«Βαβυλωνία» (Φεβρουάριος 2004)


 

Το εκλογικό πανηγύρι και η ανάγκη για ένα προγραμματικό ελευθεριακο κίνημα

 

 

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

 

Το εκλογικό πανηγύρι ξαναήλθε στην ώρα του και τα ΜΜΕ έχουν βαλθεί να μας πείσουν ότι η εξουσία ανήκει σε εμάς που δήθεν θ’ αποφασίσουμε την τύχη μας για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Φυσικά, τίποτα από αυτά δεν συμβαίνει εφόσον το τι πολιτικές θα προκύψουν μετά τις εκλογές είναι ήδη προκαθορισμένο, ανεξάρτητα από το ποιο από τα δυο κόμματα εξουσίας κερδίσει στο πανηγύρι αυτό. Οι πολιτικές αυτές άλλωστε δεν καθορίζονται καν από τα κόμματα αυτά αλλά από το τμήμα της υπερεθνικής ελίτ στο οποίο υπάγεται η δική μας ελίτ, δηλαδή από την οικονομική και πολιτική ελίτ της ΕΕ. Το σύστημα της οικονομίας της αγοράς στη σημερινή νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση των ανοικτών και ελεύθερων αγορών κεφαλαίου και εμπορευμάτων και των «ελαστικών» αγορών εργασίας δεν αφήνει πια περιθώρια στους επαγγελματίες πολιτικούς ούτε ακόμη και για τις υποσχέσεις που μπορούσαν και έκαναν είκοσι χρόνια πριν. Η εγκατάλειψη της δέσμευσης για πλήρη απασχόληση, το σταδιακό ξήλωμα του (υποτυπώδους στην Ελλάδα) κράτους-πρόνοια (ώστε να γίνει δυνατή η μείωση των φόρων πάνω στα κέρδη και να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα, όπως απαιτούν οι ανοικτές και ελεύθερες αγορές), η παράδοση στο ιδιωτικό κεφάλαιο ακόμη και κοινωνικών υπηρεσιών όπως η εκπαίδευση (ήδη ο «Γιωργάκης» μας υποσχέθηκε και αυτό!), η ανασφάλεια που θα υποχρεώσει όλους να ψάχνουν συνεχώς για νέα δουλειά οπουδήποτε στην Ελλάδα με οποιουσδήποτε όρους επιβάλλει ο εργοδότης είναι οι πολιτικές που θα συνεχιστούν και θα ενταθούν στην συμμετοχική «δημοκρατία» που μας υπόσχεται το «νέο» ΠΑΣΟΚ. Τώρα μάλιστα που τελειώνουν και οι παχιές αγελάδες των Ολυμπιακών και των Κοινοτικών προγραμμάτων «στήριξης» οι πολιτικές αυτές θα έχουν την επόμενη τετραετία ακόμη περισσότερα θύματα φτώχιας, ανεργίας, υποαπασχόλησης, θα δημιουργήσουν ακόμη μεγαλύτερη ανισότητα στη κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου (ήδη έχουμε πρωτιά στην ΕΕ μαζί με την Πορτογαλία), ακόμη μεγαλύτερο άγχος στους νέους που θ’ αναγκάζονται να μένουν με την οικογένεια τους για πολλά χρόνια μετά τις σπουδές τους για να επιβιώσουν (το ποσοστό απασχόλησης των νέων στην Ελλάδα είναι σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία μόλις 26,5% ― το χαμηλότερο στην Ευρώπη των «15» ), ακόμη πιο άθλιες συνθήκες στα νοσοκομεία κ.λπ.

 

Είναι όμως ακριβώς για να καλυφθεί η διογκούμενη φτώχεια (ακόμη και με τα επίσημα στοιχεία ένας στους 5 βρίσκεται κάτω από τα όρια της φτώχειας) και να συγκρατηθεί η αυξανόμενη αγανάκτηση από τον πληθωρισμό που προκάλεσε το Ευρώ «τους» που καταφεύγουν όλο και περισσότερο σε επικοινωνιακά κόλπα όπως η συμμετοχική «δημοκρατία», η οποία στη πραγματικότητα δεν έχει σχέση ούτε με συμμετοχή ούτε και με δημοκρατία. Και δεν έχει σχέση με πραγματική συμμετοχή γιατί αυτή προϋποθέτει συμμετοχή στη λήψη όλων των σημαντικών πολιτικών και οικονομικών αποφάσεων και όχι απλώς να λέμε τα παράπονα μας στον Γιωργάκη και τα νεόπλουτα στελέχη του ΠΑΣΟΚ για να τα … γράφουν! Ούτε είναι βέβαια δημοκρατία (και μάλιστα άμεση όπως δεν διστάζουν μερικοί από τους θρασύτερους κομισάριους του ΠΑΣΟΚ να την χαρακτηρίζουν) ένα πολίτευμα όπου δεν είναι οι ίδιοι οι πολίτες αυτοί που παίρνουν όλες τις σημαντικές αποφάσεις αλλά κάποιοι επαγγελματίες πολιτικοί «για λογαριασμό τους». Παρόλα αυτά δεν δίστασαν κάποιοι «ελευθεριακοί» σχολιαστές σαν τον Σταματόπουλο της Ελευθεροτυπίας να διερωτώνται, μήπως οι διακηρύξεις για την αποκέντρωση στο πλαίσιο της συμμετοχικής «δημοκρατίας» συνιστούν «κοινοτιστικό αναρχισμό διά χειλέων ενός κατεστημένου πολιτικού»!.

 

Ποια είναι όμως η στάση της Αριστεράς απέναντι στις εκλογές; Με βάση το ιστορικό κριτήριο για τον ρόλο του κράτους που προέκυψε από την διάσπαση της Πρώτης Διεθνούς στον 19ο αιώνα θα πρέπει εδώ να διακρίνουμε μεταξύ της κρατικιστικής Αριστεράς, η οποία, από τον καιρό του Μαρξ (Karl Marx), αποτελείται από εκείνο το τμήμα της που βλέπει την κοινωνική αλλαγή μέσα από τον αγώνα μιας πρωτοπορίας ο οποίος θα οδηγήσει στην κατάκτηση της κρατικής εξουσίας με στόχο την συστημική αλλαγή, και της ελευθεριακής Αριστεράς, η οποία, από το καιρό του Μπακουνιν (Mikhail Bakunin), αποτελείται από εκείνο το τμήμα της που βλέπει τη κοινωνική αλλαγή μέσα από τον αγώνα «από τα κάτω» ο οποίος θα οδηγήσει στην κατάλυση της κρατικής εξουσίας και στην αυτοδιεύθυνση.

 

Η κρατικιστική τάση, μετά την εμπειρία του «υπαρκτού», περνά μια βαθιά κρίση, σύμπτωμα της οποίας είναι ότι μεγάλα τμήματα της έχουν εγκαταλείψει το όραμα της συστημικής αλλαγής και έχουν υιοθετήσει τον ρεφορμισμό, δηλαδή την ενσωμάτωση στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο (οικονομία της αγοράς και αντιπροσωπευτική «δημοκρατία») και τους επιμέρους θεσμούς του (π.χ. την ΕΕ ως δήθεν «προοδευτικό» καπιταλισμό απέναντι στον Αγγλοσαξονικό) με στόχο κάποιες αλλαγές «από τα μέσα» οι οποίες, υποτίθεται, μακροχρόνια θα δημιουργήσουν τη δυναμική για ριζικότερες αλλαγές. Αυτή είναι η περίπτωση για παράδειγμα του ΣΥΝ αλλά και μερικών εξωκοινοβουλευτικών σχημάτων της κρατικιστικής Αριστεράς, ακόμη και όταν επικαλούνται τον αντικαπιταλισμό στον τίτλο τους ενώ παράλληλα ονειρεύονται αλλαγές Κευνσιανου τύπου στην οικονομία. Η θεωρητική βάση των σχημάτων αυτών της ρεφορμιστικής κρατικιστικής Αριστεράς είναι η ανιστόρητη και θεωρητικά αβάσιμη και ατεκμηρίωτη άποψη ότι η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δεν είναι μονόδρομος αλλά απλώς θέμα πολιτικής επιλογής ― πράγμα που συνεπάγεται ότι ένα πεφωτισμένο κράτος θα μπορούσε να εκμεταλλευθεί τα θετικά στοιχεία της παγκοσμιοποίησης και ν’ αποβάλλει τα νεοφιλελεύθερα χαρακτηριστικά της (βλ. π.χ. Κ. Βεργόπουλο, Ν. Κοτζιά, έμπιστο σύμβουλο του Γιωργάκη, κ.α.). Από την άλλη μεριά, υπάρχει η αντισυστημική κρατικιστική Αριστερά που την απαρτίζουν κόμματα και οργανώσεις που απορρίπτουν, όχι πάντα με συνέπεια, τον ρεφορμισμό και την ένταξη στους υπάρχοντες θεσμούς ― μολονότι βέβαια τα περισσότερα δεν απορρίπτουν την κάθοδο στις βουλευτικές εκλογές.

 

Η ελευθεριακή τάση, παρά το γεγονός ότι δικαιώθηκε ιστορικά όταν η απόπειρα υλοποίησης της ιδεολογίας της κρατικιστικής Αριστεράς είχε την ολοκληρωτική κατάληξη που είχε προβλέψει ο Μπακουνιν, δεν κατάφερε, ούτε σε διεθνές επίπεδο ούτε φυσικά στην Ελλάδα, να ξεπεράσει τα δικά της προβλήματα και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για συστημική αλλαγή. Η κατάρρευση του αναρχοσυνδικαλισμού, που συνόδευσε την παρακμή και συνακόλουθη κρίση του εργατικού κινήματος το τελευταίο τέταρτο του αιώνα, είχε συνέπεια την σημερινή επικράτηση στον ελευθεριακό χώρο ποικίλλων τάσεων: μεταμοντέρνων, που δεν βλέπουν την ανάγκη για ένα προγραμματικό και καθολικό αντισυστημικό κίνημα, ανορθολογικών ή πριμιτιβιστικών τάσεων, που απορρίπτουν συλλήβδην τον Διαφωτισμό και την βιομηχανική κοινωνία, εσωστρεφών τάσεων «στυλ ζωής» (life-style anarchism) που απορρίπτουν την κινηματική δράση και, τέλος, τάσεων «άμεσης δράσης» που επίσης απορρίπτουν την προγραμματική κινηματική δράση για χάρη ενός άκριτου ακτιβισμού. Είναι επομένως φανερό ότι η θεμελιακή αιτία για την σημερινή κρίση της ελευθεριακής τάσης είναι η αδυναμία της να συμβάλει στο κτίσιμο ενός προγραμματικού κινήματος με τη δική του συγκεκριμένη ανάλυση της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης, μακροπρόθεσμους στόχους και στρατηγική.

 

Κατά τη γνώμη μου, η μόνη διέξοδος από την κρίση αυτή είναι η δημιουργία ενός νέου μαζικού προγραμματικού κινήματος με ξεκάθαρους στόχους, μέσα και στρατηγικές και σαφή καθολικό στόχο την αλλαγή της κοινωνίας μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες, ξεκινώντας εδώ και τώρα. Επομένως, ένα τέτοιο κίνημα πρέπει ρητά να στοχεύει σε μία συστημική αλλαγή, καθώς και σε μία παράλληλη αλλαγή στα συστήματα αξιών μας. Το κίνημα αυτό πρέπει ν’ αποτελέσει μια νέα «επιτιθέμενη» Αριστερά στην οποία η δράση δεν θα περιορίζεται, όπως στη περίπτωση της παραδοσιακής αμυντικής Αριστεράς, στην υπεράσπιση των λαϊκών κατακτήσεων από τις επιθέσεις της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης (οι οποίες θα ενταθούν μετεκλογικά, ανεξάρτητα από το ποιο από τα δυο κόμματα εξουσίας επικρατήσει) αλλά θα συγκεντρώνεται στη δημιουργία νέων πολιτικών και οικονομικών θεσμών από τα κάτω, αρχίζοντας από τις τοπικές κοινωνίες (βλ. σχετικά το τ. 6 ― Φεβρουαρίου ― του περιοδικού Περιεκτική Δημοκρατία).

 

Όσον αφορά τις επικείμενες εκλογές, η πραγματική επιλογή για τα μη προνομιούχα κοινωνικά στρώματα, σήμερα που λείπει ένα τέτοιο κίνημα, είναι μεταξύ της υποστήριξης των αντισυστημικών δυνάμεων μέσα στην Αριστερά και της «Αργεντινέζικης» ψήφου, δηλαδή της αναγραφής στο ψηφοδέλτιο ενός συνθήματος ανάλογου με αυτό που έριξαν εκατομμύρια Αργεντινέζοι στις εκλογές του 2001 εκφράζοντας την γνώμη τους για τους επαγγελματίες πολιτικούς και το αίτημα για μια πραγματική δημοκρατική αυτοδιεύθυνση: «que se vayan todos» («να φύγουν όλοι»)!