Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 16 (Σεπτέμβρης-Δεκέμβρης 2007)


 

Η επιτακτική ανάγκη για μια αντισυστημική συμμαχία

 

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

Μολονότι τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών δεν αποτελούσαν βέβαια καμιά έκπληξη αφού απέδειξαν για άλλη μια φορά την ικανότητα των κομμάτων εξουσίας να παγιδεύουν τη συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων, εντούτοις, από τη σκοπιά της αντισυστημικής Αριστεράς, τρία σημαντικά στοιχεία χαρακτήρισαν τις εκλογές αυτές.

 

Τα  στοιχεία που χαρακτηρίζουν τ’ αποτελέσματα των εκλογών

 

Τα στοιχεία αυτά είναι: η συνεχώς διογκούμενη αποχή σημαντικού τμήματος του εκλογικού σώματος από την φάρσα της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας», η καθίζηση του σοσιαλφιλελεύθερου ΠΑ.ΣΟ.Κ. και η σημαντική εκλογική επιτυχία της ρεφορμιστικής συμμαχίας της Αριστεράς με βάση το ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Πιο συγκεκριμένα:

Αντι-νεοφιλελεύθερη ή αντι-συστημική συμμαχία;

 

Η αντι-νεοφιλελεύθερη συμμαχία του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. όμως δεν είναι απλώς μια ρεφορμιστική συμμαχία όπου συμμετέχουν τόσο σαφώς σοσιαλφιλελεύθερες τάσεις (π.χ. η «ανανεωτική» ομάδα Παπαγιαννάκη) όσο και κομμουνιστογενείς (π.χ. ομάδα Λαφαζάνη, Κ.Ο.Ε. κ.λπ.). Όλες αυτές τις τάσεις τις συνενώνει ένα ελάχιστο πρόγραμμα που στηρίζεται στον μύθο του νεοφιλελευθερισμού ως «πολιτικής»  και της συνακόλουθης ανάγκης σύμπηξης  ενός «μετώπου ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό». Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι η συμμαχία αυτή έχει εντελώς ανέφικτους και οπωσδήποτε κάθε άλλο παρά εν δυνάμει «ανατρεπτικούς» στόχους.

 

Έτσι, ο στόχος να οδηγηθούν τα κόμματα εξουσίας, κάτω από την πίεση των κινημάτων στη βάση, σε αναθεώρηση των πολιτικών τους προς μια σοσιαλδημοκρατική κατεύθυνση, είναι, και ήδη αποδείχθηκε, ανέφικτος. Ο στόχος αυτός είναι όχι μόνο θεωρητικά αβάσιμος, εφόσον προϋποθέτει ότι η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση είναι απλό θέμα πολιτικής και όχι συστημικό φαινόμενο που προέκυψε από τη δυναμική της οικονομίας της αγοράς, αλλά και εμπειρικά αστήρικτος, αφού πουθενά αλλού δεν επιτεύχθηκε παρόμοια ανατροπή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, πέρα από κάποιες αναβολές στην εφαρμογή τους (βλ. και το Ευρωσύνταγμα, που ήδη επανέρχεται από την πίσω πόρτα, χωρίς δημοψηφίσματα, μέσω της νέας συνθήκης της Λισαβόνας). Άλλοι όμως αντιτείνουν ότι ακόμη και στην περίπτωση που είναι ανέφικτη η αποδοχή των αιτημάτων για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις σοσιαλδημοκρατικού και ριζοσπαστικού οικολογικού περιεχομένου στον σημερινό μονόδρομο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, η ίδια η απόρριψή τους από τις ελίτ θα οδηγούσε σε γενικότερη ριζοσπαστικοποίηση, μετατρέποντας τον ρεφορμισμό σε «ανατρεπτικό». Όμως, ο στόχος αυτός είναι επίσης αστήρικτος. Ιστορικά, μόνον όταν τα ρεφορμιστικά αιτήματα αποτελούσαν οργανικό τμήμα ενός αντισυστημικού προγράμματος (π.χ. κομμουνιστικό Μανιφέστο) οδηγούσαν σε συνειδητοποίηση ανατρεπτικού περιεχομένου, ενώ, όταν αποτελούσαν απλώς τμήμα ενός ρεφορμιστικού προγράμματος που δεν αμφισβητούσε σαφώς το σύστημα, απλώς βάθαιναν ακόμη περισσότερο τη ρεφορμιστική συνειδητοποίηση των λαϊκών στρωμάτων.

 

Παρόλα αυτά όμως, τα εκλογικά αποτελέσματα δείχνουν ότι η ρεφορμιστική Αριστερά του νεφελώδους «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός» φαίνεται ότι εγκλωβίζει όλο και περισσότερα σημαντικά λαϊκά στρώματα και κυρίως νέους. Όλοι αυτοί διαβλέπουν μεν την απατηλή παγίδα του σοσιαλφιλελεύθερου ΠΑ.ΣΟ.Κ. ότι δήθεν μπορεί κάπως να συνδυάσει την κοινωνική δικαιοσύνη με τις ανοικτές και απελευθερωμένες αγορές και τις πολυεθνικές εταιρείες και, συνακόλουθα, μετακομίζουν από αυτό, για να πέσουν όμως  στην ακόμη μεγαλύτερη απατηλή παγίδα της ρεφορμιστικής Αριστεράς  και Οικολογίας. Δηλαδή στην παγίδα ότι δήθεν μπορεί να ξαναγυρίσουμε ακόμη και σε ένα κοινωνικό κράτος σαν αυτό που γνωρίσαμε μέχρι πριν 20 χρόνια, το οποίο θα μπορούσε ν’ αποτρέψει ακόμη και την οικολογική κρίση, αρκεί να στηριζόταν η νέα αυτή σοσιαλδημοκρατική Αριστερά και Οικολογία σε διεθνή βάση αντί για την σημερινή εθνική. Και αυτό, «ξεχνώντας» ότι η τεράστια ανισότητα μεταξύ και ανάμεσα στους λαούς που έχει δημιουργήσει το σημερινό σύστημα κάνει αδύνατο οποιαδήποτε τέτοιο εγχείρημα σε διεθνές επίπεδο.

 

Δεδομένου όμως ότι η αντισυστημική Αριστερά που μετέχει στην εκλογική διαδικασία (Κ.Κ.Ε. κ.λπ.) φανερώνει σαφή αδυναμία να προσελκύσει ψηφοφόρους ανάμεσα στους νέους, οι περισσότεροι των οποίων φαίνεται να προτιμούν την αποχή/άκυρο/λευκό, ενώ συγχρόνως η ιδεολογική ηγεμονία της ρεφορμιστικής Αριστεράς, με την αποφασιστική βοήθεια των Μ.Μ.Ε., αυξάνει συνεχώς, η ανάγκη για μια αντισυστημική συμμαχία είναι σήμερα επιτακτική. Αυτό άλλωστε έγινε φανερό και από τις προτιμήσεις των νέων ψηφοφόρων (18-24 ετών) όπου το Κ.Κ.Ε. ενώ συγκέντρωσε συνολικά 8.2% των ψήφων στη κατηγορία των νέων συγκέντρωσε ποσοστό ελαφρά υψηλότερο από το συνολικό (9.9% έναντι 8.2%), ενώ ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. συγκέντρωσε σχεδόν διπλάσιο ποσοστό ανάμεσα στους νέους από το συνολικό ποσοστό του (8.9% έναντι 5%).[2]

 

Οι αιτίες της αυξανόμενης ιδεολογικής ηγεμονίας που ασκεί στους νέους η ρεφορμιστική Αριστερά δεν αφορούν μόνο το γεγονός ότι η συμμετοχή σε αυτήν συνεπάγεται πολύ μικρότερες προσωπικές θυσίες από την αντίστοιχη συμμετοχή στην αντισυστημική Αριστερά —εφόσον βέβαια μια συνεπής αντισυστημική στάση εκ μέρους των νέων συνεπάγεται την αποφασιστική υπονόμευση των οποιωνδήποτε φιλοδοξιών για προσωπική επαγγελματική σταδιοδρομία, ιδιαίτερα όσον αφορά θέσεις που άμεσα ή έμμεσα εξαρτώνται από Ευρωπαϊκά και ντόπια κρατικά κονδύλια που διαχειρίζονται οι ελίτ. Αφορούν επίσης το γεγονός ότι το Μαρξογενές τμήμα της αντισυστημικής Αριστεράς (που στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα ισχυρό) δεν έχει σχεδόν τίποτα το νέο να προτείνει για την μορφή που θα πάρει μια μελλοντική κοινωνία, ενώ ακόμη και η ίδια η ανάλυση τους στηρίζεται στις αναλύσεις του 19ου αιώνα με τις οποίες προσπαθούν να εξηγήσουν τα προβλήματα και συνθήκες του 21ου! Μολονότι βέβαια δεν αμφισβητεί κανείς την διαχρονική σημασία μεγάλου τμήματος της Μαρξιστικής ανάλυσης, εντούτοις, θα ήταν αστείο ν’ αγνοήσει κανείς τις θεμελιακές αλλαγές που σημειώθηκαν τα τελευταία 150 χρόνια, όπως αυτές που αφορούν την βαθμιαία εξάλειψη του προλεταριάτου στη Δύση ως του απελευθερωτικού υποκειμένου, την οικονομική αλλά και πολιτική σημασία των πολυεθνικών, τη σημασία του εθνικισμού και των διαφορών ταυτότητας (φύλο, φυλή κ.λπ.) στις σημερινές κοινωνικές συγκρούσεις κ.λπ.. Δηλαδή, όλες εκείνες τις αλλαγές που δεν είναι δυνατόν να καλουπωθούν στην Μαρξιστική προβληματική, ή ν’ αναχθούν «σε τελική ανάλυση» σε αυτήν, παρά τις προσπάθειες που έχουν γίνει κατά καιρούς. Και είναι ακριβώς η εκμετάλλευση αυτών των κενών της Μαρξιστικής θεωρίας εκείνο που στηρίζει την «ανανεωτική» Αριστερά στο σημερινό ρεφορμιστικό ρόλο της, όπου ουσιαστικά προσπαθεί να πληρώσει το πολιτικό κενό που άφησε η μετατόπιση των σοσιαλδημοκρατών προς τον σοσιαλφιλελευθερισμό.

 

Τέλος, τα αντιεξουσιαστικά ρεύματα στη χώρα μας ακολουθούν την ίδια καθοδική πορεία περιθωριοποίησης και αποσύνθεσης που παρατηρείται στο διεθνές αναρχικό κίνημα, όπως σημειώνω αλλού[3] και είτε έχουν προσκολληθεί σε κάποιες παρωχημένες αναλύσεις του 19ου αιώνα, είτε δεν έχουν καμία ανάλυση της σημερινής πραγματικότητας, πέρα από σλόγκαν του τύπου «για όλα φταίει το Κράτος και οι ιεραρχίες». Στη πορεία αυτή, σημειώνονται και στην Ελλάδα διάφορες μεταμοντέρνες τάσεις ανάμεσα στους ακτιβιστές του χώρου με συγκέντρωση των αγώνων τους σε υποστήριξη των αποσπασματικών αγώνων για ατομικά δικαιώματα, ή το πολύ σε υποστήριξη των αμυντικών αγώνων ενάντια στις θεσμίσεις της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης χωρίς κανένα γενικότερο όραμα (πέρα από κάποιο ασαφή αναρχικό νιρβάνα) και στρατηγική μετάβασης σε μια νέα κοινωνία. Το μερικό και το αποσπασματικό υποσκελίζει το γενικό και το καθολικό, γι’ αυτό και οι αγώνες τους συνήθως είναι παραπλήσιοι, αν όχι τμήμα, των αγώνων του ρεφορμιστικού Κοινωνικού Φόρουμ! Για άλλους, η «δράση για την δράση» έχει καταντήσει life-style, οδηγώντας στο είδος αναρχισμού που ανάγκασε τον σημαντικότερο αναρχικό του 20ου αιώνα, τον Μάρει Μπούκτσιν ν’ απαρνηθεί στα τελευταία χρόνια της ζωής του τον αναρχισμό όπως έχει καταντήσει σήμερα[4]! Η γενική ανυποληψία επομένως του αντιεξουσιαστικού χώρου στο ευρύ κοινό δεν είναι μόνο απόρροια της σχετικής προπαγάνδας του συστήματος αλλά εκφράζει και το ίδιο το κίνημα αυτό που τόσο στο διεθνές επίπεδο όσο και στο Ελληνικό προτίμησε ουσιαστικά ένα είδος εύκολου life-style αναρχισμού, αντί την δέσμευση στον δύσκολο και μακρόχρονο αγώνα για το κτίσιμο ενός νέου ελευθεριακού κινήματος στη βάση ενός πολιτικού προτάγματος με συγκεκριμένη ανάλυση της σημερινής πραγματικότητας, με όραμα που απορρέει από την ανάλυση αυτή που αντικατοπτρίζει τις τάσεις στη σημερινή κοινωνία και με τη συνακόλουθη στρατηγική μετάβασης.

 

Οι στόχοι και η σύνθεση της αντισυστημικής συμμαχίας

 

Μια αντισυστημική συμμαχία επομένως αποτελεί επιτακτική ανάγκη σήμερα στη χώρα μας εάν δεν θέλουμε η σημερινή ρεφορμιστική συμμαχία να παγιώσει μια ιδεολογική ηγεμονία πάνω στους νέους κυρίως ακτιβιστές, παρασύροντας τους  σε αγώνες για βελτιώσεις του συστήματος, μέχρις ότου να ενσωματωθούν και αυτοί στο σύστημα, όπως και οι συνιστώσες της ρεφορμιστικής συμμαχίας. Οι στόχοι μιας τέτοιας συμμαχίας θα μπορούσαν να είναι οι εξής:

 

α) να απεγκλωβίσει τα σημαντικά λαϊκά στρώματα και ιδιαίτερα τους νέους που σήμερα εγκλωβίζονται στη ρεφορμιστική Αριστερά και τις διάφορες εκφάνσεις της  (ΣΥ.ΡΙΖ.Α., Κοινωνικό Φόρουμ, Οικολόγοι-Πράσινοι κ.λπ.).

 

β) να δώσει σύγχρονο νόημα στον αντισυστημικό αγώνα που διεξάγουν σήμερα τα κομμουνιστογενή και αντιεξουσιαστικά κινήματα, εκδημοκρατίζοντας στην πορεία τα κινήματα που μετέχουν στη συμμαχία αυτή. Έτσι, μια τέτοια συμμαχία θα έδινε τη δυνατότητα σε όλες τις αντισυστημικές δυνάμεις να απευθυνθούν σε ένα ολόκληρο νέο κόσμο, πέρα από τα στεγανά γύρω από την κάθε σημερινή οργάνωση, επιτυγχάνοντας μια γενικότερη ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ανανέωση της αντισυστημικής Αριστεράς στη χώρα μας.

 

Μια τέτοια αντισυστημική συμμαχία, όπου βέβαια κάθε συλλογική συνιστώσα της θα διατηρούσε την απόλυτη ιδεολογική και πολιτική αυτονομία της, θα μπορούσε ν’ απευθυνθεί σε κάθε αντισυστημική συλλογικότητα στη χώρα μας, δηλαδή κάθε συλλογικότητα που θα συμφωνούσε πάνω σε ένα ελάχιστο κοινό πρόγραμμα το οποίο θα θεμελιωνόταν στη σαφή αμφισβήτηση του ίδιου του συστήματος της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας», και φυσικά των πολιτικών και οικονομικών εκφράσεων του συστήματος αυτού στην χώρα μας (Ε.Ε., Ν.Α.Τ.Ο. κ.λπ.). 

 

Το γεγονός ότι άλλες από τις συνιστώσες δυνάμεις μιας τέτοιας συμμαχίας υιοθετούν ως τμήμα της στρατηγικής τους ακόμη και τη συμμετοχή στη κοινοβουλευτική διαδικασία, (Κ.Κ.Ε., Ν.Α.Ρ. κ.λπ.), άλλες δέχονται τη συμμετοχή μόνο στις τοπικές εκλογές (π.χ. Περιεκτική Δημοκρατία) και άλλες απορρίπτουν κάθε συμμετοχή σε εκλογικές διαδικασίες (ελευθεριακές οργανώσεις) δεν θ’ αποτελούσε εμπόδιο  στη κατάστρωση ενός ελάχιστου μεταβατικού προγράμματος το οποίο η κάθε συνιστώσα της συμμαχίας αυτής θα μπορούσε να προωθεί, μαζί με τους δικούς της ιδιαίτερους στόχους και στρατηγική. Στο βαθμό που οι επί μέρους στόχοι των διαφόρων συνιστωσών δεν θα βρισκόντουσαν σε θεμελιακή αντίθεση με τους συμφωνηθέντες στόχους της συμμαχίας, η αρχή της αλληλεγγύης που θ’ αποτελούσε καθοριστική οργανωτική αρχή της συμμαχίας, θα επέβαλλε την αλληλο-υποστήριξη των αγώνων των διαφόρων συνιστωσών και ιδιαίτερα αυτών που αφορούν το κτίσιμο των νέων θεσμών της μελλοντικής κοινωνίας, καθώς και των αγωνων για την υπεράσπιση κεντημένων δικαιωμάτων, την προστασία της εργασίας ή του περιβάλλοντος κ.λπ. ―πάντοτε βέβαια στη βάση της αντισυστημικής πλατφόρμας που καθορίζουν οι κοινοί στόχοι της συμμαχίας, η οποία άλλωστε θα τους διαφοροποιούσε από τους αντίστοιχους αγώνες της ρεφορμιστικής Αριστεράς.

 

Πρόταση για ένα ελάχιστο κοινό πρόγραμμα της αντισυστημικής συμμαχίας

 

Το ελάχιστο κοινό πρόγραμμα στο οποίο θα έπρεπε να συμφωνήσουν όλες οι συνιστώσες μιας τέτοιας αντισυστημικής συμμαχίας θα έπρεπε κατά τη γνώμη μου να περιέχει και τους εξής στόχους:

Συμπεράσματα

 

Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα των εκλογών, παρά την καθίζηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και την γενικότερη αριστερόστροφη τάση που έδειξε το εκλογικό σώμα, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι καθόλου ευοίωνα για την αντισυστημική Αριστερά μακροπρόθεσμα. Το μεν ΠΑ.ΣΟ.Κ. μετά την εκλογή της νέας ηγεσίας και ανεξάρτητα από το ποια θα είναι αυτή, είναι βέβαιο ότι θα προσπαθήσει να παίξει ρόλο «αριστερής» αντιπολίτευσης μέχρι να ξαναπάρει την εξουσία, για να συνεχίσει, όταν γίνει κυβέρνηση, την ίδια πολιτική που είχε μέχρι τώρα  και αφού στο μεταξύ θα έχει ξεφουσκώσει την Αριστερά. Τότε, όλα θα εξαρτηθούν από το  αν θα έχει δημιουργηθεί στο μεταξύ μια ισχυρή αντισυστημική τάση που θα μπορεί να παίξει ρόλο πραγματικής αριστερής αντιπολίτευσης ή όχι.

 

Εάν η αντισυστημική Αριστερά σήμερα καμαρώνει, κοντόφθαλμα, για την αύξηση του ποσοστού της και δεν διαβλέπει ότι η ρεφορμιστική Αριστερά αποκτά αυξανόμενα και στην Ελλάδα ―όπως ήδη έχει επιτύχει στο εξωτερικό, με την αμέριστη υποστήριξη των Μ.Μ.Ε. ιδιαίτερα των ηλεκτρονικών που σήμερα καθορίζουν τι σκέφτεται ο μέσος πολίτης― την ιδεολογική ηγεμονία ιδιαίτερα ανάμεσα στους νέους, τότε αύριο θα είναι πολύ αργά. Μόνο μια ενωμένη και πραγματικά ανανεωμένη αντισυστημική Αριστερά θα μπορούσε ν' αντιταχθεί πραγματικά στις ελίτ, αλλά και στη σημερινή ηγεμονία του σοσιαλφιλελευθερισμού και της ρεφορμιστικής Αριστεράς.

 


 

[1] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Η Νέα Τάξη στα Βαλκάνια, (Στάχυ, 1999).

[2] Αποτελεσματα των exit polls της εταιρείας δημοσκοπήσεων RASS (Ε.Ρ.Τ.).

[3] Βλ. το άρθρο για το τέλος των παραδοσιακών αντισυστημικών κινημάτων;