Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 5 (Νοέμβριος 2003)
Ορισμένα σχόλια πάνω στον ελληνικό αναρχικό χώρο
ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΓΙΝΟΓΛΟΥ
Κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων εναντίον της συνόδου των ηγετών της Ε.Ε. στη Χαλκιδική πραγματοποιήθηκαν για άλλη μια φορά τα ίδια γεγονότα από το χώρο των αναρχικών, σε πιστή συνέχεια της τελευταίας εικοσιπενταετίας: συρροή χιλιάδων νέων στο μπλοκ τους, κυνηγητό με την αστυνομία, διάλυση του μπλόκ και συλλήψεις. Αυτός ο κατ’ εξακολούθηση αναποτελεσματικός τρόπος δράσης από μέρους των αναρχικών δεν είναι τυχαίος. Ο σχολιασμός που ακολουθεί προσπαθεί να πιάσει μερικά βασικά δόγματα που εμποτίζουν σήμερα το χώρο αυτό στη χώρα μας και που κατά τη γνώμη μου ευθύνονται για την κατάστασή του.
Η άμεση δράση
Ένα βασικό επιχείρημα που προβάλλεται από τον αναρχικό χώρο, είναι ότι οι ενέργειες άμεσης δράσης είναι θεμιτές και υποστηρίζεται ότι τέτοιες ενέργειες είναι συμβολικές (δηλαδή έχουν την αξία του παραδείγματος που συμβάλλει στην αφύπνιση της κοινωνίας), ενώ συγχρόνως σημαίνουν και μια λογική άμεσης απάντησης στην κρατική καταστολή. Αυτό το σκεπτικό (που έγινε κυρίαρχο στην αντίληψη των αναρχικών), αποδείχτηκε ευχή και κατάρα για το σύγχρονο ελληνικό αναρχικό κίνημα, παρ’ όλο που η Ιστορία δείχνει ότι όταν ο αναρχισμός απόκτησε λαϊκά ερείσματα αυτό έγινε περισσότερο με κινηματική λογική (αναρχοσυνδικαλισμός) παρά μέσω του παραδείγματος, πέρα βέβαια από το γεγονός ότι υπήρξε πληθώρα αναρχικών θεωρητικών που δεν έριχναν το κέντρο βάρους στο παράδειγμα δια της άμεσης δράσης και χτυπημάτων εναντίον κρατικών, καπιταλιστικών κ.λπ. στόχων.
Ευχή, γιατί η πρακτική της άμεσης σύγκρουσης με τα ΜΑΤ λειτούργησε όντως παραδειγματικά για ένα μέρος της κοινωνίας. Πολλοί νέοι ελκύστηκαν από τις συγκρούσεις με την αστυνομία, που γίνονται μάλιστα μ' έναν θεαματικό τρόπο ο οποίος έδειχνε ότι η αμφισβήτηση του συστήματος δε σταματά σε παθητικές καταγγελίες, αλλά γίνεται πράξη ―ενεργητική/επιθετική― προσπαθώντας να τραβήξει και την κοινωνία προς αυτή την κατεύθυνση. Έτσι, είδαμε στα μέσα της δεκαετίας του 1980 χιλιάδες νέους να πυκνώνουν τις γραμμές των αναρχικών μπλοκ, να ξεφυτρώνουν σα μανιτάρια αναρχικές μαθητικές ομάδες και να διαδίδεται η αναρχική πολιτική κουλτούρα έστω και σε επίπεδο συνθηματολογίας, ή υποτυπώδους πολιτικής συνείδησης σε τμήμα της νεολαίας. Σ’ αυτό βοήθησε κι ο καυστικός αναρχικός λόγος που με την απλότητά του εξέφρασε την αγανάκτηση αρκετών νέων για το σύστημα. Έτσι, είδαμε το φαινόμενο μιας δυσαναλογίας ανάμεσα στον αριθμό των οργανωμένων αναρχικών ομάδων που έφτανε μερικές εκατοντάδες μέλη και στην επιρροή τους σε μερικές χιλιάδες άτομα. Αυτές οι χιλιάδες όμως έλαμπαν δια της απουσίας τους σε μείζονος σημασίας γεγονότα: ο κανόνας ήταν (και είναι) σε δραστηριότητες για ζητήματα εργατικά, φοιτητικά, διεθνή, καμπάνιες για συμπαράσταση συλληφθέντων κ.λπ. να συμμετέχουν μόνο οι ομάδες των αναρχικών και όχι η επιρροή τους.
Από δω και πέρα αρχίζει η κατάρα. Η πολιτικοποίηση που παρήγαγε η δραστηριότητα των ελλήνων αναρχικών ήταν μερική. Η διάθεση των φοιτητών, των μαθητών και της «άγριας» νεολαίας για σύγκρουση με το κράτος δε μετουσιώθηκε σε σταθερό πολιτικό πόλο συνολικής ιδεολογικής και πολιτικής ρήξης με το σύστημα. Επόμενο είναι η διάθεση αυτή να ανεβοκατεβαίνει ανάλογα με τα γεγονότα που διαδραματίζονται κατά καιρούς. Γεγονότα, μάλιστα, που σχετίζονται κυρίως με ζητήματα κρατικής καταστολής (εξεγέρσεις φυλακισμένων, αθώωση Μελίστα, επέτειοι Πολυτεχνείου κ.λπ.). Αυτή η νεολαία με τα «άγρια» κοινωνικά χαρακτηριστικά που αποτελεί τον περίγυρο των αναρχικών δεν μπολιάστηκε απ’ αυτούς. Στην πραγματικότητα, έγινε το αντίθετο. Αντί να πολιτικοποιήσουν οι αναρχικοί την «άγρια» νεολαία... «αγριοποίησε» η «άγρια» νεολαία τους αναρχικούς! Πόσο μάλλον όταν τα παρορμητικά χαρακτηριστικά της καλύπτονται πολιτικά με ευφημισμούς όπως «η πραγμάτωση της οργής», «λύσσα των εξεγερμένων» κ.λπ.
Ο αυθορμητισμός δεν ορθολογικοποιήθηκε. Δε μετατράπηκε σε μόνιμη σχέση με την κοινωνία (υπήρχαν περιπτώσεις που δεν γινόταν η παραμικρή πολιτική δουλειά στα ΑΕΙ-ΤΕΙ, ενώ ήταν στην ίδια σχολή 10-15 αναρχικοί). Ο Ελληνικός αναρχισμός δεν κατάφερε να αποκτήσει λαϊκή βάση ώστε να αποκτήσει μια στοιχειώδη υποστήριξη. Αυτό βέβαια δεν είναι τυχαίο όταν η συμπεριφορά μεγάλου μέρους των αναρχικών στέκεται εχθρικά απέναντι στην κοινωνία (βλ. και παρακάτω), όπως δείχνει και η σχετική συνθηματολογία («είστε θεατές-καταναλωτές», «...θα βγείτε απ' τα κλουβιά σας», «πίσω σκουλήκια μικροαστοί») που εκφράζει την αγανάκτηση για την ―υπαρκτή ομολογουμένως― απάθεια της κοινωνίας. Όμως, όταν απλώς εκφράζεται η οργή για την κοινωνική απάθεια χωρίς να γίνεται προσπάθεια να εξηγηθούν τα αίτια της και να δοθεί μια πρόταση διεξόδου απ' την καπιταλιστική παραφροσύνη, το μόνο που επιτυγχάνεται είναι η αυτοπεριθωριοποίηση σε μικρές ομάδες που ασχολούνται με εσωτερικά «ζητήματα» και κουτσομπολιά.
Κι ακόμα χειρότερα, όταν ενισχύεται η περιθωριοποίηση με τον αφορισμό των πάντων (πλην της ομάδας που εκτοξεύει τον αφορισμό) ως ρεφορμιστών, αναπτύσσεται το τέρας του σεχταρισμού που γεννάει μικρά εγωϊστικά τερατάκια. Τα οποία, όμως, επειδή είναι και πολύ επαναστατάκια, δεν αρκούνται στον εξωαναρχικό ρεφορμισμό κι αρχίζουν να βλέπουν ρεφορμιστές και μέσα στον αναρχικό χώρο. Ύστερα πώς να μην αρχίσει η εσωτερική φαγωμάρα και ο αλληλοσπαραγμός που φτάνει δυστυχώς και μέχρι σε συρράξεις με άγριους ξυλοδαρμούς; Εδώ έχουμε να κάνουμε με τον «εμφύλιο» πόλεμο, άλλη μια κατάρα στον αναρχικό χώρο για την οποία εκτός απ' το σεχταρισμό και το δογματισμό ευθύνεται και η καχυποψία. Όμως, πρέπει να είναι εξαιρετικά επιπόλαιος κάποιος χαφιεδόφοβος που απαιτεί τήρηση συνωμοτικών κανόνων όταν επιμένει ότι η νόμιμη και η παράνομη δράση μπορούν να συνυπάρξουν μια χαρά παράλληλα με το δικαίωμα της μειοψηφίας την ίδια στιγμή που η οργανωτική χαλαρότητα του αναρχικού χώρου για την οποία φέρει και ο ίδιος ακέραια την πολιτική ευθύνη είναι παράδεισος για υπηρεσίες που θέλουν να εισέλθουν στους κόλπους του.
Το δικαίωμα της μειοψηφίας
Με αυτό σχετίζεται άλλη μια από τις βασικές αρχές που διατυμπανίζουν οι αναρχικοί. Την αρχή δηλαδή που λέει ότι μια μειοψηφία μπορεί να κάνει άνετα ότι επιθυμεί (γουστάρει) χωρίς να δεσμεύεται από πλειοψηφούσες αποφάσεις, ασχέτως αν στην πράξη αυτό σημαίνει ότι καπελώνεται η πλειοψηφία. Για παράδειγμα, σε μία κατάληψη κάποιας σχολής μπορούν 5-10 άτομα να ρημάξουν το κτήριο έστω κι αν η πλειοψηφία δεν επιθυμεί τους βανδαλισμούς. Αυτό όμως δεν είναι η αρχή του δικαιώματος της μειοψηφίας, αλλά η δικτατορία της μειοψηφίας σε βάρος της πλειοψηφίας, πράγμα εντελώς ασύμβατο με ένα κίνημα που μιλά για αντι-ιεραρχία. Η συμφωνία λοιπόν της πλειοψηφίας για στόχους, διαδικασίες και πρακτικές πρέπει να γίνεται σεβαστή απ' όλους, ειδάλλως έχουμε την επιβολή της μειοψηφίας πάνω στην πλειοψηφία.
Πολλοί αναρχικοί, την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενοι, υποστηρίζουν πως το δικαίωμα της μειοψηφίας να μην πειθαρχεί στις αποφάσεις της πλειοψηφίας είναι θετικό γιατί έτσι αποφεύγεται το σαράκι του συγκεντρωτισμού και της γραφειοκρατίας που επικρατεί στην Αριστερά (όρος με τον οποίο εννοούν συνήθως τη Μαρξιστική Αριστερά) και επιτυγχάνεται η πολυεπίπεδη δράση μέσω της αποδοτικής διαφωνίας και πολυφωνίας. Όμως οι καλωπισμοί («πολυεπίπεδη δράση») δεν αρκούν για να καλύψουν τις απελπιστικής πενίας συζητήσεις που γίνονται σε κοινές συνελεύσεις αναρχικών όπου συνευρίσκονται διάφορες ομάδες και καταλήγουν πάντα στο ίδιο... μονοεπίπεδο σκεπτικό: αφισοκόλληση-πορεία. Όταν πάνε στην ίδια συνέλευση ή στην ίδια πορεία χαοτικοί, πάνκηδες, «Στιρνερικοί», εναλλακτικοί, φιλο-αναρχοσυνδικαλιστές και συμπαθούντες γενικώς, αυτό που ισχύει δεν είναι πολυεπίπεδη δράση μέσω της αποδοτικής διαφωνίας, αλλά ο ηθικολογικά περιβεβλημένος τεχνητός συνωστισμός διαφορετικών αντιλήψεων ―συχνά εντελώς ασύμβατων μεταξύ τους― που καταλήγει αποδεδειγμένα στη μονόμορφη δράση και τη φιλονικία. Αυτά βέβαια δεν είναι ασύνδετα με την εχθρική αντίληψη που έχουν πολλοί αναρχικοί προς τη Δημοκρατία και με την προτίμησή τους προς την ουτοπική διαδικασία της απόφασης μέσω συναίνεσης (η οποία όμως παίρνεται τελικά μέσω της σιωπηλής υπακοής κι όχι μέσω του διαλόγου και της ενεργητικής συναίνεσης).
Ατομικισμός και σοσιαλισμός σε μια μόνο γειτονιά.Ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα με τους αναρχικούς (όχι μόνο τους Έλληνες), είναι η τάση να ερμηνεύουν κατά το δοκούν ιδέες του αναρχισμού (ή και το να διαλέγουν μονάχα εκείνους τους αναρχικούς στοχαστές που επιθυμούν, παρουσιάζοντάς τους όμως ως το Α και το Ω του αναρχισμού), έτσι ώστε να ικανοποιούν τις κατασκευαστικές τους απόπειρες για τη δημιουργία νεοαναρχικών «προσεγγίσεων». Ουδεμία σχέσιν έχουσες όμως με τη γόνιμη αναθεώρηση της θεωρίας μέσω του εμπλουτισμού, της επανεξέτασης και της αλληλεπίδρασης με την πράξη, αλλά σχέσιν έχουσες με την παραλλαγμένη εκδοχή μιας απ' τις κυρίαρχες καπιταλιστικές αξίες: αυτήν της εξατομικευμένης στάσης ζωής, των ατομικών λύσεων και όχι της συλλογικής δράσης. Συνθήκες όπως οι παρούσες, όπου δεν υπάρχει μαζικό κίνημα ώστε να δίνει άμεσο κίνητρο στους αγωνιστές, συχνά οδηγούν πολλούς σε ιδεολογικά κατασκευάσματα που δίνουν δήθεν διεξόδους αποκαλύπτοντας τάχα λάθη και ατέλειες των παραδοσιακών ιδεών. Πολλοί, απογοητευμένοι από την απάθεια και τον ατομικισμό που κυριαρχεί στην κοινωνία, οδηγούνται σε έναν άλλο ατομικισμό, που είναι διασταύρωση αναβιωμένης αναρχικής θεωρίας (π.χ. Στίρνερ - Max Stirner) καθώς και, εναλλακτισμού και ηθικολογίας επηρεασμένης μερικές φορές και από θρησκευτικά η γενικότερα ανορθολογικά στοιχεία, χωρίς να καταλαβαίνουν την θεμελιακή ασυμβατότητα της αυτονομίας που διακηρύσσουν με τα ανορθολογικά δόγματα, είτε είναι θρησκευτικά είτε προέρχονται από τη Νέα Εποχή, Ζεν, Τάο κ.λπ. Υπάρχουν άτομα και ομάδες που δραστηριοποιούνται στον ευρύτερο αντεξουσιαστικό χώρο που απορρίπτουν οποιαδήποτε πρόταση για συλλογικό πολιτικό αγώνα είτε ως ουτοπική, είτε ως «εξουσιαστική», αντιτάσσοντας την πρόταση της εσωτερικής αναζήτησης και ολοκλήρωσης μέσω της ανάπτυξης των διαπροσωπικών σχέσεων (σε ατομικό επίπεδο), του πειραματισμού με εναλλακτικούς τρόπους ζωής, της πνευματικής ανάπτυξης, ή όλων αυτών μαζί σε κοινόβια ή σε μικρές ομάδες που επιδιώκουν το κατά το δυνατό μικρότερο πάρε-δώσε με τον «έξω» κόσμο.
Η κατάληξη φυσικά είναι η διάλυση ή η ενσωμάτωση από το σύστημα τέτοιων προσπαθειών, όχι άμεσα (ότι δηλαδή οι καταλήψεις στέγης π.χ. έγιναν ξαφνικά κρατικά παραρτήματα), αλλά έμμεσα. Χαρακτηριστικό είναι ότι η ιδέα του «εθελοντισμού» υιοθετήθηκε μια χαρά από το κράτος (μέσω των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων και της χρηματοδότησης προγραμμάτων) με διπλό κέρδος, που όχι μόνο απορρόφησε την ευαισθησία ενός μέρους της κοινωνίας για οικολογικά, ανθρωπιστικά κ.λπ. θέματα, αλλά εξασφάλισε και δωρεάν εργατικό δυναμικό για τομείς που μέχρι χτες ήταν στην ευθύνη του κράτους (π.χ. για φύλαξη οικοσυστημάτων, δίκτυα στήριξης/βοήθειας ηλικιωμένων, απόρων, ψυχικά ασθενών) βοηθώντας το στην υλοποίηση των νεοφιλελεύθερων επιταγών (συρρίκνωση κράτους πρόνοιας, μείωση δαπανών κ.λπ.). Εναλλακτικά, παρόμοιες ομάδες φυτοζωούν στην περιθωριοποίηση χωρίς καμιά οργανική επαφή με την ευρύτερη κοινωνία.
Τουτέστιν, είναι αδύνατη η ριζική αλλαγή της ζωής με προσπάθειες ενός στενού κύκλου ατόμων να χτίσουν αναρχοκομμουνιστικές «οάσεις». Εφόσον ελέγχουν την οικονομία, την παραγωγή και την πολιτική εξουσία οι ελίτ και οι περί αυτές, τέτοιες απόπειρες είναι καταδικασμένες σε αποτυχία όντας εξαρτημένες από το σύστημα για να λειτουργήσουν. Ωστόσο, τέτοιες απόπειρες θα χρησίμευαν ίσως ως ελάχιστο δείγμα για το πώς θα μπορούσε να είναι μια άλλη κοινωνία, ή και για την ανάπτυξη ριζοσπαστικής συνείδησης των ανθρώπων που θα συμμετείχαν ή θα σχετίζονταν μ' αυτές. Πρέπει να δούμε τέτοιες προσπάθειες ως κύτταρα που κυοφορούν το έμβρυο της κοινωνίας που θέλουμε και όχι ως εύκολη (ψευτο)λύση των σημερινών προβλημάτων ή των θεωρητικών αδιεξόδων.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η εκ μέρους μας απόρριψη του σημερινού συστήματος έχει να κάνει με τις ίδιες τις δομές του συνολικά. Το ίδιο συνολική πρέπει να είναι και η δική μας συνειδητή και όχι αποσπασματική δράση που θα μπορούσε και έπρεπε να συμπεριλάβει τόσο την άμεση δράση και τις παραδοσιακές μορφές δράσης (απεργίες, διαδηλώσεις κ.λπ.) όσο και τις παραπάνω προσπάθειες, προϋποτιθέμενου όμως ότι όλες αυτές οι μορφές δράσης θα αποτελούσαν οργανικό τμήμα ενός κοινωνικού κινήματος με στόχο την αλλαγή του συστήματος. Και αυτή η διαπίστωση οδηγεί αναγκαστικά στη διατύπωση μιας νέας πρότασης για μία αυτόνομη αμεσοδημοκρατική κοινωνία, και όχι σε ανιστόρητες απόψεις που υποστηρίζουν ότι αντί για τον αγώνα για πολιτική/κοινωνική ισότητα το ζητούμενο είναι η «ατομικότητα».
Η άτυπη ιεραρχία
Το σύνολο των αναρχικών έχει κηρύξει τον πόλεμο υποτίθεται στην ιεραρχία. Ας δούμε όμως πως λειτουργούν στην πραγματικότητα: έχοντας ως αρνητικό πρότυπο τις εξουσιαστικές σχέσεις και την κάθετη ιεραρχία που υπάρχει επί του παρόντος, ταυτίζουν τις ιεραρχικές αυτές σχέσεις με το ζήτημα της οργάνωσης, της πειθαρχίας, του σχεδιασμού, της συνέπειας και της συνέχειας όσον αφορά την πολιτική δράση. Όμως το να ταυτίζουμε τη στρατιωτικών διαταγών τύπου ιεραρχία που επικρατεί σήμερα με την πολιτική ή κοινωνική οργάνωση γενικά, είναι σα να ταυτίζουμε τη δουλεία με τη χαρά της δημιουργικής εργασίας. Συχνά δε, ακούγεται το γελοιοδέστατο επιχείρημα, ότι «οποιαδήποτε κοινωνική οργάνωση είναι από τη φύση της εξουσιαστική, εφόσον επιβάλλει θεσμούς και κανόνες που πρέπει να τηρούνται απ' όλα τα άτομα».
Τέτοιες απόψεις όμως όχι μόνο δείχνουν θεμελιακή παρανόηση πάνω στο θέμα ότι η αυτόνομη κοινωνία δεν σημαίνει έλλειψη οργάνωσης αλλά την ύπαρξη μιας άλλης μορφής που θεμελιώνεται στην αυτοδιεύθυνση των πολιτών αλλά και τσουβαλιάζουν όλα τα ιστορικά παραδείγματα κοινωνικής οργάνωσης (Ισπανική κολεκτιβοποίηση, ιδιωτικό καπιταλισμό κ.λπ.) και ταυτόχρονα δεν παίρνουν υπ’ όψη το γεγονός ότι ο άνθρωπος δε μπορεί να υπάρξει ως άνθρωπος έξω από μια κοινωνία και ότι κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς οργάνωση, αφού ακόμα και η παραμικρή εργασία προϋποθέτει οργάνωση.
Ως αντίποδα στην ιεραρχία οι αναρχικοί προτάσσουν τις οργανωτικά χαλαρές ομάδες δράσης και παρέμβασης. Όμως η ιεραρχία δεν εξαφανίζεται με μια απόφαση ούτε διαγράφεται απλώς με τη βούληση. Στην πράξη αυτό που συμβαίνει με την αδέξια και μυωπική παράκαμψη από τους αναρχικούς του ζητήματος της ιεραρχίας είναι η με αργούς ρυθμούς πολιτική ωρίμανση των νεοσχηματισθεισών ομάδων, η επανάληψη λαθών που θα μπορούσαν να αποφευχθούν με μια-δυο συζητήσεις και το ψάξιμο για θέματα που θα έπρεπε να είναι λυμένα από καιρό ώστε οι νεολαίοι που έχουν διάθεση για δράση, και να αξιοποιούνται σωστά για το ενδυνάμωμα του κινήματος, αλλά και να βοηθηθούν και οι ίδιοι παίρνοντας «έτοιμη» γνώση από τους παλαιότερους και πεπειραμένους. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει την παγίωση του δίπολου εντολοδότες-εκτελεστές. Σημαίνει τη θεμελίωση ενός ζωντανού κινήματος που αξιοποιεί τις δυνατότητες όλων με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, με δημοκρατικές διαδικασίες όπου παλιοί και καινούργιοι έχουν μία αμφίδρομη σχέση μέσα σε οργανωτικά σχήματα, τα οποία θα πρέπει να είναι το πρόπλασμα για τους νέους θεσμούς και να αντανακλούν την καινούργια κοινωνία που θέλουμε να φτιάξουμε, έτσι ώστε να ισχυροποιείται το πολιτικό υπόβαθρο των νέων αγωνιστών για να μην ευδοκιμεί η απογοήτευση μετά τον ενθουσιασμό των πρώτων ετών.
Και αυτό έχει τεράστια διαφορά από τη σημερινή οργανωτική μορφή του αναρχικού χώρου στην Ελλάδα, με τις μικρές και ασυντόνιστες μεταξύ τους ομάδες/παρέες στις οποίες δεσπόζουν οι περίφημοι πια «αναρχομπαμπάδες» με τη σιωπηλή αποδοχή των υπολοίπων μελών της ομάδας. Πράγμα φυσικό, γιατί αν δεν αναλυθεί το φαινόμενο της ιεραρχίας και απλώς προσπεραστεί γυρίζοντας το κεφάλι αλλού, μαζί του προσπερνιούνται ―ενώ παραμένουν άλυτα― και όλα τα προβλήματα που κουβαλάει η ιεραρχία μαζί της: η επικράτηση των ισχυρών χαρακτήρων, ο φαλοκρατισμός, η θεοποίηση του θάρρους και του τσαμπουκά, η αναπαραγωγή αρχηγών και οπαδών.
Η εθελοτυφλία απέναντι στο πρόβλημα, το μόνο που καταφέρνει είναι να συντηρεί την άτυπη ιεραρχία, η οποία είναι και η χειρότερη μορφή ιεραρχίας γιατί βασίζεται σε διαδικασίες που θυμίζουν μάλλον έναν πρωτόγονο τρόπο ανάδειξης ηγετών (ο πιο ευφραδής, ο πιο ισχυρός).
Άρα, προαπαιτούμενα για να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος της ιεραρχίας είναι η θέσπιση δημοκρατικών δομών και διαδικασιών που αποτρέπουν τη συγκέντρωση εξουσίας προς τα πάνω (ανακλητότητα, περιοδικότητα κ.λπ.) και η μεγιστοποίηση του πολιτικού επιπέδου όλων για να μειωθεί κατά το δυνατό το άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ των περισσότερο και λιγότερο έμπειρων ώστε να μην κυριαρχούν αυτοί «που τα ξέρουν καλά» πάνω σε όσους «δεν τα ξέρουν και τόσο καλά».Η σχέση με την κοινωνία
Η συνήθης πρακτική των αναρχικών στην Ελλάδα έχει ως στόχο τη διαρκή παρενόχληση του κράτους και τη συμβολή σε κοινωνικούς αγώνες ιδιαίτερα μάλιστα όταν αυτοί έχουν οξυμένη μορφή (εξαιρούνται βέβαια οι αναρχοατομικιστές που λόγω του υπερτροφικού εγωισμού και ελιτισμού τους σαρκάζουν τέτοιου είδους παρεμβάσεις). Αυτοί αντιτείνουν το «δρόμο του μοναχικού πολέμου» (για καναδυό χρόνια όμως, γιατί μετά πάνε σπίτι τους). Έτσι, σε περιπτώσεις εργατικών κινητοποιήσεων (π.χ. αδιόριστοι καθηγητές, ιδιωτικοποίηση της ΕΑΣ) ή κατοίκων (π.χ. Αραβησός, Ολυμπιάδα) η παρουσία τους αποσκοπούσε στην υποστήριξη και το φούντωμα αυτών των αγώνων. Όμως, η σχέση με την κοινωνία δε χτίζεται από τη μια στιγμή στην άλλη. Δε γίνεται να απομονώσουμε μια στιγμιαία κοινωνική ένταση που ενθουσιάζει λόγω της ομοιότητάς της με τη στιγμή της εξέγερσης και με την παρέμβαση πάνω σ' αυτήν, να τροφοδοτείται η αυταπάτη ότι συμβάλλουμε στη ριζοσπαστικοποίηση των ανθρώπων επειδή τους συμπαραστεκόμαστε ηθικά και «στρατιωτικά». Ο αυθορμητισμός αν δε συνοδεύεται από συνείδηση φουντώνει και ξεφουντώνει σαν πυροτέχνημα. Δυστυχώς, το ίδιο φουντώνει και ξεφουντώνει και η παρέμβαση των αναρχικών, που μόλις βλέπουν σε μία κινητοποίηση συγκρούσεις με την αστυνομία εμφανίζονται για συμπαράσταση, αλλά αμέσως μετά εξαφανίζονται. Η εποικοδομητική παρέμβαση είναι μια διαδικασία που προϋποθέτει υπομονετική δουλειά κι όχι απλώς την πρόσκαιρη συμπαράσταση σ' έναν εργατικό ή τοπικό αγώνα. Χρειάζεται η παρουσία από τα μέσα σ’ έναν αγώνα αν είναι δυνατό, η ανάλυση της πραγματικότητας, να βλέπει ο κόσμος ποιος είναι και τι λέει αυτός που του συμπαραστέκεται, να αναγνωρίζει το ήθος και τη στάση των αγωνιστών καθημερινά για να υπάρχει επικοινωνία με την κοινωνία και να γίνεται πιο εύκολη η αποκάλυψη των πραγματικών/συστημικών αιτίων των επιλογών της εκάστοτε κυβέρνησης και όχι απλώς να επαναλαμβάνονται οι γενικολογίες για το κεφάλαιο και το κράτος ή οι θρυμματισμοί υαλοπινάκων από αγνώστους.
Συμπεράσματα
Εν κατακλείδι, είναι οι πολιτικές αδυναμίες, τα αδιέξοδα και η επιπόλαια αποστροφή για τη θεωρία και την ανάλυση της πραγματικότητας που οδηγούν στον προσανατολισμό ενός μέρους των αναρχικών σε ατομικιστικές απόψεις και ένα άλλο μέρος ―το μεγαλύτερο― στη λατρεία της βίας που γίνεται αυτοσκοπός. Σε τέτοιο σημείο μάλιστα, που η σύγχυση που προκαλεί σε ορισμένους αναρχικούς ο φετιχισμός των δυναμικών ενεργειών είναι τόσο μεγάλη, ώστε παρακινούμενοι συναισθηματικά γοητεύονται ακόμη κι από μαρξιστικές ένοπλες οργανώσεις που προπαγανδίζουν τη δικτατορία του προλεταριάτου, απλώς και μόνο επειδή είναι ένοπλες!Όμως όταν η θεωρία αντικαθίσταται από τον άμυαλο ακτιβισμό είναι επόμενο να γίνονται εντελώς άσκοπες αντιπαραθέσεις με την αστυνομία και να λαμβάνει χώρα ο εγκλωβισμός στον γνωστό σε όλους φαύλο κύκλο σύγκρουση-συλλήψεις, με αποτέλεσμα να μετατραπεί ο αναρχικός χώρος από πολιτικό κίνημα που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να είναι σε κίνημα συμπαράστασης πολιτικών κρατουμένων (στις δίκες των οποίων μάλιστα καλούνται ως μάρτυρες υπεράσπισης διάφοροι αστέρες της ρεφορμιστικής αριστεράς). Όταν κάποιος την αρχή «ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα» την κουτσοκαταλαβαίνει, είναι επόμενο το μέσο ―μυθοποιημένο πια― να παίρνει τη θέση του σκοπού απονεκρώνοντάς τον σταδιακά και τελικά εξαφανίζοντάς τον.
Οι εμφύλιες συρράξεις, η εχθρότητα, η καχυποψία, η ταύτιση της θεωρίας με την αστική διανόηση, η μη γόνιμη πολυμορφία, ο φαλοκρατισμός, η αντικοινωνικότητα, η αμορφωσιά, η μόνο στα λόγια συντροφικότητα, η αποστροφή για πολιτική δουλειά μέσα σε κοινωνικούς χώρους, πρέπει να ιδωθούν και να ερμηνευτούν μέσα σ' αυτό το πλέγμα οπισθοδρομικών χαρακτηριστικών που έχει ο αναρχικός χώρος στην Ελλάδα. Γιατί όταν δεν υπάρχει δυνατό πολιτικό και θεωρητικό υπόβαθρο, τακτική, μεθοδολογία και σαφής στόχος, αλλά αντίθετα ο «χώρος» συνήθως προσπαθεί να καταλάβει τη σημερινή πραγματικότητα με βάση τσιτάτα από απόψεις (πολλές φορές ασύμβατες μεταξύ τους) που αναπτύχθηκαν έναν ή δύο αιώνες πριν είναι επόμενο να αναδύονται φαλοκρατισμοί, συμμορίτικη διάθεση, βεντέτες με την αστυνομία, δογματισμός και εσωστρέφεια που οδηγούν στην περιθωριοποίηση και τη γραφικότητα.