεων, δογμάτων ή ιδεών. "Η δημοκρατία", όπως σημειώνει ο Καστοριάδης, "είναι το πρόταγμα της διάρρηξης του κλειστού συστήματος στο συλλογικό επίπεδο".
Η ίδια η δημοκρατική αρχή δεν θεμελιώνεται σε κάποιους θεϊκούς, φυσικούς η κοινωνικούς "νόμους" η τάσεις, αλλά στην δική μας συνειδητή επιλογή μεταξύ των δυο κυρίων ιστορικών παραδόσεων: της παράδοσης της ετερονομίας, που ιστορικά ήταν κυρίαρχη, και της παράδοσης της αυτονομίας. .Η επιλογή της αυτονομίας αποκλείει κάθε είδος ανορθολογισμού (πίστη στον Θεό, μυστικιστικές πεποιθήσεις κ.λπ.), καθώς και κάθε είδους "αντικειμενικές αλήθειες" για την κοινωνική εξέλιξη που βασίζονται σε κοινωνικούς η φυσικούς "νόμους". Και αυτό, διότι κάθε σύστημα θρησκευτικών η μυστικιστικών πεποιθήσεων (όπως επίσης κάθε κλειστό σύστημα ιδεών), εξ ορισμού, αποκλείει την αμφισβήτηση μερικών θεμελιακών πεποιθήσεων ή ιδεών και επομένως είναι ασύμβατο με την αρχή ότι τα άτομα θέτουν τα ίδια τους νόμους τους. Στη πραγματικότητα, η αρχή της "μη αμφισβήτησης" μερικών θεμελιακών πεποιθήσεων είναι κοινή σε κάθε θρησκεία η σύνολο μεταφυσικών και μυστικιστικών πεποιθήσεων, από τον Χριστιανισμό μέχρι τον Ταοϊσμό.
Επομένως, το θεμελιακό στοιχείο της αυτονομίας είναι η δημιουργία της δικής μας αλήθειας, πράγμα που τα κοινωνικά άτομα μπορούν να επιτύχουν μόνο μέσω της άμεσης δημοκρατίας, δηλαδή της διαδικασίας μέσω της οποίας συνεχώς αμφισβητούν κάθε θεσμό, παράδοση η "αλήθεια". Σε μια δημοκρατία απλώς δεν υπάρχουν δοσμένες αλήθειες. Η πρακτική της ατομικής και συλλογικής αυτονομίας προϋποθέτει αυτονομία στη σκέψη, δηλαδή τη συνεχή αμφισβήτηση θεσμών και αληθειών. Μολονότι, επομένως, λαϊκές συνελεύσεις, ως μορφή λήψης αποφάσεων, υπήρχαν πριν, αλλά και μετά, την Αθηναϊκή εκκλησία, (συνήθως είχαν τις ρίζες τους στις συνελεύσεις των φυλών), εντούτοις, το διαφοροποιητικό χαρακτηριστικό της Αθηναϊκής εκκλησίας είναι το γεγονός ότι δεν θεμελιωνόταν στη θρησκεία η την παράδοση αλλά στην δόξαν των πολιτών. Από τη σκοπιά αυτή, η πρακτική μερικών σύγχρονων ελευθεριακών συγγραφέων να χαρακτηρίζουν ως δημοκρατικά μερικά Ευρωπαϊκά Χριστιανικά κινήματα, ή μυστικιστικές Ανατολίτικες θρησκείες, είναι προφανώς αστήρικτη.
Με βάση τα θεμελιακά αυτά χαρακτηριστικά της δημοκρατίας, δηλαδή ότι η δημοκρατία είναι ασύμβατη με κάθε κλειστό σύστημα ιδεών η δογμάτων, στο ιδεολογικό επίπεδο και με τη συγκέντρωση εξουσίας στο θεσμικό επίπεδο, πως θα μπορούσαμε να ορίσουμε τις συνθήκες της δημοκρατίας; Νομίζω ότι η δημοκρατία, σύμφωνα με τον ορισμό μας, συνεπάγεται ότι οι ακόλουθες συνθήκες πρέπει να ικανοποιούνται:
Πρώτον, στο ιδεολογικό επίπεδο, η κοινωνία θεμελιώνεται στη συνειδητή επιλογή των πολιτών της για την ατομική και συλλογική αυτονομία και όχι σε κάποια θεϊκά η μυστικιστικά δόγματα και προκαταλήψεις, ή σε κάποια κλειστά θεωρητικά συστήματα που ενέχουν κοινωνικούς/φυσικούς "νόμους" η τάσεις που καθορίζουν την κοινωνική αλλαγή
Δεύτερον, στο πολιτικό επίπεδο, η κοινωνία θεμελιώνεται στην ισοκατανομή της πολιτικής δύναμης μεταξύ όλων των πολιτών, δηλαδή στην αυτοθέσμιση της κοινωνίας (άμεση δημοκρατία). Η συνθήκη αυτή συνεπάγεται μια σειρά θεσμικών διευθετήσεων. Συγκεκριμένα, ότι δεν υπάρχουν θεσμισμένες πολιτικές διαδικασίες ολιγαρχικού χαρακτήρα, ότι δηλαδή όλες οι πολιτικές αποφάσεις (συμπεριλαμβανομένων αυτών που αναφέρονται στην θέσπιση και εκτέλεση των νόμων) λαμβάνονται από το σώμα των πολιτών συλλογικά και χωρίς αντιπροσώπευση. Ακόμη, ότι δεν υπάρχουν θεσμισμένες πολιτικές δομές που ενσωματώνουν άνισες σχέσεις εξουσίας (πχ η εντολή για την ανάθεση καθηκόντων σε τμήματα του σώματος των πολιτών είναι ειδική, πάντοτε ανακλητή και δίνεται με κλήρο). Τέλος, ότι όλοι οι κάτοικοι συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής (που, για λόγους στους οποίους θ αναφερθώ σε λίγο σήμερα, μπορεί να πάρει τη μορφή μόνο της γεωγραφικής κοινότητας) είναι μέλη του σώματος των πολιτών και μετέχουν άμεσα στη διαδικασία λήψης αποφάσεων.
Τρίτον, στο οικονομικό επίπεδο, η κοινωνία θεμελιώνεται στην ισοκατανομή της οικονομικής δύναμης μεταξύ όλων των πολιτών (οικονομική δημοκρατία). Η συνθήκη αυτή επίσης συνεπάγεται μια σειρά θεσμικών διευθετήσεων. Δηλαδή, ότι δεν υπάρχουν θεσμισμένες οικονομικές διαδικασίες ολιγαρχικού χαρακτήρα πράγμα που σημαίνει ότι όλες οι "μακρο" οικονομικές αποφάσεις, δηλαδή οι αποφάσεις που αφορούν τη διεύθυνση της οικονομίας σαν σύνολο (επίπεδο παραγωγής, κατανάλωσης και επενδύσεων, ποσότητα εργασίας και ελεύθερου χρόνου που συνεπάγονται τα επίπεδα αυτά, είδος τεχνολογίας κλπ.) λαμβάνονται από το σώμα των πολιτών συλλογικά και χωρίς αντιπροσώπευση. Ακόμη, ότι δεν υπάρχουν θεσμισμένες οικονομικές δομές που ενσωματώνουν άνισες σχέσεις οικονομικής εξουσίας, πράγμα που προϋποθέτει ότι τα μέσα παραγωγής και κατανομής είναι αντικείμενο συλλογικής ιδιοκτησίας και άμεσου ελέγχου από το σώμα των πολιτών.
Φυσικά, οι συνθήκες αυτές αναφέρονται μόνο στο θεσμικό πλαίσιο και απαρτίζουν τις αναγκαίες συνθήκες. Η επαρκής συνθήκη για μια αληθινή δημοκρατία, που δεν θα εκφυλιστεί σε κάποιο είδος "δημαγωγο-κρατίας" όπου ο δήμος χειραγωγείται από ένα νέο είδος επαγγελματιών πολιτικών, καθορίζεται αποφασιστικά από το επίπεδο πολιτικής συνειδητοποίησης των πολιτών, το οποίο, με τη σειρά του, καθορίζεται από την παιδεία με την κλασική έννοια του όρου, η οποία δεν είναι απλώς εκπαίδευση αλλά ανάπτυξη του χαρακτήρα και σφαιρική προαγωγή των γνώσεων και δεξιοτεχνιών του πολίτη, η εκπαίδευση του ατόμου ως πολίτου.
Επομένως, οι παραπάνω συνθήκες της δημοκρατίας συνεπάγονται μια νέα αντίληψη της ιθαγένειας: οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής και πολιτιστικής. Έτσι, η πολιτική ιθαγένεια ενέχει νέες πολιτικές δομές και την επιστροφή στη κλασική έννοια της πολιτικής (άμεση δημοκρατία). Η οικονομική ιθαγένεια ενέχει νέες οικονομικές δομές κοινοτικής ιδιοκτησίας και ελέγχου των οικονομικών πόρων (οικονομική δημοκρατία). Η κοινωνική ιθαγένεια ενέχει νέες δομές πρόνοιας όπου όλες οι βασικές ανάγκες (δημοκρατικά καθοριζόμενες) ικανοποιούνται στο κοινοτικό επίπεδο. Τέλος, η πολιτιστική ιθαγένεια ενέχει νέες δημοκρατικές δομές διάδοσης και ελέγχου των πληροφοριών και της κουλτούρας (ΜΜΕ, τέχνη κ.λπ.) που επιτρέπουν σε κάθε μέλος της κοινότητας να πάρει μέρος στη διαδικασία και, συγχρόνως, ν αναπτύξει το διανοητικό και πολιτιστικό δυναμικό της/του.
Το επόμενο ερώτημα είναι σε ποιο επίπεδο είναι σήμερα δυνατή η δημοκρατία. Με βάση τα προλεχθεντα είναι φανερό ότι η αναγέννηση της δημοκρατίας είναι σήμερα δυνατή μόνο στο κοινοτικό επίπεδο (τον δήμο και τις υποδιαιρέσεις του), διότι μόνο στο επίπεδο αυτό είναι δυνατόν να ικανοποιηθούν οι συνθήκες που κάνουν δυνατή την άμεση και οικονομική δημοκρατία, δηλαδή, οικονομική αυτοδυναμία, κοινοτικοποίηση των οικονομικών πλουτοπαραγωγικών πηγών και δημοκρατικός καταμερισμός των αγαθών και υπηρεσιών μεταξύ των συνομοσπονδιοποιημένων κοινοτήτων. Το ίδιο μπορεί να δειχθεί ότι ισχύει και σε σχέση με τις προϋποθέσεις της οικολογικής κοινωνίας που μόνο στο επίπεδο της συνομοσπονδίας κοινοτήτων είναι δυνατόν να ικανοποιηθούν. Από τη σκοπιά όμως αυτή, είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι σήμερα όχι μόνο οι προτάσεις να ξαναφτιάξουμε τη κοινωνία αλλά και οι ρεφορμιστικές προτάσεις για αποκέντρωση επικεντρώνονται στο κοινοτικό επίπεδο. Το γεγονός αυτό δεν είναι βέβαια εκπληκτικό, αφού απλώς αποτελεί την αναπόφευκτη συνέπεια της κατάρρευσης του κρατικού σοσιαλισμού από τη μια μεριά και της αποτυχίας του "υπαρκτού καπιταλισμού" από την άλλη. Μια αποτυχία που είναι τόσο οικονομική, όπως δείχνει το γεγονός ότι το σύστημα αυτό δεν είναι σε θέση να ικανοποιήσει ούτε τις βασικές ανάγκες τουλάχιστον του 20% του παγκόσμιου πληθυσμού, όσο και οικολογική, όπως αποδεικνύει η προϊούσα οικολογική αποσύνθεση. Έτσι, μια νέα συνειδητοποίηση αναδύεται ανάμεσα στα ριζοσπαστικά κινήματα του Βορρά και τα διάφορα κοινοτικά κινήματα του Νότου. Μια συνειδητοποίηση που αποδίδει τη βασική ευθύνη για την αποτυχία του καπιταλισμού, αλλά και του σοσιαλισμού, στη συγκέντρωση δύναμης.
Σήμερα, λοιπόν, η έννοια της κοινότητας είναι πάλι της μόδας. Έτσι, ο θρησκευτικός κοινοτισμός, χρησιμοποιώντας μία άσχετη προς το πολιτικό γίγνεσθαι έννοια της "κοινότητας", συναγωνίζεται με ένα είδος πολιτιστικού κοινοτισμού, τον κομουνιταριανισμό (communitarianism), όπου η αναγέννηση της κοινότητας ρητά στοχεύει στην αποκατάσταση παλιών κοινοτικών αξιών (αλληλεγγύη, αμοιβαία βοήθεια κ.λπ.) ή τη δημιουργία νέων κοινών αξιών. Ο πραγματικός όμως στόχος είναι η κινητοποίηση των πολιτών σε μια προσπάθεια, πρώτον, να απαλυνθούν τα αποτελέσματα της κοινωνικής αποσύνθεσης που συνεπιφέρει η νεοφιλελεύθερη συναίνεση (έκρηξη της εγκληματικότητας, της κατάχρησης ναρκωτικών, της κοινωνικής ανευθυνότητας κ.λπ.) και, δεύτερον, να διασωθούν μερικές από τις κοινωνικές υπηρεσίες, οι οποίες σήμερα υποσκάπτονται συστηματικά από το εν διαλύσει κράτος-πρόνοιας. Ο κομουνιταριανισμός, επομένως, ο οποίος, από τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, έχει ανθίσει, κυρίως στις ΗΠΑ, είναι στη πραγματικότητα ένα μεσοαστικό κίνημα εναντίον των κοινωνικών συμπτωμάτων της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης που επέφερε η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο ότι σήμερα, μερικά τμήματα του παλαιού σοσιαλδημοκρατικού κινήματος, όπως για παράδειγμα το Βρετανικό Εργατικό Κόμμα, στρέφονται προς διάφορες μορφές "κοινοτισμού", με την έννοια της ενδυνάμωσης των κοινοτήτων ως εξισορροπητικών δυνάμεων στην αγορά και τις υπό διαμόρφωση υπερεθνικές ομοσπονδιακές μορφές κρατισμού. Ο κοινοτισμός προσφέρει σε αυτούς τη δυνατότητα να δημιουργήσουν την εικόνα μιας "νεοφιλελεύθερης συναίνεσης με ανθρώπινο πρόσωπο", χωρίς επιπρόσθετο κόστος στο κρατικό προϋπολογισμό!
Όμως, οι οπαδοί του κομουνιταριανισμού θέλουν να έχουν και τη πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο, εφόσον, στη πραγματικότητα, θέλουν ν απολαμβάνουν τα προνόμια που η οικονομία της αγοράς και η διεθνοποίηση της τους επιτρέπει ν απολαμβάνουν, χωρίς όμως να πληρώνουν την τιμή που συνεπάγεται η ζωή σε μια κοινωνία πελώριων ανισοτήτων στην κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου. Δεν είναι λοιπόν εκπληκτικό ότι οι οπαδοί του κομουνιταριανισμού επικεντρώνουν τις προσπάθειες τους σε πολιτιστικούς παράγοντες και τάσσονται υπέρ της ενδυνάμωσης παραδοσιακών ιεραρχικών δομών όπως η οικογένεια και της δημιουργίας νέων (μερικοί υποστηρίζουν την υποχρεωτική κοινοτική προσωπική εργασία για τους έφηβους, άλλοι προτείνουν την απαγόρευση κυκλοφορίας των νέων μετά από ορισμένη ώρα τη νύχτα, τη παραχώρηση μεγαλύτερης εξουσίας στους αστυνομικούς σε σχέση με έρευνες για ναρκωτικά και οπλοφορία στις αστικές περιοχές κ.λπ.). Ακόμη, δεν είναι περίεργο ότι το κοικωνικο-οικονομκό πλαίσιο έχει αποκλεισθεί από την προβληματική του κομουνιταριανισμού και ο Etsioni, ο γκουρού του κομουνιταριανισμού, δίνει μια σαφή απάντηση στις ερωτήσεις "ποια είναι η θέση σας για τα κοινωνικο-οικονομικά δικαιώματα και ποια είναι η οικονομική 'ατζέντα' του κομουνιταριανισμού". "Η σύντομη απάντηση", λέει, είναι "καμία". Παρόλα αυτά, ο Εtsioni δεν διστάζει να παρουσιάζει τον κομουνιταριανισμό του ως ένα "τρίτο" δρόμο μεταξύ φιλελευθερισμού και σοσιαλισμού!
Η θέση αυτή είναι, φυσικά, συνεπής με το γεγονός ότι η αναγέννηση των κοινοτήτων είναι αδύνατη στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, όπου η οικονομική ζωή κάθε κοινότητας, δηλαδή η απασχόληση, το εισόδημα και η ευημερία κάθε μέλους της κοινότητας, εξαρτάται αποφασιστικά από οικονομικές δυνάμεις τις οποίες καμιά κοινότητα δεν είναι πια σε θέση να ελέγχει. Η σημερινή παγκόσμια ελευθερία στην κίνηση εμπορευμάτων και κεφαλαίου σημαίνει ότι καμιά κοινότητα δεν είναι πια οικονομικά βιώσιμη, εφόσον το επίπεδο οικονομικής βιωσιμότητας έχει τώρα μετατοπισθεί στις καινούριες πόλεις-περιοχές και τα πολυεθνικά δίκτυα.. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι η επιχειρηματολογία του κομουνιταριανισμού είναι γεμάτη αντιφάσεις, ιδιαίτερα μάλιστα όταν, ενώ διακηρύσσεται ότι ο απώτατος στόχος είναι μια κοινωνική διάρθρωση που επιδιώκει "να διευκολύνει την αδελφοσύνη", συγχρόνως εγκωμιάζεται ενθουσιωδώς ο μηχανισμός της αγοράς!
Είναι, επομένως, φανερό ότι ο κομουνιταριανισμός θα μπορούσε να παίξει σημαντικό ρόλο σε σχέση με τη σημερινή φάση της αγοραιοποίησης, εφόσον είναι απόλυτα συμβατός με την μετατόπιση του κέντρου δύναμης από το καταρρέον κράτος-πρόνοιας, χωρίς την καθ' οιοδήποτε τρόπο αμφισβήτηση της οικονομίας της αγοράς και της διεθνοποίησης της. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ο κομουνιταριανισμός υποστηρίζεται όχι μόνο από τους σοσιαλδημοκράτες αλλά και από ακραιφνείς φιλελεύθερους στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Είναι, επομένως σαφές ότι ο κομουνιταριανισμός δεν έχει τίποτα το κοινό με τον τύπο της κοινότητας που εξετάσαμε εφόσον παίρνει για δεδομένο το ίδιο το θεσμικό πλαίσιο που μια κοινωνία βασισμένη στη κοινότητα πρέπει να υπερβεί. Ελπίζω δηλαδή να είναι φανερό πως η κοινότητα στην οποία αναφέρομαι είναι η θεμελιακή κοινωνική, πολιτική και οικονομική μονάδα, πάνω στην οποία μπορεί να θεμελιωθεί ένας νέος τύπος κοινωνίας, δηλαδή ένα τρίτο κοινωνικό σύστημα, πέρα από τον σοσιαλιστικό κρατισμό και τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό.
Αντίστοιχα επιχειρήματα μπορούν να υποστηριχθούν εναντίον του τύπου Πράσινου κοινοτισμού που σήμερα επεκτείνεται, ιδιαίτερα στη Βόρεια Αμερική και τη Βρετανία, με την μορφή αυτού που συνήθως ονομάζεται "Κοινοτική Οικονομική Ανάπτυξη (ΚΕΑ). Πρόκειται για μια στρατηγική βαθμιαίας απόσυρσης της γης, του κεφαλαίου και της εργασίας από την οικονομία της αγοράς (μέσω της καθιέρωσης κοινοτικών πιστωτικών ενώσεων, κοινοτικών επιχειρήσεων, κοινοτικών συνεταιρισμών για την αγορά γης κ.λπ.) με τον διπλό στόχο να δημιουργηθεί μια κοινοτική κουλτούρα και να αναγκασθούν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις και το κράτος να γίνουν κοινωνικά υπεύθυνοι. Όμως η ΚΕΑ, μολονότι χρήσιμη σε σχέση με τον πρώτο στόχο, δεν μπορεί σοβαρά ν απειλήσει την σημερινή συγκέντρωση πολιτικής και οικονομικής δύναμης, όπως άλλωστε οι ίδιοι οι οπαδοί της παραδέχονται
Είναι επομένως φανερό ότι μόνο μια ριζοσπαστική οικονομική και πολιτική αναδιάρθρωση στο κοινοτικό επίπεδο θα μπορούσε να ξαναδημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την αναγέννηση των κοινοτήτων, στη πραγματικότητα, για την υπέρβαση της οικονομίας της αγοράς και του κρατισμού, καθώς και των αντίστοιχων μορφών κρατικιστικής δημοκρατίας. Η ΚΕΑ, μη στοχεύοντας στην εγκαθίδρυση μιας πολιτικής και οικονομικής βάσης εξουσίας στο κοινοτικό επίπεδο, μπορεί εύκολα να καταλήξει ως μια ακόμη προσπάθεια για ριζική αποκέντρωση. Όμως, η ριζική αποκέντρωση στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο δεν είναι ούτε δυνατή ούτε επιθυμητή. Δεν είναι δυνατή. διότι στο πλαίσιο της σημερινής διεθνοποιημένης φάσης της διαδικασίας αγοραιοποίησης, κάθε προσπάθεια να δημιουργηθούν εξισορροπητικά κέντρα δύναμης αναπόφευκτα οδηγείται σε αποτυχία, εκτός αν αυτά τα κέντρα δύναμης είναι συμβατά με την λογική και την δυναμική της ανταγωνιστικότητας. Δεν είναι επιθυμητή, διότι το πρόβλημα της δημοκρατίας σήμερα δεν είναι απλώς πως να εξαναγκασθούν τα σημερινά κέντρα πολιτικής και οικονομικής δύναμης ν' αποκεντρώσουν τμήμα της εξουσίας τους στα τοπικά κέντρα εξουσίας ―πράγμα που απλώς θ' αναπαράγει στο τοπικό επίπεδο τη σημερινή συγκέντρωση εξουσίας του κέντρου. Το πρόβλημα είναι πώς δημιουργούνται νέες μορφές κοινωνικής οργάνωσης, οι οποίες δεν προϋποθέτουν κέντρα εξουσίας, αλλά, αντίθετα, απαιτούν την ισοκατανομή της εξουσίας μεταξύ των πολιτών, δηλαδή, αυθεντικές δημοκρατικές μορφές οργάνωσης και επιστροφή στην κλασική έννοια της Πολιτικής.
Μια συνήθης αντίρρηση η οποία εγείρεται κατά της δημοκρατικής κοινωνίας που θεμελιώνεται στις κοινότητες είναι ότι η "πολυπλοκότητα" και το μέγεθος των σημερινών κοινωνιών σημαίνουν ότι μια τέτοια κοινωνία είναι ένα ουτοπικό όνειρο. Έτσι, ο Andre Gorz ισχυρίζεται ότι η κοινοτική κοινωνία είναι απίθανη διότι συνεπάγεται την "ριζική εξαφάνιση" των βιομηχανικών τεχνικών, των εξειδικευμένων λειτουργιών, του καταμερισμού εργασίας κ.λπ.
Όμως, μια κοινοτική κοινωνία δεν προϋποθέτει τίποτα από αυτά που αναφέρει ο Gorz. Όχι μόνο η σύγχρονη τεχνολογία είναι πλήρως συμβατή με μια τέτοια κοινωνία., όπως έδειξε ο Μurray Bookchin αλλά, επίσης, η αναφορά στην επιστροφή σε αυτάρκεις κοινότητες και σε κοινωνίες τύπου κιμπούτς αντιπροσωπεύει μια πλήρη παρανόηση των προτάσεων για την οικονομική οργάνωση παρόμοιας κοινωνίας. Όπως προσπάθησα να δείξω στο Κ&Φ αρ 3, μια κοινοτική κοινωνία θα μπορούσε να λειτουργήσει στη βάση ενός μίγματος δημοκρατικού σχεδιασμού και μιας τεχνητής "αγοράς" που θα εξασφάλιζε τη δυνατότητα επιλογής χωρίς τα μειονεκτήματα της πραγματικής αγοράς και του συγκεντρωτικού Πλάνου.
Μολονότι, λοιπόν, οι κοινότητες υποτίθεται ότι είναι αυτοδύναμες, εντούτοις, ένας υψηλός βαθμός ανταλλαγών μεταξύ τους είναι αναπόφευκτος και, σε ένα βαθμό, επιθυμητός. Αυτό σημαίνει ότι μερικές σημαντικές οικονομικές αποφάσεις θα πρέπει να παίρνονται στο περιφερειακό και το συνομοσπονδιακό επίπεδο, όταν δεν είναι δυνατή, ή σκόπιμη, η λήψη αποφάσεων στο τοπικό επίπεδο. Παρά το γεγονός επομένως ότι η βασική μονάδα λήψης αποφάσεων είναι η κοινοτική συνέλευση σημαντικές αποφάσεις θα πρέπει να παίρνονται στο περιφερειακό και συνομοσπονδιακό επίπεδο από εντολοδόχους των κοινοτικών συνελεύσεων. Σήμερα όμως είναι ήδη διαθέσιμη η τεχνολογία που θα μπορούσε να κάνει το σύστημα λήψης αποφάσεων που περιέγραψα λειτουργικό. Ένα ηλεκτρονικό δίκτυο θα μπορούσε να συνδέει σε περιφερειακό η συνομοσπονδιακό επίπεδο τις κοινοτικές συνελεύσεις, σχηματίζοντας μια πελώρια "συνέλευση" των συνελεύσεων. Έτσι, θα γινόταν ακόμη ευκολότερος ο περιορισμός των μελών των περιφερειακών και συνομοσπονδιακών συμβουλίων σε καθαρά διοικητικά καθήκοντα συντονισμού και εκτέλεσης των πολιτικών που έχουν υιοθετήσει οι κοινοτικές συνελεύσεις.
Κατά τη γνώμη μου τα τέσσερα στοιχεία που ανάφερα, άμεση δημοκρατία, οικονομική δημοκρατία, κοινότητα και συνομοσπονδισμός μπορούν να ορίσουν μια σύγχρονη και ρεαλιστική αντίληψη της δημοκρατίας. Είναι σύγχρονη, διότι με τις σημερινές αντικειμενικές συνθήκες η μορφή κοινωνίας που περιέγραψα είναι απόλυτα δυνατή, αρκεί να υπάρχει η βούληση να ξαναφτιάξουμε τη κοινωνία. Είναι ρεαλιστική διότι η σημερινή βαθιά κρίση στο πολιτικό, το οικονομικό, το οικολογικό και το γενικότερα κοινωνικό επίπεδο δεν είναι δυνατό να ξεπεραστεί μέσα στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο όπως άλλωστε δείχνει το γεγονός της συνεχούς επιδείνωσης της κρίσης με την εντεινόμενη παρακμή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, την επέκταση της μαζικής ανεργίας και της ανισότητας, την συνεχιζόμενη οικολογική καταστροφή, την έκρηξη της εγκληματικότητας, της κατάχρησης ναρκωτικών κ.λπ.
Αντίθετα, τα όνειρα της παραδοσιακής αριστεράς για τον εκδημοκρατισμό της κοινωνίας πολιτών δεν έχουν καμιά πιθανότητα επιτυχίας, μπροστά στην διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς η οποία, αδυσώπητα, οδηγεί στην καθιέρωση παντού κοινωνιών οι οποίες είναι εξίσου ανταγωνιστικές ― και συνακόλουθα, εξίσου ευαίσθητες σε θέματα κοινωνικής ευημερίας και βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων― όπως αυτές στην Ανατολική Ασία. Σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον, η μοναδική μορφή κοινωνίας πολιτών που είναι επιτευκτή είναι αυτή που είναι συμβατή με τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές ελευθερίες που επικρατούν στα πιο ανταγωνιστικά τμήματα της παγκόσμιας οικονομίας. Παρόμοια επιχειρήματα θα μπορούσαν ν αντιταχθούν κατά των διαφόρων "ρεαλιστικών" Πράσινων προσεγγίσεων οι οποίες στοχεύουν σε μια στρατηγική που επιδιώκει την εισαγωγή οικολογικών κινήτρων στην οικονομία της αγοράς. Οι στρατηγικές αυτές, που παίρνουν δεδομένο το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο της ανταγωνιστικότητας και οικονομικής αποτελεσματικότητας (όπως ορίζεται από τους οικονομολόγους) είναι καταδικασμένες σε αποτυχία για τον ίδιο ακριβώς λόγο που απέτυχε ο σοσιαλιστικός κρατισμός στο παρελθόν να εισάγει κοινωνικά κριτήρια στην αγορά. Και αυτό, διότι όλες αυτές τις προσεγγίσεις τις χαρακτηρίζει μια λογική που αντιφάσκει θεμελιακά με τη λογική και τη δυναμική της διαδικασίας αγοραιοποίησης ―πράγμα που τις κάνει ουτοπικές αλλά και μη ιστορικές.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η μόνη ρεαλιστική προσέγγιση είναι η δημιουργία μιας νέας κοινωνίας, πέρα από την οικονομία της αγοράς κα το κράτος-έθνος., μέσω της σταδιακά διευρυνόμενης συμμετοχής του λαού σε ένα νέο είδος πολιτικής και την παράλληλη μετατόπιση οικονομικών πόρων (εργασία, κεφάλαιο, γη) από την οικονομία της αγοράς. Ο απώτατος στόχος στην προσέγγιση αυτή είναι η δημιουργία εναλλακτικών πολιτικών και οικονομικών δομών που βασίζονται στην άμεση και οικονομική δημοκρατία.
Όμως, το ερώτημα που ανακύπτει εδώ είναι ποια στρατηγική μπορεί να εξασφαλίσει την μετάβαση σε μια δημοκρατική κοινωνία. Είναι φανερό ότι η συμμετοχή στις εθνικές η ομοσπονδιακές εκλογές, με την μορφή μιας παραδοσιακής κομματικής οργάνωσης, δημιουργεί μια θεμελιακή αντίφαση μεταξύ του στόχου της δημοκρατικής κοινωνίας, όπως τον ορίσαμε παραπάνω, και των μέσων για την επιτυχία του. Μια εναλλακτική στρατηγική, που προτείνεται από μερικούς ελευθεριακούς στοχαστές, παρακάμπτοντας τον πολιτικό και κοινωνικό στίβο, επικεντρώνεται σε αλλαγές του τρόπου ζωής, την Κοινοτική Οικονομική Ανάπτυξη (ΚΕΑ), τη δημιουργία "ελεύθερων ζωνών" και το κτίσιμο εναλλακτικών θεσμών, από ελεύθερα σχολεία μέχρι αυτοδιαχειριζόμενα εργοστάσια, συνεταιρισμούς κατοικιών (housing associations), σχήματα για την άμεση ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών χωρίς τη μεσολάβηση χρήματος (LETS schemes), κοινόβια κ.λπ. Όμως, μια τέτοια στρατηγική, η οποία έχει επικριθεί για τον ατομικιστικό χαρακτήρα της, είναι εντελώς αναποτελεσματική για να επιφέρει οποιαδήποτε ριζική κοινωνική αλλαγή. Μολονότι η στρατηγική αυτή θα μπορούσε να βοηθήσει στη δημιουργία μιας εναλλακτικής κουλτούρας μεταξύ μικρών τμημάτων του πληθυσμού, και να εξυψώσει το ηθικό των ακτιβιστών που επιθυμούν να δουν μια άμεση αλλαγή στη ζωή τους, εντούτοις, δεν έχει καμιά πιθανότητα επιτυχίας ―στο πλαίσιο της σημερινής πελώριας συγκέντρωσης δύναμης― σε σχέση με το στόχο της δημιουργίας της απαιτούμενης για την ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή δημοκρατικής πλειοψηφίας Οι δραστηριότητες που εισηγείται η προσέγγιση αυτή μπορεί πολύ εύκολα να περιθωριοποιηθούν ή ν’ απορροφήσουν από τις υπάρχουσες δομές πολιτικής και οικονομικής δύναμης (όπως συνέβη πολλές φορές στο παρελθόν), ενώ η επίδραση τους στην διαδικασία κοινωνικοποίησης είναι ελάχιστη ―αν όχι μηδαμινή.
Η ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή δεν μπορεί ποτέ να επιτευχθεί έξω από τον κύριο πολιτικό και κοινωνικό στίβο. Η προσέγγιση του συνομοσπονδιακού κοινοτισμού είναι επομένως, κατά τη γνώμη μου, η καλύτερη στρατηγική σήμερα για ένα νέο είδος δημοκρατικής Πολιτικής. Η συμμετοχή στις τοπικές εκλογές, ως το αποκορύφωμα μιας δραστηριότητας που μπορεί να περιλαμβάνει και άμεση δράση, καθώς και δραστηριότητες σαν τις παραπάνω (ΚΕΑ κ.λπ.), παρέχει το αποτελεσματικότερο μέσον για την μαζική προβολή και θέση σε εφαρμογή, σε σημαντική κοινωνική κλίμακα, ενός πολιτικού προγράμματος για την άμεση και οικονομική δημοκρατία. O άμεσος στόχος θα πρέπει επομένως να είναι η δημιουργία, από τα κάτω, "λαϊκών βάσεων πολιτικής και οικονομικής δύναμης", έτσι ώστε να δημιουργηθούν τοπικές δημόσιες σφαίρες άμεσης και οικονομικής δημοκρατίας, οι οποίες, σε κάποιο στάδιο, θα συνομοσπονδιοποιηθούν για να δημιουργήσουν τη νέα κοινωνία.
Η προσέγγιση αυτή προσφέρει σήμερα την πιο ρεαλιστική στρατηγική για το ξήλωμα των υπαρχουσών εξουσιαστικών δομών. Ένα πολιτικό πρόγραμμα που βασίζεται στη δέσμευση για τη δημιουργία θεσμών άμεσης και οικονομικής δημοκρατίας στο πλαίσιο μιας οικολογικής κοινωνίας θα κατακτήσει τελικά την φαντασία της πλειοψηφίας του πληθυσμού που τώρα υποφέρει τα αποτελέσματα της συγκέντρωσης πολιτικής και οικονομικής δύναμης. Είτε μέσω του αποκλεισμού τους από τη σημερινή "δημόσια" σφαίρα που μονοπωλούν οι επαγγελματίες πολιτικοί. Είτε, μέσω της στέρησης της δυνατότητας τους να διαφεντεύουν τον τρόπο κάλυψης των αναγκών τους, ο οποίος τώρα έχει αφεθεί στις δυνάμεις της αγοράς. Είτε, τέλος, μέσω της καθημερινής χειροτέρευσης της ποιότητας ζωής τους, λόγω της αναπόφευκτης περιβαλλοντικής επιδείνωσης που επιβάλλει η δυναμική της αγοράς. Από τη στιγμή που οι θεσμοί της άμεσης και οικονομικής δημοκρατίας αρχίσουν να εγκαθιδρύονται και οι άνθρωποι, για πρώτη φορά στη ζωή τους, αρχίσουν ν αποκτούν πραγματική δύναμη να διαφεντεύουν την τύχη τους, τότε, η βαθμιαία διάβρωση του σημερινού θεσμικού πλαισίου θα έχει τεθεί σε κίνηση. Μια νέα βάση λαϊκής εξουσίας θα έχει δημιουργηθεί, ένα εναλλακτικό κοινωνικό παράδειγμα θα έχει γίνει ηγεμονικό και θα έχει ήδη επέλθει η ρήξη στη διαδικασία κοινωνικοποίησης ―ρήξη, που αποτελεί την προϋπόθεση για την αλλαγή στη θέσμιση της κοινωνίας.
Η υλοποίηση μιας παρόμοιας στρατηγικής απαιτεί ένα νέο τύπο πολιτικής οργάνωσης, ο οποίος θ αντανακλά την επιθυμητή διάρθρωση της κοινωνίας. Η οργάνωση αυτή δεν μπορεί βέβαια να είναι το συνηθισμένο πολιτικό κόμμα, αλλά μία μορφή "άμεσης δημοκρατίας εν δράσει", η οποία θ αναλαμβάνει διάφορες συλλογικές μορφές παρέμβασης στο πολιτικό επίπεδο (άμεση δράση, δημιουργία "σκιωδών" πολιτικών θεσμών που βασίζονται στην άμεση δημοκρατία, συνελεύσεις γειτονιάς κ.λπ.), στο οικονομικό επίπεδο (δημιουργία κοινοτικών μονάδων συλλογικής ιδιοκτησίας και ελέγχου στη παραγωγή και τη διανομή κ.λπ.) στο κοινωνικό και στο πολιτιστικό επίπεδο. Όλες αυτές οι μορφές παρέμβασης στοχεύουν στον τελικό μετασχηματισμό κάθε δήμου η κοινότητας ο οποίος κερδίζεται στις τοπικές εκλογές σε μια άμεση και οικονομική δημοκρατία.
Η εγκαθίδρυση της δημοκρατίας αναγκαστικά θα είναι μια μακρά διαδικασία που απαιτεί τη δημιουργία ενός πελώριου λαϊκού κινήματος. Είναι επομένως αναγκαίο η νέα πολιτική οργάνωση να θεμελιώνεται στην ευρύτερη δυνατή πολιτική βάση. Κατά τη γνώμη μου, αυτό σημαίνει ένα ευρύ φάσμα ριζοσπαστικών κινημάτων που περιλαμβάνει άνδρες και γυναίκες που δρουν στα κινήματα κοινωνικής οικολογίας, ελευθεριακού σοσιαλισμού, ριζοσπαστικού φεμινισμού, αυτονομιστές, αριστερούς ελευθεριακούς και κάθε άλλο ρεύμα που υιοθετεί το δημοκρατικό πρόταγμα.
Νομίζω ότι σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ άλλοτε στο παρελθόν, είναι καθαρή η επιλογή που έχουμε να κάνουμε και η οποία συνοπτικά μπορεί να περιγράφει ως "δημοκρατία ή βαρβαρότητα"; Η δημοκρατία, όμως, δεν σημαίνει τα διάφορα ολιγαρχικά καθεστώτα που αυτο-αποκαλούνται δημοκρατικά σήμερα. Ακόμη, δεν σημαίνει την αναχρονιστική επιστροφή στη κλασική αντίληψη της δημοκρατίας. Η δημοκρατία σήμερα μπορεί μόνο να σημαίνει μια σύνθεση των δύο μεγάλων ιστορικών παραδόσεων, δηλαδή της κλασικής δημοκρατικής παράδοσης (άμεση δημοκρατία) και της σοσιαλιστικής παράδοσης (οικονομική δημοκρατία) με τη ριζοσπαστική εκδοχή του Πρασίνου κινήματος που εκφράζει ο Συνομοσπονδιακός Κοινοτισμός. Με αυτή την έννοια, η ανάπτυξη ενός ριζοσπαστικού δημοκρατικού κινήματος σήμερα θ’ αποτελούσε τη σύνθεση αλλά και την υπέρβαση των μεγάλων κινημάτων για τη κοινωνική αλλαγή στον αιώνα μας. Νομίζω ότι η μόνη ρεαλιστική διέξοδος από τη σημερινή πολυδιάστατη κρίση είναι η δημιουργία ενός παρόμοιου κινήματος το οποίο, χωρίς ιδεολογικές προκαταλήψεις, θ’ αγωνιζόταν για να σταματήσει τη συνεχιζόμενη ―και τελευταία επιταχυνόμενη― καταστροφή της ανθρώπινης ζωής και των φυσικών πόρων και να εγκαθιδρυθεί το βασίλειο της ελευθερίας.-