Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 16, Σεπτέμβρης-Δεκέμβρης 2007


 

 

Ο πολιτισμός της κρίσης και η παρακμή της επαναστατικής πολιτικής

 

STEVEN BEST

 

 

Από την εκλογή του Τζωρτζ Μπους το 2000 (και την επανεκλογή του το 2004), την τραγωδία της 11ης Σεπτεμβρίου, την εισβολή των Η.Π.Α. στο Ιράκ το 2003, και τις ολοένα περισσότερες ενδείξεις ανθρωπογενούς πλανητικής κλιματικής μεταβολής, η κρίση στον κοινωνικό και τον φυσικό κόσμο έχει οξυνθεί σημαντικά. Η επιδείνωση της κατάστασης όσον αφορά τόσο την κοινωνία όσο και την φύση  απαιτεί μια βαθιά, συστηματική και ριζοσπαστική πολιτική απάντηση, αλλά παρ’ όλα αυτά, κατά τις πρόσφατες δεκαετίες, τα αριστερά κινήματα αντίθεσης έχουν εξασθενήσει σε σχέση με την σπουδαιότητά της κρίσης. Καθώς ο πλανήτης βυθίζεται ολοένα βαθύτερα στον όλεθρο, με όλα τα πράγματα να εμπλέκονται ολοένα περισσότερο στα πλοκάμια του παγκόσμιου καπιταλισμού και με τις αντιτιθέμενες δυνάμεις απλώς να προτείνουν, στην καλύτερη περίπτωση, κάποιες μεταρρυθμίσεις, υπάρχει επιτακτική ανάγκη για νέους χάρτες και πυξίδες, που θα βοηθήσουν στον αναπροσανατολισμό της ανθρωπότητας προς ένα βιώσιμο τρόπο ύπαρξης. Η έκκληση του Κάρολου Μαρξ, το 1843, για «αμείλικτη κριτική σε κάθε τι που υπάρχει» δεν ήταν ποτέ επιτακτικότερη και πιο σημαντική απ’ όσο στην σύγχρονη εποχή, του ληστρικού παγκόσμιου καπιταλισμού, του νεοφιλελευθερισμού, του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, της Βορειοαμερικανικής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (NAFTA), της κατάλυσης των σοσιαλδημοκρατιών, των αστυνομικών κρατών του Τζωρτζ Μπους και του Τόνυ Μπλαιρ, της επίθεσης ενάντια στις ελευθερίες και της ποινικοποίησης της διαφωνίας, της εξάλειψης ειδών, του αφανισμού δασών, των πολέμων για φυσικούς  πόρους και του φαινομένου του θερμοκηπίου.

 

Με δεδομένες τις προόδους του καπιταλισμού καθώς και την ενσωμάτωση και την υποχώρηση της ριζοσπαστικής πολιτικής, είναι επιτακτικό να κρατήσουμε ζωντανές τις γνήσιες αντιτιθέμενες προβληματικές και να τις βοηθήσουμε να αναπτυχθούν μέσα στα πολιτικά και δημόσια φόρουμ καθώς και σε αυτά της σκέψης . Όταν κανείς αναλογίζεται το πόσο σπάνιες είναι οι ριζοσπαστικές απόψεις που εξακολουθούν να επιβιώνουν σήμερα, τότε έρχεται αμέσως στον νου το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας σαν ένα από τα ελάχιστα –αν όχι το μόνο -- συνεκτικά και περιεκτικά, θεωρητικά και πολιτικά, πλαίσια για συστημική κοινωνική αλλαγή. Η Περιεκτική Δημοκρατία αποσκοπεί στο να αναπτύξει μια ριζοσπαστική θεωρητική ανάλυση αλλά και να προτείνει μια πολιτική διέξοδο, από τις καταστροφικές κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνέπειες της οικονομίας της αγοράς, που γεννούν τα δυτικά καπιταλιστικά έθνη.[1] Αυτή η προσέγγιση είναι περιεκτική  με δύο έννοιες. Πρώτον, διότι επιδιώκει να εκδημοκρατίσει όλες τις σφαίρες της δημόσιας ζωής, οικονομικές, πολιτικές, νομικές, πολιτιστικές, εκπαιδευτικές, και ούτω καθ’ εξής. Δεύτερον, διότι επιδιώκει να ενσωματώσει μια πλατιά γκάμα κοινωνικών εκφράσεων (ή τουλάχιστον εκείνες τις θεμιτές εκφράσεις της διαφοράς, που δεν στοχεύουν να θέσουν τέρμα στην ίδια τη διαφορά και στην δημοκρατία, επιβάλλοντας στους άλλους αυταρχικά, ελιτίστικα και φασιστικά συστήματα) σε ανανεωμένους δημόσιους χώρους. Πρόκειται δηλαδή για μια μορφή ριζοσπαστικής δημοκρατίας όσον αφορά την σύνθεση που πραγματοποιεί μεταξύ της κλασικής ελληνικής παράδοσης και της ελευθεριακής σοσιαλιστικής, μια προβληματική που επιδιώκει να καταργήσει όλες τις ιεραρχίες και να εξαλείψει την εξουσία μέσα από συνομοσποδιοποιημένες τοπικές άμεσες, οικονομικές, κοινωνικές και οικολογικές δημοκρατίες. 

 

Πολιτισμός της κρίσης

 

Ο Τάκης Φωτόπουλος ανέπτυξε το πρόταγμα της περιεκτικής δημοκρατίας στις σελίδες των περιοδικών Society & Nature (Κοινωνία και Φύση) και Democracy and Nature & The International Journal of Inclusive Democracy (Δημοκρατία και Φύση &. Διεθνής Επιθεώρηση για την Περιεκτική Δημοκρατία)-- περιοδικά αφιερωμένα στην ανάλυση της πλατιάς κοινωνικής κρίσης, της οικολογικής κρίσης, και των σχέσεων μεταξύ τους. Το 1997 ο Φωτόπουλος συστηματοποίησε τις ιδέες του σε ένα έργο-ορόσημο, με τίτλο Towards an Inclusive Democracy: The Crisis of Growth Economy and the Need for a New Liberatory Project (Λονδίνο/Νέα Υόρκη: Cassell/Continuum).[2] Ο διεθνής χαρακτήρας και η επιρροή της Περιεκτικής Δημοκρατίας είναι προφανής, καθώς το βιβλίο του Φωτόπουλου γνώρισε ιταλική, ελληνική, γαλλική, ισπανική, γερμανική και τώρα κινεζική έκδοση, αλλά και ήταν έναυσμα για αξιόλογους θεωρητικούς διάλογους, με συμβολές από σημαντικούς θεωρητικούς από ολόκληρη την Ευρώπη, πέρα από τη Βρετανία,, καθώς και τις ΗΠΑ και τη Λατινική Αμερική.[3]

 

Η τεράστια κρίση, στην όποια η Περιεκτική Δημοκρατία επιδιώκει να αναλύσει και να προτείνει διέξοδο, είναι διττή, ορίζει δε συνάμα την πραγματικότητα του παγκόσμιου καπιταλισμού και τις πολυάριθμες αποτυχημένες απόπειρες εναντίωσης σε αυτόν. Η Περιεκτική Δημοκρατία αναλύει μίαν πολυδιάστατη κρίση (πολιτική, οικονομική, κοινωνική, οικολογική, πολιτιστική) στον αντικειμενικό κόσμο, η οποία οξύνθηκε μετά τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο.  Ο καπιταλισμός,  ομογενοποιώντας τα έθνη σε έναν ενιαίο οικονομικό οργανισμό μέσα από ρυθμίσεις όπως η Ε.Ε. και η NAFTA, και τροφοδοτούμενος από νέες επιστημονικές μεθόδους και τεχνολογίες, καθώς και την στρατιωτική επέκταση και την επιθετική αποικιοποίηση των εθνών του Νότου, εξελίχθηκε σε αληθινά παγκόσμιο σύστημα εμπνεόμενο από νεοφιλελεύθερα οράματα των εθνών ως ανοιχτών αγορών που αυξάνονται και πληθύνονται χωρίς περιορισμούς και κανονισμούς, ωθούμενο από πολυεθνικές εταιρείες όπως η Exxon Mobil και η Monsanto, και στηριζόμενο σε υπερεθνικούς θεσμούς όπως η ΠΟΕ. Το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας, όπως το διατύπωσε ο Φωτόπουλος, και το ανέπτυξε διαλεγόμενος με ριζοσπάστες θεωρητικούς από όλον τον κόσμο, θεωρεί θεμελιώδη αιτία της τωρινής πολυδιάστατης κρίσης την συγκέντρωση της δύναμης στα χέρια των διαφόρων ελίτ. Αυτή η δύναμη συντηρείται και αναπαράγεται από την δυναμική του συστήματος της οικονομίας της αγοράς και από το πολιτικό του συμπλήρωμα, την «αντιπροσωπευτική δημοκρατία» -- την μυθοποίηση ενός πολιτεύματος το οποίο ορθά ο Φωτόπουλος απορρίπτει ως μορφή «φιλελεύθερης τεχνοκρατίας» που αποδυναμώνει τους πολίτες, στο όνομα της αντιπροσώπευσης των συμφερόντων τους.

 

Ωστόσο, ενώ θα προσδοκούσε κανείς αυτή η πολύπλευρη κρίση να γεννήσει μια κατάλληλη πολιτική απάντηση, μια νέα κρίση ανέκυψε. Η θεωρητική και πολιτική εναντίωση στον παγκόσμιο καπιταλισμό – με οποιανδήποτε σημαντική και αληθινά ριζοσπαστική μορφή  που να περιλαμβάνει δημοκρατικές, κοινωνικές και πολιτικές, εναλλακτικές λύσεις – κατέρρευσε. Ο ελιτισμός, η γραφειοκρατική κυριαρχία και η καταστροφή της φύσης επανεμφανιστήκαν, ακόμα πιο χοντροκομμένοι, σε διάφορα «κομμουνιστικά» ή «σοσιαλιστικά» κράτη, που στόχευαν (ή διατείνονταν πως ήταν) μία λύση «εναλλακτική» προς τα καπιταλιστικά συστήματα. Η ευρωπαϊκή παράδοση της σοσιαλδημοκρατίας --που ανάγεται στον Εδουάρδο Μπερνστάιν και στο Γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα των αρχών του εικοστού αιώνα, η όποια ισχυριζόταν πως αποτελούσε μια εναλλακτική λύση τόσο προς τον καπιταλισμό όσο και προς τον γραφειοκρατικό σοσιαλισμό, αναπόφευκτα κατέληξε στην χρεοκοπημένη λογική του ρεφορμισμού που επιχειρούσε να επιδιορθώσει αντί να μετασχηματίσει ριζικά ένα σύστημα με εγγενή δομικά ελαττώματα. Η σοσιαλδημοκρατία δεν όρθωσε καμίαν αποτελεσματική εναλλακτική λύση ή εναντίωση [στο σύστημα]  και σήμερα, με τις διογκούμενες ιδιωτικοποιήσεις και την κυριαρχία της αγοράς στα ευρωπαϊκά εθνικά κράτη δεν είναι παρά  ένα μουσειακό είδος.

 

Η Περιεκτική Δημοκρατία επιδιώκει να δείξει τον τρόπο με τον οποίο ο λόγος [discourse] της δημοκρατίας έχει διαστρεβλωθεί και έχει γίνει αντικείμενο κατάχρησης ώστε να οικοδομηθούν αυτοκρατορίες, να προκληθούν εκατόμβες νεκρών, να εξαπολυθούν πόλεμοι στο όνομα «της ελευθερίας, της δημοκρατίας και της προόδου» - τρεις από τις πιο διαστρεβλωμένες έννοιες στο νεωτερικό λεξικό, στις οποίες, για την εποχή μετά την 11η Σεπτεμβρίου, πρέπει επίσης να προσθέσουμε την «ασφάλεια». Ωστόσο δεν υπάρχει σήμερα σημαντικότερος λόγος ή έννοια απ’ ό,τι ο λόγος και η έννοια της δημοκρατίας, γι’ αυτό και ο Φωτόπουλος προσπαθεί να αποσαφηνίσει το πραγματικό νόημά της και να την απαλλάξει από τις άπειρες μορφές διαστρέβλωσης [της]. Υπό την δυτική «φιλελεύθερη» μορφή της, λόγου χάριν, ο Φωτόπουλος επισημαίνει ότι «η δημοκρατία έχει γίνει ένα είδος αθλήματος για θεατές, στο οποίο το ευρύ κοινό επιλέγει πλευρά, ανάμεσα σε ανταγωνιζόμενες ομάδες ειδημόνων».[4] Είναι επιτακτικό, επιμένει εκείνος, να ανακτήσουμε το αυθεντικό νόημα της δημοκρατίας, στον συσχετισμό του με την αυτονομία, την ιδιότητα του πολίτη, την παιδεία και την λαϊκή αυτοδιεύθυνση.

 

Από την δεκαετία του 1960 κι έπειτα έχουν αναδυθεί νεότερες μορφές κριτικής και αντίστασης, αλλά καμία δεν αποδείχτηκε πως ήταν σημαντική ή ανθεκτική δύναμη εναντίωσης και ριζοσπαστικής αλλαγής. Από τα «νέα κοινωνικά κινήματα» και τα μορφώματα [formations] της «πολιτικής της ταυτότητας» (φεμινισμός, πολιτικά δικαιώματα, απελευθέρωση των γκέι και των λεσβιών, πολυπολιτισμικότητα, αντιπυρηνικές οργανώσεις και ούτω καθ’ εξής) μέχρι τον απολιτικό, ρεφορμιστικό μεταμοντερνισμό˙ από το Πράσινο κίνημα μέχρι τις μυστικιστικές τάσεις της βαθιάς οικολογίας, ο Φωτόπουλος [σε όλα αυτά τα ρεύματα] βρίσκει οργανώσεις και πολιτικές εκφράσεις που είναι ρεφορμιστικές, υποκειμενιστικές, ανορθολογικές , ή ενσωματωμένες, που δημιουργούν μιαν άγονη πολιτική σκηνή η οποία στερείται οποιασδήποτε δύναμης αντιστάσεως στις όλο και πιο καταστροφικές μορφές καπιταλιστικής κυριαρχίας. Στην δεκαετία του 1990 αναδύθηκε ένα πολλά υποσχόμενο κίνημα «αντιπαγκοσμιοποίησης», «εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης», ή «παγκοσμιοποίησης από τα κάτω» (σε αντιδιαστολή με την «παγκοσμιοποίηση από τα πάνω), για να αμφισβητήσει τον υπερεθνικό καπιταλισμό. Σε αντίθεση με την αποσπασματική φύση των κινημάτων της πολιτικής της ταυτότητας, τα κινήματα της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης συχνά προωθούν ριζοσπαστικά οράματα και έχουν ξεπεράσει διάφορα πολιτικά και γεωγραφικά σύνορα, για να συγκροτήσουν συμμαχίες ενάντια στον παγκόσμιο καπιταλισμό. Μολονότι ο Φωτόπουλος αναγνωρίζει ένα δυναμικό σε τούτα τα κινήματα, ωστόσο θεωρεί ότι λείπει από αυτά μία «αντισυστημική» οπτική (δηλαδή, μια ολιστική και ριζοσπαστική κριτική των καπιταλιστικών συστημάτων γενικά) και η πρόταση για μια βιώσιμη δημοκρατική εναλλακτική λύση στην κυριαρχία της αγοράς και στις πολλαπλές κοινωνικές ιεραρχίες.

 

Για τον Φωτόπουλο, μια προβληματική, που είναι πραγματικά «ριζοσπαστική», ή “αντισυστημική”,  δίνει έμφαση στο κοινωνικό αντί για το ατομικό, υποστηρίζει την σπουδαιότητα του ορθολογικού διαλόγου και της κριτικής, πέρα από μυστικιστικές και υποκειμενικές παρεκκλίσεις, αποφεύγει τις ουτοπικές φαντασιώσεις προκειμένου να επικεντρωθεί σε πραγματικές προκλήσεις και δυνατότητες για αλλαγή, συνδέει τα περιβαλλοντικά προβλήματα με τα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα, και κατανοεί τον καπιταλισμό και τα ιεραρχικά κοινωνικά συστήματα σαν αλληλένδετα προβλήματα που απαιτούν συνολικές και συνεκτικές λύσεις. Επί πλέον, μια προβληματική αυτού του τύπου επιμένει στην καίρια σπουδαιότητα που έχει το να διατυπώσουμε ακαταμάχητες εναλλακτικές προτάσεις στον καπιταλισμό και να οικοδομήσουμε στρατηγικές μετάβασης. Ο κύριος αντικειμενικός στόχος της είναι να εγκύψει στο κρισιμότερο και βασικότερο απ’ όλα τα προβλήματα – την άνιση κατανομή πολιτικής και οικονομικής δύναμης – που το αντιμετωπίζει ως πρόβλημα απουσίας μιας γνήσιας δημοκρατίας, αντί να ασχολείται με προτάσεις που, αφήνοντας άθικτες τις διαβρωτικές και καταστροφικές ρυθμίσεις, βαθαίνουν ακόμη περισσότερο την κοινωνική και οικολογική κρίση.

 

Ενώ κάποιοι παραδέχονται την ήττα, κάποιοι [άλλοι], σαν τον Φράνσις Φουκουγιάμα, ανακηρύσσουν αυτόν τον κόσμο που ανέτειλε με την καθολική παγίωση της δυτικής «φιλελεύθερης δημοκρατίας»  ως τον καλύτερο των δυνατών κόσμων (δεν θα ήθελα καθόλου να δω τον χειρότερο). Και ενώ αυτοί οι αυτοαναγορευόμενοι προφήτες αναγγέλλουν το «τέλος της ιστορίας» με τον «θάνατο των μαζών» (Ζαν Μπωντριγιάρ), άλλοι αγωνίζονται για άνευ νοήματος μεταρρυθμίσεις, και για το μη χείρον (φιλελεύθεροι, εργατοπατέρες, σοσιαλδημοκράτες κ.α.). Ενάντια σε αυτές τις κυρίαρχες μορφές εφησυχασμού και μηδενισμού, μία από τις πρώτες προϋποθέσεις της αλλαγής είναι να αντιληφθούμε ότι τα πράγματα μπορούν και πρέπει να γίνουν ολότελα διαφορετικά απ’ ό,τι είναι οργανωμένα τώρα από τα κυρίαρχα κοινωνικά πρίσματα/δεσμωτήρια [prisms/prisons]. Ενώ όμως η Περιεκτική Δημοκρατία διαγιγνώσκει κρίσεις, ένα από τα σοβαρότερα και θεμελιωδέστερα σημερινά προβλήματα είναι η κρίση της πολιτικής φαντασίας. Η κοινωνική κριτική και η αλλαγή στο σφαγείο του καπιταλισμού πρέπει να οδηγείται και να διέπεται από ρωμαλέες περιγραφές αυτού που υπάρχει – δηλαδή, της εξευτελιστικής απώλειας ανθρώπινου δυναμικού, σε έναν κόσμο όπου πάνω από ένα δισεκατομμύριο ανθρώπων αγωνίζονται για την απλή επιβίωση. Όμως, ο κοινωνικός μετασχηματισμός πρέπει επίσης να εμπνέεται από τολμηρά νέα οράματα αυτού που μπορεί να υπάρξει, ευφάνταστες προ-απεικονίσεις των τρόπων με τους οποίους οι άνθρωποι θα μπορούσαν να σχετίζονται αρμονικά μεταξύ τους και με την μισοπεθαμένη Γη.

 

Ριζοσπάστες, όπως ο Χέρμπερτ Μαρκούζε και ο Μάρραιη Μπούκσιν, εφιστούσαν την προσοχή στο γεγονός ότι τα λεγόμενα «ουτοπικά» οράματα, όταν είναι αυθεντικά, δεν είναι απλά εκστατικά όνειρα αφηρημένων ιδεωδών αλλά, αντίθετα, μπορούν να θεμελιωθούν εμπειρικά σε υπαρκτές κοινωνικές τάσεις και στο υπαρκτό κοινωνικό δυναμικό για μια ορθολογική και οικολογική κοινωνία ισότητας. Πρέπει να τονίσουμε, ωστόσο, ότι η Περιεκτική Δημοκρατία διαφοροποιείται ρητά από τον «αντικειμενικό» ορθολογισμό του Διαφωτισμού, τον οποίο ενστερνίζονται τόσο ο Μαρκούζε όσο και ο Μπούκσιν, δεδομένου ότι, όπως σημειώνεται σε σχετική  αντιπαράθεση, «το πρόταγμα για μια δημοκρατική κοινωνία δεν μπορεί να θεμελιωθεί σε μιαν εξελικτική διαδικασία κοινωνικής αλλαγής, είτε αυτή είναι τελεολογική (όπως ο Μαρξιστικός διαλεκτικός υλισμός ) είτε είναι μη τελεολογική (όπως ο Μπουκτσινικός διαλεκτικός νατουραλισμός).[5]

 

Ωστόσο, όπως τονίζει ο Φωτόπουλος, «το γεγονός ότι κανένα μεγαλόσχημο εξελικτικό σχήμα προόδου δεν στηρίζεται από την Ιστορία δεν σημαίνει και ότι πρέπει να υπερτονίζουμε την σημασία του «κοινωνικού φαντασιακού» (κατά την ορολογία του Καστοριάδη) σε βάρος των ‘συστημικών’ στοιχείων».[6] Με βάση αυτή την προβληματική, το πρόταγμα της περιεκτικής δημοκρατίας βλέπει την Ιστορία σαν την “συνεχή αλληλεπίδραση μεταξύ του ‘φαντασιακού’ και των ‘συστημικών’ στοιχείων, το αποτέλεσμα της οποίας είναι  πάντα απρόβλεπτο”.[7] Παρόμοια, η Περιεκτική Δημοκρατία θεωρεί την αληθινή δημοκρατική κοινωνία ως «μια ρήξη, μια διακοπή της ιστορικής συνέχειας την οποία έχει εγκαθιδρύσει ιστορικά η ετερόνομη κοινωνία».[8]

 

H γενεαλογία της αγοραιοποιησης

 

Με βάση την προβληματική ότι ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα το οποίο περιγράφεται επιγραμματικά με το μότο “ανάπτυξη-ή-θάνατος” (grow-or-die) που είναι αντιθετικό προς την δημοκρατία, τις ανθρώπινες ανάγκες, και την οικολογική βιωσιμότητα, ο Φωτόπουλος παρέχει μια πολύτιμη  σφαιρική θεώρηση της αναδιάρθρωσης του παγκόσμιου καπιταλισμού. Στην γενεαλογία του Φωτόπουλου για το νεωτερικό κράτος και την οικονομία περιγράφεται μια διαδικασία «αγοραιοποίησης”[9] που μετασχηματίζει όλα τα αγαθά και τις υπηρεσίες σε εμπορεύματα και μετατρέπει τον πολίτη σε καταναλωτή, η οποία περνά μέσα από τρεις φάσεις: την φιλελεύθερη, την κρατικιστική και την νεοφιλελεύθερη. Στην κλασική φιλελεύθερη φάση, για πρώτη φορά στην ιστορία , η αγορά χωρίστηκε από την κοινωνία, καθώς ο ανταγωνισμός στο εσωτερικό των καπιταλιστικών κρατών διεξαγόταν με ελάχιστο ή καθόλου κοινωνικό έλεγχο. Στην κρατικιστική φάση, που στις ΗΠΑ εμφανίστηκε μετά την οικονομική ύφεση του 1930, η οικονομία διευθύνεται κατά ένα μέρος από το κράτος, και εγκαθιδρύονται οι θεσμοί της κοινωνικής πρόνοιας. Τέλος, στην σημερινή νεοφιλελεύθερη φάση, η οποία αναπτύχθηκε ραγδαία από τότε που άρχισε η  πρόσφατη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς που συνοδεύτηκε από τις συντηρητικές [αντ]επαναστάσεις στην Βρετανία και στις ΗΠΑ κατά την δεκαετία του 1980, οι διαδικασίες αγοραιοποίησης  αυξανόμενα καθολικεύονται και επιτυγχάνεται ο μακροπρόθεσμος στόχος (των ελίτ), δηλαδή η μεγιστοποίηση του ρόλου της αγοράς και η ελαχιστοποίηση του ρόλου του κράτους.

 

Σύμφωνα με την ερμηνεία του Φωτόπουλου, εξ αιτίας της αυξανόμενης παγκοσμιοποίησης της οικονομίας της αγοράς και του θριάμβου της εμπορευματικής λογικής , ο καπιταλισμός έχει ήδη περάσει την «κρατικιστική»  φάση οργάνωσης, όπου τα εθνικά κράτη παρενέβαιναν στην αγορά προκειμένου να ελέγξουν τις τάσεις της για κρίσεις και διαμόρφωναν ένα κράτος πρόνοιας που είχε στόχο να εξασφαλίζει πλήρη απασχόληση και να κατανέμει τους πόρους κατά προτεραιότητα σε όσους είχαν μεγαλύτερη ανάγκη. Δυσοίωνα, ο Φωτόπουλος υποστηρίζει τεκμηριωμένα ότι η  νεοφιλελεύθερη φάση δεν είναι απλώς παροδικό φαινόμενο, αλλά αντίθετα αποτελεί «το πολιτικό επακόλουθο διαρθρωτικών αλλαγών στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ολοκλήρωση της διαδικασίας αγοραιοποίησης – δηλαδή, της  ιστορικής διαδικασίας, η οποία απλώς διακόπηκε από την κρατικιστική φάση.»[10] Η δυναμική της αγοραιοποίησης έχει διαπλέξει τα καπιταλιστικά εθνικά κράτη σε ένα παγκόσμιο σύστημα που κυριαρχείται από θεσμούς όπως η NAFTA, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), η Ένωση Χωρών Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN), η Κοινή Αγορά του Νότιου Κώνου στην Λατινική Αμερική (MERCOSUR) και η ΠΟΕ. Τα εθνικά κράτη εξακολουθούν να έχουν συμφέροντα και εξουσίες ανεξάρτητες από τις υπερεθνικές εξουσίες, μολονότι ο Φωτόπουλος επιμένει ότι μέσα στον παγκόσμιο ανταγωνισμό ανάμεσα στα διάφορα οικονομικά μπλοκ αυτός ο ρόλος υποβαθμίζεται, ενώ παρακμάζουν η ίδια η ιδιότητα του πολίτη και η δημοκρατία.

 

Οι συνέπειες της νεοφιλελεύθερης φάσης της καπιταλιστικής αγοραιοποίησης είναι πελώριες, καθώς ο καπιταλισμός ενσωματώνει και νικά τους εχθρούς του, φθάνοντας στην ολοκλήρωση του μέσω της αυτονόμησης της οικονομίας από την κοινωνία. Σύμφωνα με τον Φωτόπουλο, «μία νεοφιλελεύθερη συναίνεση έχει εξαπλωθεί παντού σε όλον τον προηγμένο καπιταλιστικό κόσμο και έχει αντικαταστήσει την σοσιαλδημοκρατική συναίνεση της πρώιμης μεταπολεμικής περιόδου.»[11] Μέσα στον παγκόσμιο αυτό θρίαμβο του καπιταλισμού έχουν εξαλειφθεί όχι μόνο οι «κοινωνίες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» (και ο Φωτόπουλος παρέχει μακροσκελή και οξυδερκή ανάλυση του τρόπου με τον οποίο ο σοσιαλιστικός κρατισμός καθρέφτιζε το καπιταλιστικό «άλλο» του και διαλύθηκε μέσα από τις ίδιες του τις αντιφάσεις) αλλά και τα σοσιαλδημοκρατικά κινήματα.

 

Προς επίρρωσιν αυτής της θέσης, ο Φωτόπουλος παρατηρεί ότι εθνικές κυβερνήσεις, όπως της Σουηδίας, εγκαταλείπουν ολοένα περισσότερο την κυβερνητική ρύθμιση της οικονομίας, και την προσπάθεια παροχής  αποτελεσματικών κοινωνικών υπηρεσιών, ενώ τα ίδια τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αγνοούν ή παρωδούν τις κοινωνικές διαστάσεις της παράδοσής τους και υιοθετούν  νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Αν όμως ο κρατισμός είναι πια ξεπερασμένος, τότε το σοσιαλδημοκρατικό πρόταγμα γίνεται ανέφικτο και δεν είναι δυνατόν να γίνουν ούτε καν μετριοπαθείς μεταρρυθμίσεις ικανές να αντέξουν την επίθεση της ιδιωτικοποίησης και την απαίτηση για συμμόρφωση στις επιταγές της παγκόσμιας αγοράς. Έτσι, όπως επιμένει ο Φωτόπουλος, «σήμερα καμία εθνική κυβέρνηση δεν μπορεί να ακολουθήσει οικονομική πολιτική που να αποδοκιμάζεται από τις κεφαλαιαγορές, οι οποίες έχουν την δύναμη να ασκούν αφόρητη οικονομική πίεση στην δανειοληπτική ικανότητα, την τιμή του νομίσματος και τις ροές επενδύσεων της κάθε χώρας.»[12] Όποιος «σοσιαλιστής» ηγέτης προσπάθησε να διατηρήσει ένα αποτελεσματικό σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, ή οποιουδήποτε είδους προστατευτική πολιτική – είτε ο Φρανσουά Μιτεράν στην Γαλλία είτε ο Ανδρέας Παπανδρέου στην Ελλάδα – εξαναγκάστηκε να παραδοθεί στην υπερεθνική καπιταλιστική πολιτική ή να ισοπεδωθεί εντελώς από το τέρας της αγοραιοποίησης.»[13]

 

Έτσι, ο Φωτόπουλος διαγιγνώσκει συνθήκες κρίσης, εφ’ όσον τόσο οι χώρες του γραφειοκρατικού σοσιαλισμού όσο και οι σοσιαλδημοκρατίες απέτυχαν όχι μόνο να ανατρέψουν τον καπιταλισμό, αλλά ακόμη και να τον μεταρρυθμίσουν με ανθεκτικό και ουσιαστικό τρόπο. Ο Φωτόπουλος δείχνει ακόμη πως ο ίδιος ο Μαρξ φετιχοποίησε την ανάπτυξη, τον βιομηχανισμό, την επιστήμη και την τεχνολογία (που, όπως υποστήριζε ο Μαρξ, θα έφερναν σχεδόν αυτόματα την απελευθέρωση των ανθρώπων όταν θα είχαν πλήρως αναπτυχθεί), και πως τόσο οι μαρξιστές όσο και οι θεωρητικοί της εξάρτησης αποτυγχάνουν να αμφισβητήσουν την κοινωνικά και οικολογικά καταστροφική λογική μιας οικονομίας προσανατολισμένης στην ανάπτυξη. Στο Περιεκτική Δημοκρατία, τα επακόλουθα αυτού του συστήματος γίνονται συγκλονιστικά σαφή, όταν ο Φωτόπουλος οδηγεί τον αναγνώστη σε μια περιήγηση στα έθνη του Νότου που είναι παγιδευμένα στις αρπάγες του χρέους, των εξαγωγών, των διαρθρωτικών προγραμμάτων , της φτώχειας, της πείνας, της αρρώστιας, και της υποβάθμισης του περιβάλλοντος, που, όπως δείχνει με τεκμηριωμένη ανάλυση, είναι αναπόφευκτα επακόλουθα και υποπροϊόντα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών.[14]

 

Ο Φωτόπουλος εξιστορεί μια κρίσιμη «μεγάλη αφήγηση» της ζωής και του θανάτου της σοσιαλδημοκρατίας και των αριστερών παραδόσεων, διήγηση που είναι ολότελα διαφορετική από την «μετα-αφήγηση» την οποία ορθά επικρίνουν ο Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ και άλλοι μεταμοντέρνοι στοχαστές.[15] Και αυτό, διότι ενώ μια μεγάλη αφήγηση είναι μια εμπειρικά θεμελιωμένη διήγηση κοινωνικής αλλαγής, μια μετα-αφήγηση δεν είναι πάρα ένας μεταφυσικός μύθος [tale] της εκτυλισσόμενης βελτίωσης και  τελείωσης της κοινωνίας. Όπως και οι μεταμοντέρνοι στοχαστές, ο Φωτόπουλος επικρίνει τις μετα-αφηγήσεις ως ιδεολογικές μυθοποιήσεις που προωθούν την νεωτερική ιδεολογία της Προόδου, όπως αυτή [υποτίθεται] επιτυγχάνεται μέσα από την ανάπτυξη της επιστήμης, της τεχνολογίας, των ελεύθερων αγορών και της λατρείας των «ειδικών». Ο Φωτόπουλος ασκεί αμείλικτη κριτική στην ανεξέλεγκτη (από την κοινωνία γενικά. και όχι από τις ελίτ όπως σήμερα) πρόοδο αυτών των δυνάμεων και στον καταστροφικό κοινωνικό και περιβαλλοντικό αντίκτυπο της οικονομικής ανάπτυξης και των επιταγών του κέρδους. Όπως δείχνει ο ίδιος, η δυτική παράδοση της «ετερονομίας» (δηλαδή η παράδοση της μη αμφισβήτησης των υπαρχόντων νόμων, παραδόσεων και πεποιθήσεων που σε μια ιεραρχική κοινωνία εγγυώνται την συγκέντρωση πολιτικής και οικονομικής δύναμης στα χέρια των ελίτ) δεν οδήγησε ποτέ πραγματικά σε μια παράδοση αυτονομίας, και ότι οι μορφές ελευθερίας και δημοκρατίας που έχουν δημιουργηθεί παραμένουν ελλιπείς, στρεβλές και πλήρως ανεπαρκείς για τις κοινωνικές μορφές που απαιτούνται για την αυτόνομη συνύπαρξη των ανθρώπων και την βιώσιμη συνύπαρξη με τον φυσικό κόσμο.

 

Ωστόσο, ο Φωτόπουλος, αντίθετα από πολλούς μετανεωτερικούς στοχαστές, περιγράφει την τρέχουσα παγκόσμια κατάσταση ως προηγμένο καπιταλισμό, ως μια νέα μορφή νεωτερικότητας και όχι ως αόριστη και χωρίς ρίζες «μετανεωτερικότητα». Ενώ οι μεταμοντέρνοι στοχαστές τονίζουν τις ρήξεις και τις ασυνέχειες, ο Φωτόπουλος υπογραμμίζει την συνέχεια των τελευταίων λίγων αιώνων καπιταλιστικής κοινωνικής ανάπτυξης από την άποψη της ιδιωτικοποίησης και της κυριαρχίας της αγοράς.[16] Και ενώ είναι χαρακτηριστικό των μεταμοντέρνων στοχαστών να ενστερνίζονται έναν σχετικισμό που αχρηστεύει την κανονιστική και πολιτική κριτική, ο Φωτόπουλος επιμένει ότι οι ηθικές και πολιτικές αξίες μπορούν να θεμελιωθούν σε μη αυθαίρετες συνθήκες. Όπως επισημαίνει, συμφωνώντας με τον Καστοριάδη, «ο τύπος γενικού σχετικισμού που υιοθετείται από τον μετανεωτερικό στοχασμό, δεν εκφράζει παρά την εγκατάλειψη, από αυτόν τον τελευταίο, κάθε κριτικής της θεσμοποιημένης κοινωνικής πραγματικότητας και μια γενική υποχώρηση στον κομφορμισμό.»[17] Επί πλέον, όπως τονίζει σε ένα άλλο χωρίο, «άπαξ και έχουμε επιλέξει μεταξύ των κύριων παραδόσεων, με άλλα λόγια, άπαξ και έχουμε ορίσει το απελευθερωτικό πρόταγμα με βάση την παράδοση της αυτονομίας, ορισμένες σημαντικές συνέπειες έπονται στο ηθικό επίπεδο, καθώς και στο ερμηνευτικό επίπεδο[18] - θέση που αποκλείει κάθε είδος υποκειμενιστικής αυθαιρεσίας.[19] Ο Φωτόπουλος απορρίπτει τον ατομικισμό και τις αποσπασματικές «πολιτικές ταυτότητας» των θιασωτών της πολυπολιτισμικότητας και των μεταμοντέρνων στοχαστών, τονίζοντας αντίθετα την ανάγκη για κοινωνική-θεσμική αλλαγή και για μια παγκόσμια αντικαπιταλιστική πολιτική συμμαχιών. Τέλος, ο Φωτόπουλος θεωρεί ότι κάποιες ρητές απόπειρες μετανεωτερικής πολιτικής, όπως η «ριζοσπαστική δημοκρατία» του Ερνέστο Λακλάου και της Σαντάλ Μουφ, δεν είναι παρά ξινισμένο ρεφορμιστικό κρασί σε αστραφτερά καινούργια θεωρητικά μπουκάλια.[20] Ο μεταμοντερνισμός, κατά τον Φωτόπουλο, παρά τον θόρυβο που προκάλεσε, δεν είναι παρά ένα ακόμη αδιέξοδο, που δεν είναι σε θέση να οδηγήσει την ανθρωπότητα προς την δημοκρατία και την αυτονομία, πέρα από και ενάντια στην  κυριαρχία και την ετερονομία.

 

Ο δρόμος για την δημοκρατία

 

Το δημοκρατικό πρόταγμα η πρέπει να πεθάνει, οπότε θα ενδώσουμε σε κάτι σαν την ιδέα του Φουκουγιάμα[21] περί του «τέλους της ιστορίας» (δηλαδή, στον θρίαμβο του καπιταλισμού στο υποτιθέμενο τελικό στάδιο της ανθρώπινης ηθικής και πολιτικής ανάπτυξης), ή θα πρέπει ν ανασυγκροτηθεί εκ βάθρων. Ο Φωτόπουλος φυσικά ακολουθεί τον δεύτερο δρόμο, αταλάντευτος στην επιμονή του ότι τα μεταρρυθμιστικά και σοσιαλδημοκρατικά προτάγματα είναι ξεπερασμένα και καταδικασμένα σε αποτυχία. Με δεδομένη όμως την δύναμη των νεοφιλελεύθερων, νεοσυντηρητικών, ρεφορμιστικών και ψευδοανατρεπτικών ιδεολογιών, υπάρχει πολλή σαβούρα που πρέπει προηγούμενα να καθαριστεί, γι αυτό και ο Φωτόπουλος καταπιάνεται κριτικά με την σοσιαλδημοκρατία, τον κοινοτισμό, την βαθιά οικολογία, τον μεταμοντερνισμό, τους Πράσινους και διάφορες προσεγγίσεις της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης.

 

Στην κριτική αυτή ανάλυση ο Φωτόπουλος βρίσκει ότι διάφορες ανταγωνιστικές πολιτικές θεωρήσεις είναι συνάμα «ανιστορικές [ahistorical] και ουτοπικές». Είναι ανιστορικές διότι αδυνατούν ν’ αναγνωρίσουν το μέγεθος της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου (και συνήθως αναπαράγουν την ατομιστική και βασισμένη στην αγορά ιδεολογία του). Και είναι ουτοπικές επειδή αγνοούν την λογική «ανάπτυξη-ή-θάνατος» της οικονομίας της αγοράς, την καθολίκευση αυτής της διαδικασίας, και τον μη αναστρέψιμο χαρακτήρα της μετα-κρατικιστικής φάσης της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης -- πράγμα που ακυρώνει κάθε απόπειρα επιστροφής σε σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές για την κρατική προστασία της εργασίας, διάφορων κοινωνικών ομάδων και του περιβάλλοντος. Η ειρωνεία, όπως παρατηρεί ο Φωτόπουλος, είναι ότι το πραγματικά «ουτοπικό» πρόταγμα είναι οι σοσιαλδημοκρατικές και μεταρρυθμιστικές προσεγγίσεις γενικά, εφόσον στηρίζονται στην αβάσιμη πεποίθηση ότι σημαντικές αλλαγές μπορούν να προκύψουν ακόμη και μέσα από ένα νεοφιλελεύθερο θεσμικό πλαίσιο που είναι αντίθετο σε ο,τιδήποτε πέρα από τους χονδροειδείς αγοραίους στόχους και την ωμή πολιτική ισχύος. Η Περιεκτική Δημοκρατία, από την άλλη, αναγνωρίζει ευθαρσώς την ανάγκη για πλήρη μετασχηματισμό του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, καθώς και για την πρόταση συγκεκριμένων εναλλακτικών λύσεων για την ανοικοδόμηση της κοινωνίας με βάση την αυτονομία και την οικολογία.

 

Ο Φωτόπουλος εμπνέεται από την κλασική δημοκρατική παράδοση που γεννήθηκε στην κλασική Αθήνα, καθώς και από τον ελευθεριακό σοσιαλισμό και από την θεωρητικοποίησή τους, μεταξύ άλλων, από το Καστοριαδικό πρόταγμα της αυτονομίας και από το πρόταγμα της κοινωνικής οικολογίας/κομουναλισμού του Μάρραιη Μπούκσιν. Ο Φωτόπουλος επιδιώκει να αναπτύξει μια νέα απελευθερωτική σύνθεση με βάση αυτές τις παραδόσεις, καθώς και τα ρεύματα που πρόεκυψαν από διάφορα νεώτερα κοινωνικά κινήματα (το ριζοσπαστικό πράσινο, το ελευθεριακό, το φεμινιστικό). Με βάση την υπόθεση (που θεμελιώνεται στο πρώτο μέρος της Περιεκτικής Δημοκρατίας) ότι η ανισότητα και η ιεραρχία είναι οι αιτίες των κρίσεων στον πολιτισμό, την πολιτική, την οικονομία και την οικολογία, ο Φωτόπουλος επιδιώκει την κατάργηση της άνισης κατανομής πολιτικής και οικονομικής δύναμης, καθώς και την εξάλειψη όλων των ιεραρχικών σχέσεων στην κοινωνία.

 

Ο Φωτόπουλος δείχνει ότι [αυτή] η νέα δημοκρατία είναι αναγκαία, δεδομένης της πολυδιάστατης φύσης της κρίσης που πηγάζει από την συγκέντρωση οικονομικής δύναμης, η οποία προκύπτει αναπόφευκτα από μια οικονομία της αγοράς και την συνακόλουθη «αντιπροσωπευτική δημοκρατία». Προτείνει επίσης κάποιες κομβικές θεσμικές προϋποθέσεις που μπορούν να δημιουργηθούν ώστε να καταργηθούν τα συγκεντρωτικά συστήματα εξουσίας. Συμφώνα με το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας, μόνο σε αποκεντρωμένες, κακοκυβερνώμενες και αλληλοσυνδεδεμένες κοινότητες μπορούν τα άτομα να υλοποιήσουν τις αναγκαίες και ικανές συνθήκες μιας παρόμοιας δημοκρατίας (συνθήκες που, όπως επισημαίνει ο Φωτόπουλος, δεν έχουν ποτέ πραγματοποιηθεί ιστορικά), δεδομένου ότι μόνο σε τοπική κλίμακα μπορούν οι άνθρωποι να συμμετέχουν ουσιαστικά [meaningfully] στην κοινωνία σαν πολίτες και να πραγματώνουν την «δημοτική» (ή κοινοτική) ιδιοκτησία των παραγωγικών πόρων καθώς και να ρυθμίζουν την κατανομή τους. Η νεοκαπιταλιστική κοινωνία, που εκπηγάζει από την πολιτική και πολιτιστική οργάνωση για μια νέα οικονομία και πολιτεία [polity], αρχίζει με τον μετασχηματισμό των τοπικών αυτοδιοικήσεων σε περιεκτικές δημοκρατίες και με την διασύνδεσή τους σε συνομοσπονδίες.

Δεδομένου ότι η πολιτική δημοκρατία απαιτεί και οικονομική δημοκρατία (καθώς το χρήμα δημιουργεί ιεραρχίες και ελέγχει τις ψήφους), το σύγχρονο πρόταγμα απελευθέρωσης πρέπει να είναι ριζωμένο σε μια νέα θεωρία της οικονομίας. Κομβική για το πολίτικο πρόταγμα του Φωτόπουλου είναι η θέση ότι «ο σκοπός ενός νέου απελευθερωτικού προτάγματος δεν πρέπει να είναι απλώς η κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων ιδιοκτησίας αλλά η κατάργηση της ίδιας της οικονομίας της αγοράς.»[22] Ενώ η έμφαση στον συνομοσπονδισμό είναι κοινή στους κοινωνικούς αναρχικούς και στους αριστερούς ελευθεριακούς, ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της ανάλυσης του Φωτόπουλου είναι η συγκεκριμένη του έμφαση στην παραγωγή και την ανταλλαγή αγαθών μέσα σε μια οικονομία χωρίς αγορά, καθώς και στην δημοκρατική κατανομή των σπάνιων πόρων με τρόπο που συμβιβάζει τις κοινωνικές και ατομικές διαστάσεις της ανθρώπινης ζωής. Αυτό είναι που καθιστά την οικονομική δημοκρατία αναγκαία στο πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας, σε αντίθεση με τους αναρχικούς και τους κοινωνικούς οικολόγους που, αρχίζοντας από έναν αντικειμενικό ορισμό των ανθρώπινων αναγκών, καταλήγουν στον κομμουνιστικό μύθο μιας κοινωνίας μετα-σπάνεως (που ορθά επικρίνεται από την Χάννα Άρεντ), στην οποία δεν ανακύπτει κανένα πρόβλημα δημοκρατικού καταμερισμού των (σπανίων) πόρων. Επομένως η προσέγγιση του Φωτόπουλου διαφέρει ριζικά από την Μπουκτσινικη αντίληψη για έναν αναρχισμό μετά-σπάνεως και για την οικονομία της κοινωνικής οικολογίας[23], την οποία επικρίνει για το ότι στερείται συγκεκριμένων προτάσεων για μια εναλλακτική οικονομία και για εναλλακτικά συστήματα καταμερισμού των πόρων (θέματα που ο Μπούκσιν παραπέμπει σε μια ασαφή νέα «ηθική οικονομία»).[24]

Ο Φωτόπουλος απορρίπτει τις απόπειρες να συμβιβάσουμε τον καπιταλισμό με τον σοσιαλισμό μέσω της δημιουργίας μιας «μεικτής οικονομίας» ή θεσμών της αγοράς που να κυβερνώνται δημοκρατικά. Σύμφωνα με τον ίδιο, μια «σοσιαλιστική αγορά» αποτελεί οξύμωρο, αφού οι αγορές είναι μηχανισμοί ανάπτυξης και η εμπορευματική λογική τρέφει την ανεξέλεγκτη επέκταση. Επιδιώκοντας να εκπληρώσει θεμελιώδεις στόχους όσον αφορά την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών (τόσο των βασικών όσο και των μη βασικών) και να συνθέσει την συλλογική με την ατομική λήψη αποφάσεων, ο Φωτόπουλος στηρίζει το όραμά του για μια αποεμπορευματοποιημένη οικονομία σε ένα σύστημα κουπονιών.[25] Έτσι, προτείνει να υπάρχει κοινωνικός καταμερισμός εργασίας μαζί με εναλλαγή στα καθήκοντα, όπου αυτό είναι αναγκαίο.[26] Με το να δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην ελευθερία επιλογής και στους τοπικούς [localised] θεσμούς, αυτή η θεωρία διαφέρει σε σημαντικό βαθμό από σοσιαλιστικές απόψεις για την «οικονομική δημοκρατία» και την «συμμετοχική οικονομία»,[27] οι οποίες δεν κατορθώνουν να ελαχιστοποιήσουν τους κινδύνους να εμφανισθεί ένα νέο γραφειοκρατικό σύστημα σχεδιασμού.

 

Καμία όμως θεωρία δεν είναι πειστική αν δεν προσφέρει ρεαλιστικές εναλλακτικές λύσεις στο σημερινό σύστημα, το οποίο είναι τόσο παγιωμένο ώστε να φαίνεται αδιάσειστο ή επιδεκτικό μόνο μικρών βελτιώσεων. Έτσι, όπως τονίζει ο Φωτόπουλος: «όλες οι προτεινόμενες στρατηγικές για πολιτική και οικονομική αλλαγή καθώς και οι συναφείς μεταβατικές στρατηγικές είναι άχρηστες εάν δεν αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα ενός συνολικού [comphrehensive] προγράμματος κοινωνικού μετασχηματισμού που έχει σαφή στόχο την αντικατάσταση της οικονομίας της αγοράς και της κρατικιστικής δημοκρατίας με μια Περιεκτική Δημοκρατία.»[28] Ο Φωτόπουλος προσφέρει θετικά, εποικοδομητικά, και αρκετά λεπτομερειακά οράματα για το πώς θα είναι και πως μπορεί να έλθει αυτή η μελλοντική κοινωνία, προσπαθώντας ταυτόχρονα να αποφύγει το πρόβλημα του δογματισμού, ο οποίος υπαγορεύει στο μέλλον πώς πρέπει να είναι η κοινωνία του.

 

Έτσι, η Περιεκτική Δημοκρατία επιδιώκει να οικοδομήσει μια νέα μορφή αποκεντρωμένης δημοκρατίας, βασισμένη σε συνομοσπονδίες τοπικών περιεκτικών δημοκρατιών. Η προσέγγιση αυτή επιδιώκει να επανενσωματώσει την οικονομία, την πολιτεία και την φύση στην κοινωνία, μέσω της προσπάθειας να επιτύχει την ίση κατανομή δύναμης σε όλα τα επίπεδα. Μια τέτοια κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει παρά σε αντίφαση προς τους καπιταλισμούς θεσμούς, και όχι σε συμβιβασμό με αυτούς  μέσα από μια διαδικασία προσαρμογής σε αυτούς. Η Περιεκτική Δημοκρατία επιδιώκει ρήγμα και ρήξη με τον καπιταλισμό, την τεχνοκρατία, την γραφειοκρατική κυριαρχία, και μάλιστα με την όλη ταξική και κρατικιστική παράδοση ετερονομίας του Δυτικού κόσμου. Οι κύριες αξίες της Περιεκτικής Δημοκρατίας είναι η αυτονομία (στην αρχική έννοια της λέξης, που σημαίνει την αυτοδιεύθυνση [self rule] και η δημοκρατία (το να κυβερνούν άμεσα οι πολίτες την κοινωνική ζωή τους). Κατά τον Φωτόπουλο, η δημοκρατία έχει ένα μόνο γνήσιο νόημα, και τούτο συνεπάγεται την άμεση εμπλοκή των ενημερωμένων πολιτών στην ρύθμιση της ίδιας τους της ζωής, χωρίς μεσολάβηση «ειδημόνων» ή οποιουδήποτε είδους ελίτ.

 

Εξ ίσου σημαντικό με το όραμα μιας νέας κοινωνίας είναι το ζήτημα πώς θα φθάσουμε εκεί, η στρατηγική μετάβασης. Ο Φωτόπουλος αντιτίθεται στο μαρξιστικό-λενινιστικό εξεγερσιακό όραμα του να επισπεύσουμε μια ξαφνική και κατακλυσμιαία «επανάσταση». Ένα πρόβλημα με αυτή την θεώρηση είναι ότι η αλλαγή γίνεται τόσο γρήγορα ώστε οι νέες αντικειμενικές συνθήκες πραγματοποιούνται, χωρίς να έχουν δημιουργηθεί οι κατάλληλες αντίστοιχες νέες υποκειμενικές συνθήκες. Επί πλέον, αυτή η μέθοδος εξαρτάται πάντοτε από μια έννοια «πρωτοπορίας» που ενέχει ελιτισμό και αυταρχισμό, και ως εκ τούτου αποτελεί προδοσία των προοδευτικών πολιτικών ιδεωδών της ισότητας και της δημοκρατίας. Μέσα από την κριτική διαπαιδαγωγητική μέθοδο  της παιδείας, καθώς και της πραγματικής εμπειρίας της οικοδόμησης της δημοκρατίας, η Περιεκτική Δημοκρατία οραματίζεται έναν τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι θα μπορέσουν να δημιουργήσουν ζωτικές (vital) δημοκρατίες, αμόλυντες από τον ελιτισμό και από την λατρεία των ειδικών. Ενάντια στην κριτική ότι οι άνθρωποι είναι θεμελιωδώς οκνηροί, απαθείς και απολίτικοι, ο Φωτόπουλος υποστηρίζει με επιχειρήματα ότι οι άνθρωποι είναι ικανοί να οικοδομήσουν δημοκρατίες, νέες κοινωνικές μορφές με τις οποίες θα ταυτίζονται, καθώς και αξίες, δημιουργώντας έτσι μηχανισμούς αυτοπροστασίας  από την αναπόφευκτη αντίδραση και τις αντεπιθέσεις. Όσο για την πανταχού παρούσα απειλή της βίας, ο Φωτόπουλος υποστηρίζει ότι εάν αυτή γίνει πραγματική όταν το  δημοκρατικό «παράδειγμα» έχει ήδη  γίνει ηγεμονικό με την γκραμσιανή έννοια, τότε θα είναι πολύ αργά. Αυτές οι νέες δημοκρατικές κοινότητες, φυσικά, θα οικοδομηθούν σε όσο περισσότερες τοπικές βάσεις είναι δυνατόν, αλλά τελικά θα πρέπει να διασυνδεθούν σε συνομοσπονδίες στο εθνικό και διεθνές επίπεδο. Όπως ακριβώς και «ο σοσιαλισμός σε μία μόνο χώρα», έτσι και η «Περιεκτική Δημοκρατία σε μία μόνο χώρα» αποτελεί οξύμωρο, γιατί ο καπιταλισμός είναι παγκόσμιος και οι απομονωμένες κοινότητες είναι άκρως ευάλωτες.

 

Έτσι, στην θέση των απαρχαιωμένων και προβληματικών οραμάτων μιας ταραχώδους εξέγερσης ή επανάστασης, και της εφόρμησης στα οδοφράγματα (ή στα κέντρα εξουσίας που δεν υπάρχουν πια σε έναν ριζωματικό διεθνοποιημένο καπιταλισμό), η Περιεκτική Δημοκρατία τονίζει την ανάγκη για προπαρασκευαστικές μεταβάσεις. Ασφαλώς, το ριζοσπαστικό όραμα εδώ είναι αισιόδοξο, αλλά στηρίζεται σε υπαρκτές ιστορικές δυνατότητες και συγκεκριμένες ιδέες για νέες κοινωνικές μορφές. Ο Φωτόπουλος πιστεύει ότι ένα επαναστατικό πρόταγμα είναι «ρεαλιστικό» στον βαθμό που οι τοπικές οικονομικές και πολιτικές βάσεις της Περιεκτικής Δημοκρατίας μπορούν να ριζώσουν, να συνδεθούν μεταξύ τους, να θρέψουν νέους πολιτισμούς και νέες υποκειμενικότητες και να κερδίσουν την πλειονότητα του πληθυσμού. Σαν συνέπεια παρόμοιων διαδικασιών , «το εναλλακτικό κοινωνικό παράδειγμα θα  γίνει ηγεμονικό και η ρήξη στην διαδικασία κοινωνικοποίησης… θα έχει πραγματοποιηθεί.»[29]

 

Το όραμα του Φωτόπουλου, λοιπόν, είναι να δημιουργήσει και να εξασφαλίσει μια αντί-ηγεμονική κουλτούρα Περιεκτικής Δημοκρατίας σταδιακά, μέχρις ότου επιτευχθεί μια νέα παγκόσμια οικονομική, πολιτική και πολιτιστική τάξη. Προβάλλει μιαν αποφασισμένη, μαχητική, ολιστική επιμονή στην ανάγκη να αρνηθούμε τις ιεραρχίες και τις εξουσιαστικές δομές, ώστε να ανοικοδομήσουμε συνολικά την κοινωνία από τα κάτω: «Η μία πόλη μετά την άλλη, η μία περιφέρεια μετά την άλλη θα αποσπώνται από τον αποτελεσματικό έλεγχο της οικονομίας της οικονομίας της αγοράς και του έθνους-κράτους, και οι πολιτικές και οικονομικές δομές τους θα αντικαθίστανται από δημοκρατικά διευρυνόμενες κοινότητες»[30]

 

Ο Φωτόπουλος προσφέρει το είδος των ριζοσπαστικών ενοράσεων για να είμαστε αληθινά οραματιστές, για να είμαστε «ουτοπιστές» με το καλύτερο νόημα του όρου που επιδιώκει να εντοπίσει τις υπαρκτές δυνατότητες για συστημική αλλαγή. Η Περιεκτική Δημοκρατία επομένως δεν είναι η ου-τοπία μιας κοινωνίας που δεν εφικτή, αλλά μάλλον η ευ-τοπία μιας καλής κοινωνίας που υπάρχει εν δυνάμει και η οποία μπορεί να γεννηθεί μέσα από τον ριζοσπαστικό αγώνα με την οικοδόμηση μιας νέας δημοκρατικής κοινωνίας. Η προσέγγιση της Περιεκτικής Δημοκρατίας δείχνει ότι η ανθρωπότητα πρέπει να βρει δρόμο πέρα από την Χάρυβδη του διεθνοποιημένου καπιταλισμού και την Σκύλλα του σοσιαλιστικού κρατισμού, ανάμεσα στις ψευδείς επιλογές μεταξύ ατομικισμού και κολεκτιβισμού. Η Περιεκτική Δημοκρατία χαρτογραφεί έναν τρίτο δρόμο που βασίζεται στην οικοδόμηση μιας ομοσπονδίας ξαναοργανωμένων πολιτικών και οικονομικών θεσμών σε τοπικό επίπεδο. Χωρίς να προσφέρει εγγύηση επιτυχίας και με ελάχιστα ιστορικά παραδείγματα γνήσιων δημοκρατιών, το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας είναι ένα πείραμα στις ανθρώπινες δυνατότητες.

 

Οι όποιες επιλογές των ανθρώπων δεν είναι απλές ιδιοτροπίες μένοντας μακριά από το ψευτοδίλημμα του αντικειμενισμού και του σχετικισμού, η Περιεκτική Δημοκρατία του Φωτόπουλου χρησιμοποιεί μια λεπτοδουλεμένη φιλοσοφική σκευή για να καταδείξει ότι οι ανθρώπινες επιλογές, αν και δεν είναι δυνατόν να δικαιολογηθούν ή να «αποδειχθούν» με επίκληση θεϊκών εντολών, ιστορικών «νόμων» ή «αντικειμενικών τάσεων», ωστόσο δεν είναι ούτε αυθαίρετες ούτε ίσης αξίας. Όταν διεκδικούμε την ελευθερία σαν την υψηλότερη ανθρώπινη αξία, γίνεται καθήκον μας να την δικαιολογήσουμε ως τέτοια, να επεξεργαστούμε τις λογικές συνεπαγωγές της, και να αγωνιστούμε για τους θεσμικούς μηχανισμούς που είναι οι καταλληλότεροι να την πραγματώσουν.

 

Σχετικά με αυτό τον τόμο

 

Αυτό το βιβλίο επιδιώκει να συλλέξει κάποια από τα σημαντικότερα  κείμενα και κριτικές παρουσιάσεις του προτάγματος της Περιεκτικής Δημοκρατίας.  Μολονότι στον τόμο αυτόν περιλαμβάνονται ποικίλες οπτικές γωνίες και πρίσματα δεν παύει να είναι θεματικά συνεπής, εφόσον όλα τα δοκίμια εξετάζουν συστηματικά την τωρινή κοινωνική και περιβαλλοντική κρίση και κριτικά αξιολογούν τα εργαλεία της Περιεκτικής Δημοκρατίας για την διάγνωση αυτής της δύσκολης κατάστασης και για να προτείνουν έναν εναλλακτικό τρόπο κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Αυτές οι οπτικές θέτουν πολυάριθμα σημαντικά ζητήματα γύρω από την ανθρώπινη φύση, την ανάγκη και τις δυνατότητες της ριζοσπαστικής δημοκρατίας, και τις ερμηνείες του Φωτόπουλου σχετικά με διάφορους θεωρητικούς και ιστορικές περιόδους.

 

Ενώ πολλοί συγγραφείς επιβεβαιώνουν και εφαρμόζουν τις θεωρητικές και πολιτικές ενοράσεις του έργου του Φωτόπουλου και της Περιεκτικής Δημοκρατίας,  άλλοι εκφράζουν σκεπτική στάση και διατυπώνουν θεμελιώδεις αντιρρήσεις. Σύμφωνα με το πνεύμα του προτάγματος της Περιεκτικής Δημοκρατίας, δεν υπάρχει κανένα δόγμα εδώ, ούτε κομματική γραμμή που πρέπει να ακολουθήσει κανείς. Ο αναγνώστης θα βρει, αντί γι’ αυτά, την έκθεση και την εφαρμογή μιας ρωμαλέας και προκλητικής νέας θεωρίας της ιεραρχίας και της κυριαρχίας, της ιστορικής ανάπτυξης και της κοινωνικής οργάνωσης, της σχέσης ανάμεσα στην κοινωνία και την οικολογία, καθώς και της δημοκρατίας, η οποία συλλαμβάνεται με απαράμιλλο τρόπο, πέρα από κάθε αγορά και εξουσιαστική σχέση.  Το βιβλίο Παγκοσμιοποιημένος Καπιταλισμός, Έκλειψη της Αριστεράς και Περιεκτική Δημοκρατία παρουσιάζει γόνιμους διαλόγους που είναι δυναμικοί και εξελισσόμενοι.

 

Η Εισαγωγή, εκτός από το παρόν άρθρο, περιέχει και το κείμενο «Οι Στόχοι μας», με το οποίο το Διεθνές Δίκτυο Περιεκτικής Δημοκρατίας εκθέτει τις βασικές θεωρητικές και πολιτικές θέσεις του, τις οποίες οι άλλοι δοκιμιογράφοι αναπτύσσουν, ή απαντούν σε αυτές. Πρόκειται για μια λακωνική αλλά εύγλωττη διατύπωση των παραδόσεων που ο Φωτόπουλος επιδιώκει να προωθήσει, και αυτών που εκείνος προσπαθεί να απορρίψει.

 

Το πρώτο μέρος αρχίζει με τον Σερζ Λατούς [Serge Latouche]  ο όποιος, στο δοκίμιο «Εκφασισμός ή οικοδημοκρατία; Προς την από-ανάπτυξη», παρέχει ένα άριστο παράδειγμα των εμφανιζόμενων νέων τρόπων σκέψης και πράξης που θεωρητικοποιούνται από την Περιεκτική Δημοκρατία. Καθώς οι επικεφαλής των πολυεθνικών και οι πολιτικοί προσπαθούν να ψάλλουν τον ύμνο της «Ανάπτυξης» πάνω από τον ορυμαγδό του ολοένα επιτεινόμενου οικολογικού αφανισμού, ο Λατούς συνιστά «να μειωθεί σημαντικά το σημερινό οικολογικό αποτύπωμα» και τονίζει την ανάγκη για μια αντιπολιτική «από-ανάπτυξης». Κατά τον Λατούς, μολονότι ο καπιταλισμός είναι ασύμβατος με μια οικολογική κοινωνία, έχει επιβάλει τις επιταγές της ανάπτυξης και του κέρδους σχεδόν παντού, μέσω της παγκοσμιοποίησης. Ενώ κάποιοι είναι σκεπτικοί όσον αφορά την πεποίθηση ότι είναι εφικτή οποιαδήποτε οιονεί δημοκρατική διαχείριση της περιβαλλοντικής κρίσης και, αντίθετα, υποθέτουν ότι μόνο μια «οικο-ολοκληρωτική» μορφή καπιταλισμού θα μπορούσε να επιβάλει σημαντικές αλλαγές στο σύστημα παραγωγής και κατανάλωσης, ο Λατούς υποστηρίζει την οικοδόμηση μιας οικολογικής δημοκρατίας σε τοπικό επίπεδο ως βιώσιμη και ρεαλιστική εναλλακτική λύση. Απορρίπτοντας το ομογενοποιητικό όραμα μιας «καθολικής δημοκρατίας» ή μιας παγκόσμιας κυβέρνησης, ο Λατούς σημειώνει την ανάγκη για μια ποικιλία προσεγγίσεων, και εμπνέεται από το παράδειγμα του υποδιοικητού Μάρκος και των Ζαπατίστας στο Μεξικό, που οργάνωσαν ένα θαυμαστό αντιστασιακό κίνημα και έκαναν τα πρώτα βήματα για μια αποκεντρωμένη και εκδημοκρατισμένη κοινωνία.

 

Στη συνεχεία, ο Τάκης Νικολόπουλος, στο δοκίμιο «Αγορά και Κοινωνία», αν και έχει κάποιες επιφυλάξεις για την απόρριψη της κοινωνίας των πολιτών από τον Φωτόπουλο, με βάση το επιχείρημα ότι τα κινήματα πολιτών θα μπορούσαν παρ’ όλα αυτά να αποτελέσουν τα οργανικά «συστημικά» μέρη ενός ευρύτερου κινήματος για ριζική αλλαγή που να αποσκοπεί στην περιεκτική και γνήσια δημοκρατία, εντούτοις, επιδοκιμάζει την Περιεκτική Δημοκρατία σαν νέο πρότυπο «δημοκρατικού ορθολογισμού» και την ερμηνεύει σαν απελευθερωτική και ιστορικά εύλογη πρόταση. Το συμπέρασμά του είναι ότι αν και το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας περιλαμβάνει ουτοπικά στοιχεία, με το θετικό νόημα του όρου, παρ’ όλα αυτά, ο Φωτόπουλος «δεν αναφέρεται σε μια ιδανική κοινωνία ιδεαλιστικού τύπου, καθώς λαμβάνει σοβαρά υπ’ όψιν την πραγματικότητα». Το πρότυπό του, υποστηρίζει ο συγγραφέας, βασίζεται αντίθετα στην ρεαλιστική ουτοπία (και) καταλήγει  ― επιβεβαιώνοντας την ανάγκη για παρόμοιο εγχείρημα ― ότι, σε τελική ανάλυση, «οι ουτοπίες μπορεί να έχουν πεθάνει αλλά η ουτοπία (ως όραμα») παραμένει ζωντανή.»

 

Το άρθρο  του Παναγιώτη Κουμεντάκη για την «Οικονομία της αγοράς και [την] βιολογική κρίση» διερευνά τα βιωμένα αποτελέσματα στο σώμα, καθώς οι προσανατολισμένες στο κέρδος βιομηχανίες τροφίμων και οι γεωργικές βιομηχανίες δηλητηριάζουν τόσο το εξωτερικό όσο και το εσωτερικό περιβάλλον. Ο συγγραφέας, εξετάζοντας τον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ μακροδυναμικής και μικροδυναμικής, κατευθύνει την προσοχή μας σε μια «βιολογική κρίση» μέσα στο ανθρώπινο σώμα που είναι αποτέλεσμα του ότι η ίδια δυναμική υποβαθμίζει, εκμεταλλεύεται και μολύνει την γη. Στον «ανεπτυγμένο» δυτικό κόσμο, η βιολογική κρίση πλήττει και το σώμα και την ψυχή με μορφές όπως η παχυσαρκία, οι χρόνιες ασθένειες (καρκίνος, καρδιοπάθειες, διαβήτης, αρθρίτιδα και ούτω καθ’ εξής), η νοητική ασθένεια και η νόσος του Αλτσχάιμερ. Ενώ ο «υπανάπτυκτος» κόσμος υποφέρει από την στέρηση και την πείνα, μεγάλοι αριθμοί πολιτών στα δυτικά κράτη γίνονται παχύσαρκοι από την υπερβολική κατανάλωση τροφίμων, που είναι διαθέσιμα μέσα από πανταχού παρούσες αλυσίδες γρήγορου φαγητού. Το θεμέλιο της τυπικής αμερικανικής δίαιτας (SAD) είναι τα τοξικά προϊόντα των βιομηχανιών κρέατος και γαλακτοκομικών, που προωθούν τις ασθένειες, ρυπαίνουν τον αέρα και το νερό, συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου και στην καταστροφή των δασών, και προσφέρουν «προϊόντα» διατροφής μέσα από βάρβαρες μεθόδους περιορισμού και σφαγιασμού δισεκατομμυρίων ζώων κάθε χρόνο. Και τούτο, πέρα από την χρησιμοποίηση τεράστιων περιοχών εύφορης γης για επιβλαβή προϊόντα και την καταστροφή τεράστιων ποσοτήτων καλής ποιότητας τροφίμων για να παραχθούν προϊόντα κακής ποιότητας, καθώς και ανθυγιεινά, επεξεργασμένα και εξευγενισμένα, νοσογόνα τρόφιμα. Καθώς η «υγειονομική περίθαλψη» [health care] δεν είναι παρά μια επικερδής διαχείριση της ασθένειας, και τα κυρίαρχα παραδείγματα προωθούν μηχανιστικές μάλλον παρά ολιστικές έννοιες του σώματος, ο Κουμεντάκης υποδεικνύει να υιοθετηθούν νέες οπτικές γωνίες, νέοι τρόποι ζωής και νέα ιατρικά συστήματα που είναι αδύνατον να αναπτυχθούν και να ακμάσουν στο πλαίσιο των προσανατολισμένων στο κέρδος θεσμών του καπιταλισμού. Συμπεραίνει έτσι ότι, «μόνον σε μια κοινωνία περιεκτικής δημοκρατίας θα μπορούσαν να υπάρξουν οι αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες και προϋποθέσεις για την πλήρη κάλυψη των βασικών και πολιτιστικών αναγκών των πολλών. Σε μια τέτοια κοινωνία, θα είναι πλήρως διαθέσιμη και προσιτή σε όλους η απαραίτητη γνώση και πληροφόρηση, καθώς και οι δυνατότητες για να υλοποιηθεί η γνώση αυτή, που αφορά στην οργάνωση του τρόπου ζωής των πολλών, σε σωστές βιολογικά και οικολογικά βάσεις».

 

Το δοκίμιο του Ραφαέλ Εσπόζιτο [Rafael Esposito] «Για ένα νέο όραμα διεθνούς κοινωνίας», αντλεί στοιχεία από πρόσφατα ρεύματα της σύγχρονης κοινωνικής θεωρίας (ιδιαίτερα από την μεταμοντέρνα ρήξη με την θεμελιοκρατία) για να επαναπροσδιορίσει κατηγορίες όπως η ανθρώπινη φύση, η ελευθερία και η δημοκρατία και να τις απελευθερώσει από εξουσιαστικές ιδεολογίες. Ο Εσπόζιτο καταπιάνεται με το θέμα ότι αυτοί οι κανονιστικοί ισχυρισμοί δεν συνδέονται πια με διαχρονικές «αλήθειες» αλλά πρέπει, αντίθετα, να τους ξανασκεφθούμε σαν πέρα για πέρα ιστορικούς και κοινωνικά ενσωματωμένους. Ο συγγραφέας δείχνει πώς αυτή η κίνηση βοηθά στο να αμφισβητήσουμε την ίδια την εξουσία, και με αυτό τον τρόπο προωθεί το πρόταγμα του Φωτόπουλου για εκδημοκρατισμό όλων των υπαρχόντων κοινωνικών θεσμών. 

 

Το πρώτο μέρος ολοκληρώνεται με το δοκίμιο «Η Αργεντινή εξέγερση και η Περιεκτική Δημοκρατία» του Αργεντινού συγγραφέα Γκουίντο Γκαλαφάσι [Guido Galafassi], ο όποιος αναλύει πώς η Αργεντινεζικη λαϊκή εξέγερση του Δεκέμβρη του 2001 αποτέλεσε μια ανάγλυφη ένδειξη κρίσεων στους θεσμούς της «αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας» και της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς. Ήταν αυτές οι κρίσεις που ώθησαν στη δημιουργία συνελεύσεων γειτονιάς, οι οποίες αποτελούσαν εμβρυώδεις μηχανισμούς άμεσης δημοκρατίας και ενός νέου ολοκληρωμένου [integral] οράματος για την κοινωνία. Ο Γκαλαφάσι δείχνει ότι τρία από τα κύρια συστατικά της Περιεκτικής Δημοκρατίας δοκιμάστηκαν στην πράξη στην Αργεντινή: η άμεση πολιτική δημοκρατία, η οικονομική δημοκρατία και η δημοκρατία στην κοινωνική σφαίρα. Σύμφωνα με τον Γκαλαφάσι, στην Αργεντινή εμφανίστηκε μια νέα μορφή συνομοσπονδιακής δημοκρατίας που βασιζόταν στην οργάνωση των γειτονικών κοινοτήτων με βάση ένα εδαφικό δίκτυο σε τοπική και περιφερειακή κλίμακα-- γεγονός που παρέχει ένα σημαντικό συγκεκριμένο παράδειγμα των δυνατοτήτων για μια Περιεκτική Δημοκρατία και του πως θα μπορούσε αυτή να λειτουργήσει σε ένα πραγματικό κοινωνικό περίγυρο.

 

Το δεύτερο μέρος, εξετάζοντας τη σχέση μεταξύ των διαφόρων ρευμάτων της Αριστεράς και του προτάγματος της Περιεκτικής Δημοκρατίας,  παρουσιάζει συγγραφείς που θέτουν ερωτήματα και προκλήσεις στο πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας. Στο κείμενο «Η Περιεκτική Δημοκρατία και οι προοπτικές της», ο Ντέιβιντ Φρήμαν [David Freeman] ξεκινά με το εξής γνώριμο ερώτημα: «Γιατί ο αναρχισμός δεν προσήλκυσε περισσότερους οπαδούς, με δεδομένες την εμφανή αποτυχία του κεφαλαίου, του κράτους και του ‘υπαρκτού σοσιαλισμού’;» Ο Φρήμαν δίνει την συνήθη απάντηση των λογίων πως το πρόβλημα δεν είναι ότι ο αναρχισμός δεν μπορεί να λειτουργήσει, αλλά ότι «οι υπέρμαχοί του δεν έχουν αποδείξει ότι μπορεί να λειτουργήσει, ιδιαίτερα σε κοινωνίες μεγάλης κλίμακας». Ο Φρήμαν συνάγει εύστοχα το συμπέρασμα ότι το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας «καλύπτει έναν αριθμό από αυτά τα κενά, προτείνοντας με σαφήνεια, στοχαστικότητα και πρωτοτυπία τους κομβικούς μηχανισμούς που θα μπορούσαν να καταστήσουν δυνατή και να συντηρήσουν μια τέτοια πολιτεία.» Επισημαίνει εν τούτοις ότι μετά τον εφιαλτικό εικοστό αιώνα και την πανωλεθρία των παντοειδών «ουτοπικών» οραμάτων, πρέπει κανείς να χαιρετίσει το πρόταγμα κοινωνικού μετασχηματισμού της Περιεκτικής Δημοκρατίας με υγιή καχυποψία, καθώς ενδέχεται να έχει κοινές  ρίζες με την παθολογική φύση μεγάλου μέρους του πολιτικού ριζοσπαστισμού του εικοστού αιώνα.

 

Το κείμενο του Arran Gare, «Πέρα από την σοσιαλδημοκρατία;», δείχνει ότι το έργο του Φωτόπουλου συνυφαίνει, από την μια μεριά, τον τρόπο με τον οποίο ανέλυσε ο Κάρλ Πολάνι [Karl Polanyi] την σχέση μεταξύ της κοινωνίας και της αγοράς και, από την άλλη, την φιλοσοφία της αυτονομίας, του Κορνήλιου Καστοριάδη. Ωστόσο, ο Gare, δίνοντας διαφορετική ερμηνεία στην καστοριαδική έννοια της αυτονομίας, υποστηρίζει ότι η «δυϊστική» λογική επανάσταση/μεταρρύθμιση του Φωτόπουλου υποτιμά την συμβολή που η σοσιαλδημοκρατική παράδοση μπορεί να έχει στην δημοκρατία και την αυτονομία. Ο Gare καλεί για μια νέα σύνθεση μεταξύ μιας ριζικά αναμορφωμένης σοσιαλδημοκρατίας και της Περιεκτικής Δημοκρατίας σαν τον καλύτερο τρόπο για να αμφισβητήσουμε τον νεοφιλελευθερισμό και τον αναδυόμενο φιλελεύθερο φασισμό, ο όποιος αποκτά επιρροή σε κράτη όπως οι Η.Π.Α., η Βρετανία και η Αυστραλία.

 

Στην δεύτερη συμβολή του, «Μπορεί η Δημοκρατία να λύσει όλα τα προβλήματα;», ο Σερζ Λατούς ερμηνεύει την Περιεκτική Δημοκρατία σαν πρωτότυπη και σημαντική συμβολή στην ριζοσπαστική δημοκρατία, αλλά διατυπώνει αμφιβολίες σχετικά με το ευκταίο της άμεσης δημοκρατίας και την απόρριψη κάθε δυνατής μορφής αντιπροσώπευσης. Ο Λατούς εκφράζει πολυάριθμες αντιρρήσεις για τα οικουμενιστικά προτάγματα – συμπεριλαμβανομένης, όπως ισχυρίζεται ο ίδιος, της εκδοχής του Φωτόπουλου – θεωρώντας τα εκφάνσεις του δυτικού εθνοκεντρισμού.

 

Στο κείμενο «Ελευθεριακη Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία », ο συγγραφέας του Μάικλ Λέβιν [Michael Levin] τάσσεται αλληλέγγυος με τους στόχους του Φωτόπουλου, ενώ απορρίπτει ό,τι ο ίδιος εκλαμβάνει ως άποψη του, δηλαδή ότι ο ελληνικός ορισμός της δημοκρατίας είναι μια δι-ιστορικά έγκυρη έννοια και ότι αποτελεί το «ένα και μοναδικό νόημα» της δημοκρατίας. Όπως και ο Φρήμαν, έτσι και ο Λέβιν χρησιμοποιεί ιστορικά παραδείγματα της Αριστεράς για να προειδοποιήσει ότι η μετάβαση στην Περιεκτική Δημοκρατία είναι πιθανόν να είναι δυσκολότερη απ’ όσο υπονοεί ο Φωτόπουλος.

 

Το Δεύτερο μέρος τελειώνει με το δοκίμιο «Πρόσφατες θεωρητικές εξελίξεις στο πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας», όπου ο Τάκης Φωτόπουλος αναλαμβάνει μια κριτική επισκόπηση θεωρητικών ζητημάτων, καθώς και διαλόγων σχετικά με την Περιεκτική Δημοκρατία όπως ανέκυψαν στις δυναμικές συζητήσεις που ακολούθησαν την δημοσίευση του πρωτοποριακού έργου του Φωτόπουλου, Περιεκτική Δημοκρατία. Η επισκόπηση αυτή περιλαμβάνει την προσπάθεια του συγγραφέα ν αναπτύξει μια δημοκρατική αντίληψη της επιστήμης και της τεχνολογίας, μια νέα ερμηνεία της ανόδου του νέου ανορθολογισμού και της ασυμβατότητάς του με την Περιεκτική Δημοκρατία, καθώς και του ρόλου των μέσων μαζικής ενημέρωσης και της κουλτούρας σε μια δημοκρατική κοινωνία, την προσέγγιση της Περιεκτικής Δημοκρατίας για τις σημερινές ταξικές διαιρέσεις, τον μεταμοντερνισμό και την παγκοσμιοποίηση, την απόπειρα ανάπτυξης μιας νέας δημοκρατικής απελευθερωτικής ηθικής, την κριτική των παραδοσιακών αντισυστημικών κινημάτων και την παρουσίαση συγκεκριμένων προτάσεων για την ανάπτυξη στρατηγικών της μετάβασης.

 

Το Τρίτο μέρος επικεντρώνεται σε ένα κρίσιμο μέλημα της Περιεκτικής Δημοκρατίας: την παιδεία, ή «εκπαίδευση» . Οι θεωρητικοί της Περιεκτικής Δημοκρατίας χρησιμοποιούν τον ελληνικό όρο «παιδεία» για να υπενθυμίσουν και να ανακατασκευάσουν την στενή σύνδεση μεταξύ παιδείας, αυτονομίας και δημοκρατίας που είχε δημιουργήσει η κλασική Αθήνα. Η παιδεία είναι κρίσιμη για την επαναστατική αλλαγή και για την κοινωνική αναδιοργάνωση δεδομένου ότι τα σχολικά συστήματα σε όλα τα επίπεδα κοινωνικοποιούν τους νέους με βάση καπιταλιστικές ιδεολογίες, ενώ προωθούν αυστηρά ωφελιμιστικούς και καριερίστικους στόχους μέσα στην αγορά εργασίας των επιχειρήσεων. Αντίθετα, οι ριζοσπαστικές παιδαγωγικές μέθοδοι επιδιώκουν να σπάσουν αυτή την ιδεολογική επιβολή και να προωθήσουν τις αναγκαίες για την ριζική αλλαγή μορφές κριτικής συνείδησης.

 

Η φύση και η σπουδαιότητα της παιδείας απεικονίζεται γλαφυρά στο δοκίμιο του John Sargis «Εκπαίδευση ή παιδεία; Η εμπειρία των Η.Π.Α.». Ο Sargis αποκαλύπτει πώς η λειτουργική φύση του αμερικανικού συστήματος (δυσ)εκπαίδευσης , που είναι εμποτισμένο με ταξικές και φυλετικές προκαταλήψεις, είναι σχεδιασμένο για να παράγει αστόχαστους, υπάκουους παραγωγούς και καταναλωτές που να εξυπηρετούν τα συμφέροντα της άρχουσας ελίτ. Σε πλήρη αντίθεση προς τους καταπιεστικούς και ιεραρχικούς σχολικούς θεσμούς που κυριαρχούν σε όλα τα δυτικά κράτη, ο Sargis  σκιαγραφεί ένα περίγραμμα του πώς θα μπορούσε η γνήσια παιδεία να λειτουργεί σε μιαν αυτόνομη κοινωνία. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, «ο υψηλότερος σκοπός της παιδείας είναι να δημιουργήσει την δημοκρατική συνείδηση της ρητής υποδιεύθυνσης στο κοινωνικό και στο ατομικό επίπεδο – και αυτό προϋποθέτει την ίση κατανομή δύναμης μεταξύ των πολιτών. Χρειάζεται ριζική ρήξη με το παρόν, για να δημιουργήσουμε τον  χώρο για το νέο κοινωνικό πεδίο.»

 

Ο Ντέιβιντ Γκάμμπαρντ [David Gabbard] και η Κάρεν Άνιτζαρ Έιπλετον [Caren Anijar Appleton], στο δοκίμιο «Το πρόταγμα της δημοκρατικής παιδείας: απαρχές μιας χειραφετητικής παιδείας για σήμερα», αναλύουν τα δυνατά σημεία και τις συνέπειες των επιχειρημάτων του Φωτόπουλου σε σχέση  με την παιδεία. Συμφωνώντας με τον συγγραφέα, ο Γκάμπαρντ και η Άνιτζαρ επισημαίνουν ότι ο λειτουργικός και ιεραρχικός χαρακτήρας των τωρινών θεσμών καθιστούν αδύνατη την αυθεντικά δημοκρατική παιδεία και την αυτονομία, γεγονός που κάνει απαραίτητη την  θεωρητική ανάλυση των  αναγκαίων και ικανών συνθηκών που πρέπει να ικανοποιούνται ούτως ώστε η χειραφετητική παιδεία να γίνει εφικτή στο μέλλον. Ωστόσο, επιδιώκουν επίσης να διορθώσουν αυτό που ισχυρίζονται πως είναι παρερμηνεία του Φωτόπουλου όσον αφορά τον Ιβάν Ίλιτς [Ivan Illich] και τις ιδέες του για μια κοινωνία «χωρίς σχολεία», για να δείξουν πώς τα γραπτά του Ίλιτς μπορούν να συμβάλουν στην συζήτηση γύρω από την Περιεκτική Δημοκρατία και να ενισχύσουν τα επιχειρήματα του ίδιου του Φωτόπουλου για την παιδεία. Επί πλέον, διερευνούν την  συμβολή που θα μπορούσε να κάνει  η «κριτική παιδαγωγική», στο να βοηθήσει το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας να διατυπώσει μια χειραφετητική θεωρία της εκπαίδευσης.

 

Τέλος, στον Διάλογο-Επίλογο, ο Φωτόπουλος, στην δεύτερη συμβολή του στον τόμο αυτόν,  απαντά εκφράζοντας την εκτίμηση του σχετικά με τις επιφυλάξεις και τις επικρίσεις που διατυπώθηκαν κατά της Περιεκτικής Δημοκρατίας. Το δοκίμιό του «Είναι εφικτή και επιθυμητή μια Περιεκτική Δημοκρατία;» ασχολείται με θέματα όπως το νόημα της δημοκρατίας, η ανάγκη και το εφικτό μιας Περιεκτικής Δημοκρατίας, η σχέση ανάμεσα στην Περιεκτική Δημοκρατία αφ’ ενός και την σοσιαλδημοκρατική και την ελευθεριακή παράδοση αφ’ ετέρου, και με τα ακανθώδη προβλήματα της μετάβασης σε μια μετακαπιταλιστική κοινωνία απαλλαγμένη από θεσμούς αγοράς και από ιεραρχικές σχέσεις. Το δοκίμιο του Φωτόπουλου διευκρινίζει την συνολική αντίληψη της Περιεκτικής Δημοκρατίας, και θέτει το πλαίσιο για παραπέρα διάλογο και εμβάθυνση της ριζοσπαστικής θεωρίας και πολιτικής, όπως αυτός διεξάγεται στο περιοδικό International Journal of Inclusive Democracy και σε άλλα βήματα.[31]

 

Ο τόμος αυτός ολοκληρώνεται με τα δύο σύντομα δοκίμια του παραρτήματος – “Democracia incluyente”, από τον Χόρχε Καμίλ [Jorge Camil], και το « Vers une démocratie générale? », από τον Ζαν-Κλωντ Ρισάρ [Jean-Claude Richard] – τα όποια αποτελούν τις εισαγωγές στην λατινοαμερικανική και στην γαλλική έκδοση της Περιεκτικής Δημοκρατίας αντίστοιχα και καταδεικνύουν τον διεθνή χαρακτήρα και την σπουδαιότητα του έργου του Φωτόπουλου και της προοπτικής της Περιεκτικής Δημοκρατίας.

 

Η ανάγκη για έναν ανανεωμένο ριζοσπαστισμό

 

Συνολικά, η συλλογή Παγκοσμιοποιημένος Καπιταλισμός, Έκλειψη της Αριστεράς και Περιεκτική Δημοκρατία είναι σημαντική και συναρπαστική συμβολή στην κοινωνική θεωρία και στην πολιτική φιλοσοφία, που αξίζει να διαβαστεί και να συζητηθεί πλατιά. Οι επικριτές ενδέχεται να διαφωνούν με κομβικά επί μέρους σημεία και εκ προοιμίου παραδοχές της θεωρίας του Φωτόπουλου, αλλά παρ’ όλα αυτά συμφωνούν ότι, σε αυτή την εποχή σοβαρής κοινωνικής και οικολογικής κρίσης, χωρίς τις επαναστατικές αλλαγές τις οποίες οραματίζεται η Περιεκτική Δημοκρατία, το μέλλον θα γίνεται ολοένα ζοφερότερο. Οι κοινωνικές και περιβαλλοντικές κρίσεις που κατατρύχουν τον παγκόσμιο καπιταλισμό αναπόφευκτα θα βαθύνουν και θα επιδεινωθούν, όπως μαρτυρούν η ολέθρια εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ, οι φασιστικές κυβερνήσεις του Τζωρτζ Μπους και του Τόνυ Μπλαιρ, τα αποτυχημένα νεοφιλελεύθερα σχέδια για την εξάπλωση της «δημοκρατίας» στην Μέση Ανατολή, οι αγώνες για τους φυσικούς πόρους που λιγοστεύουν, όπως το πετρέλαιο και το νερό, η «τρομοκρατία» και οι ολοένα περισσότερο ρευστές γεωπολιτικές συγκρούσεις, η παγκόσμια κλιματολογική αλλαγή, καθώς και το περιβαλλοντικό χάος που προμηνυόταν από την καταστροφική ισχύ του τυφώνα Κατρίνα.

 

Περισσότερο από ποτέ άλλοτε, η ανθρωπότητα πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στον ελευθεριακό σοσιαλισμό και στην βαρβαρότητα, ανάμεσα στην πραγματική δημοκρατία και τον αυταρχισμό, την αειφορία και την κατάρρευση. Στο τολμηρό όραμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας, ο σκοπός πρέπει να είναι η δημιουργία  αυτού που δεν υπήρξε ποτέ πριν, αλλά είναι περισσότερο αναγκαίο από ποτέ άλλοτε-- αν είναι να υπάρξει καν βιώσιμο μέλλον: μια άμεση, αποκεντρωμένη, συνομοσπονδιακή δημοκρατία, μια δημοκρατία που στοχεύει στην επανενσωμάτωση της οικονομίας, της πολιτείας και της φύσης στην κοινωνία, μέσω του αγώνα για την ισοκατανομή της δύναμης σε όλα τα επίπεδα. Τα δοκίμια αυτού του βιβλίου προσφέρονται στο πνεύμα της ανανέωσης της ριζοσπαστικής σκέψης, του διαλόγου και της πολιτικής. Είναι ακτίνες φωτός σε δύσκολους, σκοτεινούς καιρούς.

 


 

[1] [ Σ.τ.Μ.] Στα ελληνικά ίσως είναι πιο αβίαστη η απόδοση του nations σε αυτά τα συμφραζόμενα με τον όρο “κράτη”. Τούτο, γιατί στα αγγλικά ο όρος nation ενίοτε δηλώνει επίσης ό,τι στα ελληνικά δηλώνεται από την έκφραση «εθνικό κράτος» ή «έθνος-κράτος» (πρβλ. τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, όπου όμως συμμετέχουν εκπρόσωποι κρατών).

[2] Περιεκτική Δημοκρατία. Το βιβλίο αυτό είχε εκδοθεί στα Ελληνικά (και ανατυπωθεί) αρχικά από τις Εκδ. Καστανιώτη (1999)—ολόκληρη η έκδοση αυτή βρίσκεται στο διαδίκτυο. Μετά την τελευταία εξάντληση του, το βιβλίο επανεκδόθηκε (σε νέα επαυξημένη, με νέο κεφάλαιο και στοιχεία, έκδοση) από τον Ελεύθερο Τύπο (2007). Οι παραπομπές επομένως στην Περιεκτική Δημοκρατία αφορούν τόσο την αρχική έκδοση του 1999, όσο και την επανέκδοση του 2007.

[3] Βλ. επίσης το λήμμα για την Περιεκτική Δημοκρατία στην Routledge Encyclopedia of Political Economy, 2001.

[4] Βλ. Διάλογος-Επίλογος: Τ. Φωτόπουλος, Είναι εφικτή  και επιθυμητή μια Περιεκτική Δημοκρατία;

[5] Takis Fotopoulos, “The ID project and social ecology’, The International Journal of Inclusive Democracy, τόμος 1, τχ 3 (Μάιος 2005).

[6] Στο ίδιο.

[7] Στο ίδιο

[8] Στο ίδιο.

[9] Σ.τ.Μ. Η διαδικασία αγοραιοποιησης στο θεωρητικό σύστημα του Φωτοπούλου αναφέρεται στη διαδικασία μετάβασης από τις προ-καπιταλιστικές αγορές αγαθών και υπηρεσιών στο σημερινό σύστημα της οικονομίας της αγοράς που στοχεύει σε μια αυτό-ρυθμιζόμενη αγορά

[10] Περιεκτική Δημοκρατία, Τέταρτο κεφάλαιο: η γενικευμένη κρίση της παγκόσμιας οικονομίας ανάπτυξης..

[11] Στο ίδιο, πρώτο κεφάλαιο: Η οικονομία της αγοράς και η διαδικασία αγοραιοποίησης.

[12] Στο ίδιο.

[13] Για την κατάρρευση και την ήττα του ευρωκομμουνισμού, βλ. του Carl Boggs, Social Movements and Political Power (Φιλαδέλφεια: Temple University Press, 1986). Ένα πρόσφατο παράδειγμα της ενσωμάτωσης της αριστερής αντίστασης μέσα από τις νεοφιλελεύθερες ιδεολογίες και τις δομές του παγκόσμιου καπιταλισμού άφορα την επάνοδο στην εξουσία του πρώην ηγέτη των Σαντινίστα και προέδρου της Νικαράγουας, Ντανιέλ Ορτέγκα. Ο Ορτεγκα,  δηλωμένος εχθρός των ΗΠΑ και του καπιταλισμού στα τέλη της δεκαετίας του 70 και στις αρχές της δεκαετίας του 80 (προτού οι ΗΠΑ αποσταθεροποιήσουν την χώρα χρηματοδοτώντας τις φασιστικές [παραστρατιωτικές]  δυνάμεις των «κόντρα»), επανεξελέγη πρόεδρος τον Νοέμβρη του 2006, αλλά αυτή την φορά έχοντας εγκαταλείψει την μαρξιστική-λενινιστική τοποθέτηση και έχοντας υιοθετήσει τη θέση ότι οι παγκόσμιες αγορές είναι κλειδί για την εθνική ευημερία. Βλ. “Ortega, Again”, The New York Times, 11 Νοεμβρίου 2006.

[14] Περιεκτική Δημοκρατία, τρίτο κεφάλαιο: «Η οικονομία ανάπτυξης και ο νότος».

[15] Για αυτή την διάκριση, βλ. των Steven Best & Douglas Kellner, Postmodern Theory: Critical Interrogations (Νέα Υόρκη: Guilford Prsee, 1991).

[16] Ένα σημαντικό παράδειγμα για το αντίθετο θα μπορούσε να είναι το βιβλίο του David Harvey The Condition of Postmodernity: An Enquiry into the Origins of Cultural Change, Blackwell Publishing, Οξφόρδη 1991, που θεμελιώνει την μετανεωτερική ανάλυση και ιστορική περιοδολόγηση στην πολιτική οικονομία και στην κοινωνική θεωρία. Σε αυτό το πνεύμα, βλ. επίσης την τριλογία μετανεωτερικών εργασιών του Steven Best και του Douglas Kellner, Postmodern Theory: Critical Interpretations, The Postmodern Turn: Paradigm Shifts in Art, Theory and Science (Guilford Press, 1997), και The Postmodern Adventure: Science, Technology, and Cultural Studies at the Third Millenium (Guilford Press, 2001). 

[17] Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία, κεφ. 8: «πού θεμελιώνουμε το πρόταγμα για μια περιεκτική δημοκρατία;».

[18] Στο ίδιο.

[19] Βλ. Takis Fotopoulos, ‘Towards a democratic liberatory ethics’, Democracy and Nature, τόμος 8, τχ. 3 (Νοέμβριος 2002).

[20] Ernesto Laclau και Chantal Mouffe, Hegemony and Socialist Strategy: Toward a Radical Democratic Politics, Verso Press, Λονδίνο, 2001.

[21] Francis Fukuyama, The End of History and the Last Man, Harper Perennial, Νέα Υόρκη 1993.

[22] Περιεκτική Δημοκρατία, κεφ. 1: «Η οικονομία της αγοράς και η διαδικασία αγοραιοποίησης».

[23] See Janet Biehl, The Politics of Social Ecology (Montreal: Black Rose Press, 1998), Chapter 12.

[24] Βλ. του Murray Bookchin, Post-Scarcity Anarchism, AK Press, Ώκλαντ, Καναδά, 2004.

[25] Περιεκτική Δημοκρατία, κφ. 6: «Συνομοσπονδιακή Περιεκτική Δημοκρατία». Σ.τ.Μ. Όπως έχει αναφερθεί σε μεταγενέστερα έργα του ο Φωτόπουλος, σε μια σύγχρονη οικονομία, τα κουπόνια θα μπορούσαν ν αντικατασταθούν με πιστωτικές κάρτες όπου ο κάθε εργαζόμενος πιστώνεται αγοραστική δύναμη με βάση τις βασικές και μη βασικές ώρες εργασίας που προσφέρει στην κοινωνία.

[26] Στο ίδιο.

[27] Βλ. Takis Fotopoulos, Participatory Economics (Parecon) and Inclusive Democracy, The International Journal of Inclusive Democracy, τόμ. 1, τχ. 2 (Ιανουάριος 2005).

[28] Περιεκτική Δημοκρατία, κφ. 7: «Η Μετάβαση στην Περιεκτική Δημοκρατία».

[29] Περιεκτική Δημοκρατία, κφ. 7: « Η Μετάβαση στην Περιεκτική Δημοκρατία».

[30] Περιεκτική Δημοκρατία, στο ίδιο.

[31] Βλ.: http://www.inclusivedemocracy.org/journal/. Βλ. επίσης το αρχείο των κειμένων του Φωτόπουλου.