Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 16 (Σεπτέμβρης-Δεκέμβρης 2007)
Η επιτακτική ανάγκη για μια αντισυστημική συμμαχία
ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Μολονότι τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών δεν αποτελούσαν βέβαια καμιά έκπληξη αφού απέδειξαν για άλλη μια φορά την ικανότητα των κομμάτων εξουσίας να παγιδεύουν τη συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων, εντούτοις, από τη σκοπιά της αντισυστημικής Αριστεράς, τρία σημαντικά στοιχεία χαρακτήρισαν τις εκλογές αυτές.
Τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τ’ αποτελέσματα των εκλογών
Τα στοιχεία αυτά είναι: η συνεχώς διογκούμενη αποχή σημαντικού τμήματος του εκλογικού σώματος από την φάρσα της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας», η καθίζηση του σοσιαλφιλελεύθερου ΠΑ.ΣΟ.Κ. και η σημαντική εκλογική επιτυχία της ρεφορμιστικής συμμαχίας της Αριστεράς με βάση το ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Πιο συγκεκριμένα:
Όσον αφορά την αποχή/άκυρο/λευκό, μολονότι ένα σημαντικό τμήμα της ―πέρα από προσωπικούς λόγους κ.λπ.― μπορεί να σημαίνει απλώς ιδιώτευση ή διαμαρτυρία (που και αυτές βέβαια έχουν απώτερες συστημικές αιτίες), η διαχρονική εξέλιξη της αποχής/άκυρου/λευκού δείχνει μια σταθερή ανοδική τάση τα τελευταία 10 περίπου χρόνια, που μόνον ως ένδειξη βαθειάς και εντεινόμενης κρίσης αυτού που περνά για «πολιτική» σήμερα μπορεί να ερμηνευθεί. Έτσι, ενώ η αποχή και το άκυρο/λευκό δεν ξεπερνούσαν κατά μέσον όρο το 20% μέχρι τις εκλογές του '89, ανεβαίνουν στο 22,5% στην αρχή της δεκαετίας του '90, για να φθάσουν το 26% στις εκλογές 1996-2004 και να εκτοξευθούν σήμερα στο 28%! Το γεγονός είναι ιδιαίτερα σημαντικό διότι στον βαθμό που εκφράζει απογοήτευση, ή έστω συνειδητή αδιαφορία, σε σχέση με την σημερινή «δημοκρατική» διαδικασία, αυτό σημαίνει άμεση ή έμμεση άρνηση συμμετοχής στην «πολιτική» που καθιερώνει η αντιπροσωπευτική «δημοκρατία», η οποία βέβαια δεν έχει καμιά σχέση με την κλασική έννοια της πολιτικής ως της διαδικασίας αυτοκαθορισμού. Ενός αυτοκαθορισμού, ο οποίος μόνο σε μια άμεση δημοκρατία, που επεκτείνεται και σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, είναι εφικτός. Για τους υποστηρικτές της άμεσης δημοκρατίας, επομένως, η αποχή-άκυρο είναι θέμα αρχής, που δεν παύει όμως να έχει και πρακτική σημασία. Υπάρχει αμφιβολία ότι αν η αποχή-άκυρο έπαιρνε διαστάσεις ακόμη σημαντικότερες αυτό θα ήταν ένδειξη πολύ βαθύτερης πολιτικής κρίσης από το απλό χτύπημα του δικομματισμού που σημειώθηκε και θα έκανε ακόμη πιο δύσκολο για τις ελίτ να περάσουν τις αντιλαϊκές νεοφιλελεύθερες «μεταρρυθμίσεις» τους;
Όσον αφορά τα κόμματα εξουσίας, η νεοφιλελεύθερη συναίνεση των δυο κομμάτων εξουσίας υπέστη μια σημαντική απώλεια, που πιθανώς θα κάνει δυσκολότερη την εισαγωγή των επιτακτικών (για τις ντόπιες και ξένες ελίτ) νεοφιλελεύθερων «μεταρρυθμίσεων» που χρονίζουν: ασφαλιστικό, ιδιωτικοποίηση της Παιδείας, πλήρης ιδιωτικοποίηση των Δ.Ε.Κ.Ο. κ.λπ. και φυσικά, τη συνέχιση της αναδιανομής του εισοδήματος και του πλούτου υπέρ των προνομιούχων της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Η απώλεια συνίσταται στο γεγονός ότι το ΠΑ.ΣΟ.Κ., ο κύριος φορέας του σοσιαλφιλελευθερισμού στη χώρα (με την αγαστή σύμπνοια του οποίου πέρασαν αποφασιστικές νεοφιλελεύθερες «μεταρρυθμίσεις» τα τελευταία περίπου 20 χρόνια), μετά τη βαριά ήττα του, πιθανώς αχρηστεύεται στον ρόλο αυτόν. Και αυτό, τουλάχιστον μέχρι τις επόμενες εκλογές, που γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι πιθανόν να συντομευτούν ―ιδιαίτερα μετά την ισχνή πλειοψηφία που κατέκτησε ο άλλος σημαντικός εταίρος στη νεοφιλελεύθερη συναίνεση, η Ν.Δ. Είναι φανερό ότι οι ψηφοφόροι του ΠΑ.ΣΟ.Κ., σημαντικό τμήμα των οποίων στην μεταπολίτευση μετακόμισαν σε αυτό από την Αριστερά, ανέχονταν μεν τη στροφή στον σοσιαλφιλελευθερισμό, στον βαθμό που συνδεόταν σε αντιστάθμισμα με κάποιες κυβερνητικές παροχές και ρουσφέτια, αλλά οπωσδήποτε δεν ήταν διατεθειμένοι να υποστηρίξουν το κόμμα της «αλλαγής» να παίζει ακόμη και τον ρόλο της συμπολίτευσης όταν βρέθηκε στην αντιπολίτευση. Το αποτέλεσμα ήταν ότι πολλοί από αυτούς επανέκαμψαν στις τελευταίες εκλογές στην αριστερή τους βάση. Η ενδοκομματική συνέπεια της ήττας ήταν η εξαπόλυση ενός πολέμου μεταξύ των φατριών των «πρωτοκλασάτων», ο οποίος στην ουσία αφορά πόλεμο για τα «τιμάρια» και δεν έχει καμιά σχέση με σημαντικές πολιτικές διαφορές, οι οποίες ήταν πάντοτε ανύπαρκτες στο προσωποπαγές αυτό κόμμα χωρίς οργανωμένες «τάσεις», όπου όλοι λιβάνιζαν την εκάστοτε ηγεσία, οποιεσδήποτε θέσεις και να υιοθετούσε. Άλλωστε, όπως επανειλημμένα έχω τονίσει, η σοσιαλφιλελεύθερη στάση των προσφάτων ηγεσιών του ΠΑ.ΣΟ.Κ. ήταν απόλυτα ρεαλιστική από τη στιγμή που σύσσωμο το κόμμα αποδέχτηκε το θεσμικό πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που επέβαλλε η Ε.Ε. μέσω της Πράξης Ενιαίας Αγοράς, των Συνθηκών Μάαστριχτ, Άμστερνταμ κ.λπ. Όμως, ο σημερινός ρητορικός ανταγωνισμός ανάμεσα στις διάφορες προσωποπαγείς φατρίες μπορεί να οδηγήσει τη νέα ηγεσία ―που κατά τα φαινόμενα θα είναι πάλι η ίδια η αποτυχημένη, «κληρονομικώ δικαιωμάτι», ηγεσία του «Γιωργάκη» τον οποίο υποστηρίζουν σχεδόν όλοι οι «πρωτοκλασάτοι» ως ακίνδυνο σε σχέση με τα δικά τους προσωπικά σχέδια και ηγετικές μωροφιλοδοξίες― σε μια πιο σκληρή αντιπολιτευτική γραμμή ώστε να εξασφαλισθεί τουλάχιστον η επανεκλογή του κόμματος στις επόμενες εκλογές. Αυτό φυσικά θα έκανε πιο δύσκολο για τις ελίτ να περάσει τις μεταρρυθμίσεις, (παρά το σωσίβιο του ΛΑ.Ο.Σ.). Περιττό να προστεθεί ότι η τυχόν επάνοδος του κόμματος στην εξουσία θα σηματοδοτήσει τη συνέχιση των σοσιαλφιλελεύθερων πολιτικών, στον μονόδρομο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που επιβάλλουν οι ανοικτές και απελευθερωμένες αγορές.
Τέλος, όσον αφορά την ρεφορμιστική Αριστερά ―είτε με τη μορφή του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. είτε με την μορφή των Οικολόγων-Πράσινων― παρουσίασε μια ιδιαιτέρα σημαντική, μολονότι αναμενομένη, εκλογική επιτυχία. Αυτό αφορά ιδιαίτερα την αντι-νεοφιλελεύθερη συμμαχία που συνέπηξε ο ΣΥΝ με εξωκοινοβουλευτικές δυνάμεις της ρεφορμιστικής Αριστεράς (Α.Κ.Ο.Α. κ.λπ.), αλλά και των τμημάτων της Αριστεράς που δηλώνουν αντικαπιταλιστικές αλλά δεν έχουν δισταγμούς να κατεβούν στις εκλογές με ρεφορμιστικό πρόγραμμα που φθάνει ακόμη και στο σημείο να μην αμφισβητεί το κατ’ εξοχήν όργανο της καπιταλιστικής νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης στον Ευρωπαϊκό χώρο, την Ε.Ε. (π.χ. Κ.Ο.Ε.). Σε μεγάλο βαθμό η σημαντική αυτή συγκέντρωση ψήφων (και εδρών!) από την ρεφορμιστική συμμαχία ήταν αναμενομένη με δεδομένο ότι ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. διαδέχεται σήμερα το ΠΑ.ΣΟ.Κ. στο ρόλο που αυτό έπαιζε ως σήμερα ως εκφραστού της σοσιαλδημοκρατικής Αριστεράς. Όμως ο ίδιος παράγοντας μπορεί εύκολα να λειτουργήσει προς την αντίθετη κατεύθυνση όταν μια πιθανή αριστερόστροφη (και εντελώς οπορτουνιστική) αλλαγή της πολιτικής του ΠΑΣΟΚ επιτύχει να επαναπροσελκύσει την ψήφο των αριστερογενών οπαδών του, ενώ, συγχρόνως, αυτοί που υποστήριξαν τη ρεφορμιστική Αριστερά διαπιστώσουν ότι κανένας από τους στόχους της δεν είναι εφικτός. Το ίδιο ισχύει και για τους θλιβερούς συμμάχους των Ευρωπαίων Πρασίνων, δηλαδή των οικολόγων, που όχι μόνο δεν έπαιξαν όλα αυτά τα χρόνια κανένα σημαντικό ρόλο στην αναστροφή της συνεχώς επιδεινούμενης οικολογικής κρίσης αλλά βαρύνονται επιπλέον με την υποστήριξη που παρείχαν στους εγκληματικούς πολέμους της υπερεθνικής ελίτ στην Γιουγκοσλαβία και τον πόλεμο κατά της «τρομοκρατίας»[1]. Η αγανάκτηση όμως από την οικολογική καταστροφή του φετινού καλοκαιριού ήταν τέτοιου μεγέθους και τόσο πρόσφατη ώστε να ωφεληθούν εκλογικά ακόμη και οι Οικολόγοι-Πράσινοι από αυτήν —γεγονός βέβαια εξίσου αναστρέψιμο όσο και η αριστερόστροφη στροφή του εκλογικού σώματος που ωφέλησε την ρεφορμιστική Αριστερά –εκτός βέβαια αν και οι επόμενες εκλογές συμπέσουν με κάποια νέα οικολογική καταστροφή, πράγμα καθόλου απίθανο πια….
Αντι-νεοφιλελεύθερη ή αντι-συστημική συμμαχία;
Η αντι-νεοφιλελεύθερη συμμαχία του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. όμως δεν είναι απλώς μια ρεφορμιστική συμμαχία όπου συμμετέχουν τόσο σαφώς σοσιαλφιλελεύθερες τάσεις (π.χ. η «ανανεωτική» ομάδα Παπαγιαννάκη) όσο και κομμουνιστογενείς (π.χ. ομάδα Λαφαζάνη, Κ.Ο.Ε. κ.λπ.). Όλες αυτές τις τάσεις τις συνενώνει ένα ελάχιστο πρόγραμμα που στηρίζεται στον μύθο του νεοφιλελευθερισμού ως «πολιτικής» και της συνακόλουθης ανάγκης σύμπηξης ενός «μετώπου ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό». Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι η συμμαχία αυτή έχει εντελώς ανέφικτους και οπωσδήποτε κάθε άλλο παρά εν δυνάμει «ανατρεπτικούς» στόχους.
Έτσι, ο στόχος να οδηγηθούν τα κόμματα εξουσίας, κάτω από την πίεση των κινημάτων στη βάση, σε αναθεώρηση των πολιτικών τους προς μια σοσιαλδημοκρατική κατεύθυνση, είναι, και ήδη αποδείχθηκε, ανέφικτος. Ο στόχος αυτός είναι όχι μόνο θεωρητικά αβάσιμος, εφόσον προϋποθέτει ότι η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι απλό θέμα πολιτικής και όχι συστημικό φαινόμενο που προέκυψε από τη δυναμική της οικονομίας της αγοράς, αλλά και εμπειρικά αστήρικτος, αφού πουθενά αλλού δεν επιτεύχθηκε παρόμοια ανατροπή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, πέρα από κάποιες αναβολές στην εφαρμογή τους (βλ. και το Ευρωσύνταγμα, που ήδη επανέρχεται από την πίσω πόρτα, χωρίς δημοψηφίσματα, μέσω της νέας συνθήκης της Λισαβόνας). Άλλοι όμως αντιτείνουν ότι ακόμη και στην περίπτωση που είναι ανέφικτη η αποδοχή των αιτημάτων για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις σοσιαλδημοκρατικού και ριζοσπαστικού οικολογικού περιεχομένου στον σημερινό μονόδρομο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, η ίδια η απόρριψή τους από τις ελίτ θα οδηγούσε σε γενικότερη ριζοσπαστικοποίηση, μετατρέποντας τον ρεφορμισμό σε «ανατρεπτικό». Όμως, ο στόχος αυτός είναι επίσης αστήρικτος. Ιστορικά, μόνον όταν τα ρεφορμιστικά αιτήματα αποτελούσαν οργανικό τμήμα ενός αντισυστημικού προγράμματος (π.χ. κομμουνιστικό Μανιφέστο) οδηγούσαν σε συνειδητοποίηση ανατρεπτικού περιεχομένου, ενώ, όταν αποτελούσαν απλώς τμήμα ενός ρεφορμιστικού προγράμματος που δεν αμφισβητούσε σαφώς το σύστημα, απλώς βάθαιναν ακόμη περισσότερο τη ρεφορμιστική συνειδητοποίηση των λαϊκών στρωμάτων.
Παρόλα αυτά όμως, τα εκλογικά αποτελέσματα δείχνουν ότι η ρεφορμιστική Αριστερά του νεφελώδους «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός» φαίνεται ότι εγκλωβίζει όλο και περισσότερα σημαντικά λαϊκά στρώματα και κυρίως νέους. Όλοι αυτοί διαβλέπουν μεν την απατηλή παγίδα του σοσιαλφιλελεύθερου ΠΑ.ΣΟ.Κ. ότι δήθεν μπορεί κάπως να συνδυάσει την κοινωνική δικαιοσύνη με τις ανοικτές και απελευθερωμένες αγορές και τις πολυεθνικές εταιρείες και, συνακόλουθα, μετακομίζουν από αυτό, για να πέσουν όμως στην ακόμη μεγαλύτερη απατηλή παγίδα της ρεφορμιστικής Αριστεράς και Οικολογίας. Δηλαδή στην παγίδα ότι δήθεν μπορεί να ξαναγυρίσουμε ακόμη και σε ένα κοινωνικό κράτος σαν αυτό που γνωρίσαμε μέχρι πριν 20 χρόνια, το οποίο θα μπορούσε ν’ αποτρέψει ακόμη και την οικολογική κρίση, αρκεί να στηριζόταν η νέα αυτή σοσιαλδημοκρατική Αριστερά και Οικολογία σε διεθνή βάση αντί για την σημερινή εθνική. Και αυτό, «ξεχνώντας» ότι η τεράστια ανισότητα μεταξύ και ανάμεσα στους λαούς που έχει δημιουργήσει το σημερινό σύστημα κάνει αδύνατο οποιαδήποτε τέτοιο εγχείρημα σε διεθνές επίπεδο.
Δεδομένου όμως ότι η αντισυστημική Αριστερά που μετέχει στην εκλογική διαδικασία (Κ.Κ.Ε. κ.λπ.) φανερώνει σαφή αδυναμία να προσελκύσει ψηφοφόρους ανάμεσα στους νέους, οι περισσότεροι των οποίων φαίνεται να προτιμούν την αποχή/άκυρο/λευκό, ενώ συγχρόνως η ιδεολογική ηγεμονία της ρεφορμιστικής Αριστεράς, με την αποφασιστική βοήθεια των Μ.Μ.Ε., αυξάνει συνεχώς, η ανάγκη για μια αντισυστημική συμμαχία είναι σήμερα επιτακτική. Αυτό άλλωστε έγινε φανερό και από τις προτιμήσεις των νέων ψηφοφόρων (18-24 ετών) όπου το Κ.Κ.Ε. ενώ συγκέντρωσε συνολικά 8.2% των ψήφων στη κατηγορία των νέων συγκέντρωσε ποσοστό ελαφρά υψηλότερο από το συνολικό (9.9% έναντι 8.2%), ενώ ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. συγκέντρωσε σχεδόν διπλάσιο ποσοστό ανάμεσα στους νέους από το συνολικό ποσοστό του (8.9% έναντι 5%).[2]
Οι αιτίες της αυξανόμενης ιδεολογικής ηγεμονίας που ασκεί στους νέους η ρεφορμιστική Αριστερά δεν αφορούν μόνο το γεγονός ότι η συμμετοχή σε αυτήν συνεπάγεται πολύ μικρότερες προσωπικές θυσίες από την αντίστοιχη συμμετοχή στην αντισυστημική Αριστερά —εφόσον βέβαια μια συνεπής αντισυστημική στάση εκ μέρους των νέων συνεπάγεται την αποφασιστική υπονόμευση των οποιωνδήποτε φιλοδοξιών για προσωπική επαγγελματική σταδιοδρομία, ιδιαίτερα όσον αφορά θέσεις που άμεσα ή έμμεσα εξαρτώνται από Ευρωπαϊκά και ντόπια κρατικά κονδύλια που διαχειρίζονται οι ελίτ. Αφορούν επίσης το γεγονός ότι το Μαρξογενές τμήμα της αντισυστημικής Αριστεράς (που στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα ισχυρό) δεν έχει σχεδόν τίποτα το νέο να προτείνει για την μορφή που θα πάρει μια μελλοντική κοινωνία, ενώ ακόμη και η ίδια η ανάλυση τους στηρίζεται στις αναλύσεις του 19ου αιώνα με τις οποίες προσπαθούν να εξηγήσουν τα προβλήματα και συνθήκες του 21ου! Μολονότι βέβαια δεν αμφισβητεί κανείς την διαχρονική σημασία μεγάλου τμήματος της Μαρξιστικής ανάλυσης, εντούτοις, θα ήταν αστείο ν’ αγνοήσει κανείς τις θεμελιακές αλλαγές που σημειώθηκαν τα τελευταία 150 χρόνια, όπως αυτές που αφορούν την βαθμιαία εξάλειψη του προλεταριάτου στη Δύση ως του απελευθερωτικού υποκειμένου, την οικονομική αλλά και πολιτική σημασία των πολυεθνικών, τη σημασία του εθνικισμού και των διαφορών ταυτότητας (φύλο, φυλή κ.λπ.) στις σημερινές κοινωνικές συγκρούσεις κ.λπ.. Δηλαδή, όλες εκείνες τις αλλαγές που δεν είναι δυνατόν να καλουπωθούν στην Μαρξιστική προβληματική, ή ν’ αναχθούν «σε τελική ανάλυση» σε αυτήν, παρά τις προσπάθειες που έχουν γίνει κατά καιρούς. Και είναι ακριβώς η εκμετάλλευση αυτών των κενών της Μαρξιστικής θεωρίας εκείνο που στηρίζει την «ανανεωτική» Αριστερά στο σημερινό ρεφορμιστικό ρόλο της, όπου ουσιαστικά προσπαθεί να πληρώσει το πολιτικό κενό που άφησε η μετατόπιση των σοσιαλδημοκρατών προς τον σοσιαλφιλελευθερισμό.
Τέλος, τα αντιεξουσιαστικά ρεύματα στη χώρα μας ακολουθούν την ίδια καθοδική πορεία περιθωριοποίησης και αποσύνθεσης που παρατηρείται στο διεθνές αναρχικό κίνημα, όπως σημειώνω αλλού[3] και είτε έχουν προσκολληθεί σε κάποιες παρωχημένες αναλύσεις του 19ου αιώνα, είτε δεν έχουν καμία ανάλυση της σημερινής πραγματικότητας, πέρα από σλόγκαν του τύπου «για όλα φταίει το Κράτος και οι ιεραρχίες». Στη πορεία αυτή, σημειώνονται και στην Ελλάδα διάφορες μεταμοντέρνες τάσεις ανάμεσα στους ακτιβιστές του χώρου με συγκέντρωση των αγώνων τους σε υποστήριξη των αποσπασματικών αγώνων για ατομικά δικαιώματα, ή το πολύ σε υποστήριξη των αμυντικών αγώνων ενάντια στις θεσμίσεις της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης χωρίς κανένα γενικότερο όραμα (πέρα από κάποιο ασαφή αναρχικό νιρβάνα) και στρατηγική μετάβασης σε μια νέα κοινωνία. Το μερικό και το αποσπασματικό υποσκελίζει το γενικό και το καθολικό, γι’ αυτό και οι αγώνες τους συνήθως είναι παραπλήσιοι, αν όχι τμήμα, των αγώνων του ρεφορμιστικού Κοινωνικού Φόρουμ! Για άλλους, η «δράση για την δράση» έχει καταντήσει life-style, οδηγώντας στο είδος αναρχισμού που ανάγκασε τον σημαντικότερο αναρχικό του 20ου αιώνα, τον Μάρει Μπούκτσιν ν’ απαρνηθεί στα τελευταία χρόνια της ζωής του τον αναρχισμό όπως έχει καταντήσει σήμερα[4]! Η γενική ανυποληψία επομένως του αντιεξουσιαστικού χώρου στο ευρύ κοινό δεν είναι μόνο απόρροια της σχετικής προπαγάνδας του συστήματος αλλά εκφράζει και το ίδιο το κίνημα αυτό που τόσο στο διεθνές επίπεδο όσο και στο Ελληνικό προτίμησε ουσιαστικά ένα είδος εύκολου life-style αναρχισμού, αντί την δέσμευση στον δύσκολο και μακρόχρονο αγώνα για το κτίσιμο ενός νέου ελευθεριακού κινήματος στη βάση ενός πολιτικού προτάγματος με συγκεκριμένη ανάλυση της σημερινής πραγματικότητας, με όραμα που απορρέει από την ανάλυση αυτή που αντικατοπτρίζει τις τάσεις στη σημερινή κοινωνία και με τη συνακόλουθη στρατηγική μετάβασης.
Οι στόχοι και η σύνθεση της αντισυστημικής συμμαχίας
Μια αντισυστημική συμμαχία επομένως αποτελεί επιτακτική ανάγκη σήμερα στη χώρα μας εάν δεν θέλουμε η σημερινή ρεφορμιστική συμμαχία να παγιώσει μια ιδεολογική ηγεμονία πάνω στους νέους κυρίως ακτιβιστές, παρασύροντας τους σε αγώνες για βελτιώσεις του συστήματος, μέχρις ότου να ενσωματωθούν και αυτοί στο σύστημα, όπως και οι συνιστώσες της ρεφορμιστικής συμμαχίας. Οι στόχοι μιας τέτοιας συμμαχίας θα μπορούσαν να είναι οι εξής:
α) να απεγκλωβίσει τα σημαντικά λαϊκά στρώματα και ιδιαίτερα τους νέους που σήμερα εγκλωβίζονται στη ρεφορμιστική Αριστερά και τις διάφορες εκφάνσεις της (ΣΥ.ΡΙΖ.Α., Κοινωνικό Φόρουμ, Οικολόγοι-Πράσινοι κ.λπ.).
β) να δώσει σύγχρονο νόημα στον αντισυστημικό αγώνα που διεξάγουν σήμερα τα κομμουνιστογενή και αντιεξουσιαστικά κινήματα, εκδημοκρατίζοντας στην πορεία τα κινήματα που μετέχουν στη συμμαχία αυτή. Έτσι, μια τέτοια συμμαχία θα έδινε τη δυνατότητα σε όλες τις αντισυστημικές δυνάμεις να απευθυνθούν σε ένα ολόκληρο νέο κόσμο, πέρα από τα στεγανά γύρω από την κάθε σημερινή οργάνωση, επιτυγχάνοντας μια γενικότερη ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ανανέωση της αντισυστημικής Αριστεράς στη χώρα μας.
Μια τέτοια αντισυστημική συμμαχία, όπου βέβαια κάθε συλλογική συνιστώσα της θα διατηρούσε την απόλυτη ιδεολογική και πολιτική αυτονομία της, θα μπορούσε ν’ απευθυνθεί σε κάθε αντισυστημική συλλογικότητα στη χώρα μας, δηλαδή κάθε συλλογικότητα που θα συμφωνούσε πάνω σε ένα ελάχιστο κοινό πρόγραμμα το οποίο θα θεμελιωνόταν στη σαφή αμφισβήτηση του ίδιου του συστήματος της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας», και φυσικά των πολιτικών και οικονομικών εκφράσεων του συστήματος αυτού στην χώρα μας (Ε.Ε., Ν.Α.Τ.Ο. κ.λπ.).
Το γεγονός ότι άλλες από τις συνιστώσες δυνάμεις μιας τέτοιας συμμαχίας υιοθετούν ως τμήμα της στρατηγικής τους ακόμη και τη συμμετοχή στη κοινοβουλευτική διαδικασία, (Κ.Κ.Ε., Ν.Α.Ρ. κ.λπ.), άλλες δέχονται τη συμμετοχή μόνο στις τοπικές εκλογές (π.χ. Περιεκτική Δημοκρατία) και άλλες απορρίπτουν κάθε συμμετοχή σε εκλογικές διαδικασίες (ελευθεριακές οργανώσεις) δεν θ’ αποτελούσε εμπόδιο στη κατάστρωση ενός ελάχιστου μεταβατικού προγράμματος το οποίο η κάθε συνιστώσα της συμμαχίας αυτής θα μπορούσε να προωθεί, μαζί με τους δικούς της ιδιαίτερους στόχους και στρατηγική. Στο βαθμό που οι επί μέρους στόχοι των διαφόρων συνιστωσών δεν θα βρισκόντουσαν σε θεμελιακή αντίθεση με τους συμφωνηθέντες στόχους της συμμαχίας, η αρχή της αλληλεγγύης που θ’ αποτελούσε καθοριστική οργανωτική αρχή της συμμαχίας, θα επέβαλλε την αλληλο-υποστήριξη των αγώνων των διαφόρων συνιστωσών και ιδιαίτερα αυτών που αφορούν το κτίσιμο των νέων θεσμών της μελλοντικής κοινωνίας, καθώς και των αγωνων για την υπεράσπιση κεντημένων δικαιωμάτων, την προστασία της εργασίας ή του περιβάλλοντος κ.λπ. ―πάντοτε βέβαια στη βάση της αντισυστημικής πλατφόρμας που καθορίζουν οι κοινοί στόχοι της συμμαχίας, η οποία άλλωστε θα τους διαφοροποιούσε από τους αντίστοιχους αγώνες της ρεφορμιστικής Αριστεράς.
Πρόταση για ένα ελάχιστο κοινό πρόγραμμα της αντισυστημικής συμμαχίας
Το ελάχιστο κοινό πρόγραμμα στο οποίο θα έπρεπε να συμφωνήσουν όλες οι συνιστώσες μιας τέτοιας αντισυστημικής συμμαχίας θα έπρεπε κατά τη γνώμη μου να περιέχει και τους εξής στόχους:
την έξοδο από την Ε.Ε. και το Ν.Α.Τ.Ο. που θα μείωνε την σημερινή ασφυκτική πολιτική, οικονομική και στρατιωτική εξάρτηση της χώρας από την υπερεθνική ελίτ και την διεθνοποιημένη καπιταλιστική οικονομία της αγοράς, η οποία κάνει σχεδόν ανέφικτη την μετάβαση σε μια νέα κοινωνική, οικονομική και πολιτική οργάνωση.
την ριζική διοικητική αποκέντρωση με βάση νέους πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς που θεσμοθετούν την οικονομική δημοκρατία, η οποία βασίζεται στην συλλογική ιδιοκτησία και έλεγχο των μέσων παραγωγής και διανομής από τους ίδιους τους πολίτες, την πολιτική δημοκρατία, η οποία βασίζεται στις συνελεύσεις γειτονιάς και τις κοινοτικές συνελεύσεις στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων, την κοινωνική αυτοδιαχείριση που εξασφαλίζουν οι θεσμοί της αυτοθέσμισης στους τόπους δουλειάς, εκπαίδευσης κ.λπ. και τέλος την οικολογική δημοκρατία.
την απο-ιδιωτικοποίηση και αντίστοιχη κοινωνικοποίηση των υπηρεσιών που καλύπτουν βασικές ανάγκες (Υγεία, Παιδεία, Ασφάλιση, Επικοινωνίες, ΕΡΤ κ.λπ.)
την πλήρη απασχόληση με βάση την δημιουργία θεσμών οικονομικής δημοκρατίας στο τοπικό επίπεδο που συνομοσπονδιοποιούνται στο περιφερειακό και εθνικό επίπεδο.
τον απόλυτο χωρισμό Εκκλησίας από το κράτος σαν ένα πρώτο βήμα στην δημιουργία μιας ορθολογικής κοινωνίας, χωρίς αυτό ν’ αποκλείει την ατομική πίστη σε ανορθολογικές δοξασίες όπως αυτές των διαφόρων θρησκειών, προϋποτιθέμενου όμως ότι οι πολίτες που εμφορούνται από παρόμοιες δοξασίες θα υπόκεινται στις αποφάσεις των συνελεύσεων οι οποίες —και μόνον― εκφράζουν την βούληση της ορθολογικής δημοκρατικής κοινωνίας.
Η δημιουργία εναλλακτικών αντισυστημικών Μ.Μ.Ε. που θα εκφράζουν το ελάχιστο κοινό πρόγραμμα της αντισυστημικής συμμαχίας, ώστε να σπάσει το σημερινό μονοπώλιο που ασκεί η ρεφορμιστική Αριστερά στα «προοδευτικά» Μ.Μ.Ε., εκδοτικούς οίκους, ηλεκτρονικά μέσα κ.λπ. με βάση τα οποία καθιερώνει την ιδεολογική ηγεμονία της.
Συμπεράσματα
Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα των εκλογών, παρά την καθίζηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και την γενικότερη αριστερόστροφη τάση που έδειξε το εκλογικό σώμα, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι καθόλου ευοίωνα για την αντισυστημική Αριστερά μακροπρόθεσμα. Το μεν ΠΑ.ΣΟ.Κ. μετά την εκλογή της νέας ηγεσίας και ανεξάρτητα από το ποια θα είναι αυτή, είναι βέβαιο ότι θα προσπαθήσει να παίξει ρόλο «αριστερής» αντιπολίτευσης μέχρι να ξαναπάρει την εξουσία, για να συνεχίσει, όταν γίνει κυβέρνηση, την ίδια πολιτική που είχε μέχρι τώρα και αφού στο μεταξύ θα έχει ξεφουσκώσει την Αριστερά. Τότε, όλα θα εξαρτηθούν από το αν θα έχει δημιουργηθεί στο μεταξύ μια ισχυρή αντισυστημική τάση που θα μπορεί να παίξει ρόλο πραγματικής αριστερής αντιπολίτευσης ή όχι.
Εάν η αντισυστημική Αριστερά σήμερα καμαρώνει, κοντόφθαλμα, για την αύξηση του ποσοστού της και δεν διαβλέπει ότι η ρεφορμιστική Αριστερά αποκτά αυξανόμενα και στην Ελλάδα ―όπως ήδη έχει επιτύχει στο εξωτερικό, με την αμέριστη υποστήριξη των Μ.Μ.Ε. ιδιαίτερα των ηλεκτρονικών που σήμερα καθορίζουν τι σκέφτεται ο μέσος πολίτης― την ιδεολογική ηγεμονία ιδιαίτερα ανάμεσα στους νέους, τότε αύριο θα είναι πολύ αργά. Μόνο μια ενωμένη και πραγματικά ανανεωμένη αντισυστημική Αριστερά θα μπορούσε ν' αντιταχθεί πραγματικά στις ελίτ, αλλά και στη σημερινή ηγεμονία του σοσιαλφιλελευθερισμού και της ρεφορμιστικής Αριστεράς.
[1] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Η Νέα Τάξη στα Βαλκάνια, (Στάχυ, 1999).
[2] Αποτελεσματα των exit polls της εταιρείας δημοσκοπήσεων RASS (Ε.Ρ.Τ.).