ΠΡΙΝ (19 Ιουνίου 2005), σελ. 20


Το «Όχι» των λαών και η ρεφορμιστική Αριστερά

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Τα βροντερά «όχι» των δημοψηφισμάτων στην Γαλλία και την Ολλανδία δεν ήταν βέβαια αναπάντεχα και απλώς επιβεβαίωσαν την υπόθεση ότι η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση που ενσωματώνει η ΕΕ θα οδηγούσε σε κάποια στιγμή στην σημερινή έκφραση της λαϊκής αγανάκτησης που συνταράζει τις Ευρωπαϊκές ελίτ και συθέμελα το ίδιο το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Ήταν δηλαδή θέμα χρόνου τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα των χαμηλόμισθων, των άνεργων και των υποαπασχολούμενων, τα οποία αποτελούν τα κύρια θύματα της παγκοσμιοποίησης αυτής, να συνδέσουν τελικά με την ΕΕ και έμμεσα με την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση την ανεργία, τις εξοντωτικές συνθήκες εργασίας, την εξανέμιση των εισοδημάτων τους από το Ευρώ, την ανασφάλεια για τις συντάξεις και τη συνεχή χειροτέρευση της Υγείας, εκπαίδευσης και άλλων κοινωνικών υπηρεσιών. Δεν ήταν επομένως καθόλου περίεργο ότι στα πλούσια προάστια του Παρισιού (Paris) και του Άμστερνταμ (Amsterdam) το «ναι» συγκέντρωνε πάνω από το 80% των ψήφων, ενώ το ακριβώς αντίθετο συνέβαινε στα φτωχογειτονιές που συγκεντρώνουν τους χαμηλόμισθους και τους άνεργους.

Αντίστοιχα, στην Ελλάδα, όπου οι ελίτ δεν έδωσαν ποτέ την ευκαιρία στο λαό να εκφράσει τη βούληση του για την ένταξη μας στην ΕΕ και τις πολιτικές που συνεπάγονται οι συνθήκες Μάαστριχτ (Maastricht Treaty), Άμστερνταμ (Amsterdam Treaty) κ.λπ. τις οποίες κωδικοποιεί το Ευρωσύνταγμα, σημειώνεται τις μέρες μας μια μαζική κινητοποίηση των εργαζόμενων με αφορμή την από μέρους της νεοδημοκρατικής κυβέρνησης συνέχιση και ένταση των ΠΑΣΟΚικων πολιτικών που απορρέουν από την ενσωμάτωση της χώρας στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς (ιδιωτικοποιήσεις, ασφαλιστικό, ελαστικότητα εργασίας κ.λπ.). Και η κινητοποίηση αυτή θα μπορούσε να πάρει απειλητικές διαστάσεις για τις ελίτ και το ίδιο το σύστημα της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς και αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας», εάν υπήρχε ένα ανεξάρτητο συνδικαλιστικό κίνημα που δεν θα έπαιρνε εντολές από τις κομματικές και αντίστοιχες γραφειοκρατικές ηγεσίες στα συνδικάτα, οι οποίες θυμούνται την αντίσταση στις πολιτικές αυτές όταν βρίσκονται στην αντιπολίτευση!

Εκείνο που νομίζω όμως είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο, σημαντικό είναι η επιρροή που άσκησε στο αποτέλεσμα των δημοψηφισμάτων, αλλά και γενικότερα στη λαϊκή στάση έναντι της ΕΕ στην Ευρώπη και εδώ, η θέση της ρεφορμιστικής Αριστεράς, η οποία δεν θέτει θέμα αμφισβήτησης της ίδιας της ΕΕ και γενικότερα του συστήματος της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» αλλά απλώς επιδιώκει μεταρρυθμίσεις του συστήματος αυτού «για ένα καλύτερο κόσμο που είναι εφικτός». Κατά τη γνώμη μου, η υπέρβαση η όχι της Αριστεράς αυτής από την ανάπτυξη ενός μαζικού αντισυστημικού κινήματος θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην συνέχιση και παραπέρα ενίσχυση του αυθόρμητου κινήματος κατά των ελίτ που ανθίζει σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Όπως είναι γνωστό, η ρεφορμιστική Αριστερά στη Γαλλία διχάστηκε. Έτσι, ένα κομμάτι της, κορμός του οποίου ήταν το κύριο σώμα του σοσιαλιστικού κόμματος, μαζί με τα σημαντικότερα όργανα της ρεφορμιστικής Αριστεράς (le Nouvel Observateur, Libération κ.λπ.) τάχθηκε υπέρ του «ναι». Την ίδια στάση υιοθέτησε και τμήμα των Πράσινων με επί κεφαλής τον γνωστό για την φανατική του υποστήριξη κάθε κρίσιμης επιλογής της υπερεθνικής ελίτ Kον Μπεντιτ (Daniel Cohn-Bendit) αλλά και ― αναπάντεχα για κάποιους αμύητους ― ο γνωστός συγγραφέας του μπεστ-σελλερ (χάρη στη μαζική του προβολή από τα διεθνή αστικά «προοδευτικά» ΜΜΕ) «Αυτοκρατορία», Τονι Νεγκρι (Antonio Negri). Από την άλλη μεριά, ένα άλλο κομμάτι της ρεφορμιστικής Αριστεράς (τμήμα του Γαλλικού σοσιαλιστικού κόμματος, ATTAC, Κοινωνικά Φόρουμ κ.λπ.) τάχθηκε εναντίον του Ευρωσυντάγματος, μολονότι δεν αμφισβητεί την ίδια την ΕΕ αλλά μόνο τον νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα της. Το ετερόκλιτο μέτωπο από τα ρεφορμιστικά και αντισυστημικά ρεύματα μέσα στην Αριστερά, μαζί με την εθνικιστική δεξιά που επίσης εκμεταλλευόταν την ίδια λαϊκή αγανάκτηση, έδωσε τελικά τη νίκη στο «όχι».

Είναι φανερό επομένως ότι η νίκη αυτή οφειλόταν κυρίως στη στάση του τμήματος της ρεφορμιστικής Αριστεράς που τάχθηκε εναντίον του Ευρωσυντάγματος, παρά το γεγονός ότι υιοθετεί κατά βάση την ίδια θέση για την παγκοσμιοποίηση με το υπέρ του «ναι» τμήμα της. Έτσι, όλοι συμφωνούν σε μια συνωμοσιολογική αντίληψη της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, σύμφωνα με την οποία η παγκοσμιοποίηση αυτή αποτελεί απλώς ένα πολιτικό φαινόμενο που εκφράζει την αντίδραση του κεφαλαίου στις κατακτήσεις της εργασίας κατά τη διάρκεια της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης. Το πολιτικό συμπέρασμα είναι ότι η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι αντιστρέψιμη, αρκεί, όπως υποστηρίζουν οι οπαδοί του «ναι», να στηριχτεί ο «προοδευτικός» πόλος μέσα στην ΕΕ (Γαλλία, Γερμανία κ.λπ.), ή, όπως υποστηρίζουν οι οπαδοί του «όχι», να δημιουργηθεί η κατάλληλη πίεση από τα κάτω που θα σπρώξει τις ίδιες ελίτ στη δημιουργία ενός «προοδευτικού» πόλου στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς με βάση ένα «κοινωνικό» Ευρωπαϊκό μοντέλο.

Αντίθετα, σύμφωνα με μια εναλλακτική άποψη που υποστήριξα αλλού, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι συστημικό φαινόμενο που εκφράζει μια βασική αλλαγή των αντικειμενικών συνθηκών (την διεθνοποίηση των αγορών κεφαλαίου από τα «κάτω», δηλαδή από τις πολυεθνικές που υπονόμευαν την σοσιαλδημοκρατική συναίνεση), που σε συνδυασμό με την αλλαγή των υποκειμενικών συνθηκών, την οποία επέφερε ο αποδεκατισμός του εργατικού κινήματος στη Δύση (λόγω της πληροφορικής επανάστασης και της συνακόλουθης αποβιομηχάνισης), καθώς και η κατάρρευση του «υπαρκτού» στην ανατολή, οδήγησε στην άνθιση του νεοφιλελεύθερου κινήματος και την συνακόλουθη θεσμοποίηση από τα «πάνω» της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Αυτό σημαίνει, πρώτον, ότι η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δεν είναι ούτε απλή συνωμοσία του κεφαλαίου, ούτε αντιστρέψιμη μέσα στο σύστημα των ανοικτών και «απελευθερωμένων» αγορών. Και, δεύτερον, ότι οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ δεν έχουν επιλογή, μέσα στη διεθνοποιημένη αγορά, παρά μόνο τον νεοφιλελεύθερο μονόδρομο. Στρατηγική τους επιδίωξη επομένως είναι η απομόνωση των αντισυστημικών ρευμάτων με κάποιες πιθανές «παραχωρήσεις» στη ρεφορμιστική Αριστερά για χάρη του στόχου της για ένα «καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο» στην Ευρώπη.

Το επιτακτικό επομένως και κρίσιμο καθήκον της αντισυστημικής Αριστεράς είναι να διαλευκάνει τον συστημικό χαρακτήρα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης ― θέση που συνεπάγεται ότι η υπέρβαση της είναι αδύνατη μέσα στην ΕΕ και γενικότερα μέσα στην καπιταλιστική οικονομία της αγοράς. Εάν αυτό δεν γίνει ηγεμονική ιδεολογία μέσα στο κίνημα κατά των Ευρωπαϊκών ελίτ που αυτή τη στιγμή φουντώνει σε όλη την Ευρώπη, τότε το κίνημα αυτό αναπόφευκτα θα έχει την ίδια τύχη που είχε και το αντιπολεμικό κίνημα. Θα ξεφουσκώσει δηλαδή όπως εκείνο, όταν γίνει συνείδηση ότι, όπως το «όχι στον πόλεμο» δεν σταμάτησε τη ληστρική επιδρομή των ελιτ, έτσι και το «όχι στο Ευρωσύνταγμα» δεν πρόκειται να σταματήσει την αντίστοιχα ληστρική επιδρομή των ίδιων ελιτ στις συνθήκες ζωής και εργασίας που επιβάλλει η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.-