Ουτοπία, τεύχος 37 (Νοέμβρης-Δεκέμβρης 1999), σελ. 7-14


Η ανάγκη για ένα ριζοσπαστικό κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

Η αποτυχία της συνόδου του ΠΟΕ (Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου) στο Σιατλ (Seattle) να οδηγήσει σε ένα νέο γύρο συνομιλιών για την παραπέρα θεσμοποίηση της αγοραιοποίησης της διεθνούς οικονομίας είναι σημαντικό γεγονός. Για πρώτη φορά, σημειώθηκαν μαζικές διαδηλώσεις σε διάφορα σημεία του κόσμου, οι οποίες σηματοδοτούν τη δημιουργία ενός άτυπου διεθνούς κινήματος (του μόνου τύπου κινήματος που έχει σημασία στις σημερινές συνθήκες) εναντίον της παγκοσμιοποίησης και υπέρ μιας «νέας δημοκρατίας», όπως την αποκαλούσαν οι διαδηλωτές του Σιατλ. Η θετική όμως σημασία των εκδηλώσεων αυτών μειώνεται σημαντικά όταν εξετάσουμε τα παράλληλα αρνητικά χαρακτηριστικά τους, στα οποία θ’ αναφερθώ στη συνέχεια. Τα αρνητικά αυτά χαρακτηριστικά αναφέρονται, πρώτον, στη σύνθεση των αντιστεκόμενων στη παγκοσμιοποίηση, δεύτερον, τη μορφή των εκδηλώσεων και τρίτον τα αιτήματα τους.

Η σύνθεση του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης

Όσον αφορά πρώτα τη σύνθεση των διαδηλωτών στο Σιατλ, αλλά και γενικότερα του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης, μολονότι δεν λείπουν και οι ριζοσπάστες διαδηλωτές που θέτουν θέμα συστημικής αλλαγής, η συντριπτική πλειοψηφία συνίσταται από τέσσερις κατηγορίες:

Πρώτον, τις μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ), συνήθως περιβαλλοντικές, καθώς και ακτιβιστές τύπου Γκρινπις (Greenpeace) και οπαδούς της κοινωνίας πολιτών, για τους οποίους οι περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις του ελευθέρου εμπορίου μπορεί να ξεπεραστούν, αρκεί να υιοθετηθούν κατάλληλοι ρυθμιστικοί κανόνες που να είναι δεσμευτικοί για τα κράτη και τις πολυεθνικές. Δηλαδή, κανόνες οι οποίοι θα επιβάλλουν ένα «δίκαιο» εμπόριο στη θέση του σημερινού ελευθέρου εμπορίου. Έτσι, όπως το θέτει η Vandana Shiva, μια από τις πιο γνωστές φιγούρες του κινήματος αυτού που πρωτοστατούσε στις εναλλακτικές συζητήσεις που είχαν οργανωθεί στο Σιατλ, «θέλουμε η νέα χιλιετία να βασίζεται στην οικονομική δημοκρατία, όχι στον οικονομικό ολοκληρωτισμό».[1] H οικονομική δημοκρατία όμως, για τους υποστηρικτές της άποψης αυτής, δεν σημαίνει την αντικατάσταση της οικονομίας της αγοράς με ένα άλλο οικονομικό σύστημα που εξασφαλίζει την πραγματική ισοκατανομή οικονομικής δύναμης. Όπως διασαφηνίζει η Shiva, αυτό που απαιτείται είναι να αλλάξουμε τους κανόνες που θέτει αντιδημοκρατικά ο ΠΟΕ «οι οποίοι παραβιάζουν τις αρχές των ανθρώπινων δικαιωμάτων και της οικολογικής επιβίωσης (...) ν’ αντιστρέψουμε τις αρχές της παγκοσμιοποίησης και του ελευθέρου εμπορίου και να κάνουμε το εμπόριο πειθήνιο στις ανώτερες αξίες της προστασίας της γης και της ανθρώπινης ζωής».[2]

Μια δεύτερη κατηγορία είναι οι βαθείς οικολόγοι και τα παρακλάδια τους «Earth First!» κ.λπ., για τους οποίους η απώτερη αιτία της σημερινής κρίσης είναι ο βιομηχανικός πολιτισμός, ως απόρροια του Διαφωτισμού και της έννοιας Προόδου την οποία καθιέρωσε. Έτσι, όπως τονίζεται στο μανιφέστο τους που κυκλοφόρησε στο Σιατλ[3] (που περιγράφει τον διαφωτισμό σαν «ολοκαύτωμα»), η Φύση και ο πολιτισμός βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση. Η διέξοδος από την κρίση, για το κίνημα αυτό, είναι η αλλαγή των αξιών για τη σχέση μας προς τη φύση και η παράλληλη δραστική μείωση του παγκόσμιου πληθυσμού.

Μια τρίτη σημαντική κατηγορία αποτελείται από τα μέλη εργατικών συνδικάτων για τα οποία βασική αιτία της κρίσης είναι οι χαμηλοί μισθοί που πληρώνονται στο Νότο, οι περιορισμοί στα συνδικαλιστικά δικαιώματα κ.λπ. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της άποψης αυτής, οι σημερινοί ρυθμιστικοί κανόνες του ΠΟΕ δεν επιβάλλουν σχετικούς περιορισμούς, με αποτέλεσμα τη χειροτέρευση της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων του Βορρά, την ανεργία και τη συμπίεση των μισθών.

Τέλος, υπάρχουν οι αγρότες του Νότου, αλλά και τμήμα των αγροτών στο Βορρά, κυρίως στην ΕΕ και την Ιαπωνία που αντιμετωπίζουν το κοινό πρόβλημα ότι το άνοιγμα των αγορών οδηγεί εκτός παραγωγής τους λιγότερο παραγωγικούς ή ανταγωνιστικούς από αυτούς. Ιδιαίτερα μάλιστα εάν δεν τυχαίνουν κρατικής επιδότησης, όπως συμβαίνει με τους αγρότες του Νότου. Γι’ αυτό και οι αγρότες της ΕΕ και της Ιαπωνίας αγωνίζονται για να περισώσουν τις επιδοτήσεις, οι οποίες αποτελούν το στόχο της ομάδας Cairns αλλά και των ΗΠΑ.

Οι μορφές του αγώνα κατά της παγκοσμιοποίησης σήμερα

Όσον αφορά τις εκδηλώσεις κατά της παγκοσμιοποίησης συνήθως παίρνουν διάφορες μορφές που καταλαμβάνουν όλο το φάσμα από τις διαδηλώσεις και άλλες μορφές άμεσης δράσης μέχρι τις μορφές τοπικού ακτιβισμού, ή ακόμα και απόπειρες αλλαγής του τρόπου ζωής, σε συλλογικό ή ατομικό επίπεδο.

Όμως, χωρίς να παραγνωρίζει κανείς τη σημασία των διαδηλώσεων στην εκδήλωση του λαϊκού φρονήματος και στη δυναμική της συνειδητοποίησης μεγάλων λαϊκών στρωμάτων, είναι φανερό ότι, από μόνες τους, δεν είναι αποτελεσματικές σε μια δυναμική επίτευξης ή ανάσχεσης σημαντικών κοινωνικών αλλαγών στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Το ίδιο ισχύει και για τις άλλες μορφές κοινωνικής δράσης που ανάφερα οι οποίες είναι ανίσχυρες, από μόνες τους, να αποτελέσουν τμήμα μιας δυναμικής για την καθιέρωση πολιτικής και οικονομικής δημοκρατίας. Εάν δηλαδή οι μορφές αυτής κοινωνικής δράσης δεν αποτελούν οργανικό τμήμα ενός περιεκτικού πολιτικού προγράμματος για «συστημικη» αλλαγή, όπως κάποτε συνέβαινε με το ριζοσπαστικό σοσιαλιστικό κίνημα, είναι καταδικασμένες σε περιθωριοποίηση ή αφομοίωση από το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο και παίζουν αντικειμενικά τον ρόλο δημιουργίας ενός «δημοκρατικού» προσωπείου, που καλύπτει τη σημερινή βαθύτατα αντιδημοκρατική μορφή κοινωνικής οργάνωσης, η οποία θεμελιώνεται στη πελώρια συγκέντρωση εξουσίας.

Τα αιτήματα του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης

Τέλος, όσον αφορά τα αιτήματα του κινήματος αυτού κατά της παγκοσμιοποίησης, το βασικό αίτημα είναι ένα «δίκαιο» εμπόριο, στη θέση του σημερινού «ελευθέρου» εμπορίου. Όμως, τι σημαίνει ελεύθερο εμπόριο; Ελεύθερο εμπόριο σημαίνει ότι τα προϊόντα που εγκλείουν μεγαλύτερη παραγωγικότητα ή ανταγωνιστικότητα (για λόγους οικονομιών κλίμακας, τεχνολογίας, μάρκετινγκ κ.λπ.) εκτοπίζουν τελικά από την αγορά, εσωτερική ή διεθνή τα προϊόντα χαμηλότερης παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας. Ο μόνος τρόπος που οι παραγωγοί προϊόντων χαμηλότερης παραγωγικότητας/ανταγωνιστικότητας μπορούν να επιβιώσουν στον ανταγωνισμό αυτό είναι μέσω της εκμετάλλευσης των «συγκριτικών πλεονεκτημάτων» που διαθέτουν: δηλαδή, της φθηνής εργατικής δύναμης (κάποτε και σε παραβίαση των διεθνών συμφωνιών που απαγορεύουν π.χ. τη παιδική εργασία) ή του «φθηνού» περιβάλλοντος (πάλι συχνά σε ρητή η σιωπηρή παραβίαση περιβαλλοντικών περιορισμών ). Οι ελίτ επομένως των χωρών του Νότου που αντιπροσωπευόντουσαν στο Σιατλ δεν είχαν άλλη διέξοδο, για να επιβιώσουν στον ανταγωνισμό που επιβάλλει η διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, παρά να επιμείνουν στη προστασία των συγκριτικών πλεονεκτημάτων που διαθέτουν σε όρους φτηνής εργατικής δύναμης και περιβαλλοντικού κόστους

Το ερώτημα επομένως που βασικά έθεσαν οι διαδηλωτές στο Σιατλ είναι το εξής: είναι δυνατή μια παγκοσμιοποίηση με ανθρώπινο πρόσωπο ή μήπως η σχετική φιλολογία αποσκοπεί απλώς στο να δικαιολογήσει την πολιτική ύπαρξη κομμάτων και ακτιβιστικών οργανώσεων που υποστηρίζουν παρόμοιους στόχους; 

Μύθος η παγκοσμιοποίηση;

Για ν’ απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό θα πρέπει προηγούμενα να εξετάσουμε το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης. Στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό, διάφοροι «αριστεροί» που παίζουν τον ρόλο της αντιπολίτευσης στον Τρίτο Δρόμο των σοσιαλφιλελευθέρων, υποστηρίζουν ότι η παγκοσμιοποίηση είναι πολύ περιορισμένη αν δεν είναι ανύπαρκτη, ενώ άλλοι μιλούν για «ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις» που επέβαλλαν την «κακή» νεοφιλελεύθερη πολιτική.[4] Το επιχείρημα που συνήθως χρησιμοποιούν οι υποστηρικτές των απόψεων αυτών είναι ότι η παγκοσμιοποίηση, με την έννοια της διεθνοποίησης της ίδιας της παραγωγής, είναι σήμερα πολύ περιορισμένη. Πράγμα που είναι σωστό, με τη προϋπόθεση ότι θα δώσουμε στη παγκοσμιοποίηση την έννοια ότι οι μονάδες παραγωγής μετατρέπονται σε ακρατικά σώματα που λειτουργούν σ’έναν χώρο χωρίς σύνορα, όπου οι δραστηριότητές τους δεν έχουν ως πρωταρχικό στόχο τη χώρα που αποτελεί την εθνική τους βάση αλλά αποτελούν τμήμα ενός ενοποιημένου καταμερισμού εργασίας ο οποίος εξαπλώνεται σε πολλές χώρες. Όμως υπάρχει μια στενότερη έννοια, αυτό που ονομάζω διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς, που αφορά την διεθνοποίηση των αγορών κεφαλαίου και εμπορευμάτων και η οποία είναι πράγματι ένα νέο οικονομικό φαινόμενο, με σημαντικές επιπτώσεις στο πολιτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο.

Όπως προσπάθησα να δείξω στο βιβλίο μου «Η Περιεκτική Δημοκρατία»,[5] η σημερινή διεθνοποίηση είναι πρωτόγνωρη, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά. Ποσοτικά, διότι ποτέ άλλοτε στην Ιστορία το άνοιγμα των μητροπολιτικών οικονομιών της αγοράς σε σχέση με το εμπόριο δεν ήταν τόσο σημαντικό. Ο κύριος δείκτης της διεθνοποίησης της οικονομίας, δηλ. το άνοιγμα της προς το εμπόριο, παρά τους μύθους των σοσιαλδημοκρατών οικονομολόγων[6] είναι σήμερα υψηλότερος παρά ποτέ. Έτσι, οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Γαλλία και η Γερμανία, στις οποίες αναλογεί το 43% της παγκόσμιας παραγωγής, έχουν κατά μέσο όρο ένα αντίστοιχο δείκτη ανοίγματος προς το εμπόριο, που είναι σχεδόν 40% υψηλότερος από αυτόν του 1913 ―το έτος ακμής στο παρελθόν.[7] Ποιοτικά, όπως παραδέχεται και η τελευταία Έκθεση του ΟΗΕ για την Ανθρώπινη Ανάπτυξη,[8] πρώτη φορά οι αγορές συναλλάγματος και κεφαλαίου έχουν ανοιχθεί σε τέτοιο βαθμό, υπό την αιγίδα της Διεθνούς Οργάνωσης Εμπορίου και πλειάδας πολυμερών συμφωνιών που εξασφαλίζουν τη σύνδεση των αγορών σε ένα παγκόσμιο δίκτυο όπου ανταλλάσσονται 1,5 τρισεκατομμύρια δολάρια την ημέρα. Και φυσικά είναι αστεία τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί η «αριστερή» αντιπολίτευση στον Τρίτο Δρόμο ότι η παγκοσμιοποίηση αποτελεί «αστικό ιδεολόγημα» ή «χίμαιρα»[9] με στόχο να πληγεί το κράτος-έθνος από τους νεοφιλελεύθερους. Πράγμα που σημαίνει ότι η απάντηση στη διεθνοποίηση μπορεί να δοθεί μέσα στο ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς, είτε με την εκλογή των συνεπών σοσιαλδημοκρατών τύπου Λαφοντέν (Oskar Lafontaine) στη κυβέρνηση, είτε με την εισαγωγή διάφορων κοινωνικών μορφών οικονομίας στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο με τη μορφή μεταρρυθμίσεων που θα το «κοινωνικοποιήσουν», δηλ. θα δημιουργήσουν αποτελεσματικούς κοινωνικούς έλεγχους της οικονομίας της αγοράς.

Οι δυο θεμελιακές τάσεις που χαρακτηρίζουν το οικονομικό σύστημα που εγκαθιδρύθηκε στη Βιομηχανική Επανάσταση είναι η τάση της αγοραιοποίησης δηλαδή η προσπάθεια από μέρους των οικονομικών ελίτ που ελέγχουν την οικονομική διαδικασία για την ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων πάνω στην αγορά με στόχο την προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος (σε αντίθεση με τους ρυθμιστικούς έλεγχους που είναι απαραίτητοι) και η τάση συνεχούς ανάπτυξης. Και οι δυο αυτές τάσεις είναι απόρροια της ανάγκης συνεχούς βελτίωσης της οικονομικής αποτελεσματικότητας που επιβάλλει η δυναμική της οικονομίας της αγοράς. Η πρώτη τάση ιστορικά οδήγησε σε τρεις κύριες ιστορικές φάσεις: τη φιλελεύθερη φάση, στα μέσα του περασμένου αιώνα, η οποία, μετά από μια μεταβατική περίοδο προστατευτισμού στον μεσοπόλεμο οδήγησε στην κρατικιστική φάση (μέσα δεκαετίας 1930-μεσα δεκαετίας 1970) και, τέλος, στη σημερινή νεοφιλελεύθερη φάση. Η δεύτερη τάση ήταν καθοριστική στον σχηματισμό της σημερινής οικονομίας ανάπτυξης. Το σωρευτικό αποτέλεσμα των δυο αυτών τάσεων ήταν η δημιουργία της σημερινής διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς όπου η ανάπτυξη δεν στηρίζεται βασικά στην εσωτερική αγορά αλλά στην παγκόσμια αγορά, πράγμα που προϋποθέτει το άνοιγμα και την απορύθμιση των αγορών.

Η μεταπολεμική διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς ενθαρρύνθηκε ενεργά από τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, ιδιαίτερα ενόψει της επέκτασης του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στον Τρίτο Κόσμο. Παρόλα αυτά, η διεθνοποίηση αποτελούσε κατά βάση προϊόν «αντικειμενικών» παραγόντων που αναφερόντουσαν στη δυναμική της οικονομίας της αγοράς και, συγκεκριμένα, στην επέκταση της δραστηριότητας των πολυεθνικών επιχειρήσεων και την παράλληλη ανάπτυξη της αγοράς του Ευρωδολαρίου. Κατά συνέπεια, οι θεσμικές διευθετήσεις που υιοθετήθηκαν στη μεταπολεμική περίοδο για την απελευθέρωση των αγορών εμπορευμάτων και κεφαλαίου περισσότερο θεσμοποίησαν μια υφιστάμενη κατάσταση παρά δημιούργησαν τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς. Ήταν, δηλαδή, η δυναμική «ανάπτυξη ή θάνατος» της οικονομίας της αγοράς που οδήγησε στη σημερινή διεθνοποίηση, η οποία στη συνέχεια θεσμοποιήθηκε:

Οι αντιθέσεις μεταξύ των ελίτ

Η πρόσφατη επομένως απόπειρα της θεσμοθέτησης της κυριαρχίας των πολυεθνικών μέσω της ΜΑΙ (Multilateral Agreement on Investment / Πολυμερής Συμφωνία Επενδύσεων), στην οποία αναφέρθηκα σε προηγούμενο άρθρο μου,[10] όπως και η σημερινή απόπειρα θεσμοθέτησης ενός νέου γύρου αγοραιοποίησης στο Σιατλ αποτελούν τμήματα της ίδιας διαδικασίας που θεσμοποιεί εξελίξεις που έχουν ξεκινήσει «από κάτω», από τις δραστηριότητες των πολυεθνικών βασικά, οι οποίες σήμερα ελέγχουν το 70% του παγκόσμιου εμπορίου και έχουν σαν βάση τους κυρίως τις χώρες της Τριάδας (οι 89 από τις 100 μεγαλύτερες έχουν βάση την ΕΕ, τη Βόρεια Αμερική και την Ιαπωνία και οι 5 από τις 10 μεγαλύτερες τις ΗΠΑ).[11]

Οι συγκρούσεις ανάμεσα στους εκπρόσωπους των ελίτ που συγκεντρώθηκαν στο Σιατλ ―οι οποίες ήταν και ο καθοριστικός παράγοντας που οδήγησε στην αποτυχία της παρούσας απόπειρας θεσμοποιήσεως της αγοραιοποίησης― δεν εξέφραζαν παρά τις βασικές αντιφάσεις της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Στο Σιατλ, οι ΗΠΑ βρέθηκαν σε αντίθεση με την ΕΕ, η ΕΕ με την ομάδα των χωρών με μεγάλες αγροτικές εξαγωγές στην Αυστραλασία κ.λπ. (Cairns group), και οι χώρες του Βορρά γενικά με αυτές του Νότου .

Έτσι, οι εκπρόσωποι των ελίτ του Βορρά και κυρίως της Αμερικανικής πρωτοστατούσαν στον αγώνα για να υποχρεωθούν οι ελίτ του Νότου να εισάγουν διάφορους ρυθμιστικούς έλεγχους στο εμπόριο με στόχο την αναίρεση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων σε όρους εργατικού και περιβαλλοντικού κόστους του Νότου. Ο λόγος δεν ήταν ότι φοβόντουσαν τον σχετικό ανταγωνισμό, εφόσον, παρά τα λεγόμενα για εκβιομηχάνιση του Νότου κ.λπ., η μερίδα στο παγκόσμιο εμπόριο του Βορρά (Β. Αμερική, ΕΕ, Ιαπωνία, Αυστραλία) έχει μείνει σταθερή από το 1980 μέχρι σήμερα.[12] Ο βασικός λόγος ήταν ότι οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ του Βορρά ήθελαν με αυτό τον τρόπο να εξασφαλίσουν την υποστήριξη της μεσαίας και της εργατικής τάξης τους στη παραπέρα παγκοσμιοποίηση και αγοραιοποίηση της οικονομίας της αγοράς. Και αυτό μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με ανταλλάγματα. Ένα τέτοιο αντάλλαγμα προς τα μεσαία στρώματα είναι η υπόσχεση ότι ο νέος γύρος συνομιλιών θα περιλάμβανε κάποιες υποχρεώσεις όσον αφορά τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της παραγωγής. Παρόμοιο αντάλλαγμα προς την εργατική τάξη στις χώρες τους αποτελούσε η υπόσχεση ότι θα υπήρχαν ρυθμίσεις εναντίον του «αθέμιτου» ανταγωνισμού από τα φτηνά εργατικά προϊόντα του Νότου. Ήταν βασικά αυτή η αντίθεση, σε συνδυασμό με τις ανάλογες αντιθέσεις μεταξύ των ελίτ των χωρών του Βορρά για τη κατάργηση των επιδοτήσεων των αγροτικών προϊόντων, που τελικά οδήγησε στο ναυάγιο.

Τα βασικά σημεία τριβής, επομένως, στην επιφάνεια, αφορούσαν το περιεχόμενο του νέου γύρου συνομιλιών για την παραπέρα αγοραιοποίηση της διεθνούς οικονομίας, δηλαδή το είδος ρυθμιστικών ελέγχων που θα ρυθμίζουν την απρόσκοπτη λειτουργία της. Στη πραγματικότητα όμως τα σημεία αυτά τριβής δεν εξέφραζαν παρά τις θεμελιακές αντιφάσεις της οικονομίας της αγοράς και της φύσης του ελευθέρου εμπορίου, πράγμα που σημαίνει ότι σε τελική ανάλυση, οι αντιφάσεις αυτές είναι τόσο αξεπέραστες όσο είναι ακατόρθωτη και η παγκοσμιοποίηση με ανθρώπινο πρόσωπο. Όμως αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι κάποιος συμβιβασμός των αντιθέσεων αυτών είναι αδύνατος. Η διαδικασία άλλωστε της θεσμοποιήσεως της διεθνοποίησης δεν πρόκειται να σταματήσει. Είτε στο πλαίσιο του ΠΟΕ, είτε σε διμερές επίπεδο, οπότε μάλιστα θα είναι ακόμη δυσκολότερη η αντίσταση κατά των οικονομικά ισχυρότερων ελίτ

Η ανάγκη για ένα ριζοσπαστικό κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης

Η αποτυχία των ελίτ στο Σιατλ δεν πρέπει να αποτελεί πηγή πανηγυρισμών και ευφορίας, σαν αυτή από την οποία διακατέχονται σήμερα οι οπαδοί της κοινωνίας πολιτών, οι «ρεαλιστές» οικολόγοι κ.λπ. Το ναυάγιο των συνομιλιών δεν σηματοδοτεί, από μόνο του, μια μάχη που κερδήθηκε εναντίον των ελίτ, ούτε καν ένα σημαντικό βήμα στη διαδικασία συνειδητοποίησης των αντιστεκόμενων κατά της παγκοσμιοποίησης. Και δεν είναι νίκη κατά των ελίτ, διότι η σύνοδος του Σιατλ δεν αποτελούσε παρά μια μόνο απόπειρα θεσμοποίησης μιας διαδικασίας που ήδη έχει ριζώσει, αυτή της διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς. Ούτε αποτελεί σημαντικό βήμα όσον αφορά τη συνειδητοποίηση των λαϊκών στρωμάτων εφόσον λίγοι άνθρωποι, πέρα από τους ήδη συνειδητοποιημένους ριζοσπάστες ακτιβιστές, συνειδητοποίησαν, ως αποτέλεσμα των κινητοποιήσεων αυτών, ότι είναι το ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς που είναι η απώτερη αιτία της διεθνοποίησης και όχι απλώς οι κακοί νεοφιλελεύθεροι, ή οι σοσιαλφιλελεύθεροι που πρόδωσαν τα σοσιαλιστικά ιδανικά, ή ακόμα ο ίδιος ο ΠΟΕ.

Όμως, η ευθύνη για τη σημερινή πελώρια συγκέντρωση εισοδήματος, που σημαίνει ότι το 20% των πλουσιότερων στη γη εισπράττουν το 86% του παγκόσμιου εισοδήματος ενώ το 20% των φτωχότερων μόνο το 1%,[13] δεν ανήκει σε διεθνείς οργανισμούς όπως ο ΠΟΕ, το ΔΝΤ κ.λπ. αλλά στο θεσμικό πλαίσιο που δημιουργεί την πελώρια ανισοκατανομή οικονομικής και πολιτικής δύναμης, η οποία εκφράζεται μέσω των θεσμών αυτών. Δεν είναι δηλαδή ο ΠΟΕ που δημιουργεί τη συγκέντρωση μέσω του ελευθέρου εμπορίου αλλά το ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς που στηρίζει την επέκταση του εμπορίου, και της ανάπτυξης γενικότερα, στην αγοραιοποίηση και τη διεθνοποίηση. Ούτε βέβαια είναι ο ΠΟΕ που καταργεί τη δημοκρατία. Δημοκρατία με την έννοια της ισοκατανομής της πολιτικής δύναμης δεν υπήρχε ποτέ ούτε μεταξύ κρατών ούτε πολλώ μάλλον στο εσωτερικό τους, είτε ανήκουν στο Βορρά είτε στον Νότο. Αντίστοιχα, θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι δεν είναι καν το ίδιο το ελεύθερο εμπόριο που αποτελεί την απώτερη αιτία της πελώριας ανισότητας˙ η αιτία των δεινών. Η αγοραιοποίηση είναι αναγκαίο επακόλουθο της δυναμικής της οικονομίας της αγοράς και αφότου μια χώρα ενσωματωθεί σε αυτή δεν έχει άλλη επιλογή, για να είναι ανταγωνιστική, από την παραπέρα αγοραιοποίηση και ανάπτυξη. Ο ΠΟΕ απλώς θέτει την υποδομή, σε όρους ρυθμιστικών ελέγχων, για τη καλύτερη οργάνωση της αγοραιοποίησης και της ανάπτυξης.

Συμπερασματικά, το λαϊκό κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης που διογκώνεται σήμερα σε ολόκληρο τον κόσμο κινδυνεύει άμεσα από τον θανάσιμο εναγκαλισμό του από τις περιβαλλοντικές και μεταρρυθμιστικές οργανώσεις, καθώς και τα γραφειοκρατικά συνδικάτα, που το αποπροσανατολίζουν και το στρέφουν είτε σε ανώδυνους (και απραγματοποίητους) στόχους, είτε ακόμη και σε ανορθολογικές αν όχι οικοφασιστικές κατευθύνσεις. Διότι είναι βέβαια εντελώς ουτοπικά τα αιτήματα για ισότιμο εμπόριο μεταξύ ανισότιμων εταίρων που προτείνουν οι ΜΚΟ κ.λπ. Όσο η πλανητική οικονομία στηρίζεται στην οικονομία της αγοράς θα υπάρχουν πελώριες αντικειμενικές ανισότητες μεταξύ των εταίρων και δεν είναι δυνατή η εφαρμογή τέτοιων ρυθμιστικών κανόνων που θα μπορούσαν να τις ξεπεράσουν. Απλώς, οι επαγγελματίες πολιτικοί θα προσπαθούν, κάτω από την πίεση ενός κινήματος καθοδηγούμενου από παρόμοιες κινήσεις, να συμβιβάζουν τα ασυμβίβαστα, με μπαλώματα από εδώ και από εκεί, τα οποία όμως ούτε την αποτελεσματική προστασία της Φύσης, ούτε πολύ περισσότερο της εργασίας, μπορούν να επιφέρουν. Συγχρόνως, η αδυναμία αυτών των κινήσεων να επιτύχει αποτελεσματικούς ελέγχους της εργασίας και του περιβάλλοντος, σε συνδυασμό με την διόγκωση της ανισότητας και την επιδείνωση της οικολογικής κρίσης στην οποία αναπόφευκτα οδηγεί η δυναμική της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, θα ενδυναμώνει όλο και περισσότερο τις ακραίες ανορθολογικές και οικοφασιστικές τάσεις, ή/και και τις εθνικιστικές τάσεις προστατευτισμού, που θα παίζουν τον ρόλο της ριζοσπαστικής αντιπολίτευσης στις κινήσεις αυτές. Το αβίαστο συμπέρασμα είναι ότι μόνο το κτίσιμο μιας νέας ριζοσπαστικής αριστεράς, με στόχο την ισοκατανομή της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας και την επανενσωματωση του Ανθρώπου στη Φύση, δηλαδή την περιεκτική δημοκρατία, αποτελεί τη διέξοδο από την πολυδιάστατη κρίση της σημερινής κοινωνίας.

 


[1] V. Shiva, “This round to the citizens,” The Guardian (8/12/1999).

[2] Στο ίδιο.

[3] Christopher Manes, Green Rage, The Observer (28/11/1999). http://www.guardian.co.uk/world/1999/nov/28/wto.theobserver

[4] Π.χ. Λ. Πάνιτς (Leo Panitch) στο συνέδριο για τον Πουλαντζά.

[5] Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία (Καστανιώτης, 1999), κεφ. 1.

[6] Hirst & Thompson, Globalisation in Question (Blackwell, 1996), πιν.2.5.

[7] Περιεκτική Δημοκρατία, πιν. 1.3.

[8] UN, Human Development Report 1999, σελ. 1.

[9] Βλ. π.χ. Κ. Βεργοπουλος, Παγκοσμιοπoίηση: η μεγάλη χίμαιρα (Λιβάνης, 1999).

[10] Τ. Φωτοπουλος, «Το ΜΑΙ και η σημασια του», Ουτοπία (Μάης-Ιούνης 1998).

[11] A. Marr, The Guardian (4/12/1999).

[12] Μεταξύ 1980 και 1996 η μερίδα στο παγκόσμιο εμπόριο των χωρών του Βορρά, (ΗΠΑ, Καναδας, Ιαπωνία, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Ελβετία και ΕΕ έμεινε σταθερή στο 65% περίπου.

[13] UN, Human Development Report 1999, σελ. 2.