ΔΙΑΠΛΟΥΣ, τ. 9 (Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2005)


 

Οι αντιτιθέμενες προσεγγίσεις της Παγκοσμιοποίησης

 

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

 

Η  έννοια της παγκοσμιοποίησης

 

Μολονότι η παγκοσμιοποίηση δεν είναι μόνο οικονομική και θα μπορούσε κανείς να μιλήσει ακόμη για τεχνολογική, πολιτική, πολιτιστική και κοινωνική παγκοσμιοποίηση, στη σημερινή οικονομία της αγοράς η οικονομική παγκοσμιοποίηση αποτελεί την κύρια συνιστώσα της.[1] Δεν θα πρέπει όμως να συγχέουμε την οικονομική παγκοσμιοποίηση με την διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς. Η «παγκοσμιοποίηση» αναφέρεται στην περίπτωση μιας παγκόσμιας οικονομίας χωρίς σύνορα, στην οποία ο οικονομικός εθνικισμός έχει εξαλειφθεί και η ίδια η παραγωγή έχει διεθνοποιηθεί με την έννοια ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν γίνει α-κρατικά σώματα που εμπλέκονται σε έναν ενιαίο εσωτερικό καταμερισμό της εργασίας ο οποίος καλύπτει πολλές χώρες. Από την άλλη μεριά, η «διεθνοποίηση» αναφέρεται στην περίπτωση όπου οι αγορές μεν έχουν διεθνοποιηθεί, με την έννοια των ανοιχτών συνόρων για την ελεύθερη διακίνηση του κεφαλαίου και των εμπορευμάτων (και, εντός των οικονομικών μπλοκ όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, ακόμη και της εργασίας) αλλά τα έθνη-κράτη εξακολουθούν να υπάρχουν και να μοιράζονται την εξουσία με τις πολυεθνικές επιχειρήσεις, σε ένα σύστημα στο οποίο ο ρόλος του κράτους περιορίζεται προοδευτικά στο να εξασφαλίζει ένα σταθερό πλαίσιο για την οικονομικά αποτελεσματική λειτουργία της αγοράς.

 

Είναι συνεπώς προφανές ότι η σημερινή μορφή της οικονομίας της αγοράς δεν μπορεί να περιγραφεί ως μια «παγκόσμιοποιημενη» αλλά ως μια διεθνοποιημένη οικονομία, εφόσον η παγκοσμιοποίηση, με την  έννοια που ανάφερα, και κυρίως με την έννοια της παγκοσμιοποίησης της παραγωγής, είναι ακόμη περιορισμένη.  Ωστόσο, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι η σημερινή οικονομία της αγοράς  είναι πολύ διαφορετική από αυτήν του περασμένου αιώνα, ακόμη και από αυτήν που επικρατούσε μόλις πενήντα χρόνια πριν. Η νέα μορφή της οικονομίας της αγοράς που έχει εγκαθιδρυθεί στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα περίπου, αντιπροσωπεύει μια δομική ή ‘συστημική’ αλλαγή, την μετάβαση σε μια νέα μορφή νεωτερικότητας, δηλαδή την μετάβαση από την κρατικιστική στη νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα[2], και όχι απλώς μια αλλαγή στην οικονομική πολιτική, όπως υποστηρίζουν μερικοί. Με αυτήν την έννοια, η σημερινή  διεθνοποίηση (ή —ακολουθώντας την ορολογία που, κακώς, επεκράτησε— ‘παγκοσμιοποίηση’) είναι πράγματι ένα νέο φαινόμενο, παρ’ όλο που δεν παύει να είναι το αποτέλεσμα της δυναμικής της οικονομίας της αγοράς, που εγκαθιδρύθηκε δύο αιώνες πριν. Τα θεμελιακά χαρακτηριστικά της  σημερινής οικονομικής παγκοσμιοποίησης είναι, πρώτον, το άνοιγμα των αγορών κεφαλαίου και εμπορευμάτων και, δεύτερον, η «απελευθέρωση» των αγορών εργασίας (ελαστικά ωράρια κλπ). Τα άλλα χαρακτηριστικά της σημερινής οικονομικής παγκοσμιοποίησης (κατάργηση του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία, ιδιωτικοποιήσεις,  δραστική μείωση του κράτους πρόνοια, αναδιανομή του φορολογικού βάρους υπέρ των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων κλπ) αποτελούν δευτερογενή χαρακτηριστικά που είναι συνέπεια των παραπάνω θεμελιακών χαρακτηριστικών .

 

        

 

Ο χαρακτήρας της παγκοσμιοποίησης

 

Η προφανής σύγχυση γύρω από τη φύση της οικονομικής παγκοσμιοποίησης απορρέει από τις αλληλοσυγκρουόμενες απαντήσεις που δίνουν οι διάφορες θεωρητικές προσεγγίσεις στο καθοριστικό ερώτημα αν η παγκοσμιοποίηση είναι ένα φαινόμενο «συστημικής» φύσης, δηλαδή ένα φαινόμενο που ανάγεται στο ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς, η αν αντίθετα οφείλεται απλώς  σε συνωμοσίες, κακές πολιτικές κλπ.

 

Αν δούμε την παγκοσμιοποίηση ως ένα «συστημικό» φαινόμενο, αυτό συνεπάγεται ότι τη θεωρούμε ως το αποτέλεσμα μιας ενδογενούς αλλαγής στην οικονομική πολιτική (δηλ. μιας αλλαγής που εκφράζει υπάρχουσες τάσεις οι οποίες αντανακλούν την δυναμική της οικονομίας της αγοράς). Σε αυτήν την περίπτωση, η σημερινή οικονομική παγκοσμιοποίηση, που όπως θα δείξω μόνο νεοφιλελεύθερη μπορεί να είναι μέσα στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς, είναι μη αντιστρέψιμη στο σύστημα αυτό. Ονομάζω συνεπώς «συστημικές» όλες εκείνες τις προσεγγίσεις στην παγκοσμιοποίηση οι οποίες, για να την ερμηνεύσουν, αναφέρονται στα δομικά χαρακτηριστικά του υπάρχοντος κοινωνικό-οικονομικού συστήματος, είτε σιωπηρά είτε ρητά.

 

Αντίθετα, αν δούμε την παγκοσμιοποίηση ως ένα «μη συστημικό» φαινόμενο, αυτό συνεπάγεται ότι τη θεωρούμε ως το αποτέλεσμα μιας εξωγενούς αλλαγής στην οικονομική πολιτική. Σε αυτήν την περίπτωση, η παγκοσμιοποίηση είναι μια αντιστρέψιμη εξέλιξη, ακόμη και μέσα στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς. Ονομάζω συνεπώς «μη συστημικές» όλες εκείνες τις προσεγγίσεις στην παγκοσμιοποίηση οι οποίες, για να την ερμηνεύσουν, αναφέρονται σε διάφορους εξωγενείς παράγοντες που δεν είναι άμεσα συνδεδεμένοι με τα δομικά χαρακτηριστικά και τη δυναμική του συστήματος της οικονομίας της αγοράς. Στην ίδια κατηγορία μπορούμε ακόμη να κατατάξουμε όλες εκείνες τις αντιλήψεις για τις οποίες η παγκοσμιοποίηση είναι απλώς ένας μύθος, χίμαιρα, ή ιδεολογία.

 

Με βάση το παραπάνω κριτήριο, οι νεοφιλελεύθερες και σοσιαλ-φιλελεύθερες προσεγγίσεις στην παγκοσμιοποίηση πρέπει να ιδωθούν ως «συστημικές» προσεγγίσεις εφόσον τη βλέπουν ως ένα φαινόμενο που οφείλεται κυρίως σε αλλαγές στην τεχνολογία και ειδικότερα στην τεχνολογία της πληροφορικής. Δεδομένου όμως ότι η τεχνολογία δεν είναι ούτε «ουδέτερη» ούτε αυτόνομη,  όταν οι νεοφιλελεύθεροι και οι σοσιαλ-φιλελεύθεροι θεωρούν δεδομένη την υπάρχουσα τεχνολογία, και συνεπώς μη αντιστρέψιμη μέσα στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς, σιωπηρά ανάγουν την παγκοσμιοποίηση σε «συστημικούς» παράγοντες, και, συνακόλουθα, τη θεωρούν κι αυτή δεδομένη και μη αντιστρέψιμη.

 

Αντίστοιχα, η προσέγγιση της Περιεκτικής Δημοκρατίας, η οποία δέχεται ρητά πως είναι η δυναμική του συστήματος της οικονομίας της αγοράς  η οποία, αναπόφευκτα, οδήγησε στην σημερινή νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποιημένη μορφή της, είναι επίσης μια συστημική προσέγγιση, μολονότι για διαφορετικούς λόγους από αυτούς που προβάλλουν οι σοσιαλφιλελευθεροι και νεοφιλελεύθεροι οι οποίοι, σε αντίθεση με την προσέγγιση της Περιεκτικής Δημοκρατίας,  θεωρούν το υπάρχον σύστημα της οικονομίας της αγοράς δεδομένο και συνακόλουθα υιοθετούν τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση (με ή χωρίς κάποιες μεταρρυθμίσεις). Έτσι,  η προσέγγιση της Περιεκτικής Δημοκρατίας ξεκινώντας από την υπόθεση ότι η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι μη αντιστρέψιμη, καθώς κανένας αποτελεσματικός έλεγχος πάνω στις αγορές με στόχο την προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος δεν είναι εφικτός μέσα στο σύστημα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, αναζητά μια εναλλακτική μορφή κοινωνικής οργάνωσης, που συνεπάγεται μια μορφή παγκοσμιοποίησης πέρα από το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και της κρατικιστικής «δημοκρατίας».

 

Από την άλλη μεριά, οι προσεγγίσεις που προτείνονται από τη ρεφορμιστική Αριστερά θα μπορούσαν να ταξινομηθούν ως «μη συστημικές» προσεγγίσεις στην παγκοσμιοποίηση. Χρησιμοποιώ τον όρο «ρεφορμιστική Αριστερά» για να συμπεριλάβω το σύνολο των διανοουμένων, κινημάτων και πολιτικών κομμάτων στην Αριστερά που υιοθετούν μια «μη συστημική» προσέγγιση στην παγκοσμιοποίηση, σύμφωνα με την οποία η παγκοσμιοποίηση οφείλεται σε εξωγενείς αλλαγές στην οικονομική πολιτική, και, ως τέτοια, είναι αντιστρέψιμη ακόμη και εντός του συστήματος της οικονομίας της αγοράς. Επομένως, η ρεφορμιστική Αριστερά περιλαμβάνει όλους εκείνους που δεν θέτουν θέμα αμφισβήτησης του παρόντος συστήματος της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» και συνακόλουθα είτε προτείνουν διάφορες μεταρρυθμίσεις για να βελτιωθεί η λειτουργία της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς (π.χ. να εξαλειφθεί ο μονοπωλιακός  χαρακτήρας της, να καταργηθεί η νεοφιλελεύθερη απορύθμιση των αγορών, φόρος Τομπιν κ.ο.κ.), είτε απλώς επικρίνουν τις συνέπειες της, χωρίς όμως να προτείνουν κάποια εναλλακτική μορφή κοινωνικής οργάνωσης.

 

Μολονότι αυτές οι προσεγγίσεις συνήθως υποθέτουν ότι η παγκοσμιοποίηση είναι ένα παλιό φαινόμενο, που τέθηκε σε κίνηση από την ανάδυση του καπιταλισμού – μια υπόθεση η οποία εκ πρώτης όψεως δίνει την εντύπωση ότι αναγνωρίζουν το συστημικό χαρακτήρα των τάσεων που έχουν οδηγήσει στην παγκοσμιοποίηση – αποδίδουν έναν ρητά μη συστημικό χαρακτήρα σ’ αυτήν. Το επιχείρημα που χρησιμοποιείται συχνά για να ξεπεραστεί αυτή η κραυγαλέα αντίφαση είναι ότι το καπιταλιστικό σύστημα ήταν πάντοτε παγκοσμιοποιημένο και αυτό που άλλαξε προσφάτως ήταν μόνο η μορφή της παγκοσμιοποίησης. Ωστόσο, αυτή η αλλαγή στη μορφή της παγκοσμιοποίησης δεν εκλαμβάνεται ως το αποτέλεσμα της δυναμικής του συστήματος (όπως θα περίμενε κανείς με βάση την υπόθεσή τους ότι η παγκοσμιοποίηση είναι ένα παλιό φαινόμενο), αλλά απλώς ως το αποτέλεσμα μη συστημικών ή εξωγενών εξελίξεων, όπως η άνοδος της Δεξιάς και/ή του νεοφιλελεύθερου κινήματος, η ιστορική ήττα της Αριστεράς μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», ο εκφυλισμός της σοσιαλδημοκρατίας κ.ο.κ. Έτσι, με βάση  εντελώς  αντιφατικά επιχειρήματα αυτού του είδους, η ρεφορμιστική Αριστερά θεωρεί την παγκοσμιοποίηση αντιστρέψιμη και επιδεκτική σε δραστικές μεταρρυθμίσεις για την προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος ακόμη και μέσα στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς!

 

Τέλος, ανάμεσα στις συστημικές και μη συστημικές προσεγγίσεις που ανέφερα βρίσκεται ένας αριθμός ενδιάμεσων προσεγγίσεων που χαρακτηρίζονται από ένα μείγμα συστημικών και μη συστημικών στοιχείων. Εδώ θα μπορούσαμε να κατατάξουμε δυο  πρόσφατες νεο-ορθόδοξες Μαρξιστικές προσεγγίσεις, την προσέγγιση της υπερεθνικής καπιταλιστικής τάξης του Leslie Clair[3] και την αντίληψη της παγκοσμιοποίησης ως ‘αυτοκρατορίας’ των Toni Negri και Michael Hardt.[4] Το ενδιαφέρον στοιχείο αυτών των προσεγγίσεων είναι η σκληρή κριτική που ασκούν κατά της ρεφορμιστικής Αριστεράς στη βάση του ότι η τελευταία όχι μόνο δεν βλέπει το προφανές γεγονός ότι οι διάφορες διαδικασίες παγκοσμιοποίησης που λαμβάνουν χώρα αυτή τη στιγμή είναι πραγματικές, αλλά ακόμη χαρακτηρίζει ανόητα την παγκοσμιοποίηση ως ένα είδος ιδεολογίας, αν όχι έναν μύθο, ή χίμαιρα.

 

Συγκεκριμένα, η προσέγγιση της υπερεθνικής καπιταλιστικής τάξης βλέπει την παγκοσμιοποίηση ως ένα νέο φαινόμενο που αποτελεί συνέπεια μιας σειράς τεχνολογικών, οικονομικών, πολιτικών και πολιτιστικών-ιδεολογικών καινοτομιών. Ο βασικός παράγοντας που προκάλεσε όλες αυτές τις αλλαγές, σύμφωνα με την άποψη αυτή,   ήταν η ανάδυση, στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, των πολυεθνικών επιχειρήσεων, οι οποίες διαφέρουν ριζικά από τις επιχειρήσεις του παρελθόντος.

 

Αντίστοιχα, οι Hardt και Negri υποστηρίζουν ότι η σημερινή παγκοσμιοποίηση δεν καθιερώνει κάποιο εδαφικό κέντρο εξουσίας, ούτε στηρίζεται σε σταθερά σύνορα. Είναι ένας αποκεντρωμένος μηχανισμός εξουσίας  που προοδευτικά ενσωματώνει το σύνολο του πλανητικού χώρου μέσα στα ανοικτά και συνεχώς επεκτεινόμενα σύνορα του. Πράγμα που αποκλείει τις αντιλήψεις περί ΄κακής’ Αμερικής και ‘καλης’ Ευρώπης που προωθεί η ρεφορμιστική Αριστερά

 

Το περίεργο όμως είναι ότι παρά τις σωστές αυτές υποθέσεις για την φύση της παγκοσμιοποίησης, και οι δυο αυτές προσεγγίσεις καταλήγουν σε  ρεφορμιστικά συμπεράσματα. Οι Hardt και Negrι μάλιστα προχωρούν ένα βήμα περισσότερο και θεωρούν την παγκοσμιοποίηση  ευπρόσδεκτη, ως μια ‘αντικειμενική’ βάση στην οποία θα μπορούσε να κτιστεί μια (ασαφής) ‘εναλλακτική παγκοσμιοποίηση’. Η θέση βέβαια αυτή δεν είναι τόσο περίεργη εφόσον βασίζεται στην σήμερα ξεπερασμένη (θεωρητικά και Ιστορικά)  ιδέα της Προόδου, με βάση την οποία οι συγγραφείς καταλήγουν σε αιτήματα όπως η επιστροφή σε κάποιο είδος διεθνούς κρατισμού που θα έλεγχε τη παγκοσμιοποίηση, μεσω της εξασφάλισης της  ελεύθερης κίνησης εργασίας, του κοινωνικού μισθού, ενός εγγυημένου ελάχιστου εισοδήματος για όλους και ελεύθερης πρόσβασης στις πηγές γνώσης, πληροφοριών και επικοινωνιών.
 

 
Θεωρητικές προσεγγίσεις στην παγκοσμιοποίηση
 
Η νεοφιλελεύθερη προσέγγιση
 
Οι νεοφιλελεύθεροι, στους οποίους συγκαταλέγονται οι περισσότεροι ορθόδοξοι οικονομολόγοι, τα συντηρητικά κόμματα και οι κύριοι διεθνείς οργανισμοί όπως το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα, ο ΠΟΕ κ.λπ., υιοθετούν μια ανεπιφύλακτα θετική στάση προς την παγκοσμιοποίηση.[5] Σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη προσέγγιση, η παγκοσμιοποίηση είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα τεχνολογικών και οικονομικών αλλαγών που δημιούργησαν την ανάγκη για το άνοιγμα των αγορών, το ελεύθερο εμπόριο και την ελεύθερη διακίνηση του κεφαλαίου (αλλά όχι της εργασίας), τις ιδιωτικοποιήσεις, τις ελαστικές αγορές εργασίας, καθώς και το δραστικό περιορισμό του κράτους πρόνοιας και του οικονομικού ρόλου του κράτους γενικότερα. Οι υποστηρικτές αυτής της προσέγγισης κηρύσσουν ότι η παγκοσμιοποίηση είναι ευεργετική για όλους, καθώς και για το περιβάλλον, επειδή δήθεν επιτρέπει την ανάπτυξη του υγιούς ανταγωνισμού και, συνεπώς, οδηγεί σε βελτίωση της αποτελεσματικότητας και στην διάδοση όχι μόνο της γνώσης, αλλά επίσης των αγαθών της ανάπτυξης, μέσω αυτού που ονομάζουν «φαινόμενο της διάχυσης προς τα κάτω».
 
Ωστόσο, η εμπειρία των τελευταίων 25 περίπου χρόνων περίπου δείχνει ότι όσο πιο ανοικτές και ελαστικές γίνονται οι αγορές τόσο μεγαλύτερος γίνεται ο βαθμός συγκέντρωσης του εισοδήματος και του πλούτου σε λίγα χέρια. Έτσι, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του ΟΗΕ, το 1960, όταν δεν είχε ακόμη ξεκινήσει η σημερινή παγκοσμιοποίηση, το 20% του παγκόσμιου πληθυσμού που κατοικεί στις πλουσιότερες χώρες ήταν 30 φορές πλουσιότερο από το 20%  που κατοικεί στις φτωχότερες (σχέση 30 προς 1). Όταν όμως άρχισε να φουντώνει η παγκοσμιοποίηση τη δεκαετία του ’70, το χάσμα αυτό άρχισε να διευρύνεται απότομα και μέχρι το 1990 είχε διπλασιαστεί φτάνοντας το 60 προς 1, ενώ το 1997 έφτασε το 74 προς 1[6]  και οι ενδείξεις είναι ότι διευρύνεται συνεχώς με συνέπεια στο τέλος της δεκαετίας του 1990, το πλουσιότερο 20 τοις εκατό του παγκόσμιου πληθυσμού να κατεχει το 86% του παγκόσμιου Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος και να ελέγχει το 82% των παγκόσμιων  εξαγωγών και το 68% των ξένων άμεσων επενδύσεων.[7] Η συγκέντρωση αυτή δεν είναι βέβαια περίεργη αφού ακόμη και τμήματα της ορθόδοξης θεωρίας μπορούν να δείξουν ότι αποτελεί το αναπόφευκτο αποτέλεσμα του ανοίγματος και της απελευθέρωσης των αγορώντης ουσίας της παγκοσμιοποίησης.
 
Όσον αφορά στα αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης στο περιβάλλον, λίγοι αμφιβάλλουν για την αρνητική τους επίδραση. Είναι πια ευρέως αποδεκτό ότι το φαινόμενο του θερμοκηπίου, το οποίο είναι το κύριο σύμπτωμα της οικολογικής κρίσης σήμερα,  οδηγεί ήδη σε καταστροφικές κλιματικές συνέπειες.[8] Ωστόσο, δεν είναι απλώς η αντίσταση κάποιων ισχυρών επιχειρηματικών συμφερόντων που όπως υποστηρίζουν οι σοσιαλδημοκράτες εμποδίζει τις πολιτικές ελίτ να λάβουν αποτελεσματικά μέτρα αντιμετώπισης του προβλήματος. Στην πραγματικότητα, τα αποτελεσματικά μέτρα ενάντια στο φαινόμενο του θερμοκηπίου θα απαιτούσαν πλήρη αλλαγή στο σημερινό τρόπο ζωής, εκτός από τη δυνατότητα επιβολής δραστικών ελέγχων στις αγορές. Όμως, ο τρόπος ζωής έχει καθοριστεί από τη δυναμική της οικονομίας της αγοράς και, ιδιαίτερα, τη συγκέντρωση εισοδήματος και πλούτου, τόσο μεταξύ χωρών, όσο και στο εσωτερικό τους, και την συνακόλουθη αστική συγκέντρωση, καθώς και την κουλτούρα του καταναλωτισμού γενικά και του αυτοκινήτου ειδικότερα. Είναι συνεπώς ξεκάθαρο ότι οι περιβαλλοντικές συνέπειες της παγκοσμιοποίησης οφείλονται σε συστημικά αίτια που αναφέρονται στο σύστημα συγκέντρωσης δύναμης το οποίο επιφέρουν οι ανοικτές και ελεύθερες αγορές, δηλαδή η πεμπτουσία της παγκοσμιοποίησης.
 
Η σοσιαλ-φιλελεύθερη προσέγγιση
 
Οι σοσιαλ-φιλελεύθεροι, στους οποίους συγκαταλέγονται τα κεντρο-αριστερά κόμματα στην Ευρώπη και την Αυστραλασία, καθώς και κοινωνιολόγοι και οικονομολόγοι όπως οι Anthony Giddens, Amartya Sen, Paul Krugman και άλλοι, υιοθετούν την σημερινή παγκοσμιοποίηση με κάποιες επιφυλάξεις, οι οποίες καταλήγουν τελικά σε μια «παγκοσμιοποίηση με ανθρώπινο πρόσωπο». Υπάρχουν πολλές εκδοχές αυτής της προσέγγισης, αλλά το κοινό στοιχείο τους είναι ότι, όλες, υιοθετούν τη θέση ότι η παγκοσμιοποίηση είναι συγχρόνως ένα νέο και μη αντιστρέψιμο φαινόμενο και σε συνέπεια με τη θέση αυτή διερευνούν τρόπους να την κάνουν πιο «ανθρώπινη». Η ρητή, ή κάποτε σιωπηρή, παραδοχή των σοσιαλ-φιλελεύθερων είναι ότι κάθε επιστροφή στον κρατισμό, σαν αυτόν που χαρακτήριζε τις προηγμένες οικονομίες της αγοράς μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, είναι αδύνατη.
 
Eτσι, μια εκδοχή αυτής της προσέγγισης που υποστηρίζεται από θεωρητικούς όπως ο Anthony Giddens, ο πατέρας του «Τρίτου Δρόμου»,[9] προτείνει «την ανανέωση της σοσιαλδημοκρατίας» – εγκαταλείποντας στην πορεία τις βασικές δεσμεύσεις της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας για την άμεση κρατική παρέμβαση με στόχο την εξασφαλιση πλήρους απασχόλησης, την κοινωνική πρόνοια και την ισότητα. Ωστόσο, τα «οφέλη» των πολιτικών του «Τρίτου Δρόμου» έχουν ήδη αρχίσει να διαφαίνονται στη Βρετανία, όπου τέτοιες πολιτικές είναι σε πλήρη ισχύ από την άνοδο της «Νέας Εργατικής» κυβέρνησης του Μπλερ, το 1997. Έτσι, τα εισοδήματα των πλουσίων μεγάλωσαν τρεις φορές πιο γρήγορα από αυτά των φτωχών στη διάρκεια της πρώτης τετραετίας Μπλερ,[10] ενώ, στο τέλος της δεύτερης τετραετίας, το 50% του πληθυσμού στην κορυφή της πυραμίδας κατείχε 95% των περιουσιακών στοιχείων έναντι 93% στην αρχή της πρώτης![11]
 

Μια άλλη εκδοχή της ίδιας προσέγγισης υποστηρίζεται από τον ένθερμο υποστηρικτή της οικονομίας της αγοράς και του ελεύθερου εμπορίου (εξ ου και Νομπελίστα!) Amartya Sen,  ο οποίος τονίζει ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε  θεμελιακή σύγκρουση ανάμεσα στην οικονομική παγκοσμιοποίηση (την οποία βλέπει ευνοϊκά)  και την προώθηση της δημοκρατίας και της ευημερίας.[12] Για τον Sen, το πρόβλημα δεν είναι το ελεύθερο εμπόριο και η οικονομία της αγοράς, αλλά η ανισότητα στην παγκόσμια δύναμη, η οποία ωστόσο πιστεύει ότι μπορεί να ελεγχθεί επαρκώς από τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, που θα μπορούσαν να παίξουν τον ρόλο  θεσμοφύλακα για τον έλεγχο  της ανισότητας, της «δίκαιης» διεξαγωγής του εμπορίου κ.λπ![13] Ωστόσο, δεν χρειάζεται να είναι κανείς κάτοχος βραβείου Νόμπελ στα οικονομικά για να καταλάβει την ισχυρή συσχέτιση μεταξύ της επιτάχυνσης της παγκοσμιοποίησης την τελευταία δεκαετία και της αύξησης στη συγκέντρωση οικονομικής (και συνεπώς πολιτικής) δύναμης, που φανερώνει, για παράδειγμα,  το γεγονός ότι μέσα σε πέντε μόλις χρόνια, από το 1994 μέχρι το 1999, οι πλουσιότεροι άνθρωποι στον κόσμο υπερ-διπλασίασαν την καθαρή περιουσία τους. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι το 1999 το συνολικό ετήσιο εισόδημα 582 εκ. ανθρώπων σε όλες τις «αναπτυσσόμενες» χώρες μαζί ήταν μόλις  το δέκα τοις εκατό του συνδυασμένου πλούτου 200 ανθρώπων .[14]

 
 

Οι «μη συστημικές» προσεγγίσεις της ρεφορμιστικής Αριστεράς

 

Οι θέσεις της ρεφορμιστικής Αριστεράς για την παγκοσμιοποίηση εκφράζονται από τις προσεγγίσεις μετα-Μαρξιστών, σοσιαλδημοκρατών και άλλων στην ευρεία Αριστερά (π.χ. Pierre Bourdieu, Immanuel Wallerstein, Noam Τσόμσκι, Samir Amin, John Gray  Leo Panitch κ.α. και —στα παρ’ημιν— Κ. Βεργοπουλος, Γ. Μηλιός, Ν. Κοτζιάς κ.α.). Το κοινό στοιχείο  όλων αυτών των προσεγγίσεων είναι ότι, σε αντίθεση με τους πολύ πιο ρεαλιστές σοσιαλ-φιλελεύθερους, υιοθετούν τη θέση ότι η παγκοσμιοποίηση δεν είναι ένα νέο φαινόμενο αλλά κάτι που ήδη υπήρχε στην αρχή του περασμένου αιώνα και, στη συνέχεια, προχωρούν στη διερεύνηση τρόπων να αντισταθούν σε κάποιες εκφάνσεις της χωρίς όμως να αμφισβητούν το συστημικό πλαίσιο και να προτείνουν εναλλακτικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης. Η αρνητική τους στάση σε σχέση με την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση στηρίζεται στη θέση ότι, πέρα από τις δυσμενείς συνέπειές της πάνω στην εργασία και το περιβάλλον, είναι επιπλέον ασύμβατη με την σημερινή «δημοκρατία». Η ρητή – ή κάποιες φορές σιωπηρή – υπόθεση που κάνει η ρεφορμιστική Αριστερά είναι ότι μια επιστροφή σε ένα είδος (διεθνοποιημένου) κρατισμού είναι ακόμη δυνατή σήμερα—πράγμα καθόλου περίεργο εφόσον θεωρούν την σημερινή παγκοσμιοποίηση  ως απλώς το προϊόν νεοφιλελεύθερων πολιτικών (αν όχι μια ιδεολογία για να δικαιολογηθεί ο νεοφιλελευθερισμός), και όχι ως το αποτέλεσμα μιας θεμελιώδους δομικής αλλαγής.
 

Έτσι, ο Bourdieu, ξεκινώντας με την υπόθεση ότι ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια ουτοπία που επιβλήθηκε κύρια από την Αμερικανική ελίτ, συμπεραίνει ότι πρέπει να στραφούμε στο «έθνος-κράτος, ή ακόμη καλύτερα στο υπερεθνικό κράτος ένα ευρωπαϊκό κράτος στο δρόμο προς ένα παγκόσμιο κράτος που θα είναι ικανό να ελέγχει και να φορολογεί αποτελεσματικά τα κέρδη που αποφέρονται στις χρηματοπιστωτικές αγορές και, πάνω απ’ όλα, να εξουδετερώνει τον καταστροφικό αντίκτυπο που έχουν οι τελευταίες πάνω στην αγορά εργασίας».[15] Στην προβληματική του, «η παγκοσμιοποίηση είναι περισσότερο ένα πολιτικό πρόταγμα παρά μια οικονομική πραγματικότητα»[16], μια πολιτική δηλαδή που στοχεύει στο να επεκτείνει σε ολόκληρο τον κόσμο το Αμερικανικό οικονομικό μοντέλο.[17]

 

Ανάλογη είναι η στάση που υιοθετείται από ορισμένους συγγραφείς στην ρεφορμιστική Αριστερά, όπως οι Leo Panitch,[18]  Ν Τσόμσκι[19] και άλλοι, οι οποίοι επίσης υποστηρίζουν ότι η παγκοσμιοποίηση δεν είναι κάτι το καινούργιο και ότι αντιπροσωπεύει κατά βάση ένα είδος νεοφιλελεύθερης συνωμοσίας Αμερικανικής προέλευσης, ο στόχος της οποίας είναι να προωθήσει τα συμφέροντα του μονοπωλιακού καπιταλισμού των ΗΠΑ. Η συμβουλή τους στο «κίνημα» κατά της παγκοσμιοποίησης είναι να ασκήσει μέγιστη πίεση πάνω στις ελίτ, έτσι ώστε το έθνος-κράτος να αναγκαστεί να αντισταθεί στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Παρόμοια, ο Immanuel Wallerstein[20] υιοθετεί ρητά την εξωγενή (αν όχι ιδεολογική) φύση της σημερινής παγκοσμιοποίησης. Τέλος, μια ακόμη εκδοχή, που υποστηρίζεται από σοσιαλδημοκράτες όπως ο καθηγητής της LSE John Gray[21], διακηρύσσει το τέλος της παγκοσμιοποίησης, ακολουθώντας το παράδειγμα του Eric Hobsbawm, του ‘πρύτανη’  των Μαρξιστών ιστορικών, ο οποίος, ήδη απο το 1998, διακήρυσσε  το τέλος της νεοφιλελευθερης παγκοσμιοποίησης![22]

 

Το κοινό συμπέρασμα των αναλυτών στην ρεφορμιστική Αριστερά που συνάγουν για παράδειγμα, μεταξύ άλλων,  οι Pierre Bourdieu[23],  Samir Amin,[24] και Hirst & Thompson[25] και υιοθετεί το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ, είναι ότι η πίεση «από τα κάτω» θα μπορούσε να αντιστρέψει τη «νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση», ή τουλάχιστον, να υποχρεώσει τις σοσιαλ-φιλελεύθερες κυβερνήσεις να «επαναδιαπραγματευτούν» τους κανόνες της, και, ιδιαίτερα, τους κανόνες που καθορίζουν τη λειτουργία  διεθνών θεσμών όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου.

 

Η προσέγγιση της Περιεκτικής Δημοκρατίας

 

Στην άνοδο του κρατισμού στη δεκαετία του 1930 —ο οποίος ωστόσο κατέρρευσε στη δεκαετία του 1970, όταν έγινε φανερό ότι το είδος κρατικής παρέμβασης στην αγορά που σφράγισε την κρατικιστική περίοδο της αγοραιοποίησης δεν ήταν πια συμβατό με τη νέα διεθνοποίηση που αναδύθηκε την ίδια εποχή. Αυτό το θεμελιακό γεγονός είχε ως συνέπεια, στο πολιτικό επίπεδο,  το τέλος της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης, η οποία σφράγισε την πρώιμη μεταπολεμική περίοδο.

 

Η σημερινή όμως νεοφιλελεύθερη μορφή της νεωτερικότητας δεν αποτελεί απλώς επιστροφή στην φιλελεύθερη μορφή της αλλά αντιπροσωπεύει στην πραγματικότητα μια νέα σύνθεση της παλιάς φιλελεύθερης μορφής της νεωτερικότητας από τη μια μεριά και της κρατικιστικής μορφής της, από την άλλη – μια σύνθεση στην οποία η ουσιαστικά φιλελεύθερη αυτορυθμιζόμενη αγορά εντάσσεται σε ένα σύστημα κρατικών ελέγχων για την εξασφάλιση ενός ελαχίστου επιπέδου προστασίας της ανθρώπινης ζωής και του περιβάλλοντος. Το γεγονός επομένως ότι οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές υποστηρίζονται σήμερα, με ασήμαντες αποκλίσεις, τόσο από κέντρο-δεξιά όσο και από κέντρο-αριστερά κόμματα στην κυβέρνηση ή στην αντιπολίτευση, και ότι τα βασικά στοιχεία του νεοφιλελευθερισμού έχουν ενσωματωθεί στις στρατηγικές των διεθνών θεσμών, μέσω των οποίων η υπερεθνική ελίτ ελέγχει την παγκόσμια οικονομία (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΠΟΕ, ΕΕ, NAFTA κ.λπ.), κάνει φανερό ότι η νέα συναίνεση αντανακλά επακριβώς τις ριζικές δομικές αλλαγές που προκάλεσε η ανάδυση της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς.

 

 


 

[1] Για τη σχέση αυτονομίας και αλληλεξάρτησης ανάμεσα στις διάφορες συνιστώσες της παγκοσμιοποίησης βλ.Τάκης Φωτόπουλος, Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία, (Ελληνικά Γράμματα, 2002)

[2] βλ για διεξοδική ανάλυση των μορφών νεωτερικότητας, Τ. Φωτόπουλος, Η Πολυδιάστατη Κρίση και η Περιεκτική Δημοκρατία (Γόρδιος 2005), κεφ. 2

[3] Leslie Sklair, The Transnational Capitalist Class, (Blackwell, 2001)

[4] βλ. Michael Hardt and Antonio Negri, Empire, (Harvard University Press, 2001) και αναλυτική κριτική στο Democracy & Nature (τ. 8 αρ. 2, Ιούλης 2002) μετάφραση στο περιοδικο Περιεκτική Δημοκρατία, αρ 7 (Μάης 2004) http://www.inclusivedemocracy.org/pd/

[5] Βλέπε για παράδειγμα την  απόπειρα των θεωρητικών της Παγκόσμιας Τράπεζας να υποστηρίξουν ότι η παγκοσμιοποίηση ...ωφελεί τους φτωχούς, David Dollar and Aart Kraay, Growth is good for the poor , (World Bank, Μάρτιος 2000).

[6] UN, Human Development Report 1999 (Oxford University Press, 1999).

[7] Ό.π.

[8] Βλέπε, για παράδειγμα την έκθεση πάνω στις κλιματιστικές μεταβολές της ομάδας επιστημόνων του ΟΗΕ που συναντήθηκε στη Σαγκάη τον Ιανουάριο του 2001: Tim Radford and Paul Brown, The Guardian, 31 January 2001.

[9] Anthony Giddens, The Third Way, (Polity Press), 1998.

[10] Larry Elliott κ.α. The Guardian, 14 Ιουλίου 2000; Lucy Ward, The Guardian, 18 Απριλίου 2001; Felicity Lawrence, 'Mass affluents' get richer as the poor get poorer , The Guardian, 2 Απριλίου 2001.

[11] John Kampfner , ‘The word New Labour dare not utter’, The Observer, 29/8/2004

[12] Amartya Sen, ‘Freedom’s market’, The Observer, 25 Ιουνίου 2000.

[13] Jonathan Steele, ‘The Guardian Profile: Amartya Sen’, The Guardian, 31 Μαρτίου 2001.

[14] UN, Human Development Report 2000 (Oxford University Press, 2000)

[15] Pierre Bourdieu, «The essence of neoliberalism: utopia of endless exploitation».

[16] Βλ. τη συνέντευξη του Pierre Bourdieu στην επιθεώρηση Socialist Review (τεύχος 242, Ιούνιος 2000).

[17] Pierre Bourdieu, Για ένα Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Κίνημα, Αντεπίθεση Πυρών 2 (Πατάκης, 2001).

[18] Leo Panitch, «The New Imperial State», New Left Review, Μάρτιος-Απρίλιος 2000. Βλ και Leo Panitch and Sam Gindin, Global capitalism and American empire’, Socialist Register  2004 και κριτικη στο http://www.inclusivedemocracy.org/journal/newsletter/dialogue_globalization.htm

[19] Noam Chomsky, «Power in the Global Arena», New Left Review, Ιούλιος-Αύγουστος 1998. Βλέπε ακόμη τη συνέντευξή του που δημοσιεύθηκε στην Ελευθεροτυπία στις 25 Φεβρουαρίου 2001.

[20]  πβ. Wallerstein, Immanuel, «Globalization or the age of transition?  A long-term view of the trajectory of the world-system», στον δικτυακό τόπο του Κέντρου Fernand Braudel:  http://fbc.binghamton.edu/

[21] John Gray, «Goodbye to globalisation», The Guardian, 27 Φεβρουαρίου 2001.

[22] Perry Anderson, «Renewals», New Left Review νo 1 (νέα περίοδος), Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2000, σελ. 10.

[23] Βλέπε π.χ. τη συνέντευξη του Pierre Bourdieu που δημοσιεύθηκε στην Hangyoreh Shinmun στις 4 Φεβρουαρίου 2000.

[24]  Samir Amin στο Μιλάνο ‘World Forum of alternative solutions’ Il Manifesto / Εποχή, 16 Απριλίου 2000.

[25] Βλ Paul Hirst και Grahame Thompson,Globalisation in Question (Polity Press, 1996) και λεπτομερή κριτική των επιχειρημάτων τους στο βιβλίο Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία, ο.π.