Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 16, Σεπτέμβρης-Δεκέμβρης 2007
Το τέλος των παραδοσιακών αντισυστημικών κινημάτων και η ανάγκη για ένα νέου τύπου αντισυστημικό κίνημα σήμερα (Μέρος Β)*
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
3. «Παλαιά» αντισυστημικά κινήματα
Στην παρούσα ενότητα θα συζητήσουμε τις δυο κύριες μορφές των «παλαιών» αντισυστημικών κινημάτων οι οποίες γεννήθηκαν στο πλαίσιο του διχασμού ανάμεσα στον κρατικιστικό και τον ελευθεριακό σοσιαλισμό –ενός διχασμού που έφτασε στην κορύφωση του με τη διαμάχη ανάμεσα στον Marx και τον Bakunin στην Πρώτη Διεθνή. Σήμερα, σχεδόν ενάμιση αιώνα από αυτήν τη διαμάχη, το σοσιαλιστικό πρόταγμα πνέει τα λοίσθια μετά την κατάρρευση και των δύο εκδοχών του κρατικιστικού σοσιαλισμού (τη μορφή του σοσιαλισμού που είναι κυρίαρχη ανάμεσα στα σοσιαλιστικά κινήματα από τότε) δηλ. τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» στην Ανατολή και την σοσιαλ-δημοκρατία στην Δύση. Επιπλέον, παρά το γεγονός ότι ο ελευθεριακός σοσιαλισμός δεν έχει ακόμα δοκιμαστεί, (εφόσον η πιο σοβαρή προσπάθεια να υλοποιηθούν οι αρχές του κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφύλιου πόλεμου καταπνίγηκε από τις φασιστικές ορδές που ενεργούσαν κάτω από την ανεκτική ματιά των Δυτικών «δημοκρατιών»), η κατάρρευση της κρατικιστικής εκδοχής του σοσιαλισμού δεν οδήγησε σε μια αναβίωση της ελευθεριακής εκδοχής. Αντίθετα, το θεσμικό πλαίσιο που καθορίζεται από τη νεωτερικότητα (δηλ. την οικονομία της αγοράς και τη φιλελεύθερη «δημοκρατία») έχει καταστεί παγκόσμιο, συνεπώς, η χρόνια πολυδιάστατη κρίση (πολιτική, οικονομική, οικολογική, κοινωνική και πολιτιστική) η οποία προέκυψε με την εμφάνιση του συγκεκριμένου θεσμικού πλαισίου έχει επίσης καθολικευθεί και επιδεινωθεί.
Τα αντισυστημικά κινήματα είναι σε μεγάλο βαθμό προϊόντα της νεωτερικότητας. Ήταν ο διαχωρισμός της κοινωνίας από την πολιτεία και την οικονομία, τον οποίο σηματοδότησε η νεωτερικότητα, αυτός που δημιούργησε –για πρώτη φορά στην Ιστορία– ένα «σύστημα» ελεγχόμενο από πολιτικές και οικονομικές ελίτ. Η εμφάνιση των αντίστοιχων οργανωμένων κοινωνικών κινημάτων εναντίον του συστήματος, δηλ. εναντίον του ελέγχου της πολιτικής και οικονομικής δύναμης από τις ελίτ, ήταν κατά συνέπεια αναπόφευκτη. Έτσι, στα μέσα του 19ου αιώνα, εμφανίστηκαν τα πρώτα αντισυστημικά κινήματα όταν ομάδες ανθρώπων αναμεμιγμένων σε αντισυστημική δράση άρχισαν να δημιουργούν ένα νέο θεσμό: την διαρκή πολιτική οργάνωση με μέλη, και συγκεκριμένους πολιτικούς στόχους. Στην πραγματικότητα, όπως σημειώνουν ο Arrighi κ.α.[50] τα μαθήματα που οι καταπιεσμένες ομάδες διδάχθηκαν από τις εξεγέρσεις του 1848, δηλ. ότι «περιστασιακές» εξεγέρσεις δεν είναι ικανές να πετύχουν το συστημικό μετασχηματισμό, ήταν εκείνο που οδήγησε στη δημιουργία των πρώτων οργανωμένων αντισυστημικών κινημάτων.
Ήταν καθαρό την εποχή εκείνη ότι αφού τα κράτη μπορούσαν να ελέγχουν τις μάζες και οι κυρίαρχες ελίτ μπορούσαν να ελέγχουν τα κράτη, μια σοβαρή προσπάθεια κοινωνικής αλλαγής θα απαιτούσε αντι-οργανώσεις –τόσο στο πολιτικό όσο και στο πολιτιστικό επίπεδο. Το γεγονός ότι αυτά τα πρώτα αντισυστημικά κινήματα ήταν οργανωμένα σε γραφειοκρατική βάση, η οποία αργότερα οδήγησε στον μπολσεβίκικο απολυταρχισμό, δεν κάνει βέβαια περιττή –όπως πιστεύουν οι υποστηρικτές της δράσης για την δράση σήμερα― την ανάγκη τα αντισυστημικά ρεύματα να οργανώνονται ως κοινωνικά κινήματα με τους δικούς τους μακροπρόθεσμους στόχους, στρατηγική και μέσα για να τους επιτύχουν. Στην πραγματικότητα, εκείνο το οποίο μας διδάσκουν αυτές οι εμπειρίες είναι ότι για να πετύχουμε μια πραγματική δημοκρατική κοινωνία απαιτείται ένα δημοκρατικό κίνημα διαφορετικής μορφής.
Η κατάρρευση του σοσιαλιστικού κρατισμού ως αντισυστημικού κινήματος
Όπως υπαινιχθήκαμε στην προηγούμενη ενότητα, η πτώση του σοσιαλιστικού κρατισμού και τα αντισυστημικά κινήματα γύρω από αυτό ξεκίνησαν πολύ πριν την πραγματική κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας στη Δύση και του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στην Ανατολή. Ο αποδεκατισμός της τάξης των χειρονακτών εργατών ήταν ο «αντικειμενικός» παράγοντας ο οποίος, μαζί με την παρακμή της εργατικής αλληλεγγύης (ο «υποκειμενικός» παράγοντας) ―κυρίως εξαιτίας της βαθμιαίας μετατροπής των ενεργών πολιτών και εργατών σε παθητικούς καταναλωτές– οδήγησε στην ραγδαία πτώση του εργατικού κινήματος την εποχή της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας και, ακόμα περισσότερο, των αντισυστημικών κινημάτων που βασίζονταν στον κρατικιστικό σοσιαλισμό, τα οποία πάντα στηριζόντουσαν στο εργατικό κίνημα ως το «επαναστατικό υποκείμενο». Έτσι, οι παραδοσιακές πολιτικές εκφράσεις του κρατικιστικού σοσιαλισμού, τα κομουνιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, έχουν εισέλθει σε μια περίοδο τελικής παρακμής από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, όταν η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση άρχισε να επικρατεί. Τότε, διάφορα κομουνιστικά κόμματα στη Δυτική Ευρώπη, σε μια προσπάθεια να επιβραδύνουν ή ακόμα και να αντιστρέψουν την εκλογική τους πτώση, επιχείρησαν να διευρύνουν την εκλογική τους βάση προσελκύοντας τμήματα της ακμάζουσας μεσαίας τάξης, υιοθετώντας την «ευρωκομμουνιστική» θέση –μια θέση, η οποία σηματοδοτούσε όχι απλά την ανεξαρτησία από το σοβιετικό κομμουνιστικό κόμμα αλλά, ακόμα σημαντικότερο, μια τάση προς τον σοσιαλδημοκρατικό ρεφορμισμό. Εντούτοις, γρήγορα έγινε αντιληπτό ότι αυτή η προσπάθεια να προσελκύσουν τμήματα της διευρυνόμενης μεσαίας τάξης ήταν ανώφελη, ιδιαίτερα εφόσον αναπόφευκτα συνοδευόταν από την απώλεια της παραδοσιακής εργατικής υποστήριξης. Όπως υπογράμμιζε ένας γνωστός κρατιστής σοσιαλιστής στα τέλη της δεκαετίας του ’80, «τα κινήματα μας, τα κλασικά σοσιαλιστικά ή κομουνιστικά εργατικά κόμματα, γεννήθηκαν σε μια συγκεκριμένη εποχή που τώρα έχει περάσει»[51]. Τον ίδιο καιρό, η πτώση του εργατικού κινήματος τη δεκαετία του ’80, σε συνδυασμό με την αλλαγή στις συστημικές παραμέτρους που αναφέραμε προηγουμένως, οδήγησε παλιά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα όπως το γερμανικό και το αγγλικό σε μια απότομη στροφή προς τα Δεξιά και στην εγκατάλειψη των παραδοσιακών σοσιαλδημοκρατικών στόχων (κοινωνικοποίηση των μέσων της παραγωγής, οικονομική ισότητα, πλήρης απασχόληση μέσω (του) άμεσου ελέγχου της οικονομίας κ.λπ) υπέρ ‘σοσιαλ-φιλελεύθερων’ στόχων (δηλ. ιδιωτικοποιήσεις αντί εθνικοποιήσεις, δίκτυα ασφαλείας αντί κράτος πρόνοιας, «ενδυνάμωση» των αδυνάτων αντί για πολιτικές πλήρους απασχόλησης κ.τ.λ.)
Ωστόσο, το κατακλυσμικό γεγονός, το οποίο οδήγησε στην τελική κατάρρευση του κρατικιστικού σοσιαλιστικού κινήματος, ήταν το τέλος του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Έτσι, οι περισσότεροι υποστηρικτές του αντισυστημικού κρατικιστικού σοσιαλισμού αντί να μάθουν τα μαθήματα από την αποτυχία του κρατικιστικού σοσιαλισμού, είτε εγκατέλειψαν κάθε αντισυστημικό στόχο για τα καλά, ή απλά κάλυψαν αυτήν την επιλογή κάτω από το γνωστή στρατηγική του «λαϊκού μετώπου» γύρω από ρεφορμιστικά αιτήματα. Ένα τυπικό παράδειγμα είναι ο Eric Hobsbawm ( ο οποίος –εδώ και πολλά χρόνια― προφήτευε το τέλος της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας, προσελκύοντας τα ειρωνικά σχόλια ακόμα και της ανανεωμένης New Left Review[52]) για τον οποίον η χωρίς αγορά και χωρίς χρήμα «ουτοπία» των παλαιών σοσιαλιστών συμπεριλαμβανομένου του Marx δεν μπορούσε να διατηρηθεί πια[53].
σοσιαλιστές όλων των ειδών έχουν πάψει να πιστεύουν στην πιθανότητα μιας οικονομίας χωρίς καθόλου αγορά (...) η συζήτηση ανάμεσα σε φιλελεύθερους και σοσιαλιστές σήμερα (...) αφορά τα όρια του καπιταλισμού και της ανεξέλεγκτης από τη δημόσια δράση αγοράς (...) εν ολίγοις, η διαφορά μεταξύ φιλελεύθερων και σοσιαλιστών σήμερα δεν αφορά το σοσιαλισμό αλλά τον καπιταλισμό (...) τόσο οι σοσιαλιστές όσο και οι φιλελεύθεροι (με εξαίρεση τους νεοφιλελεύθερους θεολόγους) αποδέχονται σε γενικές γραμμές μια μεικτή οικονομία
Σήμερα, οι περισσότεροι μαρξιστές έχουν ενταχθεί σε διάφορες μορφές μεταμοντερνισμού αρνούμενοι κάθε ιδέα ενός «καθολικού» αντισυστημικού προτάγματος. Επιπλέον, ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίο ο μεταμοντερνισμός θεωρείται δεδομένος από όλες τις τάσεις της κρατικιστικής Αριστεράς είναι ότι, ακόμα και όταν οι περισσότερο ‘ορθόδοξοι’ μαρξιστές καταδικάζουν την ολοκληρωτική απόρριψη των αντισυστημικών προταγμάτων, εξακολουθούν να συμφωνούν με το αξίωμα ότι ο μεταμοντερνισμός δεν μπορεί να χτυπηθεί από τα έξω αλλά μόνον από τα μέσα και υιοθετούν τη θέση ότι οι μόνες βιώσιμες μοντέρνες αριστερές πολιτικές σήμερα θα μπορούσαν να αναπτυχθούν μέσα από τον ίδιο τον μεταμοντερνισμό[54]. Εντούτοις, πολλοί στην κρατικιστική αριστερά όχι μόνο θεωρούν δεδομένο το μεταμοντερνισμό αλλά επίσης και το υποτιθέμενο ανέφικτο της οικοδόμησης οποιουδήποτε «αξιόπιστου», εναλλακτικού προς τη νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα, συστήματος. Έτσι, ο Jeffrey Isaac[55] βολικά αγνοεί (ή σιωπηρά χαρακτηρίζει ως «μη αξιόπιστες») τις ιδέες που πρόσφατα προωθήθηκαν από την ελευθεριακή Αριστερά για μια συνολικά εναλλακτική λύση στον καπιταλισμό:[56]
Η αφελής πίστη σε ένα μέλλον χωρίς εμπορεύματα, υπεραξία, εκμετάλλευση και αποξένωση δεν είναι πλέον δυνατή (...) δεδομένης της Ιστορίας που κληρονομήσαμε και του κόσμου τον οποίο δημιούργησαν οι άνθρωποι δεν υπάρχει κάποια αξιόπιστη συνολική εναλλακτική λύση προς τον καπιταλισμό (...) δεν υπάρχει ούτε κάποια αξιόπιστη ιδέα όσον αφορά το τι θα μπορούσε να τον αντικαταστήσει ούτε κάποιο αξιόλογο ποσοστό της ανθρωπότητας που να δεσμεύεται σε μία «καθολική» εναλλακτική λύση.
Αλλά, όσον αφορά το επιχείρημα ότι δεν υπάρχει αυτή την στιγμή ένα αξιόλογο ποσοστό της ανθρωπότητας που να δεσμεύεται σε οποιαδήποτε «καθολική» εναλλακτική λύση, αυτό είναι μόνο εν μέρει αλήθεια. Με άλλα λόγια, όπως δείχνει η ανάπτυξη ορισμένων ρευμάτων μέσα στο κίνημα της αντι-παγκοσμιοποίησης, υπάρχει σίγουρα ένα αυξανόμενο αντι-καπιταλιστικό κίνημα, ακόμα και αν αυτή τη στιγμή δεν υιοθετεί μια συγκεκριμένη εναλλακτική «καθολική» εναλλακτική λύση προς αυτόν[57]. Επιπλέον, φαίνεται ότι όσοι υποστηρίζουν τέτοιες απόψεις δεν γνωρίζουν το γεγονός ότι χρειάστηκαν πολλά χρόνια μέχρις ότου το πρώιμο αντικαπιταλιστικό κίνημα ―το οποίο αναπτύχθηκε μετά την εγκαθίδρυση της οικονομίας της αγοράς― να υιοθετήσει μια συγκεκριμένη καθολική εναλλακτική λύση προς τον καπιταλισμό[58].
Τέλος, άλλη μια επιβεβαίωση της κατάρρευσης του σοσιαλιστικού κρατισμού ως αντισυστημικού κινήματος (αν χρειάζεται και άλλη τέτοια επιβεβαίωση!) είναι ότι ακόμα και αυτό που έχει ευρέως χαρακτηριστεί ως «το νέο κομμουνιστικό μανιφέστο» δηλ. η «αυτοκρατορία» των Hardt και Negri, καταλήγει όχι υπέρ της οικοδόμησης ενός νέου αντισυστημικού κινήματος με σαφείς στόχους και μέσα, όπως έκανε το αυθεντικό Κομμουνιστικό Μανιφέστο, αλλά υπέρ της παγκόσμιας «αντίστασης» εναντίον μιας νεφελώδους «αυτοκρατορίας» (η οποία δεν διαθέτει κάποιο επίκεντρο με τη μορφή μιας, ας πούμε, υπερεθνικής ελίτ, ή ακόμα και μιας υπερεθνικής καπιταλιστικής τάξης) στη βάση ενός συνόλου ρεφορμιστικών αιτημάτων. Ακόμα, οι συγγραφείς δεν διστάζουν να κλείσουν το βιβλίο τους εξυμνώντας τη «χαρά του να είναι κανείς κομουνιστής» ―με τον κομμουνιστή ακτιβιστή να παρομοιάζεται από τους Hard και Negri με τον άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης, που τυχαίνει επίσης να είναι το είδωλο της κ. Θάτσερ!
Εκείνο, ωστόσο, που είναι ειρωνικό και την ίδια στιγμή ανησυχητικό για το μέλλον της εναλλακτικής ελευθεριακής παράδοσης είναι η ανάπτυξη ενός παρόμοιου ‘πραγματισμού’ μεταξύ διάφορων ρευμάτων της ελευθεριακής Αριστεράς, όπως θα επιχειρήσουμε να δείξουμε στην συνέχεια.
Η χρεοκοπία του αναρχισμού ως αντισυστημικού κινήματος
Η παρακμή του αναρχικού κινήματος (το οποίο, σχεδόν εξ’ ορισμού, ήταν πάντα αντισυστημικό χωρίς να έχουν καταγραφεί στο παρελθόν σημαντικές ρεφορμιστικές τάσεις στο εσωτερικό του) ξεκίνησε νωρίτερα από αυτήν του σοσιαλιστικού κρατικιστικού κινήματος. Ιστορικά η τελευταία σημαντική εμφάνιση αυτού του κινήματος ήταν στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο όταν και νικήθηκε από τις φασιστικές δυνάμεις (συχνά με τη σημαντική συμβολή ―για τους δικούς τους λόγους― των σοσιαλιστών κρατιστών) σφραγίζοντας τη μοίρα του ως ένα μαζικό αντισυστημικό κίνημα. Στη μεταπολεμική περίοδο, αν εξαιρέσουμε τα γεγονότα του Μάη του ’68 και το σημερινό κίνημα της αντι-παγκοσμιοποίησης (όπου εμφανίστηκαν κάποια ρεύματα τα οποία θα μπορούσαν να σημαίνουν την ανάδυση ενός νέου δημοκρατικού κινήματος, σημαντικά επηρεασμένου από ελευθεριακές ιδέες αλλά χωρίς να συγκροτούν με κανέναν τρόπο άλλη μια έκφραση του αναρχικού κινήματος) το αναρχικό κίνημα τεμαχίστηκε και περιθωριοποιήθηκε, ενώ τελευταία σημαντικά κομμάτια του γίνονται ακόμα και ρεφορμιστικά. Όλα αυτά, τη στιγμή ακριβώς που, για πρώτη φορά στην Ιστορία μετά τη διάσπαση της Πρώτης Διεθνούς, το αναρχικό κίνημα είχε μια πραγματική ευκαιρία να «πάρει την εκδίκηση του» και να επικρατήσει επί του κρατικιστικού σοσιαλισμού.
Στην περίοδο μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, ο αναρχισμός ως σημαντικό κίνημα έχει σχεδόν εξαφανιστεί και ήταν μόνο στη δεκαετία του ’60 που κάποιες σχετικά σημαντικές εκδηλώσεις του άρχισαν να εμφανίζονται. Στην Γαλλία, οι Καταστασιακοί, χωρίς να αποτελούν ένα κανονικό αντισυστημικό κίνημα με την έννοια που ορίστηκε παραπάνω[59] (δηλ. ένα μαζικό κίνημα με καθαρούς αντισυστημικούς στόχους και στρατηγική) αλλά περισσότερο ένα πολιτιστικό κίνημα, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απομυθοποίηση κάποιων πτυχών του «συστήματος» και ιδιαίτερα του ρόλου του καταναλωτισμού στην αναπαραγωγή του. Στην Ιταλία, παρά τις κάποιες μικρές μεταπολεμικές αναβιώσεις του αναρχισμού ανάμεσα σε απογοητευμένους εργάτες, η Νέα Αριστερά την δεκαετία του ’60 κυριαρχούνταν από την κρατικίστικη Αριστερά, και σήμερα σημαντικά αναρχικά ρεύματα μέσα στο κίνημα της αντι-παγκοσμιοποίησης, όπως το Ya Basta!,[60] είναι καθαρά ρεφορμιστικά. Δεν προκαλεί επομενως έκπληξη το γεγονός ότι, ένα από τα λίγα εναπομείναντα αναρχικά περιοδικά στην Ιταλία, το Libertaria, διαφημίζει ακόμα και το καθαρά ρεφορμιστικό κίνημα των Ζαπατίστας (η βασική πηγή έμπνευσης του Ya Basta!) επειδή υποτίθεται ότι προτείνει «ένα νέο κοινωνικό μοντέλο που βασίζεται στην αυτοδιεύθυνση και την άμεση δημοκρατία»[61]. Όλα αυτά, παρά το γεγονός ότι το κίνημα των Ζαπατίστας δεν αμφισβήτησε ποτέ την ίδια την οικονομία της αγοράς, αλλά απλά απορρίπτει το νεοφιλελευθερισμό, ενώ ο ίδιος ο υποδιοικητής Marcos έχει δηλώσει ότι «στη νέα σχέση που προτείνουμε, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία θα είναι περισσότερο ισορροπημένη και θα εμπλουτιστεί με την άμεση δημοκρατία»![62] Στην Ολλανδία, το ενδιαφέρον πείραμα να αρχίσει η κοινωνική αλλαγή από τα κάτω (ακόμα και με συμμετοχή στις τοπικές εκλογές) έληξε όταν οι Provos και οι Kabouters τελικά απορροφήθηκαν από την ελευθεριακή πτέρυγα των Πράσινων. Στη Βρετανία, οι δυο κύριες τάσεις στη μεταπολεμική περίοδο ήταν ο αναρχο-συνδικαλισμός και ο «life-style αναρχισμός» αλλά, με την με την τελική εξαφάνιση του πρώτου, ο life-style αναρχισμός, μαζί με τον οικο-αναρχισμό και τις τάσεις της άμεσης δράσης, είναι σήμερα κυρίαρχες. Ωστόσο, οι Reclaim the Streets, που έχουν αναμιχθεί έντονα με το κίνημα της αντι-παγκοσμιοποίησης, μοιάζουν να ξεπερνούν τον «βρετανικό πραγματισμό» που έχει οδηγήσει στο αδιέξοδο του life-style αναρχισμού, παρόλο που δεν έχουν ακόμη προχωρήσει στο επόμενο βήμα, δηλ. να λειτουργήσουν ως καταλύτης για ένα νέο αντισυστημικό κίνημα σε αυτή την χώρα.
Παρόμοια, στις ΗΠΑ, οι αναρχικοί σήμερα είναι κυρίως επηρεασμένοι από τον Life-style αναρχισμό, τον ανορθολογισμό (δες π.χ. τις οικο-ελευθεριακές τάσεις όπως η Βαθιά Οικολογία) και τις αυξανόμενες μεταμοντέρνες τάσεις. Αλλά, ας δούμε εν συντομία αυτές τις τάσεις, οι περισσότερες από τις οποίες. κατά τη γνώμη μας, σηματοδοτούν καθαρά το τέλος του αναρχισμού ως αντισυστημικού κινήματος. Στην πραγματικότητα, κάποιος θα συμφωνούσε ότι η μόνη τάση η οποία έχει ένα καθαρά αντισυστημικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι προσπαθεί να χτίσει ένα προγραμματικό αντισυστημικό κίνημα, είναι η Κοινωνική Οικολογία/Κομουναλισμός του Μάραιη Μπούκτσιν (για να την ξεχωρίσουμε από διάφορα υβρίδια, με ποιο χαρακτηριστικό αυτό του John Clark[63] το οποίο δεν έχει να κάνει τίποτα με μια αντισυστημική τάση) που μερικές φορές αποκαλείται συνομοσπονδιακός κοινοτισμός (confederal municipalism), ελευθεριακός κοινοτισμός και τελευταία κομουναλισμός (communalism). O Μπούκτσιν πάντα τόνιζε ότι προκειμένου να αλλάξουμε την κατεύθυνση της κοινωνίας προς μια ελευθεριακή οδό, θα χρειαστεί να χτίσουμε ένα αντισυστημικό και συνεκτικό πρόταγμα και ότι το κυρίαρχο πρόβλημα είναι να αλλάξουμε την δομή της κοινωνίας ώστε οι άνθρωποι να κερδίσουν δύναμη. Επιπλέον, επέμενε ότι ο καλύτερος χώρος για να το κάνουμε είναι η τοπικη κοινωνια ―η πόλη, η κωμόπολη και το χωριό― όπου έχουμε την δυνατότητα να δημιουργήσουμε μια πρόσωπο-με-πρόσωπο δημοκρατία. Αλλά, αντίθετα με τους ευσεβείς πόθους των κύριων τάσεων στα σημερινά αναρχικά κινήματα, πάντα επέμενε ότι:[64]
Οι άνθρωποι δεν θα επιτύχουν ποτέ αυτού του είδους την πρόσωπο-με-πρόσωπο δημοκρατική κοινωνία αυθόρμητα. Ένα σοβαρό και αφοσιωμένο κίνημα είναι απαραίτητο να παλέψει για το σκοπό αυτό. Και για να κτίσουν αυτό το κίνημα, οι ριζοσπάστες αριστεριστές χρειάζεται να αναπτύξουν μια οργάνωση που ελέγχεται από τη βάση, ώστε να μην παράγουμε άλλο ένα μπολσεβίκικο κόμμα. Πρέπει να σχηματιστεί αργά σε τοπική βάση, πρέπει να είναι συνομοσπονδιακά οργανωμένο, και μαζί με τις λαϊκές συνελεύσεις, θα οικοδομήσει την αντίσταση στην υπάρχουσα δύναμη, το κράτος και την ταξική εξουσία.
Εντούτοις, αυτές δεν είναι οι απόψεις που κυριαρχούν μεταξύ των Αμερικανών, ή γενικότερα ανάμεσα στους Αγγλοσάξονες αναρχικούς, όπως ο ίδιος ο Bookchin αναγνώρισε όταν στα τελευταία του χρόνια σταδιακά απομακρύνθηκε από το αναρχικό κίνημα (το οποίο, ωστόσο, επιχείρησε, να ανανεώσει περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο διανοητή του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα) και κατηγορηματικά καταδίκασε τον ατομικιστικό αναρχισμό, το μεταμοντερνισμό και τον ανορθολογισμό, τις κύριες τάσεις του σημερινού αναρχισμού[65] μέχρις ότου τελικά διέκοψε εντελώς τη μακρόχρονη σχέση του με το αναρχικό κίνημα.[66] Έτσι, το Αμερικάνικο Ινστιτούτο Αναρχικών Σπουδών (American Institute of Anarchist Studies) (εξέχοντα διοικητικά μέλη του οποίου είναι επίσης ακαδημαϊκά μέλη στο Ινστιτούτο Κοινωνικής Οικολογίας-Institute for Social Ecology) μοιάζει να κυριαρχείται από μεταμοντέρνες επιρροές, όπως φάνηκε πρόσφατα από το γεγονός ότι το θεωρητικό τους όργανο προώθησε μαζικά ένα καινούργιο βιβλίο με θέμα τον «μετα-στρουκτουραλιστικό αναρχισμό», φθάνοντας στο σημείο να φιλοξενήσει ακόμη και συνέντευξη του γενικού διευθυντή του IAS με το συγγραφέα[67]. Σε αυτή τη συνέντευξη, ο συγγραφέας αποσαφήνισε τις αντι-οικουμενικές, αν όχι αντι-δημοκρατικές, τάσεις του, καθώς επίσης και την εχθρότητα του ενάντια σε κάθε είδους μαζικό αντισυστημικό κίνημα με καθαρούς δημοκρατικούς στόχους και στρατηγική. Όπως υπογραμμίζει ο συγγραφέας του μετα-στρουκτουραλιστικού αναρχισμού, «Σημειώνω την αναγκαιότητα κατανόησης και συμμετοχής σε αγώνες ενάντια στο ρατσισμό, στο σεξισμό, τον ΠΟΕ κ.λπ. προκειμένου να δούμε τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ αυτών των αγώνων και των καταδυναστεύσεων που αυτοί οι αγώνες προσπαθούν να ανατρέψουν, χωρίς να προσπαθούμε να τους ανάγουμε σε μια απλή φόρμουλα», όπου η «φόρμουλα» αποτελείται –όπως εξηγεί παρακάτω― από τους βασικούς πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς του υπάρχοντος συστήματος.
Εάν ο καπιταλισμός και το κράτος αποτελούσαν τους μοναδικούς ενόχους, τότε η εξάλειψή τους θα μπορούσε από μόνη της να μας επιτρέψει την είσοδο σε μία ουτοπική κοινωνία. Όμως, θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί με τόσο απλές λύσεις. Ένα από τα μαθήματα των αγώνων ενάντια στο ρατσισμό, το μισογυνισμό, της προκατάληψης έναντι των ομοφυλόφιλων αντρών και γυναικών κ.λπ. είναι ότι η εξουσία και η καταπίεση δεν ανάγεται σε ένα μοναδικό χώρο ή μοναδική δράση. Πρέπει να κατανοήσουμε την εξουσία καθώς αυτή επιδρά όχι μόνο στο επίπεδο του κράτους και του καπιταλισμού, αλλά και στις πρακτικές τις οποίες ακολουθούμε στις ζωές μας.
Το προφανές συμπέρασμα είναι ότι δεν υπάρχει ανάγκη για αντισυστημικό κίνημα αλλά ότι αντίθετα πρέπει να βασιστούμε στα διάφορα «κινήματα ταυτότητας», ―ή γενικότερα στα «νέα» κοινωνικά κινήματα (τα οποία, όπως θα δούμε στην συνέχεια, έχουν ήδη χάσει κάθε αντισυστημικό χαρακτήρα)– προκειμένου να παλέψουμε ενάντια «στις σχέσεις εξουσίας που εμφανίζονται στις διάφορες πρακτικές». Είναι φανερό ότι η «ανάλυση» αυτή ―η οποία συγχέει, την (σωστή) άποψη ότι η πολιτική και οικονομική δύναμη δεν είναι οι μόνες μορφές δύναμης, με την (ρεφορμιστική) άποψη ότι δεν υπάρχει «ένα μόνο Αρχιμήδειο σημείο αλλαγής»― δεν υπάρχει χώρος για μια άποψη που βλέπει το σύστημα οργάνωσης της πολιτικής και οικονομικής δύναμης ως διασυνδεδεμένο με τις υπόλοιπες μορφές δύναμης. Αντίθετα, υποτίθεται ότι η εξάλειψη των πολιτικών και οικονομικών σχέσεων εξουσίας (κράτος και καπιταλισμός) μπορεί από μόνη της να ανοίξει το δρόμο για μία ουτοπική κοινωνία! Ξεκάθαρα, οι υποστηρικτές τέτοιων απόψεων και το Αμερικανικό Ινστιτούτο Αναρχικών Σπουδών[68], που τις προωθεί, προσφέρουν άλλη μια ένδειξη της χρεοκοπίας του σημερινού αναρχισμού ως αντισυστημικού κινήματος.
Άλλη μία ένδειξη της ίδιας χρεοκοπίας είναι η παρούσα άνθιση του ατομικιστικού αναρχισμού με τα βλαστάρια του «life-style» αναρχισμού, του πραγματιστικού αναρχισμού κλπ. Για να ερμηνεύσει κάποιος την άνοδο του ατομικισμού πρέπει να πάει πίσω στα κινήματα που αναδύθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Σχηματικά, δύο ήταν τα κύρια στοιχεία που κυριαρχούσαν εκείνη την περίοδο. Το ένα ήταν το «ατομικιστικό» στοιχείο που εκφράστηκε από τα κινήματα αντι-κουλτούρας αλλά επίσης και από τα ρεφορμιστικά ρεύματα μέσα στα «νέα» κοινωνικά κινήματα. Το άλλο ήταν το «αντισυστημικό» στοιχείο, που εκφράστηκε ιδιαίτερα από ριζοσπάστες φοιτητές και μερικούς εργάτες, καθώς επίσης και από τα ριζοσπαστικά ρεύματα μέσα στα «νέα» κοινωνικά κινήματα (φεμινιστικό, πράσινοι κ.λπ.). Εντούτοις, τα αντισυστημικά αισθήματα τα οποία μεσουρανούσαν τον Μάη του 1968 δεν εξέφραζαν μόνο μία απόρριψη του κρατισμού σε όλες του τις μορφές αλλά επίσης την επιθυμία για μια πραγματικά νέα δημοκρατική κοινωνία, πέρα από τον καπιταλισμό και την γραφειοκρατία, στην οποία η δύναμη σε όλες τις μορφές της θα ισοκατανέμεται. Με αυτή την έννοια σημειώσαμε παραπάνω ότι τα γεγονότα του Μάη του 1968 έριξαν τους σπόρους για ένα νέο δημοκρατικό κίνημα, το οποίο σιωπηρά εξέφραζε μια σύνθεση των καλύτερων στοιχείων των «παλαιών» αντισυστημικών κινημάτων με κάποια στοιχεία των αναδυόμεων εκείνη την περίοδο «νέων» κινημάτων και, ιδιαίτερα, των ριζοσπαστικών ρευμάτων στο εσωτερικό του φεμινιστικού και του πράσινου κινήματος.
Παρόλα αυτά, ένα ριζοσπαστικό δημοκρατικό κίνημα, με τη μορφή ενός οργανωμένου αντισυστημικού κινήματος με καθαρούς στόχους και μέσα για να τους πετύχει, δεν υλοποιήθηκε εκείνη την περίοδο. Αντίθετα, η κρατικιστική αριστερά στις διάφορες μορφές της (μαοϊσμός, τροτσκισμός κ.λπ.) προσέλκυσαν τους περισσότερους αντισυστημικούς ακτιβιστές, ενώ τα ατομικιστικά στοιχεία είτε απορροφήθηκαν από το μεταμοντερνισμό ή απλά ενίσχυσαν τις ατομικιστικές τάσεις μέσα στα «νέα» κινήματα και στο αναρχικό κίνημα –στο οποίο υπήρχε πάντα μία ισχυρή ατομικιστική τάση που αντιμάχονταν τη συλλογική τάση. Επιπλέον, η γενική στροφή στον ατομικισμό, που σημαδεύτηκε από την άνοδο του νεοφιλελεύθερου μεταμοντερνισμού ως πυρήνα του κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος, είχε αναπόφευκτα αποτελέσματα στο αναρχικό κίνημα. Έτσι, ανορθολογικές τάσεις, καθώς επίσης και μεταμοντέρνες επιρροές αναμεμειγμένες με ρεύματα αντι-κουλτούρας, δημιούργησαν το σημερινό μίγμα του «life-style» αναρχισμού που είναι κυρίαρχο στις αγγλο-σαξωνικές χώρες και εξαπλώνεται σε ολόκληρο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας.
Αλλά τι είναι ο «life-style» αναρχισμός? Ο Bookchin τον περιέγραψε ως εξής, προσελκύοντας πολύ εχθρότητα από πολλούς αυτο-χαρακτηριζόμενους αναρχικούς: «γκράφιτι, μεταμοντέρνος νιχιλισμός, αντι-ορθολογισμος, νεο-πριμιτιβισμός, αντι-τεχνολογισμός, νεο-καταστασιονιμός, πολιτιστική τρομοκρατία, μυστικισμός»,[69] δηλ. κάθε μορφή δράσης στην οποία, όπως το τοποθετεί, «το σποραδικό, το μη-συστηματικό, το χωρίς συνοχή το ασυνεχές, και το διαισθητικό υποκαθιστά το συνεπές, το σκόπιμο, το οργανωμένο και το ορθολογικό, (υποκαθιστά) δηλαδή, οποιαδήποτε μορφή αποδεκτής και εστιασμένης δράσης, εκτός από την έκδοση ενός περιοδικού ή μπροσούρας –ή το κάψιμο ενός κάδου σκουπιδιών».[70] Όπως ο Μπούκτσιν συνόψισε τις συμπεριφορές που ανήκουν σε αυτό το είδος αναρχισμού: όλες αυτές οι δραστηριότητες οι οποίες εκφράζουν την προσέγγιση του Φουκώ για την «προσωπική εξέγερση αντί για την κοινωνική επανάσταση».[71]
Παρόλο που αυτές οι τάσεις είναι προφανείς ανάμεσα σε πολλούς ακτιβιστές που αναμειγνύονται σε διάφορων ειδών κομούνες, όπως για παράδειγμα του «κινήματος των οικολογικών χωριών (eco-village)» που διερευνήθηκε αλλού,[72] ή εκείνων που μετέχουν σε «συγγενικές ομάδες», που διοργανώνουν διάφορες μορφές άμεσης δράσης, θα συμπεριελάμβανα στην κατηγορία του lifestyle αναρχισμού και δραστηριότητες όπως είναι οι «ηθικές» επενδύσεις, οι κοπερατίβες (co-ops), η κοινοτικά στηριζόμενη γεωργία, οι δημοτικές τράπεζες, τα LETS σχήματα άμεσης ανταλλαγής, η permaculture, καθώς επίσης και τα εναλλακτικά αναπτυξιακά προγράμματα για τον Τρίτο κόσμο. Με άλλα λόγια, αυτή η ευρεία περιγραφή καλύπτει όλους αυτούς που αναμειγνύονται σε τέτοιου είδους δραστηριότητες για το προσωπικό τους συμφέρον παρά με τον στόχο να χτίσουν ένα νέο αντι-συστημικό κίνημα με ένα καθαρό όραμα για το μέλλον και μια στρατηγική για να το πετύχουν. Αυτές οι δραστηριότητες συχνά εμφανίζουν πολλά από τα χαρακτηριστικά που αποδίδονται στον life-style αναρχισμό από τον Bookchin, για παράδειγμα, έλλειψη προγραμματικής δέσμευσης και σοβαρής κοινωνικής ανάλυσης, καθώς επίσης απόρριψη της ανάγκης οικοδόμησης ενός πολιτικού κινήματος (σε αντίθεση με το αναρχοσυνδικαλιστικό κίνημα το οποίο, στην κορύφωση του, προσπάθησε να εμπλακεί στη δημιουργία ενός οργανωμένου κινήματος) και αντίθετα στήριξη της κοινωνικής αλλαγής στο «παράδειγμα» και την αντίστοιχη αλλαγή αξιών.
Τέτοιες τάσεις είναι ευρέως διαδεδομένες σε χώρες όπως η Βρετανία από την δεκαετία του ’70, όταν οι ιδέες του Colin Ward και άλλων γύρω από αυτόν (σε σχέση με αυτό που αποκαλούσαν «αναρχισμό εν δράσει» ―σε πεδία τόσο διαφορετικά μεταξύ τους όπως ο σχεδιασμός πόλεων, η στέγαση, η εκπαίδευση κ.λπ.) είχαν σημαντική επίδραση. Παρόμοιες τάσεις εκφράζονται σήμερα από διάφορα αναρχικά ρεύματα που εκθειάζουν τις αρετές των κοοπερατίβων, τις οποίες θεωρούν ως ‘αναρχισμό στην πράξη’, καθώς «επιτρέπουν την πρακτική του αναρχισμού να εξασκείται εντός της ευρύτερης καπιταλιστικής οικονομίας»,[73] ή υιοθετούν έναν «πραγματιστικό» αναρχισμό, ο οποίος απορρίπτει τα παραδοσιακά αντισυστημικά αιτήματα του αναρχισμού για κατάργηση της οικονομίας της αγοράς και του χρήματος![74]
Εντούτοις, αυτές οι δραστηριότητες όχι μόνο δεν σχετίζονται τις περισσότερες φορές με ριζοσπαστικές αντισυστημικές πολιτικές με την έννοια της προώθησης μιας εναλλακτικής κοινωνίας ―αν δεχθούμε ότι έχουν κάποια σχέση με την πολιτική– αλλά, στην πραγματικότητα, είναι τόσο ανώδυνες πολιτικά ώστε οι πολιτικές ελίτ συχνά τις χρησιμοποιούν για τους δικούς τους σκοπούς. Στην Βρετανία, για παράδειγμα, η σοσιαλφιλελεύθερη κυβέρνηση του Tony Blair υποστηρίζει ανοικτά σχήματα όπως τα LETS με τον προφανή στόχο να ελαφρύνει την πίεση που δημιουργείται στον προϋπολογισμό ως αποτέλεσμα της μείωσης του κράτους πρόνοιας –μία διαδικασία η οποία είχε αφετηρία το νεοφιλελευθερισμό της Thatcher και συνεχίστηκε από το σοσιαλφιλελευθερισμό του Tony Blair[75]. Όπως επισημάνθηκε αλλού[76], αυτού του είδους οι δραστηριότητες είναι εντελώς αναποτελεσματικές στο να επιφέρουν μια συστημική αλλαγή. Παρόλο που είναι χρήσιμες στη δημιουργία μιας εναλλακτικής κουλτούρας ανάμεσα σε μικρά τμήματα του πληθυσμού και, την ίδια στιγμή, τονώνουν το ηθικό των ακτιβιστών οι οποίοι θέλουν να δουν μια άμεση αλλαγή στις ζωές τους, αυτή η προσέγγιση δεν έχει καμιά πιθανότητα επιτυχίας –μέσα στα πλαίσια της σημερινής τεράστιας συγκέντρωσης δύναμης– στο να δημιουργήσει εκείνη τη δημοκρατική πλειοψηφία που απαιτείται για την επίτευξη μιας συστημικής κοινωνικής αλλαγής. Και αυτό, διότι τα προτάγματα που προτείνονται από αυτή τη στρατηγική μπορούν πάρα πολύ εύκολα να περιθωριοποιηθούν, ή να απορροφηθούν από την υπάρχουσα δομή εξουσίας (όπως συνέβη πολλές φορές στο παρελθόν) ενώ τα αποτελέσματα τους στη διαδικασία κοινωνικοποίησης είναι ελάχιστα –αν όχι μηδαμινά. Επιπλέον, οι lifestyle στρατηγικές, με το να συγκεντρώνονται συνήθως σε ένα μοναδικό θέμα, το οποίο δεν είναι μέρος ενός συνολικού πολιτικού προγράμματος για κοινωνικό μετασχηματισμό, δεν βοηθούν στη δημιουργία της αντισυστημικής συνείδησης που απαιτείται για συστημική αλλαγή. Τέλος, η συστημική κοινωνική αλλαγή δεν μπορεί να επιτευχθεί ποτέ έξω από την κύρια πολιτική και κοινωνική αρένα. Η εξάλειψη των σημερινών εξουσιαστικών δομών και σχέσεων δεν μπορεί να επιτευχθεί ούτε «δια του παραδείγματος» ούτε μέσω της εκπαίδευσης και της πειθούς. Μια βάση ισχύος είναι απαραίτητη για να καταστρέψει την ίδια την ισχύ και ο μόνος τρόπος με τον οποίο αυτός ο στόχος, κατά τη γνώμη μου, θα μπορούσε να είναι συνεπής με τους στόχους του δημοκρατικού προτάγματος είναι μέσω της ανάπτυξης ενός περιεκτικού προγράμματος για το ριζοσπαστικό μετασχηματισμό των τοπικών πολιτικών και οικονομικών δομών.
Όσον αφορά, τέλος, την άλλη κύρια τάση μέσα στο σημερινό αναρχισμό, την άμεση δράση, η κύρια έκφραση της είναι το «κίνημα» της αντιπαγκοσμιοποίησης το οποίο θα εξετάσουμε παρακάτω. Εν συντομία, παρόλο που κάποια από τα αναρχικά στοιχεία μέσα στο «κίνημα» της αντιπαγκοσμιοποίησης εγείρουν αντισυστημικές απαιτήσεις, εντούτοις, δεν έχουν μέχρι στιγμής δείξει ότι είναι ικανά να λειτουργήσουν σαν καταλύτες στη δημιουργία ενός νέου δημοκρατικού κινήματος για συστημική αλλαγή.
Συνοψίζοντας, η γενική εικόνα που εμφανίζει ο μεταπολεμικός αναρχισμός, χαρακτηρίζεται από μια απροθυμία των αναρχικών να χτίσουν ένα προγραμματικό κίνημα με την δική του συγκεκριμένη ανάλυση της κατάστασης και μακροπρόθεσμούς στόχους και στρατηγική. Αυτό το γεγονός συνιστά τη θεμελιακή αιτία για το σημερινό μαρασμό του αναρχικού κινήματος ως σημαντικού αντισυστημικού κινήματος. Μια άλλη πτυχή της ίδιας κρίσης είναι ότι πολλοί λίγοι ελευθεριακοί σήμερα (με πιο αξιοσημείωτο τον Murray Bookchin) επιχείρησαν να ανανεώσουν την ελευθεριακή θεωρία γενικά και κανείς (με την εξαίρεση του προτάγματος της Περιεκτικής Δημοκρατίας) δεν επιχείρησε να την κάνει συμβατή με την πραγματικότητα της σημερινής οικονομίας και κοινωνίας και τις δημοκρατικές τάσεις που αναδύθηκαν μετά το 1968, οι οποίες απέρριψαν οποιεσδήποτε «αντικειμενικές» βάσεις στην ίδρυση του ελευθεριακού προτάγματος. Αντιθέτως, οι περισσότεροι αναρχικοί συγγραφείς έχουν κολλήσει στις παλιές διαμάχες με τους κρατιστές σοσιαλιστές, ή έχουν στραφεί σε διάφορες μορφές «πραγματισμού», μεταμοντερνισμού ή ανορθολογισμού.
Επομένως, εάν τα ριζοσπαστικά στοιχεία μέσα στο αναρχικό κίνημα (το οποίο σήμερα είναι διαιρεμένο ανάμεσα στην άμεση δράση για την άμεση δράση και στον life-style αναρχισμό) δεν καταφέρουν να ξεπεράσουν τη σημερινή τους ανικανότητα και απροθυμία να λειτουργήσουν σαν καταλύτες για ένα νέο αντισυστημικό δημοκρατικό κίνημα ―χάνοντας στην πορεία την ιστορική ευκαιρία που δημιούργησε η κατάρρευση του προτάγματος για κρατικιστικό σοσιαλισμό― είναι καταδικασμένα να επιβεβαιώσουν τη σημερινή τάση προς την τελική έκλειψη του αναρχισμού ως αντισυστημικού κινήματος.
4. «Νέα» αντισυστημικά κινήματα
Η άνοδος των «νέων» αντισυστημικών κινημάτων
Εάν τα «παλαιά» αντισυστημικά κινήματα ήταν σε μεγάλο βαθμό το προϊόν της «φιλελεύθερης» και της «κρατικιστικής» νεωτερικότητας, τα «νέα» κοινωνικά κινήματα (Πράσινο κίνημα, φεμινιστικό, κινήματα ταυτότητας κ.λπ.), τα οποία εμφανίστηκαν στις δεκαετίες του ’60 και ’70, καθώς επίσης και το κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης το οποίο θα εξετάσουμε στο τελευταίο τμήμα, ήταν αντίστοιχα εκφράσεις της ύστερης («νεοφιλελεύθερης») νεωτερικότητας. Ως τέτοιες, αντανακλούν καθαρά τις αλλαγές στις συστημικές παραμέτρους τις οποίες εξετάσαμε στο δεύτερο τμήμα και ειδικότερα τις αλλαγές στις ταξικές δομές που προκάλεσε η άνοδος της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας, καθώς και την παράλληλη ιδεολογική κρίση η οποία συνοδεύτηκε από την άνθιση του μεταμοντερνισμού και του ανορθολογισμού.
Όσον αφορά πρώτα την επιρροή από τις αλλαγές στην ταξική δομή, όπως σημειώσαμε παραπάνω, ήταν η άνοδος των μεσαίων τάξεων στις δεκαετίες του ’60 και ’70, και ειδικότερα η διεύρυνση των μισθωτών επαγγελματιών και των γυναικών εργαζόμενων στον τομέα των υπηρεσιών, που παρείχαν τη βάση για την ανάδυση αυτών των κινημάτων, ειδικότερα των Πράσινων και του φεμινιστικού κινήματος.
Δεύτερον, η επιρροή της ιδεολογικής κρίσης, του μεταμοντερνισμού και του ανορθολογισμού ειδικότερα, εμφανίστηκε με διάφορους τρόπους και ιδιαίτερα με την απόρριψη των καθολικών προταγμάτων που είχαν ως αποτέλεσμα τον αποσπασματικό χαρακτήρα που διακρίνει τα κινήματα αυτά, τη συχνή υιοθέτηση από μέρους τους ρεφορμιστικών αιτημάτων, καθώς επίσης τα ανορθολογικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ιδεολογία διαφόρων ρευμάτων στο εσωτερικό αυτών των κινημάτων.
Εντούτοις, υπήρχαν διάφορα «αντισυστημικά» ρεύματα μέσα στα νέα κινήματα και ιδιαίτερα στο φοιτητικό, στο φεμινιστικό, στο κίνημα των έγχρωμων και στα πράσινα κινήματα. Στην πραγματικότητα, μερικά από αυτά κατηγόρησαν τα «παλιά» αντισυστημικά κινήματα ότι δεν ήταν πλέον αντισυστημικά, ή επαρκώς αντισυστημικά. Η συνέπεια ήταν ότι η περίοδος 1960-75 ήταν μια περίοδος επιδείνωσης των σχέσεων ανάμεσα στα παλαιά και στα νέα αντισυστημικά κινήματα, την οποία ωστόσο διαδέχτηκε μια νέα περίοδο επαναπροσέγγισης ανάμεσα στα παλαιά και τα νέα κινήματα, όταν τα ρεφορμιστικά ρεύματα άρχισαν να κυριαρχούν πάνω στα «νέα» κινήματα.
Ένα άλλο γενικό χαρακτηριστικό των νέων κοινωνικών κινημάτων είναι ότι φαίνεται να ασκούν μεγαλύτερη επιρροή από ότι τα παλαιά κινήματα στο Βορρά –ένα γεγονός που επιβεβαιώνεται από μια τουλάχιστον μελέτη[77] σύμφωνα με την οποία η σχετική κινητοποίηση των νέων κοινωνικών κινημάτων σε χώρες όπως η Γερμανία, η Ολλανδία και η Ελβετία φθάνει σχεδόν στα 2/3 της συνολικής κινητοποίησης.
Ωστόσο, τα «νέα» κοινωνικά κινήματα έφτασαν στην κορυφή της ακμής τους τη δεκαετία του ’70 μέχρι περίπου τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και από τότε άρχισαν να παρακμάζουν. Όπως σημειώνουν οι συγγραφείς της ίδιας μελέτης, τα νέα κοινωνικά κινήματα «δεν φαίνεται να έχουν τόσο εξαφανιστεί όσο ότι έχουν γίνει μέρος των κατεστημένων ομάδων πιέσεως , ακολουθώντας έτσι μια πορεία παρόμοια με αυτήν που ακολούθησε νωρίτερα το εργατικό κίνημα»[78]. Στην πραγματικότητα, η ιδιαίτερη μορφή που πήρε η πορεία των «νέων» κοινωνικών κινημάτων επηρεάστηκε σημαντικά από τις αλλαγές στις συστημικές παραμέτρους που προαναφέρθηκαν και ειδικότερα την άνοδο του μεταμοντερνισμού καθώς και τις οικονομικές συνέπειες της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας.
Έτσι, μέχρι τη δεκαετία του '90, τα «νέα κοινωνικά κινήματα» είχαν μεταμορφωθεί σε «κινήματα ταυτότητας», δηλ. το είδος της μεταμοντέρνας πολιτικής το οποίο συνεπάγεται μια στροφή από τα γενικά κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά θέματα σε θέματα κουλτούρας και ταυτότητας. Αυτό είναι το είδος της πολιτικής το οποίο οι Best και Kellner ορίζουν ως το είδος της πολιτικής όπου τα άτομα δομούν τις πολιτιστικές και πολιτικές τους ταυτότητες μέσω της εμπλοκής τους σε ομάδες που προωθούν τα ενδιαφέροντα των ομάδων με τις οποίες ταυτίζονται[79]. Είναι, επομένως, προφανές ότι οι πολιτικές ταυτότητας συνιστούν μια συνέχιση της πολιτικής που υποστηριζόταν από τα ατομικιστικά στοιχεία που άνθισαν, σε αντίθεση με τα αντισυστημικά στοιχεία, τη δεκαετία του ’60. Ως μια μορφή μεταμοντέρνας πολιτικής, οι πολιτικές ταυτότητας εκφράζουν μια απαξίωση προς το νεωτερικό αναγωγισμό και ουσιοκρατία. Εντούτοις, όπως σημειώνουν οι ίδιοι συγγραφείς, «παρόλο που η μεταμοντέρνα θεωρία συνήθως επιτίθεται στην ουσιοκρατία, υπάρχει μία δόση ουσιοκρατίας σε πολλές μορφές των πολιτικών ταυτότητας που καθιστούν προνομιούχα κάποια στοιχεία της ανθρώπινης ταυτότητας ως «τα» συστατικά της, όπως το φύλο, η φυλή, ή οι σεξουαλικές προτιμήσεις»[80]. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, στην περίπτωση κάποιων εκδοχών του οικοκοφεμινισμού οι οποίες ανάγουν κάθε κυριαρχία στην ψυχοσεξουαλική κυριαρχία των αντρών πάνω στις γυναίκες[81].
Τέλος, οι οικονομικές επιπτώσεις της ανόδου της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας είχαν κρίσιμες συνέπειες στα αντισυστημικά ρεύματα μέσα στα νέα κοινωνικά κινήματα, όπως άλλωστε θα ανέμενε κανείς. Η νεοφιλελεύθερη μορφή της νεωτερικότητας συνοδεύεται από το φόβο της ανεργίας και της ανασφάλειας σε σχέση με τη δυνατότητα ικανοποιητικής κάλυψης των βασικών αναγκών (υγεία, παιδεία, στέγαση). Αυτή η ανασφάλεια, επομένως, ήταν αναμενόμενο να ισχυροποιήσει τα υποτιθέμενα «ρεαλιστικά» ρεφορμιστικά ρεύματα μέσα στα κινήματα αυτά και την αντίστοιχη υποχώρηση των ριζοσπαστικών ρευμάτων, την απομάκρυνση των φοιτητών από τη δημόσια ζωή κλπ.
Η υποχώρηση των «νέων» κοινωνικών κινημάτων οδήγησε σε αυτό που μερικοί θεωρούν ως τον απόγονο τους, δηλ. τις διάφορες Μη-Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ) οι οποίες έχουν πολλαπλασιαστεί ταχύτατα στην εποχή της παγκοσμιοποιημένης νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας. Παρόλο που η ανάπτυξη τους ξεκίνησε στην πραγματικότητα τη δεκαετία του ’60, η απογείωση τους σημειώθηκε βασικά τη δεκαετία του ’70, «συμπίπτοντας» με την άνθιση της παγκοσμιοποίησης. Έτσι, ενώ ο αριθμός των ΜΚΟ που λειτουργούσαν σε τουλάχιστον 3 χώρες ήταν 176 το 1909, αυξήθηκαν σε περίπου 29.000 το 1993, ενώ ο αριθμός των μελών εκτοξεύθηκε από περίπου 100 εκ. στις αρχές της δεκαετίας του '80 σε περίπου 250 εκ. στις αρχές της δεκαετίας του ’90.[82] Ωστόσο, όπως έδειξε πειστικά ο Demirovic, οι ΜΚΟ δεν είναι κοινωνικά κινήματα, τόσο επειδή είναι ρεφορμιστικά όσο και επειδή χρηματοδοτούνται κατά κύριο λόγο από τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ[83]. Στην πραγματικότητα, κάποιος θα μπορούσε να επιχειρηματολογήσει ότι οι ΜΚΟ παίζουν το ρόλο των ενδιάμεσων οργανισμών ανάμεσα στην υπερεθνική ελίτ και την κοινωνία γενικά, σχηματίζοντας πολύπλοκα πολιτικά δίκτυα και διαπραγματευτικά συστήματα που παίρνουν μέρος στην παγκόσμια διακυβέρνηση. Δεν προκαλεί, λοιπόν, έκπληξη ότι τα κύρια όργανα της υπερεθνικής ελίτ (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και Παγκόσμια Τράπεζα) δουλεύουν στενά με τις ΜΚΟ ήδη από τη δεκαετία του ΄80, ενώ σε πολλές περιπτώσεις οι ΜΚΟ απλά αντικαθιστούν το κράτος στον ρόλο του προστασίας της εργασίας και του περιβάλλοντος –μια προστασία που επίσης ιδιωτικοποιείται, σε άμεση αναλογία με τη φθορά της στην εποχή της νεοφιλελεύθερης νεοτερικότητας[84].
Στο υπόλοιπο του τμήματος αυτού, θα επικεντρωθούμε σε δύο «νέα» κοινωνικά κινήματα: τους Πράσινους και το φεμινιστικό κίνημα, τα οποία είναι καθαρά παραδείγματα της μεταστροφής των κινημάτων αυτών σε ρεφορμιστικά, μετά την περιθωριοποίηση των αντισυστημικών ρευμάτων μέσα σε αυτά.
Το τέλος των Πρασίνων ως αντισυστημικού κινήματος
Η υπόσχεση του Πράσινου κινήματος στις αρχές τις δεκαετίας του ’70, ήταν αυτή ενός νέου και, κυρίως, αντισυστημικού κινήματος το οποίο έβλεπε την οικολογική κρίση ως το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της «οικονομίας ανάπτυξης», την οποία τα πιο ριζοσπαστικά ρεύματα μέσα στο κίνημα τη θεωρούσαν ως το υποπροϊόν της δυναμικής ανάπτυξη-ή-θάνατος της οικονομίας της αγοράς, ενώ άλλοι την έβλεπαν ως το αποτέλεσμα της βιομηχανοποίησης και του καταναλωτισμού. Αυτή η ριζοσπαστική ματιά αμφισβητήθηκε από τους «ρεαλιστές» μέσα στο κίνημα, οι οποίοι κατηγορούσαν τις χρησιμοποιούμενες τεχνολογίες, ή τις επικρατούσες αξίες και τις αντίστοιχες κυβερνητικές πολιτικές –ωσάν να ήταν όλες αυτές με κάποιο τρόπο ανεξάρτητες από το οικονομικό σύστημα.
Ωστόσο, από τη στιγμή που αυτή η διαφορά ανάμεσα σε ριζοσπάστες και ρεαλιστές, (στην περίπτωση του γερμανικού Πράσινου κινήματος αυτή μορφοποιήθηκε ως η διαφορά ανάμεσα στους “fundis” και τους “realos”), η οποία χονδρικά αντιστοιχούσε στη διαίρεση ανάμεσα σε αντισυστημικά και ρεφορμιστικά ρεύματα, κατέληξε με τον ολοκληρωτικό θρίαμβο των δεύτερων πάνω στα πρώτα, η μεταμόρφωση των πράσινων οργανώσεων σε «κανονικά» κοινοβουλευτικά κόμματα ή γενικά σε ρεφορμιστικές οργανώσεις, ήταν αναπόφευκτη. Έτσι, σήμερα, οι κυρίαρχες τάσεις μέσα στα πράσινα κινήματα δεν αμφισβητούν τους θεμελιώδεις θεσμούς της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» αλλά, αντίθετα, ή υιοθετούν τη σοσιαλ-δημοκρατική ιδεολογία της ενδυνάμωσης της κοινωνίας των πολιτών και υιοθετούν διάφορες μορφές περιβαλλοντολογικού ρεφορμισμού (Ευρώπη) ή, εναλλακτικά, τονίζουν τη σπουδαιότητα της αλλαγής των πολιτιστικών αξιών, τις οποίες θεωρούν εφικτό να αλλάξουν ακόμα και μέσα στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο (ΗΠΑ).
Όσον αφορά το Ευρωπαϊκό Πράσινο κίνημα ειδικότερα, ο άθλιος ρόλος που έπαιξαν τα Ευρωπαϊκά Πράσινα κόμματα στο ΝΑΤΟικό έγκλημα εναντίον του λαού της Γιουγκοσλαβίας[85] και η σημερινή συμμετοχή τους στις μηχανορραφίες της υπερεθνικής ελίτ προκειμένου να συντρίψει το κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης[86] αλλά και κάθε ενεργού αντίστασης στην Νέα Τάξη, είναι καθαρές ενδείξεις του τέλους του Πράσινου κινήματος ως αντισυστημικής απελευθερωτικής δύναμης. (Σημειώτεον ότι οργανικό τμήμα των Ευρωπαίων Πράσινων είναι και οι δικοί μας «Οικολόγοι-Πράσινοι» που, εκμεταλλευόμενοι την αυξανομένη ανησυχία για την επιδεινούμενη οικολογική κρίση και στη χώρα μας κατάφεραν, με ένα πρόγραμμα από ρεφορμιστικά ευχολόγια, ν’ αποσπάσουν το 1% του εκλογικού σώματος στις εκλογές που φέτος έγιναν στο μέσο μιας οικολογικής καταστροφής!) Ωστόσο, η εξέλιξη αυτή των Γερμανών Πράσινων ήταν αναμενόμενη μετά το θρίαμβο του “realos” επί του “fundis” και τη μεταμόρφωση του «μη-κόμματος» τους σε ένα συνηθισμένο κοινοβουλευτικό κόμμα, όπως σωστά σημείωσε ο Murray Bookchin:[87]
οι αρχικές διακηρύξεις των Γερμανών Πρασίνων ότι είναι ένα «μη-κόμμα» αντανακλούσαν μια ένταση, η οποία δεν μπορούσε να συνεχιστεί επ’ αόριστον από τη στιγμή που οι Πράσινοι εκλέχτηκαν στη Γερμανική βουλή. Ανεξάρτητα από τις οποιεσδήποτε καλές προθέσεις των εκπροσώπων τους, η (κοινοβουλευτική) συμμετοχή τους αναγκαστικά ενίσχυσε τις κομματικές τάσεις μέσα στην οργάνωση τους σε βάρος των «μη κομματικών» διακηρύξεων τους. Σήμερα, όχι μόνο οι Πράσινοι δεν αποτελούν οποιαδήποτε πρόκληση στην κοινωνική τάξη της Γερμανίας αλλά αντίθετα είναι ένα από τα βασικά στηρίγματα της. Αυτό δεν είναι αποτέλεσμα των κακών προθέσεων κάποιων Πρασίνων ατομικά, αλλά η αναπόφευκτη συνέπεια της (πολιτικής) δουλειάς μέσα στο κράτος και όχι ενάντια σε αυτό. Πάντοτε, είναι το κράτος αυτό που διαμορφώνει τις δραστηριότητες και τις δομές όλων αυτών που προτείνουν να το χρησιμοποιήσουν εναντίον του ίδιου, ποτέ το αντίθετο.
Στην πραγματικότητα, όλες αυτές οι αλλαγές διαμορφωθήκαν σε ένα σχέδιο της νέας προγραμματικής διακήρυξης που συζητήθηκε στο συνέδριο του κόμματος τον Νοέμβριο του 2001. Όπως σημείωσε ο πρόεδρος των Γερμανών Πράσινων όταν παρουσίασε το σχέδιο στο Βερολίνο τον Ιούλιο του ίδιου έτους, το κόμμα σταμάτησε να είναι ένα «αντι-κόμμα» και αποτελεί τώρα μία εναλλακτική λύση μέσα στο κομματικό σύστημα, ως κεντρο-αριστερά. Συγχρόνως, η δέσμευση στο παλιό πρόγραμμα για κοινωνικοποίηση των μεγάλων επιχειρήσεων και για το δικαίωμα των εργατών για δημοκρατική αυτο-διαχείριση αντικαταστάθηκε τώρα από το δικαίωμα των εργαζομένων να «συγκαθορίζουν» την επιχειρηματική πολιτική! Όπως το έθεσε η Betina Gauss, μια γερμανίδα πολιτικός επιστήμονας, «τα επαναστατημένα παιδιά της αστικής τάξης τώρα επιστρέφουν στις οικογένειες τους για τα καλά, ως η Αριστερά των εύπορων»[88].
Παρόμοια, τα οικο-μαρξιστικά αντισυστημικά κινήματα, όπως οι κοκκινο-πράσινοι που ακόμα έχουν κάποια επιρροή μεταξύ των Ευρωπαίων Πρασίνων και πολύ μικρότερη επιρροή στον αγγλο-σαξονικό κόσμο, υιοθέτησαν και αυτά πρόσφατα μια ρεφορμιστική γραμμή. Έτσι, ο James O’Connor, εκδότης του Capitalism, Nature, Socialism, της κύριας οικο-μαρξιστικής επιθεώρησης σήμερα, σε πρόσφατη ομιλία του στο ιταλικό «νέο περιβαντολλογικό φόρουμ», προσδιόρισε τους κοκκινο-πράσινους σαν αυτούς που εύχονται «να επαναστατικοποιήσουν τις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις και παραγωγικές δυνάμεις, και να εκδημοκρατισουν την υλική ύπαρξη με κάθε τρόπο». Η προτεινόμενη στρατηγική που θα χρησιμοποιηθεί για την επίτευξη αυτών των στόχων περιγράφεται ως ακολούθως[89]:
Τα Κοινωνικά κινήματα συμπεριλαμβανομένου του κινήματος της αντι-παγκοσμιοποίησης διακρίνονται με βάση τη βασική στρατηγική που χρησιμοποιούν για να πετύχουν τους σκοπούς τους. Κάποια κοινωνικά (και εργατικά) κινήματα παραμένουν στο παραδοσιακό πρότυπο των κινητοποιήσεων και της πίεσης των κυβερνήσεων (σε κάθε επίπεδο) να νομοθετήσουν τις αλλαγές που αυτά απαιτούν. Τα περισσότερα κοινωνικά κινήματα εντούτοις έχουν απαρνηθεί αυτό το παράδειγμα για χάρη ενός άλλου παραδείγματος το οποίο βασίζεται στην ιδέα ότι η κοινωνία των πολιτών μπορεί να αντιμετωπίσει καλύτερα τις πολυεθνικές (και το παγκόσμιο κεφάλαιο) μέσω της άμεσης δράσης εναντίον των επιθετικών επιχειρήσεων. Οι εκστρατείες των εργατών για την υπεράσπιση της κοινωνικής ασφάλισης και της αύξησης του ελάχιστου μισθού είναι παραδείγματα του πρώτου προτύπου. Η καμπάνια της Greenpeace εναντίον των τοξικών που παράγονται από τη βιομηχανία χαρτιού και χαρτοπολτού είναι ένα καλό παράδειγμα του δεύτερου (...) Η γνώμη μου (την οποία συμμερίζεται το Περιβαλλοντολογικό Φόρουμ) είναι ότι τα κοινωνικά κινήματα και τα πολιτικά κόμματα είναι (διαλεκτικά) απαραίτητα το ένα για το άλλο, και ότι το ένα χωρίς το άλλο είναι πολιτικά μια χαμένη στρατηγική (...) αυτοί που διαλέγουν το πρότυπο της κοινωνίας των πολιτών (...) το οποίο είναι περισσότερο λαϊκίστικο και αναρχικό παρά σοσιαλδημοκρατικό ή σοσιαλιστικό (…) ζητάνε από το μεγάλο κεφάλαιο να κρατήσει τις υποσχέσεις του.
Παρά τον αστείο χαρακτηρισμό αυτού του είδους πολιτικής (που βασίζεται στην ‘έκκληση προς το μεγάλο κεφάλαιο να κρατήσει τις υποσχέσεις του'!) ως «περισσότερο αναρχική» παρά σοσιαλδημοκρατική ή σοσιαλιστική»(!), είναι φανερό ότι η υποβάθμιση της οικο-Μαρξιστικής Αριστεράς σήμερα είναι τέτοια ώστε αντί να τονίζει την ανάγκη οικοδόμησης ενός νέου παγκόσμιου κινήματος με καθαρά αντισυστημικούς στόχους, εναποθέτουν τώρα τις ελπίδες τους για μια νέα κοινωνία σε μια συμμαχία ρεφορμιστικών κινημάτων και πολιτικών κομμάτων εκ των οποίων τα περισσότερα, αν όχι όλα, είναι πλήρως ενσωματωμένα στην Νέα Τάξη Πραγμάτων, όπως απέδειξε η στάση τους στον εγκληματικό πόλεμο εναντίον της Γιουγκοσλαβίας. Παρόμοια συμμαχία που θα στηρίζεται στο πολυεδρικό κίνημα της αντι-παγκοσμιοποίησης» προτάθηκε από τον ίδιο τον O’Connor για τις ΗΠΑ, η οποία περιλαμβάνει «το Εργατικό Κόμμα, το Πράσινο Κόμμα –και τις δυο πτέρυγες―, το Κόμμα Ειρήνης και Ελευθερίας, το Σοσιαλιστικό Κόμμα και άλλα μικρά κεντροαριστερα κόμματα με περισσότερο ή λιγότερο παρόμοιες δημόσιες αξίες και κοινωνικο-οικονομικούς και πολιτικούς στόχους».
Τέλος, όσον αφορά τα πράσινα κινήματα στις αγγλοσαξονικές χώρες, η αλλαγή στις συστημικές παραμέτρους και συγκεκριμένα η άνοδος του μεταμοντερνισμού και του ανορθολογισμού που αναφέρθηκαν παραπάνω είχαν σημαντικές επιπτώσεις σε αυτά τα κινήματα. Δεν είναι τυχαίο για παράδειγμα ότι η μεταμοντέρνα επιστήμη έχει συνδεθεί με την οικολογία κυρίως μέσω της Βαθιάς Οικολογίας, η οποία θεωρείται μια μορφή μεταμοντέρνας οικολογίας, αλλά η οποία συγχρόνως, όπως παραδέχονται οι Best & Kellner, είναι «τυπικά μυστικιστική, και η θεοποίηση της φύσης συνήθως οδηγεί στην αγνόηση των κοινωνικο-οικονομικών δυνάμεων που καταστρέφουν την φύση»[90]. Τα ίδια ισχύουν για οικολογικά κινήματα όπως το Earth First! όπου το κίνητρο πίσω από αυτά, όπως σημειώνει ο Μαρανγκουδάκης[91] «θα μπορούσε βάσιμα να περιγραφεί ως ένα είδος θρησκευτικής αποκάλυψης, η οποία στα μάτια των μελών του κινήματος, υποτίθεται οδηγεί σε μια αληθινή ζωή με νόημα από όλες τις σκοπιές». Επίσης, όπως επιχείρησα να δείξω και αλλού[92], ο ανορθολογισμός με την μορφή του «σπιριτουαλισμού» είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του Ecovillage κινήματος.
Παράλληλα, η ραγδαία άνοδος στη νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα του κινήματος της Νέας Εποχής ―το οποίο κάποτε ήταν ανέκδοτο αλλά σήμερα έχει γίνει μεγάλη επιχείρηση, οικονομικά αλλά επίσης και πνευματικά, απειλώντας καθιερωμένες εκκλησίες― είναι άλλη μία συνέπεια της ιδεολογικής κρίσης που σημαδεύει την πορεία από τον κρατισμό στη νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα. Με άλλα λόγια, η φιλοσοφία της Νέας Εποχής ήταν το τέλειο ιδεολογικό συμπλήρωμα για τον καταναλωτικό τρόπο ζωής της ανθούσας μεσαίας τάξης, η οποία απελπισμένα χρειαζόταν μια πνευματική «φούσκα» να γεμίσει το κενό που δημιουργήθηκε από τον υλιστικό καταναλωτισμό[93].
Συνοψίζοντας, το πράσινο κίνημα έχει εγκαταλείψει κάθε αντισυστημικό ή ελευθεριακό ρόλο και σήμερα είναι, άμεσα ή έμμεσα, ρεφορμιστικό. Άμεσα, στην περίπτωση των κοινοβουλευτικών πράσινων κομμάτων και των κοκκινο-πράσινων οργανώσεων, και έμμεσα στην περίπτωση των κινημάτων όπως της Βαθιάς Οικολογίας το οποίο δίνει έμφαση «στην πνευματική αλλαγή πάνω από την πολιτική και κοινωνική αλλαγή, και στην καλλιέργεια μιας ευλαβούς συνειδητοποίησης ή ευαισθητοποίησης για το φυσικό κόσμο, παρά η οργάνωση και οικοδόμηση κινημάτων»[94].
Ο θάνατος του φεμινισμού ως αντισυστημικού κινήματος
Προτού συζητήσουμε την εξέλιξη του φεμινιστικού κινήματος, θα ήταν χρήσιμο να ορίσουμε την έννοια ενός αντισυστημικού φεμινιστικού κινήματος. Κατά τη γνώμη μου, η θεμελιώδης συνθήκη για να κατηγοριοποιηθεί ένα φεμινιστικό κίνημα ως αντισυστημικό είναι ότι θεωρεί την ισότητα ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες ως το πρώτο μόνο βήμα στο δρόμο της ανθρώπινης απελευθέρωσης –στόχος ο οποίος μπορεί να υλοποιηθεί μόνο μέσα στο θεσμικό πλαίσιο και στο αντίστοιχο σύνολο αξιών που εξασφαλίζουν την ισοκατανομή όλων των μορφών δύναμης ανάμεσα σε όλα τα ανθρώπινα όντα, ανεξάρτητα από το φύλο, τη φυλή, την εθνική ή την πολιτιστική ταυτότητα.
Σε αυτή την προβληματική, ο στόχος που υποστηρίζεται σήμερα από σοσιαλίστριες φεμινίστριες όπως η Johanna Brenner «να δημιουργήσουμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι γυναίκες να μπορούν να εισέρχονται στις σχέσεις τους από μια θέση ισότιμης πρόσβασης με τους άντρες στην οικονομική επιβίωση και πολιτική δύναμη (και) να ανακτήσουμε τη ριζοσπαστική προοπτική της σεξουαλικής πολιτικής, ενσωματώνοντας όλα αυτά τα θέματα σε άλλους αγώνες για μεταρρυθμίσεις» δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αντισυστημικός στόχος![95]. Παρόμοια, αυτό που η ίδια συγγραφέας περιγράφει ως «τις ιστορικές νίκες» του πρώτου φεμινιστικού κύματος στην περίοδο του μεσοπολέμου (να γίνουν οι γυναίκες πολίτες ― Σ.τ.Μ. η συγγραφέας αναφέρεται στο δικαίωμα ψήφου) και του δεύτερου φεμινιστικού κύματος στην μεταπολεμική περίοδο (να τις κάνει πλήρως ελεύθερες να πουλάνε την εργατική τους δύναμη) μπορούν να περιγραφούν μόνο σαν τα ενδιάμεσα βήματα προς τον σκοπό της ανθρώπινης απελευθέρωσης. Και αυτό, διότι το μόνο που πέτυχαν αυτές οι νίκες ήταν να εξισώσουν (στο βαθμό βέβαια που τα κινήματα αυτά ήταν πετυχημένα) τις συνθήκες της ανισότητας μέσα σε ένα σύστημα το οποίο θεσμοποιεί την ανισότητα στη διανομή της πολιτικής δύναμης (μέσω της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας») και της οικονομικής δύναμης (μέσω της οικονομίας της αγοράς). Όμως, ο θεμελιώδης σκοπός ενός αντισυστημικού φεμινιστικού κινήματος πρέπει να είναι η εξάλειψη των συνθηκών ανισότητας στη διανομή της δύναμης παρά η απλή εξίσωση προς τα κάτω των συνθηκών ανισότητας![96]. Επομένως, τέτοιου είδους επιτεύγματα (καθώς και αντίστοιχα επιτεύγματα άλλων κινημάτων ταυτότητας ―έγχρωμων, ομοφυλόφυλων, εθνικών μειονοτήτων κ.λπ.―) μπορούν να θεωρηθούν ως νίκες μόνο όταν αντιπαρατεθούν στις απαιτήσεις των ρεφορμιστικών κινημάτων, τα οποία φυσικά δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα αν αυτές οι «ιστορικές νίκες» οδήγησαν σε νέες διαιρέσεις και σε ένα διευρυνόμενο άνοιγμα ανάμεσα, από τη μία μεριά, σε μιας μικρή ελίτ σχετικά επιτυχημένων επαγγελματιών γυναικών, έγχρωμων και άλλων, και, από την άλλη, την πλειοψηφία των μελών των αντίστοιχων ομάδων. Στις ΗΠΑ για παράδειγμα, ενώ στα τέλη της δεκαετίας του ‘50 μόνο το 6,8% των εργαζόμενων γυναικών πλήρους απασχόλησης κέρδιζαν περισσότερα από 30,000 δολ., στα 1986 το 10,3% κέρδιζε τα ίδια (λαμβάνοντας υπόψη τον πληθωρισμό) ―ενώ, στο άλλο άκρο του φάσματος, το ποσοστό των γυναικών που κέρδιζε λιγότερα από 10,000 δολ. παρέμεινε το ίδιο αυτή την περίοδο[97].
Ουσιαστικά, αυτό είναι απλά άλλη μια ένδειξη του γεγονότος ότι τέτοια κινήματα «ταυτότητας» έχουν νόημα μόνο όταν αποτελούν αναπόσπαστο μέρος ενός αντισυστημικού κινήματος που στοχεύει να καταργήσει το παρόν σύστημα το οποίο θεσμοποιεί (μέσω της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» και της οικονομίας της αγοράς) την ανισότητα στη διανομή της πολιτικής και οικονομικής δύναμης. Εναλλακτικά, για όσο καιρό τέτοια κινήματα δεν έχουν έναν αντισυστημικό χαρακτήρα, όπως συμβαίνει σήμερα με τα νέα κοινωνικά κινήματα, είναι καταδικασμένα να ενισχύουν τις ανισότητες μέσα στην κοινωνία, αυτή τη φορά μεταξύ των ίδιων των γυναικών, των έγχρωμων κ.λπ.
Η παρακμή του φεμινιστικού κινήματος γενικά, (η οποία αναπόφευκτα συνοδεύτηκε από την κατάρρευση του αντι-συστημικού φεμινισμού), ως αποτέλεσμα της αλλαγής στις συστημικές παραμέτρους, ήταν εμφανής στα τέλη της δεκαετίας του ’80). Όπως έγραψε μια απογοητευμένη σοσιαλ-φεμινίστρια στις αρχές της δεκαετίας του ’90.[98]
Χωρίς πρόσβαση στις πηγές ισχυρών σοσιαλδημοκρατικών ρεφορμιστικών δομών, όσο το περισσότερο δυνατόν αποκεντρωμένων και διαφανών, και χωρίς δυνατά εργατικά συνδικάτα, τα κοινωνικά κινήματα (ιδιαίτερα αυτά που φαντάζονται οι θεωρητικοί της διαφοράς) δεν μπορούν να προσφέρουν τίποτα περισσότερο από την απόλαυση ενός ατέλειωτου παιχνιδιού αυτοεξερεύνησης που παίζεται στο μεγάλο «καράβι» της ταυτότητας.
Στην πραγματικότητα, όπως σημείωσε η Brenner[99], πολλά από τα κέρδη του φεμινιστικού κινήματος απέδειξαν ότι έχουν δύο πλευρές, με την αυξανόμενη αυτονομία να αντισταθμίζεται από την αυξανόμενη οικονομική ανασφάλεια, την οικονομική ανεξαρτησία με κόστος τη διπλή εργασία (σπίτι-δουλειά) και τη μεγαλύτερη προσωπική ελευθερία που συνάμα όμως έκανε τις γυναίκες τρομακτικά ευάλωτες στην εκμετάλλευση και την κακομεταχείριση». Την ίδια στιγμή όπως σημείωσε η ίδια συγγραφέας, το φεμινιστικό κίνημα μετατράπηκε, ουσιαστικά, σε λόμπι:
Δεν υπάρχει πια ριζοσπαστικό φεμινιστικό κίνημα βάσης (...) το δεύτερο κύμα φεμινισμού έκανε τη μετάβαση από κοινωνικό κίνημα σε μια βασικά θεσμοποιημένη και αποτελεσματική ομάδα πίεσης (...) ένα «λόμπι γυναικών», ένα τεράστιο σύμπλεγμα φεμινιστικών οργανώσεων που αντιπροσωπεύουν τα «ενδιαφέροντα των γυναικών» στους αστικούς πολιτικούς θεσμούς, (...) στα εργατικά συνδικάτα, στις επαγγελματικές ενώσεις, στα Γυναικεία προγράμματα σπουδών στα κολέγια και τα πανεπιστήμια (...) Ο Φεμινισμός δεν είναι πια ένα μαζικό κίνημα που βασίζεται στον λαϊκό, τοπικό, εθελοντικό, πολιτικό ακτιβισμό.
Ο ρεφορμιστικός χαρακτήρας αυτού του λόμπι, που αποτελείται από φιλελεύθερα και σοσιαλδημοκρατικά ρεύματα, ενδυναμώνεται από την ίδια τη «νίκη» του φεμινιστικού κινήματος στην προώθηση μιας μειοψηφίας επαγγελματιών γυναικών στις πολιτικές, οικονομικές και επαγγελματικές ελίτ. Οι φεμινίστριες, ως μέλη αυτών των ελίτ, έπρεπε να λειτουργήσουν μέσα στους περιορισμούς που επιβάλλει η νέα κοινωνική τους θέση στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο. Όπως σημειώνει η ίδια συγγραφέας σε σχέση με την «ακαδημαικοποίηση» των φεμινιστριών, η θεσμοποίηση του ακαδημαϊκού φεμινισμού δεν ήρθε χωρίς κόστος όσον αφορά την απολιτικοποίηση του κινήματος, ώστε να συμμορφωθεί με τις ακαδημαϊκές νόρμες, ενώ συγχρόνως οι επιβράβευση της ακαδημαϊκής αναγνώρισης και οι απαιτήσεις της καριέρας αυξανόντουσαν εκθετικά.
Δεν προκαλεί, λοιπόν, έκπληξη το γεγονός, όπως υπογραμμίζει ο Bookchin, ότι μεγάλο μέρος του φεμινισμού σήμερα έχει μεταβληθεί σε ένα κίνημα πίεσης (λόμπι) για την είσοδο γυναικών σε επιχειρήσεις και υψηλές δημόσιες θέσεις[100], μετεξελισσόμενο από την αρχικά καθολική αμφισβήτηση της ιεραρχίας ως τέτοια σε ένα[101]:
περιορισμένο, συχνά αυτοεξυπηρετούμενο, ακόμα και πλούσια αμειβόμενο είδος οικο-φεμινισμού που εκφράζει διάφορους «θεϊσμούς» που εκμεταλλεύονται τον μύθο της υπεροχής, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, του φύλου (που δεν είναι λιγότερο άσχημος όταν αφορά γυναίκες αντί γι’ άντρες) –για να μην μιλήσω για τον «φεμινισμό» με καθαρά υλικά κίνητρα της Naomi Wolf κ.α.
Επομένως, κάποιος θα μπορούσε να επιχειρηματολογήσει ότι η πορεία που ακολούθησε το φεμινιστικό κίνημα ήταν παρόμοια με αυτή του Πράσινου κινήματος. Έτσι, με τον ίδιο τρόπο που η νίκη των «ρεαλιστών» επί του «fundis» οδήγησε στο τέλος του Πράσινου κινήματος ως πιθανού αντισυστημικού κινήματος, η νίκη των «insiders» (δηλ. των φιλελεύθερων φεμινιστικών ομάδων που προσανατολίζονταν στο να κερδίσουν θέσεις και δύναμη μέσα στο σύστημα) επί των «outsiders» (δηλ. του αυτόνομου γυναικείου κινήματος που προσανατολιζόταν σε επαναστατική αλλαγή) οδήγησε στο τέλος του φεμινιστικού κινήματος ως ενός δυνητικά αντισυστημικού κινήματος. Επιπλέον, με ακριβώς τον ίδιο τρόπο που η παρακμή της Αριστεράς γενικά, η οποία ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’70, οδήγησε πολλούς αναρχικούς να αντικαταστήσουν την πολιτική με το Life style και την ορθολογική ανάλυση με τον «σπιριτουαλισμό», η παρακμή του φεμινιστικού κινήματος οδήγησε πολλές φεμινίστριες να αντικαταστήσουν τον ριζοσπαστικό φεμινισμό με τον «πολιτιστικό φεμινισμό» και τον ορθολογισμό με τον σπιριτουαλισμό.
Την ίδια περίοδο, όπως σημειώθηκε και αλλού[102], ο οικο-φεμινισμός, ο οποίος έχει μεγάλη επιρροή στις ριζοσπαστικές φεμινίστριες, όχι μόνο υιοθετεί μια αντι-βιομηχανική αντί μιας αντι-καπιταλιστικής ανάλυσης, αλλά, επιπλέον, υποστηρίζει ένα είδος ουτοπικού ρεφορμισμού στοχεύοντας να αλλάξει το παρόν σύστημα μέσω μιας σειράς από «δραστηριότητες επιβίωσης», οι οποίες στον Βορρά περιλαμβάνουν δραστηριότητες τύπου Life-style και εύκολα περιθωριοποιήσιμες κομούνες, ενώ στον Νότο περιλαμβάνει δραστηριότητες που είναι βασικά τα απομεινάρια της προνεωτερικής κοινωνίας –οι οποίες σταδιακά φθίνουν κάτω από τη πίεση της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς.
5. Το κίνημα της αντι-παγκοσμιοποίησης και η ανάγκη για ένα νέου τύπου αντισυστημικό κίνημα
Προς τα πού πάει το κίνημα της αντι-παγκοσμιοποίησης;
Όπως έχουμε δει στις προηγούμενες ενότητες, υπήρξε τέτοια ευρεία στροφή του πολιτικού φάσματος προς τα Δεξιά στη διάρκεια της εποχής της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας ώστε σήμερα δύσκολα οποιοδήποτε κίνημα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αντισυστημικό. Έτσι, τα παλαιά σοσιαλδημοκρατικά κινήματα και οι πολιτικές εκφράσεις τους έχουν μετακινηθεί στον σοσιαλ-φιλελευθερισμό (δηλ. επέλεξαν την ιδεολογία της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας με κάποιες όχι ιδιαίτερα σημαντικές επιφυλάξεις) ενώ η παλαιά αντισυστημική κρατικο-σοσιαλιστική Αριστερά κατέλαβε το χώρο που έμεινε κενός από την σοσιαλδημοκρατία και είναι τώρα ενθουσιώδεις υποστηρικτές μιας μεικτής οικονομίας (π.χ. ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα). Έτσι, όπως πρόσφατα σημείωσε ο διευθυντής σύνταξης ενός «αναμορφωμένου» περιοδικού της αντισυστημικής κρατικιστικής Αριστεράς[103]:
Δεν υπάρχει ακόμα στον ορίζοντα κάποιο συλλογικό υποκείμενο ικανό να αντιπαρατεθεί στη δύναμη του καπιταλισμού (...) η μόνη επαναστατική δύναμη σήμερα ικανή να διαταράξει την ισορροπία του μοιάζει να είναι η ίδια η επιστημονική πρόοδος (…) εάν οι ανθρώπινες ενέργειες για αλλαγή του συστήματος απελευθερωθούν ξανά κάποτε, αυτό θα γίνει μέσα από το μεταβολισμό του ίδιου του κεφαλαίου. Μόνο μέσα από την εξέλιξη της σημερινής Τάξης (του κεφαλαίου) θα μπορούσαν να βρεθούν τα μυστικά μιας άλλης [Τάξης πραγμάτων].
Συγχρόνως, τα αντισυστημικά ρεύματα μέσα στα νέα κοινωνικά κινήματα, όπως είδαμε, σταδιακά εξαφανίζονται, ενώ κάποια αναρχικά ρεύματα τα οποία ακόμη εγείρουν αντισυστημικές απαιτήσεις δεν αποτελούν (ούτε άλλωστε το επιθυμούν!) κίνημα. Στη πραγματικότητα, τα μόνα αντισυστημικά ρεύματα σήμερα μπορούν να βρεθούν μόνο μέσα στο κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης σε ευρεία έννοια ―που δεν περιλαμβάνει βέβαια το ρεφορμιστικό Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ (ΠΚΦ) ενώ αντίθετα περιλαμβάνει τα ριζοσπαστικά λαϊκά ρεύματα «από κάτω» στην Λατινική Αμερική.
Όσον αφορά το ΠΚΦ ειδικότερα, έχει εξετασθεί με λεπτομέρεια σε άλλο κείμενο[104] η φύση του κινήματος αυτού, όπου και επιχειρήθηκε να δειχθεί γιατί δεν είναι ούτε «κίνημα» ούτε αντισυστημικό. Εν συντομία, δεν είναι κίνημα, επειδή η ετερογενής φύση αυτών που συμμετέχουν στις δραστηριότητες της αντιπαγκοσμιοποίησης (που είναι κυρίως ακτιβιστές που ανήκουν σε άλλα κινήματα και οργανώσεις –αναρχικοί, κομμουνιστές, πράσινοι, φεμινίστριες, εθνικιστές κ.λπ. ενωμένοι από την αντίθεση τους στην νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση), δεν επιτρέπει τον σχηματισμό μιας κοινής άποψης για την κοινωνία και ένα κοινό σύνολο αξιών. Και δεν είναι «αντισυστημικό» κίνημα επειδή οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες δεν βλέπουν καν τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση ως συστημικό φαινόμενο αλλά, συνήθως, τη βλέπουν ως θέμα πολιτικής (αν όχι σαν καπιταλιστική συνωμοσία) και, ως τέτοια, αντιστρέψιμη μέσα στην οικονομία της αγοράς, προϋποτιθέμενου ότι η κατάλληλη πίεση θ’ ασκηθεί πάνω στις ελίτ.
Σε αυτή την προβληματική, φαίνεται ότι το «κίνημα» της αντιπαγκοσμιοποίησης με τη μορφή του ΠΚΦ που το «καπελώνει» σήμερα δεν είναι ικανό να υπερβεί το τωρινό του χαρακτήρα ως ένα οργανωμένο «κίνημα αντίστασης» των «πλήθους» ενάντια στην «αυτοκρατορία» στη βάση ενός συνόλου ρεφορμιστικών αιτημάτων –όπως αυτές που περιγράφτηκαν από τους Hard & Negri[105]. Θα μπορούσε, επομένως, κάποιος να προβλέψει ότι το «κίνημα» της αντιπαγκοσμιοποίησης με τη μορφή του ΠΚΦ στο μέλλον είτε θα σβήσει ή θα μεταμορφωθεί σε ένα άλλου είδους «νέο» κοινωνικό κίνημα, όπως, για παράδειγμα, το Πράσινο κίνημα, ενσωματωμένο μέσα στο σύστημα.
Ωστόσο, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι υπάρχουν αντισυστημικά στοιχεία μέσα στο «κίνημα» αυτό, τα οποία πιθανόν θα μπορούσαν να δράσουν σαν καταλύτες για τη δημιουργία ενός πραγματικού αντισυστημικού κινήματος. Το πρόβλημα με αυτά τα αντισυστημικά στοιχεία αυτή τη στιγμή είναι ότι δεν έχουν ένα καθαρό όραμα για τη μελλοντική κοινωνία και επομένως μακροπρόθεσμη στρατηγική και βραχυπρόθεσμο πρόγραμμα. Εν συντομία, το πρόβλημα είναι ότι τα αντισυστημικά στοιχεία μέσα στο ΠΚΦ, είτε επειδή είναι ισχυρά επηρεασμένα από την μεταμοντέρνα εχθρότητα εναντίον των «καθολικών» προταγμάτων, είτε επειδή προτιμούν την άμεση δράση για την άμεση δράση, δεν ενδιαφέρονται να χτίσουν ένα αντισυστημικό κίνημα. Η σιωπηρή υπόθεση που κάνουν είναι ότι, μέσω της άμεσης δράσης και της αναπόφευκτης κρατικής καταστολής, η κατάσταση θα επαναστατικοποιηθεί και τότε, «αυθόρμητα» το κίνημα από μόνο του θα δημιουργήσει με κάποιο τρόπο την απαραίτητη ανάλυση για τη σημερινή κατάσταση που θα περιλαμβάνει και πλήρες καθαρό όραμα για τη δομή της μελλοντικής κοινωνίας, τη μεταβατική στρατηγική κ.λπ! Προφανώς, αυτή είναι μια ρομαντική και ιστορικά αστήρικτη άποψη για τον τρόπο με τον οποίο οι κοινωνίες πράγματι αλλάζουν, η οποία μας πάει πίσω στην περίοδο πριν οι άνθρωποι ανακαλύψουν, όπως εξηγήσαμε στο πρώτο τμήμα, ότι μόνο οργανωμένα αντισυστημικά κινήματα μπορούν να αντικαταστήσουν ένα σύστημα και ότι η πλειοψηφία του πληθυσμού πρέπει να έχει αναπτύξει μια καθαρά αντισυστημική συνείδηση, μέσα από τα βιώματα που θ’ αποκτήσει στην πράξη από τους θεσμούς της νέας κοινωνίας, πριν να λάβει χώρα αυτή καθεαυτή η μετάβαση. Η Ιστορία μας έχει διδάξει ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος να αποφύγουμε άλλο ένα ολοκληρωτικό πείραμα.
Είναι, επομένως, προφανές ότι, αργά ή γρήγορα, το ΠΚΦ (και τα κατά τόπους κοινωνικά φόρουμ όπως το ΕΚΦ) θα πρέπει να διαλέξει αν θα είναι κυρίως ένα κίνημα αντίστασης ενάντια στις υπερβολές της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης (όπως το επιθυμούν να είναι οργανώσεις σαν την ATTAC, το βλαστάρι της Le Monde Diplomatique –με την υποστήριξη των «προοδευτικών» στοιχείων μέσα στην πολυεθνική ελίτ), ή, αντίθετα, θα είναι ένα αντισυστημικό κίνημα. Αν διαλέξει το πρώτο, είτε για να περισώσει κάποιες λαϊκές κατακτήσεις του παρελθόντος, είτε για να δημιουργήσει, μέσω μιας αντιστασιακής διαδικασίας, τις συνθήκες για την ανάπτυξη ενός κινήματος για αντισυστημική αλλαγή, είναι καταδικασμένο να αποτύχει. Ένα κίνημα αντίστασης είναι αναγκαστικά ρεφορμιστικό, εκτός αν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος ενός αντισυστημικού κινήματος. Και αυτό, διότι η πολιτική του πλατφόρμα αναπόφευκτα θα βασίζεται στη συναίνεση διάφορων ετερογενών τάσεων πράγμα που σημαίνει ότι αναγκαστικά θα βασίζεται στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή, έτσι ώστε οι ρεφορμιστικές τάσεις να παραμένουν «στο καράβι». Επιπλέον, ένα τέτοιο κίνημα δεν μπορεί να ανυψώσει το επίπεδο της συνείδησης των συμμετεχόντων προς μια αντισυστημική αλλαγή. Ένα κίνημα αντίστασης μπορεί μεν να επιτύχει να προσελκύσει πολλούς ακτιβιστές, αλλά, ακριβώς λόγω της ετερογενούς φύσης του, δεν μπορεί να δημιουργήσει συνεπή αντισυστημική συνείδηση. Αναπόφευκτα, το επίπεδο της συνείδησης σε ένα τέτοιο κίνημα παραμένει άνισο, διευκολύνοντας την κυριαρχία της ρεφορμιστικής ιδεολογίας. Από την άλλη μεριά, αν η άμεση δράση είναι αναπόσπαστο μέρος ενός αντισυστημικού κινήματος τότε είναι πολύ μεγάλες οι πιθανότητες να δημιουργηθεί μια δημοκρατική πλειοψηφία για αντισυστημική δημοκρατική αλλαγή, κάτι που δεν συνέβη ποτέ στην Ιστορία.
Επομένως, εάν τα ριζοσπαστικά ρεύματα μέσα στο «κίνημα» της αντιπαγκοσμιοποίησης εν ευρεία έννοια –η μόνη πιθανή βάση για τη δημιουργία ενός παγκόσμιου αντισυστημικού κινήματος σήμερα– δεν κατορθώσουν τελικά να υιοθετήσουν ένα νέο αντισυστημικό πρόταγμα για την εποχή της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας, αυτό το «κίνημα» θα έχει τελικά τη μοίρα των «νέων» κοινωνικών κινημάτων. Ιδιαίτερα μάλιστα τώρα που είναι πια ξεκάθαρο ότι ούτε η άμεση δράση ούτε ο life style αναρχισμός θα μπορούσαν, από μόνοι τους, να οδηγήσουν σε συστημική αλλαγή, ή έστω να δημιουργήσουν τη μαζική συνείδηση για αυτό, εκτός αν τέτοιες δραστηριότητες (μαζί με άλλες) αποτελέσουν τμήμα ενός προγραμματικού πολιτικού κινήματος για συστημική αλλαγή, με την δική του ανάλυση της σημερινής κρίσης, καθαρούς στόχους σχετικά με τη μελλοντική κοινωνία και ολοκληρωμένη μεταβατική στρατηγική που να οδηγεί σε αυτήν. Ένα τέτοιο πρόταγμα πρέπει να βασίζεται, όπως προτείνει το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας, σε μια σύνθεση του ελευθεριακού σοσιαλισμού και των δημοκρατικών παραδόσεων μαζί με τα ριζοσπαστικά ρεύματα μέσα στα «νέα» κοινωνικά κινήματα (πράσινο, φεμινιστικό κ.λπ.) στοχεύοντας στην επανενσωμάτωση της κοινωνίας με την οικονομία, πολιτεία και φύση στη μορφή μιας «περιεκτικής» (δηλ. πολιτικής, οικονομικής, οικολογικής και «στην κοινωνική σφαίρα») δημοκρατίας. Και έτσι, φθάνουμε στο τελευταίο κρίσιμο ερώτημα: τι μορφή θα έπρεπε να πάρει ένα νέο αντισυστημικό κίνημα για την πραγματοποίηση ενός τέτοιου προτάγματος;
6. Προς ένα νέο τύπο αντισυστημικού κινήματος
Σήμερα, όπως επιχειρήσαμε να δείξουμε στα προηγούμενα τμήματα, αντιμετωπίζουμε το τέλος των «παραδοσιακών» αντισυστημικών κινημάτων: το θέμα δεν είναι πια ν’ αμφισβήτησουμε τη μία ή την άλλη μορφή εξουσίας/δύναμης αλλά να αμφισβητηθεί η εξουσία αυτή καθαυτή, η οποία συνιστά τη βάση της ετερονομίας. Με άλλα λόγια, αυτό που χρειάζεται σήμερα είναι ένας νέος τύπος αντισυστημικού κινήματος το οποίο θα μπορούσε να αμφισβητήσει την ετερονομία αυτή καθεαυτή και όχι απλώς τις διάφορες μορφές ετερονομίας, όπως συνέβαινε με τα «παραδοσιακά» αντισυστημικά κινήματα.
Μια καθαρή ένδειξη της ανάγκης για ένα τέτοιο κίνημα είναι το γεγονός ότι σήμερα αντιμετωπίζουμε όχι απλά το τέλος των παραδοσιακών αντισυστημικών κινημάτων αλλά επίσης το τέλος των παραδοσιακών ταξικών διαιρέσεων που βασίζονται στη μαρξιστική αντίληψη της τάξης. Εντούτοις, το γεγονός ότι αντιμετωπίζουμε σήμερα το τέλος των αντισυστημικών κινημάτων καθώς και το τέλος των ταξικών πολιτικών (με τη στενή αυτή έννοια της τάξης), δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει πια «σύστημα» ως τέτοιο, και πολύ περισσότερο «ταξικές διαιρέσεις». Αυτό που σημαίνει είναι ότι σήμερα αντιμετωπίζουμε νέες «ταξικές διαιρέσεις» και επομένως υπάρχει η ανάγκη για ένα αντισυστημικό κίνημα νέου τύπου.
Στη δική μας προβληματική, η σταδιακή εξάλειψη των οικονομικών τάξεων με τη μαρξιστική έννοια σηματοδοτεί απλά το θάνατο των παραδοσιακών ταξικών διαιρέσεων και τη γέννηση νέων «ολιστικών» ταξικών διαιρέσεων, δηλ. διαιρέσεων που εδράζονται στις ίδιες τις δομές εξουσίας/δύναμης του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος και όχι απλά σε μερικές πτυχές αυτού, π.χ. στις οικονομικές σχέσεις μόνο, ή εναλλακτικά στις σχέσεις φύλου, στις πολιτικές ταυτότητας, στις αξίες κ.λπ. Με άλλα λόγια, οι σημερινές κοινωνικές διαιρέσεις ανάμεσα σε κυρίαρχες και κυριαρχούμενες κοινωνικές ομάδες σε κάθε δημόσια σφαίρα βασίζονται στις θεσμοποιημένες δομές, οι οποίες αναπαράγουν μια άνιση κατανομή της εξουσίας/δύναμης, καθώς και στις αντίστοιχες κουλτούρες και ιδεολογίες ―δηλ. το «κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα». Τέτοιες δημόσιες σφαίρες είναι η πολιτική σφαίρα (επαγγελματίες πολιτικοί εναντίον των υπόλοιπων πολιτών), η οικονομική σφαίρα (ιδιοκτήτες εταιρειών, διευθυντές, πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων κ.λπ. εναντίον εργατών, υπαλλήλων κ.α.) και η ευρύτερη κοινωνική σφαίρα (άνδρες εναντίον γυναικών, έγχρωμοι εναντίον λευκών, εθνικές πλειοψηφίες εναντίον μειονοτήτων κ.λπ.) Είναι λοιπόν φανερό ότι στη σημερινή κοινωνία, οι κύριες δομές που θεσμοποιούν την ανισοκατανομή της δύναμης είναι η οικονομία της αγοράς και η αντιπροσωπευτική «δημοκρατία», παρόλο που άλλες δομές που θεσμοποιούν την ανισοκατανομή της δύναμης ανάμεσα στα φύλα, τις φυλές, τις εθνότητες κ.λπ. δεν μπορούν απλώς να «αναχθούν» στις δύο αυτές κύριες κατηγορίες. Έτσι, η αντικατάσταση αυτών των δομών από θεσμούς που εξασφαλίζουν την ίση κατανομή της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής δύναμης μέσα σε μια περιεκτική δημοκρατία είναι η αναγκαία συνθήκη (παρόλο που δεν είναι και ικανή) για τη δημιουργία μιας νέας κουλτούρας που θα εξαλείψει την άνιση κατανομή της δύναμης ανάμεσα σε όλους τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, εθνικότητας κ.λπ.
Επομένως, παρόλο που δεν έχει πια νόημα να μιλά κανείς για μονολιθικές ταξικές διαιρέσεις, αυτό δεν αποκλείει την πιθανότητα ότι, όταν οι καταπιεζόμενες κοινωνικές ομάδες αναπτύξουν μια κοινή συνείδηση σχετικά με τις αξίες και τους θεσμούς που δημιουργούν και αναπαράγουν δομές άνισης κατανομής δύναμης, θα μπορέσουν να ενωθούν, πρωταρχικά, όχι εναντίον των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων ως τέτοιων αλλά εναντίον του ιεραρχικού θεσμικού πλαισίου και αυτών που το υπερασπίζονται. Το ενοποιητικό στοιχείο το οποίο μπορεί να ενώσει μέλη των καταπιεζόμενων κοινωνικών ομάδων γύρω από ένα ελευθεριακό πρόταγμα όπως είναι το πρόταγμα της ΠΔ είναι ο αποκλεισμός τους από διάφορες μορφές δύναμης –ένας αποκλεισμός ο οποίος βασίζεται στην ανισοκατανομή δύναμης που χαρακτηρίζει τους σημερινούς θεσμούς και τις αντίστοιχες αξίες. Αντίστοιχα, το διαφοροποιητικό στοιχείο το οποίο διαφοροποιεί τα μέλη των διάφορων κοινωνικών ομάδων δεν είναι απλά η στάση τους προς το κατεστημένο σύστημα αλλά επίσης η ίδια η βάση της καταπίεσης τους, δηλ. εάν η θέση τους ως κυριαρχούμενοι εδράζεται στην άνιση κατανομή της πολιτικής, οικονομικής, ή κοινωνικής δύναμης γενικά.
Είναι, λοιπόν φανερό ότι αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα είναι ένα καινούργιο παράδειγμα το οποίο, ενώ αναγνωρίζει τις διαφορετικές ταυτότητες των κοινωνικών ομάδων που αποτελούν τις διάφορες υπο-ολότητες (γυναίκες, εθνικές μειονότητες κ.λπ.), την ίδια στιγμή αναγνωρίζει την ύπαρξη ενός συνολικού κοινωνικο-οικονομικού συστήματος το οποίο εξασφαλίζει την συγκέντρωση της δύναμης/εξουσίας στα χέρια των διάφορων ελίτ και των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων μέσα στην κοινωνία σαν σύνολο. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το παράδειγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας το οποίο ανταποκρίνεται στη σημερινή πολλαπλότητα των κοινωνικών σχέσεων (φύλο, εθνότητα, φυλή κ.λπ.) με πολύπλευρες έννοιες ισοκατανομής όλων των μορφών δύναμης, οι οποίες αναγνωρίζουν τις διαφορετικές ανάγκες και εμπειρίες των ανθρώπων. Στην πραγματικότητα, το κύριο πρόβλημα των απελευθερωτικών πολιτικών σήμερα είναι το πώς όλες οι κοινωνικές ομάδες οι οποίες εν δυνάμει σχηματίζουν τη βάση ενός νέου ελευθεριακού υποκειμένου θα μπορούσαν να ενωθούν κάτω από μια κοινή κοσμοθεωρία, ένα κοινό παράδειγμα, το οποίο θεωρεί ότι η απώτερη αιτία της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης είναι οι σημερινές δομές οι οποίες εξασφαλίζουν τη συγκέντρωση της δύναμης σε όλα τα επίπεδα, καθώς επίσης και τα αντίστοιχα συστήματα αξιών. Σε αυτή την προβληματική, δεδομένης της ευρείας προοπτικής του προτάγματος για μια Περιεκτική Δημοκρατία, ένα νέο κίνημα που στοχεύει σε μια παρόμοια γνήσια δημοκρατία θα έπρεπε να απευθύνεται σε σχεδόν όλα τα τμήματα της κοινωνίας, εκτός φυσικά από τις κυρίαρχες κοινωνικές ομάδες, δηλ. τις άρχουσες ελίτ και την υπερτάξη.
Ο ολοκληρωμένος χαρακτήρας της αντίληψης της ΠΔ και η ανάλυση της των σημερινών «ταξικών» διαιρέσεων δείχνει ότι το αντισυστημικό κίνημα που προβλέπεται από το πρόταγμα της ΠΔ διαφέρει ριζικά από τα παραδοσιακά αντισυστημικά κινήματα και προσφέρει μία αντίληψη για ένα νέου τύπου αντισυστημικό κίνημα. Έτσι, το κίνημα που προβλέπεται από το πρόταγμα της ΠΔ διαφέρει θεμελιακά από τα παλαιά ρεφορμιστικά κινήματα, όπως το σοσιαλδημοκρατικό κίνημα, καθώς επίσης και από τα επαναστατικά κινήματα, όπως το κομμουνιστικό και το αναρχικό κίνημα, τόσο σε σχέση με τους στόχους που επιδιώκει, όσο και με τα μέσα που χρησιμοποιεί προκειμένου να πετύχει αυτούς τους στόχους.
Όσον αφορά τους στόχους, παρόλο που το κίνημα της Περιεκτικής Δημοκρατίας είναι, όπως τα κομουνιστικά και τα αναρχικά κινήματα, αντισυστημικό, εντούτοις, υπάρχει μια κρίσιμη διαφορά ανάμεσα στους αντισυστημικούς στόχους του κινήματος της ΠΔ από τη μια μεριά και των στόχων των κομουνιστικών και αναρχικών κινημάτων από την άλλη. Έτσι, το όραμα της ΠΔ είναι ριζικά διαφορετικό τόσο από το κομμουνιστικό όραμα[106] της κοινωνίας γενικά και της δημοκρατίας ειδικότερα, όσο και από τις αναρχικές[107] εκδοχές αυτού. Εν συντομία, τα κομουνιστικά οράματα (μαρξιστικά ή αναρχο-κομμουνιστικά), σε αντίθεση με το πρόταγμα της ΠΔ, προϋποθέτουν μια κοινωνία μετα-σπάνεως και έτσι κάνουν περιττή την ιδέα της οικονομικής δημοκρατίας, ενώ οι αναρχοσυνδικαλιστικές εκδοχές βασίζονται στα εργατικά συμβούλια και όχι, όπως στο πρόταγμα της ΠΔ, στις συνελεύσεις πολιτών –ένα συλλογικό όργανο λήψης των αποφάσεων πολύ μεγαλύτερου εύρους.
Επίσης, όσον αφορά τα μέσα που προτείνονται από το πρόταγμα της ΠΔ σε σχέση με τα παραδοσιακά αντισυστημικά κινήματα, πάλι, υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στους δύο τύπους κινημάτων. Έτσι, το προτεινόμενο κίνημα της ΠΔ χρησιμοποιεί μια ποικιλία μέσων προκειμένου να πετύχει τους αντισυστημικούς στόχους του αλλά όχι την συμμετοχή στις κοινοβουλευτικές εκλογές, που είναι το κύριο μέσο που χρησιμοποιείται από τα ρεφορμιστικά κινήματα, καθώς επίσης και από κάποια κομουνιστικά. Επιπλέον, ενώ το πρόταγμα της ΠΔ προτείνει την χρήση μόνο της αμυντικής βίας στην περίπτωση που η κυβερνώσα ελίτ επιχειρήσει να χρησιμοποιήσει κρατική βία στην προσπάθεια της να σταματήσει τον ριζοσπαστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, τα κομουνιστικά και αναρχικά κινήματα κηρύττουν τον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, ενώ οι Καστοριαδικοί αποκλείουν κάθε μορφή βίας, αμυντική ή επιθετική, και στηρίζονται στην αλλαγή του ριζοσπαστικού φαντασιακού!
Τέλος, η επαναστατική στρατηγική που υιοθετείται τόσο από τα κομουνιστικά όσο και από τα αναρχικά κινήματα απορρίπτεται από το κίνημα της ΠΔ επειδή, όπως σημείωσα αλλού,[108] το κύριο πρόβλημα οποιασδήποτε στρατηγικής, είτε «από τα πάνω» (όπως προτείνεται από τα μαρξιστικά κινήματα) είτε «από τα κάτω» (αναρχικά κινήματα), είναι η άνιση ανάπτυξη της συνειδητοποίησης ανάμεσα στον πληθυσμό, με άλλα λόγια, το γεγονός ότι μια επανάσταση, που υποθέτει μια ρήξη με το παρελθόν τόσο στο υποκειμενικό επίπεδο της συνείδησης όσο και στο θεσμικό επίπεδο, λαμβάνει χώρα σε ένα περιβάλλον όπου μόνο μια μειοψηφία του πληθυσμού έχει έλθει σε ρήξη με το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα. Τότε, αν μεν πρόκειται για μια επανάσταση από τα πάνω, έχει πολλές πιθανότητες να πετύχει τον πρώτο της στόχο, να καταργήσει την κρατική δύναμη και να εγκαταστήσει την δική της εξουσία. Όμως, ακριβώς επειδή είναι μια επανάσταση από τα πάνω με τις δικές της ιεραρχικές δομές κ.λπ., δεν έχει την ευκαιρία να αλλάξει το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα παρά μόνο επιφανειακά, δηλ. στο επίπεδο της επίσημης ιδεολογίας. Από την άλλη μεριά, παρόλο που η επανάσταση από τα κάτω είναι η σωστή προσέγγιση για την δημοκρατική μεταστροφή των ανθρώπων στο νέο κοινωνικό παράδειγμα, υποφέρει από το γεγονός ότι η άνιση ανάπτυξη της συνείδησης ανάμεσα στον πληθυσμό μπορεί να μην επιτρέψει στους επαναστάτες να πετύχουν ακόμα και τον πρώτο στόχο τους της κατάργησης της κρατικής δύναμης και, ακόμα και αν καταφέρουν να το πετύχουν, ο ξαφνικός και ορμητικός χαρακτήρας της επαναστατικής αλλαγής εγγυάται ότι τα άνισα επίπεδα της συνείδησης θα εξακολουθούν να σημαδεύουν τα πρώτα κρίσιμα στάδια μετά την επανάσταση.
Σύμφωνα με το πρόταγμα της ΠΔ, η εγκαθίδρυση των δημοκρατικών θεσμών μιας μελλοντικής κοινωνίας, η οποία θα είναι ριζικά διαφορετική από αυτό που περνιέται σήμερα για δημοκρατία, δεν θα πρέπει να περιμένει να έρθει η επανάσταση. Ένα κρίσιμο στοιχείο της στρατηγικής της ΠΔ είναι ότι οι πολιτικοί και οικονομικοί θεσμοί της Περιεκτικής Δημοκρατίας ξεκινούν να εγκαθιδρύονται αμέσως μόλις ένας αξιοσημείωτος αριθμός ανθρώπων σε μια συγκεκριμένη περιοχή έχει δημιουργήσει μια βάση για «δημοκρατία εν δράση». Μέσω της δράσης για το χτίσιμο τέτοιων θεσμών μπορεί να χτιστεί ένα μαζικό πολιτικό κίνημα με υψηλό επίπεδο συνείδησης. Επομένως, η στρατηγική της ΠΔ θα περιλάμβανε το βαθμιαίο χτίσιμο εναλλακτικών πολιτικών και οικονομικών θεσμών μέσω της ανάληψης της δύναμης σε τοπικό επίπεδο από ένα προγραμματικό πολιτικό κίνημα δεσμευμένου στη συστημική αλλαγή. Αυτό θα επέτρεπε στους πολίτες, ιδιαίτερα αυτούς που είναι σε μειονεκτική θέση, να ξεκινήσουν να καλύπτουν κάποιες από τις επείγουσες ανάγκες τους ενώ, συγχρόνως, θα παρείχε το ερέθισμα για ανάμιξη, εμπειρία συμμετοχής και συνεργασία μέσα στην ίδια τη διαδικασία οικοδόμησης των πρώτων στοιχείων της νέας δημοκρατίας.
Ο αγώνας για να χτιστεί ένα νέο αντισυστημικό κίνημα που να εμπνέεται από το παράδειγμα για μια αληθινή (περιεκτική) δημοκρατία, το οποίο για να πετύχει πρέπει να γίνει διεθνές κίνημα, είναι επείγουσα και επιτακτική. Το «κίνημα» της αντιπαγκοσμιοποίησης εν ευρεία έννοια έχει τη δυνατότητα να αναπτυχθεί σε ένα τέτοιο κίνημα, αν αρχίσει να χτίζει βάσεις στο τοπικό επίπεδο με στόχο τη δημιουργία μιας νέας δημοκρατικής παγκοσμιοποίησης που θα βασίζεται σε τοπικές περιεκτικές δημοκρατίες οι οποίες θα επανενσωματώνουν την κοινωνία με την οικονομία, την πολιτεία και την Φύση σε ένα θεσμικό πλαίσιο ισοκατανομής της δύναμης σε όλες της τις μορφές. Αν το κίνημα αυτό δεν αρπάξει την ευκαιρία, τελικά θα σβήσει ή, χειρότερα, θα ενσωματωθεί. Στην τελευταία περίπτωση, η υπερεθνική ελίτ θα συνεχίσει τη διεύθυνση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, περιθωριοποιώντας την πλειονότητα του παγκόσμιου πληθυσμού και επιδεινώνοντας την οικολογική κατάσταση, ενώ το «κίνημα» της αντιπαγκοσμιοποίησης θα παίζει τον ρόλο της «πιστής» αντιπολίτευσης παλεύοντας απλώς για έναν ελαφρώς μικρότερο βαθμό συγκέντρωσης (μέσω του φόρου Tobin, της διαγραφής του χρέους του Τρίτου κόσμου κ.λπ.) και για μια ελαφρώς μικρότερη οικολογική κρίση (μέσω της συμφωνίας του Κιότο και των συνακόλουθων τροποποιήσεων)!
* Το άρθρο αυτό αποτελεί επαυξημένη εκδοχή του δεύτερου και τελευταίου τμήματος του άρθρου "The End of Traditional Antisystemic Movements and the Need for A New Type of Antisystemic Movement Today" του Τ. Φωτόπουλου που πρωτοδημοσιεύθηκε στο θεωρητικό περιοδικό Democracy & Nature (Vol. 7. No . 3, Νοέμβρης 2001). Το πρώτο τμήμα έχει δημοσιευτεί στο τεύχος 14 του ανά χείρας περιοδικού. Η μετάφραση είναι των Παντελή Αράπογλου και Νίκου Πανάγου και η γενική επιμέλεια του ίδιου του συγγραφέα.
[50] Giovanni Arrighi et al, Antisystemic movements, σελ. 98
[51] Για μία κρατικιστική, σοσιαλιστική ερμηνεία της πτώσης του εργατικού κινήματος βλ. Eric Hobsbawm, «Farewell to the Classic Labour Movement», New Left Review, 173, January/February 1989, σελ. 69-74
[52] Perry Anderson «Renewals», NLR no 1
[53] Eric Hobsbawm, «The Crisis of today’s ideologies», New Left Review, no.192, (March-April 1992), σελ. 55-64
[54] Έτσι, παρόλο που οι ορθόδοξοι μαρξιστές αντιμετωπίζουν με κριτικό τρόπο την ηττοπάθεια του Anderson, εξακολουθούν να μην αποτολμούν το χτίσιμο ενός εναλλακτικού προς το μεταμοντερνισμό παράδειγμα, αλλά συμφωνούν με το συμπέρασμα του Anderson ότι η μόνη βιώσιμη σύγχρονη πολιτική πρόταση μπορεί να προέλθει από τον ίδιο το μεταμοντερνισμό [βλ. Paul Blackledge, “Perry Anderson and the End of History”, Historical Materialism 7, (winter 2000), σελ. 199-220]
[55] Jeffrey Isaac, «Marxism and Intellectuals» New Left Review, no.2 (new series) (March/April 2000), σελ. 111-116
[56] Για παράδειγμα, το πρόταγμα της ΠΔ που προωθείται από το παρόν περιοδικό, το πρόταγμα του Συνομοσπονδιακού Κοινοτισμού που προτείνεται από κοινωνικούς οικολόγους ή το πρόταγμα των Συμμετοχικών Οικονομικών (PARECON) που προτείνεται από το δίκτυο Z –για να αναφέρουμε ορισμένα.
[57] Η συγκεχυμένη απάντηση του Callinicos προς τα επιχειρήματα του Isaac (βλ. Alex Callinicos, “Impossible Anti-Capitalism?” New Left Review no. 2, σελ. 117-124) στην οποία φαίνεται να υιοθετεί την επαναστατική μαρξιστική θέση και ταυτόχρονα να υποστηρίζει όχι μόνο πολλές από τις ρεφορμιστικές θέσεις του Bourdieu, αλλά και την καθαρά ρεφορμιστική εκστρατεία κατά της παγκοσμιοποίησης της Le Monde Diplomatique καθώς και των καρπών της οργάνωσης ATTAC είναι απλά άλλη μία ένδειξη των αντιφάσεων των αναλύσεων της κρατικιστικής Αριστεράς για την παγκοσμιοποίηση, όπως προσπάθησε να δείξει ο Τ. Φωτόπουλος στο Globalisation
[58] Με αυτή την έννοια, οIsaac, ένας τυπικός αντιπρόσωπος της χρεοκοπίας της κρατικιστικής Αριστεράς μετά την κατάρρευση αυτού που περνούσε ως «σοσιαλισμός» στις χώρες του σοβιετικού μπλοκ, αγνοώντας την κριτική από την ελευθεριακή αριστερά για την πραγματική φύση αυτών των (βλ. “The Catastrophe of Marketisation”), εξάγει το εύκολο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει εναλλακτικό του καπιταλισμού — ένα συμπέρασμα που συνάδει πλήρως με τις καριερίστικες σκέψεις των ακαδημαϊκών που υιοθετούν παρόμοιες απόψεις.
[59] Δεν προκαλεί έκπληξη ότι ο Guy Debord, ο πατέρας του Καταστασιονισμού, ως συγγραφέας ενός βιβλίου για τον ίδιο γράφει ότι «επιτέλους εισήλθε στο πάνθεον των μεγάλων Γάλλων διανοητών τον περασμένο μήνα όταν έγινε εξώφυλλο του Magazine littéraire, το περιοδικό κουλτούρας που κάνει το TLS να μοιάζει με το Hello!. Οι θαυμαστές τον θεωρούν ως τη μετενσάρκωση της επαναστατικής φυσιογνωμίας του 1968 ―έναν Che Guevara του 21ου αιώνα, μία μορφή της οποίας το εικονικό στάτους ορίζει την ανικανότητά του. Από το 1989, θαυμάζαμε το γεγονός ότι η μοναχική και προκλητική φωνή του Debord συνέχιζε να εξαπολύει πόλεμο ενάντια σε αυτό που ο ίδιος ονόμαζε «δυνάμεις της κυριαρχία». I did not want to believe that he had been defeated by them. But, whether Debord's disciples in Paris like it or not, he was.” ― Andrew Hussey, «Situation abnormal», The Guardian, July 28, 2001
[60] Βλ. Takis Fotopoulos, «Globalisation, the Reformist Left and the Anti-globalisation ‘movement’». Democracy & Nature, Vol.7, No.2 (July 2001). Επίσης, ο Luca Casarini, εκπρόσωπος του Ya Basta! και ο Tutte Blanche, σε μία πρόσφατη συνέντευξή τους ξεκαθάρισαν ότι για αυτούς το πρόβλημα δεν είναι η οικονομία της αγοράς αλλά η παγκοσμιοποίηση και ο νεοφιλελευθερισμός (Η συνέντευξη που δόθηκε στην Ελευθεροτυπία στις 15/7/01).
[61] Libertaria, no 2, April-June 2001
[62] βλ. τη συνέντευξή του στο International Affairs 75 (April 1999), σελ. 269-81
[63] Βλ. Takis Fotopoulos, «Social Ecology, Eco-Communitarianism and Inclusive Democracy», Democracy & Nature, Vol. 5, No. 3 (November 1999) σελ. 561-576.
[64] Βλ. the «Interview with Murray Bookchin», by David Vanek, Harbinger, A Journal of Social Ecology, vol. 2 no.1, 2000.
[65] Βλ. για παράδειγμα M. Bookchin, Re-enchanting Humanity, (London: Cassell, 1997)
[66] βλ. Janet Biehl, “Murray Bookchin's Break with Anarchism», Communalism, October 2007
[67] Η συνέντευξη του Todd May interview με την Rebecca DeWitt στο Perspectives on Anarchist Theory, Vol. 4, No. 2 (Fall 2000).
[68] Μία ένδειξη της σύγχυσης σε συνδυασμό με σεχταρισμό που επικρατεί μεταξύ των αναρχικών της IAS είναι το γεγονός ότι ο ίδιος η Γενική Διευθύντρια της IAS, η οποία ενστερνίζεται πλήρως τις μεταμοντέρνες απόψεις του Todd May, σε ένα άρθρο για το κίνημα της αντι-παγκοσμιοποίησης υπογραμμίζει την ανάγκη οι αναρχικοί «να αναπτύξουν μία θεωρία για μία ελεύθερη κοινωνία με σκοπό να καθοδηγήσουμε τους εαυτούς μας από τα μέσα στους σκοπούς, διαφορετικά δεν θα μπορέσουμε να κάνουμε το απαραίτητο βήμα από την ιδέα σε πολιτικό κίνημα και θα καταλήξουμε να αγωνιζόμαστε για πράγματα στα οποία δεν πιστεύουμε», Rebecca DeWitt, «An Anarchist Response to Seattle: What Shall We Do With Anarchism?» Perspectives on Anarchist Theory, vol. 4 no. 1 (Spring 2000). Περιττό να προσθέσουμε ότι η IAS και το θεωρητικό του όργανο δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να αναφερθεί στο πρόταγμα της ΠΔ, το μοναδικό πρόταγμα που γνωρίζουμε στον ελευθεριακό χώρο, το οποίο προσφέρει τη θεωρητική βάση για την οποία μιλάει, αλλά και που αρνήθηκε να προσθέσει στην ιστοσελίδα του (η οποία περιλαμβάνει ζεύξεις προς σχεδόν όλα τα περιοδικά με «ελευθεριακό» περιεχόμενο) ζεύξη προς το Democracy & Nature!
[69] Murray Bookchin, Social Anarchism or Lifestyle Anarchism, (Edinburgh: AK Press, 1995), σελ. 19
[70] Murray Bookchin, Social Anarchism or Lifestyle Anarchism, σελ. 51
[71] Murray Bookchin, Social Anarchism or Lifestyle Anarchism, σελ. 10
[72] Βλ. Takis Fotopoulos, «The Limitations of Life-style Strategies: the Ecovillage ‘Movement’ is NOT the Way Towards a New Democratic Society» , Democracy & Nature, Vol. 6, No. 2, (July 2000), σελ. 287-308.
[73] Tom Cahill, «Co-operatives and anarchism» in For Anarchism, ed by David Goodway, (London: Routledge, 1989), σελ. 235-258
[74] John Griffin, «Dodgy Logic and the Olympians», Total Liberty, vol. 2 no. 1, 1999; βλ. επίσης την απάντηση μου «Pragmatic ‘anarchism’ or anarchism?» Total Liberty, vol. 2 no. 2, 2000
[75] Βλ. T. Fotopoulos, «Welfare state or economic democracy?» Democracy & Nature, Vol. 5, No. 3 (November 1999) σελ. 433-468.
[76] Takis Fotopoulos, «The Limitations of Life-style Strategies»
[77] Την περίοδο 1975-89, τα ποσοστά συμμετοχής σε δραστηριότητες νέων κοινωνικών κινημάτων στη Γερμανία, την Ολλανδία και την Ελβετία κυμαίνονταν μεταξύ 64% και 68% ενώ στη Γαλλία μόνο 11%. Από την άλλη μεριά, τα ποσοστά συμμετοχής σε απεργίες ήταν 56% στη Γαλλία έναντι 15% στη Γερμανία, 10% στην Ολλανδία και 1% στην Ελβετία. Αυτό μπορεί να εξηγήσει το γιατί οι οπαδοί των παλαιών αντισυστημικών κινημάτων, όπως οι Τροτσκιστές, προσπαθούν να δικαιολογήσουν την υποστήριξή τους σε αυτές με βάση το Γαλλικό παράδειγμα—το οποίο, ωστόσο, αποτελεί εξαίρεση για το Βορά—ενώ οι υποστηρικτές των νέων κοινωνικών κινημάτων χρησιμοποιούν παραδείγματα τις υπόλοιπες χώρες του Βορά.[Hanspeter Kriesi et al, New Social Movements in Western Europe (Minneapolis: University of Minnesota Press, 1995) table 1.5]
[78] στο ίδιο. σελ. 250
[79] Steven Best & Douglas Kellner, The Postmodern Turn, (New York: The Guilford Press, 1997) σελ. 33
[80] στο ίδιο. σελ. 274
[81] Βλ. την ανταλλαγή μεταξύ Τ. Φωτόπουλου και Ariel Salleh, Democracy & Nature, vol. 7 nο. 2 (July 2001) σελ. 363-367
[82] Alex Demirovic, «NGOs and Social Movements», Capitalism, Nature, Socialism, vol. 11 (4), December 2000, σελ. 131-140
[83] Για παράδειγμα, το Υπουργείου Εξωτερικών καθώς και το Υπουργείο Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών είναι σημαντικές πηγές για τη χρηματοδότηση των διεθνών δραστηριοτήτων κάποιων Γιαπωνέζικων ΜΚΟ, βλ. Tessa Morris-Suzuki, «For and Against NGOs», New Left Review, no. 2 (March-April 2000), σελ. 63-84. Η Ελληνική κυβέρνηση επίσης χρηματοδοτεί επίσημα τις δραστηριότητες ορισμένων ΜΚΟ.
[84] Alex Demirovic, «NGOs and Social Movements»
[85] Βλ. Takis Fotopoulos, «The First War of the Internationalised Market Economy», Democracy & Nature, Vol. 5, No. 2 (July 1999) σελ. 357-383.
[86] Η πρόταση για δημιουργία μιας Ευρωπαϊκής αστυνομίας διαδηλώσεων, ως επακόλουθο της Γένοβας, για να συντριβούν οι διαδηλώσεις κατά της παγκοσμιοποίησης προήλθε από τη Γερμανική κυβέρνηση στην οποία παίζει σημαντικό ρόλο το Πράσινο κόμμα. Επιπλέον, τα Πράσινα κόμματα της Ευρώπης που συμμετέχουν στην κυβερνητική εξουσία λαμβάνουν πλήρως μέρος στη σημερινή εκστρατεία για τη χαλιναγώγηση των αστικών ελευθεριών στο εσωτερικό της Ευρώπης, ως τμήμα της αντι-τρομοκρατικής εκστρατείας που ξεκίνησε από τους βομβαρδισμούς στις ΗΠΑ το Σεπτέμβριο του 2001.
[87] Murray Bookchin, «The Unity of Ideals and Practice», Left Green Perspectives, no. 38, April 1998
[88] Βλ. N. Chilas, Berlin correspondent of the Athens daily TO BHMA, 22-7-01
[89] Jim O’Connor, «House Organ», Capitalism, Nature, Socialism, vol. 12 (2), June 2001, σελ. 166
[90] Steven Best & Douglas Kellner, The Postmodern Turn, σελ. 269
[91] Manussos Marangudakis, «Rationalism and Irrationalism in the Environmental Movement – The Case of Earth First!»
[92] Βλ. Takis Fotopoulos, «The Limitations of Life-style Strategies: the Ecovillage ‘Movement’ is NOT the Way Towards a New Democratic Society»
[93] Βλ. Takis Fotopoulos, «The Rise of New Irrationalism and its incompatibility with Inclusive Democracy», Democracy & Nature, Vol. 4, No. 2/3 (1998).
[94] Βλ. the «Interview with Murray Bookchin», by David Vanek
[95] Johanna Brenner, «The Best of Times, The Worst of Times: US Feminism Today», New Left Review, no. 200, July-August 1993, σελ. 101-159
[96] Βλ. π.χ. Val Plumwood, «Feminism, Privacy and Radical democracy», Anarchist Studies, vol. 3 no. 2, 1995, σελ. 97-120; see also Takis Fotopoulos, Towards An Inclusive Democracy, σελ. 211-213
[97] Johanna Brenner, «The Best of Times, The Worst of Times: US Feminism Today»
[98] Lynne Segal, «Whose Left? Socialism, Feminism and the Future», New Left Review, no. 185, January-February 1991
[99] Johanna Brenner, «The Best of Times, The Worst of Times: US Feminism Today», New Left Review, no. 200, July-August 1993, σελ. 101-159
[100] Βλ. the «Interview with Murray Bookchin», by David Vanek
[101] Murray Bookchin, «When ‘Realism’ Becomes Capitulation», Left Green Perspectives, no. 33 October 1995
[102] Takis Fotopoulos, «Globalisation, the reformist Left and the anti-globalisation movement»
[103] Perry Anderson «Renewals» NLR no. 1
[104] Βλ. Takis Fotopoulos, «Globalisation, the Reformist Left and the Anti-Globalisation Movement»
[105] Βλ. Hardt & Negri, Empire
[106] Βλ. Takis Fotopoulos, Towards An Inclusive Democracy, σελ.196-198
[107] Βλ. Takis Fotopoulos, «Social Ecology, Eco-Communitarism and Inclusive Democracy» Democracy & Nature, vol 5 no 3 (November 1999) σελ. 561-576
[108] Βλ. Takis Fotopoulos, «Mass Media, Culture and Democracy» Democracy & Nature, Vol. 5, No. 1 (March 1999) σελ. 33-64.