Ριζοσπάστης (28 Φεβρουαρίου 1998)


Μια παρέμβαση του Τάκη Φωτόπουλου και του περιοδικού "Δημοκρατία και Φύση" στην δημόσια συζήτηση για τη συγκρότηση κοινωνικοπολιτικού μετώπου *

printable version

 

Αρχικά, θα θέλαμε να εκφράσουμε την χαρά μας για την δημόσια συζήτηση σχετικά με την πρόταση του ΚΚΕ για την “συγκρότηση ενός κοινωνικοπολιτικού μετώπου που θα εναντιώνεται αποτελεσματικά στη συντήρηση και τη Νέα Τάξη πραγμάτων και θα θέτει στόχο την ανατροπή του κυρίαρχου μπλοκ δυνάμεων”. Η συζήτηση αυτή θα έπρεπε να ενταχθεί σε ένα γενικότερο διεθνές κίνημα που αναπτύσσεται τη στιγμή αυτή για την συνένωση όλων των δυνάμεων που αντιτάσσονται στην λαίλαπα της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης, η οποία σήμερα φοράει και ‘εκσυγχρονιστικό’ μανδύα όπως εκφράζεται από τον Μπλερισμό, και στα παρ’ημιν από το ΠΑΣΟΚ και τον Συνασπισμό. Η πρόταση  μας βρίσκει κατ' αρχήν σύμφωνους, εφόσον όμως ορίσουμε προσεκτικά τι εννοούμε με τους όρους ‘κοινωνικοπολιτικό μέτωπο’ και ‘κυρίαρχο μπλοκ δυνάμεων’. Με στόχο την διασαφήνιση από μέρους μας των όρων αυτών και γενικότερα την εποικοδομητική συμβολή μας στη συζήτηση αυτή θα θέλαμε να σημειώσουμε τα εξής.

Ο χαρακτήρας της κρίσης

Για εμάς, η σημερινή κρίση είναι πολυδιάστατη και αναφέρεται στις ίδιες τις θεμελιακές δομές του συστήματος της οικονομίας της αγοράς που σήμερα έχει παγκοσμιοποηθεί. Η κρίση αυτή είναι:

  • πρώτον, οικονομική, όπως φανερώνει το γεγονός της συνεχούς συγκέντρωσης οικονομικής δύναμης τόσο στον Βορρά και στον Νότο όσο και μεταξύ Βορρά και Νότου, με τις 500 μεγαλύτερες επιχειρήσεις στον κόσμο να  ελέγχουν σήμερα το 25% της παγκόσμιας παραγωγής και το 42% του πλούτου του πλανήτη. Αντίστοιχη είναι η πελώρια αύξηση της ανισότητας που φανερώνει το γεγονός ότι σήμερα το πλουσιότερο 20% του πλανήτη είναι 78 φορές πιο πλούσιο από το φτωχότερο 20%, έναντι 30 φορές το 1960, ενώ η χώρα μας, παρά τα φληναφήματα της σοσιαλφιλελεύθερης κυβέρνησης για κοινωνική δικαιοσύνη κ.λπ., παρουσιάζει σήμερα, μαζί με την Πορτογαλία, τη μεγαλύτερη ανισότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

  • δεύτερον είναι οικολογική, όπως φανερώνει η συνεχής χειροτέρευση των μεγάλων οικολογικών προβλημάτων, και πρώτα απ’ όλα του αποτελέσματος του θερμοκηπίου, το οποίο, όπως απέδειξε η τελευταία διάσκεψη στο Κιότο, είναι άλυτο μέσα στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς.

  • τρίτον, είναι κοινωνική, όπως δείχνει η συνεχής έκρηξη της εγκληματικότητας, της εξάπλωσης των ναρκωτικών (για τα οποία διάφοροι “προοδευτικοί” εισηγούνται τώρα την πλήρη νομιμοποίηση τους, όχι για να μειώσουν την εξάπλωση τους, αλλά για να μειώσουν την συναφή εγκληματικότητα που χαλάει την ησυχία τους) κ.λπ.

  • τέταρτον, είναι πολιτική, όπως δείχνει η συνεχής φθορά της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, η απομάκρυνση μεγάλων λαϊκών στρωμάτων από τα κόμματα και την εκλογική διαδικασία και  η συγκέντρωση πολιτικής εξουσίας σε ολοένα και λιγότερα χέρια επαγγελματιών πολιτικών και τεχνοκρατών, τελευταία, σε υπερ-εθνικό επίπεδο (50% των νομοθετικών αποφάσεων παίρνονται σήμερα στις Βρυξέλλες και όχι στα κράτη-μέλη).

  • και τέλος είναι πολιτιστική, όπως φανερώνει η παγκόσμια ομογενοποίηση της κουλτούρας που επιβάλλουν τα Αμερικανικά κυρίως δίκτυα που ελέγχουν την τηλεόραση, τον κινηματογράφο και τις βιντεοταινίες σε ολόκληρο τον κόσμο.

Τα αίτια της κρίσης

Οι επί μέρους αιτίες που μπορούν να εξηγήσουν την πολυδιάστατη αυτή κρίση ανάγονται τελικά σε μια κοινή γενική αιτία: την συγκέντρωση εξουσίας σε όλα τα επίπεδα, την οποία επιφέρει το σημερινό θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Έτσι, όσον αφορά την οικονομική κρίση, μπορεί εύκολα να δειχθεί ότι η δυναμική της οικονομίας της αγοράς που εγκαθιδρύθηκε δύο περίπου αιώνες πριν στην Ευρώπη και μετά εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο, αναπόφευκτα οδηγεί στην συνεχή επέκταση της και την εντεινόμενη συγκέντρωση. Και αυτό, διότι αυτοί που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς πάντα πίεζαν για την παραπέρα “αγοραιοποίηση” της οικονομίας, δηλαδή για την ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές, οι οποίοι μείωναν την ανταγωνιστικότητα τους. Από την άλλη μεριά, η υπόλοιπη κοινωνία βρισκόταν πάντα σε ένα αγώνα αυτο-προστασίας της, δηλ. προστασίας της εργασίας και του περιβάλλοντος. Στον αγώνα αυτό, κατά κανόνα, έβγαιναν νικητές οι ελίτ που ελέγχουν την οικονομία της αγοράς και αυτό συμβαίνει ιδιαιτέρα σήμερα, όταν μετά την κατάρρευση του ‘υπαρκτού’, το κράτος έπαυσε παντού να παίζει τον ρόλο προστασίας της κοινωνίας από τις δυνάμεις της αγοράς, όπως προσπάθησε να κάνει με κάποια σχετική, άλλα αναπόφευκτα πρόσκαιρη, επιτυχία στην μεταπολεμική περίοδο μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘70. Χαρακτηριστικά, σήμερα η αγοραιοποίηση ωθείται στη λογική συνέπεια που προκύπτει από τις συνθήκες της ΓΚΑΤΤ, Μάαστριχτ, NAFTA κ.λπ., με τις πολυεθνικές να απαιτούν τη στιγμή αυτή την ουσιαστική απαγόρευση θεσμοθέτησης οποιονδήποτε κοινωνικών περιορισμών για χάρη της προστασίας της εργασίας ή του περιβάλλοντος που θα επηρέαζαν τα κέρδη τους, διεκδικώντας ακόμη και το δικαίωμα αποζημίωσης για το σχετικά διαφυγόν κέρδος!

Αντίστοιχα, η οικολογική κρίση μπορεί επίσης ν’ αναχθεί στην σημερινή συγκέντρωση οικονομικής δύναμης. Τόσο το παραγωγικό όσο και το καταναλωτικό πρότυπο καθορίζονται αποφασιστικά από την κατανομή εισοδήματος και πλούτου. Όσο πιο άνιση είναι η κατανομή αυτή, δηλ. όσο μεγαλύτερη η συγκέντρωση, τόσο τα συνακόλουθα παραγωγικά και καταναλωτικά πρότυπα γίνονται πιο οικο-καταστροφικά. Για παράδειγμα, οι 7 πλουσιότερες χώρες στον κόσμο, όπου ζει μόνο το 12% του παγκόσμιου πληθυσμού, είναι η αιτία για το 42% των εκπομπών που συντείνουν στο αποτέλεσμα του θερμοκηπίου.  Συγχρόνως, το γεγονός ότι 80% της αγροτικής γης στον Νότο κατέχεται από το 3% του πληθυσμού τους είναι βασική αιτία που ωθεί τους ακτήμονες αγρότες στις χώρες αυτές να καταστρέφουν τα δάση και το περιβάλλον γενικότερα για να εξασφαλίσουν την επιβίωση τους.

Παράλληλα, η κοινωνική κρίση (έκρηξη της εγκληματικότητας, της κατάχρησης ναρκωτικών κ.λπ.) επίσης ανάγεται άμεσα στην συγκέντρωση οικονομικής δύναμης. Το γεγονός ότι η αύξηση της εγκληματικότητας αφορά κυρίως τα εγκλήματα κατά της περιουσίας δεν είναι τυχαίο, διότι τα εγκλήματα αυτά ακριβώς εκφράζουν την αντίφαση μεταξύ των καταναλωτικών αξιών που είναι σήμερα κυρίαρχες στην οικονομία της αγοράς και της παράλληλης περιθωριοποίησης τεράστιων τιμημάτων του πληθυσμού ―περιθωριοποίηση που επιβαρύνει η παράλληλη αβεβαιότητα για το μέλλον, την οποία ενισχύει η έκρηξη της ανεργίας και της υπο-απασχόλησης που επιβάλλουν οι ανάγκες της ανταγωνιστικότητας στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς.

Τέλος, η πολιτική και πολιτιστική κρίση είναι επίσης συνέπειες της συγκέντρωσης εξουσίας στο οικονομικό και πολιτικό επίπεδο. Η αποξένωση ιδιαιτέρα του μέσου πολίτη από την πολιτική διαδικασία είναι άμεσο αποτέλεσμα του γεγονότος ότι σήμερα δεν είναι καν ελεύθερος κάθε 4 χρόνια, οπότε υποτίθεται ότι ασκεί το δημοκρατικό του δικαίωμα. Και αυτό, διότι το μεν αποτέλεσμα της εκλογικής αναμέτρησης είναι περιχαρακωμένο από τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ που ελέγχουν τα ΜΜΕ, οι δε ‘επιλογές’ του εκλογικού σώματος μοιάζουν περισσότερο με καλλιστεία παρά με πραγματικές επιλογές εφόσον όλα τα κόμματα εξουσίας σήμερα στηρίζουν τις ίδιες πολιτικές που επιβάλλονται από την διεθνοποιημένη οικονομία της αγορας και εκφραζουν την νεοφιλελευθερη συναινεση.

Η θεμελιακή αντίφαση του συστήματος

Είναι φανερό ότι όπως έχει εξελιχθεί σήμερα το σύστημα της οικονομίας της αγοράς, με την διεθνοποίηση της οικονομίας και τις ανοικτές και ελεύθερες αγορές που αυτή επιβάλλει, οι σημερινές τάσεις για ολοένα και περισσότερη αγοραιοποίηση, δηλαδή για ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελεγχων πάνω στην αγορά και παραπέρα οικονομική ανάπτυξη και συγκεντρωση οικονομικής και πολιτικής δυναμης θα συνεχιζονται και φυσικά η πολυδιάστατη κρίση που αναφέραμε παραπάνω θα εντείνεται. Παράλληλα όμως υπάρχει μια θεμελιακή αντίφαση στο σύστημα αυτό. Η ίδια η συνέχιση του, όχι μόνο συνεπάγεται την διαρκή συγκέντρωση εξουσίας, αλλά την προϋποθέτει κιόλας. Δηλαδή, παρόλη την ιδεολογική προπαγάνδα του συστήματος ότι η συνέχιση του θα οδηγήσει τελικά στην βελτίωση του βιοτικού επιπέδου όλων, στην πραγματικότητα, κάτι τέτοιο είναι εντελώς αδύνατο. Πρώτον, διότι είναι φυσικώς αδύνατη η καθολίκευση των καταναλωτικών προτύπων που απολαμβάνουν σήμερα τα μεσαία στρωματά στον Βορρά και οι ελίτ του Νότου. Έχει για παράδειγμα υπολογιστεί ότι η παγκόσμια βιομηχανική παραγωγή θα έπρεπε ν’ αυξηθεί 130 φορές για να γίνει δυνατό κάθε κάτοικος στη γη ν’ απολαμβάνει το σημερινό βιοτικό επίπεδο του Βορρά. Δεύτερον, διότι η καθολίκευση των προτύπων αυτών δεν είναι οικολογικά βιώσιμη, εφόσον η καθολική υιοθέτηση ‘φιλικών προς το περιβάλλον’ τεχνολογιών είναι αδύνατη με τη σημερινή συγκέντρωση εισοδημάτων και το κόστος των τεχνολογιών αυτών (ακόμη και αν υποθέσουμε ότι η μαζική υιοθέτηση παρομοίων τεχνολογιών θα μείωνε το κόστος τους).

Έτσι, από τη μια μεριά, η συνεχής συγκέντρωση οικονομικής δύναμης είναι συνεπεία αλλά και προϋπόθεση της οικονομίας της αγοράς και της συνακόλουθης οικονομίας ανάπτυξης και από την άλλη το ίδιο το σύστημα γεννά προσδοκίες καθολίκευσης  καταναλωτικών προτύπων, τα οποία όμως μονό ένα μικρό τμήμα του παγκοσμίου πληθυσμού, σήμερα ή στο μέλλον,  μπορεί ν’ απολαμβάνει. Τη στιγμή που αυτή η θεμελιακή αντίφαση γίνει καθολικά κατανοητή θα έχει φθάσει το τέλος του συστήματος αυτού. Όμως είναι τέτοια η δύναμη των οικονομικών και πολιτικών ελίτ και τόσο καθολικός ο έλεγχος που ασκούν σήμερα στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, κυρίως μέσω των ΜΜΕ, ώστε παρόμοιες απόψεις εύκολα να περιθωριοποιούνται ή απλώς να “θάβονται” και να μένουν μακριά από τα ευρύτερα λαϊκά στρωματά. Έτσι, μόνο η δημιουργία ενός ευρέος κινήματος πολιτών θα μπορούσε να βοηθήσει στη δημιουργία εναλλακτικών μορφών ενημέρωσης, οι οποίες, σε συνδυασμό με την δημιουργία εναλλακτικών πολιτικών και οικονομικών θεσμών, θα μπορούσαν να οδηγήσουν στον σχηματισμό μιας μαζικής εναλλακτικής συνειδητοποίησης. Εάν δεν δημιουργηθεί μια μαζική ρωγμή στη σημερινή διαδικασία κοινωνικοποίησης του ατόμου, δηλ. της προσαρμογής του στις κρατούσες αξίες και ιδέες, τότε το μέλλον είναι πράγματι πολύ σκοτεινό.

Η θέση της Ελλάδας

Η Ελλάδα σήμερα, μετά την πλήρη ένταξη της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την πιθανή ένταξη της σε κάποιο μελλοντικό στάδιο στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση και το κοινό νόμισμα, είναι καταδικασμένη, μαζί με τις άλλες χώρες του Νότου, να ενταχθεί στην ημι-περιφέρεια της ΕΕ. Εκεί, θα είναι αναγκασμένη να συναγωνίζεται με τις χώρες στην ημι-περιφέρεια αλλά και με αυτές στην περιφέρεια (για την οποία προορίζονται οι περισσότερες χώρες του τέως “υπαρκτού”), για το ποια χωρά θα ελκύσει περισσότερες επενδύσεις από τις πολυεθνικές που εδράζονται στις χώρες του κέντρου. Αυτό σημαίνει, στις σημερινές συνθήκες ακράτου ανταγωνισμού που επιβάλλουν οι ελεύθερες αγορές της ΕΕ,  ότι οι πιο ελκυστικές χώρες θα είναι αυτές που προσφέρουν την μεγαλύτερη πιθανότητα για την αύξηση των κερδών και των πωλήσεων, δηλαδή αυτές που θα παρέχουν τα μεγαλύτερα εχέγγυα ελαχιστοποίησης των εξόδων παραγωγής, προσφέροντας π.χ. χαμηλά ημερομίσθια, μικρές εργοδοτικές εισφορές στην ασφάλιση των εργαζομένων και χαμηλούς φόρους (πράγμα που σημαίνει χαμηλές κοινωνικές δαπάνες), χαλαρούς περιβαλλοντικούς ελέγχους κ.λπ.

Δεδομένου μάλιστα ότι στο πλαίσιο των ανοικτών αγορών η οικονομική κυριαρχία του κράτους βαθμιαία θα εξαφανιστεί, εφόσον η μεν νομισματική πολιτική θ’ αποφασίζετε από τη κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα στη Φρανκφούρτη, η δε δημοσιονομική πολιτική θα καθορίζεται από τον αγώνα για την τήρηση των κριτηρίων σύγκλισης, ενώ το κοινό νόμισμα θα έχει εξαφανίσει τη δυνατότητα υποτίμησης της δραχμής, το αποτέλεσμα θα είναι ότι η Ελληνική οικονομία θα γίνει τελείως έρμαιο των δυνάμεων της αγοράς, δηλαδή των πολυεθνικών που την ελεγχουν. Παράλληλα, όπως δείχνει η οικονομική θεωρία αλλά και η εμπειρία, η συνένωση χωρών με μεγάλες ανισότητες, σαν αυτές που χαρακτηρίζουν σήμερα την περιφέρεια και την ημι-περιφέρεια σε σχέση με το κέντρο, αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερο άνοιγμα των ανισοτήτων αυτών. Τέλος, δεδομένου ότι η παραγωγική μας δομή ήδη έχει καταστραφεί από το άνοιγμα της δασμοβίωτης ελληνικής παραγωγής στα Ευρωπαϊκά προϊόντα και οι ανάγκες μας, βασικά, καλύπτονται από τις ολοένα ευρυνόμενες εισαγωγές που μέχρι σήμερα κάλυπταν ο Τουρισμός, τα μεταναστευτικά εμβάσματα, η ναυτιλία και τελευταία οι μεταβιβάσεις από την ΕΕ και δεδομένου ότι όλες αυτές οι χρηματοδοτικές πηγές βαθμιαία στερεύουν, αυτό σημαίνει ότι στο μέλλον οι περισσότεροι Έλληνες (εκτός βέβαια από τα ανώτερα κοινωνικά στρωματά) θα πρέπει να περιορίζουν ολοένα και περισσότερο την κατανάλωση τους. Παράλληλα, η παραπέρα ιδιωτικοποίηση των κοινωνικών υπηρεσιών (παιδεία, υγειά, συντάξεις κ.λπ.) στην οποία ωθούν οι ανοικτές και ελεύθερες αγορές θα οδηγήσει όλο και σε χειρότερη ποιότητα των υπηρεσιών αυτών για τη συντριπτική πλειοψηφικά του πληθυσμού. Συγχρόνως, η επιβαλλομένη συρρίκνωση του δημοσίου τομέα θα σημάνει το τέλος του ρόλου που έπαιζε στην μεταπολεμική περίοδο ως η ασφαλιστική δικλείδα στην επέκταση της ανεργίας ενώ παράλληλα η ανεργία θα διογκώνεται συνεχώς λόγω της αποβιομηχάνισης και του μαρασμού της γεωργίας που επιβάλλουν οι ελεύθερες αγορές της  ΓΚΑΤΤ και της ΕΕ.

Συνοπτικά, στο οικονομικό επίπεδο, η σημερινή συγκέντρωση εξουσίας θα ενταθεί ακόμη περισσότερο με συνεπεία την παραπέρα διεύρυνση της ανισότητας και της φτώχειας. Ταυτόχρονα, στο πολιτικό επίπεδο  θα συνεχιστεί η συγκέντρωση πολιτικής εξουσίας  στο επίπεδο των κοινοτικών οργάνων (Κομισιόν, γραφειοκράτες στις Βρυξέλλες κ.λπ.) έτσι ώστε οι επαγγελματίες πολιτικοί στη χωρά μας θα παίζουν στο μέλλον, ακόμη περισσότερο σε σχέση με το παρελθόν, τον ρολό αντιπροσώπου άλλων κέντρων εξουσίας. Και αυτό, γιατί στο μέλλον η συγκέντρωση αυτή θα είναι  θεσμοποιημένη και όχι άτυπη όπως στο παρελθόν, πράγμα που θ’ αποκλείει οποιαδήποτε απόπειρα ανάσχεσης ή ριζικής μείωσης της κάτω από την λαϊκή πίεση.

Ποιοι πρέπει να είναι οι στόχοι του μετώπου

Εάν όμως δεχθούμε ότι η απώτερη αιτία της κρίσης είναι η συγκέντρωση εξουσίας σε όλα τα επίπεδα, τότε είναι ορθολογική επιλογή το πρόσταγμα για μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από την ίση κατανομή εξουσίας (πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής κ.λπ.). Πράγμα που σημαίνει :

  • Πρώτον,  την υπέρβαση του ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ της οικονομίας της αγοράς, το οποίο ιστορικά έχει οδηγήσει στην συγκέντρωση οικονομικής εξουσίας στα χεριά των ελίτ που ελέγχουν τα μέσα παραγωγής και διανομής, καθώς και της συνακόλουθης οικονομίας ανάπτυξης που έχει οδηγήσει στη σημερινή περιβαλλοντική καταστροφή, και,

  • δεύτερον την υπέρβαση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας η οποία, ξεκινώντας ιστορικά από την συγκέντρωση πολιτικής εξουσίας στα χεριά των επαγγελματιών πολιτικών που επάνδρωναν τα αντιπροσωπευτικά σώματα, έχει σήμερα καταλήξει στην υπέρ-συγκέντρωση πολιτικής εξουσίας στα χεριά της εκάστοτε ηγεσίας του κυβερνώντος κόμματος, τις think tanks των τεχνοκρατών που  πλαισιώνουν  τις ηγεσίες αυτές και τα αντίστοιχα υπέρ-εθνικά όργανα (Κομισιόν κ.λπ.).

Επομένως, για εμάς, η διέξοδος από την κρίση αυτή δεν είναι δυνατή μέσα από το σύστημα που την αναπαράγει. Οι επαγγελματίες πολιτικοί μέσα στο ΠΑΣΟΚ και τον Συνασπισμό καθώς και τα αλλά κόμματα εξουσίας που υποστηρίζουν ότι κάτι τέτοιο είναι δυνατό απλώς εξαπατούν τα θύματα του συστήματος για να διαιωνίζουν την προνομιακή τους θέση στην κατανομή της εξουσίας. Αυτό σημαίνει ότι ένα μέτωπο σήμερα έχει νόημα μόνο εάν έχει καθαρά αντί-συστημικό χαρακτήρα, εάν δηλαδή είναι κοινωνικό μέτωπο από τα κάτω που ξεπερνά τα κόμματα εξουσίας και τους επαγγελματίες πολιτικούς και αποβλέπει στη δημιουργία μαζικής συνειδητοποίησης των συστημικών αιτιών της κρίσης. Όσον αφορά την μορφή κοινωνικής οργάνωσης που θα έπρεπε ν’ αποτελεί τον στόχο ενός παρόμοιου μαζικού κινήματος, για εμάς, αυτή θα έπρεπε ν’ αφορά μια τελείως διαφορετική κοινωνική οργάνωση από αυτό που περνά σήμερα για δημοκρατία. Θα έπρεπε δηλ. ν’ αφορά  μια κοινωνική οργάνωση που  προϋποθέτει την ίση κατανομή της οικονομικής αλλά και της πολιτικής εξουσίας, δηλαδή την οικονομική, πολιτική και κοινωνική δημοκρατία, αυτό που ονομάζουμε ‘περιεκτική δημοκρατία’. Η οικονομική δημοκρατία, ιδιαίτερα, χωρίς την οποία είναι αδιανόητη η περιεκτική δημοκρατία, σημαίνει την ίση κατανομή της οικονομικής εξουσίας μεταξύ όλων των πολιτών, πράγμα που προϋποθέτει θεσμούς όπως την “δημοτικοποιηση” της παραγωγής, δηλαδή την ιδιοκτησία και τον έλεγχο στα μέσα παραγωγής από τον “δήμο”,  την συνέλευση των πολιτών, (αντί για την οικονομική ελίτ όπως σήμερα) και την λήψη επομένως όλων των σημαντικών οικονομικών αποφάσεων κατά συλλογικό και δημοκρατικό τρόπο. Χρειάζεται λοιπόν να εγκαθιδρύσουμε ένα άλλο σύστημα οικονομικής οργάνωσης που δεν θα στηρίζεται στο κίνητρο του κέρδους και τον ανταγωνισμό, αλλά θα επιδιώκει την ικανοποίηση των βασικών αναγκών όλων των πολιτών καθώς και την ελευθερία επιλογής. Ακόμη, η δημοκρατία πρέπει να είναι κοινωνική, δηλαδή να επεκτείνεται σε κάθε κοινωνικό ή πολιτιστικό θεσμό όπου είναι δυνατή η δημοκρατική λήψη αποφάσεων (στον τόπο δουλειάς, τον τόπο σπουδών κ.λπ.) και γενικότερα να εξασφαλίζει την ισότητα όλων των πολιτών ανεξάρτητα από φύλο, φυλή ή εθνικότητα.

Είναι λοιπόν φανερό ότι η περιεκτική δημοκρατία δεν είναι μια ουτοπία, ούτε απλώς  μια  ορθολογική επιλογή που απορρέει από μια ανάλυση της σημερινής κρίσης αλλά εκφράζει επίσης τάσεις που ήδη υπάρχουν στην σημερινή κοινωνική πραγματικότητα και εκφράζουν την  αντίδραση της κοινωνίας στην ολοκληρωτική αγοραιοποιση που έχει οδηγήσει σε μαζική ανεργία και υπο-απασχόληση, έκρηξη της ανισότητας, αβεβαιότητα για το μέλλον που αγκαλιάζει τώρα ακόμη και την μεσαία τάξη, ανασφάλεια λόγω της συνακόλουθης έκρηξης της εγκληματικότητας κ.ο.κ. Με την έννοια επομένως αυτή,  η περιεκτική δημοκρατία αποτελεί επέκταση της κλασικής Ελληνικής εννοίας της δημοκρατίας και συγχρόνως μια σύνθεση της δημοκρατικής με την σοσιαλιστική παράδοση και των αιτημάτων του ριζοσπαστικού Πρασίνου κινήματος, του φεμινιστικού και της γενικότερης ελευθεριάδης παράδοσης.

Για εμάς, η μονή διέξοδος από την κρίση βρίσκεται στη δημιουργία “λαϊκών βάσεων πολιτικής και οικονομικής δύναμης”, έτσι ώστε να υπάρξουν τοπικές δημόσιες σφαίρες άμεσης και οικονομικής δημοκρατίας, οι οποίες:

  • βραχυπρόθεσμα, θα σκοπεύουν στην αντίσταση απέναντι στην επέλαση των σοσιαλφιλελε;yθερων οι οποίοι, παίρνοντας δεδομένο το θεσμικό πλαίσιο της σημερινής διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, δεν έχουν άλλη επιλογή ―παρά την απατηλή ρητορική τους― από την συνεχή υπονόμευση των λαϊκών κατακτήσεων και την ελαχιστοποίηση κάθε κοινωνικού περιορισμού πάνω στις αχαλίνωτες δυνάμεις της αγοράς ώστε να εξασφαλιστεί η ανταγωνιστικότητα

  • μεσοπρόθεσμα, θα στοχεύουν στη δημιουργία εναλλακτικών μορφών πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης στο τοπικό επίπεδο, π.χ. μέσω συλλογικών μορφών παρέμβασης στο πολιτικό επίπεδο (άμεση δράση, δημιουργία “σκιωδών” πολιτικών θεσμών που βασίζονται στην άμεση δημοκρατία, συνελεύσεις γειτονιάς κ.λπ.), στο οικονομικό επίπεδο (δημιουργία δημοτικών μονάδων συλλογικής ιδιοκτησίας και ελέγχου στη παραγωγή και τη διανομή κ.λπ.) στο πολιτισμικό επίπεδο (δημιουργία εναλλακτικής κουλτούρας που κάνει φανερό τον συστημικό χαρακτήρα της κρίσης) κ.λπ.

  • μακροπρόθεσμα, θα στοχεύουν στη δημιουργία μιας νέας κοινωνίας που εξασφαλίζει την ισοκατανομή πολιτικής και οικονομικής δύναμης, μέσω της βαθμιαίας μετατόπισης της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας από τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ στους ιδίους τους πολίτες.

Η εγκαθίδρυση μιας τέτοιας κοινωνικής οργάνωσης αναγκαστικά θα είναι μια μακρά διαδικασία που απαιτεί τη δημιουργία ενός πελώριου λαϊκού κινήματος. Και αυτό, γιατί ένα τέτοιο κίνημα ―που ξεπερνά καθετί γνωστό ως “πολιτικό κίνημα”― δεν πρόκειται να γεννηθεί εάν δεν θέσει επίσης υπό αμφισβήτηση τους κανόνες και τις αξίες που κυριαρχούν στο σημερινό σύστημα. Είναι επομένως αναγκαίο το κίνημα αυτό να θεμελιώνεται στην ευρύτερη δυνατή πολιτική βάση. Αυτό σημαίνει ένα ευρύ φάσμα ριζοσπαστικών κινημάτων που περιλαμβάνει τους ριζοσπάστες σοσιαλιστές και φεμινιστές, τους αυτονομιστές, τους αριστερούς ελευθεριακούς καθώς και τους  άνδρες και γυναίκες που δρουν στα ριζοσπαστικά Πράσινα κινήματα (όχι βεβαία τους πολιτικάντηδες “οικολόγους” και τους περιβαλλοντιστες που προσπαθούν να ‘πρασινίσουν τον καπιταλισμό’).

Ένα πολιτικό πρόγραμμα που βασίζεται στη δέσμευση για τη δημιουργία θεσμών άμεσης και οικονομικής δημοκρατίας στο πλαίσιο μιας οικολογικής κοινωνίας θα κατακτήσει τελικά την φαντασία της πλειοψηφίας του πληθυσμού που τώρα υποφέρει τα αποτελέσματα της συγκέντρωσης πολιτικής και οικονομικής δύναμης. Είτε αυτό γίνεται:

  • μέσω του αποκλεισμού τους από τη σημερινή “δημόσια” σφαίρα που μονοπωλούν οι επαγγελματίες πολιτικοί.

  • Είτε, μέσω της στέρησης της δυνατότητας τους να διαφεντεύουν τον τρόπο κάλυψης των αναγκών τους, ο οποίος τώρα έχει αφεθεί στις δυνάμεις της αγοράς.

  • Είτε, τέλος, μέσω της καθημερινής χειροτέρευσης της ποιότητας ζωής τους, λόγω της αναπόφευκτης περιβαλλοντικής επιδείνωσης που επιβάλλει η δυναμική της αγοράς.

Από τη στιγμή που οι  άνθρωποι, για πρώτη φορά στη ζωή τους,  αρχίσουν ν’ αποκτούν πραγματική δύναμη να διαφεντεύουν την τύχη τους, τότε, η βαθμιαία διάβρωση του σημερινού θεσμικού πλαισίου θα έχει τεθεί σε κίνηση η οποία θα οδηγήσει στη ριζική κοινωνική αλλαγή

Μετά την κατάρρευση του ‘υπαρκτού’ και τη γενική πτώση του ηθικού που επέφερε η καθολίκευση της οικονομίας της αγοράς στα ευρέα τμήματα του παγκοσμίου πληθυσμού τα οποία αποτελούν τα άμεσα θύματα της, (που είναι και η συντριπτική πλειοψηφία) σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ άλλοτε, αντιμετωπίζουμε ένα αδήριτο  δίλημμα:  είτε θ’ ανεχθούμε την συνέχιση της σημερινής βαρβαρότητας που αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε κοινωνικές εκρήξεις και συνεχή χειροτέρευση της ποιότητας ζώνης, είτε θα δημιουργήσουμε μια πραγματική περιεκτική δημοκρατία που θα εξαφανίζει θεσμικά την κυριαρχία του Ανθρώπου πάνω στον Άνθρωπο και πάνω στη Φύση. Το πρόβλημα επομένως δεν είναι απλώς ν’ αμυνθούμε στον νεοφιλελευθερισμό και τους σοσιαλφιλελεύθερους και οικολογίζοντες συνοδοιπόρους του. Στο θεσμικό πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς που έχει δημιουργηθεί σήμερα δεν υπάρχει καμμία δυνατότητα αποτελεσματικής εναντίωσης παρά μόνο η δημιουργία μιας νέας μαζικής συνειδητοποίησης με στόχο την υπέρβαση του ίδιου του συστήματος αυτού.

 

* Το κείμενο συντάχθηκε από τον Τάκη Φωτόπουλο και συνυπογράφεται από τα μέλη της Συντακτικής Επιτροπής του περιοδικού ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΦΥΣΗ: Νίκο Ράπτη, Θοδωρή Παπαδόπουλο και Παύλο Σταυρόπουλο.

 

τον Τάκη Φωτόπουλο και συνυπογράφεται από τα μέλη της Συντακτικής Επιτροπής του περιοδικού ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΦΥΣΗ: Νίκο Ράπτη, Θοδωρή Παπαδόπουλο και Παύλο Σταυρόπουλο.