Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 16, Σεπτέμβρης-Δεκέμβρης 2007


 

Οι πυρκαγιές της ανάπτυξης

 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΓΙΝΟΓΛΟΥ

 

 

Καθημερινά όλοι μας βομβαρδιζόμαστε με τα ιδεολογήματα ότι δήθεν η επιστημονική πρόοδος και τα τεχνολογικά επιτεύγματα μπορούν να λύσουν τα σημερινά κρίσιμα οικολογικά προβλήματα. Οι άνθρωποι εφησυχάζουν νομίζοντας ότι τις μοίρες τους τις ορίζουν οι θεοί τους, ή οι «ειδικοί επιστήμονες». Μέσα στα αστραπόβροντα της κατάκτησης των πάντων, εκμηδενίζεται ακόμα και η ίδια η προϋπόθεση της συνέχισης της ζωής τους, αφού πλέον οι ελίτ που διαχειρίζονται τη ζωή τους  αντιλαμβάνονται τη φύση σαν αναλώσιμο χαρτί τουαλέτας και επιβάλλουν με την οικονομική βία η την πλύση εγκεφάλου, την αντίληψη αυτή σε όλους. Δεν πρόκειται απλά για μυωπική αντίληψη. Πολύ χειρότερα, είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που εμφανίζεται το φαινόμενο ένα κοινωνικό-οικονομικό σύστημα να δημιουργεί τις αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες  μαζικής αυτοχειρίας, με τελεσίδικα αποτελέσματα για ολόκληρο τον πλανήτη.

 

Για πρώτη φορά το σοβαρότερο ακολούθημα της οικονομίας της αγοράς είναι σχεδόν αμετάκλητο: το φαινόμενο του θερμοκηπίου τείνει να γίνει μη αναστρέψιμο. Καθημερινά εξαφανίζονται δεκάδες είδη φυτών και ζώων. Ως το 2030 θα είναι νεκρό το 60% των κοραλλιογενών υφάλων, τόπων της μεγαλύτερης δημιουργίας έμβιων όντων στον πλανήτη μας, συμπαρασύροντας μαζί του και το ¼  των θαλάσσιων οργανισμών που εξαρτώνται απ’ αυτούς. Τα δάση του Αμαζονίου που απορροφούν το 20% του διοξειδίου του άνθρακα συρρικνώνονται ασταμάτητα. Το πλανητικό κλίμα θερμαίνεται εξαϋλώνοντας τεράστιες περιοχές, μετατρέποντας τες σε ερήμους. Εκατομμύρια άνθρωποι είναι καταδικασμένοι σε υποχρεωτική μετανάστευση ή θάνατο, εκατοντάδες είδη ζώων και φυτών είναι καταδικασμένα σε αφανισμό. Και σε συνεπικουρία όλων αυτών, οι δεκάδες νεκροί και τα εκατομμύρια καμένων στρεμμάτων της χώρας μας το περασμένο καλοκαίρι.

 

Η καραμέλα όμως δε λέει να λιώσει. Κάθε τρεις και λίγο εισβάλει ο οχετός της προπαγάνδας του συστήματος στα μυαλά μας : «η φύση εκδικείται», «για το φαινόμενο του θερμοκηπίου φταίει η ανθρώπινη δραστηριότητα». Γενικά «ο άνθρωπος». Ο φουκαράς ο κάτοικος του Μπαγκλαντές δηλαδή που δεν έχει ούτε αναπτήρα, ευθύνεται το ίδιο με τον Έλληνα μεσοαστό που καίει πέντε λίτρα βενζίνη στην καθισιά για να μοστράρει το τζιπ του στην παραλιακή. Μόνο που η φύση δεν «εκδικείται», γιατί δεν έχει ηθική, η οποία είναι ανθρώπινο δημιούργημα. Ούτε βέβαια «φταίει η ανθρώπινη δραστηριότητα» έτσι γενικώς κι αορίστως, αφού η οικολογική κρίση, όπως και κάθε άλλο τμήμα της πολυδιάστατης κρίσης (πολιτική, κοινωνική, οικονομική, πολιτιστική) της εποχής μας, έχει σαφή ταξικό χαρακτήρα εφόσον οφείλεται στον τρόπο ζωής των πλουσιότερων κοινωνικών στρωμάτων του πλανήτη, ενώ τις συνέπειες  τις πληρώνουν πρώτα τα φτωχότερα

 

Ο μικροαστικός περιβαλλοντισμός

 

Δυστυχώς η προπαγάνδα περί αόριστης ατομικής ευθύνης δημιουργεί και μια κακώς νοούμενη «οικολογική» συνείδηση. Και δε μιλάμε για τη χειρότερη κι ωμή εκδοχή της. Η τελευταία, αντιλαμβάνεται τη χώρα και τον πλανήτη σαν άθροισμα χωραφιών και οικοπέδων, τη χλωρίδα σαν άθροισμα εμπορικά εκμεταλλεύσιμων φυτών και την πανίδα σαν βρώσιμα σπονδυλωτά (χοίροι, τσιπούρες, κοτόπουλα κ.λπ.) και σαν αποροφητήρες των κραδασμών της ψυχοπαθολογίας που γεννάει το σύστημα (γάτες, σκύλοι, καναρίνια κ.λπ.). Και κάπου στο βάθος του ορίζοντα, υπάρχουν και μερικοί προστατευόμενοι δρυμοί.

 

Μιλάμε για την πιο εκλεπτυσμένη εκδοχή, όπου η «οικολογική» συνείδηση εξαντλείται στη απενοχοποίηση του ατόμου που πράττει «οικολογικά». Που μπορεί στο ατομικό ψυχολογικό επίπεδο να λειτουργεί άκρως τονωτικά, αφού οι επιλογές που κάνει μπορεί βραχυπρόθεσμα να είναι λιγότερο βλαπτικές για το περιβάλλον. Μακροπρόθεσμα όμως είναι αέρας κοπανιστός, αφού όχι μόνο δεν έχουν καμιά σημασία για την ουσιαστική αντιμετώπιση των οικοκαταστροφικών αιτιών, αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις υποθάλπουν κι ενισχύουν άλλες μορφές της πολυδιάστατης κρίσης. Για παράδειγμα, ίσως δεν επιβαρύνει το περιβάλλον η κατανάλωση κάποιων αθλητικών ειδών (π.χ. μπάλες ποδοσφαίρου) που παράγονται δίχως σύγχρονές βιομηχανικές μεθόδους (άρα απουσία κατανάλωσης ενέργειας κ.λπ.). Όμως, αυτό το «δίχως σύγχρονές βιομηχανικές μεθόδους» είναι το μισό της πρότασης. Το άλλο μισό είναι «αφού τις μπάλες τις ράβουν με το χέρι μικρά παιδιά στο Πακιστάν».

 

Ούτε αντίστοιχα αποτελεί λύση το «δίκαιο εμπόριο» (fair trade) όπου οι καταναλωτές υποτίθεται ότι μπορούν να αγοράζουν προϊόντα που παράχθηκαν «δίκαια» (χωρίς παιδική εργασία, χωρίς στυγνή εκμετάλλευση κ.λπ.). Όχι μόνο γιατί δεν αμφισβητείται στην πράξη η διεθνοποίηση της οικονομίας αγοράς, αφού την διανομή των προϊόντων αυτών συχνά αναλαμβάνουν οι ίδιες πολυεθνικές που αποτελούν την κυρία αιτία της σημερινής οικονομικής συγκέντρωσης και οικολογικής κρίσης (Nestle κ.λπ.). Όμως ακόμα και όταν την αναλαμβάνουν εναλλακτικά οικονομικά/εμπορικά δίκτυα που δεν είναι τμήμα ενός συνολικού ριζοσπαστικού προγράμματος που τάσσεται ξεκάθαρα ενάντια στο υπάρχον σύστημα, στην πραγματικότητα, αποτελούν συμπληρωματικό παρακλάδι της οικονομίας της αγοράς και της δίνουν ανθρωπιστικό άλλοθι. Αλλά και γιατί το περιβάλλον επιβαρύνεται και πάλι με το «δίκαιο εμπόριο», τουλάχιστον για προϊόντα που παράχθηκαν «δίκαια», όπως π.χ. τσάι, καφές, φρούτα κ.λπ. κι έρχονται στην Ευρώπη από του διαόλου τη μάνα.

 

Προσοχή όμως: σκοπός μας δεν είναι να κατακρίνουμε τις οικολογικές ευαισθησίες του καθημερινού πολίτη. Ίσα-ίσα, είναι αξιοθαύμαστο που παρά το βομβαρδισμό από τις διαφημίσεις και το life style, δεν είναι λίγοι εκείνοι που προβληματίζονται πραγματικά για την καταστροφή του περιβάλλοντος και κυρίως θέλουν να κάνουν κάτι γι’ αυτό. Σκοπός μας είναι να δείξουμε, ότι οι οικολογικές ευαισθησίες μέσα στο σημερινό σύστημα της «ελεύθερης» αγοράς μια χαρά αφομοιώνονται απ’ αυτό. Ο οικολογικός τρόπος κατανάλωσης για παράδειγμα, εντός του συστήματος αποτελεί απλά μια ακόμα καταναλωτική συμπεριφορά κι οι οικολογικές ευαισθησίες απλώς εμπλουτίζουν τα ερωτηματολόγια των ερευνών αγοράς που σκαρώνουν τα επιτελεία μάρκετινγκ των πολυεθνικών εταιριών. Δημιουργείται έτσι μια «οικολογική αγορά» που αφορά τις μεσαίες τάξεις της δύσης, που όμως εκτός από οικολογικές ευαισθησίες έχουν και φουσκωμένο πορτοφόλι για να τις… καλμάρει.

 

Ένα άλλο πρόβλημα της κακώς νοούμενης οικολογικής συνείδησης αφορά το ίδιο το περιεχόμενο της. «Ο καθένας μπορεί να κάνει κάτι για να βοηθήσει το περιβάλλον». Πίσω απ’ αυτό το τσιτάτο ίσως κρύβεται μια παραλλαγή της θρησκευτικής αντίληψης που καλλιεργήθηκε και συνεχίζει να καλλιεργείται για τα δεινά που βιώνουν οι άνθρωποι και ο πλανήτης. Η εκκλησία για παράδειγμα, στα κηρύγματά της φορτώνει όλα τα δεινά γενικά κι αφηρημένα στο «κακό» και τη δυστυχία σε μια απροσδιόριστη «μοίρα», καλώντας το ποίμνιο να πράξει το «καλό» για να σωθεί η ψυχή του. Αντίστοιχα η εντελώς επιφανειακή προσέγγιση των περιβαλλοντικών προβλημάτων όπως αυτή προβάλλεται από εφημερίδες, περιοδικά, ντοκιμαντέρ και δελτία ειδήσεων, έχει σαν αποτέλεσμα, ο καθημερινός οικολογικά ευαισθητοποιημένος άνθρωπος να πιστεύει ότι τα οικολογικά δεινά οφείλονται σε αφηρημένους παράγοντες («ανθρώπινες δραστηριότητες», «πλεονεξία», «ασυνειδησία» κ.λπ.) κι αντίστοιχα να προσπαθεί να «ξορκίσει» το κακό με ατομικές «καλές»/οικολογικές πράξεις.

 

Εδώ όμως έχουμε άλλο ένα παράδοξο (που είναι  ακόμα ένα «πιάτο» του «μενού» της παραδοξολογίας της οικονομίας της αγοράς) που βιώνουν οι άνθρωποι που ενδιαφέρονται για την οικοκαταστροφή: ενώ από τη μια επαναλαμβάνεται συνεχώς ότι την ευθύνη για το μέλλον του πλανήτη φέρει ο καθένας ατομικά και κάτι πρέπει να κάνει γι’ αυτό, στην πραγματικότητα ο καθένας από μόνος του δε μπορεί να κάνει και πολλά πράγματα. Ειδικά μάλιστα όταν διαπιστώσει την τεράστια δύναμη των πολυεθνικών εταιριών/κολοσσών, τα αλισβερίσια των επαγγελματιών πολιτικών με οικονομικούς κύκλους κ.λπ., «ο καθένας ξεχωριστά» νοιώθει αδύνατος να κάνει κάτι ουσιαστικό για το περιβάλλον. Πέρα όμως από αυτά, είναι το ίδιο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς που αναγκαστικά οδηγεί, για χάρη των κερδών, στην συνεχή «ανάπτυξη» και συγκέντρωση που είναι η βασική αιτία της οικολογικής κρίσης. Όλη η μυθολογία για τις ατομικές ευθύνες σε σχέση με την οικολογική κρίση επομένως, βασικά αποβλέπει στην απενοχοποίηση του κυρίου υπεύθυνου για την οικολογική αλλά και τη γενικότερη πολυδιάστατη κρίση: του συστήματος της οικονομίας της αγοράς και του πολιτικού της συμπληρώματος, της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας».

 

Έτσι, όχι σπάνια, η οικολογική ευαισθησία κάποιων ανθρώπων μετατρέπεται σε απαισιοδοξία που οδηγεί στην παθητικότητα. Το μόνο λοιπόν που απομένει είναι το μερίδιο του καθήκοντος που πιστεύουν ότι τους αναλογεί απέναντι στο περιβάλλον (να ρίχνουν τα χαρτιά στους κάδους ανακύκλωσης κ.λπ.) για να έχουν τη συνείδηση τους καθαρή.[1] Όμως αυτό που προέχει σήμερα, δεν είναι τόσο η ατομική φιλοπεριβαλλοντική συμπεριφορά (παρόλο που κι αυτή είναι σημαντική), αλλά η συλλογική πολιτική και κοινωνική δραστηριότητα. Κι αυτό, γιατί στην οικονομία της αγοράς δεν υφίσταται ποτέ ένα πρόβλημα «από μόνο του». Τουτέστιν, το οικολογικό πρόβλημα είναι άμεσα συνδεδεμένο με πολιτικούς, οικονομικούς κ.λπ. παράγοντες, που αποτελούν συνάμα και τα αίτια του. Αυτό που απαιτείται, είναι η ενεργοποίηση των ανθρώπων κι η ενασχόληση τους με τις κοινές υποθέσεις, συμπεριλαμβανομένων των περιβαλλοντικών. Και πάνω απ’ όλα η στράτευση σ’ ένα κίνημα που θα παλεύει για την αντιμετώπιση των αιτίων κι όχι των συμπτωμάτων της οικολογικής (κι όχι μόνο) κρίσης.

 

Ας έρθουμε όμως σε μια άμεση εκδήλωση της οικολογικής κρίσης που ζήσαμε τραγικά φέτος το καλοκαίρι.

 

Ένα εκατομμύριο καινούργια «δέντρα» στη νότια Ελλάδα 

 

Οι «ειδικοί» επισήμαναν διαφόρων ειδών ελλείψεις σε σχέση με την φετινή καταστροφή:

Ο λόγος της μη ψήφισης ή εφαρμογής διαφόρων μέτρων που έχουν προταθεί ή ψηφιστεί, βρίσκεται και πάλι στο βάζο με τις καραμέλες: «έλλειψη πολιτικής βούλησης», «εκλογικές πελατείες» και άλλα παρόμοια. Όμως πέρα απ’ αυτό, για άλλη μια φορά οι παραπάνω προτάσεις κι εισηγήσεις αφορούν τα συμπτώματα κι όχι τις γεννεσιουργές αιτίες των καταστροφών. Γιατί, είναι αστείο βέβαια να πιστεύει κανείς ότι στο σύστημα που ζούμε οι όποιοι νόμοι θα λειτουργήσουν προληπτικά, αφού η πρόληψη των οικολογικών καταστροφών (αλλά και γενικότερα) δεν είναι πρόβλημα έλλειψης νόμων. Το πρόβλημα είναι η προοδευτικά αυξανόμενη συγκέντρωση της πολιτικής και οικονομικής δύναμης στα χέρια διάφορων ελίτ, που τους δίνει τη δυνατότητα να κόβουν και να ράβουν με βάση το συμφέρον τους. Αυτή η συσσώρευση δύναμης σε συνδυασμό με τα συστήματα αξιών (ατομικισμός, καταναλωτισμός κ.λπ.) και το θεσμικό της συμπλήρωμα (αντιπροσωπευτική «δημοκρατία», «αναπτυξιακές στρατηγικές»  κ.λπ.), συνιστά τη μήτρα της οικοκαταστροφικής κερδολαγνείας, αλλά και των ασυνείδητων αντιπεριβαλλοντικών ατομικών συμπεριφορών.

 

Οι «ειδικοί» λοιπόν, θα πρέπει να μας εξηγήσουν πως είναι δυνατόν να συμβαδίζει η οικονομία ανάπτυξης με την προστασία του περιβάλλοντος, τη στιγμή που εντός της οικονομίας της αγοράς, τα πάντα είναι δυνάμει εκμεταλλεύσιμα/εμπορεύσιμα, ανεξάρτητα αν έτσι καταστρέφεται ο πλανήτης. Ειδικότερα μάλιστα στην Ελλάδα, όπου ο οικοδομικός/κατασκευαστικός  κλάδος ήταν μεταπολεμικά και εξακολουθεί να είναι ένας από τους βασικούς πυλώνες της οικονομίας, σημαντικός πελάτης του οποίου ήταν και είναι ο υπερδιογκωμένος τομέας των υπηρεσιών (βλ. τουριστική ανάπτυξη). Πως είναι δυνατόν όμως να μπει όριο στις εκτάσεις που είναι προς δόμηση, τη στιγμή που όταν επέρχεται ο οικιστικός κορεσμός μιας τουριστικής περιοχής, αυτόματα «στοχοποιείται» μια μη κορεσμένη (όπως αντίστοιχα συμβαίνει με τα αστικά κέντρα). Για παράδειγμα, για ποιο λόγο να μη χτιστούν παραθεριστικές κατοικίες στο δάσος της Δαδιάς και στη Βάλια Κάλντα σε 20-30 χρόνια όταν τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου θα έχουν τσιμεντοποιηθεί κι ασφαλτοστρωθεί πλήρως; Τα ερωτήματα δε γίνεται ν’ απαντηθούν όσο κι αν προσπαθούν οι «ειδικοί», ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι υπάρχει ένα σαφέστατο δασολόγιο και πολύ αυστηροί νόμοι. Κι αυτό, γιατί η ταυτόχρονη συνύπαρξη με την οικονομία ανάπτυξης,  καθιστά αυτόματα δασολόγια και νόμους μερικώς αποτελεσματικούς. Η μόνη διαφορά είναι ότι από την παράνομη καταπάτηση δασικών κ.λπ. εκτάσεων, θα περάσουμε στην «με τζίφρα και σφραγίδα» καταπάτηση[2].

 

Ο τρόπος ζωής που συνεπάγεται το θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς/οικονομίας ανάπτυξης και το συνακόλουθο  σύστημα αξιών , έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη βιωσιμότητα του πλανήτη. Κι αν κάτι μπορεί να γίνει για να αναστραφεί αυτή η κατάσταση, αυτό δεν είναι άλλο από την ανατροπή της οικονομίας της αγοράς και η αντικατάστασή της από ένα άλλο κοινωνικό σύστημα που θα προάγει ένα διαφορετικό τρόπο ζωής και σύστημα αξιών. Κι αυτό πρέπει να γίνει συνείδηση στον καθένα.

 

Κι όμως, παρά το απύθμενο της ματαιότητας να συνταιριαστεί η οικονομική «ανάπτυξη» με την προστασία του πλανήτη, μια ευρεία γκάμα κομμάτων (από δεξιά μέχρι αριστερά) επιμένουν σε φαντασιοπληξίες τύπου «αειφόρου ανάπτυξης» και οι ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Όταν μάλιστα είναι κοινός τόπος, ότι για να φτάσουν και τα 6 δις ανθρώπων να καταναλώνουν όση ενέργεια καταναλώνει ο μέσος πολίτης των ΗΠΑ, απαιτούνται ακόμα δυο πλανήτες ίδιοι με τη Γη. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι οι διάφορες ουτοπίες περί ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, αφορούν αποκεντρωμένες και αυτοδύναμες μικρές κοινότητες και όχι τα σύγχρονα κέντρα συγκέντρωσης του παγκόσμιου πληθυσμού. Κι όλα αυτά τη στιγμή που στοχεύεται έως το 2014, η κατασκευή ενός εκατομμυρίου παραθεριστικών κατοικιών στη νότια Ελλάδα για να πουληθούν σε (κυρίως) βορειοευρωπαίους. Ιδού το μέγεθος της αγωνίας για την τύχη του περιβάλλοντος εντός του οποίου «μεγαλούργησαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι»!

 

Οι πένθιμες κωδωνοκρουσίες της ψευτιάς

 

Πάγια τακτική της ιεραρχικής εξουσίας είναι να φορτώνει τα ανοσιουργήματα της σε λογής-λογής συνομωσίες. Τα πλεονεκτήματα μπόλικα: αποπροσανατολισμός του λαού, καλλιέργεια κλίματος καχυποψίας, εθνική συσπείρωση, πειθαρχία, άλλοθι καταστολής και πάνω απ’ όλα η κυβέρνηση να βγαίνει λάδι.

 

Έτσι, σε συνέχεια της σημερινής νεοταξίτικης προπαγάνδας για την συνομωσία των Ισλαμιστών τρομοκρατών να μας ...εξισλαμίσουν,  ακούσαμε ότι για το καλοκαιρινό ολοκαύτωμα ευθύνονται από ξένους σκοτεινούς πράκτορες, μέχρι…αντεξουσιαστές! Πέρα όμως απ’ τις τακτικές χειραγώγησης, η κυβέρνηση των Ελλήνων έκανε και διάφορα προεκλογικά επικοινωνιακά τερτίπια, για να δείξει ότι «το κράτος δεν αδρανεί». Κατόπιν εορτής βέβαια, όπως πάντα. Κινητοποιήθηκαν στρατιωτικές δυνάμεις, κλιμάκια της Ε.Υ.Π., δόθηκαν άμεσες αποζημιώσεις στους πληγέντες κι άρχισαν να κατασκευάζονται αντιπλημμυρικά έργα. Οι μέχρι πρότινος χοντρόπετσοι καρεκλοκένταυροι εμφανιζόταν στα κανάλια συντετριμμένοι και συνάμα εξυμνούσαν τους καλόγερους που ύψωναν τα εικονίσματα και τον εσταυρωμένο απέναντι στις φλόγες.[3] Την ορχήστρα συμπλήρωναν και τα ΜΜΕ που κρατούσαν το σιγόντο, αλλά και διάφορες επιχειρήσεις που βάλθηκαν να δείξουν κοινωνικό προσωπείο. Έτσι ο ΑΝΤ1 έκανε λόγο για τη «μεγαλύτερη καταστροφή μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο» (ώπα ρε παιδιά, ξεχάσατε κιόλας την Κύπρο!). Οι δε επιχειρήσεις έκαναν διάφορες δωρεές και παροχές. Περιττό βέβαια να πούμε ότι τέτοιου είδους «ευαισθησίες» δεν είναι απλά υποκριτικές, αλλά φανερώνουν ωμό κυνισμό, αφού είναι πασίγνωστο ότι η «κοινωνικές προσφορές» των επιχειρήσεων είναι μια έμμεση διαφημιστική μέθοδος—η αποτελεσματικότερη μορφή διαφήμισης.

 

Και φυσικά, κατά την Αυγουστιάτικη τραγωδία, οι υποψήφιοι είχαν εξαφανιστεί από τα κανάλια για να μη σπαταλήσουν τον τηλεοπτικό χρόνο που τους αναλογεί και χάσουν την προεκλογική τους αυτοπροβολή και υποσχεσιολογία. Πράγμα επόμενο βέβαια, αφού η εκλογή ή επανεκλογή των υποψηφίων εξασφαλίζεται με προεκλογικές υποσχέσεις που στην πράξη αφορούν μια μικρή μόνο μερίδα των ψηφοφόρων (διορισμοί κ.λπ.) κι όχι την πλειοψηφία του λαού, ανεξάρτητα από το αν είναι πυρόπληκτος ή όχι. Ούτε είναι τυχαίο βέβαια, που τις πρώτες μέρες των πυρκαγιών δεν τόλμησε να πάει ούτε ένας πολιτικός στα καμένα χωριά της Πελοποννήσου (όσοι το τόλμησαν «στολίστηκαν» με διάφορα κοσμητικά επίθετα απ’ τους ντόπιους). Να γιατί είναι γιαλαντζί τα ιδεολογήματα περί «δημοκρατικού» πολιτεύματος. Κανονικά, δε θα ‘πρεπε οι πολίτες να θέλουν καλοπροαίρετα τις επισκέψεις των πολιτικών που έχουν εκλέξει, στα αναξιοπαθούντα χωριά τους; Γιατί διάολε έβγαιναν αγανακτισμένοι οι πυρόπληκτοι λέγοντας «μην τολμήσει να πατήσει το πόδι του πολιτικός στο χωριό μας»; Επειδή έχουμε «ευνομούμενη πολιτεία» και «ο λαός έχει την εξουσία», ή μήπως επειδή έχει καταλάβει τη μασκαράτα των πολιτικών; Είναι τυχαίο που σε δημοσκόπηση το 50% των ψηφοφόρων δήλωσε ότι ψηφίζει κάποιο κόμμα όχι γιατί το θεωρεί αξιόπιστο, αλλά γιατί δε βλέπει κάποια άλλη εναλλακτική λύση; Ας τα βλέπουν αυτά κάποιοι μεταμοντέρνοι αυτοαποκαλούμενοι «αυτόνομοι» ή «αντεξουασιαστές» που επιμένουν ότι δε χρειάζεται πολιτικό πρόταγμα, αλλά και κάποιοι που εμμένουν ακόμα σε σοβιετικά μοντέλα και σε συμμετοχή στις βουλευτικές εκλογές…

 

Μεταβατικές προτάσεις για μια Οικολογική Δημοκρατία

 

Από τα παραπάνω, εύλογα συμπεραίνει κανείς ότι οι προτάσεις της Περιεκτικής Δημοκρατίας δεν έχουν να κάνουν ούτε με τις διαταξικές κοτσάνες περί «ατομικής ευθύνης» που πλασάρουν οι ελίτ μέσω των ΜΜΕ και των εκπαιδευτικών συστημάτων, ούτε με κάποια στρατηγική εκ των έσω «διόρθωσης» του συστήματος. Με βάση τη συλλογιστική της Περιεκτικής Δημοκρατίας, για να ξεπεραστεί τόσο η οικολογική κρίση που χειροτερεύει συνεχώς όσο και η πολιτική, οικονομική και γενικότερη κοινωνική κρίση  πρέπει να ξεπεραστεί και ν’ ανατραπεί το ίδιο το σύστημα. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί όχι μόνο με αμυντικούς αγώνες για άμεσα αιτήματα και δράσεις (π.χ. αγώνες εναντίον εταιριών που μολύνουν, για καθαρό νερό και αέρα, για υγιεινά τρόφιμα κ.λπ.), αλλά -το κυριότερο- και με επιθετικούς αγώνες για το κτίσιμο νέων θεσμών και αξιών που επανενσωματώνουν την κοινωνία στην Φύση.  Τέτοιοι αγώνες είναι οι αγώνες για  την ανάκτηση κοινών χωρών (ακτών, δασών κ.λπ.), αλλά και για την ανάπτυξη εναλλακτικών αμεσοδημοκρατικών πολιτικών θεσμών και αυτοδιαχειριζόμενων οικονομικών θεσμών, που θα βρίσκονται υπό των άμεσο έλεγχο των αμεσοδημοκρατικών συνελεύσεων των πολιτών και των εργαζόμενων αντίστοιχα και θα δημιουργούν από την ιδία τη φύση τους ένα νέο ήθος που είναι απαραίτητο για την ανατροπή των σημερινών εξουσιαστικών σχέσεων πάνω στη Φύση. 

 

Ειδικά, όσον αφορά τα μέτρα πρόληψης και αντιμετώπισης καταστροφών από πυρκαγιές δασών θα μπορούσαμε να προτείνουμε:

 

Οι βραχυπρόθεσμοι αλλά και οι μακροπρόθεσμοι αγώνες αποσκοπούν στο να γίνει συνείδηση ότι δάση, περιβάλλον κ.λπ. απαιτούν υπεύθυνη στάση από όλους απέναντι στη φύση και την κοινωνία και δεν εναπόκειται σε «ειδικούς» κι «αντιπροσώπους» η τύχη τους. Αυτό συνεπάγεται αυτοδιαχείριση των δασών και του φυσικού πλούτου γενικότερα από τους πολίτες και επομένως στην πράξη εμπλοκή όλων των πολιτών στην υπόθεση πυρόσβεση, δασοπροστασία κλπ.

 

Πιο συγκεκριμένα στο μεταβατικό στάδιο:

Τα μέτρα και οι προτάσεις που αναπτύχθηκαν παραπάνω δεν αποτελούν μακροπρόθεσμες λύσεις αλλά μπορούν και αποτελούν τον πυρήνα μιας μεταβατικής στρατηγικής  στα πλαίσια του προτάγματος της Περιεκτικής Δημοκρατίας και με στόχο την εφαρμογή τους σε Δήμους  που οι πολίτες θα έχουν αναλάβει την αυτοδιαχείριση τους,  με βάση ένα πρόγραμμα που στα πλαίσια αυτά θα έχουν διαμορφώσει. Είναι προφανές, ότι η ανάλυση της ΠΔ για αίτια της πολυδιάστατης κρίσης και εν προκειμένω της καταστροφής του περιβάλλοντος ―στην οποία μας οδηγεί η οικονομία ανάπτυξης― δεν είναι εξωπραγματική, αφού είναι ορατό πλέον ότι οι διάφορες ευκαιριακές ανασυγκροτήσεις και μεταλλάξεις στον τομέα αυτό (οργανισμών, φορέων ή και τρόπων αντιμετώπισης των φαινομένων) λειτουργούν ως άλλοθι του συστήματος για τούτη ή την άλλη καταστροφική συνέπεια ή δραστηριότητα π.χ. Από την σύσταση του Ελληνικού Κράτους μέχρι σήμερα,  ο τομέας της αντιμετώπισης των καταστροφών από φυσικά ή τεχνολογικά αίτια  έχει μετονομασθεί περίπου 10 φορές, ενώ έχει αλλάξει πολιτικό φορέα (υπουργείο) άλλες τόσες. Σημαντικό είναι εδώ να τονίσουμε, ότι σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία κάθε αλλαγή ονόματος του φορέα, από την αρχική της μορφή ως «Λόχος Πυροσβεστών» μέχρι την σημερινή της ως «Πυροσβεστικό Σώμα», συντελούνταν πάντα μετά από μια μεγάλη καταστροφή και μετά από την  κατακραυγή των πολιτών ή κατά περίπτωση της απαίτησης των ελίτ. Αντίστοιχα σήμερα η αλλαγή παρατηρείται όχι στον ίδιο το φορέα, αλλά μεταξύ των Υπουργείων με εναλλαγές των αρμοδιοτήτων από το Εσωτερικών στο Δημόσιας Τάξης και αντίστροφα. Τελευταία  σημαντικό ρόλο στην μεταφορά της δασοπυρόσβεσης από το Υπουργείο Γεωργίας και την Δασική Υπηρεσία στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης και το Πυροσβεστικό Σώμα, έπαιξε και η πρόθεση της σοσιαλφιλελεύθερης τότε κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ να αντικαταστήσει μέρος των αριθμητικών αναγκών σε πυροσβέστες, που απαιτούσε και η αλλαγή αυτή, με τον θεσμό του Πυροσβέστη Μερικής Απασχόλησης εισάγοντας και εδώ τις ελαστικές σχέσεις εργασίας. Έτσι  φθάνουμε κάθε φορά σε ένα νέο τοπίο  που το συνθέτουν απώλειες ανθρώπων, δασικού πλούτου και γενικής περιβαλλοντικής καταστροφής που σύντομα αντικαθίσταται από τα αποτελέσματα της ανάπτυξης . Για όλα αυτά οι «ειδικοί» των ΜΜΕ επαίρονται πως ανακάλυψαν(!) και ξέρουν τον ένοχο στο πρόσωπο του δείνα Υπουργού, του τάδε Αρχηγού, ή και του «ανώνυμου» πυροσβέστη που βλέπει να αμφισβητείται ευθέως πολλές φορές η επαγγελματική του επάρκεια και να διακυβεύεται η προσωπική του αξιοπρέπεια από  ένα καλά στημένο συγκρουσιακό τοπίο που «δικαιολογεί» έναν έτοιμο ρόλο στον  παθητικό πολίτη, αλλά και που αποκαλύπτει ολοένα και πιο καθαρά μια πραγματικότητα που πρέπει να αλλάξουμε. 

 

Συμπεράσματα

 

«Πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι» λέει ο λαός μας. Πράγμα που ισχύει 100% και για την οικονομία της αγοράς. Για την οποία δεν υπάρχει περίπτωση ούτε να «διορθωθεί» ούτε να «βελτιωθεί». Η οικονομία της αγοράς δε μπορεί ούτε να «πρασινίσει» ούτε να γίνει πραγματικά φιλοπεριβαλλοντική, όπως υποστηρίζουν οι ρεφορμιστές Οικολόγοι-Πράσινοι και τα μητρικά Ευρωπαϊκά Πράσινα κόμματα που όχι μόνο, μετά από χρόνια συμμετοχής  στην εξουσία, δεν κατάφεραν το παραμικρό σε σχέση με την επίλυση του κυριότερου οικολογικού προβλήματος που απειλεί σήμερα τον πλανήτη, της κλιματικής αλλαγής ως αποτέλεσμα του φαινομένου του θερμοκηπίου, αλλά και στήριξαν τους εγκληματικούς πολέμους της υπερεθνικής ελίτ στη Γιουγκοσλαβία, το Αφγανιστάν, τον πόλεμο κατά της «τρομοκρατίας» κλπ.

 


 

[1] Ένα παρόμοιο παρεπόμενο αφορά μια άλλη πλευρά της κακώς εννοούμενης «οικολογικής» συνείδησης. Για την ακρίβεια δεν πρόκειται ούτε καν για ψήγμα οικολογικής συνείδησης, αλλά για χόμπι. Μ’ άλλα λόγια, κάθε άλλο παρά οικολογική συνείδηση προάγουν οι διάφοροι «φιλοζωικοί» σύλλογοι που ασχολούνται με τα δικαιώματα των ζώων. «Ζώα» βέβαια θεωρούνται κατά βάση οι σκύλοι και οι γάτες. Για τα υπόλοιπα (ζώα και μη)… έχει ο θεός! Τώρα, τι σόι «φιλόζωος» είναι αυτός που έχει φυλακισμένο το σπίνο στο κλουβί  και το λυκόσκυλο στο μπαλκόνι 23½ ώρες το 24ωρο, είναι άξιο απορίας.

[2] Επίσης, η απουσία οργανωμένου μακροχρόνιου πολεοδομικού σχεδιασμού, είχε σαν αποτέλεσμα μεγάλο μέρος των καταπατήσεων να γίνονται από φτωχούς που προσπαθούσαν να λύσουν το οικιστικό τους πρόβλημα με κάθε τρόπο.

[3] Εδώ βέβαια εγείρεται ένα θεολογικής φύσεως ερώτημα: στην περίπτωση που υποθέσουμε ότι τις φλόγες τις έστειλε ο θεός, είναι ή όχι η χειρότερη ιεροσυλία να εναντιώνονται στο θέλημα του οι επί γης επιτετραμμένοι του και μάλιστα αντιπαραθέτοντας τα ίδια τα θεϊκά σύμβολα;

[4] βλέπε περιοδικό «Περιεκτική Δημοκρατία»  τεύχη 10, 11, 13.