* Οι μύθοι και διαστρεβλώσεις των «κοκκινοπράσινων» Εποχή (10 Γενάρη 1999)

* Κοκκινοπρασινη θολούρα. Πόσες στρατηγικές για την συστημική αλλαγή; Εποχή (14 Φλεβάρη 1999)

 

 

Εποχή (10 Γενάρη 1999)


Οι μύθοι και διαστρεβλώσεις των «κοκκινοπράσινων»


 

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

 

Ο Γερ. Σκλαβούνος στο φύλλο της Εποχής 20 Δεκ. ανέλαβε, για λογαριασμό της «μαχόμενης οικολογίας» που ενόψει νέων εκλογών ετοιμάζει (όπως το συνηθίζει στις παραμονές κάθε εκλογικής αναμέτρησης), νέα, «κοκκινοπράσινα», αυτή τη φορά, σχήματα, να υπερασπίσει τη τιμή του οικολογικού κινήματος, με μια αήθη και γεμάτη διαστρεβλώσεις και φθηνή ειρωνεία απάντηση σε δυο άρθρα μου στην «Ε» («Η άνοδος και η πτώση του οικολογικού κινήματος» (10/10/1998) & «Οικολογική κρίση: ποιοι ωφελούνται και ποιοι πληρώνουν» (5/12/1998).) Το στυλ του κειμένου αυτού, που δεν με ξενίζει από προηγούμενες εμπειρίες με στελέχη του ίδιου χώρου (βλ. π.χ. ανταλλαγή μου με Γ. Σχίζα), θα με προδιέθετε κατ’ αρχήν να το αγνοήσω και ο μόνος λόγος που δεν το έκανα είναι ο σεβασμός μου προς τους αναγνώστες της Εποχής, οι οποίοι, εάν δεν έχουν παρακολουθήσει την συγγραφική δουλειά μου στην Ελλάδα και το εξωτερικό, θα σχηματίσουν μια εντελώς στρεβλή αντίληψη γι αυτήν με βάση τα κακοήθη σχόλια του Γ.Σ .

 

Η διαστρέβλωση αρχίζει από την πρώτη γραμμή του κειμένου όπου δηλώνεται ότι, ενώ με το πρώτο άρθρο μου στην «Ε» είχα ήδη εκδώσει τη ληξιαρχική πράξη θανάτου του παγκόσμιου οικολογικού κινήματος, στο δεύτερο αποφάσισα, έστω και «νεκρό», να του δώσω και άλλο κτύπημα σε σχέση με τον προτεινόμενο φόρο στην ενέργεια που υποστηρίζουν σήμερα οι Κοκκινοπράσινοι και … «λοιπές προοδευτικές δυνάμεις» στο χώρο. Όμως στο άρθρο μου μιλούσα ρητά όχι για το τέλος του οικολογικού κινήματος γενικα, όπως το παρουσιάζει ο Γ.Σ., αλλά για το «οριστικό τέλος του οικολογικού κινήματος σαν κινήματος για ριζική κοινωνική αλλαγή». Η παράλειψη ή οφείλεται σε αδυναμία κατανόησης ή, το πιθανότερο, σε εφαρμογή της παροιμίας ότι στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλούν για σκοινί. Και για τις διάφορες κοκκινοπράσινες συμμαχίες ο στόχος της ριζικής κοινωνικής αλλαγής έχει θαφτεί προ πολλού. Είναι γνωστό ότι αν εξαιρέσουμε μερικά κομμουνιστικά κόμματα και ομάδες που κυρίως ανήκουν στην εξωκοινοβουλευτική αριστερά δεν υπάρχουν πια κόκκινοι που θέτουν θέμα αντικατάστασης της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας από μια άλλη κοινωνία που θα καταργούσε τη συγκέντρωση οικονομικής και πολιτικής δύναμης, η οποία αποτελεί τη βασική αιτία της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης, συμπεριλαμβανομένης της οικολογικής. Είναι εξίσου γνωστό ότι κανένα από τα Πράσινα κόμματα στην Ευρώπη που μετέχουν στις κοινοβουλευτικές εκλογές και τις Ευρωεκλογές δεν θέτει ανοικτά παρόμοιο θέμα. Ακόμη και τα μισόλογα πάνω στο θέμα του άλλοτε ριζοσπαστικού Γερμανικού Πράσινου κόμματος εγκαταλείφθηκαν για να γίνει η κοκκινοπράσινη συμμαχία με τους σοσιαλδημοκράτες. Μια συμμαχία που δεν είχε κανένα πρόβλημα να συμφωνήσει ακόμη και στη τελευταία εγκληματική ενέργεια του βομβαρδισμού του Ιρακινού λαού και να συνεχίζει στο εσωτερικό αδίστακτα την πολιτική της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης των προκάτοχων της.

 

Είναι επομένως φανερό ότι το οικολογικό κίνημα με στόχο τη ριζική κοινωνική αλλαγή είναι πράγματι νεκρό. Το οικολογικό όμως «κίνημα» των συμμαχιών με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα κ.λπ. με στόχο τη διαχείριση της εξουσίας (ή αντίστοιχα την άσκηση πίεσης πάνω στις ελίτ) για την εισαγωγή (με τη συμφωνία τους) διάφορων μπαλωματικών μέτρων όχι μόνο ζει αλλά και βασιλεύει. Βέβαια, κανένας από τα λαλίστατα στελέχη του δεν έχει μπει στο κόπο να αναλύσει τη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και να μας δείξει κατά πόσο ακόμη και πολλές από τις μπαλωματικες λύσεις που προτείνουν είναι σήμερα εφικτές μέσα στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο. Αυτό όμως που οι διάφοροι «κοκκινοπρασινοι» (δεν μιλώ για τις ελάχιστες εξαιρέσεις στη διεθνή σκηνή που πράγματι θέτουν ανοικτά θέμα αλλαγής του κοινωνικό-οικονομικού συστήματος, αντίθετα με τις γενικολογίες των δικών μας κοκκινοπράσινων) αγνοούν (ή προσποιούνται ότι αγνοούν) είναι ότι οι προτάσεις μας μέσα από το περιοδικό Δημοκρατία & Φύση που κυκλοφορεί με επιτυχία σε ολόκληρο τον κόσμο δεν προέρχονται από κάποια «υπερεπαναστικότητα» όπως (νομίζει ότι) ειρωνεύεται ο Γ.Σ. Προέρχονται από ενδελεχή ανάλυση της σημερινής πραγματικότητας που έχει οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι στο σημερινό θεσμικό πλαίσιο δεν υπάρχει καμία δυνατότητα να ξεπεραστεί όχι μόνο η μόνιμη οικονομική, πολιτική και κοινωνική κρίση (διαπίστωση που πάντα είχε κάνει το επαναστατικό σοσιαλιστικό κίνημα) αλλά ούτε και η οικολογική κρίση (διαπίστωση που έχουν ήδη κάνει τα ριζοσπαστικά ρεύματα μέσα στο οικολογικό κίνημα).

 

Είναι όμως χαρακτηριστικό του θράσους των κοκκινοπράσινων που εκπροσωπεί ο Γ.Σ. όταν αναφέρει ότι «όπως παραδέχεται και ο ΤΦ είναι οι φτωχοί που υφίστανται κυρίως τις συνέπειες της οικολογικής κρίσης» ― πράγμα που τονίζει και ο τίτλος του άρθρου «Όπου φτωχός και η μοίρα του;» Η προφανής συνεπαγωγή είναι ότι δεν ενδιαφέρομαι για την τύχη των φτωχών που υφίστανται τις συνέπειες εφόσον (υποτίθεται), απλώς προτείνω να κατακτήσουμε μέσω των δημοτικών εκλογών την απαιτούμενη πλειοψηφία για ριζική κοινωνική αλλαγή και μέχρι τότε «θα πρέπει μάλλον να καθόμαστε με σταυρωμένα τα χέρια μπροστά στα πελώρια προβλήματα της ανθρωπότητας». Και αυτό το αναφέρει τη στιγμή που σε σειρά άρθρων μου έχω προσπαθήσει να αναπτύξω τη ταξική διάσταση της οικολογικής κρίσης, τη στιγμή που οι κοκκινοπράσινοι όταν δεν θέτουν θέμα αλλαγής συστήματος φυσικά την αγνοούν, για να προσελκύσουν τη μεσαία τάξη που αποτελεί βασικά την εκλογική τους πελατεία.

 

To θράσος (ή ημιμάθεια;) όμως του κοκκινοπράσινου επικριτού μου αποδεικνύεται ότι δεν έχει όρια όταν υποστηρίζει ότι συνιστώ να καθίσουμε με σταυρωμένα χέρια τη στιγμή που σε άρθρο μου στο τ. 2 της ελληνικής έκδοσης της Δ&Φ είχα αφιερώσει πάνω από 10 σελίδες στην εκπόνηση ενός μεταβατικού προγράμματος για την περιεκτική δημοκρατία (που επεκτάθηκε σε ολόκληρο κεφάλαιο του βιβλίου μου Towards An Inclusive Democracy το οποίο σύντομα θα κυκλοφορεί σε τέσσερις γλώσσες συμπεριλαμβανομένης της Ελληνικής). Συνοπτικά, στο άρθρο αυτό υποστηρίζεται η θέση ότι η πιο ρεαλιστική προσέγγιση για τη δημιουργία μιας νέας κοινωνίας πέρα από την οικονομία της αγοράς και το έθνος-κράτος, καθώς και τις νέες διεθνείς κρατικιστικές μορφές οργάνωσης που αναδύονται τώρα, είναι μια μεταβατική στρατηγική που περιλαμβάνει τη βαθμιαία ανάμειξη ενός ολοένα και μεγαλύτερου αριθμού ανθρώπων σε ολόκληρο τον κόσμο σ’ ένα νέο είδος πολιτικής και την παράλληλη μετατόπιση των μέσων παραγωγής (εργασία, κεφάλαιο, γη) από την οικονομία της αγοράς. Ο σκοπός μιας τέτοιας μεταβατικής στρατηγικής θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να είναι η δημιουργία νέου θεσμικού πλαισίου και συστημάτων αξιών που σε κάποιο σημείο θα αντικαταστήσουν την οικονομία της αγοράς, την κρατικιστική δημοκρατία καθώς και το κοινωνικό παράδειγμα που τα «νομιμοποιεί» με μια περιεκτική δημοκρατία και ένα νέο δημοκρατικό παράδειγμα αντίστοιχα. Είναι φανερό ότι η βαθμιαία μετατόπιση των μέσων παραγωγής στο κοινωνικό σύνολο είναι ο μόνος τρόπος για να αρχίσουμε να επιλύουμε από τώρα όχι μόνο τα κοινωνικά προβλήματα (ανεργία, φτώχεια κ.λπ.) αλλά και τα οικολογικά. Είναι εξίσου φανερό ότι κάθε κοκκινοπράσινο πρόγραμμα που δεν θέτει μακροπρόθεσμο στόχο την ανατροπή του σημερινού θεσμικού πλαισίου και ενδιάμεσο στόχο την, μέσω ενός ολοκληρωμένου μεταβατικού προγράμματος, μετάβαση σε ένα νέο θεσμικό πλαίσιο πέρα από την οικονομία της αγοράς και την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, αποτελεί φενάκη. Ιδιαίτερα για τους φτωχούς (για τους οποίους κόπτεται ο Γ.Σ. και κομπανία) οι οποίοι όμως σε πολλές χώρες, έχοντας αντιληφθεί την απατή των παραδοσιακών μεταρρυθμιστικών πολιτικών μέσα στο σύστημα που εισηγούνται οι διάφοροι κοκκινοπράσινοι του τύπου αυτού, έχουν από καιρό γυρίσει τη πλάτη τους σε αυτούς. Και αυτό, διότι παρά τα φληναφήματα των πράσινων οικονομολόγων, της Γκρινπις κ.λπ., στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο, το δίλημμα «απασχόληση ή περιβάλλον» και «ανάπτυξη ή περιβάλλον» είναι πράγματι αδήριτο όπως έχω δείξει σε σειρά άρθρων μου.

 

To θράσος όμως (ή ημιμάθεια;) του επικριτού μου φθάνει σε σημείο να υποστηρίζει ότι τα παραπάνω διλήμματα δεν είναι πραγματικά και αυτό που λείπει είναι κοινωνικές παρεμβάσεις για την πλήρη απασχόληση, και δομικές μεταρρυθμίσεις στο παραγωγικό και καταναλωτικό μοντέλο που θ' αμβλύνουν τις επιπτώσεις της οικολογικής κρίσης κ.λπ. Και που στηρίζεται το εφικτό όλων αυτών των ευχολογίων που χαρακτηρίζουν τ’ αντίστοιχα προγράμματα των κοκκινοπράσινων; Στο γεγονός ότι το καπιταλιστικό σύστημα «όπως έχει δείξει η Ιστορία» διαθέτει την ευελιξία να κάνει παραχωρήσεις και ότι «στο παρελθόν έγιναν μεταρρυθμίσεις Κευνσιανου τύπου που περιείχαν ένα στοιχείο κοινωνικού έλεγχου και κοινωνικής παρέμβασης στην αγορά μέσω του κράτους»!!! Αναρωτιέται κανένας αν ο συγγραφέας των γραμμών αυτών βρισκόταν σε κατάσταση κώματος από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 και μετά, πράγμα που τον εμπόδισε ν’ αντιληφθεί ότι η σοσιαλδημοκρατική συναίνεση κατέρρευσε μαζί με όλες τις κοινωνικές παρεμβάσεις που αναφέρει και ότι σήμερα αποτελεί φενάκη ή αστεία ουτοπία να μιλούμε για επαναφορά των Κευνσιανων πολιτικων πλήρους απασχόλησης, για αναβίωση του κράτους ευημερίας και για οποιεσδήποτε «δομικές» μεταβολές στο παραγωγικό και καταναλωτικό μοντέλο (παρά μόνο τις επικερδείς στις οικονομικές ελίτ ― βλ. «πράσινα ψυγεία»). Φαίνεται όμως ότι ο Γ.Σ. και κομπανία δεν έχουν ακόμη αναρωτηθεί γιατί απέτυχε η σοσιαλδημοκρατία και αν αυτό είχε καμία σχέση με το θεμελιακό ασυμβίβαστο των σοσιαλιστικών στόχων με τη λογική και τη δυναμική της οικονομίας της αγοράς (ασυμβίβαστο που υπάρχει ακόμη εντονότερα σε σχέση με τους ριζοσπαστικούς οικολογικούς στόχους).

 

Τέλος, για να έλθω στο θέμα του φόρου πάνω στην ενέργεια. Με τη γνωστή απατηλή μέθοδο της επιλεκτικής αναφοράς ο Γ.Σ. αναφέρεται στη «μανιώδη υποστήριξη μου» για το … αυτοκίνητο όταν κατήγγειλα ότι με το φόρο στην ενέργεια και τα συναφή μέτρα που σχεδιάζονται «θα γίνει πάλι ένα είδος πολυτελείας». Παρέλειψε όμως ν’ αναφέρει και την επόμενη φράση που αιτιολογούσε τη θέση αυτή: «και αυτό τη στιγμή που οι μετακινήσεις (ανθρώπων και πραγμάτων) με αυτοκίνητο γίνονται όλο και περισσότερες, λόγω του τρόπου κοινωνικής οργάνωσης και ζωής που έχει επιβάλει η ίδια η οικονομία της αγοράς». Προφανώς, η λογική του σκοινιού στο σπίτι του κρεμασμένου λειτούργησε πάλι καθοριστικά. Διότι βέβαια η λογική του άρθρου μου ήταν ότι πρέπει ν’ αλλάξει ριζικά ο τρόπος ζωής (πράγμα αδύνατο στη σημερινή κοινωνία), για να μειωθεί η ανάγκη του αυτοκίνητου και όχι απλώς να κτυπήσουμε τα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα, όπως ουσιαστικά προτείνουν οι κοκκινοπρασινοι με τους φόρους στην ενέργεια και ανάλογα μέτρα. Στη συνεχεία ο Γ.Σ. πίστευσε ότι ανακάλυψε λαβράκι κατηγορώντας με πως ισχυρίζομαι ότι θα πληρώνει ίδιο φόρο στη βενζίνη αυτός που διαθέτει τρεις Μερσεντές και αυτός που κατέχει ένα μηχανάκι. Φυσικά, αυτό που είναι ξεκάθαρο στο κείμενο για οποιονδήποτε έχει τη παραμικρή αντίληψη της σημασίας ενός έμμεσου φόρου είναι ότι τόσο ο μεγαλοεισοδηματιας όσο και χαμηλόμισθος θα πληρώνουν το ίδιο ποσοστό φόρου, πράγμα που σημαίνει ότι η επιβάρυνση θα είναι ελάχιστη αν όχι μηδαμινή για τον πρώτο, ακόμη και αν διαθέτει τρεις Μερσεντές με την ανάλογη κατανάλωση, αλλά πολύ σημαντική για τον δεύτερο. Και ο Γ.Σ. καταλήγει με αναφορά στην «άγνοια» μου για την πολιτική της ΕΕ που επικεντρώνεται στους αυτοκινητόδρομους ― την οποία υπερθεματίζω (sic!) ― επειδή ανάφερα στο άρθρο μου ότι η εντεινόμενη οικολογική κρίση ωθεί σήμερα τις ευρωπαϊκές ελίτ στο σχεδιασμό μέτρων με κοινό στόχο να περιορισθεί η χρήση του ιδιωτικού αυτοκινήτου και γενικότερα των IX οχημάτων (αύξηση των φόρων πάνω στην ιδιοκτησία και χρήση αυτοκινήτου, στη χρήση των δρόμων, ― ακόμη και μέσα στις πόλεις ― στη βενζίνη, αύξηση του κόστους για παρκάρισμα κ.λπ). Φυσικά, ο Γ.Σ. συγκρίνει πάλι τα ασύγκριτα, όπως τον βολεύει. Η πολιτική της ΕΕ για τους αυτοκινητόδρομους έχει βασικά στόχο τη διευκόλυνση του εμπορίου ενώ εγώ αναφερόμουν στα μέτρα που ήδη ανακοίνωσε η Βρετανική και η Γαλλική κυβέρνηση (και άλλες σχεδιάζουν) για τον περιορισμό της χρήσης του ΙΧ.

 

Σε ένα πράγμα θα συμφωνούσα απόλυτα με τον Γ.Σ. Πράγματι πολύ «φικοπεριβαλλοντικός» λαϊκισμός υπάρχει γύρω μας. Το θέμα είναι μήπως οι ντόπιοι κοκκινοπράσινοι τον βλέπουν στον (ψηφοθηρικό, και πάλι) καθρέφτη τους …

 

 

 

Εποχή (14 Φλεβάρη 1999)


 

Κοκκινοπρασινη θολούρα.

Πόσες στρατηγικές για την συστημική αλλαγή;

 

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
 

 

Ο Γ. Σκλαβούνος, με τον οποίο δεν έχω βέβαια τίποτα να μοιράσω προσωπικά εφόσον απλώς τον γνώρισα από την αήθη επίθεση εναντίον μου στην Εποχή, συνεχίζει και στην τελευταία απάντηση του (17/1/1999) στο ίδιο στυλ. Έτσι, τώρα αναφέρεται στην «υπεροψία» μου, επειδή τόλμησα να μιλήσω για «θράσος ή ημιμάθεια» όταν ανέλαβε στο πρώτο κείμενο του να με κατακεραυνώσει διότι δήθεν προτείνω να μείνουμε με σταυρωμένα χέρια μέχρι ν' αλλάξει το σύστημα κ.λπ. Όμως, πως αλλιώς μπορούσα να χαρακτηρίσω την επιπόλαιη έλλειψη στοιχειώδους έρευνας για τις απόψεις κάποιου άλλου, πριν από την άσκηση οξείας κριτικής εναντίον τους; Ή πως αλλιώς θα μπορούσα να χαρακτηρίσω τη φθηνή ειρωνεία του για «υπερεπαναστατικότητα» όταν ήταν προφανές ότι είχε παντελή άγνοια της ανάλυσης με βάση την οποία συνάχθηκε το συμπέρασμα ότι η οικολογική και γενικότερα η σημερινή πολυδιάστατη κρίση δεν μπορεί να βρει διέξοδο στο υπάρχον κοινωνικοοικονομικό σύστημα;

 

4. Τα περί άκρατου τοπικισμού της στρατηγικής της περιεκτικής δημοκρατίας υποδηλώνουν άγνοια της στρατηγικής, πράγμα ευεξήγητο εφόσον η κριτική βασίστηκε μόνο σε ένα άρθρο πάνω στο θέμα, το οποίο όμως είχε διαφορετικό στόχο: την ανάλυση των προϋποθέσεων της περιεκτικής δημοκρατίας σε μια χώρα, με βάση τη συνομοσπονδιοποίηση των δημοκρατικά οργανωμένων νέων «δήμων». Όμως, πέρα από το γεγονός ότι έχω αναφερθεί αλλού στα θέμα πως κτίζεται από κάτω ένα διεθνές κίνημα με στόχο την περιεκτική δημοκρατία (κεφ. 7 «Περιεκτικής Δημοκρατίας»), τι νόημα άραγε έχει το σύνθημα «σκέψου πλανητικά, δράσε τοπικά, εθνικά, πλανητικά» εάν το περιεχόμενο της δράσης των κοκκινοπράσινων εξαντλείται στην άσκηση πίεσης πάνω στις κυβερνήσεις για να εισάγουν μεταρρυθμίσεις; Εάν δηλαδή «ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή» για τους κοκκινοπράσινους στην Ελλάδα σημαίνει απλώς τις «μπαλωματικές» λύσεις που είναι, και μόνες, δυνατές στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο, τότε βέβαια μιλούμε άλλη γλώσσα.

 

5. Τα περί προτάσεων μου για «αποχή από την πολιτική δράση» δείχνει για άλλη μια φορά την κοκκινοπράσινη θολούρα, η οποία μιλά τόσο για άμεση δημοκρατία όσο και για κοινοβουλευτική δράση, σαν να μην υπάρχει καμία αντίφαση μεταξύ τους. Αντιπαρέρχομαι το μάθημα Ιστορίας του Γ.Σ. περί Πρώτης Διεθνούς κ.λπ. σαν να βρισκόμαστε ακόμη στον περασμένο αιώνα και τίποτα δεν μεσολάβησε από τότε, αλλά έχω μια σχετική μικρή ερώτηση: πότε στην Ιστορία επιτεύχθηκε συστημική αλλαγή μέσω κοινοβουλευτικής δράσης;

 

Έρχομαι τώρα στο θέμα της μεταβατικής στρατηγικής για την συστημική αλλαγή. Το πρώτο ερώτημα που ανακύπτει είναι πως την ορίζουμε. Θα μπορούσαμε απλά να ορίσουμε ως συστημική την αλλαγή που αφορά ολόκληρο το κοινωνικό-οικονομικό σύστημα της οικονομίας της αγοράς (που είναι ευρύτερος όρος από τον καπιταλισμό και περιλαμβάνει, για παράδειγμα, τις «σοσιαλιστικές» οικονομίες της αγοράς) της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και των ιεραρχικών δομών, με στόχο τη δημιουργία δομών ισοκατανομής της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής δύναμης. Με βάση τον ορισμό αυτό θα μπορούσαμε σχηματικά να κατατάξουμε ως εξής τις στρατηγικές που έχουν προταθεί μέχρι σήμερα για την επίτευξη συστημικής αλλαγής: η ρεφορμιστική προσέγγιση, η επαναστατική προσέγγιση, η προσέγγιση του «τρόπου ζωής» και η προσέγγιση της περιεκτικής δημοκρατίας.

 

Η ρεφορμιστική προσέγγιση ισχυρίζεται ότι μπορεί να οδηγήσει σε συστημική αλλαγή είτε μέσω της κατάκτησης της κρατικής εξουσίας (μεταρρυθμίσεις από πάνω) είτε μέσω της δημιουργίας αυτόνομων από το κράτος ενώσεων πολιτών που θα πιέσουν «από τα κάτω» για μεταρρυθμίσεις. Το κύριο παράδειγμα «ρεφορμισμού από πάνω» είναι βέβαια η σοσιαλδημοκρατία η οποία όμως απεμπόλησε και τυπικά το αίτημα για συστημική αλλαγή όταν εγκατέλειψε τη δέσμευση για κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής (τελευταίο παράδειγμα το Βρετανικό Εργατικό κόμμα). Το κύριο παράδειγμα ρεφορμισμού από τα κάτω είναι η προσέγγιση της «κοινωνίας πολιτών» που στοχεύει στην εισαγωγή αποτελεσματικών ελέγχων πάνω στην αγορά για να προστατευθεί η κοινωνία, ή το περιβάλλον. Αυτή είναι και η στρατηγική που υποστηρίζουν ουσιαστικά οι κοκκινοπράσινες συμμαχίες. Δεν έχω χώρο εδώ να δείξω, όπως έχω κάνει αλλού, γιατί η στρατηγική αυτή είναι πρώτον ανιστόρητη και δεύτερον ουτοπική. Οι υποστηρικτές όμως της προσέγγισης αυτής, εάν θέλουν ν’ αποφύγουν τη βάσιμη κατηγορία ότι διαπρέπουν στα ευχολόγια και την ψηφοθηρία, θα πρέπει να μας δείξουν πώς είναι δυνατή η εισαγωγή π.χ. αποτελεσματικών ελέγχων για την απασχόληση, την ανισότητα, ή το θερμοκήπιο σε μια διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, όπου οι χρηματαγορές και οι αγορές κεφαλαίου είναι πλήρως ανοικτές ενώ οι αγορές εμπορευμάτων είναι σχεδόν πλήρως ανοικτές. Εκτός βέβαια εάν οι κοκκινοπρασινοι προτείνουν να κλείσουμε τις αγορές αυτές, όποτε όμως θα πρέπει να μας δείξουν πώς τότε θα μπορούν να δρουν και να επεκτείνονται, σε ένα περιβάλλον προστατευτισμού, οι πολυεθνικές και οι άλλες μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις από τις οποίες εξαρτάται η σημερινή ανάπτυξη. Είναι λοιπόν φανερό ότι η προσέγγιση της κοινωνίας πολιτών παίρνει δεδομένο όλο το κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο, όχι μόνο σαν ενδιάμεσο, αλλά και σαν τελικό, στόχο, εφόσον είναι δεδομένο ότι οι ενδιάμεσοι στόχοι της για τον εξωραϊσμό των θεσμών δεν δημιουργούν καμία δυναμική για την ανατροπή τους. Όπως έχει δείξει περίτρανα η Ιστορία, η αδυναμία εκπλήρωσης ρεφορμιστικών αιτημάτων οδηγεί στην απάθεια, ή τη στιγμιαία εξέγερση (ή τα στρατιωτικά πραξικοπήματα από την άλλη πλευρά) αλλά ποτέ, από μόνη της, στη συνειδητοποίηση για την συστημική αλλαγή.

 

Η επαναστατική προσέγγιση διεκδικεί την συστημική αλλαγή είτε μέσω της κατάκτησης της κρατικής εξουσίας (Μαρξιστικό κίνημα) είτε μέσω της δημιουργίας εργατικών ή κομουναλιστικών συνομοσπονδιών (Αναρχικό κίνημα). Η πικρή όμως ιστορική εμπειρία έδειξε ότι η μεν Μαρξιστική-Λενινισιτική στρατηγική οδηγεί σε συστημική αλλαγή, αλλά συγχρόνως και σε νέες ιεραρχικές δομές και σχέσεις, η δε αναρχική στρατηγική δεν έχει καταφέρει μέχρι σήμερα να επιτύχει μια μακρόχρονη συστημική αλλαγή.

 

Η στρατηγική του «τρόπου ζωής» που είναι ιδιαίτερα της μόδας μεταξύ Αγγλοσαξόνων Πράσινων, αναρχικών κ.λπ. στοχεύει αποκλειστικά στην εξωκοινοβουλευτική δράση: δημιουργία «ελευθερών ζωνών», αυτοδιοικούμενων επιχειρήσεων, εναλλακτικών μίντια κ.λπ. H ιδέα είναι ότι, «δια του παραδείγματος», θ’ ανέβει το επίπεδο συνειδητοποίησης και θα οδηγηθούμε βαθμιαία στη συστημικη αλλαγή. Όμως, παρόμοιες προσπάθειες, όταν δεν αποτελούν τμήμα ενός περιεκτικού προγράμματος για συστημικη αλλαγή, είναι καταδικασμένες σε αποτυχία εφόσον στο σημερινό θεσμικό πλαίσιο είναι πολύ εύκολο να περιθωριοποιηθούν ή ν’ αφομοιωθούν, όπως άλλωστε έγινε επανειλημμένα τα τελευταία 20 χρόνια.

 

Και έρχομαι πολύ συνοπτικά στην προσέγγιση της περιεκτικής δημοκρατίας. Σημείο εκκίνησης είναι το πρόβλημα πώς, με δεδομένο το άνισο επίπεδο συνειδητοποίησης, μπορεί να επιτευχθεί συστημική αλλαγή από τα κάτω, από μια δημοκρατική πλειονότητα του πληθυσμού, που θα έκανε δυνατή τη δημοκρατική κατάργηση των εξουσιαστικών δομών. Η προτεινόμενη λύση προϋποθέτει ότι η συστημική αλλαγή σημαίνει ρήξη με το παρελθόν, τόσο στο θεσμικό, όσο και στο υποκειμενικό επίπεδο. Μια τέτοια ρήξη δεν μπορεί βέβαια να έλθει μέσω μετωπικών συμμαχιών με επαγγελματίες πολιτικούς και κόμματα, αλλά μέσω της δημιουργίας μιας νέας πολιτικής οργάνωσης και ενός νέου περιεκτικού πολιτικού προγράμματος για συστημική αλλαγή. Η στρατηγική αυτή περιλαμβάνει την βαθμιαία συμμετοχή όλο και περισσότερων ανθρώπων σε ένα νέο είδος πολιτικής που δεν έχει σχέση με αυτό που περνά για πολιτική σήμερα και την παράλληλη μετατόπιση των μέσων παραγωγής από την οικονομία της αγοράς σε ένα νέο «δημοτικοποιημένο» τομέα που θα εξασφαλίζει την πολιτική, οικονομική και οικολογική δημοκρατία. Ο στόχος είναι η δημιουργία θεσμικών αλλαγών και αλλαγών στο σύστημα αξιών οι οποίες, μετά από μια περίοδο έντασης μεταξύ των νέων θεσμών και του κράτους και της οικονομίας της αγοράς, θα οδηγήσουν τελικά σε ένα νέο ηγεμονικό κοινωνικό παράδειγμα και την περιεκτική δημοκρατία. Ο ενδιάμεσος στόχος είναι η δημιουργία, από κάτω, λαϊκών βάσεων πολιτικής και οικονομικής εξουσίας οι οποίες, συνομοσπονδιουμενες, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την εγκαθίδρυση της νέας κοινωνίας. Η συμμετοχή στις τοπικές εκλογές (η μόνη συμμετοχή που είναι συμβατή με την έννοια της δημοκρατίας) δίνει τη δυνατότητα (παράλληλα με άλλες μορφές άμεσης δράσης κ.λπ.) να τεθεί σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα ριζικής κοινωνικής αλλαγής που θα δώσει διέξοδο στην πολυδιάστατη κρίση. Είναι φανερό ότι για την εφαρμογή της στρατηγικής αυτής απαιτείται μια νέου τύπου πολιτική οργάνωση που στη δομή της θ’ αντανακλά την μελλοντική κοινωνική οργάνωση και δεν θα έχει σχέση με τα συνηθισμένα πολιτικά κόμματα. Αντίθετα, θ’ αποτελεί μια μορφή «δημοκρατίας εν δράσει» η οποία θα αναλαμβάνει διάφορες συλλογικές μορφές παρέμβασης: στο πολιτικό επίπεδο (δημιουργία σκιωδών πολιτικών θεσμών βασισμένων στην άμεση δημοκρατία), στο οικονομικό επίπεδο (δημιουργία «δημοτικών» μονάδων, που, συλλογικά ελεγχόμενες, θα ελέγχουν την παραγωγή και τη διανομή) στο κοινωνικό επίπεδο (δημοκρατία στον τόπο δουλειάς, τα πανεπιστήμια, σχολεία κλπ) και στο πολιτισμικό επίπεδο (μίντια και τέχνες συλλογικά ελεγχόμενες από τους απασχολουμένους σ’ αυτά, με τη γενική επίβλεψη των νέων «δήμων»).
 

Συμπερασματικά, πολλοί στην ελληνική αριστερά, συμπεριλαμβανόμενων των κοκκινοπράσινων, έχουν βρει την βολική πανάκεια τους στην «ενότητα» των κινημάτων. Όμως, η ενότητα δεν είναι αυτοσκοπός. Η ενότητα έχει νόημα ανάλογα με το περιεχόμενο της. Μια συζήτηση για ενότητα στη βάση του αιτήματος συστημικής αλλαγής (που σήμερα είναι, αντικειμενικά, περισσότερο ώριμο παρά ποτέ λόγω του μεγέθους της κρίσης του συστήματος), και των μέσων επίτευξης της είναι επιτακτική. Η συζήτηση όμως για ενότητα γενικά της αριστεράς, μέσα από «προγράμματα-σούπα» και του «ελάχιστου κοινού παρονομαστου», όχι μόνο στερείται κάθε νοήματος αλλά και παίζει αρνητικό ρόλο στη δημιουργία των υποκειμενικών προϋποθέσεων για την διέξοδο από τη σημερινή πολυδιάστατη κρίση.

 

 

Υ.Γ. Το παραπάνω κείμενο γράφτηκε πριν από την δημοσίευση του «κειμένου προβληματισμού της προσωρινής επιτροπής» για τη συγκρότηση ενός «κινηματικού» κοκκινοπράσινου δικτύου (Εποχή 24/1/1999) όπου διατυπώνεται … σαφέστερα η κοκκινοπρασινη θολούρα στην οποία αναφέρομαι. Πολύ συνοπτικά, το κείμενο αυτό βρίθει από αοριστολόγα ευχολόγια που δεν απαντούν σε κρίσιμα ερωτήματα που έθεσα, όπως: πρώτον, είναι δυνατή η υπέρβαση της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης στο σημερινό θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς/ αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας/ ιεραρχικών δομών; Δεύτερον, είναι δυνατή η υλοποίηση ακόμη και των κοκκινοπρασινων ευχολογίων στο σημερινό πλαίσιο των ανοικτών αγορών και με βάση ποια ανάλυση; Τρίτον, τα περί «αντι-ιεραρχικής κοινωνίας ελευθερίας, ισότητας κ.λπ.» μοιάζουν περισσότερο με επουρανιο παραδεισο παρά με «ριζική κοινωνική αλλαγή» εφόσον το περιεχόμενο της δεν συγκεκριμενοποιείται. Που θα στηρίζεται η κοινωνία αυτή, στα γνωστά ιστορικά συστήματα της οικονομίας της αγοράς, ή του κεντρικού σχεδιασμού ή μήπως κάποιου τρίτου σχήματος που δεν μας έχουν ακόμα αποκαλύψει οι κοκκινοπρασινοι; H σιωπή σημαίνει είτε άγνοια του προβλήματος είτε αποδοχή κάποιας εκδοχής σοσιαλιστικής «αγοράς» ― που είναι βέβαια ασύμβατη με τα περί αντιιεραχικής κοινωνίας κ.λπ. Τέταρτον, πως συνδέονται οι αμυντικοί (και εντελώς ουτοπικοί σήμερα) αγώνες που περιγράφουν (π.χ. εμπέδωση κράτους πρόνοιας κ.λπ.) με τον υποτιθέμενο στόχο της αντι-ιεραρχικής κοινωνίας; Eαν οι κοκκινοπράσινοι δεν είναι σε θέση να δώσουν σαφείς απαντήσεις σε καίρια ερωτήματα σαν αυτά τότε άλλη μια ευκαιρία για τη δημιουργία ενός κινήματος με πραγματικό στόχο τη συστημική αλλαγή θα χαθεί μέσα σε ευχολόγια, αοριστολογίες, γενικολογίες και ψηφοθηρίες.