Διάπλους (Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2008)


Η παγκοσμιοποίηση της φτώχειας

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Συγκέντρωση και το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ Βορρά και Νότου

Η σημερινή συγκέντρωση οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής δύναμης στα χέρια των ελίτ που ελέγχουν την οικονομία ανάπτυξης, δεν είναι απλώς ένα πολιτισμικό φαινόμενο που σχετίζεται με τις αξίες που εγκαθίδρυσε η Βιομηχανική Επανάσταση, όπως αφελώς πιστεύουν σημαντικά ρεύματα του οικολογικού κινήματος. Στην πραγματικότητα, η συγκέντρωση δύναμης αποτελεί απλώς το αναπόφευκτο αποτέλεσμα μιας ιστορικής διαδικασίας που αποκορυφώθηκε κατά τους δύο τελευταίους αιώνες με την ανάδυση της οικονομίας της αγοράς και του υποπροϊόντος της, της οικονομίας ανάπτυξης. Αυτό σημαίνει πως ο στόχος της ισοκατανομής δύναμης (πολιτικής, οικονομικής και γενικότερα κοινωνικής) καθώς και της επίτευξης οικολογικής ισορροπίας δεν είναι μόνο ζήτημα αλλαγής στα συστήματα αξιών (εγκατάλειψη της λογικής της οικονομικής ανάπτυξης, του καταναλωτισμού κ.λπ.), ή των, κατά Καστοριάδη, «φαντασιακών σημασιών»,[1] αλλά παράλληλης αλλαγής των θεσμών, χωρίς την οποία είναι αδύνατη η αλλαγή των αξιών.

Η ιστορική αποτυχία της οικονομίας ανάπτυξης γίνεται προφανής εάν εξετάσουμε τον σημερινό βαθμό συγκέντρωσης οικονομικής δύναμης στον Βορρά. Σε γενικές γραμμές μπορούμε να ορίσουμε τον Βορρά ως το σύνολο των χωρών εκείνων τις οποίες η Παγκόσμια Τράπεζα κατατάσσει στις «οικονομίες υψηλού εισοδήματος».[2] Σήμερα, ο Βορράς, όπου ζει μόλις το 15,5% του παγκόσμιου πληθυσμού, παράγει περίπου το 80,4% του παγκόσμιου προϊόντος και ελέγχει το 73,6% των παγκόσμιων εξαγωγών.[3] Η εξάπλωση, επομένως, της οικονομίας ανάπτυξης στον Νότο όχι μόνο απέτυχε να βελτιώσει την ευημερία των περισσοτέρων ανθρώπων σ’ αυτόν, όπως θα δούμε στη συνέχεια, αλλά οδήγησε επίσης σε μια δραματική διεύρυνση του ανοίγματος Βορρά-Νότου. Αυτό δείχνει ότι το σύστημα της οικονομίας της αγοράς δεν έχει την εγγενή ικανότητα να μετασχηματίσει την οικονομία του Νότου σε έναν τύπο οικονομίας παρόμοιο με την οικονομία ανάπτυξης του Βορρά, δηλαδή, σε έναν τύπο που δημιουργεί μια μεγάλη καταναλωτική μεσαία τάξη που εκτείνεται πλήρως στο περίπου 40% του πληθυσμού και μερικώς σ’ ένα ακόμη 30% (το οποίο είναι μεν ανασφαλές αλλά οπωσδήποτε σε καλύτερη οικονομική κατάσταση από την συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού στον Νότο).

Η ίδια αποτυχία της οικονομίας ανάπτυξης φανερώνεται διαχρονικά. Για παράδειγμα, ο Κropotkin, με βάση την φθίνουσα βρετανική μερίδα στις παγκόσμιες εξαγωγές, έβλεπε, στο τέλος του 19ου αιώνα, μια συνεχή αποκέντρωση της μεταποιητικής παραγωγής, η οποία οδηγούσε σε αυτό που ονόμαζε «διαδοχική ανάπτυξη των εθνών».[4] Εντούτοις, εκ των υστέρων, μπορούμε σήμερα να διαπιστώσουμε ότι αυτή η διαδοχική ανάπτυξη των εθνών δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ και ότι, αντίθετα, σήμερα σημειώνεται η μεγαλύτερη συγκέντρωση οικονομικής δύναμης στην Ιστορία. Απλώς, με την σημερινή διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, ένα σημαντικό μέρος της παραγωγής των πολυεθνικών επιχειρήσεων μεταφέρεται στο Νότο, όπου μπορούν να εκμεταλλευθούν το άφθονο, φθηνό και εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό και τους χαμηλούς φόρους και ασφαλιστικές εισφορές. Σήμερα, ένα τρίτο του παγκόσμιου εμπορίου γίνεται στο εσωτερικό των πολυεθνικών, με την Toyota, για παράδειγμα, να μεταφέρει τμήματα της παραγωγικής διαδικασίας αυτοκινήτων από την Ιαπωνία στις ΗΠΑ, ενώ η Apple και η Dell συμπληρώνουν όλη σχεδόν την παραγωγική τους διαδικασία στην Ασία, και οι μεγαλύτερες Τράπεζες, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις κοινής ωφελείας στη Βρετανία έχουν ήδη μεταφέρει την τηλεφωνική «εξυπηρέτηση» των πελατών τους στην πάμφθηνη Ινδία.[5] Έτσι, διογκώνεται «τεχνητά» η παραγωγή και οι εξαγωγές χωρών του Νότου όπως η Κίνα και η Ινδία (τα νέα οικονομικά «θαύματα» της οικονομίας της αγοράς!), ενώ η οικονομική δύναμη παραμένει συγκεντρωμένη στα καπιταλιστικά μητροπολιτικά κέντρα. Η Κινεζική οικονομία, για παράδειγμα, αποτελεί ουσιαστικά την «αλυσίδα» συναρμολόγησης της υπερεθνικής ελίτ, με το 60% των εξαγωγών της και σχεδόν το 100% των εξαγωγών υψηλής τεχνολογίας να οφείλεται στις δυτικές πολυεθνικές.[6]

Η ανακατανομή των εξαγωγών, επομένως, που επισημάνθηκε ήδη από τον Kropotkin, δεν αναιρεί το γεγονός ότι σήμερα ο πλούτος, το εισόδημα, η παραγωγή και οι εξαγωγές ελέγχονται από λιγότερο από το 1/8 του παγκόσμιου πληθυσμού, έστω και αν η ίδια η παραγωγή έχει γεωγραφικά μετατεθεί στον Νότο. Έτσι, εξηγείται η δήθεν πελώρια αύξηση της οικονομικής δύναμης χωρών όπως η Κίνα και η Ινδία (που την μετρούν με βάση την αύξηση της παραγωγής και των εξαγωγών τους σε απόλυτους αριθμούς, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη την πελώρια συγκέντρωση πληθυσμού στις χώρες αυτές που συγκεντρώνουν σχεδόν το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού,[7] ούτε βέβαια την πραγματική «εθνικότητα» των προϊόντων), γεγονός που επιτρέπει σε πολλούς ιδεολόγους του συστήματος και αναλυτές της ρεφορμιστικής Αριστεράς να μιλούν για μια δήθεν ριζική ανακατανομή της παγκόσμιας οικονομικής, αν όχι και πολιτικής, δύναμης, τη δημιουργία νέων «υπερδυνάμεων» τύπου...Ινδίας κ.λπ. Στην πραγματικότητα, μολονότι η αναλογία των παγκόσμιων εξαγωγών και της παραγωγής στον Νότο αυξάνει, το εισόδημα και ο πλούτος συγκεντρώνεται όλο και περισσότερο στον Βορρά. Έτσι, οι «χώρες της Τριάδας» (Βόρεια Αμερική, Ιαπωνία, Ε.Ε.), στις οποίες ζει μόλις το 12% του παγκόσμιου πληθυσμού (2003) ακόμη εισπράττουν πάνω από τα 2/3 του παγκόσμιου εισοδήματος![8]

Η συνέπεια είναι ότι το σημαντικό άνοιγμα που δημιουργήθηκε μεταξύ Βορρά και Νότου, από τότε που η οικονομία της αγοράς του Βορρά άρχισε να διαβρώνει τις παραδοσιακές οικονομίες του Νότου, σήμερα έχει μετατραπεί σε πελώριο και συνεχώς διογκούμενο χάσμα. Πριν από 200 περίπου χρόνια, όταν η διαδικασία αγοραιοποίησης μόλις άρχιζε στον Βορρά, το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα στις πλούσιες χώρες ήταν μόλις 1,5 φορά υψηλότερο από εκείνο των φτωχών χωρών.[9] Περίπου 100 χρόνια αργότερα, το 1900, ήταν 6 φορές υψηλότερο και ως την εισαγωγή της οικονομίας ανάπτυξης στον Νότο, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, είχε γίνει 8,5 φορές υψηλότερο, ενώ το 1970, το κατά κεφαλήν εισόδημα στον Βορρά είχε γίνει 13 φορές υψηλότερο από εκείνο του Νότου.[10] Στην περίοδο, όμως, της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης η συγκέντρωση οικονομικής δύναμης στον Βορρά χειροτέρευσε δραματικά και, το 2003, το μέσο κατά κεφαλή εισόδημα στις πλούσιες χώρες του Βορρά είχε φθάσει να είναι πάνω από 22 φορές μεγαλύτερο από αυτό του Νότου![11]

Μολονότι, επομένως, η μεταβιομηχανική κοινωνία έχει πράγματι επιφέρει έναν σημαντικό βαθμό διαφοροποίησης στην παραγωγική διαδικασία, αυτό με κανέναν τρόπο δεν συνεπάγεται μιαν αντιστροφή της τάσης για αυξανόμενη συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης. Η τεράστια συγκέντρωση της επενδυτικής δύναμης σε έναν μικρό αριθμό καπιταλιστικών επιχειρήσεων αποτελεί μια ακόμα ένδειξη του βαθμού συγκέντρωσης της οικονομικής δύναμης. Έτσι, οι 100 μεγαλύτερες πολυεθνικές επιχειρήσεις ελέγχουν το 1/3 των συνολικών ξένων άμεσων επενδύσεων.[12] Από αυτήν την άποψη, οι διάφοροι «μελλοντολόγοι»,[13] οι οποίοι υποστηρίζουν ότι ο κόσμος «απομαζικοποιείται» (με την έννοια ότι η δύναμη αποκεντρώνεται), μετά το δεύτερο κύμα εκβιομηχάνισης και την διαφοροποίηση που επιφέρει το αναδυόμενο σήμερα «τρίτο κύμα», παίζουν στην πραγματικότητα τον ρόλο των απολογητών της σημερινής συγκέντρωσης της οικονομικής δύναμης.

Νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, φτώχεια και ανισότητα

Αρχικά, θα πρέπει να κάνουμε την διάκριση μεταξύ ανισότητας και φτώχειας, διότι μολονότι η βασική αιτία της φτώχειας σήμερα είναι παντού η ανισότητα που δημιουργεί η πελώρια συγκέντρωση οικονομικής δύναμης, εντούτοις, φτώχεια και ανισότητα δεν ταυτίζονται ούτε εννοιολογικά, αλλά ούτε και ιστορικά. Εννοιολογικά, διότι η ανισότητα μπορεί να ερμηνευθεί ως σχετική φτώχεια, δηλαδή μια μορφή φτώχειας, και ιστορικά διότι υπήρξαν στο παρελθόν κοινωνίες με μικρό ή ακόμη και μηδαμινό βαθμό ανισότητας (σοσιαλιστικές και πρωτόγονες κοινωνίες αντίστοιχα) που λόγω του χαμηλού επιπέδου ανάπτυξης ήταν γενικά φτωχές.

Η ανισότητα και η φτώχεια δεν είναι βέβαια πρωτόγνωρα φαινόμενα στην καπιταλιστική οικονομία της αγοράς που αναδύθηκε εδώ και περίπου δύο αιώνες, όπως άλλωστε φανερώνει και η διαχρονική εξέλιξη του κατά κεφαλή εισοδήματος που είδαμε παραπάνω. Είναι όμως χαρακτηριστική η άνθιση, ιδιαίτερα της ανισότητας, στην περίοδο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Όσον αφορά στον Νότο, ακόμα και η Παγκόσμια Τράπεζα (όχι ακριβώς υπερασπιστής των «κολασμένων της Γης»!), αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι, το 1985, το 1/3 του συνολικού πληθυσμού στον Νότο ήταν φτωχό.[14] Από την άλλη μεριά, στον Βορρά, το ποσοστό φτώχειας ήταν τότε περίπου 13%. Έτσι, το 1985, το μέσο ποσοστό φτώχειας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (χωρίς την Ελλάδα και την Πορτογαλία) ήταν 13,6%.[15] Παρόμοια, το 1988, στις Η.Π.Α. το 13% του πληθυσμού ζούσε κάτω από τα επίσημα όρια φτώχειας.[16] Όμως, τα στοιχεία αυτά αναφέρονται στα μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση ήταν ακόμη στα πρώτα στάδια της. Από τότε, όλες οι ενδείξεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η κατάσταση έχει αλλάξει προς το χειρότερο, παρά την σαφή προσπάθεια της υπερεθνικής ελίτ, μέσω των ελεγχόμενων διεθνών οργανισμών, να δημιουργήσει την τεχνητή εικόνα ότι η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση έφερε μείωση της φτώχειας, αν όχι και της ανισότητας!

Σήμερα, λίγοι, πέρα από τους ιδεολόγους του συστήματος και τους αντίστοιχους «επιστήμονες», αμφιβάλλουν για το γεγονός ότι η ανισότητα εκρήγνυται στην περίοδο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης[17]. Αντίθετα, όσον αφορά στην φτώχεια, τελευταία γίνονται συστηματικές προσπάθειες από υποστηρικτές της οικονομίας της αγοράς, συνήθως με την χρήση στατιστικών αλχημειών, ν’ αμφισβητηθεί η αύξηση της στην ίδια περίοδο. Η εξήγηση για το φαινόμενο αυτό ανάγεται στον τρόπο μέτρησης της ανισότητας και της φτώχειας. Η πρώτη μετριέται σχετικά, π.χ. ως το ποσοστό εισοδήματος που εισπράττει το 20% του πληθυσμού στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας σε σχέση με αυτό που εισπράττει το 20% στη βάση της. Αντίθετα, η δεύτερη μετριέται απόλυτα, π.χ. ως το ποσοστό του πληθυσμού που ζει κάτω από την «διεθνή γραμμή της φτώχειας», η οποία ορίζεται ως εισόδημα χαμηλότερο από ένα, ή δύο δολάρια την ημέρα. Είναι επομένως φανερό ότι ο αυθαίρετος ορισμός της φτώχειας μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε συμπεράσματα που στηρίζονται σε στατιστικές αλχημείες.

Έτσι, στο πλαίσιο της καμπάνιας για την «εξαφάνιση της φτώχειας», οι ιδεολόγοι της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης έχουν αποδυθεί σε μια πελώρια προσπάθεια να πείσουν, με ποικίλλα στατιστικά και ορολογικά τεχνάσματα, ότι η φτώχεια ήδη σταδιακά εξαφανίζεται μέσα στην διαδικασία της παγκοσμιοποίησης και πως αυτό που ονομάζουμε φτώχεια σήμερα είναι, βασικά, μια «υγιής» ανισότητα που προκαλεί η αλματώδης βελτίωση της οικονομικής κατάστασης αυτών που προσαρμόζονται γρήγορα στη διαδικασία αυτή σε σχέση με τους υπόλοιπους που βραδυπορούν στην εκμετάλλευση των ευκαιριών που προσφέρει η «πρόκληση της παγκοσμιοποίησης». Φυσικά, αποσιωπάτε το γεγονός ότι οι κύριοι ωφελημένοι από την διαδικασία αυτή «τυχαίνει» να είναι τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα σε κάθε χώρα που εκμεταλλεύονται τη θέση τους στον σημερινό διεθνή καταμερισμό εργασίας. Στο ίδιο πλαίσιο γίνεται η βασική διάκριση μεταξύ απόλυτης και σχετικής φτώχειας. Η «απόλυτη» φτώχεια ορίστηκε από την Παγκόσμια Τράπεζα (Π.Τ.) ως η διαβίωση με ημερήσιο εισόδημα κάτω του 1 δολ. («ακραία» φτώχεια) ή κάτω των 2 δολ. («μέτρια» φτώχεια), ενώ η «σχετική» φτώχεια ορίζεται σε σχέση με το κοινωνικό περιβάλλον και μετριέται με βάση την ανισότητα στη κατανομή του εισοδήματος και πλούτου (π.χ. το επίπεδο εισοδήματος κάτω από το μισό του μέσου).

Αντί, δηλαδή, να οριστεί η απόλυτη φτώχεια με βάση το απαιτούμενο εισόδημα για την επαρκή κάλυψη των βασικών αναγκών επιβίωσης (τροφή, ένδυση, στέγαση, υγεία, εκπαίδευση, έξοδα για μεταφορά και επικοινωνία κ.λπ.), όπως για παράδειγμα είχαν κάνει Βρετανοί οικονομολόγοι με βάση τα εισοδήματα όλων των εργαζόμενων σε μια πόλη το 1899 (Rowntree approach), η Π.Τ. όρισε τη φτώχεια στα γελοία αυτά επίπεδα ― που δεν καλύπτουν επαρκώς τις βασικές ανάγκες ούτε στις φτωχότερες γειτονιές του πλανήτη ― με βάση δειγματοληπτικές έρευνες των εισοδημάτων, της κατανάλωσης των νοικοκυριών και υπολογισμούς των διαφορών στις τιμές. Ενδεικτικά, στην Ελλάδα, με βάση τους επίσημους ορισμούς της φτώχειας, το 21% του λαού βρίσκεται κάτω από τη γραμμή της «σχετικής» φτώχειας και η «απόλυτη» φτώχεια είναι σχεδόν μηδαμινή, ενώ με βάση το κριτήριο της κάλυψης των βασικών αναγκών σχεδόν το 80% του λαού θα κατατασσόταν στη κατηγορία των φτωχών![18]

Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα είναι η συσκότιση για το πραγματικό μέγεθος και την δυναμική της φτώχειας. Για παράδειγμα, ένα τυπικό επιχείρημα των ιδεολόγων του συστήματος είναι ότι η παγκοσμιοποίηση έφερε την δραστική μείωση της «απόλυτης» φτώχειας, η οποία έπεσε από 40% του παγκόσμιου πληθυσμού το 1981, σε 21% το 2001,[19] ή από 1,5 δισ. ανθρώπων το 1981 σε 986 εκ. το 2004. Αν όμως αφαιρέσουμε την Κίνα από τους υπολογισμούς, ο αριθμός των ανθρώπων σε «ακραία» φτώχεια αυξήθηκε ελαφρά μεταξύ 1981 και 2004, από 855 εκ σε 857 εκ.![20] Και αυτό, διότι η μικρή μείωση της φτώχειας σε κάποιες περιοχές αντισταθμίστηκε από τον πενταπλασιασμό της στην Ευρώπη και Κεντρική Ασία μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού» και την αύξηση της στην υπό-Σαχάρεια Αφρική και την Λατινική Αμερική. Η «εξαφάνιση» επομένως της φτώχειας οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στο γεγονός ότι η Κινεζική «κομμουνιστική» ηγεσία έβγαλε από τη λίστα των φτωχών πάνω από 400 εκ. Κινέζους στη περίοδο 1981-2001 επειδή απόκτησαν το περιπόθητο εισόδημα του 1 δολ. την ημέρα, μειώνοντας με μια μονοκονδυλιά το ποσοστό των απόλυτα φτωχών στη Κίνα κατά τα δυο τρίτα! [21]

Εντούτοις, παρά τα στατιστικά τεχνάσματα για να εξαφανιστεί η φτώχεια, ακόμη και σήμερα, το 53% του παγκόσμιου πληθυσμού ζει σε συνθήκες «μέτριας» φτώχειας με εισόδημα κάτω από 2 δολ. την ημέρα. Και φυσικά οι στόχοι της «διεθνούς κοινότητας» και ο αγώνας των Μ.Κ.Ο. και της ρεφορμιστικής Αριστεράς αφορούν την μείωση αυτής της σχετικά εύκολα μειώσιμης φτώχειας, όπως την ορίζει η Π.Τ., και όχι της πραγματικής (και μη εξαφανίσημης στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς) φτώχειας που αφορά την αδυναμία κάλυψης των βασικών αναγκών. Όμως, δεν είναι μόνο η πραγματική φτώχεια που αγνοείται, αλλά ακόμη και η σχετική φτώχεια προσπερνάται εφόσον η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση έχει οδηγήσει σε μια συνεχώς αυξανόμενη συγκέντρωση εισοδήματος και πλούτου. Έτσι, το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού εισπράττει σήμερα το 80% του παγκόσμιου εισοδήματος και το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει το 85% του παγκόσμιου πλούτου, ενώ ο μισός παγκόσμιος πληθυσμός μόλις κατέχει το 1% του παγκόσμιου πλούτου.[22]

Το φαινόμενο αυτό της αύξησης της παγκόσμιας φτώχειας δεν είναι βέβαια δυσεξήγητο εφόσον το άνοιγμα και η απελευθέρωση των αγορών όχι μόνο κατέστρεψαν την γεωργία πολλών χωρών στον Νότο, προκαλώντας πελώριες συγκεντρώσεις πληθυσμών στα αστικά κέντρα, καθώς και τη σημερινή επισιτιστική κρίση που απειλεί με πείνα εκατομμύρια ανθρώπων σε ολόκληρο τον πλανήτη, αλλά και δημιούργησε ακόμη μεγαλύτερη ανεργία και υποαπασχόληση, εφόσον ακόμη και η σχετικά χαμηλής τεχνολογίας βιομηχανία που μεταφέρεται σήμερα από τα καπιταλιστικά κέντρα στους παράδεισους πάμφθηνης και εξαθλιωμένης εργασίας της Κίνας και της Ινδίας δεν αυξάνει σημαντικά την απασχόληση. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνουν οι Εκθέσεις της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας που δείχνουν συνεχή αύξηση της ανεργίας-υποαπασχόλησης στον πλανήτη στη διάρκεια της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Έτσι, ενώ το 1990, ο συνολικός αριθμός των ανέργων ανερχόταν σε 100 εκατομμύρια ανθρώπους, το 2003 είχε φθάσει τα 186 εκατ. που αντιστοιχεί στο 6,2% του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού ― το υψηλότερο ποσοστό που έχει ποτέ καταγράψει η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας! Στην ίδια Έκθεση αναφέρεται ότι περίπου 1,4 δισεκατομμύρια εργαζόμενοι, ή το μισό του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού, ζούσαν το 2003 με λιγότερο από δύο δολάρια την ημέρα (550.000 από αυτούς με λιγότερο από ένα δολάριο την ημέρα![23])

Ο «νέος Βορράς» και ο «νέος Νότος»

Σήμερα, είναι γενικά αποδεκτό ότι η σύγχρονη κοινωνία, που παίρνει παντού την μορφή της οικονομίας της αγοράς/ανάπτυξης, υποφέρει από μια βαθιά και εκτεταμένη κρίση. Όσον αφορά ιδιαίτερα στην οικονομική διάσταση της κρίσης, η χρόνια οικονομική κρίση, με τα συνεχή σκαμπανεβάσματα που δημιούργησε η ανάδυση του συστήματος της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς δύο περίπου αιώνες πριν, επιδεινώθηκε στην μεταπολεμική περίοδο με την άνοδο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Έτσι, στη σημερινή «πολιτικώς ορθή» ορολογία, οι κρίσεις μετατρέπονται σε «προβλήματα» τα οποία οι ειδικοί τεχνο-επιστήμονες μπορούν, κάτω από την πίεση της «κοινωνίας των πολιτών», να τα επιλύσουν με τις κατάλληλες μεθόδους. Η αναπόφευκτη συνέπεια είναι η συσκότιση των «συστημικών» αιτίων των κρίσεων αυτών και η καλλιέργεια του εφησυχασμού ότι δήθεν με ατομικές ενέργειες και την πίεση των «κινημάτων», όπως αυτή εκφράζεται με διαδηλώσεις, με τις δραστηριότητες των Μ.Κ.Ο., των βουλευτών της ρεφορμιστικής Αριστεράς κ.λπ., θα ξεπεράσουμε τις κρίσεις —οι οποίες στο μεταξύ επιδεινώνονται.

Όμως, όπως έδειξα αλλού,[24] η σύγχρονη παγκοσμιοποίηση (ή ορθότερα διεθνοποίηση) της οικονομίας της αγοράς, δεν είναι απλή αλλαγή πολιτικής που θα μπορούσε ν’ ανατραπεί από μια Αριστερή ή σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση, κάτω από την πίεση της κοινωνίας των πολιτών, όπως υποστηρίζει η ρεφορμιστική Αριστερά. Αντίθετα, αποτελεί δομική αλλαγή του συστήματος της οικονομίας της αγοράς, ως αποτέλεσμα της μακροπρόθεσμης δυναμικής του συστήματος αυτού σε συνδυασμό με την ραγδαία ύφεση στην Κοινωνική Πάλη στην οποία οδήγησε μια σειρά αντικειμενικών και υποκειμενικών παραγόντων (συρρίκνωση της εργατικής τάξης, άνθιση της καταναλωτικής κοινωνίας, κατάρρευση του «υπαρκτού» κ.λπ.). Έτσι, στα μέσα της δεκαετίας του 1970, ξέσπασε στον Βορρά μια σοβαρή κρίση στασιμοπληθωρισμού, εξαιτίας της βασικής αντίφασης που δημιουργούσε η συνεχιζόμενη επέκταση του κρατισμού ―με την έννοια του ενεργού κρατικού ελέγχου που στόχευε στον καθορισμό του επιπέδου της οικονομικής δραστηριότητας και του κράτους πρόνοιας― και η παράλληλη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς. Η θεμελιακή αυτή αντίφαση, που οδήγησε παντού στη συρρίκνωση των κοινωνικών ελέγχων πάνω στην οικονομία της αγοράς, μέσω της συρρίκνωσης του οικονομικού ρόλου του κράτους, αποτελεί βασική αιτία της σημερινής βαθιάς οικονομικής κρίσης, απλά συμπτώματα της οποίας είναι η σημερινή πιστωτική και η παράλληλη επισιτιστική κρίση.

Το βασικό αποτέλεσμα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης (που συγχρόνως αποτελεί και την αιτία αναπαραγωγής της κρίσης) είναι η δημιουργία ενός διπολικού κόσμου, ο οποίος συνίσταται από:

  • Ένα πόλο που περιλαμβάνει τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα τα οποία δημιούργησε η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, είτε βρίσκονται στον Βορρά είτε στον Νότο («Νέος Βορράς») και

  • Έναν δεύτερο πόλο που έχει μείνει απέξω από τα υποτιθέμενα «καθολικά» ευεργετήματα της παγκοσμιοποίησης αυτής και περιλαμβάνει την περιθωριοποιημένη πλειονότητα του παγκόσμιου πληθυσμού, είτε στον Βορρά, είτε στον Νότο («Νέος Νότος»)

Είναι λοιπόν φανερό ότι ο νέος αυτός διπολικός κόσμος που ανέτειλε με την παγκοσμιοποίηση, δεν καθορίζεται από γεωγραφικά, αλλά από κοινωνικά και οικονομικά, όρια ―όπως άλλωστε ακριβώς συμβαίνει και με την υπερεθνική ελίτ που επίσης δεν έχει εδαφικό κέντρο εξουσίας. Ο διπολισμός αυτός, σε συνδυασμό με την αντίφαση, που προανέφερα, δημιουργούν το σημερινό εκρηκτικό μίγμα που απειλεί την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Με άλλα λόγια, η κρίση δεν προκαλείται από τον διπολισμό καθ’ αυτό, αλλά από το γεγονός ότι η ίδια η διεθνοποίηση οδηγεί στην συνεχή επέκταση του διπολισμού αυτού, δηλαδή του ανοίγματος μεταξύ του «Νέου Βορρά» και του «Νέου Νότου», ενώ το πολιτικό σύστημα είναι ουσιαστικά ανίσχυρο να επέμβει αποτελεσματικά για τον περιορισμό του διευρυνόμενου αυτού ανοίγματος. Έτσι, ενώ στο πλαίσιο του κράτους-έθνους, που συμπλήρωνε την οικονομία της αγοράς, ήταν δυνατή η λήψη αποτελεσματικών μέτρων από το κράτος ―με αποκορύφωμα την σοσιαλδημοκρατία στην Δύση― για την μείωση του ανοίγματος μεταξύ προνομιούχων και μη κοινωνικών στρωμάτων, όταν αυτό έπαιρνε εκρηκτικές διαστάσεις, σήμερα ο ίδιος ο διεθνοποιημένος χαρακτήρας της οικονομίας αποκλείει την λήψη παρομοίων μέτρων, όχι μόνο στο εθνικό ή το ηπειρωτικό επίπεδο, αλλά ακόμη και στο παγκόσμιο επίπεδο, λόγω των εγγενών ανισοτήτων μεταξύ γεωγραφικού Βορρά και Νότου που έχει δημιουργήσει ιστορικά η καπιταλιστική οικονομία αγοράς/ανάπτυξης.

Στον βαθμό όμως που η κοινωνία αναπαραγόταν και ο «Νέος Βορράς» των ωφελουμένων από την παγκοσμιοποίηση κοινωνικών στρωμάτων ευημερούσε, το σύστημα είχε βρει μια νέα ισορροπία που στηριζόταν στην εκμετάλλευση των τεχνολογικών πλεονεκτημάτων του Βορρά και στο χαμηλό κόστος παραγωγής του Νότου. Οι τελευταίες όμως εκφάνσεις της κρίσης, η εξελισσόμενη πιστωτική κρίση, σε συνδυασμό με την επισιτιστική κρίση, απειλούν τη στιγμή αυτή το ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς με γενικότερη οικονομική κρίση. Τόσο η πιστωτική κρίση, που επηρεάζει κυρίως τον γεωγραφικό Βορρά, όσο και η επισιτιστική κρίση, που δημιουργεί εκρηκτικές καταστάσεις στον γεωγραφικό Νότο με τις αιματηρές διαδηλώσεις των πεινασμένων (Αϊτή, Αίγυπτος κ.λπ.), έχουν ως απώτερη αιτία την αυξανόμενη συγκέντρωση εισοδήματος, πλούτου και οικονομικής δύναμης που αναπόφευκτα επιφέρει ο διπολισμός αυτός.

Η πιστωτική κρίση, ειδικότερα, εύκολα μπορεί να δειχθεί ότι έχει ως απώτερη αιτία την συγκέντρωση εισοδήματος και πλούτου στην Αμερική σε συνδυασμό με την ιδεολογία του «Αμερικανικού ονείρου». Αντίστοιχα, η επισιτιστική κρίση είναι επίσης συνέπεια της διογκούμενης συγκέντρωσης οικονομικής δύναμης στον «Νέο Βορρά», λόγω της διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς. Έτσι, από τη μια μεριά, η συγκέντρωση εισοδήματος στον Βορρά επιβάλλει ένα στρεβλό παγκόσμιο καταναλωτικό πρότυπο με βάση τις ανάγκες του 15% των κατοίκων του πλανήτη που ζουν στις πλουσιότερες χώρες (ακόμη και στα βιοκαύσιμα!). Από την άλλη, η διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς επιβάλλει ανάπτυξη που στηρίζεται στις εξαγωγές. Οι αγρότες στον Νότο, επομένως, εξαναγκάζονται σε μονοκαλλιέργειες και η αυτοδυναμία που είχαν πριν την διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς σε πολλά βασικά για την διατροφή των κατοίκων του Νότου αγροτικά προϊόντα εξαφανίζεται και γίνονται έρμαια των δυνάμεων της αγοράς ακόμη και για την κάλυψη αναγκών σε βασικά τρόφιμα (ψωμί, ρύζι κ.λπ.). Σε μια παρόμοια διαδικασία έχει μπει και η Ελλάδα από τον καιρό της ένταξής της στην Ε.Ε. και της συνακόλουθης καταστροφής του γεωργικού τομέα της.

Το αποτέλεσμα των διαδικασιών αυτών είναι ότι ο «Νέος Νότος» ―τα κοινωνικά στρώματα που αποτελούν τα θύματα της παγκοσμιοποίησης, είτε μένουν στον γεωγραφικό Βορρά είτε στον γεωγραφικό Νότο― είναι αυτοί που κυρίως υφίστανται τις συνέπειες της επισιτιστικής κρίσης εφόσον, όχι μόνο δεν ωφελούνται από τις κερδοσκοπικές ανατιμήσεις των τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης (από τις οποίες ωφελούνται κερδοσκόποι και πολυεθνικές όπως η Mosanto που αυτή τη στιγμή έχουν κέρδη-ρεκόρ) αλλά και αδυνατούν, με τα γλίσχρα εισοδήματά τους (το 80% των οποίων δαπανάται σε τρόφιμα), να καλύψουν τις βασικές ανάγκες τους λόγω των πληθωρικών αυξήσεων των τιμών των τροφίμων, αλλά και της ενέργειας[25]. Δεδομένου, βέβαια, ότι τα κοινωνικά αυτά στρώματα, που είναι κάτοικοι του γεωγραφικού Νότου, ήταν πάντοτε σε μεγαλύτερο βαθμό περιθωριοποιημένα από τα αντίστοιχα στον Βορρά, είναι φυσικό η επισιτιστική κρίση να παίρνει ιδιαίτερα εκρηκτικές διαστάσεις στον Νότο.

Παρόλα αυτά, και παρά την πελώρια αποτυχία ενός συστήματος που καταδικάζει τουλάχιστον 800 περίπου εκ. ανθρώπους στην πείνα, και ενώ ο ΟΗΕ μόλις απεύθυνε προειδοποίηση ότι 100 εκ. ακόμη μπορεί να προστεθούν σε αυτούς, εξαιτίας του γεγονότος ότι η επισιτιστική κρίση ανέβασε τις τιμές των τροφίμων κατά 83% στα τρία τελευταία χρόνια,[26] η παγκόσμια οικονομία της αγοράς δεν αμφισβητείται ευρέως. Είναι προφανές λοιπόν ότι ενώ οι αντικειμενικές συνθήκες της κρίσης ―και όχι μόνο στο οικονομικό επίπεδο ― ήδη οδηγούν σε αυθόρμητες εξεγέρσεις, η κατάρρευση της «σοσιαλιστικής» οικονομίας ανάπτυξης και η συνακόλουθη ενσωμάτωση της «Αριστεράς» στον σοσιαλφιλελευθερισμό έχει λειτουργήσει ως αποφασιστικός κατασταλτικός παράγοντας στο υποκειμενικό επίπεδο. Το γεγονός αυτό καθιστά την ανάγκη για ένα νέο απελευθερωτικό πρόταγμα, όπως αυτό της Περιεκτικής Δημοκρατίας, που θα υπερβαίνει τόσο την οικονομία της αγοράς όσο και τον σοσιαλιστικό κρατισμό, ακόμα πιο επιτακτική.-


 

[1] Βλ. Τάκης Φωτόπουλος, «Πρόσφατες θεωρητικές εξελίξεις στο πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας» στο βιβλίο Steven Best (επιμ), Παγκοσμιοποιημένος Καπιταλισμός, Έκλειψη της Αριστεράς και Περιεκτική Δημοκρατία, (Εκδ. Κουκκίδα, Μάης 2008). Βλ. και περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατία, τ. 17 (Απρίλιος 2008)

[2] Η Παγκόσμια Τράπεζα περιλαμβάνει στον «Βορρά» τις Η.Π.Α., την Ευρωπαϊκή Ένωση, τον Καναδά, την Ιαπωνία, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Ελβετία, Νορβηγία, Ν. Κορέα (καθώς και κάποια, συνήθως ασήμαντα, κρατίδια που ―για διάφορους ειδικούς λόγους— έχουν υψηλό κατά κεφαλή εισόδημα (π.χ. Ανδόρα, Αρούμπα, Μπαχάμες, Μπαχρέιν, Βερμούδα, Λιχτενστάιν και παρόμοια) που τα περιλαμβάνει στη λίστα, προφανώς για να συσκοτίζεται η έννοια του πραγματικού Βορρά!

[3] World Development Indicators (World Bank, 2005), Πίν. 1.1 & 4.5.

[4] P. Kropotkin, Fields, Factories and Workshops Tomorrow, (Allen & Unwin, 1974), σελ. 32-34 και 41-44.

[5] Steve Schifferes, “Globalisation shakes the world”, BBC News (01/21/2007).

[6] Will Hutton, The Writing on the Wall: China and the West in the 21st Century (London, 2007).

[7] World Development Indicators, ό.π. Πιν. 2.1.

[8] World Development Indicators 2005, Πίν. 1.1.

[9] P.J. McGowan και B. Kurdan, “Imperialism in World System Perspective”, International Studies Quarterly, Vol. 25, No. 1 (Μάιος 1981), σελ. 43-68.

[10] Paul Bairoch, The Economic Development of the Third World Since 1900 (London: Methuen, 1975), σελ. 190-92.

[11] Το 2003, το ακαθάριστο κατά κεφαλή εισόδημα στις υψηλού εισοδήματος χώρες που αποτελούν τον οικονομικό «Βορρά» (αλλά και τον γεωγραφικό Βορρά αν εξαιρέσουμε την Αυστραλία και «κρατίδια» τύπου Σιγκαπούρης) ήταν $28.600 έναντι $1.280 στις χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος χώρες στον «Νότο», World Bank, World Development Indicators 2005 (Washington DC, 2005), Πίν. 1.1.

[12] Hirst και Thompson, Globalisation in Question, σελ. 53.

[13] Βλ., για παράδειγμα, την συνέντευξη του Alvin Toffler στην εφημερίδα The Guardian (13/1/1996).

[14] World Bank, Poverty: World Development Report 1990 (Washington, DC: World Bank), σελ. 28.

[15] Eurostat, Poverty in Figures (Luxembourg: Office for Official Publications of the European Communities, 1990), Πίν. B7.

[16] Worldwatch, Poverty and the Environment (Washington, DC, Worldwatch Institute, 1989), σελ. 24.

[17] Βλ. για στοιχεία της διογκούμενης ανισότητας, Τάκης Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία-10 Χρόνια Μετά, (Ελεύθερος Τύπος, Μάης 2008), Μέρος πρώτο.

[18] Βλ. Μ. Πινη, «Σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη το 40% των φτωχοελλήνων», “Ε” (17/10/2007).

[19] UN, Human Development Report 2005 , Πιν. 1.2.

[20] Larry Elliott, The Guardian (16/4/2007).

[21] World Bank, World development indicators 2005, Πιν. 2.5a

[22] James Randerson, The Guardian (6/12/2006).

[23] International Labour Office, 2004 Υearbook of Labour Statistics.

[24] βλ. Τάκης Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία-10 Χρόνια Μετά, ο.π. κεφ, 1 και Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία, (Ελλ. Γράμματα, 2002), Μέρος πρώτο.

[25] Geoffrey Lean, “Multinationals make billions in profit out of growing global food crisis”, The Independent on Sunday (4/5/2008).

[26] James Macintyre, “UN report demands urgent action on soaring food prices”, The Guardian (16/4/2008).