Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 18-19  (Φθινόπωρο 2008 -Άνοιξη 2009)


Υπερεθνική Ελίτ και Ρωσία: Ένας νέος διπολικός κόσμος;*

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

Η σημασία του σημερινού μονοπολικού κόσμου

Η Ρωσική επέμβαση στη Γεωργία αναπτέρωσε το ηθικό πολλών που θέλουν να πιστεύουν ότι είναι δυνατή η αναβίωση ενός διπολικού (άλλοι μιλούν ακόμη και για τη δυνατότητα πολυπολικού) κόσμου στη σημερινή εποχή της διεθνοποιημένης καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς. Όμως, αν ο διπολικός κόσμος ήταν δυνατός στην εποχή του «υπαρκτού σοσιαλισμού», ο λόγος βέβαια ήταν ότι το αντίπαλο δέος θεμελιωνόταν σε ένα μπλοκ με διαφορετικό κοινωνικό σύστημα, που συνεπαγόταν τη μη ενσωμάτωση των χωρών-μελών του στη καπιταλιστική οικονομία της αγοράς. Εκείνη τη περίοδο, όπου τα έθνη-κράτη εξακολουθούσαν να είναι κυρίαρχα και η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δεν είχε ακόμα αναδυθεί, οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ ήταν οι δύο υπερδυνάμεις που, ως τα ισχυρότερα (στρατιωτικά και πολιτικά) έθνη-κράτη, ήταν επικεφαλής του καπιταλιστικού μπλοκ των εθνών-κρατών και του μπλοκ του «υπαρκτού σοσιαλισμού», αντίστοιχα. Εντούτοις, μετά την άνοδο της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς τη δεκαετία του ‘70 και την ουσιαστική παρακμή των εθνών-κρατών ως ισχυρών οικονομικών μονάδων (μολονότι ακόμη διατηρούν τα παραφερνάλια μιας δήθεν κυρίαρχης πολιτικής μονάδας, η οποία όμως και αυτή όλο και περισσότερο υπονομεύεται από τις στρατιωτικές επεμβάσεις της υπερεθνικής ελίτ, με προεξέχουσες εκείνες στη Γιουγκοσλαβία, στο Αφγανιστάν και το Ιράκ), καθώς και τη κατάρρευση του μπλοκ του «υπαρκτού σοσιαλισμού», αναδύθηκε μια Νέα Διεθνής Τάξη (ΝΔΤ). Στη ΝΔΤ, η παγκόσμια οικονομική και πολιτική εξουσία δεν βρίσκεται πλέον συγκεντρωμένη στα χέρια ενός ή δύο εθνών-κρατών, όπως συνέβαινε προηγουμένως. Αντίθετα, η εξουσία αυτή αποκεντρώνεται και κατανέμεται σε ένα σύνολο διασυνδεδεμένων ελίτ, αυτού που έχω αποκαλέσει αλλού υπερεθνική ελίτ1, δηλαδή την ελίτ που αντλεί την εξουσία της (οικονομική, πολιτική ή γενικά κοινωνική εξουσία) με βάση τη λειτουργία της στο υπερεθνικό επίπεδο ―γεγονός που συνεπάγεται ότι δεν εκφράζει αποκλειστικά ή ακόμη και κατ’ αρχήν τα συμφέροντα κάποιου συγκεκριμένου έθνους-κράτους. Η υπερεθνική ελίτ αποτελείται από την υπερεθνική οικονομική ελίτ (πολυεθνικές επιχειρήσεις, στελέχη επιχειρήσεων και τοπικές θυγατρικές τους), την υπερεθνική πολιτική ελίτ, δηλαδή τους γραφειοκράτες και τους πολιτικούς που στηρίζουν τη παγκοσμιοποίηση και μπορεί να ανήκουν είτε σε σημαντικούς διεθνείς οργανισμούς είτε στις κρατικές μηχανές των βασικών οικονομιών της αγοράς, και την υπερεθνική επαγγελματική ελίτ, τα μέλη της οποίας διαδραματίζουν μείζονα ρόλο στα διάφορα διεθνή ιδρύματα, think tanks, ερευνητικά τμήματα των μεγαλύτερων διεθνών πανεπιστημίων, Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (ΜΜΕ) κ.λπ.

Επομένως, αντίθετα με τη συνηθισμένη μυθολογία των ΜΜΕ, που υποστηρίζεται και από τη ρεφορμιστική αριστερά, ο σημερινός μονοπολικός κόσμος δεν αποτελείται απλώς από τη μοναδική στρατιωτική υπερδύναμη (ΗΠΑ) που απέμεινε μετά τη πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Στη πραγματικότητα, η αμερικανική ελίτ απλώς ασκεί ηγεμονική εξουσία μέσα στην υπερεθνική ελίτ, ακριβώς λόγω του ότι εξακολουθεί να ελέγχει την ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη. Από την άλλη πλευρά, η οικονομική δύναμη εξαπλώνεται μεταξύ των πολυεθνικών επιχειρήσεων, οι περισσότερες εκ των οποίων προέρχονται από τις χώρες που συμμετέχουν στην «Ομάδα των 7» ή «G7» (ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιαπωνία, Γερμανία, Γαλλία, Καναδάς, Ιταλία), δηλαδή τις χώρες που ελέγχουν επίσης τους μεγαλύτερους διεθνείς οικονομικούς και στρατιωτικούς οργανισμούς (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Παγκόσμια Τράπεζα, Διεθνής Οργανισμός Εμπορίου, Ευρωπαϊκή Ένωση, NAFTA, NATO κ.λπ.).

Είναι σήμερα εφικτός ένας εναλλακτικός πόλος;

Όλα αυτά σημαίνουν ότι ένας νέος διπολικός κόσμος θα είχε σήμερα εντελώς διαφορετική σημασία από αυτή του μεταπολεμικού διπολικού κόσμου της διαμάχης μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, δεδομένου ότι ο μοναδικός πόλος σήμερα αποτελείται στη πραγματικότητα από ολόκληρη τη «παγκόσμια κοινότητα», όπως κατ’ ευφημισμό αποκαλεί η υπερεθνική ελίτ τον σημερινό κόσμο, ο οποίος βασίζεται στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» (εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις όπως η Κούβα) ―ένας κόσμος που ουσιαστικά ελέγχεται από την υπερεθνική ελίτ. Επομένως, για να γίνει εφικτός ένας εναλλακτικός πόλος σε έναν κόσμο που σχεδόν παντού χαρακτηρίζεται από τους ίδιους οικονομικούς και πολιτικούς θεσμούς (παρόλο που η αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» μπορεί να σημαίνει σε διαφορετικά μέρη διαφορετικούς πολιτικούς σχηματισμούς, που φτάνουν μέχρι ημι-δικτατορικά καθεστώτα εξαιρουμένων μόνον των στρατιωτικών καθεστώτων!) πρέπει μία ή περισσότερες χώρες να είναι ικανές και πρόθυμες να σπάσουν την εξάρτησή τους από την υπερεθνική ελίτ.

Η αναγκαία, επομένως, συνθήκη ―που πρέπει να ικανοποιείται σήμερα ώστε μια χώρα, της οποίας το θεσμικό πλαίσιο βασίζεται στη καπιταλιστική οικονομία της αγοράς και την αντιπροσωπευτική «δημοκρατία», να είναι ικανή να σπάσει την εξάρτησή της από την υπερεθνική ελίτ― είναι η οικονομική αυτοδυναμία, δηλ. το μεγάλο μέγεθος της εσωτερικής της αγοράς. Η οικονομική αυτοδυναμία θα μπορούσε να κάνει εφικτή και τη πολιτική αυτοδυναμία, η οποία θα έκανε δυνατό και τον έλεγχο των διεθνών οικονομικών σχέσεων από την πολιτική ηγεσία αντί για τη παγκόσμια αγορά όπως σήμερα, καθώς και τη στρατιωτική αυτοδυναμία, υπό τη προϋπόθεση ότι το μέγεθος της χώρας και η τεχνολογική της κατάσταση θα το επέτρεπαν. Η ικανή συνθήκη, ωστόσο, είναι η ρήξη της πολιτικής και οικονομικής εξάρτησης από την υπερεθνική ελίτ, δηλαδή, η από-ενσωμάτωση της χώρας από τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς.

Όμως, οι συνθήκες αυτές δεν ικανοποιούνται σήμερα στη Ρωσία, πολύ δε λιγότερο στη Κίνα, της οποίας η δυναμική ανάπτυξης εξαρτάται καθοριστικά από τη πλήρη ενσωμάτωσή της στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και το εξωτερικό εμπόριο2. Άλλες, συνήθως αναφερόμενες, περιπτώσεις χωρών που υποτίθεται ότι θα μπορούσαν να αποτελέσουν πιθανούς πόλους (Ινδία, Βραζιλία κ.λπ.) δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη στα σοβαρά έστω και ως πιθανοί πόλοι, καθώς αποτελούνται βασικά από «νησίδες ανάπτυξης» μέσα σε ωκεανούς υπανάπτυξης και φτώχιας! Αυτοί, λοιπόν, που πιστεύουν ότι η επιστροφή σε ένα πολυπολικό ή διπολικό κόσμο είναι πιθανή στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, προφανώς ζουν ακόμη στις αρχές του περασμένου αιώνα, όταν η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς στηριζόταν βασικά στα έθνη-κράτη και τα αποικιακά μονοπώλια κάποιων από αυτά ―προϋπόθεση η οποία, επίσης, δεν ικανοποιείται σήμερα που η βασική οικονομική μονάδα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς είναι η πολυεθνική επιχείρηση και η βασική πολιτική μονάδα είναι η υπερεθνική ελίτ, όπως εκφράζεται από την «Ομάδα των 7» και τους ελεγχόμενους από αυτήν οικονομικούς και στρατιωτικούς θεσμούς (ΝΑΤΟ, ΕΕ, NAFTA κ.λπ.).

Δεν είναι, βέβαια, δύσκολο να φανταστεί κανείς, μετά τη φοβερή εμπειρία του μονοπολικού κόσμου, ότι η αναβίωση ενός διπολικού κόσμου θα είχε θετικές επιπτώσεις στη διεθνή σκηνή. Και αυτό, διότι βάσιμα μπορεί να υποτεθεί ότι, αν υπήρχε ακόμη σήμερα ένας διπολικός κόσμος, όπως εκείνος που αποτελείτο από τη καπιταλιστική Δύση με ηγέτη τις ΗΠΑ, ενάντια στο μπλοκ του «υπαρκτού σοσιαλισμού» με ηγέτη την ΕΣΣΔ, θα ήταν αδύνατες οι γκανγκστερικές εισβολές της υπερεθνικής ελίτ στο Ιράκ, το Αφγανιστάν, στη Γιουγκοσλαβία, καθώς και ο στραγγαλισμός του Παλαιστινιακού λάου. Το κρίσιμο ερώτημα, επομένως, που ανέκυψε μετά τον σύντομο πόλεμο στη Γεωργία, είναι το εξής: ικανοποιεί σήμερα η Ρωσία τις παραπάνω προϋποθέσεις ώστε να μπορεί να διαδραματίσει τον ρόλο ενός εναλλακτικού πόλου ενάντια σε έναν πόλο που δεν αποτελείται, πλέον, αποκλειστικά από την Αμερικανική ελίτ ―γεγονός που επιβεβαιώνεται για άλλη μια φορά από τη σημερινή πιστωτική κρίση3;

Η Ρωσική ελίτ δεν μπορεί να έχει το δικό της Κόσοβο!

Πριν προσπαθήσουμε όμως να απαντήσουμε στο παραπάνω ερώτημα πρέπει να διασαφηνιστεί ότι το θέμα της επέμβασης της Ρωσικής ελίτ στη Γεωργία, όπως και το αντίστοιχο της επίθεσης της υπερεθνικής ελίτ στη Γιουγκοσλαβία, δεν έχει σχέση με την αυτοδιάθεση των λαών, όπως κάποιοι «αναλυτές» επιχείρησαν να δείξουν, βασιζόμενοι στη προπαγάνδα των αντιστοίχων ελίτ και από τις δύο πλευρές, συσκοτίζοντας στη πορεία τα πραγματικά ζητήματα. Στη πραγματικότητα, η υπερεθνική ελίτ δεν παρακινήθηκε, βέβαια, στη Νατοϊκή εξαπόλυση της βάρβαρης επίθεσής της κατά του Γιουγκοσλαβικού λαού από την… αγωνία της για τα ατομικά δικαιώματα των Αλβανόφωνων Κοσοβάρων, παρά τη σχετική μυθολογία που καλλιέργησε τότε, την οποίαν υιοθέτησαν σύσσωμη η Ευρωπαϊκή ρεφορμιστική Αριστερά και οι Ευρωπαίοι Οικολόγοι-Πράσινοι4. Αντίστοιχα, η επέμβαση της Ρωσικής ελίτ στη Γεωργία ―που δεν συγκρίνεται βέβαια με τους μαζικούς και κτηνώδεις Νατοϊκούς βομβαρδισμούς του Σερβικού λαού και είχε, βασικά, αμυντικό χαρακτήρα― επίσης δεν οφειλόταν, στην αγωνία της για τη παραβίαση των ατομικών δικαιωμάτων των Οσετιανών και των Αμπχαζιανών. Παρόλα αυτά, είναι αξιοσημείωτη η σημερινή αντιστροφή ρόλων όπου, η μεν υπερεθνική ελίτ και τα ελεγχόμενα από αυτή διεθνή ΜΜΕ, καθώς και οι απαραίτητες Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, μέσα σε ένα όργιο υποκρισίας και παραπληροφόρησης, ανενδοίαστα υποστηρίζουν σήμερα την αρχή του απαραβίαστου της κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας των χωρών (που, εντούτοις, «ξεχνούσαν» και «ξεχνούν» στη περίπτωση της Σερβίας, του Ιράκ, Αφγανιστάν κ.λπ.), η δε Ρωσική ελίτ μάχεται για να υποστηρίξει τα ατομικά δικαιώματα των αντιστοίχων σήμερα Κοσοβάρων (που «ξεχνούσε» βέβαια στη περίπτωση των Τσετσένων)! Είναι περιττό να προσθέσουμε ότι, από τη σκοπιά της Περιεκτικής Δημοκρατίας, όλες αυτές οι αντιφάσεις είναι αναπόφευκτα παράγωγα του έθνους-κράτους, δηλαδή, της μορφής κοινωνικής οργάνωσης που έχει, ιστορικά, επικρατήσει, εις βάρος της εναλλακτικής μορφής κοινωνικής οργάνωσης που βασιζόταν στις συνομοσπονδίες των λαών, οι οποίες βίαια εξοντώθηκαν5.

Στη πραγματικότητα, όμως, η φαινομενικά αντιφατική αυτή στάση της υπερεθνικής ελίτ βρίσκεται σε απόλυτη συμβατότητα με τους στόχους και τη στρατηγική της. Στη περίπτωση της τ. Γιουγκοσλαβίας, όπως έδειξα αλλού6, ο στόχος ήταν η συμπλήρωση της διαδικασίας ενσωμάτωσης των λαών που απάρτιζαν τη χώρα στη ΝΔΤ, η οποία επιβλήθηκε μετά τη κατάρρευση του τ. «υπαρκτού» στις Βαλκανικές χώρες. Το μέσο ήταν η αποσύνθεση της χώρας μέσα από την εκμετάλλευση των εθνικών και εθνοτικών διαφορών που αναπόφευκτα φούντωσαν μετά τη παράλληλη υπονόμευση της σοσιαλιστικής ιδεολογίας. Το αποτέλεσμα ήταν η ανάδυση μιας σειράς ελεγχόμενων κρατιδίων και προτεκτοράτων (Σλοβενία. Κροατία, Βόσνια, Κόσοβο, FYROM κ.λπ.), που σταδιακά ενσωματώνονται στους οικονομικούς και πολιτικούς θεσμούς της Νέας Διεθνούς Τάξης (ΕΕ, ΠΟΕ, ΝΑΤΟ κ.λπ.), καθώς και η παράλληλη αποδυνάμωση της Σερβίας, η οποία οδήγησε στη πρόσφατη άνοδο στην εξουσία μιας κοσμοπολίτικης «εκσυγχρονιστικής» μεσαίας τάξης που διψά για την ενσωμάτωση της χώρας στους ίδιους θεσμούς.

Αντίστοιχα, στη περίπτωση της τ. ΕΣΣΔ, ο στόχος της υπερεθνικής ελίτ είναι η συμπλήρωση της διαδικασίας ενσωμάτωσης των συνιστωσών της στη ΝΔΤ, η οποία, επίσης, επιβλήθηκε μετά τη κατάρρευση του τ. «υπαρκτού». Το μέσο είναι και πάλι η αποσύνθεση της χώρας μέσα από την εκμετάλλευση των αναπόφευκτων εθνικών και εθνοτικών διαφορών που αναδύθηκαν μετά τη κατάρρευση της σοσιαλιστικής ιδεολογίας. Οι ενδιάμεσοι στόχοι είναι, πρώτον, η ανάδυση μιας σειράς ελεγχόμενων κρατιδίων και προτεκτοράτων που σταδιακά ενσωματώνονται στους προαναφερθέντες οικονομικούς και πολιτικοστρατιωτικούς θεσμούς της υπερεθνικής ελίτ και, δεύτερον, η παράλληλη οικονομική και πολιτικοστρατιωτική αποδυνάμωση της Ρωσίας, μέσω της στρατιωτικής περικύκλωσής της από Νατοϊκές βάσεις και πυραυλικά συστήματα, με τη γελοία πρόφαση της άμυνας ενάντια στους (ανύπαρκτους) Ιρανικούς πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς! Στη πράξη, έχει ήδη επιτευχθεί απόλυτα ο πρώτος ενδιάμεσος στόχος, με την ανάδυση μιας σειράς «ανεξαρτήτων» (δηλαδή απόλυτα εξαρτημένων από την υπερεθνική ελίτ) κρατών, όπως οι χώρες της Βαλτικής, η Γεωργία, η Ουκρανία κ.λπ. που περικυκλώνουν τη Ρωσία ―για τη περίπτωση που μια εθνικιστική ελίτ θα κατελάμβανε την εξουσία στη Ρωσία και θα ξέφευγε ολοκληρωτικά από τον έλεγχο της υπερεθνικής ελίτ.

Είναι φανερό λοιπόν ότι οι παραπάνω στόχοι δεν ήταν συμβατοί με την αναγνώριση της Ρωσίας ως ανεξάρτητου μέλους της υπερεθνικής ελίτ που θα μπορούσε να εξαπολύει εισβολές σε άλλες χώρες, παραβιάζοντας κατάφωρα την εθνική κυριαρχία τους. Το «δικαίωμα» αυτό έχει δοθεί αποκλειστικά σε εκείνες τις ελίτ που απολαύουν της στήριξης της «διεθνούς κοινότητας», δηλ. της υπερεθνικής ελίτ, όπως αυτή εκφράζεται από τη «G7» καθώς και τους διεθνείς οργανισμούς που ελέγχονται από αυτή! Ωστόσο, η Ρωσία έγινε αποδεκτή μόνο ως υποτελές μέλος αυτού του κλειστού κλαμπ (που εύστοχα χαρακτηρίζεται με τον όρο «G7+1») μόνο για όσο διάστημα επικροτούσε τους πολέμους και τις επεμβάσεις της «G7» ―ή τουλάχιστον δεν εναντιωνόταν, με κανένα τρόπο, δυναμικά, σε αυτές― και προωθούσε τις εξαγωγές ενέργειας που ήταν απαραίτητες για την αναπαραγωγή της οικονομίας ανάπτυξης στη Δύση. Επομένως, η ενέργεια της Ρωσικής ελίτ να εναντιωθεί δυναμικά στα σχέδια της υπερεθνικής ελίτ σε σχέση με τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες δεν θα μπορούσε να είχε ποτέ την υποστήριξη της «διεθνούς κοινότητας» και η Ρωσική ελίτ έπρεπε να «απομονωθεί», μέχρι να οδηγηθεί ξανά στο «μαντρί» της, δηλ. στον υποτελή ρόλο τον οποίον έχει προδιαγράψει γι’ αυτήν η υπερεθνική ελίτ.

Όμως, προκειμένου να καταλάβουμε πώς η Ρωσία έφτασε στο σημερινό στάδιο του εν δυνάμει εναλλακτικού πόλου ισχύος στο μονοπολικό κόσμο που έχει δημιουργήσει η υπερεθνική ελίτ στην ΝΔΤ, πρέπει να εξετάσουμε τις σημαντικές οικονομικές αλλαγές που χαρακτηρίζουν τη δεκαετία που ζούμε σε σχέση με τη δεκαετία του ‘90. Αυτό είναι σημαντικό διότι ενώ ο στόχος της υπερεθνικής ελίτ να βάλει τη Ρωσία σε μια θέση μονίμως υποδεέστερη της δικής της έδειχνε ότι, την προηγούμενη δεκαετία, είχε σχεδόν επιτευχθεί (τόσο στο οικονομικό, όσο και στο πολιτικοστρατιωτικό επίπεδο), στη παρούσα δεκαετία, τέθηκε σε άμεσο κίνδυνο, χάρη στην ουσιαστική εθνικοποίηση των ενεργειακών πηγών και τη συγκυριακή πελώρια αύξηση τα τελευταία χρόνια των τιμών πετρελαίου, φυσικού αερίου κ.λπ., όπου η χώρα διαθέτει τεράστια αποθέματα ―τάση που ανατράπηκε από την σημερινή οικονομική κρίση).

Η Ρωσία τη δεκαετία του ‘90: ενσωμάτωση στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς

Το σχέδιο των μεταρρυθμίσεων που επιβλήθηκε στη Ρωσία ―μέσω της κλίκας Γέλτσιν― είχε φιλοτεχνηθεί από τον καθηγητή J. Sachs του Πανεπιστήμιου Χάρβαρντ, με τη πλήρη έγκριση της υπερεθνικής ελίτ που εξέφραζε η «G7». Το σχέδιο αυτό, που είχε πραγματικό στόχο την ενσωμάτωση της χώρας στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, εφαρμόστηκε κατά γράμμα από τη Ρωσική ελίτ και προέβλεπε τις ακόλουθες «μεταρρυθμίσεις»:

Το συνδυαστικό αποτέλεσμα των μέτρων αυτών ήταν η ριζική αποβιομηχάνιση της Ρωσίας και η διαστρέβλωση της παραγωγικής της δομής που επέφερε η «αναδιάρθρωση μέσω της αγοράς», την οποία προώθησαν οι διεθνείς οργανισμοί που ελέγχονται από την υπερεθνική ελίτ (ΔΝΤ, Διεθνής Τράπεζα κ.λπ.). Η αναδιάρθρωση, όπως σημείωνε σχετική μελέτη7, έγινε προς όφελος «απλών παραγωγικών διαδικασιών στην ενέργεια και σε πρώτες ύλες που, χάρη στη δραστική υποτίμηση του νομίσματος, ήταν ιδιαίτερα πλεονεκτικές για τις εξαγωγές».

Μολονότι η αποβιομηχάνιση ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών και η μετάθεση μεγάλου τμήματος της βιομηχανίας στο Νότο (Κίνα, Ινδία, Βραζιλία, κ.λπ.) είναι γενικό χαρακτηριστικό του νέου διεθνούς καταμερισμού εργασίας που επέβαλε η σημερινή παγκοσμιοποίηση8, ο ρυθμός αποβιομηχάνισης της Ρωσίας δεν έχει σχέση με αυτόν άλλων βιομηχανικών χωρών. Έτσι, τη περίοδο 1990-2003, ενώ στις ανεπτυγμένες βιομηχανικές χώρες η αναλογία του βιομηχανικού στο εθνικό προϊόν μειώθηκε κατά περίπου 18%, η αντίστοιχη μείωση στη Ρωσία ήταν 30%, παρά την τεράστια αύξηση της παραγωγής ενέργειας (που αποτελεί τμήμα της βιομηχανικής παραγωγής)9. Αυτό είχε ως συνέπεια ότι πάνω από το μισό των Ρωσικών εξαγωγών αποτελείται σήμερα από βιομηχανικές πρώτες ύλες, σε αντίθεση με τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες όπου οι εξαγωγές αυτές συνιστούν μόνο το 5% περίπου των εξαγωγών τους, ενώ το 80% από αυτές αποτελείται από μεταποιητικά προϊόντα που τα εξάγουν σε χώρες της περιφέρειας, όπως η Ρωσία, ή ανταλλάσσουν με ανάλογα προϊόντα από άλλες δυτικές χώρες10. Οι κοινωνικές συνέπειες ήταν αναπόφευκτα δραματικές. Η κατανομή εισοδήματος που, σύμφωνα με δυτικές μελέτες,11 ήταν καλύτερη στη Σοβιετική Ρωσία από ό,τι σε δυτικές χώρες με παρόμοιο επίπεδο ανάπτυξης, έγινε στο τέλος της προηγούμενης δεκαετίας, μια από τις χειρότερες στον κόσμο, με τον αριθμό αυτών κάτω από τη γραμμή της φτώχειας να δεκαπλασιάζεται μεταξύ 1989 και 1998 (από 14 εκ. σε 147 εκ.)12. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι ο Ρωσικός πληθυσμός, καθώς και το προσδόκιμο ζωής, έχουν μειωθεί σημαντικά μετά το 199013 ―γεγονός πρωτόγνωρο για μια σύγχρονη χώρα σε καιρό ειρήνης― ενώ ο δείκτης ανθρώπινης ανάπτυξης του ΟΗΕ για την Ρωσία ήταν χαμηλότερος το 2003 από ό,τι το 1990 ―φαινόμενο που παρατηρείται μόνο σε Αφρικανικές χώρες! 14

Στη περίοδο όμως αυτή της «καταστρόικα» ―όπου η Ρωσία ζούσε κάτω από τον αστερισμό του μοντέλου Harvard και της υπερεθνικής ελίτ― έδωσε τέλος η άνοδος ενός ισχυρού λαϊκού εθνικιστικού κινήματος, το οποίο όμως δεν ήταν ένα συνηθισμένο εθνικιστικό κίνημα άλλα, άμεσα ή έμμεσα, έπαιρνε τη μορφή εθνικό-απελευθερωτικού κινήματος ενάντια στην νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και την υπερεθνική ελίτ που (δικαιολογημένα) θεωρήθηκε υπεύθυνη για το ότι οδήγησε τον Ρωσικό λαό σε μια ολοκληρωτική οικονομική και κοινωνική καταστροφή. Ήδη από το 1994, κομμουνιστικές και εθνικιστικές οργανώσεις είχαν υπογράψει τη «Διακήρυξη της Επαναστατικής Αντιπολίτευσης»15, που ταύτιζε τη κοινωνική με την εθνική επανάσταση και έβαζε ως κύριο στόχο της τον τερματισμό της καταστροφής της εθνικής παραγωγής και την υπεράσπιση της εθνικής αγοράς και του εθνικού κεφαλαίου, χωρίς, βέβαια, να θέτει θέμα συστημικής αλλαγής. Στο μεταξύ, η ίδια η βίαιη ενσωμάτωση της Ρωσικής οικονομίας στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, μέσα από τον «άγριο καπιταλισμό» που διαδέχτηκε τον «υπαρκτό σοσιαλισμό», οδήγησε στη δημιουργία μιας δυαδικής οικονομικής ελίτ και αντιστοίχων τμημάτων στη διογκούμενη μεσαία τάξη. Έτσι, στη πραγματικότητα, δημιουργήθηκε ένα de facto σχίσμα μεταξύ, από τη μια μεριά, μιας οικονομικής ελίτ που απέβλεπε κυρίως στην εξωτερική αγορά και στο ξένο κεφάλαιο (θυγατρικές πολυεθνικών, επενδυτές στη Δύση, εισαγωγείς και εξαγωγείς κ.λπ.) και από την άλλη μιας οικονομικής ελίτ που απέβλεπε κυρίως στην εσωτερική αγορά, εφόσον είχε επενδύσει τα κεφάλαιά της κυρίως στο εσωτερικό ―δηλαδή, ένα σχίσμα μεταξύ ντόπιων και «παγκοσμιοποιημένων» κλεπτοκρατών, όπως εύστοχα τους αποκάλεσε ερευνητής της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών στους Τάιμς της Μόσχας16.

Ήταν όμως κυρίως η άνοδος της υπό τον Πούτιν πολιτικής ελίτ στις αρχές της παρούσας δεκαετίας η οποία άλλαξε το σκηνικό, με τη συστηματική προσπάθειά της ―έχοντας κύριο σύμμαχό της την «εθνική» οικονομική ελίτ (χωρίς όμως να αλλοτριώνει τη «διεθνοποιημένη» ελίτ)― να συμβιβάσει τα γενικά συμφέροντα της οικονομικής ελίτ, με τις επιδιώξεις αυτού του «εθνικό-απελευθερωτικού» κινήματος. Ο συμβιβασμός όμως αυτός είναι αναγκαστικά αντιφατικός εφόσον τόσο η δυναμική του κινήματος, όσο και ―σε μικρότερο βέβαια βαθμό― ο αγώνας της «εθνικής» οικονομικής ελίτ για επιβίωση στον διεθνή ανταγωνισμό, οδηγούν στην από-ενσωμάτωση της Ρωσίας από τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, ενώ το διεθνοποιημένο τμήμα της ίδιας ελίτ οδηγεί προς την αντίθετη κατεύθυνση της παραπέρα ενσωμάτωσής της. Από την έκβαση της σύγκρουσης μεταξύ των δυο αυτών τμημάτων της οικονομικής ελίτ και τη στάση της πολιτικής ελίτ ως προς το λαϊκό κίνημα, θα κριθεί, όπως θα δούμε στην συνέχεια, η απάντηση στο ερώτημα που θέσαμε στην αρχή.

Η Ρωσία τη δεκαετία του 2000: Από-ενσωμάτωση από τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς;

Το υπό τον Πούτιν τμήμα της πολιτικής ελίτ που διαδέχτηκε τη κλίκα Γέλτσιν στις αρχές της παρούσας δεκαετίας, προσπάθησε να συμβιβάσει τα συμφέροντα της οικονομικής ελίτ, που είχε δημιουργήσει ο Γέλτσιν, με τα λαϊκά αιτήματα για μια «εθνική» οικονομική ανάπτυξη και κάποιο είδος κοινωνικού κράτους, όπως απαιτούσε η λαϊκή συμμαχία κομμουνιστών και εθνικιστών στην οποία αναφέρθηκα παραπάνω. Ωστόσο, θα έπρεπε να σημειωθεί εδώ ότι, το 2000, η δομή της Ρωσικής οικονομικής ελίτ ήταν πολύ διαφορετική από τη σημερινή. Η κυρίαρχη, τότε, οικονομική ελίτ ήταν το «διεθνοποιημένο» τμήμα της κλεπτοκρατικής οικονομικής ελίτ που είχε αναδειχθεί τη προηγούμενη δεκαετία, κατά τη διαδικασία ενσωμάτωσης της Ρωσικής οικονομίας στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, όταν η κλίκα Γέλτσιν ξεπούλησε τις κρατικές επιχειρήσεις, ακόμα και τις ενεργειακές πηγές, οι οποίες, με την αποδιάρθρωση της παραγωγικής δομής που επέφερε η ενσωμάτωση αυτή, είχαν γίνει οι κυριότερες πλουτοπαραγωγικές πηγές στη χώρα. Έτσι, τα πρώτα μέτρα της υπό τον Πούτιν πολιτικής ελίτ εξέφραζαν ακριβώς αυτό το τμήμα της οικονομικής ελίτ:


Παράλληλα, όμως, η νέα πολιτική ελίτ του Κρεμλίνου λάμβανε σημαντικά μέτρα για την ενίσχυση της οικονομικής και συνακόλουθα της πολιτικής εξουσίας της, τα οποία οδηγούσαν στην εξασθένιση της διεθνοποιημένης οικονομικής ελίτ και την αντίστοιχη ενδυνάμωση της «εθνικής» οικονομικής ελίτ που στρεφόταν βασικά στη τεράστια εσωτερική αγορά. Τα μέτρα αυτά, επομένως, ικανοποιούσαν σε σημαντικό βαθμό και τα λαϊκά αιτήματα για «εθνική» οικονομική ανάπτυξη και περιορισμό της εξάρτησης από την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, και την υπερεθνική ελίτ. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι, το 2003, προκλήθηκε πανικός στην υπερεθνική ελίτ και την εγχώρια οικονομική ελίτ των δώδεκα περίπου δισεκατομμυριούχων που ήλεγχαν το μισό πλούτο της χώρας, όταν συνελήφθη και φυλακίστηκε ο Khodorkovsky ―γνωστός δισεκατομμυριούχος κλεπτοκράτης που τον είχε προωθήσει η κλίκα Γέλτσιν και είχε γίνει ο κύριος μέτοχος της Yukos, μιας πετρελαϊκής εταιρίας που ελέγχει το 20% του Ρωσικού πετρελαίου― και το κράτος «πάγωσε» όλες τις μετοχές του ιδίου και των κλεπτοκρατών συνεταίρων του που έφθαναν στο 44% των συνολικών μετοχών, με αποτέλεσμα τη χρεοκοπία της εταιρείας το 2006. «Ο Πούτιν επιτίθεται στο Ρωσικό καπιταλισμό» ήταν ο τίτλος του Ομπσερβερ18, ενώ ο Ρώσος πρωθυπουργός Kasyanov (τελευταίος Γελτσινικός στη κυβέρνηση) εκδήλωνε δημόσια την διαφωνία του, με αποτέλεσμα την σύντομη απόλυση της κυβέρνησης του. Το μεγαλύτερο όμως κτύπημα στη διεθνοποιημένη Ρωσική ελίτ, και έμμεσα στην υπερεθνική ελίτ που τη στήριζε, ήταν η επανάκτηση από το κράτος, το 2005, του ελέγχου της μεγαλύτερης Ρωσικής επιχείρησης, της Gazprom ―η οποία στο μεταξύ είχε επεκτείνει τις δραστηριότητές της από το γκάζι στο πετρέλαιο και από εκεί στα ΜΜΕ― που σήμερα καλύπτει το ένα τρίτο των Ευρωπαϊκών ενεργειακών αναγκών, καθώς και ο παράλληλος περιορισμός των δραστηριοτήτων των πολυεθνικών του πετρελαίου στη χώρα (BP, Shell, Mitsubishi, Mitsui).

Η ουσιαστική εθνικοποίηση της Gazprom σήμαινε ότι τα πελώρια κέρδη των τελευταίων ετών από τη γεωμετρική αύξηση της τιμής του πετρελαίου έπαυσαν να πηγαίνουν στις τσέπες των ντόπιων και ξένων κλεπτοκρατών, και από εκεί στις τράπεζες του εξωτερικού, αλλά αντίθετα κατευθύνονταν στο δημόσιο ταμείο και τελικά στην εσωτερική αγορά. Έτσι, αποθαρρύνονταν οι ξένοι κλεπτοκράτες «επενδυτές» που ενδιαφέρονταν βασικά για τη ληστρική εκμετάλλευση των Ρωσικών ενεργειακών αποθεμάτων, ενώ συγχρόνως δινόταν η δυνατότητα στη Ρωσική πολιτική ελίτ να ξεπληρώσει το πελώριο εξωτερικό χρέος των 22 δισ. δολ. στους διεθνείς οργανισμούς και τράπεζες που ελέγχει η υπερεθνική ελίτ, απαλλάσσοντας τη χώρα από τη γάγγραινα των τοκοχρεολυσίων. Η τόνωση της εσωτερικής αγοράς και οι ντόπιες επενδύσεις οδήγησαν σε σημαντική αύξηση της παραγωγικότητας, των πραγματικών μισθών και της κατανάλωσης της μεσαίας τάξης που διογκώθηκε από 8 εκ. το 2000 σε 55 εκ. το 200619. Η συνακόλουθη ενίσχυση της «εθνικής» οικονομίας γίνεται φανερή από το γεγονός ότι, παρά την εκτόξευση των τιμών ενέργειας τα τελευταία χρόνια, τα έσοδα από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο είναι μόνο 5,7% του ΑΕΠ και αναμενόταν (ακόμη και πριν από την σημερινή κρίση) να μειωθούν στο 3,7% μέχρι το 201120. Φυσικά, το γεγονός ότι η ανάπτυξη αυτή στηρίζεται στην οικονομία της αγοράς έχει, αναπόφευκτα, οδηγήσει σε διογκούμενη ανισότητα, με τους Ρώσους δισεκατομμυριούχους σχεδόν να διπλασιάζονται τα τελευταία χρόνια, ενώ το 30% των μισθών, καθώς και οι συντάξεις, είναι ακόμη στο όριο επιβίωσης σύμφωνα με το Ινστιτούτο Κοινωνικών και Οικονομικών Ερευνών.21

Συμπέρασμα: Η Ρωσία σε σταυροδρόμι

Συμπερασματικά, στο βαθμό που μια χώρα σήμερα είναι ενσωματωμένη στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, εντάσσεται αναγκαστικά στην ιεραρχία που καθιερώνει η συγκέντρωση οικονομικής και πολιτικοστρατιωτικής δύναμης στα χέρια της υπερεθνικής ελίτ, που πολιτικά εκπροσωπείται από την «G7» και οικονομικά από τις ηγεσίες των πολυεθνικών επιχειρήσεων22. Είναι, λοιπόν, φανερό ότι οποιαδήποτε επιστροφή στο είδος της αποτυχημένης διεθνοποίησης των αρχών του 20ου αιώνα, με τα έθνη-κράτη σε σκληρό ανταγωνισμό για το ποιο θα διασφαλίσει το μεγαλύτερο «φιλέτο» της παγκόσμιας αγοράς, είναι αδύνατη στη σημερινή εποχή της διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς και των διασυνδεδεμένων δραστηριοτήτων των πολυεθνικών επιχειρήσεων και των θυγατρικών τους που εξαπλώνονται σε όλο τον κόσμο. Από την άλλη μεριά, μια χώρα η οποία έχει το μέγεθος της αγοράς της Ρωσίας, και που δεν έχει ακόμη ενσωματωθεί πλήρως στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και στους διεθνείς οργανισμούς που ελέγχονται από την υπερεθνική ελίτ (ούτε καν στον ΠΟΕ!), σίγουρα θα μπορούσε να παίξει τον ρόλο ενός εναλλακτικού, ως προς την υπερεθνική ελίτ, πόλου, αν επιδίωκε να επεκτείνει περαιτέρω την εσωτερική αγορά (καθώς και την πολιτικοστρατιωτική της δύναμη) και να μειώσει αντίστοιχα την εξάρτησή της από το εξωτερικό εμπόριο και τις ξένες επενδύσεις.

Επομένως, στη Ρωσία σήμερα υπάρχουν οι συνθήκες, καθώς και οι αντίστοιχες τάσεις, τόσο για την από-ενσωμάτωσή της από τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, όσο και για την πλήρη ενσωμάτωση της χώρας σε θέση υποτελούς της υπερεθνικής ελίτ. Ξεκάθαρη ένδειξη της πρώτης τάσης ήταν, όπως περιγράψαμε παραπάνω, η ενδυνάμωση της εσωτερικής αγοράς, η χρήση του πετρελαίου ως «πολιτικού όπλου» ―όπως χαρακτήρισε η υπερεθνική ελίτ τις προσπάθειες της Ρωσικής ελίτ να επεκτείνει τον έλεγχό της στη ροή πετρελαίου και φυσικού αερίου προς τη δυτική Ευρώπη― και, βέβαια, η επαναεπιβεβαίωση της δύναμης της στη Γεωργία, την Ουκρανία και τις υπόλοιπες πρώην Σοβιετικές χώρες που χρησιμοποιούνται από την υπερεθνική ελίτ για την περικύκλωση της Ρωσίας. Από την άλλη πλευρά, μια ξεκάθαρη ένδειξη της δεύτερης τάσης ήταν η «φυγή κεφαλαίου», σχεδόν 20 δισ. δολαρίων, αμέσως μετά τον πόλεμο με τη Γεωργία και η συνακόλουθη σχεδόν κατάρρευση του Ρωσικού χρηματιστηρίου στη διάρκεια της σημερινής χρηματοπιστωτικής κρίσης, που αναγκάστηκε επανειλημμένα να σταματήσει τις εργασίες του κατά τη διάρκεια του κραχ και δοκιμάστηκε ίσως περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο χρηματιστήριο στον κόσμο!23 Η έκβαση του αγώνα ανάμεσα σε αυτές τις δύο τάσεις θα δώσει την απάντηση στο κρίσιμο ερώτημα που θέσαμε στην αρχή του άρθρου.

Κατά τη γνώμη μου, μολονότι η Ρωσική ελίτ θα μπορούσε πράγματι να παίξει τον εν δυνάμει ρόλο ενός εναλλακτικού προς την υπερεθνική ελίτ πόλου, εντούτοις αυτό είναι μάλλον απίθανο όσο η σημερινή ελίτ του Κρεμλίνου επιχειρεί να συμβιβάσει τα συμφέροντα του διεθνοποιημένου τμήματος της οικονομικής ελίτ με εκείνα του «εθνικού» τμήματός της. Και αυτό, διότι το πρώτο τμήμα της οικονομικής ελίτ, με τη πλήρη υποστήριξη της υπερεθνικής ελίτ, εξακολουθεί να είναι πολύ ισχυρό και, δεδομένων των ανοικτών και απελευθερωμένων αγορών, θα μπορούσε να προκαλέσει όλεθρο στη Ρωσική πολιτική ελίτ. Η «φυγή κεφαλαίου» και το κλείσιμο του Ρωσικού χρηματιστηρίου αποτέλεσαν απλώς προειδοποιητικές βολές για το τι θα συνέβαινε στη Ρωσική οικονομία, εάν η πολιτική της ελίτ αποτολμούσε να παίξει ένα ρόλο πραγματικά ανεξάρτητο από εκείνον που έχει προδιαγράψει γι’ αυτήν η υπερεθνική ελίτ. Επομένως, η μοναδική πιθανότητα για τη Ρωσική πολιτική ελίτ να διαδραματίσει τον ρόλο του εναλλακτικού πόλου θα μπορούσε να προκύψει στη περίπτωση που η υπερεθνική ελίτ θα έκανε απόπειρα να την περικυκλώσει εντελώς στρατιωτικά, οπότε, είτε η σημερινή ελίτ, είτε κάποια περισσότερο εθνικιστική ελίτ που θα αναδυόταν στο μέλλον, θα μπορούσε να λάβει τα απαραίτητα οικονομικά και πολιτικά μέτρα ώστε να πετύχει μια ρήξη με την εξάρτηση από την υπερεθνική ελίτ.

Προς το παρόν, και με την ευκαιρία της εκλογής Ομπάμα, φαίνεται ότι η υπερεθνική ελίτ προχωρά σε κάποιο συμβιβασμό με την Ρωσική ελίτ, βάζοντας στο «ψυγείο» τις προτάσεις για ένταξη στο ΝΑΤΟ της Γεωργίας και της Ουκρανίας, με αντάλλαγμα την συμμόρφωση της Ρωσικής ελίτ με τους κανόνες που επιβάλλει η Νέα Διεθνής Τάξη. Εντούτοις, η ισορροπία αυτή παραμένει ασταθής (γι’ αυτό και η Ρωσική ελίτ προσπαθεί συγχρόνως να επεκτείνει την επιρροή της στη Λατινική Αμερική, τη Μεσόγειο κ.λπ.) όσο δεν επιτυγχάνεται μια παγίωση της θέσης της νέας Ρωσικής ελίτ, που αναδύθηκε την παρούσα δεκαετία, μέσα στη διεθνή ισορροπία δυνάμεων, η οποία θα εξασφάλιζε τόσο τα οικονομικά όσο και τα πολιτικο-στρατιωτικά συμφέροντα της σε μια θέση σχεδόν ισότιμη με αυτή της υπερεθνικής ελίτ. Ο όρος «Ομάδα των 7+1» ίσως αποδίδει σωστά τις επιδιώξεις της νέας Ρωσικής ελίτ ―εφόσον βέβαια το «+1» μέλος παύσει να παίζει ρόλο απλώς κομπάρσου των «7» όπως μέχρι σήμερα.

* Το άρθρο αυτό βασίζεται σε δοκίμιο που πρωτοδημοσιεύθηκε στο διεθνές θεωρητικό περιοδικό The International Journal of Inclusive Democracy, Vol. 4, No. 4 (October 2008).

1 Βλ. για την έννοια της υπερεθνικής ελίτ, Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία (Ελληνικά Γράμματα, 2002), κεφ. 1.

2 Takis Fotopoulos, “The New World Order in Action: From Kosovo to Tibet”, The International Journal of Inclusive Democracy, Vol. 4, No. 3 (July 2008),

3 Bλ. «Οι μύθοι για την οικονομική κρίση, η ρεφορμιστική Αριστερά και η οικονομική δημοκρατία» (σε αυτό το τεύχος).

4 Takis Fotopoulos, “The First War of the Internationalised Market Economy,” Democracy & Nature, Vol. 5, No. 2 (July 1999); ελληνική μετάφραση «Ο πρώτος πόλεμος της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς» εμπεριέχεται στο βιβλίο Η Νέα Τάξη στα Βαλκάνια (Στάχυ, 1999).

5 Bλ. την πρόταση για μια συνομοσπονδιοποιημένη περιεκτική δημοκρατία στο βιβλίο του Τάκη Φωτόπουλου Περιεκτική Δημοκρατία: 10 Χρόνια Μετά (εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, 2008) κεφ. 6.

6 Βλ. “The First War of the Internationalised Market Economy”.

7 R. Vintrová, "The general recession and the structural adaptation crisis”, East European Economics, Vol. 31, No. 3 (1993).

8 Βλ. «Οι μύθοι για την οικονομική κρίση».

9 World Bank, World Development Indicators 2005, Πιν. 4.2.

10 Στο ίδιο, Πιν. 4.5.

11 Michael Ellman, Socialist Planning (Cambridge University Press, 1979), σελ. 267-68.

12 Stephen F. Cohen, Failed Crusade (WW Norton, 2001).

13 World Development Indicators 2005, ο.π. Πιν. 2.1 & 2.19.

14 UN, Human Development Report 2005, Πιν. 2.

15 “Declaration of the Revolutionary Opposition”, Zavtra, No. 25 (June 1994).

16 Luke Harding, “$19bn taken out of country since invasion of Georgia began on August 8,” The Guardian (6/9/2008).

17 World Bank, World Development Indicators 2005, Table 2.14.

18 Conal Walsh, The Observer (2/11/2003).

19 Jason Bush, “Russia: How Long Can The Fun Last?, Business Week (December 2006).

20 Ria-Novosti (27/12/2007).

21 Luke Harding Oryol, “Petro-dollars fail to trickle down to pensioners, jobless and government workers, The Guardian (15/3/2007).

22 Βλ. Παγκοσμιοποιημένος Καπιταλισμός, Έκλειψη της Αριστεράς και Περιεκτική Δημοκρατία, επιμ. Steven Best (Κουκκίδα, Μάης 2008), σελ. 321-384.

23 Luke Harding, “$19bn taken out of country since invasion of Georgia”.